Language of document : ECLI:EU:C:2023:900

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Άρθρο 2, στοιχείο εʹ – Ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί – Δικαίωμα αναπαραγωγής υλικών ενσωματώσεων εκπομπών – Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής – Δίκαιη αποζημίωση – Ζημία προκληθείσα στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς – Ίση μεταχείριση – Εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης»

Στην υπόθεση C‑260/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Erfurt (πρωτοδικείο Erfurt, Γερμανία) με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Seven.One Entertainment Group GmbH

κατά

Corint Media GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: K. Hötzel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Μαρτίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Seven.One Entertainment Group GmbH, εκπροσωπούμενη από τους C. Masch και W. Raitz von Frentz, Rechtsanwälte,

–        η Corint Media GmbH, εκπροσωπούμενη από τους O. Fiss και M. von Albrecht, Rechtsanwälte,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, J. Heitz και M. Hellmann,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την R. Guizzi, avvocato dello Stato,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Eberhard, F. Koppensteiner και G. Kunnert,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. von Rintelen και την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Seven.One Entertainment Group GmbH (στο εξής: Seven.One), ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, και της Corint Media GmbH, εταιρίας συλλογικής διαχείρισης, με αντικείμενο την καταβολή της «δίκαιης αποζημίωσης» βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 9, 31, 35 και 38 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(4)      Η εναρμόνιση του νομικού πλαισίου περί δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας την ασφάλεια του δικαίου και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, θα ενθαρρύνει τη διενέργεια σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, και θα οδηγήσει με τη σειρά της στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, όσον αφορά τόσο τη διάθεση του περιεχομένου των έργων και την πληροφορική, όσο και γενικότερα ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών και πολιτιστικών κλάδων[. Α]υτό θα συμβάλει στη διατήρηση θέσεων απασχόλησης και στη δημιουργία νέων.

[…]

(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία[. Η] προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα[. Ω]ς εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

[…]

(31)      Πρέπει να διατηρηθεί μια ισορροπία περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων[. Ο]ι ισχύουσες στα κράτη μέλη εξαιρέσεις και περιορισμοί στα δικαιώματα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα του νέου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος[. Ο]ι υφιστάμενες διαφορές ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς ορισμένων πράξεων που υπόκεινται σε άδεια του δικαιούχου θίγουν άμεσα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων[. Ο]ι εν λόγω διαφορές είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των έργων πέρα από τα σύνορα και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων[. Γ]ια να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω εξαιρέσεις και περιορισμοί θα πρέπει να εναρμονισθούν περισσότερο[. Ο] βαθμός της εναρμόνισής τους θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις επιπτώσεις τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

[…]

(35)      Σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων ή περιορισμών, οι δικαιούχοι θα πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευομένων αντικειμένων τους[. Κ]ατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους αυτής της δίκαιης αποζημίωσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάθε περίπτωσης[. Γ]ια την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, πολύτιμο κριτήριο αποτελεί η πιθανή ζημία των δικαιούχων από τη συγκεκριμένη πράξη[. Ό]ταν στους δικαιούχους έχει ήδη καταβληθεί αμοιβή σε κάποια άλλη μορφή, λ.χ. ως τμήμα των τελών εκδόσεως αδείας, πιθανόν να μην οφείλεται ειδική ή χωριστή πληρωμή[. Γ]ια τον καθορισμό του ύψους της δίκαιης αποζημίωσης θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη ο βαθμός χρήσης των μέτρων τεχνολογικής προστασίας που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία[. Σ]ε ορισμένες περιπτώσεις όπου η ζημία του δικαιούχου θα ήταν ασήμαντη, πιθανόν να μην προκύπτει υποχρέωση πληρωμής.

