Language of document : ECLI:EU:T:2023:787

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 6ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση – Ενεργός γεωργός – Μόνιμοι βοσκότοποι – Δείγμα ελέγχου – Αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά – Εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως – Δημοσιονομική πειθαρχία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑48/22,

Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil, O. Serdula και από την J. Očková,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις J. Aquilina, A. Becker και K. Walkerová καθώς και από τον J. Hradil,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger (εισηγητή), προεδρεύοντα, P. Nihoul και S. Verschuur, δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2021/2020 της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 2021, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2021, L 413, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που αφορά τις δαπάνες που αυτή πραγματοποίησε κατά τα οικονομικά έτη 2015 έως 2017, ύψους 43 470 836,30 ευρώ (στο εξής: προσβαλλόμενη δημοσιονομική διόρθωση).

I.      Ιστορικό της διαφοράς

A.      Έρευνα AA/2017/010/CZ

2        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία έρευνας AA/2017/010/CZ κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας, προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον η Τσεχική Δημοκρατία είχε διενεργήσει έλεγχο σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά ενισχύσεις καταβληθείσες στους γεωργούς στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ για τα έτη 2015 έως 2017 (στο εξής: έρευνα), βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), και του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 908/2014 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2014, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1306/2013 του Συμβουλίου όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τους κανόνες σχετικά με τους ελέγχους, τις εγγυήσεις και τη διαφάνεια (ΕΕ 2014, L 255, σ. 59), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της έρευνας.

3        Από τις 18 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή διενήργησε, στο πλαίσιο της έρευνας, επιτόπιο έλεγχο στην Τσεχική Δημοκρατία.

4        Με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2017 [στο εξής: επιστολή πορισμάτων], η Επιτροπή κοινοποίησε στις τσεχικές αρχές τα αποτελέσματα των ελέγχων της, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα ελέγχου που έθεσε σε εφαρμογή η Τσεχική Δημοκρατία για την επαλήθευση της χορήγησης των στρεμματικών ενισχύσεων του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ στους γεωργούς δεν ήταν σύμφωνο με τη νομοθεσία της Ένωσης. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε από τις τσεχικές αρχές να παράσχουν λεπτομερή περιγραφή των διορθωτικών μέτρων που έλαβαν.

5        Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2018, η Τσεχική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί της επιστολής πορισμάτων.

6        Με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2018, η Επιτροπή κάλεσε την Τσεχική Δημοκρατία σε διμερή σύσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 908/2014.

7        Στις 11 Σεπτεμβρίου 2018 η Επιτροπή διαβίβασε στην Τσεχική Δημοκρατία τα πρακτικά της διμερούς αυτής σύσκεψης και της ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον χαρακτηρισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

8        Με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2018, η Τσεχική Δημοκρατία διαβίβασε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα πρακτικά της διμερούς σύσκεψης. Με το έγγραφο αυτό, η Τσεχική Δημοκρατία παρέσχε στην Επιτροπή, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής των αιτήσεων ενίσχυσης και πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48).

9        Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2018 (στο εξής: έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2018), η Τσεχική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την απόρριψη διαφόρων αιτήσεων για τη χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος ενεργού γεωργού, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608).

10      Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2019, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις τσεχικές αρχές την ύπαρξη παραβάσεως όσον αφορά το ελάχιστο ποσοστό των ελέγχων που έπρεπε να διενεργηθούν, βάσει του άρθρου 35 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 809/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 227, σ. 69), σε σχέση με το καθεστώς ενισχύσεων «οικολογικής μέριμνας» (στο εξής: καθεστώς οικολογικής μέριμνας) και τους ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι τσεχικές αρχές παρέσχον τις εν λόγω πληροφορίες με έγγραφο της 4ης Ιουλίου 2019.

11      Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, η Επιτροπή απέστειλε στις τσεχικές αρχές τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της έρευνας [στο εξής: προκαταρκτικά συμπεράσματα], σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη θέση της, την οποία είχε ήδη διατυπώσει στην επιστολή πορισμάτων, περί μη συμμόρφωσης του συστήματος ελέγχου που έθεσε σε εφαρμογή η Τσεχική Δημοκρατία για την επαλήθευση της χορήγησης των στρεμματικών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στους γεωργούς στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ κατά τα έτη 2015 έως 2017. Επιπλέον, ενημέρωσε την Τσεχική Δημοκρατία για το δικαίωμά της να κινήσει διαδικασία συμβιβασμού, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

12      Ειδικότερα, όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του συστήματος ελέγχου που έθεσε σε εφαρμογή η Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, πλημμέλειες σχετικά με πέντε βασικούς ελέγχους.

13      Πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας του αιτούντος την ενίσχυση ως ενεργού γεωργού, οι τσεχικές αρχές είχαν παραβεί το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 (στο εξής: παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού).

14      Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι τσεχικές αρχές:

–        είχαν χρησιμοποιήσει ένα και μόνον κριτήριο προκειμένου να αποδείξουν ότι πληρούνταν δύο από τις τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013· ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η Τσεχική Δημοκρατία είχε περιορίσει αδικαιολόγητα την πρόσβαση στην ιδιότητα του ενεργού γεωργού για τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προσώπων τα οποία, εκτός αποδείξεως του εναντίου, δεν επιτρέπεται να λάβουν ενισχύσεις στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), διότι δεν θεωρούνται ενεργοί γεωργοί, ήτοι φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων που διευθύνουν αερολιμένες, σιδηροδρομικές εταιρίες, δίκτυα ύδρευσης, κτηματομεσιτικές εταιρείες, γήπεδα και υπαίθριους χώρους ψυχαγωγίας (στο εξής: κατάλογος εξαιρέσεων) του άρθρου 9, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013·

–        δεν είχαν λάβει υπόψη τις συνδεδεμένες με τον αιτούντα την ενίσχυση εταιρίες κατά τον έλεγχο των προϋποθέσεων του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργού γεωργού.

15      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ανεπάρκειες στο σύστημα ελέγχου που θέσπισαν οι τσεχικές αρχές όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013 (στο εξής: παράβαση που αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων).

16      Τρίτον, η Επιτροπή προέβαλε παράβαση, εκ μέρους των τσεχικών αρχών, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την επιλογή του δείγματος των δικαιούχων ενισχύσεως η οποία έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους της (στο εξής: παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου). Η παράβαση όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου περιλάμβανε δύο πτυχές:

–        ως προς την πρώτη πτυχή (στο εξής: παράβαση όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο), η Επιτροπή έκρινε ότι οι τσεχικές αρχές είχαν εσφαλμένως συμπεριλάβει, κατά τον υπολογισμό του ελάχιστου ποσοστού των τακτικών ελέγχων που έπρεπε να διενεργηθούν για το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης (στο εξής: καθεστώς ΚΕΣΕ) σύμφωνα με το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 (στο εξής: τακτικοί έλεγχοι), τους ελέγχους παρακολούθησης που πρέπει να διενεργούνται όταν στον δικαιούχο της ενίσχυσης έχει επιβληθεί, στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, μειωμένη διοικητική κύρωση, κατά την έννοια του άρθρου 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1394 της Επιτροπής, της 16ης Αυγούστου 2016, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 809/2014 όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (στο εξής: έλεγχοι παρακολούθησης)·

–        ως προς τη δεύτερη πτυχή (στο εξής: παράβαση όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με την οικολογική μέριμνα), η Επιτροπή προέβαλε παράβαση του άρθρου 35, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, για τον λόγο ότι οι τσεχικές αρχές δεν είχαν αυξήσει, το 2016 και το 2017, όσον αφορά το καθεστώς οικολογικής μέριμνας, το ποσοστό των δικαιούχων της ενίσχυσης που έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο επιτόπιου ελέγχου μετά τη διαπίστωση παρατυπιών, κατά τα προηγούμενα έτη, στο πλαίσιο του καθεστώτος ΚΕΣΕ.

17      Τέταρτον, η Επιτροπή επικαλέστηκε παράβαση του άρθρου 63 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, τα οποία προβλέπουν ότι, κατόπιν κηρύξεως μιας εκτάσεως ως μη επιλέξιμης για ενίσχυση, οι αχρεωστήτως καταβληθείσες στους γεωργούς πληρωμές για την εν λόγω έκταση πρέπει να ανακτώνται και να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις. Κατά την Επιτροπή, το σύστημα που θέσπισαν οι τσεχικές αρχές για τον προσδιορισμό των μη επιλέξιμων εκτάσεων, το οποίο προέβλεπε την ετήσια επικαιροποίηση του συστήματος αναγνώρισης αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ), δεν καθιστούσε δυνατό να εξακριβωθεί αν μια έκταση που δεν ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση για ένα έτος ήταν επίσης μη επιλέξιμη για ενίσχυση για τα προηγούμενα έτη και έπρεπε να έχει ως συνέπεια την κίνηση διαδικασίας ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων. Επομένως, κατά την Επιτροπή, μετά τη διαπίστωση της ύπαρξης μη επιλέξιμης εκτάσεως το 2017, οι τσεχικές αρχές όφειλαν να ελέγξουν αν η ίδια έκταση ήταν επίσης μη επιλέξιμη το 2015 και το 2016 (στο εξής: παράβαση που αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων).

18      Πέμπτον, η Επιτροπή προέβαλε παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 640/2014 (στο εξής: παράβαση που αφορά την εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως). Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σε περίπτωση που οι αιτήσεις ενίσχυσης ή πληρωμής είχαν υποβληθεί ηλεκτρονικά εντός των προθεσμιών του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 640/2014 χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή και, στη συνέχεια, είχαν υπογραφεί αυτοπροσώπως από τον αιτούντα στο αρμόδιο γραφείο, εντός των επόμενων πέντε ημερών, οι τσεχικές αρχές όφειλαν να εφαρμόσουν τη μείωση κατά 1 % ανά εργάσιμη ημέρα του ποσού της ενίσχυσης που εδικαιούτο ο αιτών, την οποία προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού (στο εξής: μείωση κατά 1 %). Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η ημερομηνία κατάθεσης των εν λόγω αιτήσεων ήταν η ημερομηνία κατά την οποία υπογράφηκαν αυτοπροσώπως από τον αιτούντα και όχι η ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκαν ηλεκτρονικά και η ημερομηνία αυτή ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας λήξης των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 640/2014. Επομένως, κατά την Επιτροπή, επρόκειτο για εκπρόθεσμες αιτήσεις που έπρεπε να οδηγήσουν στην εφαρμογή της μειώσεως κατά 1 %.

19      Στις 4 Φεβρουαρίου 2020 οι τσεχικές αρχές ζήτησαν συμβιβασμό, βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

20      Στις 5 Οκτωβρίου 2020 το όργανο συμβιβασμού κοινοποίησε την έκθεσή του, με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατός ο συμβιβασμός.

21      Με έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 2020, η Τσεχική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες.

22      Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2021, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Τσεχική Δημοκρατία τα τελικά συμπεράσματα της έρευνας [στο εξής: τελικά συμπεράσματα], σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

23      Καταρχάς, στα τελικά συμπεράσματα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη θέση της ότι η Τσεχική Δημοκρατία είχε παραβεί πέντε βασικούς ελέγχους.

24      Εν συνεχεία, με τα τελικά συμπεράσματα, η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % στις πιστώσεις που είχε επιστρέψει στην Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας για τα έτη 2015 έως 2017.

25      Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι πιστώσεις που είχαν αρχικά αποσυρθεί από τις πληρωμές προς τους γεωργούς επιστράφηκαν στις τσεχικές αρχές με τους ακόλουθους εκτελεστικούς κανονισμούς (στο εξής: κανονισμοί περί επιστροφής):

–        τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/2073 της Επιτροπής, της 23ης Νοεμβρίου 2016, για την επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 5, του κανονισμού αριθ. 1306/2013, των πιστώσεων που μεταφέρονται από το οικονομικό έτος 2016 (ΕΕ 2016, L 320, σ. 25)·

–        τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/2197 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2017, για την επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 5, του κανονισμού αριθ. 1306/2013, των πιστώσεων που μεταφέρονται από το οικονομικό έτος 2017 (ΕΕ 2017, L 312, σ. 86)·

–        τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/1848 της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2018, για την επιστροφή, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 5, του κανονισμού αριθ. 1306/2013, των πιστώσεων που μεταφέρονται από το οικονομικό έτος 2018 (ΕΕ 2018, L 300, σ. 4).

26      Δεδομένου ότι το ποσό των πιστώσεων που επέστρεψε η Επιτροπή, μέσω των κανονισμών περί επιστροφής, έπρεπε να αντικατοπτρίζει το σύνολο των ποσών που είχαν αρχικά αποσυρθεί από τις άμεσες ενισχύσεις προς τους γεωργούς, η Επιτροπή αποφάσισε, με τα τελικά συμπεράσματα, να επιβάλει στις πιστώσεις αυτές κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 %, σύμφωνα με τις διορθώσεις που είχε εφαρμόσει, στο πλαίσιο της έρευνας, για τα καθεστώτα ΚΕΣΕ και οικολογικής μέριμνας, καθώς και για το καθεστώς στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας (στο εξής: καθεστώς στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας) και για το καθεστώς προαιρετικής συνδεδεμένης στήριξης (στο εξής: καθεστώς ΠΣΣ). Ως εκ τούτου, το ποσό της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ανερχόταν σε 654 697,95 ευρώ.

27      Τέλος, με τα τελικά συμπεράσματα, για όλες τις παραβάσεις που φέρεται να διέπραξε η Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή πρότεινε τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ποσού ύψους 44 098 570,70 ευρώ, το οποίο προέκυπτε από την εφαρμογή δημοσιονομικής διόρθωσης σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφοι 6 έως 8, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 907/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1306/2013, όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τις εγγυήσεις και τη χρήση του ευρώ (ΕΕ 2014, L 255, σ. 18).

28      Με έγγραφο της 21ης Οκτωβρίου 2021, η Επιτροπή διαβίβασε στην Τσεχική Δημοκρατία συνοπτική έκθεση [στο εξής: συνοπτική έκθεση], στην οποία συνόψισε τα διάφορα στάδια της έρευνας, το περιεχόμενο των παρατηρήσεων που υπέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα τελικά συμπεράσματά της.

29      Στις 17 Νοεμβρίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία επέβαλε στην Τσεχική Δημοκρατία δημοσιονομική διόρθωση ύψους 44 098 570,70 ευρώ.

Α.      Έρευνα παρακολούθησης AA/2020/012/CZ

30      Πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας, η Επιτροπή κίνησε έρευνα παρακολούθησης κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας προκειμένου να διερευνήσει σε μεγαλύτερο βάθος ορισμένα ζητήματα που είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο της έρευνας (AA/2020/012/CZ, στο εξής: έρευνα παρακολούθησης), βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Η έρευνα παρακολούθησης επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, στην παράβαση που αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

31      Από τις 31 Αυγούστου 2020 έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης, η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης στην Τσεχική Δημοκρατία.

32      Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2020, η Επιτροπή κοινοποίησε στις τσεχικές αρχές τα αποτελέσματα των ελέγχων της, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Στο έγγραφο αυτό, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι από την έρευνα παρακολούθησης προέκυψαν ελλείψεις στον χαρακτηρισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013. Κατά την Επιτροπή, επρόκειτο για τις ίδιες ελλείψεις που είχαν διαπιστωθεί με τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της έρευνας. Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε τις τσεχικές αρχές να παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες.

33      Την 1η Ιουλίου 2021 η Επιτροπή και οι τσεχικές αρχές συναντήθηκαν στο πλαίσιο διμερούς συνάντησης παρακολούθησης.

