Language of document : ECLI:EU:C:2023:904

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή γεωργική πολιτική – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα “Εγγυήσεων” – Κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων των μέτρων για τα δάση στον τομέα της γεωργίας – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2080/92 – Άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία βʹ και γʹ – Καθεστώς ενισχύσεων – Πριμοδοτήσεις συντήρησης και πριμοδοτήσεις λόγω απώλειας εισοδήματος – Όροι χορήγησης – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα απαίτηση ελάχιστης πυκνότητας κάλυψης των αγροτεμαχίων με δέντρα – Μη τήρηση της απαίτησης, για λόγο για τον οποίο δεν ευθύνεται ο δικαιούχος – Υποχρέωση προς επιστροφή της ενίσχυσης – Ανωτέρα βία – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση C‑213/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Instituto de Financiamento da Agricultura e Pescas, IP

κατά

CS,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra, M. Safjan, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η CS, εκπροσωπούμενη από τον J. Teles Branco, advogado,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις H. Almeida και P. Barros da Costa, τον P. Direitinho και την A. Pimenta,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Λευθεριώτου, M. Τασσοπούλου και Α.‑E. Βασιλοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Rechena και A. Sauka,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2080/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος ενισχύσεων των μέτρων για τα δάση στον τομέα της γεωργίας (ΕΕ 1992, L 215, σ. 96), καθώς και της αρχής της αναλογικότητας.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της CS και του Instituto de Financiamento da Agricultura e Pescas, IP (Ινστιτούτου για τη χρηματοδότηση της γεωργίας και της αλιείας, Πορτογαλία) (στο εξής: IFAP), σχετικά με τη νομιμότητα αποφάσεως την οποία εξέδωσε το IFAP και με την οποία διέταξε την επιστροφή των πριμοδοτήσεων που έλαβε η CS στο πλαίσιο της θεσπισθείσας από τον κανονισμό 2080/92 ενίσχυσης για τη δάσωση των γεωργικών εκτάσεων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Ο κανονισμός 2080/92 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ 1999, L 160, σ. 80), από την 2α Ιουλίου 1999. Εντούτοις, βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 3, του κανονισμού 1257/1999, ο κανονισμός 2080/92 εξακολούθησε να εφαρμόζεται στις δράσεις που ενέκρινε η Επιτροπή δυνάμει του καταργηθέντος κανονισμού πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000 και, ως εκ τούτου, η διαφορά της κύριας δίκης διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού.

4        Η πρώτη, η δεύτερη, η τρίτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2080/92 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας:] ότι η δάσωση των γεωργικών εκτάσεων έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για τη χρησιμοποίηση του εδάφους και για το περιβάλλον όσο και για τη μείωση του ελλείμματος των δασικών πόρων στην Κοινότητα καθώς και ως συμπληρωματικό μέτρο της κοινοτικής πολιτικής για τον έλεγχο της γεωργικής παραγωγής·

ότι η εμπειρία στον τομέα της δάσωσης των γεωργικών γαιών από τους γεωργούς απέδειξε ότι τα ισχύοντα καθεστώτα ενίσχυσης για την προώθηση της δάσωσης είναι ανεπαρκή και ότι οι ενέργειες δάσωσης των γεωργικών εκτάσεων που αποσύρονται από τη γεωργική παραγωγή κατά τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκαν ανεπαρκείς·

ότι επομένως κρίνεται αναγκαίο να αντικατασταθούν τα μέτρα που αναφέρονται στον τίτλο VIII του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2328/91 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των γεωργικών διαρθρώσεων [(ΕΕ 1991, L 218, σ. 1)], από μέτρα που ανταποκρίνονται καλύτερα στην ανάγκη αποτελεσματικής ενθάρρυνσης της δάσωσης των γεωργικών εκτάσεων·

[...]

ότι μια σταδιακά μειούμενη πριμοδότηση κατά τα πέντε πρώτα έτη που προορίζεται να συνεισφέρει στις δαπάνες για τη διατήρηση των νέων δασωμένων εκτάσεων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για την ενθάρρυνση της δάσωσης».

5        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχος του καθεστώτος ενισχύσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Θεσπίζεται κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, προκειμένου:

–        να πλαισιωθούν οι αλλαγές που προβλέπονται στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς,

–        να υπάρξει συμβολή στη μακροπρόθεσμη βελτίωση των δασικών πόρων,

–        να υπάρξει συμβολή στην πιο εναρμονισμένη διαχείριση του φυσικού χώρου σε σχέση με την ισορροπία του περιβάλλοντος,

–        να καταπολεμηθεί το φαινόμενο θερμοκηπίου και να απορροφηθεί το διοξείδιο του άνθρακος.

Αυτό το κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεων αποσκοπεί σε:

α)      εναλλακτική χρησιμοποίηση των γεωργικών γαιών με δάσωση-

β)      ανάπτυξη των δασικών δραστηριοτήτων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.»