[…]

(38)      Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό από το δικαίωμα αναπαραγωγής, ενδεχομένως με εύλογη αποζημίωση, για ορισμένα είδη αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση[. Η] εξαίρεση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την καθιέρωση ή τη διατήρηση συστημάτων αμοιβής για την αποζημίωση των δικαιούχων[. Α]κόμη και αν οι διαφορές στα συστήματα αμοιβής επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η ύπαρξη των εν λόγω διαφορών όσον αφορά την αναλογική ιδιωτική αναπαραγωγή δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας[. Η] ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή αναμένεται να διαδοθεί περισσότερο και να έχει μεγαλύτερη οικονομική σημασία[. Σ]υνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι διαφορές μεταξύ ψηφιακής και αναλογικής ιδιωτικής αντιγραφής και να γίνεται κάποια διάκριση μεταξύ αυτών.»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα αναπαραγωγής», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

γ)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

δ)      στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

ε)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

5        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», διαλαμβάνει στις παραγράφους 2 και 5 τα εξής:

«2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

β)      αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για [σκοπούς που δεν είναι άμεσα ή έμμεσα εμπορικοί], υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό,

[…]

5.      Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

 Το γερμανικό δίκαιο

6        Το άρθρο 53, παράγραφος 1, του Gesetz über Urheberrecht und verwandte Schutzrechte – Urheberrechtsgesetz (νόμου περί του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων), της 9ης Σεπτεμβρίου 1965 (BGBl. 1965 I, σ. 1273), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: UrhG), προβλέπει τα εξής:

«Η ιδιωτική αντιγραφή ενός έργου που πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση σε οποιοδήποτε μέσο είναι νόμιμη υπό την προϋπόθεση ότι τα αντίγραφα δεν χρησιμοποιούνται, άμεσα ή έμμεσα, για κερδοσκοπικούς σκοπούς και ότι το πρωτότυπο δεν έχει προδήλως παραχθεί ή διατεθεί σε κοινή χρήση παρανόμως. Όποιος αναπαράγει νομίμως αντίγραφα για τον εαυτό του μπορεί επίσης να παραγγείλει σε άλλον να κάνει αντίγραφα γι’ αυτόν, εφόσον τούτο γίνεται δωρεάν ή εφόσον πρόκειται για αντίγραφα σε χαρτί ή σε άλλον ανάλογο υλικό φορέα με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα.»

7        Το άρθρο 54, παράγραφος 1, του UrhG ορίζει τα εξής:

«Όταν λόγω της φύσεως του έργου είναι αναμενόμενο ότι αυτό θα αναπαραχθεί ελεύθερα βάσει των διατάξεων του άρθρου 53, παράγραφος 1 ή 2, ή των άρθρων 60a έως 60f, ο δημιουργός μπορεί να αξιώσει δίκαιη αποζημίωση από τον κατασκευαστή συσκευών και μέσων αποθήκευσης που εκ της κατασκευής τους χρησιμοποιούνται, μόνα ή σε συνδυασμό με άλλες συσκευές, μέσα αποθήκευσης ή εξαρτήματα, για τέτοιες αναπαραγωγές.»

8        Το άρθρο 87 του UrhG έχει ως εξής:

«(1)      Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί έχουν αποκλειστικό δικαίωμα:

[…]

2.      να βιντεογραφούν ή να ηχογραφούν τις εκπομπές τους, να εξάγουν φωτογραφικά αποσπάσματα από τις εκπομπές τους, καθώς και να αναπαράγουν και να διανέμουν βιντεοεγγραφές, ηχογραφήσεις ή φωτογραφίες, εξαιρουμένου του δικαιώματος εκμίσθωσης,

[…]

(4)      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, και οι διατάξεις του τμήματος 6 του μέρους 1, με εξαίρεση το άρθρο 47, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 54, παράγραφος 1, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Η Corint Media είναι εταιρία συλλογικής διαχείρισης η οποία διαχειρίζεται τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Στο πλαίσιο αυτό, διανέμει στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς τα έσοδα από το τέλος επί των άγραφων υλικών φορέων.

10      Η Seven.One είναι ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ο οποίος παράγει και μεταδίδει, σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια, ιδιωτικό τηλεοπτικό πρόγραμμα τα έσοδα του οποίου προέρχονται από τη διαφήμιση.

11      Οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν συνάψει σύμβαση διαχείρισης, η οποία ρυθμίζει την αποκλειστική άσκηση και εκμετάλλευση από την Corint Media των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων της Seven.One επί του προγράμματος αυτού. Συναφώς, η Seven.One ζήτησε, μεταξύ άλλων, από την Corint Media, σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, να της καταβάλει αποζημίωση βάσει του τέλους επί των άγραφων υλικών φορέων. Ωστόσο, η Corint Media δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό, δεδομένου ότι το άρθρο 87, παράγραφος 4, του UrhG αποκλείει τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης.

