Language of document : ECLI:EU:C:2023:903

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Μητέρα ανήλικων τέκνων τα οποία έχουν το καθεστώς του πρόσφυγα στο Βέλγιο – Μητέρα η οποία είναι “μέλος της οικογένειας” κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της ως άνω οδηγίας – Αίτηση της μητέρας για χορήγηση παράγωγου καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Απόρριψη – Απουσία υποχρέωσης των κρατών μελών να αναγνωρίσουν στην ενδιαφερόμενη το δικαίωμα να τύχει της εν λόγω προστασίας αν η ίδια δεν πληροί ατομικώς τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή της – Άρθρο 20 και άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας – Αδυναμία εφαρμογής»

Στην υπόθεση C‑614/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Βέλγιο) με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Σεπτεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

XXX

contre

Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η XXX, εκπροσωπούμενη από την S. Janssens, avocate,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs, C. Pochet και M. Van Regemorter, επικουρούμενες από την S. Matray, avocate,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Azéma και J. Hottiaux,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 και 23 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της XXX, υπηκόου Γουινέας η οποία διαμένει στο Βέλγιο, και του Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Γενικού Επιτρόπου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες, Βέλγιο), σχετικά με την απόφαση του δεύτερου να απορρίψει την αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η XXX στο εν λόγω κράτος μέλος.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2011/95, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

ι)      “μέλη της οικογένειας”, εφόσον η οικογένεια υπήρχε ήδη στη χώρα καταγωγής, τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας τα οποία ευρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος σε σχέση με την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας:

–        ο (η) σύζυγος του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ή ο (η) σύντροφος που διατηρεί σταθερή σχέση με το εν λόγω πρόσωπο σε ελεύθερη ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο ή η πρακτική του οικείου κράτους μέλους αντιμετωπίζει τα άγαμα ζεύγη κατά τρόπο παρόμοιο με τον ισχύοντα για τα έγγαμα ζεύγη βάσει του δικαίου περί υπηκόων τρίτων χωρών·

–        τα ανήλικα τέκνα των ζευγών της πρώτης περίπτωσης ή του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγαμα, ανεξαρτήτως αν γεννήθηκαν εντός ή εκτός γάμου ή αν είναι υιοθετημένα, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία·

–        ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον δικαιούχο διεθνούς προστασίας βάσει νόμου ή της πρακτικής του οικείου κράτους μέλους, αν ο εν λόγω δικαιούχος είναι ανήλικος και άγαμος».

4        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Ευνοϊκότερες διατάξεις», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία.»

5        Το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Γενικοί κανόνες», ορίζει τα εξής:

«1.      Το παρόν κεφάλαιο δεν θίγει τα δικαιώματα που προβλέπονται στη σύμβαση [περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967].

2.      Το παρόν κεφάλαιο έχει εφαρμογή στους πρόσφυγες και στα πρόσωπα που δικαιούνται επικουρική προστασία, εκτός αν ορίζεται άλλως.

3.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυοι, οι άγαμοι γονείς που έχουν ανήλικα τέκνα, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και πρόσωπα που υπήρξαν θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας.

[…]

5.      Το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου που αφορούν ανηλίκους.»

6        Το άρθρο 23 της οδηγίας 2011/95, που φέρει τον τίτλο «Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας που δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της προστασίας αυτής να δικαιούνται να αιτηθούν τα ευεργετήματα των άρθρων 24 έως 35, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το προσωπικό νομικό καθεστώς του μέλους της οικογένειας.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή όταν το μέλος της οικογένειας αποκλείεται ή θα αποκλειόταν από τη διεθνή προστασία κατ’ εφαρμογή των κεφαλαίων ΙΙΙ και V.

4.      Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη δύνανται να αρνούνται, να περιορίζουν ή να ανακαλούν τα προαναφερόμενα ευεργετήματα για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή και σε άλλους στενούς συγγενείς οι οποίοι συγκατοικούσαν με την οικογένεια ως τμήμα της κατά τον χρόνο αναχώρησης από τη χώρα καταγωγής, ήταν δε τότε εξαρτημένοι, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, από τον δικαιούχο διεθνούς προστασίας.»