34      Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2021, οι τσεχικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013 (στο εξής: έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2021).

35      Στις 24 Αυγούστου 2021 η Επιτροπή διαβίβασε στην Τσεχική Δημοκρατία τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης. Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή:

–        επισήμανε ότι, κατόπιν των πληροφοριών που είχαν παράσχει οι τσεχικές αρχές κατά τη διμερή συνάντηση παρακολούθησης και με το έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2021, θεωρούσε ότι είχε λήξει το ζήτημα του αν υφίστατο παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων για την περίοδο την οποία κάλυπτε η έρευνα παρακολούθησης ·

–        εξέφρασε τη λύπη της για το γεγονός ότι οι παρασχεθείσες πληροφορίες, οι οποίες θα ήταν επίσης κρίσιμες στο πλαίσιο της έρευνας, δεν είχαν διαβιβαστεί από τις τσεχικές αρχές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

36      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά την επιβολή, από την Επιτροπή, της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης λόγω παραβάσεων που αφορούν την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, την επιλογή του δείγματος ελέγχου, την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και την εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως, καθώς και στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

III. Επί της ουσίας

38      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητεί, πρώτον, την παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, δεύτερον, την παράβαση που αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, τρίτον, την παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου, τέταρτον, την παράβαση που αφορά την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, πέμπτον, την παράβαση που αφορά την εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως και, έκτον, το καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Α.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού

39      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, περιλαμβάνει δύο σκέλη.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της επιβολής από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ η Τσεχική Δημοκρατία δεν παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013

40      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει δύο αιτιάσεις.

α)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία αμφισβητείται η παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 λόγω της χρήσης ενός μόνον κριτηρίου για την απόδειξη της συνδρομής δύο εκ των τριών προϋποθέσεων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη

41      Με την πρώτη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013. Η επιλογή της να χρησιμοποιήσει ένα μόνον κριτήριο προς απόδειξη τόσο της προϋποθέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1307/2013, ότι δηλαδή οι γεωργικές δραστηριότητες του αιτούντος δεν είναι ασήμαντες (στο εξής: προϋπόθεση του στοιχείου βʹ), όσο και της προϋποθέσεως του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, ότι δηλαδή ο κύριος επιχειρηματικός ή εταιρικός σκοπός του αιτούντος συνίσταται στην άσκηση γεωργικής δραστηριότητας (στο εξής: προϋπόθεση του στοιχείου γʹ), δεν είναι παράνομη.

42      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω αιτίαση.

43      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 καθιερώνει μαχητό τεκμήριο κατά το οποίο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων που ασκούν δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο εξαιρέσεων δεν θεωρούνται ενεργοί γεωργοί και δεν είναι επιλέξιμοι για άμεσες ενισχύσεις στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (στο εξής: μαχητό τεκμήριο). Ωστόσο, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013, τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων μπορούν να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο εάν προσκομίσουν εξακριβώσιμα στοιχεία, με τη μορφή που απαιτούν τα κράτη μέλη, τα οποία αποδεικνύουν οτιδήποτε από τα κατωτέρω:

–        ότι το ετήσιο ποσό των αμέσων ενισχύσεων που εισέπραξαν είναι τουλάχιστον το 5 % των συνολικών εσόδων που αποκτήθηκαν από μη γεωργικές δραστηριότητες κατά το πλέον πρόσφατο οικονομικό έτος για το οποίο υπάρχουν τέτοια στοιχεία·

–        ότι οι γεωργικές του/της δραστηριότητες δεν είναι ασήμαντες·

–        ότι ο κύριος επιχειρηματικός ή εταιρικός του/της σκοπός συνίσταται στην άσκηση γεωργικής δραστηριότητας.

44      Τα κριτήρια για την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 διευκρινίζονται με το άρθρο 13 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 639/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού αριθ. 1307/2013 και για την τροποποίηση του παραρτήματος X του εν λόγω κανονισμού (ΕΕ 2014, L 181, σ. 1). Η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα εξής:

–        όσον αφορά την προϋπόθεση του στοιχείου βʹ, ότι οι γεωργικές δραστηριότητες του αιτούντος δεν είναι ασήμαντες, εάν το σύνολο των εσόδων που αποκτήθηκαν από γεωργικές δραστηριότητες το πλέον πρόσφατο οικονομικό έτος για το οποίο υπάρχουν τέτοια στοιχεία αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων που αποκτήθηκαν κατά το πλέον πρόσφατο οικονομικό έτος για το οποίο υπάρχουν τέτοια στοιχεία· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εναλλακτικά κριτήρια που επιτρέπουν στον αιτούντα να αποδείξει ότι οι γεωργικές του δραστηριότητες δεν είναι ασήμαντες·

–        όσον αφορά την προϋπόθεση του στοιχείου γʹ, ότι μια γεωργική δραστηριότητα θεωρείται ότι είναι ο κύριος επιχειρηματικός ή εταιρικός σκοπός ενός νομικού προσώπου, εάν καταγράφεται ως ο κύριος επιχειρηματικός ή εταιρικός σκοπός στο επίσημο μητρώο επιχειρήσεων ή σε οποιαδήποτε άλλα ισοδύναμα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία κράτους μέλους· εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, απαιτούνται ισοδύναμα αποδεικτικά στοιχεία· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εναλλακτικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μια γεωργική δραστηριότητα πρόκειται να θεωρείται ότι αποτελεί κύριο επιχειρηματικό ή εταιρικό σκοπό ενός φυσικού ή νομικού προσώπου.

45      Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εξεταστούν τα τέσσερα επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία.

1)      Επί του πρώτου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καθορίζουν εναλλακτικά κριτήρια σε σχέση με εκείνα τα οποία ορίζει και δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό ως προς την επιλογή τους

46      Με το πρώτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι τα κριτήρια για την ερμηνεία της προϋποθέσεως του στοιχείου βʹ και της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ καθορίζονται στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014.

47      Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014 θέτει δύο διαφορετικά κριτήρια για την εκτίμηση του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ και η προϋπόθεση του στοιχείου γʹ. Συγκεκριμένα, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ, πρέπει να αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των εσόδων του αιτούντος την ενίσχυση είναι γεωργικά έσοδα (στο εξής: κριτήριο σχετικά με τα γεωργικά έσοδα) και, προκειμένου να αποδειχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του στοιχείου γʹ, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η άσκηση γεωργικής δραστηριότητας από τον αιτούντα την ενίσχυση προκύπτει από το επίσημο μητρώο επιχειρήσεων ή από οποιαδήποτε άλλα ισοδύναμα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, κατά παρέκκλιση από τα ανωτέρω κριτήρια, το άρθρο 13, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν εναλλακτικά κριτήρια που να επιτρέπουν στον αιτούντα την ενίσχυση να αποδείξει ότι πληροί την προϋπόθεση του στοιχείου βʹ και την προϋπόθεση του στοιχείου γʹ.

48      Επιπλέον, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014 δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό όσον αφορά την επιλογή, από τα κράτη μέλη, των εναλλακτικών κριτηρίων που πρέπει να υιοθετηθούν προς απόδειξη του ότι πληρούται η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ και η προϋπόθεση του στοιχείου γʹ ούτε εμποδίζει τα εν λόγω κράτη να χρησιμοποιούν το ίδιο κριτήριο προς απόδειξη της τήρησης και των δύο προϋποθέσεων, δεδομένου ότι διαθέτουν συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια.

49      Κατά συνέπεια, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι ήταν ελεύθερη, εν προκειμένω, να εφαρμόσει το κριτήριο σχετικά με τα γεωργικά έσοδα προκειμένου να αποδείξει ότι πληρούνται η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ και η προϋπόθεση του στοιχείου γʹ. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για κατάλληλο κριτήριο προκειμένου να αποδειχθεί όχι μόνον ότι οι γεωργικές δραστηριότητες του αιτούντος δεν ήταν ασήμαντες (προϋπόθεση του στοιχείου βʹ), αλλά και ότι η γεωργική δραστηριότητα ήταν ο κύριος επιχειρηματικός σκοπός ή περιλαμβανόταν στον εταιρικό σκοπό του αιτούντος (προϋπόθεση του στοιχείου γʹ).

50      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καθορίζουν εναλλακτικά κριτήρια σε σχέση με εκείνα τα οποία ορίζει και δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό ως προς την επιλογή τους, εντούτοις, τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούν τα εναλλακτικά αυτά κριτήρια προκειμένου να αξιολογούν κατά πόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013.

51      Επομένως, η επιλογή εναλλακτικών κριτηρίων από τα κράτη μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014, δεν δύναται να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί άνευ αντικειμένου μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 και, ως εκ τούτου, να περιοριστούν οι δυνατότητες των δικαιούχων της ενίσχυσης να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο.

52      Εν προκειμένω, η χρήση από την Τσεχική Δημοκρατία του κριτηρίου σχετικά με τα γεωργικά έσοδα προς απόδειξη του ότι πληρούται τόσο η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ όσο και η προϋπόθεση του στοιχείου γ’ περιόρισε σε δύο τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους οι δικαιούχοι της ενίσχυσης προκειμένου να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο. Κατά συνέπεια, η επιλογή αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013, το οποίο προβλέπει ρητώς ότι ο δικαιούχος της ενισχύσεως έχει τρεις διαφορετικές δυνατότητες για να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο.

53      Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δευτέρου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι στην Τσεχική Δημοκρατία δεν υφίστατο μητρώο επιχειρήσεων ή άλλα ισοδύναμα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να αποδειχθεί ότι ο κύριος επιχειρηματικός ή εταιρικός σκοπός του αιτούντος την ενίσχυση ήταν η γεωργική δραστηριότητα

54      Με το δεύτερο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η επιλογή της χρήσης του κριτηρίου σχετικά με τα γεωργικά έσοδα προς απόδειξη του ότι πληρούται τόσο η προϋπόθεση του στοιχείου βʹ όσο και η προϋπόθεση του στοιχείου γʹ κατέστη αναγκαία λόγω του ότι, στο εθνικό της δίκαιο, δεν υφίστατο μητρώο επιχειρήσεων ή άλλα ισοδύναμα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να αποδειχθεί ότι ο κύριος επιχειρηματικός ή εταιρικός σκοπός του αιτούντος την ενίσχυση ήταν η γεωργική δραστηριότητα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1307/2013 και στο άρθρο 13, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014.

55      Επισημαίνεται ότι, μολονότι στο εθνικό της δίκαιο δεν υφίστατο μητρώο επιχειρήσεων ή άλλα ισοδύναμα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία που να καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί η συνδρομή της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ, εντούτοις, η Τσεχική Δημοκρατία ήταν ελεύθερη, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 639/2014, να προβλέψει εναλλακτικό κριτήριο για την απόδειξη της συνδρομής της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ.

56      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η Τσεχική Δημοκρατία θα μπορούσε να έχει επιλέξει διαφορετικό κριτήριο για την απόδειξη της συνδρομής της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ, χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει το κριτήριο σχετικά με τα γεωργικά έσοδα, το οποίο είχε ήδη χρησιμοποιήσει για την απόδειξη της προϋποθέσεως του στοιχείου βʹ.

57      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του τρίτου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου σχετικά με τα γεωργικά έσοδα προς απόδειξη της συνδρομής τόσο της προϋποθέσεως του στοιχείου βʹ όσο και της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ είχε επιβεβαιωθεί από την Επιτροπή

58      Με το τρίτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου σχετικά με τα γεωργικά έσοδα προς απόδειξη της συνδρομής τόσο της προϋποθέσεως του στοιχείου βʹ όσο και της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ είχε επιβεβαιωθεί από την Επιτροπή επ’ ευκαιρία μιας παρουσιάσεως προς τα κράτη μέλη που πραγματοποιήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2015 όσον αφορά την αξιολόγηση της ιδιότητας του ενεργού γεωργού (στο εξής: παρουσίαση στα κράτη μέλη).

59      Επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η παρουσίαση στα κράτη μέλη δύναται να δεσμεύσει την Επιτροπή όσον αφορά την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013, πάντως, η Επιτροπή διευκρίνισε, στο πλαίσιο αυτής, ότι το κριτήριο σχετικά με τα γεωργικά έσοδα μπορούσε να εφαρμοστεί, ως εναλλακτικό κριτήριο για την απόδειξη της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ, μόνον εάν το κράτος μέλος δεν το είχε επίσης χρησιμοποιήσει προς απόδειξη της συνδρομής της προϋποθέσεως του στοιχείου βʹ.

60      Επομένως, το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

4)      Επί του τετάρτου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 7, του κανονισμού 1307/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2017/2393, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι, προς απόδειξη της ιδιότητας του αιτούντος ενίσχυση ως ενεργού γεωργού, μπορεί να γίνεται επίκληση μόνον ενός ή δύο από τα κριτήρια του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013

61      Με το τέταρτο αυτό επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 7, του κανονισμού 1307/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2393 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1305/2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), 1306/2013, 1307/2013, (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και (ΕΕ) αριθ. 652/2014 για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με τη διαχείριση των δαπανών που αφορούν, αφενός, τη διατροφική αλυσίδα, την υγεία των ζώων και την καλή μεταχείριση των ζώων και, αφετέρου, την υγεία των φυτών και το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό (ΕΕ 2017, L 350, σ. 15), προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι οι αιτούντες ενίσχυση μπορούν να επικαλούνται μόνο ένα ή δύο από τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο του κανονισμού 1307/2013, προκειμένου να αποδείξουν την ιδιότητα του αιτούντος την ενίσχυση ως ενεργού γεωργού.

62      Ασφαλώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 9, παράγραφος 7, του κανονισμού, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2017/2393, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα πρόσωπα ή οι ομάδες προσώπων μπορούν να επικαλούνται μόνο ένα ή δύο από τα τρία κριτήρια που μνημονεύονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι ενεργοί γεωργοί.

63      Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή είναι χρονικά καθορισμένη, στο μέτρο που τα κράτη μέλη μπορούν να την επικαλεστούν μόνον από το 2018 και μετά, και εξαρτάται από την αποστολή σχετικής κοινοποίησης εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους προς την Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου 2018, εάν η σχετική απόφαση εφαρμόζεται από το έτος 2018, ή μέχρι την 1η Αυγούστου του έτους που προηγείται της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως, εάν αυτή εφαρμόζεται από επόμενο έτος.

64      Εν προκειμένω, η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως καλύπτει τα έτη 2015 έως 2017. Η δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη το νέο άρθρο 9, παράγραφος 7, του κανονισμού 1307/2013 να περιορίσουν σε ένα ή δύο τα κριτήρια του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνον από το 2018, ήτοι σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

65      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο επιχείρημα και, ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση στο σύνολό της.

β)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία αμφισβητείται κατά πόσον, επειδή κατά τον έλεγχο της ιδιότητας του αιτούντος την ενίσχυση ως ενεργού γεωργού δεν ελήφθησαν υπόψη οι συνδεδεμένες εταιρίες, υπήρξε παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013

66      Με τη δεύτερη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, παραλείποντας να λάβει υπόψη, κατά τον έλεγχο της ιδιότητας του αιτούντος την ενίσχυση ως ενεργού γεωργού, τις συνδεδεμένες εταιρίες, δεν παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013.

67      Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η φράση «ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων» του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 αφορά αποκλειστικώς τις ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων, αποκλειομένων των συνδεδεμένων εταιριών. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, τούτο σημαίνει ότι μόνο σε σχέση με μια ομάδα στο σύνολό της πρέπει να εξακριβώνεται αν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπει η εν λόγω διάταξη και τα οποία επιτρέπουν στον αιτούντα την ενίσχυση να αποκτήσει την ιδιότητα του ενεργού γεωργού.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω αιτίαση.

