Language of document : ECLI:EU:T:2022:780

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναπαριστά κυλινδρικό ένθετο υδραυλικό εξάρτημα υγιεινής – Σήμα θέσης, αισθητό διά της αφής – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Πεδίο εφαρμογής του νόμου – Αυτεπάγγελτη εξέταση – Εξέταση από το τμήμα προσφυγών του διακριτικού χαρακτήρα – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001) – Σημείο μη δυνάμενο να αποτελέσει σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έλλειψη ακριβούς και πλήρους γραφικής παράστασης της αίσθησης αφής που προκαλεί το σημείο – Άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 4 και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001]»

Στην υπόθεση T‑487/21,

Neoperl AG, με έδρα το Reinach (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από την U. Kaufmann, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους T. Klee και D. Hanf,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους A. Kornezov, πρόεδρο, E. Buttigieg (εισηγητή), K. Kowalik-Bańczyk, G. Hesse και D. Petrlík, δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Neoperl AG, ζητεί την ακύρωση της απόφασης του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 3ης Ιουνίου 2021 (υπόθεση R 2327/2019-5) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Την 1η Σεπτεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1) [ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)], για το ακόλουθο σημείο:

Image not found

3        Στην αίτηση καταχώρισης, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αναφέρεται ως «άλλο σήμα», δηλαδή ως «σήμα θέσης, αισθητό διά της αφής», και περιγράφεται ως εξής:

«Το σήμα είναι σήμα θέσης, αισθητό διά της αφής. Η προστασία ζητείται για διάταξη τοποθετημένη στο ένα άκρο κυλινδρικού ένθετου υδραυλικού εξαρτήματος, η οποία χρησιμοποιείται για τη ροή του νερού, έχει κατεύθυνση προς τα έξω και προεξέχει από μια μη ελαστική βάση και η οποία αποτελείται από κυκλικά, ομόκεντρα και ελαστικά ελάσματα ύψους μερικών χιλιοστών σε όλη την επιφάνεια του άκρου, τα οποία παραμορφώνονται όταν ασκείται με το δάκτυλο πίεση στη βάση και κατά τρόπο παράλληλο προς τη βάση. Δεν ζητείται προστασία για το υπόλοιπο περίγραμμα του ένθετου εξαρτήματος, το οποίο αποτυπώνεται με διακεκομμένες γραμμές στην απεικόνιση.»

4        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ένθετο υδραυλικό εξάρτημα, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστών ψεκασμού και των διαμορφωτών ψεκασμού».

5        Επί της αίτησης καταχώρισης προβλήθηκαν αντιρρήσεις για τυπικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με τον κανόνα 9, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1) (νυν άρθρο 41, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), δεδομένου ότι, «γενικώς, τα σήματα που γίνονται αισθητά με την αφή [...] δεν γίνονται δεκτά από το [EUIPO]». Προτάθηκε στην προσφεύγουσα να χαρακτηρίσει εκ νέου το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήμα θέσης.

6        Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα αρνήθηκε να χαρακτηρίσει εκ νέου το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ενέμεινε, συναφώς, στον χαρακτηρισμό του ως σήματος θέσης, αισθητού διά της αφής, καθώς και στην υποβληθείσα περιγραφή.

7        Στις 11 Οκτωβρίου 2019, η εξετάστρια απέρριψε την αίτηση καταχώρισης για τυπικούς λόγους, βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό, κατ’ ουσίαν, με το άρθρο 4 και το άρθρο 31, παράγραφος 3, του κανονισμού, θεωρώντας, κατ’ ουσίαν, ότι η αίτηση, στο μέτρο που αφορούσε την καταχώριση σήματος αισθητού διά της αφής, δεν ήταν αρκούντως ακριβής υπό την έννοια των διατάξεων αυτών.

8        Στις 16 Οκτωβρίου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της απόφασης της εξετάστριας. Στις 22 Ιανουαρίου 2020, η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα στο οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής.