6        Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθεστώς ενισχύσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το καθεστώς ενισχύσεων μπορεί να περιλαμβάνει:

α)      ενισχύσεις που προορίζονται να καλύψουν τις δαπάνες δάσωσης-

β)      ετήσια πριμοδότηση ανά δασωμένο εκτάριο για την κάλυψη των δαπανών συντήρησης των εκτάσεων που δασώθηκαν κατά τα πρώτα πέντε έτη-

γ)      ετήσια πριμοδότηση ανά εκτάριο για την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος που προκύπτουν από τη δάσωση γεωργικών εκτάσεων-

δ)      ενισχύσεις για τις επενδύσεις που αφορούν τη βελτίωση των δασωδών εκτάσεων όπως είναι η δημιουργία ανεμοφρακτών, αντιπυρικών ζωνών, σταθμών υδροληψίας και δρόμων δασικής εκμετάλλευσης, καθώς και τη βελτίωση των εκτάσεων φελλοδρυός.»

7        Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποσό των ενισχύσεων», ορίζει στο πρώτο εδάφιο, στοιχεία βʹ και γʹ, τα ακόλουθα:

«Τα ανώτατα επιλέξιμα ποσά των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 καθορίζονται ως εξής:

[...]

β)      όσον αφορά τις δαπάνες συντήρησης:

–        250 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα δύο πρώτα έτη και 150 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα επόμενα έτη στην περίπτωση φυτεύσεων κωνοφόρων,

–        500 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα δύο πρώτα έτη και 300 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος κατά τα επόμενα έτη στην περίπτωση φυτεύσεων πλατύφυλλων ή μεικτών φυτεύσεων που περιλαμβάνουν τουλάχιστον 75 % πλατύφυλλα.

[...]

γ)      όσον αφορά την πριμοδότηση που προορίζεται να αντισταθμίσει τις απώλειες εισοδημάτων:

–        600 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος εάν η δάσωση πραγματοποιείται από κάτοχο γεωργικής εκμετάλλευσης ή από ομάδα κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων οι οποίοι είχαν καλλιεργήσει τα εδάφη αυτά πριν τη δάσωσή τους,

–        150 [ευρώ] ανά εκτάριο και ανά έτος εάν η δάσωση πραγματοποιείται από άλλο δικαιούχο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β),

για μέγιστη διάρκεια 20 ετών που υπολογίζεται από την ημερομηνία της αρχικής δάσωσης».

8        Το άρθρο 4 του κανονισμού 2080/92, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προγράμματα ενισχύσεων», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 2 μέσω εθνικών ή περιφερειακών πολυετών προγραμμάτων που αφορούν τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 1 και με τα οποία καθορίζονται ιδίως:

–        τα ποσά και η διάρκεια των ενισχύσεων του άρθρου 2 σε συνάρτηση με τις πραγματικές δαπάνες δάσωσης και τη συντήρηση των ποικιλιών ή των τύπων των δένδρων που χρησιμοποιούνται για τη δάσωση, ή σε συνάρτηση με την απώλεια εισοδημάτων,

–        οι όροι χορήγησης ενισχύσεων, ιδίως αυτών που αφορούν τις δασώσεις,

–        [...]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θέσουν σε εφαρμογή προγράμματα κατά ζώνες δάσωσης, τα οποία αντικατοπτρίζουν τις διάφορες καταστάσεις του περιβάλλοντος, των φυσικών συνθηκών και των γεωργικών διαρθρώσεων.

Τα προγράμματα δάσωσης κατά ζώνες αφορούν ιδίως:

–        τον καθορισμό των στόχων δάσωσης,

–        τους όρους σχετικά με την τοποθεσία και την ομοδοποίηση των εκτάσεων που μπορούν να δασωθούν,

–        τις δασοκομικές μεθόδους που θα πρέπει να εφαρμόζονται,

–        την επιλογή των ποικιλιών των δένδρων που προσαρμόζονται στις τοπικές συνθήκες».

 Το πορτογαλικό δίκαιο

9        Το άρθρο 5 της Portaria 199/94 do Ministério da Agricultura (αποφάσεως 199/94 του Υπουργείου Γεωργίας), της 6ης Απριλίου 1994 (Diário da República, σειρά I, αριθ. 80, της 6ης Απριλίου 1994), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: υπουργική απόφαση 199/94), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ετήσιες πριμοδοτήσεις», έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, οι δικαιούχοι της προβλεπόμενης στην προηγούμενη παράγραφο ενίσχυσης για τη δάσωση των γεωργικών εκτάσεων δικαιούνται δύο ετήσιες πριμοδοτήσεις ανά δασωμένο εκτάριο, οι οποίες προορίζονται για:

a)      την κάλυψη, κατά τα πρώτα πέντε έτη, των δαπανών συντήρησης των εκτάσεων που δασώθηκαν και περιλαμβάνονται στο επενδυτικό σχέδιο·

b)      την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος που προκύπτουν από τη δάσωση των γεωργικών εκτάσεων.»