69      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η έννοια των «ομάδων φυσικών ή νομικών προσώπων» του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, το γράμμα του οποίου υπομνήσθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, δεν ορίζεται ούτε στον κανονισμό 1307/2013 ούτε στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 639/2014, ο οποίος, ωστόσο, προβλέπει τα κριτήρια για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού 1307/2013.

70      Όσον αφορά τις συνδεδεμένες εταιρίες, επισημαίνεται ότι ούτε ο κανονισμός 1307/2013, ούτε ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 639/2014, ούτε το έγγραφο κατευθυντήριων γραμμών DSCG/2014/29 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2014, το οποίο καθορίζει τα κριτήρια ερμηνείας του άρθρου 9 του κανονισμού 1307/2013, περιέχουν αναφορά και, κατά μείζονα λόγο, ορισμό της ως άνω έννοιας.

71      Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρουσίασης στα κράτη μέλη, η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων μπορούν να ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή από ομάδες των φυσικών ή νομικών αυτών προσώπων, απευθείας ή μέσω συνδεδεμένης εταιρίας.

72      Επιπλέον, η Επιτροπή, σε έγγραφο που απέστειλε στο γερμανικό Υπουργείο Τροφίμων και Γεωργίας στις 29 Ιανουαρίου 2016 και το οποίο στη συνέχεια τέθηκε στη διάθεση των λοιπών κρατών μελών, υποστήριξε ότι ως «συνδεδεμένη εταιρία», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, νοείται κάθε οντότητα που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον αιτούντα την ενίσχυση με σχέση ελέγχου υπό τη μορφή συμμετοχής σε ποσοστό 100 % ή πλειοψηφικής συμμετοχής.

73      Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εξεταστούν τα τέσσερα επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία προς στήριξη της δεύτερης αιτιάσεώς της.

1)      Επί του πρώτου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι η υπαγωγή των συνδεδεμένων εταιριών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 αντιβαίνει στο γράμμα της εν λόγω διατάξεως

74      Με το πρώτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 δεν προκύπτει ότι οι συνδεδεμένες με τον αιτούντα την ενίσχυση εταιρίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο από κράτος μέλος των προϋποθέσεων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργού γεωργού. Επομένως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν χορηγούνται άμεσες ενισχύσεις σε φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα ή ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων που ασκούν τα ίδια κάποια από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων.

75      Η Επιτροπή αμφισβητεί το ανωτέρω επιχείρημα.

76      Πρώτον, παρατηρείται ότι η έννοια των συνδεδεμένων εταιριών δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013.

77      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι μια ομάδα προσδιορίζεται, κατ’ ουσίαν, ως ένα σύνολο οντοτήτων που συνδέονται μεταξύ τους στο πλαίσιο της ίδιας οργάνωσης. Επομένως, ο όρος «ομάδα» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι παρεμφερής με τον όρο «όμιλος» και παραπέμπει σε κάθε σύνολο φυσικών ή νομικών προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους στο πλαίσιο μιας περισσότερο ή λιγότερο δομημένης εταιρικής οργάνωσης. Κατά συνέπεια, μια ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων περιλαμβάνει και τις συνδεδεμένες εταιρίες.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά το άρθρο 9 παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, ο αιτών την ενίσχυση, που μπορεί να είναι ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, δύναται να ασκεί τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων τόσο απευθείας όσο και μέσω συνδεδεμένης εταιρίας που ανήκει στην ίδια ομάδα. Ομοίως, αν ο αιτών την ενίσχυση δεν είναι ομάδα αλλά φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ανήκει σε ομάδα, δύναται να ασκεί τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων απευθείας ή μέσω συνδεδεμένης εταιρίας που ανήκει στην ίδια ομάδα.

79      Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δευτέρου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι η υπαγωγή των συνδεδεμένων εταιριών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 αντιβαίνει στον ορισμό του «γεωργού» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1307/2013

80      Με το δεύτερο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η έννοια του «ενεργού γεωργού», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της έννοιας του «γεωργού», σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού. Τόσο η έννοια του «ενεργού γεωργού» όσο και η έννοια του «γεωργού» αναφέρονται στους ίδιους τους αιτούντες, και όχι στις συνδεδεμένες εταιρίες.

81      Η Επιτροπή αμφισβητεί το ως άνω επιχείρημα.

82      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1307/2013 ορίζει ότι ως γεωργός νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που προσδίδει το εθνικό δίκαιο στην ομάδα και τα μέλη της, που διαθέτει εκμετάλλευση ευρισκόμενη στο εδαφικό πεδίο των Συνθηκών, όπως ορίζεται στο άρθρο 52 ΣΕΕ σε συνάρτηση με τα άρθρα 349 και 355 ΣΛΕΕ.

83      Το γεγονός ότι η έννοια του «ενεργού γεωργού», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, συνδέεται με την έννοια του «γεωργού», κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, επιβεβαιώνεται από τη νομολογία στην οποία διευκρινίζεται ότι, για να μπορεί να έχει την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, ένα πρόσωπο πρέπει προηγουμένως να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1307/2013 σχετικά με την έννοια του «γεωργού» (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑176/20, EU:C:2022:274, σκέψη 54).

84      Ωστόσο, το γεγονός ότι η έννοια του «γεωργού» και η έννοια του «ενεργού γεωργού» συνδέονται δεν δύναται να κλονίσει το συμπέρασμα, που διατυπώνεται στη σκέψη 78 ανωτέρω, ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, ο αιτών την ενίσχυση δύναται να ασκεί τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων τόσο απευθείας όσο και μέσω συνδεδεμένης εταιρίας που ανήκει στην ίδια ομάδα.

85      Πράγματι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1307/2013 δεν προκύπτει ότι, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως γεωργός, ένα φυσικό πρόσωπο, ένα νομικό πρόσωπο ή μια ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων πρέπει να ασκεί απευθείας τις δραστηριότητές του.

86      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του τρίτου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι η υπαγωγή των συνδεδεμένων εταιριών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 αντιβαίνει στον σκοπό της εν λόγω διατάξεως

87      Με το τρίτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η υπαγωγή των συνδεδεμένων εταιριών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 αντιβαίνει στον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, ο οποίος συνίσταται στον περιορισμό των άμεσων ενισχύσεων, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, στους γεωργούς που ασκούν οι ίδιοι μη οριακή γεωργική δραστηριότητα.

88      Η Επιτροπή αμφισβητεί το ως άνω επιχείρημα.

89      Επισημαίνεται ότι ο σκοπός της ρυθμίσεως σχετικά με την έννοια του «ενεργού γεωργού» διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1307/2013, η οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η πείρα από την εφαρμογή των διάφορων καθεστώτων στήριξης σε γεωργούς κατέδειξε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η στήριξη χορηγήθηκε σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων ο επιχειρηματικός στόχος δεν αφορά καθόλου ή μόνο οριακά την άσκηση γεωργικής δραστηριότητας. Για μια καλύτερα στοχοθετημένη στήριξη, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να χορηγούν άμεσες ενισχύσεις σε ορισμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα, εκτός εάν αυτά μπορούν να αποδείξουν ότι η γεωργική τους δραστηριότητα δεν είναι οριακή.»

90      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1307/2013 δεν απαιτεί οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων να ασκούνται απευθείας από τον αιτούντα, είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, είτε για νομικό πρόσωπο, είτε για ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων.

91      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου απάτης σε βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης και στον περιορισμό των ενισχύσεων, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, στους γεωργούς που ασκούν πράγματι γεωργική δραστηριότητα, το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του αν ο αιτών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή η οικεία ομάδα ασκεί κάποια από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων απευθείας ή μέσω συνδεδεμένων εταιριών.

92      Πράγματι, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι συνδεδεμένες εταιρίες, οι αιτούντες θα μπορούσαν να κατανείμουν τις δραστηριότητές τους σε περισσότερες συνδεδεμένες νομικές οντότητες, προκειμένου να παρακάμψουν τους περιορισμούς που θέτει η εν λόγω διάταξη για την αναγνώριση της ιδιότητάς τους ως ενεργών γεωργών. Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος ο οποίος ασκείται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα περιοριζόταν στις γεωργικές δραστηριότητες που ασκεί απευθείας ο αιτών, αποκλειομένων εκείνων που ασκούνται μέσω συνδεδεμένων εταιριών.

93      Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία, με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος ο αιτών την ενίσχυση να κατανείμει σκόπιμα τις δραστηριότητές του σε διάφορες νομικές οντότητες, προκειμένου να παρακάμψει την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, αντιμετωπίζεται από το άρθρο 60 του κανονισμού 1306/2013.

94      Εντούτοις, πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 60 του κανονισμού 1306/2013 δεν αρκεί για την αποτροπή του κινδύνου απάτης σε βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης που θα προέκυπτε από την κατάτμηση των δραστηριοτήτων του αιτούντος υπό την ιδιότητά του ως ενεργού γεωργού. Συγκεκριμένα, η ως άνω διάταξη προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, τα πλεονεκτήματα που προβλέπονται δυνάμει της τομεακής γεωργικής νομοθεσίας δεν παρέχονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται ότι δημιούργησαν τεχνητά τις προϋποθέσεις για την απόκτηση των πλεονεκτημάτων αυτών, αντίθετα με τους σκοπούς της νομοθεσίας αυτής.»

95      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, η απόδειξη της τεχνητής δημιουργίας των προϋποθέσεων, κατά την έννοια του άρθρου 60 του κανονισμού 1306/2013, απαιτεί, αφενός, τη συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η οικεία ρύθμιση, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με την εν λόγω ρύθμιση σκοπός και, αφετέρου, την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη ρύθμιση της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αποκομίσει το όφελος αυτό [πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, Eichsfelder Schlachtbetrieb, C‑515/03, EU:C:2005:491, σκέψη 39, και της 7ης Φεβρουαρίου 2023, Confédération paysanne κ.λπ. (Τυχαία μεταλλαξιογένεση in vitro), C‑688/21, EU:C:2023:75, σκέψη 33].

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος πεδίου εφαρμογής του άρθρου 60 του κανονισμού 1306/2013 και των σχετικών με την απόδειξη απαιτήσεων που επιβάλλει η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 95 ανωτέρω, είναι δυνατό μια καταχρηστική πρακτική που συνίσταται στην παράκαμψη της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με την ιδιότητα του ενεργού γεωργού να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 60 του κανονισμού 1306/2013, αλλά, παρά ταύτα, να συνιστά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013.

97      Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η ως άνω διάταξη αρκεί αφ’ εαυτής για την αποτροπή του κινδύνου ο αιτών την ενίσχυση να κατανείμει τις δραστηριότητές του σε περισσότερες νομικές οντότητες, προκειμένου να αποφύγει τον έλεγχο όσον αφορά την ιδιότητά του ως ενεργού γεωργού κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013.

98      Επομένως, το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

4)      Επί του τετάρτου επιχειρήματος, με το οποίο προβάλλεται ότι η υπαγωγή των συνδεδεμένων εταιριών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου

99      Με το τέταρτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση σε κράτος μέλος μόνον εφόσον η παράβαση την οποία του προσάπτει προκύπτει με σαφήνεια και ακρίβεια από το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο. Εν προκειμένω, ωστόσο, η υπαγωγή των συνδεδεμένων εταιριών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 δεν προκύπτει με σαφήνεια και ακρίβεια από το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο.

100    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ως άνω επιχείρημα.

101    Κατά πάγια νομολογία, κάθε υποχρέωση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη και η οποία είναι ικανή να έχει οικονομικές συνέπειες γι’ αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να τους παρέχεται η δυνατότητα να κατανοούν το περιεχόμενό της και να συμμορφώνονται προς αυτήν. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς και τα αποτελέσματά τους προβλέψιμα, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να καθορίζουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους στις έννομες καταστάσεις και σχέσεις που διέπονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑4/17 P, EU:C:2018:678, σκέψη 58· της 17ης Νοεμβρίου 2022, Avicarvil Farms, C‑443/21, EU:C:2022:899, σκέψη 46, και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T‑509/18, EU:T:2019:876, σκέψη 40).

102    Εν προκειμένω, προκύπτει με σαφήνεια και ακρίβεια, κατά την έννοια της ως άνω νομολογίας, ότι μια ομάδα φυσικών ή νομικών προσώπων ή ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ανήκει σε ομάδα προσώπων δύναται να ασκεί τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξαιρέσεων τόσο απευθείας όσο και μέσω συνδεδεμένης εταιρίας που ανήκει στην ίδια ομάδα.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

104    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, για τον λόγο ότι το ποσό της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την προβαλλόμενη παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της προσαπτόμενης μη συμμόρφωσης

105    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, για τον λόγο ότι το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης για την προβαλλόμενη παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της προσαπτόμενης μη συμμόρφωσης.

106    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 προβλέπει τρία είδη διορθώσεων: μια διόρθωση «υπολογιζόμενη», μια διόρθωση «κατά παρεκβολή» και μια διόρθωση «κατ’ αποκοπή». Επιπλέον, καθιερώνει μια ιεράρχηση μεταξύ των ως άνω διορθώσεων. Πράγματι, η υπολογιζόμενη διόρθωση επιβάλλεται όταν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των συγκεκριμένων αδικαιολογήτως δαπανηθέντων ποσών. Εάν τούτο δεν συμβαίνει, μπορεί να επιβληθεί διόρθωση κατά παρεκβολή ή διόρθωση κατ’ αποκοπή, με τη διευκρίνιση ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση επιβάλλεται μόνον όταν, λόγω της φύσης της περίπτωσης ή επειδή το κράτος μέλος δεν διαβίβασε στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν είναι εφικτό, με μια λογική προσπάθεια, να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

107    Εξάλλου, από το άρθρο 12, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει κατ’ αποκοπή διόρθωση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης καθώς και τη δική της εκτίμηση για τον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην Ένωση, μόνον όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής υπολογιζόμενης διόρθωσης ή διόρθωσης κατά παρεκβολή ή όταν η φύση της υπόθεσης δεν επιτρέπει τον σαφή προσδιορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν. Κατά την επιβολή μιας κατ’ αποκοπή διόρθωσης, η Επιτροπή πρέπει, καταβάλλοντας μια λογική προσπάθεια, να λαμβάνει επίσης υπόψη το είδος της μη συμμόρφωσης που διαπιστώθηκε και, ιδίως, να καθορίζει αν πρόκειται για ελλείψεις που αφορούν βασικούς ή επικουρικούς ελέγχους.

108    Επιπροσθέτως, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, T‑505/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:56, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Εν προκειμένω, η Επιτροπή επέβαλε στην Τσεχική Δημοκρατία ενιαία κατ’ αποκοπήν διόρθωση για τις δύο συνιστώσες της παράβασης σχετικά με την ιδιότητα του ενεργού γεωργού οι οποίες αμφισβητούνται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ήτοι για την παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1307/2013 λόγω της χρήσης ενός μόνο στοιχείου για την απόδειξη δύο εκ των τριών κριτηρίων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη και για την παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 λόγω του ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι συνδεδεμένες εταιρίες κατά τον έλεγχο της ιδιότητας του αιτούντος την ενίσχυση ως ενεργού γεωργού. Συγκεκριμένα, η επιβληθείσα από την Επιτροπή κατ’ αποκοπήν διόρθωση ανέρχεται σε 5 % επί του 10 % των πληρωμών που πραγματοποίησε η Τσεχική Δημοκρατία κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν την ιδιότητα του ενεργού γεωργού.