9        Με ανακοίνωση του εισηγητή της 3ης Αυγούστου 2020, το τμήμα προσφυγών του EUIPO επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι, ανεξαρτήτως του αν η αίτηση καταχώρισης σήματος πληρούσε ή όχι τις απαιτήσεις του άρθρου 31 του κανονισμού 2017/1001, εκτιμούσε ότι συνέτρεχε ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού και ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης.

10      Στις 3 Μαρτίου 2021, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ανακοίνωσης της 3ης Αυγούστου 2020.

11      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκρινε ότι το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 και απέρριψε την προσφυγή.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

13      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

14      Λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία υποβολής της επίμαχης αίτησης καταχώρισης, ήτοι την 1η Σεπτεμβρίου 2016, η οποία είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου για την εξέταση της ύπαρξης απόλυτων λόγων απαραδέκτου, η παρούσα υπόθεση διέπεται από τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως κατά περίπτωση τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21) [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2019, EUIPO κατά Wajos, C‑783/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1073, σκέψη 2, και της 8ης Μαΐου 2019, VI.TO. κατά EUIPO – Bottega (σχήμα χρυσής φιάλης), T‑324/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:297, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

15      Ειδικότερα, το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/2424 προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός αρχίζει να ισχύει στις 23 Μαρτίου 2016, αλλά ότι ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το άρθρο 4 και το άρθρο 26, παράγραφος 3, θα εφαρμοστούν από την 1η Οκτωβρίου 2017.

16      Επομένως, εν προκειμένω, όσον αφορά τους ουσιαστικού δικαίου κανόνες, εφαρμόζονται το άρθρο 4 και το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με τον κανονισμό 2015/2424, καθώς και το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424. Ωστόσο, όσον αφορά την τελευταία αυτή διάταξη, η ratione temporis εφαρμογή του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424, δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα για την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής. Πράγματι, η τροποποίηση που επέφερε στον κανονισμό 207/2009 ο κανονισμός 2015/2424 δεν αφορά τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009, οι οποίες είναι οι μόνες κρίσιμες για την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά τους ουσιαστικού δικαίου κανόνες, οι παραπομπές στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 στις οποίες προέβησαν το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση και η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να θεωρηθούν ως παραπομπές στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο έχει το ίδιο περιεχόμενο.

17      Στο μέτρο που οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η διαφορά διέπεται από τις διαδικαστικές διατάξεις του κανονισμού 207/2009, οι οποίες ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Ως προς την αυτεπάγγελτη εξέταση του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας

18      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και ο δεύτερος σε παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις ιδιαιτερότητες του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως σήματος θέσης, αισθητού διά της αφής, και προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν τεκμηρίωσε, κατά παράβαση ιδίως της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 95 του κανονισμού 2017/1001 να προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, ούτε τη συνήθη αίσθηση αφής που προκαλούν οι ρυθμιστές ψεκασμού, ούτε την αίσθηση αφής που προκαλεί το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ούτε το γεγονός ότι αυτή η ελαφρά αίσθηση αφής των ελασμάτων από τα οποία αποτελείται το σημείο συνδέεται κατ’ ανάγκην με μια λειτουργική ιδιότητα των επίμαχων προϊόντων. Η προσφεύγουσα συνάγει εξ αυτού ότι, αντιθέτως προς ό,τι δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, το εν λόγω σημείο έχει διακριτικό χαρακτήρα.

19      Το EUIPO αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών, αφού προσδιόρισε με πληρότητα και ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά, έκρινε ορθώς ότι το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

20      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εξετάστρια απέρριψε την αίτηση καταχώρισης βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο του 4 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), με την αιτιολογία ότι μνημονεύθηκε εσφαλμένα η φύση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ότι η περιγραφή στην αίτηση καταχώρισης ήταν αλυσιτελής και ότι, εν πάση περιπτώσει, η περιγραφή αυτή μπορούσε μόνο να περιγράψει αυτό που έπρεπε να δει κανείς στη γραφική απεικόνιση του σήματος και δεν μπορούσε να αποτελέσει ερμηνεία της έννοιας του συγκεκριμένου σήματος. Η εξετάστρια πρόσθεσε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση γινόταν αντιληπτό διά της αίσθησης της αφής, ενώ οι αισθητηριακές ιδιότητες δεν μπορούσαν να συναχθούν ευθέως από την αναπαράσταση του σημείου. Συνεπώς, κατά την εξετάστρια, η γραφική παράσταση του σημείου δεν αντιστοιχούσε προς την αίτηση καταχώρισης με επαρκή ακρίβεια.