10      Το άρθρο 6 της υπουργικής αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιούχοι», ορίζει τα ακόλουθα:

«1 – Μπορούν να λάβουν τις προβλεπόμενες στην παρούσα απόφαση ενισχύσεις:

a)      ενισχύσεις για τη δάσωση των γεωργικών εκτάσεων: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

b)      ενισχύσεις για τη βελτίωση των εκτάσεων που δασώθηκαν: οι κάτοχοι γεωργικών εκμεταλλεύσεων και οι ενώσεις τους·

c)      πριμοδότηση για την κάλυψη των δαπανών συντήρησης των εκτάσεων που δασώθηκαν: όλοι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων για τη δάσωση των γεωργικών εκτάσεων·

d)      πριμοδότηση για την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που λαμβάνει ενίσχυση για δάσωση, εξαιρουμένων εκείνων που παύουν τη δραστηριότητά τους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2070/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992[, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3493/90 για τον καθορισμό των γενικών κανόνων σχετικά με τη χορήγηση της πριμοδότησης στους παραγωγούς προβείου και αιγείου κρέατος (ΕΕ 1992, L 215, σ. 63)].

2 – Όσον αφορά τα είδη ταχείας ανάπτυξης που καλλιεργούνται με εναλλαγή κάτω των δεκαέξι ετών, οι ενισχύσεις χορηγούνται μόνο για τη δάσωση γεωργικών εκτάσεων και μόνο στους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων που ασκούν τη γεωργική δραστηριότητα ως κύρια απασχόληση.»

11      Το άρθρο 7 της υπουργικής αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δέσμευση που αναλαμβάνουν οι δικαιούχοι», προβλέπει τα εξής:

«Προκειμένου να λάβουν τις ενισχύσεις που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση, οι δικαιούχοι δεσμεύονται ιδίως:

a)      να τηρούν τις πρακτικές καλλιέργειας τις οποίες προβλέπει το σχέδιο προσανατολισμού της διαχείρισης το οποίο συνδέεται με το επενδυτικό σχέδιο·

b)      να διασφαλίσουν ότι οι φυτευθείσες δασοσυστάδες έχουν, κατά το έτος που έπεται του έτους της αναφύτευσης, την ελάχιστη πυκνότητα που προβλέπεται στο παράρτημα C·

c)      να διατηρούν και να προστατεύουν τις δασοσυστάδες που έχουν φυτευθεί ή βελτιωθεί, καθώς και τις εκεί ευρισκόμενες υποδομές, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών ή, σε περίπτωση καταβολής της πριμοδότησης λόγω απώλειας εισοδήματος, για όσο διάστημα χορηγείται η πριμοδότηση αυτή.

[...]»

12      Το άρθρο 26 της υπουργικής αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μερική καταβολή των πριμοδοτήσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Όταν τμήμα της δασοσυστάδας καταστρέφεται για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο δικαιούχος, οι προβλεπόμενες στην παρούσα απόφαση πριμοδοτήσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται για το αγροτεμάχιο που παραμένει σε καλή κατάσταση βλάστησης.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Στις 4 Μαρτίου 1994, το IFAP και η CS συνήψαν σύμβαση με την οποία συμφωνήθηκε ότι η CS θα λάμβανε ενισχύσεις για τη δάσωση γεωργικών γαιών εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2080/92. Η σύμβαση αυτή, η οποία αφορούσε πέντε αγροτεμάχια, προέβλεπε την καταβολή μιας αρχικής ενίσχυσης προοριζόμενης για την κάλυψη των δαπανών δάσωσης, ετήσιων πριμοδοτήσεων συντήρησης και ετήσιων πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος.

14      Σύμφωνα με το σημείο C.7 των γενικών όρων της σύμβασης, το οποίο ενσωμάτωνε τις διατάξεις του άρθρου 7, στοιχείο b, της υπουργικής αποφάσεως 199/94, η CS όφειλε να «διασφαλίσει ότι οι φυτευθείσες δασοσυστάδες έχουν, κατά το έτος που έπεται του έτους της αναφύτευσης, την προβλεπόμενη στον νόμο ελάχιστη πυκνότητα» (στο εξής: απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας).

15      Επιπλέον, το μέρος Ε των ως άνω γενικών όρων, το οποίο έφερε τον τίτλο «Καταγγελία και μονομερής τροποποίηση», είχε ως εξής:

«E.1.      Το IFAP δύναται να καταγγείλει ή να τροποποιήσει μονομερώς την παρούσα σύμβαση σε περίπτωση παράβασης εκ μέρους του δικαιούχου μιας από τις υποχρεώσεις τις οποίες αυτός υπέχει ή σε περίπτωση μη συνδρομής ή παύσης συνδρομής ενός από τους όρους χορήγησης των ενισχύσεων, για την οποία ευθύνεται το πρόσωπο επί του οποίου έχουν εφαρμογή οι παρόντες γενικοί όροι.

E.2.      Το IFAP μπορεί επίσης να τροποποιήσει μονομερώς την παρούσα σύμβαση όσον αφορά το ύψος των ενισχύσεων, εφόσον διαπιστωθούν ορισμένες περιστάσεις και συνθήκες που το δικαιολογούν κατά την υλοποίηση της επένδυσης ή στο πλαίσιο των όρων συντήρησης του δάσους.

E.3.      Οι πριμοδοτήσεις συντήρησης και οι πριμοδοτήσεις λόγω απώλειας εισοδήματος μειώνονται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μερικής καταστροφής του δάσους, αναλογικά προς την έκταση που καταστράφηκε, υπό την προϋπόθεση ότι η καταστροφή οφείλεται σε λόγο για τον οποίο δεν ευθύνεται ο δικαιούχος.»