12      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της εθνικής αυτής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης. Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η δίκαιη αποζημίωση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, να καταβάλλεται στους έχοντες αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής οι οποίοι θίγονται από την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει περιορισμό της δίκαιης αποζημίωσης εις βάρος ορισμένων δικαιούχων. Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος από την εθνική νομοθεσία αποκλεισμός εγείρει αμφιβολίες υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Τέλος, ο εν λόγω αποκλεισμός ενδέχεται να περιορίζει την ελευθερία ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 του Χάρτη.

13      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Erfurt (πρωτοδικείο Erfurt, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η οδηγία 2001/29/ΕΚ την έννοια ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δικαιούνται άμεσα και πρωτογενώς τη δίκαιη αποζημίωση βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής λόγω της εξαιρέσεως η οποία αποκαλείται “εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής”;

2)      Είναι δυνατόν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματός τους που απορρέει από το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, να αποκλειστούν από την άσκηση του δικαιώματος δίκαιης αποζημιώσεως, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, με την αιτιολογία ότι δυνάμει της τελευταίας διατάξεως μπορούν ταυτόχρονα να δικαιούνται δίκαιης αποζημιώσεως και υπό την ιδιότητά τους ως παραγωγοί ταινιών;

3)      Εάν η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι καταφατική:

Επιτρέπεται ο γενικός αποκλεισμός των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών από τη δίκαιη αποζημίωση, μολονότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, αναλόγως της συγκεκριμένης δομής του τηλεοπτικού προγράμματος τους, άλλοτε αποκτούν δικαιώματα παραγωγού ταινίας σε πολύ περιορισμένη κλίμακα (κυρίως τηλεοπτικά προγράμματα αποτελούμενα κατά μεγάλο ποσοστό από έργα τα οποία προβάλλονται κατόπιν αδείας τρίτων), ενώ άλλοτε δεν αποκτούν καθόλου δικαιώματα παραγωγού ταινίας (κυρίως παραγωγοί ραδιοφωνικών προγραμμάτων);»

 Επί του αιτήματος για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2023, η Seven.One ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

15      Προς στήριξη του αιτήματός της, η Seven.One υποστήριξε ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα χρήζουν διεξοδικότερης συζήτησης ή ακόμη και διόρθωσης. Ειδικότερα, η Seven.One επισημαίνει, αφενός, ότι το αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν την αναπαραγωγή των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών τους δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με το αποκλειστικό δικαίωμα των οργανισμών αυτών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 2006, L 376, σ. 28). Αφετέρου, κατά την άποψή της, η εκτίμηση της ζημίας που προκαλείται στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς από την ιδιωτική αντιγραφή δεν μπορεί να επαφίεται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου.

16      Συναφώς, υπενθυμίζεται αφενός ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Επομένως, δεν πρόκειται για διατύπωση γνώμης απευθυνόμενης προς τους δικαστές ή τους διαδίκους η οποία να προέρχεται από αρχή εκτός του Δικαστηρίου, αλλά για ατομική και αιτιολογημένη γνώμη την οποία διατυπώνει δημοσίως ένα μέλος του ίδιου του θεσμικού οργάνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα δεν διεξάγεται συζήτηση μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Πλην όμως, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως εάν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων.

19      Εντούτοις, εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ότι διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι τα στοιχεία που προέβαλε η Seven.One προς στήριξη του αιτήματός της για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας δεν συνιστούν νέα πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να επηρεάσουν την απόφαση που το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

21      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, των οποίων οι υλικές ενσωματώσεις εκπομπών αναπαράγονται από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και για μη εμπορικούς σκοπούς, από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη αυτή.

22      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού της θεσπίσεώς της (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Nederlands Uitgeversverbond και Groep Algemene Uitgevers, C‑263/18, EU:C:2019:1111, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Πρώτον, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας σε περίπτωση αναπαραγωγών σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και για σκοπούς που δεν είναι άμεσα ή έμμεσα εμπορικοί, υπό τον όρο ότι οι φορείς του αποκλειστικού αυτού δικαιώματος λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση.