21      Η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή, επισημαίνοντας με το από 22 Ιανουαρίου 2020 υπόμνημά της (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) ότι από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2017/1001 δεν απαιτείται πλέον η γραφική παράσταση ενός σημείου για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση καταχώρισης ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επικουρικώς, σε περίπτωση που πρέπει να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις του κανονισμού 207/2009 περί της δυνατότητας γραφικής παράστασης σήματος, η προσφεύγουσα υποστήριξε, στηριζόμενη στη συνημμένη στις παρατηρήσεις της νομική γνωμοδότηση, ότι το δίκαιο των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποκλείει εν γένει τη δυνατότητα καταχώρισης των σημάτων θέσης που είναι αισθητά διά της αφής και ότι η γραφική παράσταση του επίμαχου σημείου, συνοδευόμενη από περιγραφή, παρείχε τη δυνατότητα «συγκεκριμενοποίησης» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, συμπεριλαμβανομένης της αίσθησης αφής που προκαλούσε, κατά τρόπο που να παρέχει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό τη δυνατότητα να προσδιορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της ζητούμενης προστασίας.

22      Στην ανακοίνωση του εισηγητή της 3ης Αυγούστου 2020, η οποία εστάλη στην προσφεύγουσα μετά την άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης του εξεταστή (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), και στην προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών αποφάσισε να εξετάσει τον απόλυτο λόγο απαραδέκτου της καταχώρισης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και επισήμανε ότι δεν ασκεί επιρροή το αν το σημείο για το οποίο ζητείται η καταχώριση έπρεπε να μη γίνει δεκτό για καταχώριση σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 4 του κανονισμού 2017/1001), ή σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε, καθόσον αρκούσε το να αποκλείεται η καταχώριση βάσει ενός εκ των λόγω απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1 (βλ. σημείο 58 της προσβαλλόμενης απόφασης).

23      Η προσφεύγουσα δεν προέβαλε λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας προκειμένου να αμφισβητήσει την επιλογή του τμήματος προσφυγών να εξετάσει την αίτηση καταχώρισης υπό το πρίσμα μόνον της διάταξης του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

24      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι ορισμένοι λόγοι ακυρώσεως δύνανται, ενδεχομένως δε και πρέπει, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, λόγος που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης απόφασης μπορεί, αντιθέτως, να εξετασθεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον διάδικο (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑467/15 P, EU:C:2017:799, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτή έχει οριοθετηθεί από τους διαδίκους, ο δικαστής της Ένωσης, μολονότι οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, δεν μπορεί να δεσμεύεται μόνον από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους, διότι άλλως θα αναγκαζόταν, ενδεχομένως, να στηρίξει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις (βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos, C‑301/19 P, EU:C:2021:39, σκέψη 58). Ειδικότερα, σε διαφορά μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εφαρμόσει τους κρίσιμους για την επίλυση της διαφοράς κανόνες δικαίου στα πραγματικά περιστατικά που προβάλλουν οι διάδικοι. Πράγματι, δυνάμει της αρχής iura novit curia, ο προσδιορισμός του νοήματος του νόμου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης από τους διαδίκους (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑691/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:922, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης έχει την ευχέρεια και, ενδεχομένως, την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Changmao Biochemical Engineering κατά Επιτροπής, C‑666/19 P, EU:C:2021:827, σημείο 25). Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όσον αφορά τον σχετικό με την εσωτερική νομιμότητα λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την απόλυτη ισχύ του δεδικασμένου [πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑442/03 P και C‑471/03 P, EU:C:2006:356, σκέψη 45].