16      Κατά τη διάρκεια του 2006, το IFAP διαπίστωσε ότι τρία από τα πέντε αγροτεμάχια τα οποία αφορούσε η σύμβαση που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη δεν πληρούσαν την απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας. Ως εκ τούτου, με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2006, το IFAP διέταξε, σύμφωνα με τη ρήτρα E.2. των γενικών όρων, τη μονομερή τροποποίηση της σύμβασης και απαίτησε την επιστροφή κεφαλαίου ύψους 3 992,08 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων και τόκων από κανονιστικές διατάξεις, το οποίο αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των πριμοδοτήσεων συντήρησης και των πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως σε σχέση με τα τρία αυτά αγροτεμάχια για τα έτη 1998 και 1999 και, αφετέρου, των πριμοδοτήσεων συντήρησης και των πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος που έπρεπε να καταβληθούν σε σχέση με τα δύο άλλα αγροτεμάχια για τα έτη 2003 έως 2005. Αντιθέτως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσπάθειες που είχε καταβάλει η CS για τη δάσωση των αγροτεμαχίων, το IFAP δεν αμφισβήτησε ότι είχε καταβληθεί δικαιολογημένα η αρχική ενίσχυση που προοριζόταν για την κάλυψη των δαπανών δάσωσης.

17      Η CS προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση ενώπιον του Tribunal Administrativo de Círculo de Lisboa (διοικητικού πρωτοδικείου Λισσαβώνας, Πορτογαλία), εξηγώντας ότι είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η φύτευση να έχει την απαιτούμενη από τον νόμο πυκνότητα και ότι η μη τήρηση της απαίτησης αυτής δεν οφειλόταν σε δική της υπαιτιότητα αλλά σε δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες.

18      Με απόφαση της 26ης Μαΐου 2017, το δικαστήριο αυτό ακύρωσε την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2006, αφού διαπίστωσε ότι οι πριμοδοτήσεις λόγω απώλειας εισοδήματος που αφορούσαν τα έτη 1998 και 1999 δεν είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως στη CS. Επίσης, υποχρέωσε το IFAP να καταβάλει τις πριμοδοτήσεις λόγω απώλειας εισοδήματος για τα έτη 2003 έως 2005 και τις πριμοδοτήσεις συντήρησης για τα έτη 2003 και 2004.

19      Το IFAP άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Central Administrativo do Sul (κεντρικού διοικητικού δικαστηρίου του Νότου, Πορτογαλία). Με απόφαση της 9ης Μαΐου 2019, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την έφεση κρίνοντας ότι η απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας αποτελούσε υποχρέωση χρησιμοποίησης ορισμένου μέσου και όχι υποχρέωση προς επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος και ότι, κατά συνέπεια, το IFAP όφειλε, προκειμένου να δύναται να απαιτήσει την επιστροφή των πριμοδοτήσεων, να αποδείξει την ύπαρξη παραπτώματος της CS όσον αφορά τα χρησιμοποιηθέντα μέσα.

20      Το IFAP άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Supremo Tribunal Administrativo (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πορτογαλία).

21      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 7, στοιχείο b, της υπουργικής αποφάσεως 199/94 με τους κανόνες και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

22      Κατά πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας συνιστά υποχρέωση μέσου ή υποχρέωση αποτελέσματος. Συναφώς, εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία η καταβολή των πριμοδοτήσεων συντήρησης και των πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος οφείλεται πάντοτε, στις περιπτώσεις που ο δικαιούχος έχει δενδροφυτεύσει το αγροτεμάχιο και έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη απαίτηση.

23      Κατά δεύτερον, αν υποτεθεί ότι η εν λόγω απαίτηση συνιστά υποχρέωση αποτελέσματος, το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) διερωτάται αν το πρόγραμμα το οποίο θέσπισε ο Πορτογάλος νομοθέτης είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας η ερμηνεία των άρθρων 7 και 26 της υπουργικής αποφάσεως 199/94 υπό την έννοια ότι η μερική καταστροφή δασοσυστάδας λόγω δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών κατά τη διάρκεια των ετών που έπονται του έτους της αξιολόγησης της αναφύτευσης συνεπάγεται τη μερική καταβολή των πριμοδοτήσεων (για τα αγροτεμάχια που τηρούν την απαίτηση ελάχιστης πυκνότητας), ενώ η επικράτηση, κατά τη διάρκεια του ίδιου του έτους της αξιολόγησης, παρόμοιων κλιματολογικών συνθηκών, οι οποίες επιφέρουν τα ίδια αποτελέσματα, συνεπάγεται την πλήρη απώλεια του δικαιώματος λήψης πριμοδότησης.