110    Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να αναλυθούν οι δύο αιτιάσεις που διατύπωσε η Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

α)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία στηρίζεται στην απουσία οικονομικής ζημίας η οποία να δικαιολογεί την επιβολή από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την προβαλλόμενη παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού

111    Με την πρώτη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προβαλλόμενη παράβαση σχετικά με την ιδιότητα του ενεργού γεωργού δεν προκάλεσε οικονομική ζημία στην Ένωση ικανή να δικαιολογήσει την επιβολή από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης.

112    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, όπως αναφερόταν στο έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2018 και σε έγγραφο του τσεχικού Υπουργείου Γεωργίας της 9ης Οκτωβρίου 2015, μετά την απόρριψη των αιτήσεων για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013, τα ποσά που προορίζονταν για τους ενεργούς γεωργούς δεν είχαν χρησιμοποιηθεί από τις αρχές της προς όφελος άλλων γεωργών στο πλαίσιο διαφόρων καθεστώτων στήριξης. Κατά συνέπεια, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόρριψη των αιτήσεων για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού δεν είχε ως συνέπεια αύξηση των ενισχύσεων προς άλλους γεωργούς και ότι από την απόρριψη των εν λόγω αιτήσεων δεν προκύπτει οικονομική ζημία.

113    Περαιτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κανένας από τους αιτούντες των οποίων η αίτηση για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού απορρίφθηκε από τις αρχές της βάσει του κριτηρίου που αφορά τα γεωργικά έσοδα προκειμένου να αποδειχθεί η συνδρομή της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς και να λάβει τις σχετικές ενισχύσεις, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, αν είχε χρησιμοποιηθεί διαφορετικό κριτήριο. Επομένως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, από την απόρριψη των εν λόγω αιτήσεων ενίσχυσης δεν μπορεί να προκύψει οικονομική ζημία σε βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης.

114    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω αιτίαση.

115    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στην Επιτροπή, όταν αμφισβητεί τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησαν οι εθνικές αρχές και προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής γεωργικής πολιτικής, να προσκομίσει αποδείξεις για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τους διενεργηθέντες από τις εθνικές αρχές ελέγχους ή τα αριθμητικά στοιχεία που αυτές διαβίβασαν. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των ελέγχων αυτών ή το παράτυπο των αριθμητικών αυτών στοιχείων. Η εξήγηση για τον ως άνω μετριασμό του βάρους απόδειξης που φέρει η Επιτροπή έγκειται στο γεγονός ότι το κράτος μέλος βρίσκεται στην πλέον κατάλληλη θέση προκειμένου να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών των γεωργικών ταμείων (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιουνίου 2020, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑506/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:282, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Συνεπώς, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση που η Επιτροπή εκφράσει σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες, στο κράτος μέλος εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή (βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑255/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:838, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Επομένως, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τα όσα το ίδιο υποστηρίζει σε στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (βλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιουνίου 2020, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑506/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:282, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η απόρριψη των αιτήσεων για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα κίνδυνο αύξησης των πληρωμών που καταβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία σε άλλους γεωργούς στο πλαίσιο διαφόρων καθεστώτων στήριξης. Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ποσό των άμεσων ενισχύσεων που μπορούν να χορηγούνται ετησίως σε κράτος μέλος δεν δύναται να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1307/2013. Επομένως, κατά την Επιτροπή, μετά την απόρριψη των αιτήσεων για την αναγνώριση της ιδιότητας του ενεργού γεωργού, θα μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος, εντός των ορίων του επιτρεπόμενου ανωτάτου ορίου, η Τσεχική Δημοκρατία να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια που προορίζονται για πληρωμές βάσει των διατάξεων που διέπουν το καθεστώς του ενεργού γεωργού για τη χρηματοδότηση, με υψηλότερα ποσά, γεωργών στο πλαίσιο άλλων καθεστώτων στήριξης. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αύξηση των πληρωμών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο άλλων καθεστώτων στήριξης ενέχει κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, δεδομένου ότι δεν τεκμηριώνεται από στοιχεία σχετικά με τα εν λόγω καθεστώτα στήριξης, αλλά αποτελεί απλώς συνέπεια της απόρριψης των αιτήσεων για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 115 και 117 ανωτέρω, προκειμένου να αρθούν οι σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία όφειλε να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη ότι η απόρριψη των αιτήσεων για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 δεν θα προκαλούσε οικονομική ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

120    Πλην όμως, τούτο δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

121    Πρώτον, ασφαλώς, με το έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2018, η Τσεχική Δημοκρατία παρέσχε στοιχεία σχετικά με τους εννέα αιτούντες που αποκλείστηκαν από την ιδιότητα του ενεργού γεωργού κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 και επισήμανε ότι ο αποκλεισμός αυτός δεν είχε προκαλέσει οικονομική ζημία στον προϋπολογισμό της Ένωσης, διότι δεν είχε προκαλέσει αύξηση των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν σε άλλους γεωργούς. Ωστόσο, η Τσεχική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της.

122    Δεύτερον, στο δικόγραφο της προσφυγής, η Τσεχική Δημοκρατία παραπέμπει σε έγγραφο που απέστειλε στις 27 Οκτωβρίου 2015 το τμήμα άμεσων ενισχύσεων του Υπουργείου Γεωργίας της Τσεχικής Δημοκρατίας προς τον διευθυντή του τμήματος άμεσων ενισχύσεων και περιβαλλοντικών ενισχύσεων του Εθνικού Ταμείου Παρεμβάσεων στον τομέα της Γεωργίας και στο οποίο αναφερόταν ότι ο Τσέχος Υπουργός Γεωργίας είχε εγκρίνει τα ποσοστά των ενιαίων στρεμματικών ενισχύσεων, τις ενισχύσεις για γεωργικές πρακτικές επωφελείς για το κλίμα και το περιβάλλον και τις ενισχύσεις για γεωργούς νεαρής ηλικίας. Δεν αμφισβητείται, ωστόσο, ότι το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και, επομένως, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την επιβολή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης. Ακόμη δε και αν γίνει δεκτό ότι το εν λόγω έγγραφο είχε αποσταλεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, εντούτοις, επισημαίνεται ότι δεν αποδεικνύει ότι η απόρριψη, για τα έτη 2015 έως 2017, των αιτήσεων για την ιδιότητα του ενεργού γεωργού βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013 δεν προκάλεσε οικονομική ζημία στην Ένωση. Πράγματι, το εν λόγω έγγραφο καθορίζει απλώς το ποσοστό ορισμένων γεωργικών ενισχύσεων για το έτος 2015.

123    Τρίτον, η Τσεχική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι κανένας από τους αιτούντες στους οποίους οι αρχές της αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ιδιότητα του ενεργού γεωργού βάσει του κριτηρίου που αφορά τα γεωργικά έσοδα προκειμένου να αποδειχθεί η συνδρομή της προϋποθέσεως του στοιχείου γʹ δεν θα μπορούσε να έχει υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς και να λάβει τις σχετικές ενισχύσεις, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, αν είχε γίνει δεκτό διαφορετικό κριτήριο.

124    Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία στηρίζεται σε έλλειψη ακρίβειας κατά τον προσδιορισμό του ποσού της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την προβαλλόμενη παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού

125    Με τη δεύτερη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η παράβαση σχετικά με την ιδιότητα του ενεργού γεωργού προκάλεσε οικονομική ζημία στην Ένωση, η ζημία αυτή θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί επακριβώς από την Επιτροπή και να μην αποτελέσει αντικείμενο κατ’ αποκοπήν διόρθωσης.

126    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω αιτίαση.

127    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση όταν δεν είναι εφικτό, με μια λογική προσπάθεια, να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση, μεταξύ άλλων επειδή το κράτος μέλος δεν διαβίβασε στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013.

128    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2018 προσδιορίζει τον συνολικό αριθμό των αιτούντων που αποκλείστηκαν από την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, αλλά δεν αναφέρει τη ζημία που ο αποκλεισμός αυτός θα μπορούσε να προκαλέσει στο ΕΓΤΕ και στο ΕΓΤΑΑ.

129    Επιπλέον, ούτε το έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2018 ούτε τα μεταγενέστερα έγγραφα που απέστειλαν οι τσεχικές αρχές στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση παρέχουν ενδείξεις ως προς την οικονομική ζημία που θα μπορούσε να προκύψει από το γεγονός ότι οι συνδεδεμένες εταιρίες δεν ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της επαλήθευσης της ιδιότητας του αιτούντος την ενίσχυση ως ενεργού γεωργού.

130    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας και της φύσεως της διαπιστωθείσας μη συμμόρφωσης, η οποία αφορούσε την απουσία βασικού ελέγχου, και της αδυναμίας, με μια λογική προσπάθεια, ακριβούς αριθμητικού υπολογισμού της οικονομικής ζημίας που υπέστη η Ένωση κατόπιν της απόρριψης των αιτήσεων ενίσχυσης που αφορούν την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κατά την επιβολή, για την παράβαση που αφορά την ιδιότητα του ενεργού γεωργού, της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 5 % επί του 10 % των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

131    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

132    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων

133    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, περιλαμβάνει δύο σκέλη.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της επιβολής από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση που αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων λόγω μη συνεκτίμησης, στο πλαίσιο της έρευνας, των αποτελεσμάτων της έρευνας παρακολούθησης με τα οποία αποκλείστηκε η ύπαρξη της εν λόγω παράβασης

134    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τρεις αιτιάσεις.

α)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία στηρίζεται σε παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

135    Με την πρώτη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καθόσον παρέλειψε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της έρευνας, τα αποτελέσματα της έρευνας παρακολούθησης με τα οποία αποκλείστηκε η ύπαρξη παράβασης σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

136    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι μεταξύ της έρευνας και της έρευνας παρακολούθησης υπήρξε χρονική αλληλοεπικάλυψη Η έρευνα ξεκίνησε στις 18 Σεπτεμβρίου 2017 (ήτοι με την έναρξη του πρώτου επιτόπιου ελέγχου) και περατώθηκε, μετά την αποστολή της συνοπτικής εκθέσεως στις 21 Οκτωβρίου 2021, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 17 Νοεμβρίου 2021. Η έρευνα παρακολούθησης ξεκίνησε στις 31 Αυγούστου 2020 (ήτοι με την έναρξη του ελέγχου παρακολούθησης) και περατώθηκε, όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, στις 24 Αυγούστου 2021, με την έγκριση των πρακτικών της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης, με την οποία έκλεισε το ζήτημα της ύπαρξης της εν λόγω παράβασης.

137    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η συνοπτική έκθεση και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκαν αφού το ζήτημα της ύπαρξης παράβασης σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων είχε κλείσει στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έρευνας, όφειλε να αποφανθεί επί του ζητήματος της ύπαρξης παράβασης σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την έρευνα παρακολούθησης.

138    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013, όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν από κράτος μέλος σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από την ενωσιακή χρηματοδότηση.

139    Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 εξαρτά την απόφαση της Επιτροπής περί αποκλεισμού από τη χρηματοδότηση της Ένωσης των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από κράτος μέλος κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων από την τήρηση της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση.

140    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την εν λόγω διάταξη, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Το δικαίωμα αυτό απηχεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2014, N., C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψη 49, και της 1ης Ιουνίου 2016, Wolf Oil κατά EUIPO – SCT Lubricants (CHEMPIOIL), T‑34/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:330, σκέψεις 69 και 70].

141    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να παρατείνουν επ’ αόριστον τις διοικητικές διαδικασίες, αλλά αντανακλάται σε διατάξεις οι οποίες προβλέπουν προθεσμίες για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαδικασιών και για τη διαβίβαση, στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, πληροφοριών από τα κράτη μέλη προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Ο καθορισμός των εν λόγω προθεσμιών καθιστά δυνατό τον συμβιβασμό της απαίτησης να εξασφαλίζεται η ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών εντός εύλογης προθεσμίας με τα δικαιώματα άμυνας και να διασφαλίζεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης λαμβάνουν εγκαίρως τις σχετικές πληροφορίες από τα κράτη μέλη και είναι σε θέση να λάβουν υπόψη, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλες τις κρίσιμες πληροφορίες που αφορούν την εκάστοτε περίπτωση.

142    Όσον αφορά τη διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, η αρχή της χρηστής διοικήσεως απορρέει από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 και από το άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, τα οποία εξαρτούν την υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη, με τη δέουσα επιμέλεια, τις πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη από την τήρηση εκ μέρους των κρατών μελών των προθεσμιών που τάσσουν οι εν λόγω διατάξεις για τη διαβίβασή τους.

143    Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εξεταστούν τα τρία επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία προς στήριξη της πρώτης αιτιάσεώς της.

1)      Επί του πρώτου επιχειρήματος, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014

144    Με το πρώτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 και στο άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 για τη διαβίβαση πληροφοριών από κράτος μέλος προς την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση δεν ισχύουν όταν η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει αν υπήρξε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά μόνον όταν πρέπει να καθορίσει το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης που πρέπει να επιβληθεί. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη την καθυστερημένη διαβίβαση πληροφοριών από ένα κράτος μέλος όταν πρέπει να καθορίσει το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης, αλλά όχι όταν πρέπει να αποφασίσει αν συντρέχουν συστατικά στοιχεία παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.

145    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ανωτέρω επιχείρημα.

146    Επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 προκύπτει ότι ο καθορισμός των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης συνδέεται άρρηκτα με τη διαπίστωση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υπάρξεως παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, η Επιτροπή δεν δύναται να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση εάν δεν συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία που συνιστούν παραβίαση των κανόνων της Ένωσης, η οποία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τον ενδεχόμενο καθορισμό του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης.

147    Κατά συνέπεια, οι προθεσμίες για την αποστολή πληροφοριών από τα κράτη μέλη οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 και στο άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται μόνον όταν η Επιτροπή πρέπει να καθορίσει τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης και ότι δεν αφορούν την περίπτωση στην οποία η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει αν υπήρξε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι η εκτίμηση της παραβίασης και ο καθορισμός της δημοσιονομικής διόρθωσης συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

148    Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δευτέρου επιχειρήματος, σχετικά με τον χαρακτήρα των πληροφοριών που παρέσχαν οι τσεχικές αρχές στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης ως νέων πληροφοριών

149    Με το δεύτερο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων που διαβίβασε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης δεν ήταν νέες και είχαν ήδη διαβιβαστεί κατά την έρευνα. Κατά συνέπεια, ο χρονικός περιορισμός που προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, κατά τον οποίο τα κράτη μέλη δεν μπορούν να κοινοποιούν πληροφορίες στην Επιτροπή μετά την αποστολή από την Επιτροπή των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της (πλην των περιπτώσεων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη), δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

150    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ανωτέρω επιχείρημα.

151    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, με την επιστολή πορισμάτων, η οποία απεστάλη στις 30 Νοεμβρίου 2017, η Επιτροπή επισήμανε ανεπάρκειες στο σύστημα ελέγχου που είχαν θεσπίσει οι τσεχικές αρχές όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 1307/2013.

152    Δεύτερον, στα πρακτικά της διμερούς συνάντησης της 11ης Σεπτεμβρίου 2018, η Επιτροπή ζήτησε από τις τσεχικές αρχές πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων υπό αγρανάπαυση και εξέφρασε εκ νέου τις αμφιβολίες της όσον αφορά την καταλληλότητα του συστήματος ελέγχου υπό το πρίσμα τον κανόνα κατά τον οποίο οι μόνιμοι βοσκότοποι είναι γη που χρησιμοποιείται για τη καλλιέργεια αγρωστωδών ή άλλων ποωδών κτηνοτροφικών φυτών με φυσικό τρόπο (με αυτοσπορά) ή με καλλιέργεια (σπαρμένη) και δεν έχει περιληφθεί στην αμειψισπορά επί πέντε τουλάχιστον έτη και, εάν το αποφασίσουν τα κράτη μέλη, η γη που δεν έχει οργωθεί επί πέντε έτη.