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από το πεδίο εφαρμογής του νόμου είναι δημοσίας τάξεως και το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα ανταποκρινόταν στην αποστολή του, ως ελεγκτής της νομιμότητας, εάν παρέλειπε να λάβει υπόψη, ακόμη και ελλείψει σχετικής αμφισβητήσεως εκ μέρους των διαδίκων, ότι η ενώπιόν του προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη βάσει διατάξεως που δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση και αν, συνεπώς, αποφαινόταν επί της ενώπιόν του εκκρεμούς διαφοράς προβαίνοντας το ίδιο σε εφαρμογή της διατάξεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, RV κατά Επιτροπής, T‑167/17, EU:T:2019:404, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να τηρεί την υποχρέωσή του να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο δημοσίας τάξεως υπό το πρίσμα της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Επομένως, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, όπως εκείνες που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, οι Κανονισμοί Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να στηρίξει την απόφασή σε λόγο τον οποίο έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη χωρίς να έχει προηγουμένως καλέσει τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού, ακόμη και αν πρόκειται για λόγο δημοσίας τάξεως (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 57· πρβλ., επίσης, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission, C‑530/12 P, EU:C:2014:186, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας αποφασίσει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας, κάλεσε τους διαδίκους, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και με ερώτηση τεθείσα στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, στην οποία ζητήθηκε γραπτή απάντηση, να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους. Ειδικότερα, οι διάδικοι κλήθηκαν να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με το αν το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει αν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση πληρούσε την απαίτηση γραφικής παράστασης του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 και αν, κατά συνέπεια, το εν λόγω σήμα προσέκρουε στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, ιδίως υπό το πρίσμα της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, M/S. Indeutsch International κατά EUIPO – 135 Kirkstall (Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών) (T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668). Επιπλέον, οι διάδικοι κλήθηκαν να διευκρινίσουν αν, κατά την άποψή τους, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 μπορούσε να τύχει εφαρμογής υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

30      Απαντώντας στην ερώτηση αυτή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να εξετάσει αν το επίμαχο σημείο πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 και, ειδικότερα, αν πληρούσε την κατά το άρθρο 4 του κανονισμού απαίτηση να είναι επιδεκτικό γραφικής παράστασης, πριν εξετάσει το σημείο υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από τη γραμματική, τελολογική και συστηματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων, καθώς και από τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών (T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668). Κατά την προσφεύγουσα, η συλλογιστική του τμήματος προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 207/2009, ιδίως του άρθρου 71, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 94, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις παραβάσεις αυτές.

31      Το EUIPO εκτιμά ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις αυτεπάγγελτης εξετάσεως του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας. Ειδικότερα, το EUIPO υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς απέρριψε την προσφυγή εξετάζοντας το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση υπό το πρίσμα μόνον της διατάξεως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κρίνοντας κατά συνέπεια, στο σημείο 58 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού ήταν, εν προκειμένω, αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, το EUIPO υποστηρίζει ότι, αφενός, η απόρριψη αίτησης καταχώρισης μπορεί να στηριχθεί σε έναν μόνον από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αυτούς δεν μπορεί να υπερισχύσει ενός άλλου, και, αφετέρου, η εξέταση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 ήταν η κατά το δυνατόν πληρέστερη. Εξάλλου, το EUIPO υποστηρίζει ότι η αρχή που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών (T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668), δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση διαφορά.

32      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009 όπως ίσχυε rationae temporis (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), σήμα της Ένωσης μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά, από τη φύση τους, να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

33      Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009:

«1.      Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

α)      τα σημεία που δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 4·

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

[…]

3.      Η παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.»