24      Τέλος, κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι το αρχικώς θεσπισθέν με την υπουργική απόφαση 199/94 καθεστώς τροποποιήθηκε εντός του 2012, περίσταση η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του αρχικού καθεστώτος με την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω τροποποιήσεις συνίσταντο στη μείωση του ελάχιστου ορίου πυκνότητας δασοσυστάδας που απαιτούνταν στο παράρτημα C καθώς και στην μετατροπή του καθεστώτος του «όλα ή τίποτα» που ίσχυε έως τότε, όσον αφορά τη χορήγηση των πριμοδοτήσεων, σε σύστημα στηριζόμενο στον αριθμό των φυτών κατά τη διάρκεια του έτους που έπεται του έτους της αναφύτευσης. Η τήρηση της ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας εκτιμάται έκτοτε κατά τη διάρκεια του έτους που έπεται του έτους ολοκλήρωσης της επένδυσης και ενόσω εκκρεμεί η χορήγηση της πριμοδότησης συντήρησης. Επιπλέον, σε περίπτωση καταστροφής των φυτών για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο δικαιούχος, η νέα αυτή ρύθμιση προβλέπει ότι οι πριμοδοτήσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται κατά το μέρος που αναλογεί στο αγροτεμάχιο που παραμένει σε καλή κατάσταση βλάστησης.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 3, [πρώτο εδάφιο,] στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού [2080/92] την έννοια ότι οφείλονται οι δαπάνες συντήρησης και η πριμοδότηση λόγω απώλειας εισοδήματος που προβλέπονται σε αυτό, στην περίπτωση που ο δικαιούχος αποδείξει ότι οι απαιτούμενοι από το εθνικό πρόγραμμα ενισχύσεων όροι δάσωσης δεν τηρήθηκαν για λόγους ανεξάρτητους της βούλησής του και ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την τήρησή τους;

2)      Έχουν οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε ερμηνεία του άρθρου 7, στοιχείο b, σε συνδυασμό με το άρθρο 26, της υπουργικής απόφασης 199/94, σύμφωνα με την οποία η επικράτηση δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών κατά τα έτη που έπονται του έτους αξιολόγησης (δηλαδή του έτους που έπεται του έτους αναφύτευσης) συνεπάγεται μερική καταβολή των πριμοδοτήσεων, ενώ η επίτευξη των ίδιων αποτελεσμάτων υπό τις ίδιες δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες κατά το έτος που έπεται του έτους αναφύτευσης συνεπάγεται ολική απώλεια του δικαιώματος για λήψη πριμοδοτήσεων;

3)      Έχει η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την έννοια ότι προσκρούει σε αυτή, όπως φαίνεται να προκύπτει (εξ αντιδιαστολής) από την απόφαση [Lingurár (C‑315/16, EU:C:2017:244, σκέψεις 29 και 35)], η λύση την οποία προβλέπει το [άρθρο 7, στοιχείο b,] της υπουργικής απόφασης 199/94, η οποία συνεπάγεται την ολική απώλεια του δικαιώματος για λήψη της πριμοδότησης συντήρησης και της πριμοδότησης λόγω απώλειας εισοδήματος στην περίπτωση μη επίτευξης της προβλεπόμενης στο παράρτημα C πυκνότητας δασοσυστάδας, χωρίς να γίνεται δεκτή η αναλογική μείωση των εν λόγω πριμοδοτήσεων στις περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε εξωγενείς αιτίες, όπως οι κλιματολογικές συνθήκες;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Με τα τρία ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2080/92 καθώς και η αρχή της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβολή στον δικαιούχο πριμοδοτήσεων συντήρησης και πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος, οι οποίες καταβάλλονται στο πλαίσιο πολυετούς δεσμεύσεως για δάσωση γεωργικών γαιών την οποία αυτός έχει αναλάβει, της υποχρέωσης να επιστρέψει τις πριμοδοτήσεις αυτές όταν, κατά την εκτέλεση της εν λόγω δέσμευσης, δεν πληρούται, λόγω επικράτησης δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών, ο προβλεπόμενος από την εθνική ρύθμιση όρος χορήγησης των πριμοδοτήσεων ο οποίος αφορά την απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας της δασοσυστάδας.

27      Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 2080/92, σε συνδυασμό με την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη του, ο κανονισμός αυτός θέσπισε καθεστώς ενισχύσεων για τη δάσωση γεωργικών γαιών με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προώθηση της εναλλακτικής χρησιμοποίησης των γεωργικών γαιών μέσω της δάσωσης, με ταυτόχρονη ανάπτυξη των δασικών δραστηριοτήτων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, συμβολή στην πιο εναρμονισμένη διαχείριση του φυσικού χώρου σε σχέση με την ισορροπία του περιβάλλοντος, στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, στην απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα καθώς και συμβολή στη βελτίωση, μακροπρόθεσμα, των δασικών πόρων.

28      Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανονισμός επιδιώκει σκοπούς γεωργικής πολιτικής προς στήριξη του δασικού τομέα, καθώς και σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος, οι οποίοι, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν πολυετή διάσταση και απαιτούν την επίτευξη αποτελεσματικής και βιώσιμης δάσωσης των γεωργικών γαιών.

29      Στο πλαίσιο αυτό, κατά πρώτον, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού προκύπτει ότι το θεσπισθέν δυνάμει του κανονισμού καθεστώς ενισχύσεων για τη δάσωση γεωργικών γαιών μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ετήσια πριμοδότηση για την κάλυψη των δαπανών συντήρησης των εκτάσεων που δασώθηκαν η οποία καταβάλλεται κατά τα πρώτα πέντε έτη και ετήσια πριμοδότηση για την αντιστάθμιση των απωλειών εισοδήματος που προκύπτουν από τη δάσωση γεωργικών εκτάσεων, οι δε πριμοδοτήσεις αυτές καταβάλλονται «ανά δασωμένο εκτάριο».