7        Τα ευεργετήματα που απαριθμούνται στα άρθρα 24 έως 35 της ως άνω οδηγίας αφορούν το δικαίωμα διαμονής, τα ταξιδιωτικά έγγραφα, την πρόσβαση στην απασχόληση, την πρόσβαση στην εκπαίδευση και σε διαδικασίες για την αναγνώριση τίτλων, την κοινωνική αρωγή, την ιατρική περίθαλψη, τους ασυνόδευτους ανήλικους, την πρόσβαση σε κατάλυμα, την ελεύθερη κυκλοφορία εντός του κράτους μέλους, την πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής ένταξης και, τέλος, τον επαναπατρισμό.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8        Η XXX, υπήκοος Γουινέας, αφίχθη στο Βέλγιο μαζί με τρία από τα τέκνα της το 2018. Στις 8 Αυγούστου 2018 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε.

9        Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι σε ένα από τα τρία τέκνα αναγνωρίστηκε το καθεστώς του πρόσφυγα. Από την εν λόγω δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η οικογένεια υπήρχε ήδη στη Γουινέα.

10      Μετά την απόρριψη της αίτησης για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, η XXX άσκησε προσφυγή ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επίλυσης ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο), το οποίο απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2020.

11      Έχοντας επιληφθεί της ασκηθείσας κατά της αποφάσεως αυτής αιτήσεως αναιρέσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η XXX, η οποία είναι «μέλος της οικογένειας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2011/95, υποστηρίζει ότι, επειδή το άρθρο 23 της ως άνω οδηγίας δεν έχει συννόμως μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο, παράγει άμεσο αποτέλεσμα συνεπεία του οποίου το Βασίλειο του Βελγίου υποχρεούται να της χορηγήσει διεθνή προστασία.

12      Το αιτούν δικαστήριο έχει μεν αμφιβολίες για το βάσιμο της εν λόγω αξίωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 23 κάνει λόγο μόνο για την απονομή των ευεργετημάτων των άρθρων 24 έως 35 της ως άνω οδηγίας, τα οποία είναι και η σπουδαιότερη έννομη συνέπεια που θα μπορούσε να έχει τυχόν άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 23, πλην όμως εκτιμά ότι, από τη στιγμή που εν προκειμένω δικάζει σε τελευταίο βαθμό, οφείλει να υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων το αιτούν δικαστήριο οδηγείται στο να υποβάλει το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει εξάλλου ότι θεωρεί σκόπιμο να υποβάλει στο Δικαστήριο τρίτο ερώτημα με τη διατύπωση που έχει προτείνει η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης.

13      Όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 20 της οδηγίας 2011/95, και ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής επιβάλλουν τη χορήγηση, δυνάμει του άρθρου 23 της ίδιας οδηγίας, διεθνούς προστασίας στη μητέρα τέκνων στα οποία έχει αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα στο Βέλγιο και τα οποία αφίχθησαν στο Βέλγιο συνοδευόμενα από την ίδια, ακόμη και αν η μητέρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της προστασίας αυτής, το αιτούν δικαστήριο, μολονότι έχει αμφιβολίες για το βάσιμο και αυτού του επιχειρήματος, στο μέτρο που τα ανωτέρω έννομα αγαθά φαίνεται ότι μπορούν να διασφαλιστούν με τη χορήγηση άδειας διαμονής που να παρέχει τη δυνατότητα στη μητέρα να διαμείνει νομίμως στο Βέλγιο, κρίνει εκ νέου ότι οφείλει να υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τη διατύπωση του οποίου έχει επίσης προτείνει η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης.