34      Επομένως, από το άρθρο 4 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι ένα σημείο μπορεί να αποτελέσει σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή, στις οποίες περιλαμβάνεται η δυνατότητα γραφικής παράστασης. Δεδομένου ότι η γραφική παράσταση έχει ιδίως ως λειτουργία να προσδιορίζει το σήμα, ώστε να καθορίζεται το ακριβές αντικείμενο της προστασίας που παρέχει το καταχωρισμένο σήμα στον δικαιούχο του, πρέπει να είναι σαφής, ακριβής, αφ’ εαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή, αντιληπτή, διαρκής και αντικειμενική (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Sieckmann, C‑273/00, EU:C:2002:748, σκέψεις 48 και 55, και της 6ης Ιουνίου 2019, Deichmann κατά EUIPO, C‑223/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:471, σκέψη 44· πρβλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Red Bull κατά EUIPO, C‑124/18 P, EU:C:2019:641, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Συνεπώς, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση τα «σήματα» που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα.

36      Ως εκ τούτου, ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σημείου μπορεί να εκτιμηθεί, για τους σκοπούς της καταχώρισής του ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνον εφόσον διαπιστωθεί ότι το σημείο αυτό συνιστά σήμα κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, εφόσον δηλαδή διαπιστωθεί ότι είναι δεκτικό γραφικής παράστασης κατά την έννοια που εκτέθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών, T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668, σκέψη 46), πράγμα που γίνεται δεκτό από το EUIPO.

37      Κατά συνέπεια, για την απόρριψη της αίτησης καταχώρισης ενός σήματος αρκεί βεβαίως, όπως υποστηρίζει το EUIPO, να ισχύει ένας μόνο λόγος απαραδέκτου (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, DKV κατά ΓΕΕΑ, C‑104/00 P, EU:C:2002:506, σκέψη 28). Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 ανωτέρω, η εξέταση του απόλυτου λόγου απαραδέκτου λόγω ελλείψεως διακριτικού χαρακτήρα, όπως η εξέταση που πραγματοποίησε εν προκειμένω το τμήμα προσφυγών, προϋποθέτει ότι το επίμαχο σήμα πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών, T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668, σκέψη 56).

38      Εν προκειμένω, από το σημείο 58 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αν το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μπορούσε να συνιστά σήμα, στο μέτρο που έκρινε ότι η εξέταση αυτή δεν ασκούσε επιρροή όσον αφορά το συμπέρασμά του ότι το εν λόγω σημείο στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα. Επομένως, αντιθέτως προς όσα απορρέουν από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 36 ανωτέρω, σχετικά με τους κανόνες εξέτασης των αιτήσεων καταχώρισης υπό το πρίσμα των απολύτων λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα προσφυγών εξέτασε τον διακριτικό χαρακτήρα του εν λόγω σημείου χωρίς προηγουμένως να έχει εξετάσει αν το σημείο αυτό μπορούσε να αποτελέσει σήμα.

39      Το EUIPO, ενώ δέχεται ότι, «κατ’ αρχήν», η εξέταση του διακριτικού χαρακτήρα ενός σήματος προϋποθέτει ότι το σήμα πληροί τις προϋποθέσεις που απορρέουν από το άρθρο 4 και από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να ακολουθήσει την προσέγγιση αυτή, καθόσον εξέτασε την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 κατά τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, δηλαδή σε σχέση με «όλα τα προστατευόμενα αντικείμενα και τις μορφές σημάτων που θα μπορούσε υποθετικά να έχει το [επίδικο] σημείο», και εξέτασε επομένως την προσφυγή κατά τρόπο ευνοϊκό για την προσφεύγουσα. Κατά το EUIPO, το τμήμα προσφυγών εξέτασε το σημείο, αφενός, βάσει της γραφικής παράστασής του και του τμήματος της περιγραφής που αντιστοιχεί σε αυτήν και, αφετέρου, λαμβάνοντας υπόψη την περιγραφή που δεν αντιστοιχούσε στην εν λόγω παράσταση, δηλαδή την περιγραφή της αίσθησης που δημιουργεί διά της αφής.

40      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε πράγματι τον ενδεχομένως διακριτικό χαρακτήρα των διαφόρων υποθετικών μορφών που μπορούσε να λάβει το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, πράγμα το οποίο δεν προκύπτει σαφώς από την προσβαλλόμενη απόφαση, η εξέταση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράλειψη του τμήματος προσφυγών να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις να εξετάσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου, τις οποίες υπέχει από τον κανονισμό 207/2009.