24      Συναφώς, από το εν λόγω άρθρο 2, στοιχείο εʹ, προκύπτει ρητώς ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί διαθέτουν, όπως και οι λοιποί δικαιούχοι που αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου αυτού, αποκλειστικό δικαίωμα «να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει» της υλικής ενσωμάτωσης των εκπομπών τους που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.

25      Επομένως, από τον συνδυασμό του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, οι οποίοι έχουν αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής, πρέπει κατ’ αρχήν να απολαύουν, στα κράτη μέλη που έχουν θέσει σε εφαρμογή την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, του δικαιώματος δίκαιης αποζημίωσης όταν πραγματοποιούνται αναπαραγωγές των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών τους από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και για σκοπούς που δεν είναι άμεσα ή έμμεσα εμπορικοί.

26      Η γραμματική αυτή ερμηνεία επιρρωννύεται, δεύτερον, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διατάξεις αυτές και από το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας 2001/29.

27      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται αφενός ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, το οποίο ορίζει, στα στοιχεία αʹ έως εʹ, το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, δεν επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατηγοριών αυτών δικαιούχων. Συναφώς, από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση ορισμένων θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία των πληροφοριών, της 10ης Δεκεμβρίου 1997 [COM(97) 628 τελικό], βάσει της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 2001/29, προκύπτει επίσης ότι η λύση που υιοθετήθηκε με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής διασφαλίζει ότι όλοι οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, οι παραγωγοί φωνογραφημάτων και ταινιών, καθώς και οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί απολαύουν του ίδιου επιπέδου προστασίας των έργων τους ή άλλων προστατευόμενων αντικειμένων όσον αφορά τις πράξεις που καλύπτονται από το δικαίωμα αναπαραγωγής.

28      Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων, οι δικαιούχοι πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευόμενων αντικειμένων τους. Επιπλέον, από το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι η εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.

29      Επομένως, προκειμένου οι διατάξεις αυτές να μην απολέσουν την πρακτική αποτελεσματικότητά τους, επιβάλλουν στα κράτη μέλη τα οποία θεσπίζουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής την υποχρέωση να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πραγματική είσπραξη της δίκαιης αποζημίωσης που προορίζεται για την αποκατάσταση της ζημίας των δικαιούχων, ιδίως εάν η ζημία αυτή γεννήθηκε στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Ametic, C‑263/21, EU:C:2022:644, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, τρίτον, από τους σκοπούς που επιδιώκουν οι επίμαχες διατάξεις.

31      Αφενός, οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 9 της οδηγίας 2001/29 διαλαμβάνουν ότι η οδηγία αποσκοπεί να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο πρέπει να ενθαρρύνει τη διενέργεια σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, προωθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, και ότι κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία.

32      Αφετέρου, όσον αφορά ειδικώς τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, από τις αιτιολογικές σκέψεις της 35 και 38 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει ειδικό σύστημα αποζημίωσης το οποίο εφαρμόζεται εφόσον υπάρχει ζημία εις βάρος των δικαιούχων, η οποία ζημία δημιουργεί, κατ’ αρχήν, υποχρέωση «αποζημιώσεώς» τους (αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2022, Austro-Mechana, C‑433/20, EU:C:2022:217, σκέψη 37, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Ametic, C‑263/21, EU:C:2022:644, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Πράγματι, η παραγωγή αντιγράφου από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί ως ιδιώτης πρέπει να θεωρείται ως πράξη επιζήμια για τον οικείο δικαιούχο, καθόσον αυτή πραγματοποιείται χωρίς προηγουμένως να ζητηθεί η άδεια του εν λόγω δικαιούχου (απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, VCAST, C‑265/16, EU:C:2017:913, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29 πρέπει, κατ’ αρχήν, να απολαύουν, στα κράτη μέλη που έχουν θέσει σε εφαρμογή την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, του δικαιώματος δίκαιης αποζημίωσης του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, όπως και οι λοιποί δικαιούχοι που μνημονεύονται ρητώς στο εν λόγω άρθρο 2.