30      Περαιτέρω, το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2080/92 καθορίζει απλώς τα ανώτατα επιλέξιμα ποσά των ως άνω πριμοδοτήσεων αναλόγως της επιφάνειας της δάσωσης (σε εκτάρια) καθώς και τη μέγιστη διάρκεια κατά την οποία μπορούν να καταβάλλονται οι εν λόγω πριμοδοτήσεις. Συναφώς, καίτοι το στοιχείο βʹ του πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού, προβλέπει ότι η καταβολή των πριμοδοτήσεων συντήρησης μπορεί να είναι τμηματική εντός της πενταετίας, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται η συντήρηση των νέων φυτεύσεων, εντούτοις το στοιχείο γʹ του ίδιου εδαφίου ορίζει ότι η πριμοδότηση λόγω απώλειας εισοδήματος μπορεί να χορηγείται για μέγιστη διάρκεια είκοσι ετών που υπολογίζεται από την ημερομηνία της αρχικής δάσωσης.

31      Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, το συγκεκριμένο άρθρο αναθέτει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να θέσουν σε εφαρμογή το καθεστώς ενισχύσεων μέσω εθνικών ή περιφερειακών πολυετών προγραμμάτων καθορίζοντας τα ίδια τις ειδικότερες λεπτομέρειες των οικείων προγραμμάτων. Συναφώς, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τα ποσά και τη διάρκεια των ενισχύσεων σε συνάρτηση με τις πραγματικές δαπάνες δάσωσης και συντήρησης των ποικιλιών ή των τύπων των δένδρων που χρησιμοποιούνται για τη δάσωση, ή σε συνάρτηση με την απώλεια εισοδημάτων, καθώς και τους όρους χορήγησης των ενισχύσεων όσον αφορά τη δάσωση.

32      Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, μολονότι ο κανονισμός 2080/92 δεν καθορίζει ευθέως τους όρους από τους οποίους εξαρτάται η χορήγηση των διαφόρων πριμοδοτήσεων για δάσωση, συνδέει, εντούτοις, τη χορήγηση των πριμοδοτήσεων αυτών με την αποτελεσματική δάσωση των εκτάσεων τις οποίες αφορά η δέσμευση καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της.

33      Συνεπώς, απλώς και μόνον η διαπίστωση ότι δεν πληρούται ένας όρος χορήγησης των πριμοδοτήσεων συντήρησης και των πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος αρκεί ώστε να μπορεί να θεωρηθεί η χορήγηση των πριμοδοτήσεων αυτών ως αδικαιολόγητη και, επομένως, ως στερούμενη νόμιμης αιτίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως οφειλόμενες τέτοιες καταβληθείσες πριμοδοτήσεις, παρά το γεγονός ότι ο δικαιούχος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ανταποκριθεί στην απαίτηση για ελάχιστη πυκνότητα δασοσυστάδας, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, στοιχείο b, της υπουργικής αποφάσεως 199/94.

34      Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός 2080/92, όπως υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, η στήριξη του δασικού τομέα καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος, η οποία εντάσσεται στον γενικότερο πλαίσιο της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου μέσω απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα, απαιτούν την αποτελεσματική δάσωση των γεωργικών γαιών.

35      Η εν λόγω ερμηνεία ενισχύεται επίσης από την όλη οικονομία του κανονισμού 2080/92. Ειδικότερα, αφενός, αναθέτοντας στα κράτη μέλη, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού, τη μέριμνα για τον καθορισμό στα πολυετή προγράμματά τους των όρων χορήγησης των ενισχύσεων για δάσωση και, αφετέρου, αναγνωρίζοντας στα εν λόγω κράτη, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού, στο πλαίσιο των προγραμμάτων δάσωσης ανά ζώνες, τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη τις διάφορες καταστάσεις του περιβάλλοντος και να επιλέγουν τα είδη δένδρων που είναι προσαρμοσμένα στις τοπικές γεωγραφικές και υδρογραφικές συνθήκες, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να μην εξαρτήσει την επιτυχία των δράσεων δάσωσης από την επιμέλεια και μόνον του δικαιούχου.

36      Επομένως, η ρύθμιση της Ένωσης απαιτεί να πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση ενίσχυσης για δάσωση καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης πολυετούς δεσμεύσεως προκειμένου να καταβάλλονται νομίμως οι πριμοδοτήσεις συντήρησης και οι πριμοδοτήσεις λόγω απώλειας εισοδήματος, χωρίς ο δικαιούχος των πριμοδοτήσεων αυτών να μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση κάποιου από τους εν λόγω όρους, όπως η απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας, απλώς και μόνον αποδεικνύοντας ότι επέδειξε επιμέλεια .

37      Πάντως, κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 2080/92 δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη μη τήρηση ενός από τους όρους χορήγησης των πριμοδοτήσεων του άρθρου 2 του κανονισμού, ιδίως όταν η εν λόγω μη τήρηση οφείλεται σε ανωτέρα βία.