14      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Δύναται να έχει άμεσο αποτέλεσμα το άρθρο 23 της [οδηγίας 2011/95], το οποίο δεν έχει μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο ώστε να προβλέπεται η χορήγηση άδειας διαμονής ή η αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στη μητέρα τέκνου στο οποίο αναγνωρίστηκε το καθεστώς του πρόσφυγα στο Βέλγιο όπου αφίχθη συνοδευόμενο από τη μητέρα του;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, παρέχει το άρθρο 23 της [οδηγίας 2011/95], ελλείψει μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, στη μητέρα τέκνου στο οποίο αναγνωρίστηκε το καθεστώς του πρόσφυγα στο Βέλγιο, όπου μετέβη συνοδευόμενο από τη μητέρα του, το δικαίωμα να αιτηθεί τα ευεργετήματα που προβλέπονται στα άρθρα 24 έως 35 [της ως άνω οδηγίας], περιλαμβανομένης της άδειας διαμονής η οποία θα της παρέχει τη δυνατότητα να διαμένει νομίμως στο Βέλγιο με την οικογένειά της, ή το δικαίωμα να της χορηγηθεί διεθνής προστασία, ακόμη και αν η εν λόγω μητέρα δεν πληροί ατομικώς τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας;

3)      Επιβάλλει η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 23 της [οδηγίας 2011/95], ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 18 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο κράτος μέλος που δεν διαμόρφωσε το εθνικό δίκαιό του κατά τρόπον ώστε τα μέλη της οικογένειας[, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της ως άνω οδηγίας,] του δικαιούχου του καθεστώτος του πρόσφυγα να μπορούν, εάν δεν πληρούν ατομικώς τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του ίδιου καθεστώτος, να αιτηθούν ορισμένα ευεργετήματα, την υποχρέωση να αναγνωρίσει στα εν λόγω μέλη της οικογένειας δικαίωμα στο παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα, ώστε να μπορούν να αιτηθούν τα εν λόγω ευεργετήματα προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα;

4)      Επιβάλλουν τα άρθρα 20 και 23 της [οδηγίας 2011/95], ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 18 και 24 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων], στο κράτος μέλος που δεν διαμόρφωσε το εθνικό δίκαιό του κατά τρόπον ώστε οι γονείς ανήλικου πρόσφυγα να μπορούν να τύχουν των ευεργετημάτων που απαριθμούνται στα άρθρα 24 έως 35 της οδηγίας, την υποχρέωση να [επιτρέπει] στους [εν λόγω γονείς] να απολαύουν παράγωγης διεθνούς προστασίας προκειμένου να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στο μείζον συμφέρον του παιδιού και να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του καθεστώτος πρόσφυγα του παιδιού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

15      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 43 έως 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17      Πλην όμως από τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής και στην ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως βάλλουσας κατά αποφάσεως που απορρίπτει την αίτηση της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης να της χορηγηθεί διεθνής προστασία. Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ή από τη δικογραφία ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης είχε συγκεκριμένα αιτηθεί ένα ή περισσότερα από τα ευεργετήματα των άρθρων 24 έως 35 της οδηγίας 2011/95 στα οποία παραπέμπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας ή ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη απόφαση εμπεριέχει άρνηση χορήγησης των ευεργετημάτων αυτών.

18      Ειδικότερα, αντί να ζητήσει συγκεκριμένο ευεργέτημα από τα απαριθμούμενα στα άρθρα 24 έως 35 της οδηγίας 2011/95, απευθυνόμενη στην εθνική αρχή η οποία θα μπορούσε να της χορηγήσει ή να της αρνηθεί το εν λόγω ευεργέτημα και εν συνεχεία να προσβάλει την τυχόν απόρριψη της αίτησής της ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι δικαιούται το οικείο ευεργέτημα ή τα οικεία ευεργετήματα δυνάμει της οδηγίας 2011/95 και ιδίως του άρθρου της 23, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης επέλεξε να ζητήσει τη χορήγηση διεθνούς προστασίας υποστηρίζοντας ότι μόνον με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να θεραπευτεί η υποτιθέμενη παράλειψη ορθής μεταφοράς του άρθρου 23 στο εθνικό δίκαιο.

19      Διαπιστώνεται όμως ότι, όπως κατ’ ουσίαν ορθώς έκρινε το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επίλυσης ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών), με την από 8 Ιουνίου 2020 απόφασή του κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του κατά πόσον το άρθρο 23 της οδηγίας 2011/95 έχει μεταφερθεί ορθώς στο εθνικό δίκαιο, εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να χορηγηθεί στην ενδιαφερόμενη διεθνής προστασία από τη στιγμή που δεν πληροί ατομικώς τις προϋποθέσεις από τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης εξαρτά τη χορήγηση της προστασίας αυτής.