41      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, για να εκτιμηθεί αν ένα σήμα στερείται ή όχι διακριτικού χαρακτήρα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική εντύπωση που προκαλεί (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, Develey κατά ΓΕΕΑ, C‑238/06 P, EU:C:2007:635, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εν προκειμένω, όμως, βάσει της αίτησης καταχώρισης, η προστασία ζητείται τόσο για ένα στοιχείο της διάταξης των ρυθμιστών πίδακα όσο και για την πλευρά του επίδικου σημείου ως σημείου αισθητού διά της αφής (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω). Επομένως, εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να εξετάσει τον διακριτικό χαρακτήρα του σημείου βάσει των περιπτώσεων στις οποίες έλαβε επιλεκτικά υπόψη ορισμένες πλευρές του σημείου, ειδικότερα δε αποκλείοντας την πλευρά που αφορούσε την αίσθηση της αφής. Επιπλέον, το επιχείρημα που προέβαλε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η αίσθηση αφής του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν αντιστοιχούσε στη γραφική παράστασή του, αλλά προέκυπτε αποκλειστικά από την περιγραφή του, εμπίπτει στην εξέταση της εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού.

43      Επομένως, το επιχείρημα του EUIPO δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

44      Το EUIPO υποστηρίζει επίσης ότι οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 36 ανωτέρω, τις οποίες συνήγαγε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών (T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668), αφορούν διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας και δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει το EUIPO, η εξέταση της συνδρομής των απόλυτων λόγων απαραδέκτου μιας αίτησης καταχώρισης δεν μπορεί να διενεργείται βάσει αρχών διαφορετικών από εκείνες που ισχύουν για την εξέταση της υπάρξεως των λόγων αυτών όταν αυτοί προβάλλονται, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, προς στήριξη αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας.

45      Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα του EUIPO ότι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών (T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668), ο διακριτικός χαρακτήρας που αποκτήθηκε διά της χρήσεως του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης. Πράγματι, οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 36 ανωτέρω έχουν ασφαλώς ιδιαίτερη σημασία όταν ο αιτών την καταχώριση επικαλείται τον διακριτικό χαρακτήρα που αποκτήθηκε διά της χρήσεως του οικείου σήματος, στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, ο διακριτικός χαρακτήρας που αποκτήθηκε διά της χρήσεως, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένος, καθιστά ανεφάρμοστο τον απόλυτο λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού. Εντούτοις, το συμφέρον στο οποίο στηρίζονται οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν περιορίζεται σε τέτοιες περιστάσεις. Πράγματι, ο ορισμός του αντικειμένου της προστασίας που παρέχει η καταχώριση ενός σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω) είναι επίσης αναγκαίος πριν από την εξέταση του εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα του σημείου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 ανωτέρω.

46      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών εξέτασε επαλλήλως, στα σημεία 51 έως 54 της προσβαλλόμενης απόφασης, αν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009. Μια τέτοια εξέταση όμως δεν είναι καν δυνατή, αν το επίμαχο σημείο δεν μπορεί να παρασταθεί γραφικά κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η καταχώρισή του σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Απεικόνιση σχεδίων σε σχήμα V μεταξύ δύο παράλληλων γραμμών, T‑124/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:668, σκέψη 47).

47      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ερμηνεία των κρίσιμων κανόνων δικαίου, και ιδίως του ζητήματος αν το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης να είναι επιδεκτικό γραφικής παράστασης, και αν μπορεί, επομένως, να συνιστά σήμα, αποτελεί, εν προκειμένω, προκαταρκτικό ζήτημα του οποίου η επίλυση είναι αναγκαία για την εξέταση των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

48      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα εκπλήρωνε την αποστολή του ως ελεγκτής της νομιμότητας αν, αφενός, παρέλειπε να λάβει υπόψη, ακόμη και ελλείψει σχετικής αμφισβητήσεως εκ μέρους των διαδίκων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη βάσει διατάξεως, ήτοι του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, η οποία μπορούσε να αποδειχθεί ανεφάρμοστη στην περίπτωση κατά την οποία το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν συνιστά σήμα κατά την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού, περίπτωση η οποία κατά το τμήμα προσφυγών δεν συντρέχει, και αν, αφετέρου, αποφαινόταν επί της ενώπιόν του διαφοράς προβαίνοντας το ίδιο σε εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

49      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας.

 Επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας

50      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 και 47 ανωτέρω, προκειμένου να κριθεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 είχε εφαρμογή εν προκειμένω για την εξέταση της αίτησης καταχώρισης, πρέπει να εξεταστεί αν το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση πληροί τις προϋποθέσεις καταχώρισης του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού, ήτοι, μεταξύ άλλων, αν είναι επιδεκτικό γραφικής παράστασης κατά την έννοια που εκτέθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω.

51      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γραφική παράσταση του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνδυαζόμενη με την περιγραφή του σήματος, ιδίως όσον αφορά την ελαστικότητα και τη δυνατότητα παραμόρφωσης των ελασμάτων από τα οποία αποτελείται, όταν ασκείται με το δάκτυλο πίεση στη βάση και κατά τρόπο παράλληλο προς τη βάση, αρκεί για την αναπαράσταση του σημείου αυτού, συμπεριλαμβανομένης της αίσθησης αφής που δημιουργεί. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρέπεμψε στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο πλαίσιο του από 22 Ιανουαρίου 2020 υπομνήματός της με το οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω).

52      Το EUIPO υποστηρίζει ότι η αίσθηση αφής που δημιουργεί το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν προκύπτει από τη γραφική παράσταση του σημείου αυτού, αλλά μόνον από την περιγραφή που συνοδεύει την εν λόγω παράσταση. Κατά την άποψή του, η περιγραφή αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/626 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2018, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 2017/1001 και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/1431 (ΕΕ 2018, L 104, σ. 37), καθόσον διευρύνει το αντικείμενο της προστασίας που ζητήθηκε, όπως αυτό προκύπτει από τη γραφική παράσταση του σημείου.

53      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού 2018/626 περιλαμβάνεται στον τίτλο II. Πάντως, μολονότι ο κανονισμός αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο του 39, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, προβλέπει ότι ο τίτλος II δεν εφαρμόζεται στις αιτήσεις καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατατέθηκαν πριν από την 1η Οκτωβρίου 2017. Επομένως, αντιθέτως προς τις παραδοχές στις οποίες στηρίζονται τα επιχειρήματα του EUIPO, ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αίτηση καταχώρισης του επίμαχου σήματος κατατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2016. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν των μεταβατικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 37 του εκτελεστικού κανονισμού 2018/626, οι διατάξεις του κανονισμού 2868/95 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις εν εξελίξει διαδικασίες στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο εν λόγω εκτελεστικός κανονισμός μέχρι την ολοκλήρωσή τους.

54      Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την αίτηση καταχώρισης του επίμαχου σήματος, η προστασία διεκδικείται τόσο για τη διάταξη των ρυθμιστών ψεκασμού όσο και για την αίσθηση αφής που προκαλεί το σημείο. Εξάλλου, απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αμφότερες οι πτυχές του σήματος αυτού, δηλαδή το ότι πρόκειται για σήμα θέσης και ότι πρόκειται για σημείο αισθητό διά της αφής, ήταν εξίσου σημαντικές για την αίτηση καταχώρισης του σήματος αυτού και ότι, επομένως, ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών ήταν καθοριστικός για τον σκοπό αυτό.