38      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, ακόμη και ελλείψει ρητής σχετικής διάταξης στην εφαρμοστέα ρύθμιση, ο δικαιούχος πριμοδοτήσεων εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί τη συνδρομή περίπτωσης ανωτέρας βίας (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 1988, Inter-Kom, 71/87, EU:C:1988:186, σκέψεις 10 και 15, και της 7ης Δεκεμβρίου 1993, Huygen κ.λπ., C‑12/92, EU:C:1993:914, σκέψη 31).

39      Στον τομέα των γεωργικών ρυθμίσεων, μολονότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, εντούτοις απαιτεί η μη τήρηση ενός όρου χορήγησης ενίσχυσης να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Szemerey, C‑330/14, EU:C:2015:826, σκέψη 58). Επιπλέον, καθόσον αποτελεί εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

40      Στο μέτρο που η διαπίστωση περί συνδρομής των εν λόγω περιστάσεων συνιστά πραγματική εκτίμηση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η υπόθεση της κύριας δίκης έχει αυτά τα χαρακτηριστικά.

41      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, κατά γενικό κανόνα, ότι οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες τις οποίες επικαλέστηκε η CS οφείλονταν σε περιστάσεις ξένες προς αυτήν και, αφετέρου, ότι η CS, παρά την επιμέλεια που επέδειξε, δεν κατόρθωσε να αποφύγει τις συνέπειες των εν λόγω κλιματολογικών συνθηκών επί της πυκνότητας κάλυψης των αγροτεμαχίων. Ωστόσο, για να γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός της «ανωτέρας βίας» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται περαιτέρω στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι ως άνω περιστάσεις ήταν ασυνήθεις και απρόβλεπτες.

42      Επομένως, μόνον ένα γεγονός που έχει χαρακτηριστικά ανωτέρας βίας, ήτοι έχει ασυνήθη και απρόβλεπτο χαρακτήρα, θα μπορούσε να απαλλάξει τον δικαιούχο από την υποχρέωσή του να επιστρέψει τις εισπραχθείσες ενισχύσεις λόγω παράβασης της απαίτησης περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας.

43      Κατά τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα αν, όπως ερωτά το αιτούν δικαστήριο, η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 7, στοιχείο b, της υπουργικής αποφάσεως 199/94, διευκρινίζεται ότι ο κανονισμός 2080/92 δεν περιέχει καμία διάταξη παρέχουσα τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε αναλογική μείωση της καταβολής των πριμοδοτήσεων στην περίπτωση συνδρομής περιστάσεων ξένων προς τον δικαιούχο. Από πάγια νομολογία προκύπτει, εντούτοις, ότι οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της άσκησης από το κράτος μέλος της αρμοδιότητάς του προς εφαρμογή της ρύθμισης της Ένωσης πρέπει να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ δε άλλων την αρχή της αναλογικότητας (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, SGS κ.λπ., C‑367/09, EU:C:2010:648, σκέψη 40). Η αρχή αυτή επιτάσσει να είναι τα μέσα που προβλέπει μια διάταξη πρόσφορα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρου (απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑176/20, EU:C:2022:274, σκέψη 42).

44      Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 33 και 42 της παρούσας αποφάσεως, κατά τις οποίες ο δικαιούχος πριμοδοτήσεων συντήρησης και πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση ενός από τους όρους χορήγησης των πριμοδοτήσεων αυτών, όπως η απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας, μόνο με την απόδειξη της επέλευσης γεγονότος που οφείλεται σε ανωτέρα βία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εθνική πρακτική η οποία, όπως εν προκειμένω, απαιτεί την πλήρη επιστροφή των πριμοδοτήσεων για εκτάσεις που δεν πληρούν την εν λόγω απαίτηση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Αντιθέτως, μια τέτοια πρακτική τονίζει απλώς την ανάγκη περί πρόσφορης και αναγκαίας μέριμνας ώστε οι ενισχύσεις για δάσωση να χρηματοδοτούν πράξεις σύμφωνες με το οικείο πρόγραμμα δάσωσης.

45      Πράγματι, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη τήρησης ενός από τους όρους χορήγησης της ενίσχυσης, ο δικαιούχος της ενίσχυσης υποχρεούται να επιστρέψει το σύνολο των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί συναφώς, η δε αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να αποκλείσει την εν λόγω υποχρέωση επιστροφής (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Ezernieki, C‑273/15, EU:C:2016:364, σκέψεις 41 έως 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Η επιχειρηματολογία που αντλείται από την απόφαση της 30ής Μαρτίου 2017, Lingurár (C‑315/16, EU:C:2017:244), δεν είναι δυνατό να κλονίσει την ερμηνεία αυτή. Συγκεκριμένα, η απόφαση εκείνη εντασσόταν σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1). Συναφώς, το Δικαστήριο είχε ερωτηθεί αν η αίτηση ιδιώτη για την καταβολή αντισταθμιστικών αποζημιώσεων στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000 μπορούσε να απορριφθεί στο σύνολό της με την αιτιολογία ότι η έκταση για την οποία είχε υποβληθεί η αίτηση για χορήγηση ενίσχυσης ανήκε κατά ένα ελάχιστο μέρος σε κράτος μέλος και ο εν λόγω κανονισμός απαιτούσε να χορηγείται η ενίσχυση μόνο όσον αφορά εκτάσεις που ανήκουν σε ιδιώτες. Το Δικαστήριο, αφού προηγουμένως επισήμανε, στη σκέψη 29 της αποφάσεως εκείνης, ότι οι εθνικές διατάξεις που είχαν θεσπιστεί στο πλαίσιο της άσκησης από το εν λόγω κράτος μέλος της αρμοδιότητάς του προς εφαρμογή των ρυθμίσεων της Ένωσης έπρεπε να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, έκρινε, στις σκέψεις 30, 33 και 35 της αποφάσεως, ότι ο προβλεπόμενος στην εθνική ρύθμιση πλήρης αποκλεισμός της χορήγησης της ενίσχυσης Natura 2000 για δασική έκταση, λόγω της ύπαρξης έκτασης ανήκουσας στο Δημόσιο, είναι δυσανάλογος σε σχέση με τις υφιστάμενες σχέσεις ιδιοκτησίας και παραβιάζει την αρχή, δεδομένου ότι οι επίμαχες καταβολές έπρεπε να πραγματοποιηθούν ανά εκτάριο δάσους.