153    Τρίτον, στα προκαταρκτικά συμπεράσματα, η Επιτροπή υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι:

–        πριν από το 2015, οι τσεχικές αρχές δεν διέθεταν πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό της χρήσεως της γης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν την εφαρμογή του κανόνα που μνημονεύεται στη σκέψη 152 ανωτέρω·

–        μετά το 2015, δεν ήταν σαφής ο λόγος για τον οποίο οι τσεχικές αρχές χρησιμοποίησαν τρεις διαφορετικούς κωδικούς για να αναφερθούν στις μη καλλιεργούμενες εκτάσεις οι οποίες, κατά τη λήξη της πενταετούς περιόδου, επρόκειτο να καταστούν μόνιμοι βοσκότοποι, ήτοι τον κωδικό «G» για τους βοσκότοπους που περιλαμβάνονταν σε μη καλλιεργούμενες αρόσιμες εκτάσεις, τον κωδικό «R» για τις μη καλλιεργούμενες αρόσιμες εκτάσεις που δεν θεωρούνταν βοσκότοποι και τον κωδικό «U» για τις εκτάσεις υπό αγρανάπαυση· κατά την Επιτροπή, η χρήση περισσοτέρων κωδικών ενείχε τον κίνδυνο να μη δηλωθούν σωστά οι εκτάσεις ως μόνιμοι βοσκότοποι.

154    Τέταρτον, το ζήτημα αν υπήρχε παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων δεν αποτέλεσε αντικείμενο της αίτησης συμβιβασμού που υπέβαλαν οι τσεχικές αρχές.

155    Πέμπτον, καμία πληροφορία σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων δεν περιλαμβανόταν στις πρόσθετες πληροφορίες που διαβίβασαν οι τσεχικές αρχές στην Επιτροπή μετά την παραλαβή της εκθέσεως του οργάνου συμβιβασμού.

156    Έκτον, επισημαίνεται ότι, στα τελικά συμπεράσματα και στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή, επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα που εκτίθενται στη σκέψη 153 ανωτέρω, επιβεβαίωσε ότι υπήρξε παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων και, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επέβαλε στην Τσεχική Δημοκρατία δημοσιονομική διόρθωση ύψους 14 923 784,40 ευρώ για την εν λόγω παράβαση.

157    Έβδομον, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης, για πρώτη φορά κατά την εν λόγω συνάντηση και με το έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2021 οι τσεχικές αρχές παρέσχον στην Επιτροπή σαφείς και τεκμηριωμένες διευκρινίσεις, παραδείγματα και πληροφορίες σχετικά με το σύστημα χαρακτηρισμού των βοσκοτόπων που βρίσκονται σε αρόσιμη γη και γη υπό αγρανάπαυση.

158    Από τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης προκύπτει επίσης ότι βάσει ακριβώς των εν λόγω πληροφοριών αποφάσισε η Επιτροπή να κλείσει το ζήτημα της υπάρξεως παραβάσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης και εξέφρασε τη λύπη της για το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες θα ήταν επίσης κρίσιμες στο πλαίσιο της έρευνας, δεν είχαν διαβιβαστεί από τις τσεχικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

159    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 115 έως 117 ανωτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, εναπόκειται στο κράτος μέλος να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή. Επομένως, όταν το οικείο κράτος μέλος δεν είναι σε θέση, εντός των προθεσμιών του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής είναι ανακριβείς, οι εν λόγω διαπιστώσεις συνιστούν στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον έχει θεσπιστεί ένα κατάλληλο και αποτελεσματικό σύνολο μέτρων εποπτείας και ελέγχου.

160    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της έρευνας, η Τσεχική Δημοκρατία δεν προσκόμισε την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων της όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων και δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς. Συγκεκριμένα, μόλις κατά την έρευνα παρακολούθησης η Τσεχική Δημοκρατία παρέσχε, για πρώτη φορά, λεπτομερείς διευκρινίσεις και πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επέτρεψαν στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

161    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

3)      Επί του τρίτου επιχειρήματος, σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014

162    Με το τρίτο επιχείρημα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έρευνας, όφειλε να λάβει υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων που διαβιβάστηκαν από τις τσεχικές αρχές κατά τη διάρκεια της έρευνας παρακολούθησης. Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες αυτές πληρούσαν τις δύο προϋποθέσεις του άρθρου 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, το οποίο επιτρέπει σε κράτος μέλος να κοινοποιήσει πληροφορίες στην Επιτροπή μετά την αποστολή των προκαταρκτικών συμπερασμάτων από την τελευταία.

163    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ανωτέρω επιχείρημα.

164    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 προβλέπει ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από το κράτος μέλος μετά την κοινοποίηση από την Επιτροπή των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της έρευνας μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον:

α)      εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να αποφευχθεί η σοβαρή υπερεκτίμηση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε στον προϋπολογισμό της Ένωσης· και

β)      εάν η καθυστερημένη διαβίβαση των πληροφοριών δικαιολογείται από εξωτερικούς παράγοντες και δεν θέτει σε κίνδυνο την έγκαιρη έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής της απόφασης δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013.

165    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η απόδοση του άρθρου 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 στη γαλλική γλώσσα δεν είναι σαφής ως προς το αν οι προϋποθέσεις που προβλέπει έχουν σωρευτικό ή εναλλακτικό χαρακτήρα, από την ανάλυση των λοιπών γλωσσικών αποδόσεων της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις αυτές έχουν σωρευτικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, στην απόδοση στην πορτογαλική γλώσσα του άρθρου 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, αναφέρεται ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να αποστείλει πληροφορίες στην Επιτροπή αφού η Επιτροπή του κοινοποιήσει τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της έρευνας, εφόσον πληρούνται οι δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη. Ο σωρευτικός αυτός χαρακτήρας επιβεβαιώθηκε εξάλλου από τους διαδίκους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

166    Εν προκειμένω, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 157 ανωτέρω, οι πληροφορίες σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή από τις τσεχικές αρχές κατά τη διμερή συνάντηση παρακολούθησης και με το έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2021, ήτοι μετά την αποστολή από την Επιτροπή, στις 20 Δεκεμβρίου 2019, των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της έρευνας.

167    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, πληρούνταν οι δύο προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και οι οποίες επιτρέπουν να λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν καθυστερημένα.

168    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 34, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι πληροφορίες που παρέσχον οι τσεχικές αρχές κατά τη διμερή συνάντηση παρακολούθησης και στις 30 Ιουλίου 2021, σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, ήταν αναγκαίες προκειμένου να αποφευχθεί η σοβαρή υπερεκτίμηση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Συγκεκριμένα, αφορούσαν την αποφυγή επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης για παράβαση η οποία, στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταται. Η παράλειψη της Επιτροπής να λάβει τις εν λόγω πληροφορίες υπόψη της στο πλαίσιο της έρευνας οδήγησε σε υπερεκτίμηση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε στην Ένωση, ποσού 14 923 784,40 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης που επιβλήθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία για την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

169    Επομένως, η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 πληρούται εν προκειμένω.

170    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 34, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, επισημαίνεται ότι η αποστολή πληροφοριών σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων κατά τη διμερή συνάντηση παρακολούθησης και στις 30 Ιουλίου 2021 δεν δικαιολογούνταν από εξωτερικούς παράγοντες. Οι εν λόγω πληροφορίες ήταν ήδη διαθέσιμες κατά τον χρόνο της έρευνας, αλλά δεν είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή με τρόπο σαφή και τεκμηριωμένο. Επομένως, η Τσεχική Δημοκρατία όφειλε και μπορούσε να είχε αποστείλει τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή εντός των προθεσμιών του άρθρου 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

171    Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 δεν πληρούται εν προκειμένω.

172    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα και, ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση στο σύνολό της.

β)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία στηρίζεται σε παραβίαση από την Επιτροπή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

173    Με τη δεύτερη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον η απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου να κλείσει, στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης, το ζήτημα της ύπαρξης παράβασης όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, της δημιούργησε δικαιολογημένη προσδοκία ότι, ακόμη και στο πλαίσιο της έρευνας, δεν θα επιβαλλόταν δημοσιονομική διόρθωση για την εν λόγω παράβαση.

174    Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η προσδοκία αυτή ήταν ακόμη πιο δικαιολογημένη δεδομένου ότι, όσον αφορά άλλη ανεπάρκεια του συστήματος ελέγχου που είχαν θεσπίσει οι τσεχικές αρχές για τον έλεγχο της χορήγησης ενισχύσεων στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ σχετικά με τη δήλωση των γεωργικών εκτάσεων, η Επιτροπή, στα τελικά συμπεράσματα της έρευνας, είχε λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της έρευνας παρακολούθησης και είχε αποφασίσει να κλείσει το ζήτημα ως προς το αντίστοιχο σημείο.

175    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω αιτίαση.

176    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης. Δικαίωμα επίκλησης της εν λόγω αρχής έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της εν λόγω αρχής αν η Διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2023, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑33/21, EU:T:2023:5, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

177    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή ενημέρωσε με τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης την Τσεχική Δημοκρατία για την απόφασή της να κλείσει, στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης, το ζήτημα της ύπαρξης παράβασης όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

178    Ωστόσο, τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης δεν καθορίζουν την οριστική θέση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, αλλά αποτελούν ένα προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, που συνοψίζει τις ανταλλαγές που έλαβαν χώρα μεταξύ των μερών κατά τη διμερή συνάντηση (πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑346/00, EU:C:2003:474, σκέψεις 69 και 70). Η οριστική θέση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης διατυπώνεται, στην πραγματικότητα, μόνο στα τελικά συμπεράσματα της έρευνας, τα οποία αποστέλλονται στο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, και στη συνοπτική έκθεση η οποία εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν στον αποκλεισμό ορισμένων δαπανών από τη χρηματοδότηση της Ένωσης.

179    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης δεν εξέφραζαν την οριστική θέση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη της παράβασης σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στην Τσεχική Δημοκρατία βάσιμες και δικαιολογημένες προσδοκίες όσον αφορά τη θέση αυτή της Επιτροπής και τη μη επιβολή, στο πλαίσιο της έρευνας, δημοσιονομικής διόρθωσης για την εν λόγω παράβαση.

180    Κατά δεύτερον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης μπορούν να θεωρηθούν ως έγγραφο με το οποίο καθορίζεται η οριστική θέση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη παράβασης σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, επισημαίνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής να κλείσει, στο πλαίσιο της έρευνας παρακολούθησης, το ζήτημα της ύπαρξης παράβασης σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων δεν παρέχει ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 176 ανωτέρω, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στην Τσεχική Δημοκρατία δικαιολογημένη προσδοκία όσον αφορά τη μη επιβολή, στο πλαίσιο της έρευνας, δημοσιονομικής διόρθωσης για την εν λόγω παράβαση.

181    Ασφαλώς, στα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης, η Επιτροπή εξέφρασε τη λύπη της για το γεγονός ότι οι τσεχικές αρχές δεν είχαν αποστείλει, στο πλαίσιο της έρευνας, τις πληροφορίες σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων που διαβιβάστηκαν κατά την έρευνα παρακολούθησης. Κατά την Επιτροπή, οι πληροφορίες αυτές θα ήταν επίσης κρίσιμες στο πλαίσιο της έρευνας.

182    Ωστόσο, στα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης, η Επιτροπή δεν εξέφρασε άποψη ως προς το αν οι νέες αυτές πληροφορίες θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της έρευνας και δεν έλαβε θέση ούτε επί της προβαλλόμενης παράβασης ούτε επί της επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

183    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθόσον, στο πλαίσιο της έρευνας, δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της έρευνας παρακολούθησης σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

184    Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Τσεχικής Δημοκρατίας ότι, όσον αφορά τις ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή σχετικά με τη δήλωση των γεωργικών εκτάσεων από τις τσεχικές αρχές, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη, στα τελικά συμπεράσματα της έρευνας, τα αποτελέσματα της έρευνας παρακολούθησης και είχε αποφασίσει να ολοκληρώσει την εξέταση του αντίστοιχου σημείου.

185    Πράγματι, το επιχείρημα αυτό δεν είναι λυσιτελές. Από τα τελικά συμπεράσματα της έρευνας προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχο παρακολούθησης που διενήργησε η Επιτροπή στην Τσεχική Δημοκρατία από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2020, οι τσεχικές αρχές της είχαν παράσχει νέες πληροφορίες όσον αφορά τη δήλωση των γεωργικών εκτάσεων. Οι πληροφορίες αυτές, που διαβιβάστηκαν πριν από τη διατύπωση των τελικών συμπερασμάτων της έρευνας στις 26 Μαρτίου 2021, είχαν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας και της είχαν επιτρέψει, στα τελικά συμπεράσματα, να ολοκληρώσει την εξέταση του αντίστοιχου σημείου.

186    Επομένως, σε αντίθεση με τις πληροφορίες σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων οι οποίες διαβιβάστηκαν από τις τσεχικές αρχές μετά την αποστολή από την Επιτροπή των τελικών συμπερασμάτων, οι πληροφορίες σχετικά με τη δήλωση των γεωργικών εκτάσεων παρασχέθηκαν πριν από την αποστολή αυτή.

187    Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω πληροφορίες εστάλησαν σε διαφορετικό χρονικό σημείο, το γεγονός ότι έκλεισε το ζήτημα σχετικά με την ύπαρξη παράβασης όσον αφορά τη δήλωση των γεωργικών εκτάσεων δεν μπορούσε να δημιουργήσει στην Τσεχική Δημοκρατία δικαιολογημένη προσδοκία περί μη επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

188    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία στηρίζεται σε παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ

189    Με την τρίτη αιτίαση, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθόσον, στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και στη συνοπτική έκθεση, δεν παρέπεμψε στις διαπιστώσεις που είχε διατυπώσει στα πρακτικά της διμερούς συνάντησης παρακολούθησης κατόπιν της οποίας έκλεισε το ζήτημα σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων. Επομένως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και της συνοπτικής έκθεσης δεν προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της έρευνας, τα αποτελέσματα της έρευνας παρακολούθησης σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

190    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω αιτίαση.

191    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Υπό το πρίσμα αυτό, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψεις 146 και 147· της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑46/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:396, σκέψη 47, και της 18ης Ιανουαρίου 2023, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑33/21, EU:T:2023:5, σκέψη 36).

192    Εντούτοις, δεν απαιτείται η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας αποφάσεως πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 191 ανωτέρω εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2023, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑33/21, EU:T:2023:5, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193    Ως εκ τούτου, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, η υποχρέωση αιτιολογήσεως θεωρείται ότι τηρήθηκε εάν το κράτος-αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει τα οικεία Ταμεία με τα επίδικα ποσά (βλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

194    Συναφώς, όταν η Επιτροπή απορρίπτει τα αρκούντως ακριβή στοιχεία αξιολογήσεως που πρότειναν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, οφείλει να εκθέσει, ιδίως στην αλληλογραφία της με το οικείο κράτος μέλος καθώς και στη συνοπτική έκθεση, τα στοιχεία που θεμελιώνουν τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες που έχει όσον αφορά τα αριθμητικά στοιχεία που γνωστοποίησαν οι εθνικές αρχές ή τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησαν, οπότε τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να περιλαμβάνονται στις πράξεις που καταρτίζει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, καθώς και στην αιτιολογία της αποφάσεως που εκδίδεται μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 47, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑46/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:396, σκέψη 49).