55      Επομένως, όσον αφορά το ζήτημα αν το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση πληροί τις προϋποθέσεις καταχώρισης του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009, επισημαίνεται ότι, ασφαλώς, η διάταξη του σημείου αυτού, τοποθετημένη στο ένα άκρο ενός κυλινδρικού στοιχείου υγιεινής, η οποία αποτελείται από κυκλικά, ομόκεντρα και ελαστικά ελάσματα ύψους μερικών χιλιοστών σε όλη την επιφάνεια του άκρου και είναι παράλληλα προς τη βάση, είναι δεκτική γραφικής παράστασης, όπως προκύπτει από την παράσταση που παρατίθεται στη σκέψη 2 ανωτέρω. Αντιθέτως, αυτό δεν ισχύει, όπως δέχεται και το EUIPO (βλ. σκέψεις 39 και 52 ανωτέρω), για την αίσθηση αφής που προκαλεί η εν λόγω διάταξη, όσον αφορά τον ελαστικό χαρακτήρα των ελασμάτων, τα οποία παραμορφώνονται όταν ασκείται με το δάκτυλο πίεση στη βάση και κατά τρόπο παράλληλο προς τη βάση. Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, ένα σημείο μπορεί να αποτελέσει σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων και την προϋπόθεση να είναι επιδεκτικό γραφικής παράστασης, δεδομένου ότι η γραφική παράσταση ενός σήματος πρέπει επιπλέον να είναι σαφής, ακριβής, αφ’ εαυτής πλήρης, ευχερώς προσιτή, αντιληπτή, διαρκής και αντικειμενική.

56      Βεβαίως, ο κανόνας 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι η αίτηση καταχώρισης μπορεί να «περιλαμβάνει περιγραφή του σήματος». Επομένως, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω), στην περίπτωση που στην αίτηση καταχώρισης περιλαμβάνεται περιγραφή, η τελευταία πρέπει να εξετάζεται μαζί με τη γραφική παράσταση [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2019, adidas κατά EUIPO – Shoe Branding Europe (Απεικόνιση τριών παράλληλων λωρίδων), T‑307/17, EU:T:2019:427, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ωστόσο, κατά τη νομολογία, όταν η αίτηση καταχώρισης σήματος συνοδεύεται από λεκτική περιγραφή του σημείου, η περιγραφή αυτή πρέπει να συμβάλλει στην αποσαφήνιση του αντικειμένου και της εκτάσεως της προστασίας η οποία ζητείται βάσει του δικαίου των σημάτων και μια τέτοια περιγραφή δεν μπορεί να αντιφάσκει προς τη γραφική παράσταση σήματος ούτε και να εγείρει αμφιβολίες ως προς το αντικείμενο και την έκταση της γραφικής αυτής παράστασης (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Red Bull κατά EUIPO, C‑124/18 P, EU:C:2019:641, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Εν προκειμένω, όμως, η αίσθηση που προκαλεί το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν προκύπτει με ακρίβεια και πληρότητα από τη γραφική παράσταση του σημείου αυτού καθεαυτό, αλλά μόνον από την περιγραφή που το συνοδεύει. Κατά συνέπεια, η περιγραφή αυτή δεν διευκρινίζει τη γραφική παράσταση του εν λόγω σημείου κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 56 ανωτέρω, αλλά, αντιθέτως, μπορεί να εγείρει αμφιβολίες ως προς το αντικείμενο και την έκταση της εν λόγω γραφικής παράστασης καθόσον επιχειρεί να διευρύνει το αντικείμενο της ζητούμενης προστασίας, όπως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, το EUIPO.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 207/2009 και, κατά συνέπεια, προσκρούει στον απόλυτο λόγο απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού.

59      Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζει την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 4 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001 στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ratione temporis πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

60      Επομένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 και 37 ανωτέρω, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην εξέταση της αίτησης καταχώρισης του επίδικου σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε νομίμως να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή για να εκδώσει την απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής κατά της απόφασης της εξετάστριας με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση καταχώρισης του εν λόγω σημείου.

61      Διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας και πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό των δειγμάτων που προσκόμισε η προσφεύγουσα με το έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2022.

 Επί των δικαστικών εξόδων

62      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕUIPO) της 3ης Ιουνίου 2021 (υπόθεση R 2327/20195).

2)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

Hesse

 

      Petrlík

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.