35      Στο μέτρο που οι διατάξεις της οδηγίας 2001/29 δεν προσδιορίζουν περαιτέρω τα διάφορα στοιχεία του συστήματος δίκαιης αποζημίωσης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να τα οριοθετήσουν. Ειδικότερα, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προσδιορίζουν ποιος είναι υπόχρεος να καταβάλει τη δίκαιη αυτή αποζημίωση, καθώς και τη μορφή, τη διαδικασία καταβολής και το ύψος της εν λόγω αποζημίωσης (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2022, Austro-Mechana, C‑433/20, EU:C:2022:217, σκέψη 41, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Ametic, C‑263/21, EU:C:2022:644, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Κατά τον καθορισμό της μορφής, της διαδικασίας καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους μιας τέτοιας δίκαιης αποζημίωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2001/29, να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες κάθε περίπτωσης και, ιδίως, την πιθανή ζημία των δικαιούχων από τη συγκεκριμένη πράξη. Επιπλέον, η αιτιολογική αυτή σκέψη διευκρινίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η ζημία του δικαιούχου θα ήταν ασήμαντη, πιθανόν να μην προκύπτει υποχρέωση πληρωμής.

37      Επομένως, κατά πάγια νομολογία, η δίκαιη αποζημίωση καθώς και, συνακόλουθα, το σύστημα στο οποίο στηρίζεται και το ύψος της πρέπει να συνδέονται με τη ζημία που προκαλείται στους δικαιούχους λόγω της δημιουργίας ιδιωτικών αντιγράφων. Συγκεκριμένα, κάθε δίκαιη αποζημίωση που δεν συνδέεται με τη ζημία που προκαλείται στους δικαιούχους λόγω της προαναφερθείσας δημιουργίας ιδιωτικών αντιγράφων δεν θα ήταν συμβατή με την απαίτηση που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29, κατά την οποία πρέπει να διατηρείται η δέουσα ισορροπία μεταξύ των δικαιούχων και των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψη 62, και της 24ης Μαρτίου 2022, Austro-Mechana, C‑433/20, EU:C:2022:217, σκέψεις 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όπως ακριβώς επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν ή όχι κάποιες από τις εξαιρέσεις που επεξηγούνται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, τα κράτη μέλη έχουν επίσης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας, την ευχέρεια να προβλέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων τις οποίες αυτοβούλως υιοθέτησαν, απαλλαγή από την καταβολή της δίκαιης αποζημίωσης όταν η προκληθείσα στους δικαιούχους ζημία είναι ασήμαντη (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψεις 59 και 60).

39      Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, βεβαίως, ότι ο καθορισμός ενός ορίου κάτω από το οποίο η ζημία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη», κατά την έννοια της αιτιολογικής αυτής σκέψης, πρέπει να εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 61).

40      Ωστόσο πρέπει, επιπλέον, κατά την εφαρμογή του ορίου αυτού, τα κράτη μέλη να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 20 του Χάρτη (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, επισημαίνεται εκ προοιμίου, πρώτον, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 30 των προτάσεών του, ότι ουδεμία επιρροή ασκεί το γεγονός, το οποίο επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση προκειμένου να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του συνόλου των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης, ότι ορισμένοι εξ αυτών, οι οποίοι έχουν επίσης την ιδιότητα του παραγωγού ταινιών, λαμβάνουν ήδη δίκαιη αποζημίωση υπό την τελευταία αυτή ιδιότητα.

42      Πράγματι, αφενός, το αντικείμενο του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής των διαφόρων αυτών δικαιούχων δεν είναι πανομοιότυπο. Ενώ το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29 παρέχει στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν την αναπαραγωγή του πρωτοτύπου και των αντιγράφων των ταινιών τους και προστατεύει την οργανωτική και οικονομική διάρθρωση των παραγωγών αυτών, το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής παρέχει στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών που μεταδίδουν και προστατεύει την τεχνική υπηρεσία που παρέχεται με την εκπομπή. Επομένως, ούτε η ζημία που προκαλείται στους εν λόγω δικαιούχους από την ιδιωτική αντιγραφή είναι η ίδια.

43      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ιδιότητα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών ως παραγωγών ταινιών ενδέχεται να έχει διαφορετική ένταση αναλόγως του εάν οι οργανισμοί αυτοί παράγουν οι ίδιοι τις εκπομπές τους, με δικό τους εξοπλισμό και προσωπικό, εάν μεταδίδουν εκπομπές που παράγονται κατά παραγγελία από συμβατικούς εταίρους τους ή εάν μεταδίδουν, κατόπιν αδείας, προγράμματα που παράγονται από τρίτους.