47      Συνεπώς, η αρχή της αναλογικότητας δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την πλήρη απώλεια του δικαιώματος λήψης πριμοδοτήσεων συντήρησης και πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδημάτων όταν ένας από τους όρους χορήγησης των πριμοδοτήσεων αυτών δεν πληρούται λόγω της συνδρομής περιστάσεων ξένων προς τον δικαιούχο που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά περίπτωσης ανωτέρας βίας.

48      Τέλος, κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας η ερμηνεία των άρθρων 7 και 26 της υπουργικής αποφάσεως 199/94 υπό την έννοια ότι η μερική καταστροφή δασοσυστάδας λόγω δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών κατά τη διάρκεια των ετών που έπονται του έτους αξιολόγησης της αναφύτευσης συνεπάγεται μερική καταβολή των πριμοδοτήσεων (για τα αγροτεμάχια που τηρούν την απαίτηση ελάχιστης πυκνότητας), ενώ η επικράτηση παρόμοιων κλιματολογικών συνθηκών κατά το ίδιο το έτος της αξιολόγησης, οι οποίες επιφέρουν τα ίδια αποτελέσματα, συνεπάγεται την πλήρη απώλεια του δικαιώματος λήψης πριμοδότησης.

49      Λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του προγράμματος ενισχύσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 2080/92, ουδόλως εμποδίζεται ένα κράτος μέλος να θέσει όρο χορήγησης όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, στοιχείο b, της υπουργικής αποφάσεως 199/94 και να καθορίσει το χρονικό σημείο ελέγχου της πλήρωσης του εν λόγω όρου κατά το έτος που έπεται του έτους της αναφύτευσης.

50      Επιπλέον, καμία διάταξη του κανονισμού 2080/92 δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 26 της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, η οποία ορίζει ότι, όταν ένα τμήμα της δασοσυστάδας έχει καταστραφεί για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο δικαιούχος, οι πριμοδοτήσεις συνεχίζουν να καταβάλλονται για το αγροτεμάχιο που παραμένει σε καλή κατάσταση βλάστησης, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή απλώς συνδέει την καταβολή των πριμοδοτήσεων με την εξακολούθηση της τήρησης της απαίτησης περί ελάχιστης πυκνότητας δασοσυστάδας και αποσκοπεί στην αποφυγή της πλήρους απώλειας των δικαιωμάτων λήψης των πριμοδοτήσεων συντήρησης και των πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος σε περίπτωση μερικής καταστροφής της δασοσυστάδας.

51      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2080/92 καθώς και η αρχή της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επιβολή στον δικαιούχο πριμοδοτήσεων συντήρησης και πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος, οι οποίες καταβάλλονται στο πλαίσιο πολυετούς δεσμεύσεως για δάσωση γεωργικών γαιών την οποία αυτός έχει αναλάβει, της υποχρέωσης να επιστρέψει τις πριμοδοτήσεις αυτές όταν, κατά την εκτέλεση της εν λόγω δέσμευσης, δεν πληρούται, λόγω επικράτησης δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών, ο προβλεπόμενος από την εθνική ρύθμιση όρος χορήγησης των πριμοδοτήσεων ο οποίος αφορά την απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας της δασοσυστάδας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2080/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος ενισχύσεων των μέτρων για τα δάση στον τομέα της γεωργίας, και η αρχή της αναλογικότητας

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται στην επιβολή στον δικαιούχο πριμοδοτήσεων συντήρησης και πριμοδοτήσεων λόγω απώλειας εισοδήματος, οι οποίες καταβάλλονται στο πλαίσιο πολυετούς δεσμεύσεως για δάσωση γεωργικών γαιών την οποία αυτός έχει αναλάβει, της υποχρέωσης να επιστρέψει τις πριμοδοτήσεις αυτές όταν, κατά την εκτέλεση της εν λόγω δέσμευσης, δεν πληρούται, λόγω επικράτησης δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών, ο προβλεπόμενος από την εθνική ρύθμιση όρος χορήγησης των πριμοδοτήσεων ο οποίος αφορά την απαίτηση περί ελάχιστης πυκνότητας της δασοσυστάδας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.