195    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι τσεχικές αρχές συνεργάστηκαν στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι γνώριζαν τους λόγους που δικαιολογούσαν την εν λόγω απόφαση. Πράγματι, η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή και οι τσεχικές αρχές είχαν επανειλημμένως την ευκαιρία να ανταλλάξουν τις απόψεις τους σχετικά με τη διαπίστωση της παραβάσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

196    Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της έρευνας, οι τσεχικές αρχές δεν προσκόμισαν αρκούντως ακριβή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

197    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 153 και 156 ανωτέρω, στα προκαταρκτικά συμπεράσματα, στα τελικά συμπεράσματα καθώς και στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή αιτιολόγησε σαφώς την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

198    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 193 ανωτέρω και του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

199    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η τρίτη αιτίαση και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της επιβολής από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ το σύστημα προσδιορισμού των μόνιμων βοσκοτόπων στην Τσεχική Δημοκρατία ήταν σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης

200    Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 καθόσον της επέβαλε την προσβαλλόμενη δημοσιονομική διόρθωση όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, ενώ το σύστημά της για τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων ήταν σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης.

201    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ανωτέρω σκέλος.

202    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίθηκε ότι:

–        η Τσεχική Δημοκρατία δεν προσκόμισε την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων της, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 115 ανωτέρω, όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, και δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς· πράγματι, μόνον κατά την έρευνα παρακολούθησης και με το από 30 Ιουλίου 2021 έγγραφό της η Τσεχική Δημοκρατία παρέσχε, για πρώτη φορά, σαφείς διευκρινίσεις και πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία που επέτρεψαν στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων (βλ. σκέψη 160 ανωτέρω)·

–        δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν πληρούνταν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 34, παράγραφος 6, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και οι οποίες επιτρέπουν να λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν καθυστερημένα από το κράτος μέλος μετά την αποστολή των προκαταρκτικών συμπερασμάτων από την Επιτροπή, η τελευταία δεν ήταν υποχρεωμένη, στο πλαίσιο της έρευνας, να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της έρευνας παρακολούθησης σύμφωνα με τα οποία δεν υπήρξε παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων (βλ. σκέψη 171 ανωτέρω).

203    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι πληροφορίες και οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Τσεχική Δημοκρατία με το δικόγραφο της προσφυγής όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων και οι οποίες δεν είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, στο μέτρο που κοινοποιήθηκαν κατά παράβαση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 και στο άρθρο 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

204    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

Γ.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου

205    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου, περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη.

206    Εντούτοις, με τις απαντήσεις τους σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας και σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι ανέφεραν ρητώς ότι το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, αφενός, παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 λόγω μη μνείας, στην επιστολή πορισμάτων, της παραβάσεως που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με την οικολογική μέριμνα και, αφετέρου, παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 35 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 λόγω συνεκτιμήσεως των παρατυπιών του καθεστώτος ΚΕΣΕ στο πλαίσιο του καθεστώτος οικολογικής μέριμνας, έπρεπε να θεωρηθούν αλυσιτελή σε περίπτωση απορρίψεως από το Γενικό Δικαστήριο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων.

207    Συγκεκριμένα, η δημοσιονομική διόρθωση την οποία επέβαλε η Επιτροπή στην Τσεχική Δημοκρατία για την παράβαση όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με την οικολογική μέριμνα, η οποία αποτελεί αντικείμενο του τρίτου και του τετάρτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, απορροφήθηκε από τη δημοσιονομική διόρθωση για την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων και δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης.

208    Επομένως, στο μέτρο που ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελή. Πράγματι, η εξέτασή τους είναι αλυσιτελής για την εκτίμηση του βασίμου της επιβολής της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης.

209    Επομένως, πρέπει να αναλυθούν μόνον το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας της επιβολής από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο, ενώ η Τσεχική Δημοκρατία δεν παρέβη το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394

210    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394, καθόσον έκρινε ότι, όσον αφορά το καθεστώς ΚΕΣΕ, οι δικαιούχοι ενίσχυσης που υπόκεινται σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης για τον λόγο ότι, κατά το προηγούμενο έτος, τους είχε επιβληθεί μειωμένη διοικητική κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394 (στο εξής: δικαιούχοι στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση) θα πρέπει να διακρίνονται από τους δικαιούχους οι οποίοι πρέπει να υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 (στο εξής: δικαιούχοι που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο).

211    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης καθόσον, το 2017, από τους 87 δικαιούχους στους οποίους είχε επιβληθεί μειωμένη διοικητική κύρωση το 2016, 75 είχαν περιληφθεί στο δείγμα του 5 % των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο και 12 είχαν υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης.

212    Η Επιτροπή αμφισβητεί το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

213    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, για καθεστώτα στρεμματικών ενισχύσεων εκτός των ενισχύσεων για γεωργικές πρακτικές επωφελείς για το κλίμα και το περιβάλλον, το δείγμα ελέγχου για τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνται σε ετήσια βάση καλύπτει τουλάχιστον ποσοστό 5 % του συνόλου των δικαιούχων που υποβάλλουν αίτηση για το καθεστώς βασικής ενίσχυσης ή το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης.

214    Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποσοστό πρόσθετων ελέγχων για τους επιτόπιους ελέγχους παρακολούθησης των δικαιούχων που αναφέρονται στο άρθρο 19α παράγραφος 2 του [κανονισμού 640/2014]», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι δικαιούχοι στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση σύμφωνα με το άρθρο 19α παράγραφος 2 του [κανονισμού 640/2014] για καθεστώς στρεμματικής ενίσχυσης ή μέτρο στήριξης βάσει έκτασης λόγω δήλωσης έκτασης μεγαλύτερης από την πραγματική που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου υπόκεινται σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης για το συγκεκριμένο καθεστώς ενίσχυσης ή μέτρο στήριξης κατά το επόμενο έτος υποβολής αιτήσεων.»

215    Από την ανάλυση των εν λόγω διατάξεων προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι τακτικοί έλεγχοι διαφέρουν, ως προς το αντικείμενο και τον σκοπό τους, από τους επιτόπιους ελέγχους παρακολούθησης.

216    Όσον αφορά το αντικείμενό τους, οι τακτικοί έλεγχοι αφορούν το 5 % του συνόλου των δικαιούχων που υποβάλλουν αίτηση βασικής ενίσχυσης ή αίτηση ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης, ενώ οι επιτόπιοι έλεγχοι παρακολούθησης αφορούν αποκλειστικά τους δικαιούχους στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση επειδή, κατά το προηγούμενο έτος, δήλωσαν έκταση μεγαλύτερη από την πραγματική ως επιλέξιμη για ενίσχυση έκταση.

217    Όσον αφορά τον σκοπό τους, οι τακτικοί έλεγχοι έχουν ως σκοπό τον καθορισμό ενός ελάχιστου αριθμού δικαιούχων που υπόκεινται σε έλεγχο προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επαλήθευση από την Επιτροπή της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις που διέπουν τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων και μέτρα στήριξης, ενώ οι επιτόπιοι έλεγχοι παρακολούθησης έχουν ως σκοπό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/1394 της Επιτροπής, της 16ης Αυγούστου 2016, σχετικά με την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 809/2014 για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 (ΕΕ 2016, L 225, σ. 50), την εξακρίβωση αν, κατόπιν της επιβολής μειωμένης διοικητικής κύρωσης για μια πρώτη δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, οι δικαιούχοι ενισχύσεως διέπραξαν νέα παράβαση η οποία θα συνεπαγόταν την επιβολή πλήρους διοικητικής κύρωσης.

218    Η ειδική φύση των επιτόπιων ελέγχων παρακολούθησης επιβεβαιώνεται από τον τίτλο του άρθρου 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394, ο οποίος τους χαρακτηρίζει ρητώς ως «πρόσθετους ελέγχους», όπερ αφήνει να εννοηθεί ότι διαφέρουν από τους τακτικούς ελέγχους, στο μέτρο που υποβάλλουν τους δικαιούχους μιας ενίσχυσης σε πρόσθετο έλεγχο ο οποίος πρέπει να διενεργείται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου.

219    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394, καθόσον έκρινε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ των δικαιούχων στους οποίους είχε επιβληθεί μειωμένη διοικητική κύρωση κατά το προηγούμενο έτος και εκείνων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο.

220    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα τρία επιχειρήματα που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία.

221    Με το πρώτο επιχείρημά της, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εξαίρεση των δικαιούχων στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση από το δείγμα των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο θα οδηγούσε σε ένα παράλογο αποτέλεσμα κατά το οποίο οι δικαιούχοι στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση, για τον λόγο ότι, κατά το προηγούμενο έτος, δήλωσαν έκταση μεγαλύτερη από την πραγματική, δεν υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο, αλλά μόνο σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης. Επομένως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, οι εν λόγω γεωργοί θα βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους λοιπούς γεωργούς.

222    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι παρακολούθησης δεν νοούνται ως εναλλακτικοί έλεγχοι, αλλά ως πρόσθετοι έλεγχοι, οι οποίοι προστίθενται στον τακτικό έλεγχο και αποσκοπούν στην καθιέρωση ενός ενισχυμένου συστήματος ελέγχου για τους δικαιούχους στους οποίους επιβλήθηκε, κατά το προηγούμενο έτος, μειωμένη διοικητική κύρωση. Πέραν του τακτικού ελέγχου, οι ως άνω δικαιούχοι πρέπει, πράγματι, να υπόκεινται σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν διέπραξαν νέα παραβίαση του δικαίου της Ένωσης η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή σε βάρος τους πλήρους διοικητικής κύρωσης. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση δεν βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους λοιπούς δικαιούχους.

223    Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

224    Με το δεύτερο επιχείρημά της, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εξαίρεση των δικαιούχων στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση από το δείγμα των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο αντιβαίνει στο γράμμα του άρθρου 30, στοιχείο αʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, το οποίο προβλέπει ότι το 5 % του συνόλου των δικαιούχων που υποβάλλουν αίτηση πληρωμής υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, σε περίπτωση που οι δικαιούχοι στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση εξαιρεθούν από το δείγμα των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο, ο έλεγχος αυτός δεν αφορά πλέον το 5 % του συνόλου των δικαιούχων, αλλά μόνον το 5 % ορισμένων από αυτούς.

225    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι παρακολούθησης αποτελούν πρόσθετους ελέγχους οι οποίοι, μεταξύ των μέσων που διαθέτει η Επιτροπή προκειμένου να εξακριβώσει τη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης των ενισχύσεων που χορηγούνται από τα γεωργικά ταμεία της Ένωσης, προστίθενται στον τακτικό έλεγχο. Επομένως, οι τακτικοί έλεγχοι και οι επιτόπιοι έλεγχοι παρακολούθησης έχουν διαφορετικό σκοπό και πεδίο εφαρμογής και δεν πρέπει να συγχέονται από τις εθνικές αρχές.

226    Η επιλογή από το κράτος μέλος του δείγματος των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο και σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης δεν μπορεί, στην πράξη, να παραβλέπει τη διάκριση μεταξύ των εν λόγω ελέγχων. Για τον λόγο αυτόν, στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η Τσεχική Δημοκρατία παρέβη το άρθρο 30, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 33α του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/1394, καθόσον, μεταξύ των 87 δικαιούχων στους οποίους είχε επιβληθεί μειωμένη διοικητική κύρωση το 2016, 75 είχαν περιληφθεί στο δείγμα των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο και 12 είχαν υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης.

227    Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το δείγμα των δικαιούχων που υποβλήθηκαν σε τακτικό έλεγχο αποτελούνταν κατά συντριπτική πλειοψηφία από δικαιούχους στους οποίους είχε επιβληθεί μειωμένη διοικητική κύρωση, σε σύγκριση με όλους τους άλλους δικαιούχους οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί σε έλεγχο, και μόνο 12 δικαιούχοι στους οποίους είχε επιβληθεί μειωμένη διοικητική κύρωση είχαν υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης.

228    Επομένως, κατά την επιλογή των δειγμάτων των δικαιούχων που έπρεπε να υποβληθούν σε τακτικό έλεγχο και των δικαιούχων που έπρεπε να υποβληθούν σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης, η Τσεχική Δημοκρατία όφειλε να λάβει υπόψη τη διαφορά μεταξύ των εν λόγω ελέγχων, διασφαλίζοντας, αφενός, ότι το σύνολο των δικαιούχων, και όχι μόνον η πλειονότητα εκείνων στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση, υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο και, αφετέρου, ότι όλοι οι δικαιούχοι στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση υπόκεινται σε επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης.

229    Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

230    Με το τρίτο επιχείρημά της, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εξαίρεση των δικαιούχων στους οποίους επιβλήθηκε μειωμένη διοικητική κύρωση από το δείγμα των δικαιούχων που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο αντιβαίνει στο άρθρο 34, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, το οποίο επιτρέπει την εξαίρεση από το δείγμα ελέγχου μόνον των δικαιούχων των οποίων η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.

231    Το άρθρο 34 παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 ορίζει τα εξής:

«Αιτήσεις ή αιτούντες που διαπιστώνεται ότι δεν είναι εγκεκριμένοι ή επιλέξιμοι για ενισχύσεις κατά την υποβολή των αιτήσεων ή κατόπιν διοικητικών ή επιτόπιων ελέγχων δεν εντάσσονται στον πληθυσμό ελέγχου.»

232    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εξαίρεση από το δείγμα ελέγχου των αιτήσεων ή των αιτούντων που κρίθηκαν μη επιλέξιμοι, κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά το ζήτημα του καθορισμού του πεδίου εφαρμογής των τακτικών ελέγχων και των επιτόπιων ελέγχων παρακολούθησης οι οποίοι, εξ ορισμού, προϋποθέτουν ότι οι αιτούντες που περιλαμβάνονται στο δείγμα ελέγχου θεωρούνται επιλέξιμοι και μπορούν, ως εκ τούτου, να υποβληθούν σε τακτικό ή επιτόπιο έλεγχο παρακολούθησης.

233    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση από την Επιτροπή του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον το ποσό της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της προσαπτόμενης μη συμμόρφωσης

234    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, για τον λόγο ότι το ποσό της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο, το οποίο ανέρχεται σε 18 833,24 ευρώ, δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της προσαπτόμενης μη συμμόρφωσης.

235    Ειδικότερα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, για να καταλήξει στο εν λόγω ποσό, η Επιτροπή στηρίχθηκε:

–        για το έτος 2017, στον αριθμητικό υπολογισμό της ζημίας που προκλήθηκε στον προϋπολογισμό της Ένωσης από την παράβαση όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο, η οποία ανέρχεται σε 6 277,75 ευρώ·

–        για τα έτη 2015 και 2016, στην παραδοχή ότι η ίδια ζημία με εκείνη που υπολογίστηκε για το 2017 επήλθε το 2015 και το 2016, ενώ, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, πρόκειται για μη τεκμηριωμένη παραδοχή η οποία δεν στηρίζεται σε κανένα πραγματικό ή νομικό στοιχείο.

236    Η Επιτροπή αμφισβητεί το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

237    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, η Επιτροπή εκτιμά τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης με βάση, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα της διαπιστούμενης μη συμμόρφωσης καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

238    Επιπλέον, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 108 ανωτέρω, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο αυτό, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

239    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 115 ανωτέρω, απόκειται στην Επιτροπή, όταν αμφισβητεί τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων στις οποίες προέβησαν οι εθνικές αρχές και προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της ΚΓΠ, να προσκομίσει αποδείξεις για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τους διενεργηθέντες από τις εθνικές αρχές ελέγχους ή τα αριθμητικά στοιχεία που αυτές διαβίβασαν. Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 116 ανωτέρω, σε περίπτωση που η Επιτροπή εκφράσει σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες, στο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή.