44      Δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 37 και 40 της παρούσας απόφασης, το σύστημα στο οποίο στηρίζεται η δίκαιη αποζημίωση και το ύψος της πρέπει να συνδέονται με τη ζημία που προκαλείται στους δικαιούχους λόγω της δημιουργίας ιδιωτικών αντιγράφων και να συνάδουν με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη.

45      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω αρχή επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε παρεμφερείς καταστάσεις ούτε όμοια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς. Διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εφόσον βασίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, ήτοι συνδέεται με νομίμως επιδιωκόμενο από την επίμαχη ρύθμιση σκοπό, και εφόσον είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη μεταχείριση [αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Huber, C‑524/06, EU:C:2008:724, σκέψη 75, και της 4ης Μαΐου 2023, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto» (Νυχτερινή εργασία), C‑529/21 έως C‑536/21 και C‑732/21 έως C‑738/21, EU:C:2023:374, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Συναφώς, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 23 έως 34 της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29 βρίσκονται σε κατάσταση παρεμφερή με εκείνη των λοιπών δικαιούχων που μνημονεύονται στο άρθρο αυτό, καθόσον οι δικαιούχοι αυτοί απολαύουν στο σύνολό τους του προβλεπόμενου στο άρθρο αυτό αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής.

47      Επομένως, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εν λόγω ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των λοιπών δικαιούχων πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο και να είναι ανάλογη προς τον σκοπό που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη μεταχείριση.

48      Συναφώς, η απουσία ζημίας ή το «ασήμαντο» ύψος της ζημίας που υφίσταται η αποτελούμενη από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς κατηγορία δικαιούχων λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών τους συνιστά, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 36 και 37 της παρούσας απόφασης, τέτοιου είδους αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο, το οποίο δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διατήρηση της δέουσας ισορροπίας μεταξύ των δικαιούχων και των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων.

49      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, αφενός, να βεβαιωθεί, υπό το πρίσμα αντικειμενικών κριτηρίων, ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, σε αντίθεση με τις λοιπές κατηγορίες δικαιούχων του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29, δεν υφίστανται παρά ζημία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη», λόγω της άνευ αδείας αναπαραγωγής των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών τους. Αφετέρου, το δικαστήριο αυτό πρέπει να εξακριβώσει, επίσης υπό το πρίσμα αντικειμενικών κριτηρίων, εάν, εντός της αποτελούμενης από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς κατηγορίας δικαιούχων, όλοι οι οργανισμοί αυτοί βρίσκονται, ιδίως όσον αφορά τη ζημία που υφίστανται, σε παρεμφερείς καταστάσεις, οι οποίες δικαιολογούν τον αποκλεισμό του συνόλου των οργανισμών αυτών από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης.

50      Πράγματι, μόνον υπό τη διττή αυτή προϋπόθεση μπορεί να γίνει δεκτό ότι εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει το σύνολο των εν λόγω οργανισμών από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29.

51      Συναφώς, οι μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις δεν συμφωνούν ούτε ως προς τη φύση και την έκταση της ζημίας που υφίστανται οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί λόγω της ιδιωτικής αντιγραφής των υλικών ενσωματώσεων των εκπομπών τους ούτε ως προς τον παρεμφερή χαρακτήρα των καταστάσεων στις οποίες βρίσκονται οι οργανισμοί αυτοί, αναλόγως του εάν λαμβάνουν ή όχι δημόσια χρηματοδότηση.

52      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών του, η ύπαρξη και η έκταση ενδεχόμενης ζημίας των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, όπως και η εξέταση του παρεμφερούς χαρακτήρα των καταστάσεων στις οποίες βρίσκονται οι ενδεχόμενες διαφορετικές κατηγορίες ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, συνιστούν εκτιμήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

53      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, των οποίων οι υλικές ενσωματώσεις εκπομπών αναπαράγονται από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και για μη εμπορικούς σκοπούς, από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη αυτή, εφόσον η πιθανή ζημία των εν λόγω οργανισμών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη».

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, των οποίων οι υλικές ενσωματώσεις εκπομπών αναπαράγονται από φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και για μη εμπορικούς σκοπούς, από το δικαίωμα δίκαιης αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη αυτή, εφόσον η πιθανή ζημία των εν λόγω οργανισμών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντη».

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.