20      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2011/95 δεν προβλέπει την επέκταση, με παράγωγο τρόπο, του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας του προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς αυτό τα οποία δεν πληρούν ατομικώς τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος. Συναφώς, από το άρθρο 23 της ως άνω οδηγίας προκύπτει ότι αυτό επιβάλλει απλώς στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διαμορφώσουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπον ώστε τα εν λόγω μέλη της οικογένειας να δικαιούνται να αιτηθούν, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και εφόσον τούτο είναι σύμφωνο προς την προσωπική νομική κατάσταση των ως άνω μελών της οικογένειας, ορισμένα ευεργετήματα, όπως, μεταξύ άλλων, η άδεια διαμονής και η πρόσβαση στην απασχόληση ή στην εκπαίδευση, τα οποία αποσκοπούν στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας [αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 68, και της 9ης Νοεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας), C‑91/20, EU:C:2021:898, σκέψη 36]. Για τους ίδιους λόγους, ούτε το άρθρο 20 της οδηγίας 2011/95, το οποίο θεσπίζει γενικούς κανόνες και προβλέπει, στην παράγραφο 3, την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση ευάλωτων προσώπων και, στην παράγραφο 5, την υποχρέωση να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα το μείζον συμφέρον του παιδιού, μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να χορηγούν το καθεστώς του πρόσφυγα στον γονέα ανήλικου τέκνου το οποίο απολαύει διεθνούς προστασίας.

21      Βεβαίως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να χορηγεί βάσει ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων όπως αυτές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95, για σκοπούς διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, παράγωγο καθεστώς πρόσφυγα στα «μέλη της οικογένειας» του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος συνάδει με την οδηγία.

22      Τούτο όμως δεν αποτελεί παρά ευχέρεια των κρατών μελών η οποία, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, δεν χρησιμοποιήθηκε από τον Βέλγο νομοθέτη όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας τα οποία ατομικώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της προστασίας αυτής.

23      Εξάλλου, από τις σκέψεις 12 και 13 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι και το ίδιο το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες για το κατά πόσον τα άρθρα 20 και 23 της οδηγίας 2011/95 μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα για τη θεμελίωση δικαιώματος διεθνούς προστασίας όπως αυτό του οποίου γίνεται επίκληση στην υπόθεση της κύριας δίκης, πλην όμως, από τη στιγμή που εν προκειμένω δικάζει σε τελευταίο βαθμό, εκτιμά ότι οφείλει εν πάση περιπτώσει να υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 15 και 16 της παρούσας αποφάσεως καθώς και του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτό αποσαφηνίζεται στις σκέψεις 17 και 18 της παρούσας αποφάσεως, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί απάντηση μόνο στο μέτρο που σκοπός τους είναι να διευκρινιστεί κατά πόσον πρόσωπο το οποίο ευρίσκεται στην κατάσταση της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης δικαιούται διεθνή προστασία, η δε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη κατά τα λοιπά.

25      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω και ιδίως των στοιχείων που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 20 έως 22 της παρούσας αποφάσεως, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 20 και 23 της οδηγίας 2011/95 έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναγνωρίζουν υπέρ του γονέα που είναι «μέλος της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της ως άνω οδηγίας, ενός παιδιού το οποίο έχει το καθεστώς πρόσφυγα σε κράτος μέλος το δικαίωμα να τύχει διεθνούς προστασίας στο εν λόγω κράτος μέλος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

26      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 20 και 23 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχουν την έννοια ότι:

δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναγνωρίζουν υπέρ του γονέα που είναι «μέλος της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της ως άνω οδηγίας, ενός παιδιού το οποίο έχει το καθεστώς πρόσφυγα σε κράτος μέλος το δικαίωμα να τύχει διεθνούς προστασίας στο εν λόγω κράτος μέλος.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.