240    Εν προκειμένω, ωστόσο, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η αμφιβολία της ως προς το ενδεχόμενο η οικονομική ζημία ύψους 6 277,75 ευρώ που υπέστη η Ένωση το 2017 να είχε επέλθει επίσης το 2015 και το 2016 συνιστά σοβαρή και εύλογη αμφιβολία κατά την έννοια της νομολογίας.

241    Πρώτον, στα προκαταρκτικά συμπεράσματα, στα τελικά συμπεράσματα και στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει ότι το ποσό της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο, ύψους 18 833,24 ευρώ, κάλυπτε επίσης τον κίνδυνο να μην ανακτηθούν αναδρομικά οι παράτυπες πληρωμές για τα έτη 2015 και 2016.

242    Η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ο λόγος για τον οποίο η ζημία που επήλθε το 2017 θα μπορούσε επίσης να είχε επέλθει το 2015 και το 2016 και συνεπάγεται υποχρέωση αναδρομικής ανάκτησης.

243    Δεύτερον, προς στήριξη της θέσεώς της, η Επιτροπή επικαλέστηκε, στο πλαίσιο των προκαταρκτικών συμπερασμάτων της, το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 132, σ. 1), το οποίο, κατά την άποψή της, δικαιολογεί την αναδρομική αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στους γεωργούς.

244    Το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95 προβλέπει ότι, για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η προθεσμία παραγραφής της δίωξης για τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά είναι τετραετής από τη διάπραξη της παρατυπίας που προκάλεσε οικονομική ζημία στην Ένωση, ενώ οι τομεακοί κανόνες μπορούν να προβλέπουν συντομότερη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

245    Κατά τη νομολογία, με την έκδοση του κανονισμού 2988/95 και, ειδικότερα, με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να θεσπίσει έναν γενικό κανόνα παραγραφής εφαρμοστέο στον τομέα αυτό, με σκοπό, αφενός, να ορίσει μια ελάχιστη προθεσμία που να ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και, αφετέρου, να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκτησης ποσών αχρεωστήτως καταβληθέντων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης μετά την παρέλευση τετραετίας από τη διάπραξη της παρατυπίας που αφορά τις επίμαχες πληρωμές. Επομένως, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 2988/95, κάθε παροχή που χορηγήθηκε αχρεωστήτως από τον προϋπολογισμό της Ένωσης μπορεί, καταρχήν, να αναζητείται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, εντός προθεσμίας τεσσάρων ετών, εκτός από τους τομείς για τους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε μικρότερη προθεσμία παραγραφής (αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2009, Josef Vosding Schlacht-, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., C‑278/07 έως C‑280/07, EU:C:2009:38, σκέψη 27, και της 29ης Μαρτίου 2012, Pfeifer & Langen, C‑564/10, EU:C:2012:190, σκέψη 37).

246    Κατά συνέπεια, η παραπομπή στην εν λόγω διάταξη δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, στο μέτρο που δεν καθιστά δυνατό να γίνει αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο η ζημία που επήλθε το 2017 στον προϋπολογισμό της Ένωσης επήλθε επίσης το 2015 και το 2016.

247    Τρίτον, προς στήριξη των όσων προβάλλει, η Επιτροπή επικαλείται για πρώτη φορά στο πλαίσιο του υπομνήματος αντικρούσεως το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, τα οποία δικαιολογούν, κατά την άποψή της, την αναδρομική αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

248    Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή πρέπει να εκθέτει με επαρκή σαφήνεια το αντικείμενο της έρευνας που διενήργησαν οι υπηρεσίες της και τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα αυτή στην κοινοποίηση που αποστέλλει βάσει του άρθρου 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Σλοβακία κατά Επιτροπής, T‑40/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:515, σκέψη 46).

249    Η Επιτροπή, όμως, δεν δύναται να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τη διάρκεια της δίκης (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2007, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, T‑289/01, EU:T:2007:155, σκέψη 132, και της 15ης Δεκεμβρίου 2021, Oltchim κατά Επιτροπής, T‑565/19, EU:T:2021:904, σκέψη 275).

250    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, στο μέτρο που, στην επιστολή πορισμάτων καθώς και στα διαδοχικά έγγραφα που διαβίβασε στην Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν παρέπεμψε στο άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και στο άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, δεν δύναται να επικαλεστεί τις εν λόγω διατάξεις προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς της ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης το 2015 και το 2016 υπέστη οικονομική ζημία του ίδιου ύψους με εκείνη που υπέστη το 2017.

251    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της βάσει του άρθρου 63 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, οι διατάξεις αυτές δεν συνιστούν απόδειξη του ότι η αμφιβολία που εξέφρασε αναφορικά με την ύπαρξη, το 2015 και το 2016, οικονομικής ζημίας στον προϋπολογισμό της Ένωσης του ίδιου ύψους με εκείνη του 2017 συνιστά σοβαρή και εύλογη αμφιβολία κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 115 ανωτέρω.

252    Συγκεκριμένα, το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 προβλέπουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται και τις προθεσμίες για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, αλλά δεν περιέχουν κανένα στοιχείο το οποίο να στηρίζει τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η παράβαση που διαπράχθηκε το 2017 όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο έλαβε, κατ’ ανάγκην, χώρα και το 2015 και το 2016.

253    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η αμφιβολία που εξέφρασε ως προς την ύπαρξη, το 2015 και το 2016, της ίδιας οικονομικής ζημίας με εκείνη που επήλθε το 2017 ήταν σοβαρή και εύλογη κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 115 ανωτέρω.

254    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την επιβολή, από την Επιτροπή στην Τσεχική Δημοκρατία, της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για την παράβαση που αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο, ύψους 18 833,24 ευρώ.

Δ.      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

255    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, αποτελείται από δύο σκέλη.

256    Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της έρευνας, έκρινε ότι οι τσεχικές αρχές θα έπρεπε, μέσω του ΣΑΑ, να επαληθεύσουν την επιλεξιμότητα μιας γεωργικής εκτάσεως όχι μόνο για το έτος που κάλυπτε η διαδικασία ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, αλλά και για τα προηγούμενα έτη.

257    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 προβλέπουν τη διαδικασία για την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στους γεωργούς για εκτάσεις που δεν είναι επιλέξιμες για ενίσχυση. Ωστόσο, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν το διακριτό ζήτημα αν και με ποιον τρόπο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξακριβώνουν αν μια έκταση που δεν ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση κατά τη διάρκεια ενός έτους ήταν επίσης μη επιλέξιμη και κατά τα προηγούμενα έτη.

258    Από τα ανωτέρω συνάγεται, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, όφειλε να διαγράψει, κατά την ετήσια επικαιροποίηση του ΣΑΑ, τις μη επιλέξιμες για ενίσχυση εκτάσεις για τις οποίες βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία ανάκτησης, αλλά δεν όφειλε να ελέγξει αν οι ίδιες αυτές εκτάσεις ήταν μη επιλέξιμες και κατά τα προηγούμενα έτη και αν οι τυχόν καταβληθείσες για τα έτη αυτά ενισχύσεις έπρεπε να ανακτηθούν.

259    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ανωτέρω σκέλος.

260    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, για την παράβαση σχετικά με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, η Επιτροπή επέβαλε στην Τσεχική Δημοκρατία:

–        για το καθεστώς ΚΕΣΕ, δημοσιονομική διόρθωση ύψους 17 855 884,41 ευρώ·

–        για το καθεστώς οικολογικής μέριμνας, δημοσιονομική διόρθωση ύψους 7 832 400 ευρώ·

–        για το καθεστώς στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας, κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % επί του 100 % των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

261    Εντούτοις, οι διορθώσεις που επιβλήθηκαν για τα καθεστώτα οικολογικής μέριμνας και στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας απορροφήθηκαν από τη διόρθωση που επιβλήθηκε για την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων η οποία αποτελεί αντικείμενο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

262    Κατά συνέπεια, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι με τις απαντήσεις τους σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας και σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο μέτρο που ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής κατά το μέρος που αφορά την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων για τα καθεστώτα οικολογικής μέριμνας και στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι διορθώσεις που αφορούν τα καθεστώτα οικολογικής μέριμνας και στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας απορροφήθηκαν από τη διόρθωση σχετικά με την παράβαση όσον αφορά τον προσδιορισμό των μόνιμων βοσκοτόπων, η εξέτασή τους δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του βασίμου της επιβολής της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης.

263    Όσον αφορά τη διόρθωση που επιβλήθηκε για το καθεστώς ΚΕΣΕ, καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, εάν διαπιστωθεί ότι ο δικαιούχος δεν συμμορφώνεται με τους όρους χορήγησης της ενίσχυσης, το οικείο κράτος μέλος δεν καταβάλλει την ενίσχυση ή την ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει και τα ποσά, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών τόκων, πρέπει να ανακτώνται. Η ίδια διάταξη ορίζει ότι, εφόσον προβλέπεται από την τομεακή γεωργική νομοθεσία, τα κράτη μέλη επιβάλλουν επίσης διοικητικές κυρώσεις. Περαιτέρω, το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθείσας πληρωμής, ο δικαιούχος επιστρέφει το σχετικό ποσό, προσαυξημένο, κατά περίπτωση, κατά τους τόκους.

264    Επομένως, το άρθρο 63 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014 δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ελέγχουν, αναδρομικώς, αν μια έκταση που δεν ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση κατά τη διάρκεια ενός έτους ήταν επίσης μη επιλέξιμη κατά τα προηγούμενα έτη.

265    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι η φερόμενη υποχρέωση των κρατών μελών να διενεργούν αναδρομικό έλεγχο της επιλεξιμότητας μιας εκτάσεως δεν απορρέει από το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95. Όπως επισημαίνεται στη σκέψη 244 ανωτέρω, η εν λόγω διάταξη ορίζει απλώς ότι η προθεσμία παραγραφής της δίωξης για τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά είναι, κατ’ ουσίαν, τετραετής, εκτός εάν οι τομεακοί κανόνες προβλέπουν μικρότερη προθεσμία τριών ετών.

266    Τέλος, επισημαίνεται ότι, ασφαλώς, το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Σλοβακία κατά Επιτροπής (T‑40/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:515, σκέψεις 54 και 55), επισήμανε ότι, βάσει των πληροφοριών που περιέχονταν στην επιστολή πορισμάτων που απέστειλε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, η Σλοβακία όφειλε να συμπεριλάβει στην αξιολόγηση του δυνητικού κινδύνου για το ΕΓΤΕ, για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2015 και 2016, τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της μη ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων για τα τρία προηγούμενα έτη υποβολής αιτήσεων. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι κατά τον υπολογισμό του κινδύνου για το ΕΓΤΕ για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2015 και 2016 έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο αντίκτυπος της απουσίας διαδικασίας ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών για τα τρία προηγούμενα έτη υποβολής αιτήσεων οφειλόταν σε μια ιδιαιτερότητα του σλοβακικού συστήματος ελέγχου, την οποία οι αρχές του εν λόγω κράτους δεν ήταν δυνατό να αγνοούν. Επομένως, από την εν λόγω απόφαση δεν προκύπτει υποχρέωση του κράτους μέλους να εξακριβώσει, αναδρομικώς, αν μια έκταση που δεν ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση κατά τη διάρκεια ενός έτους ήταν επίσης μη επιλέξιμη κατά τα προηγούμενα έτη.

267    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

268    Κατά συνέπεια, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση, που εφαρμόστηκε στις δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο του καθεστώτος ΚΕΣΕ, για την προβαλλόμενη παράβαση όσον αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, ύψους 17 855 884,41 ευρώ.

Ε.      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η παράβαση που αφορά την εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως

269    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τον παράνομο χαρακτήρα της επιβολής από την Επιτροπή της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης σχετικά με την παράβαση που αφορά την εκπρόθεσμη υποβολή της αίτησης, λόγω μη εφαρμογής της μείωσης κατά 1 % όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης ή πληρωμής που κατατέθηκαν ηλεκτρονικά, χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 13 του κανονισμού 640/2014 και συμπληρώθηκαν εντός των επόμενων πέντε ημερών στην αρμόδια υπηρεσία, με την ιδιόχειρη υπογραφή του αιτούντος.

270    Προς στήριξη του ως άνω λόγου, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα.

271    Πρώτον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν αποκλείει τη δυνατότητα η αίτηση που υποβλήθηκε ηλεκτρονικά να συμπληρώνεται στη συνέχεια αυτοπροσώπως με την ιδιόχειρη υπογραφή του αιτούντος. Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 640/2014 καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής αιτήσεως ενίσχυσης ή πληρωμής, αλλά δεν προβλέπει ότι οι αιτήσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά και συμπληρώνονται στη συνέχεια με την ιδιόχειρη υπογραφή του αιτούντος αποτελούν εκπρόθεσμες αιτήσεις. Επιπλέον, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, το άρθρο 72 του κανονισμού 1306/2013 δεν περιλαμβάνει την υπογραφή του αιτούντος μεταξύ των υποχρεωτικών στοιχείων της αιτήσεως.

272    Δεύτερον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά το εθνικό της δίκαιο, η υπογραφή της αιτήσεως που κατατίθεται ηλεκτρονικά είναι μεν αναγκαία για τη βεβαίωση της γνησιότητας της κατάθεσης, αλλά δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως. Η ιδιόχειρη υπογραφή καθιστά, πράγματι, δυνατό να εξακριβωθεί ότι η οντότητα που υποβάλλει την αίτηση είναι εκείνη για την οποία υποβάλλεται η αίτηση [άρθρο 37, παράγραφος 4 του τσεχικού διοικητικού κώδικα (Zákon č. 500/2004 Sb., správní řád)].

273    Τρίτον, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, το μόνο στοιχείο το οποίο ο αιτών μπορεί να προσθέσει στην αίτηση που υποβάλλεται ηλεκτρονικά είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του, η οποία πρέπει να τεθεί, στο αρμόδιο γραφείο, εντός πέντε ημερών από την ηλεκτρονική κατάθεση της αιτήσεως. Ωστόσο, καμία συμπλήρωση ή τροποποίηση της αιτήσεως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε μεταξύ της ηλεκτρονικής καταθέσεως της αιτήσεως και της αυτοπρόσωπης υπογραφής της ούτε κατά την αυτοπρόσωπη υπογραφή της.

274    Τέταρτον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αυτοπρόσωπη εκ μέρους του αιτούντος βεβαίωση της γνησιότητας αιτήσεως που έχει προηγουμένως κατατεθεί ηλεκτρονικά αποτελεί συνήθη μηχανισμό στο δίκαιο της Ένωσης, ο οποίος προβλέπεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 57, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

275    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

276    Όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο επιχείρημα της Τσεχικής Δημοκρατίας, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, επισημαίνεται ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν στο εθνικό τους δίκαιο τους κανόνες που καθορίζουν τις λεπτομέρειες υποβολής των αιτήσεων ενίσχυσης και πληρωμής, οι οποίοι, ωστόσο, πρέπει να είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης.

277    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 640/2014, οι αιτήσεις ενίσχυσης ή πληρωμής που υποβάλλονται μετά την προθεσμία που έχει ορίσει η Επιτροπή συνεπάγονται την εφαρμογή μείωσης κατά 1 %.

278    Επιπλέον, η ένδειξη των στοιχείων ταυτότητας του δικαιούχου της ενίσχυσης είναι ένα από τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αίτηση ενίσχυσης ή πληρωμής προκειμένου να θεωρηθεί παραδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι υποβλήθηκε εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 13 του κανονισμού 640/2014. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 72 του κανονισμού 1306/2013 δεν περιλαμβάνει την υπογραφή του αιτούντος μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η αίτηση ενίσχυσης ή πληρωμής, εντούτοις, προβλέπει ότι η αίτηση πρέπει να περιέχει «οποιαδήποτε άλλη πληροφορία προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό ή απαιτείται για την εφαρμογή της σχετικής τομεακής γεωργικής νομοθεσίας ή από το οικείο κράτος μέλος». Συναφώς, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014, το οποίο θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1306/2013, διευκρινίζει ότι, για να είναι παραδεκτή, η αίτηση ενίσχυσης ή η αίτηση πληρωμής πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει τα στοιχεία ταυτότητας του δικαιούχου.

279    Από τα δικόγραφα των διαδίκων προκύπτει ότι, κατά το τσεχικό δίκαιο, η αίτηση πρέπει να φέρει ιδιόχειρη υπογραφή, άλλως δεν γίνεται δεκτή. Πράγματι, όπως επισήμαναν οι τσεχικές αρχές με τις παρατηρήσεις τους της 1ης Οκτωβρίου 2018 επί των πρακτικών της διμερούς συνάντησης, η ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεως, χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή, πρέπει να επιβεβαιώνεται με ιδιόχειρη υπογραφή εντός των επόμενων πέντε ημερών Στην περίπτωση αυτή, εάν ο αιτών υπογράψει αυτοπροσώπως, ενώπιον της αρμόδιας υπηρεσίας, εντός των προθεσμιών και με τον τύπο που ορίζει ο νόμος, ως ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως λογίζεται η ημερομηνία της ηλεκτρονικής καταθέσεώς της. Ωστόσο, εάν ο αιτών δεν υπογράψει αυτοπροσώπως την αίτηση ή δεν το πράξει με τον τύπο που ορίζει ο νόμος, η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη και δεν λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές.

280    Επομένως, η ιδιόχειρη υπογραφή της αιτήσεως που κατατέθηκε ηλεκτρονικά χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή όχι μόνον εκπληρώνει, όπως επισημαίνουν οι τσεχικές αρχές, τη λειτουργία πιστοποίησης της γνησιότητας της υποβολής της αιτήσεως, αλλά αποτελεί επίσης προϋπόθεση για το παραδεκτό της αιτήσεως. Πράγματι, μόνον οι αιτήσεις που συμπληρώνονται αυτοπροσώπως με την ιδιόχειρη υπογραφή του αιτούντος εξετάζονται από τις αρμόδιες αρχές.

281    Κατά συνέπεια, μολονότι, εν προκειμένω, οι αιτήσεις κατατέθηκαν ηλεκτρονικά, χωρίς ηλεκτρονική υπογραφή, εντός των προθεσμιών του άρθρου 13 του κανονισμού 640/2014, εντούτοις, δεν έφεραν την ιδιόχειρη υπογραφή των αιτούντων, η οποία ωστόσο συνιστά κρίσιμη πληροφορία για την εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας των αιτούντων και για την απόφαση σχετικά με την επιλεξιμότητά τους, κατά την έννοια του άρθρου 72 του κανονισμού 1306/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 809/2014.

282    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον, κατά την ημερομηνία της ηλεκτρονικής υποβολής των αιτήσεων, έλειπε ένα στοιχείο το οποίο ήταν ουσιώδες για να κριθεί το παραδεκτό των αιτήσεων και ότι το εν λόγω στοιχείο, ήτοι η ιδιόχειρη υπογραφή των αιτούντων, τέθηκε μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 13 του κανονισμού 640/2014, οι εν λόγω αιτήσεις ήταν εκπρόθεσμες, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να οδηγήσει στην εφαρμογή μείωσης κατά 1 %.

283    Επομένως, το πρώτο και το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθούν.

284    Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, επισημαίνεται ότι αυτό είναι αλυσιτελές εν προκειμένω. Πράγματι, μολονότι, μεταξύ της ημερομηνίας ηλεκτρονικής κατάθεσης και της ημερομηνίας αυτοπρόσωπης υπογραφής, το περιεχόμενο των αιτήσεων ενίσχυσης ή πληρωμής δεν είχε τροποποιηθεί, οι αιτήσεις ήταν ελλιπείς κατά την ημερομηνία της ηλεκτρονικής κατάθεσής τους λόγω της απουσίας υπογραφής και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσαν τα κριτήρια παραδεκτού που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης.

285    Επομένως, το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

286    Όσον αφορά το τέταρτο επιχείρημα, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο επιτρέπει, με το άρθρο 57, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του, την κατάθεση του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου των διαδικαστικών εγγράφων στη Γραμματεία από τους διαδίκους το αργότερο δέκα ημέρες μετά την αποστολή του αντιγράφου του εν λόγω εγγράφου δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, η περίπτωση του άρθρου 57, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου διαφέρει από την επίμαχη, στο μέτρο που, κατά την εν λόγω διάταξη, το πρωτότυπο έγγραφο που διαβιβάστηκε από τους διαδίκους στο Δικαστήριο εντός προθεσμίας δέκα ημερών πρέπει να είναι το ίδιο με εκείνο που είχε διαβιβαστεί προηγουμένως, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής του, η οποία πρέπει να έχει τεθεί κατά την αποστολή του αντιγράφου των διαδικαστικών εγγράφων.

287    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο επιχείρημα και, ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

ΣΤ.    Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται το καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας

288    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % που της επέβαλε στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας μη συμμόρφωσης.

289    Η Επιτροπή αμφισβητεί τον ως άνω λόγο ακυρώσεως.

290    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η διαδικασία δημοσιονομικής πειθαρχίας η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού 1306/2013 και στο άρθρο 8 του κανονισμού 1307/2013 διαφέρει από τη διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που προβλέπεται στο άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 και στο άρθρο 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014.

291    Πράγματι, σκοπός της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, κατόπιν κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες που πραγματοποίησε κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

292    Όσον αφορά το καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας, σκοπός του είναι να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μεταφέρουν στην Επιτροπή πιστώσεις οι οποίες αρχικώς προορίζονταν για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα δημοσιονομικό αποθεματικό για τη χρηματοδότηση τυχόν κρίσης στον γεωργικό τομέα. Ωστόσο, εάν οι πιστώσεις αυτές δεν χρησιμοποιηθούν, επιστρέφονται, κατά τα επόμενα έτη, από την Επιτροπή στα κράτη μέλη, τα οποία τις μεταβιβάζουν στους γεωργούς που αρχικώς επλήγησαν από τη μείωση των άμεσων ενισχύσεων που δικαιούνταν.

293    Εν προκειμένω, η επιστροφή των πιστώσεων που είχαν αρχικώς αφαιρεθεί από τους γεωργούς, στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας, πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή προς την Τσεχική Δημοκρατία μέσω των κανονισμών επιστροφής.

294    Προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει δύο επιχειρήματα.

295    Με το πρώτο επιχείρημά της, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η κατ’ αποκοπήν διόρθωση που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας αντικατοπτρίζει τις διορθώσεις που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας για τα καθεστώτα ΚΕΣΕ, στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας, οικολογικής μέριμνας και ΠΣΣ, το ύψος της πρέπει να είναι το ίδιο με εκείνο των διορθώσεων που επιβλήθηκαν για καθένα από τα εν λόγω καθεστώτα. Η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, για το καθεστώς ΠΣΣ, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έρευνας, επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % επί του 10 % των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση του εν λόγω καθεστώτος. Επομένως, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, η ίδια διόρθωση ύψους 5 % επί του 10 % των πραγματοποιηθεισών δαπανών έπρεπε να είχε επιβληθεί από την Επιτροπή κατά τον καθορισμό, για το καθεστώς ΠΣΣ, του ποσού της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας.

296    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι τσεχικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή ενιαίο κονδύλιο του προϋπολογισμού για όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων που αποτελούσαν το αντικείμενο της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι οι τσεχικές αρχές δεν ανέφεραν, για κάθε καθεστώς ενίσχυσης, το ποσό της πίστωσης που καταβλήθηκε αρχικώς στην Επιτροπή και, εν συνεχεία, μεταφέρθηκε σε αυτές από την Επιτροπή μέσω των κανονισμών επιστροφής, αλλά ανέφεραν ένα ενιαίο ποσό για τα διάφορα καθεστώτα ενίσχυσης. Επομένως, αυτό ήταν το ενιαίο ποσό το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ποσού της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας.

297    Εντούτοις, με την αίτηση συμβιβασμού της 4ης Φεβρουαρίου 2020, η Τσεχική Δημοκρατία προσήψε στην Επιτροπή ότι, κατά τον υπολογισμό της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης σχετικά με το καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας για το καθεστώς ΠΣΣ, δεν εφάρμοσε μειωμένη διόρθωση που να αντιστοιχεί σε 5 % του 10 % των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, την οποία είχε εφαρμόσει, για το ίδιο καθεστώς, στο πλαίσιο της έρευνας.

298    Πλην όμως, οι τσεχικές αρχές ούτε με την επιστολή τους της 13ης Νοεμβρίου 2020 η οποία ακολούθησε την παραλαβή της έκθεσης του οργάνου συμβιβασμού ούτε στο πλαίσιο της μεταγενέστερης ανταλλαγής απόψεων παρείχαν στην Επιτροπή οποιαδήποτε πληροφορία που να καθιστά δυνατή τη διάκριση, εντός της ενιαίας θέσης του προϋπολογισμού που αφορά τις πιστώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο των κανονισμών επιστροφής, του τμήματος επακριβώς που αφορά το καθεστώς προαιρετικής συνδεδεμένης στήριξης.

299    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, με τα τελικά συμπεράσματα και τη συνοπτική έκθεση, αποφάσισε να εφαρμόσει ενιαία κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % επί του συνόλου των πιστώσεων που είχαν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας δημοσιονομικής πειθαρχίας.

300    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, η Επιτροπή βασίζει τον αποκλεισμό δαπανών από τη χρηματοδότηση της Ένωσης στον προσδιορισμό των αδικαιολογήτως δαπανηθέντων ποσών, μόνον εάν τα ποσά αυτά μπορούν να προσδιορισθούν με λογική προσπάθεια.

301    Εξάλλου, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 108 ανωτέρω, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

302    Εν προκειμένω, ωστόσο, η Τσεχική Δημοκρατία δεν παρέσχε στην Επιτροπή στοιχεία που να της επιτρέπουν να προσδιορίσει, εντός της θέσης του προϋπολογισμού σχετικά με τις πιστώσεις που καλύπτονται από τους κανονισμούς επιστροφής, το τμήμα που αφορά το καθεστώς προαιρετικής συνδεδεμένης στήριξης. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή αποφάσισε, έχοντας καταβάλλει μια λογική προσπάθεια, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 και την αρχή της αναλογικότητας, να επιβάλει, στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας, μια ενιαία κατ’ αποκοπήν διόρθωση για όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων.

303    Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

304    Με το δεύτερο επιχείρημά της, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, τις διορθώσεις για τα καθεστώτα ΚΕΣΕ, στήριξης για γεωργούς νεαρής ηλικίας, οικολογικής μέριμνας και προαιρετικής συνδεδεμένης στήριξης, τις οποίες επέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα πρέπει επίσης να ακυρώσει, κατά τρόπο αυτόματο και γενικευμένο, για αντίστοιχο ποσό, τη διόρθωση που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεδομένου ότι η διόρθωση αυτή δεν αντιστοιχεί πλέον στην οικονομική ζημία που φέρεται να προκλήθηκε στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

305    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η επιβολή διόρθωσης λόγω δημοσιονομικής πειθαρχίας συνδέεται με τις διορθώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση για τα καθεστώτα ενισχύσεων που υπόκεινται σε δημοσιονομική πειθαρχία. Πράγματι, προκειμένου να διασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η αντιστοιχία μεταξύ των άμεσων ενισχύσεων που καταβάλλονται κάθε χρόνο στους γεωργούς και των πιστώσεων που αφαιρούνται από τις εν λόγω ενισχύσεις στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι οποίες μπορούν ενδεχομένως να επιστραφούν στους εν λόγω γεωργούς κατά τα επόμενα έτη, εάν η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, επιβάλλει διόρθωση για παρατυπίες που διαπιστώνονται στις άμεσες ενισχύσεις, οφείλει επίσης να επιβάλει διόρθωση επί των πιστώσεων που υπόκεινται σε δημοσιονομική πειθαρχία.

306    Ωστόσο, δεν υφίσταται αυτόματος δεσμός μεταξύ της επιβολής από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, διόρθωσης όσον αφορά ένα συγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων και της επιβολής από την Επιτροπή διόρθωσης όσον αφορά τα ποσά του ίδιου καθεστώτος ενισχύσεων που έχουν επιστραφεί στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

307    Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού 1306/2013, τα ποσά που μεταφέρονται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, επιστρέφονται, ενδεχομένως, στους γεωργούς μέσω της εφαρμογής ενός σταθερού ποσοστού αναπροσαρμογής, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των διαφόρων καθεστώτων ενισχύσεων.

308    Επομένως, το ποσό της διόρθωσης για τη δημοσιονομική πειθαρχία υπολογίζεται από την Επιτροπή κατ’ αποκοπήν για όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων και δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με το ποσό της διόρθωσης που η ίδια επέβαλε, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, για παρατυπίες οι οποίες διαπιστώθηκαν στις άμεσες ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στους γεωργούς στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

309    Δεύτερον, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 302 ανωτέρω, η δυνατότητα της Επιτροπής να προσδιορίζει, καταβάλλοντας μια λογική προσπάθεια, μεταξύ των πιστώσεων που υπόκεινται σε δημοσιονομική πειθαρχία, εκείνες που αφορούν κάθε καθεστώς ενισχύσεων το οποίο αφορά η διαδικασία εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση εξαρτάται από τις διαθέσιμες πληροφορίες που παρέχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τα κράτη μέλη.

310    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης δημοσιονομικής διόρθωσης για ένα συγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων θα συνεπαγόταν αυτομάτως και κατά τρόπο γενικευμένο την ακύρωση της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης για τη δημοσιονομική πειθαρχία.

311    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο επιχείρημα και, ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

312    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιβάλλει στην Τσεχική Δημοκρατία την προσβαλλόμενη δημοσιονομική διόρθωση λόγω, αφενός, παραβάσεως όσον αφορά την επιλογή του δείγματος ελέγχου σχετικά με τον τακτικό έλεγχο, ύψους 18 833,24 ευρώ, και, αφετέρου, παραβάσεως όσον αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, ύψους 17 855 884,41 ευρώ, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προσφυγή.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

313    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2021/2020 της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 2021, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που επιβάλλει στην Τσεχική Δημοκρατία δημοσιονομική διόρθωση λόγω, αφενός, παραβάσεως των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την επιλογή του δείγματος των δικαιούχων ενισχύσεως που υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο, για ποσό ανερχόμενο σε 18 833,24 ευρώ, και, αφετέρου, λόγω πλημμελειών του ελέγχου προς εξακρίβωση του κατά πόσον μια έκταση η οποία δεν ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση κατά τη διάρκεια ενός έτους ήταν επίσης μη επιλέξιμη για ενίσχυση και για τα προηγούμενα έτη και θα έπρεπε να είχε προκαλέσει την κίνηση διαδικασίας για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης ποσών, για ποσό ανερχόμενο σε 17 855 884,41 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Τσεχική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν εκάστη τα δικαστικά έξοδά της.

Jaeger

Nihoul

Verschuur

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Δεκεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.