Language of document : ECLI:EU:C:2023:915

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 23ης Νοεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C801/21 P

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

κατά

Indo European Foods Ltd

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Απόρριψη της ανακοπής – Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο της προσφυγής – Έννομο συμφέρον – Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την αίτηση αναιρέσεως, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Οκτωβρίου 2021, Indo European Foods κατά EUIPO – Chakari (Abresham Super Basmati Selaa Grade One World’s Best Rice) (T‑342/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:651), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Indo European Foods Ltd κατά της απόφασης του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 2ας Απριλίου 2020 (υπόθεση R 1079/2019-4) (στο εξής: επίδικη απόφαση) σχετικά με την αίτηση καταχώρισης του εικονιστικού σήματος Abresham Super Basmati Selaa Grade One World’s Best Rice.

2.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το ζήτημα της εξάλειψης, κατά τη διάρκεια της δίκης, του δικαιώματος επί του οποίου βασίστηκε ανακοπή κατά της καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ένωση.

3.        Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα των δικονομικών συνεπειών της εν λόγω εξάλειψης, η δε αίτηση αναιρέσεως αφορά αποκλειστικά και μόνον την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το διεθνές δίκαιο

4.        Το πρώτο, το τέταρτο και το όγδοο εδάφιο του προοιμίου της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (2), η οποία συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 2019 και άρχισε να ισχύει την 1η Φεβρουαρίου 2020, διαλαμβάνουν τα εξής:

«Εκτιμώντας ότι στις 29 Μαρτίου 2017 το [Ηνωμένο Βασίλειο], κατόπιν του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο και της κυριαρχικής απόφασής του να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, κοινοποίησε την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την [Ένωση] [...] σύμφωνα με το άρθρο [50 ΣΕΕ] [...],

[...]

Υπενθυμίζοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο [50 ΣΕΕ], [...] και βάσει των ρυθμίσεων που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία, το δίκαιο της Ένωσης [...] στο σύνολό του παύει να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας,

[...]

Εκτιμώντας ότι είναι προς το συμφέρον τόσο της Ένωσης όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου να καθοριστεί μια μεταβατική περίοδος ή περίοδος εφαρμογής κατά τη διάρκεια της οποίας […] το δίκαιο της Ένωσης [...] θα πρέπει να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού και, κατά γενικό κανόνα, με τα ίδια αποτελέσματα για τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφευχθούν διαταράξεις κατά την περίοδο στη διάρκεια της οποίας θα διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ή τις συμφωνίες σχετικά με τη μελλοντική σχέση».

5.        Το άρθρο 1 της ως άνω Συμφωνίας επιγράφεται «Σκοπός» και ορίζει τα εξής:

«Στην παρούσα συμφωνία καθορίζονται οι ρυθμίσεις για την αποχώρηση του [Ηνωμένου Βασιλείου] από την [Ένωση] [...].»

6.        Κατά το άρθρο 126 της εν λόγω Συμφωνίας, το οποίο επιγράφεται «Μεταβατική περίοδος»:

«Προβλέπεται μεταβατική περίοδος ή περίοδος υλοποίησης, η ημερομηνία έναρξης της οποίας είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020.»

7.        Το άρθρο 127 της ίδιας Συμφωνίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής περιόδου», προβλέπει στις παραγράφους 1, 3 και 6 τα εξής:

«1.      Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

[...]

3.      Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης παράγει σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός του Ηνωμένου Βασιλείου τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία παράγει εντός της Ένωσης και των κρατών μελών της, και ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης.

[...]

6.      Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στην παρούσα συμφωνία, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οποιαδήποτε αναφορά στα κράτη μέλη η οποία περιλαμβάνεται στο εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων όπως υλοποιείται και εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη, θεωρείται ότι καλύπτει και το Ηνωμένο Βασίλειο.»

8.        Σύμφωνα με το άρθρο 185, τέταρτο εδάφιο, της Συμφωνίας αποχώρησης:

«Το δεύτερο και το τρίτο μέρος, με εξαίρεση το άρθρο 19, το άρθρο 34 παράγραφος 1, το άρθρο 44 και το άρθρο 96 παράγραφος 1, καθώς και ο τίτλος Ι του έκτου μέρους και τα άρθρα 169 έως 181, εφαρμόζονται από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.»

Β.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 207/2009

9.        Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 (3) τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 (4) (στο εξής: κανονισμός 207/2009), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 23 Μαρτίου 2016 (5).

10.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4, 6 και 7 του κανονισμού 207/2009 διαλαμβάνονται τα εξής:

«(2)      Η αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της [Ένωσης] και η συνεχής και ισόρροπη επέκταση πρέπει να προωθηθούν με την ολοκλήρωση και την καλή λειτουργία εσωτερικής αγοράς, ικανής να εξασφαλίζει συνθήκες ανάλογες με εκείνες που επικρατούν σε μια εθνική αγορά. Η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς και η ενίσχυση της ενότητάς της προϋποθέτουν αφενός μεν την εξάλειψη των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και την επιβολή ενός καθεστώτος το οποίο να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό, αφετέρου δε τη θέσπιση νομικών προϋποθέσεων οι οποίες να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν ευθύς εξαρχής την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών στις διαστάσεις της [Ένωσης]. Μεταξύ των νομικών μέσων που θα έπρεπε να έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις για τους ως άνω σκοπούς, ενδείκνυνται ιδιαιτέρως τα σήματα με τα οποία μπορούν να προσδιορίζουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους κατά τρόπο ενιαίο στο σύνολο της [Ένωσης], ανεξαρτήτως συνόρων.

(3)      Για να συνεχιστεί η επιδίωξη των προαναφερθέντων [ενωσιακών] στόχων, εμφανίζεται ως αναγκαίο να προβλεφθεί [ενωσιακό] καθεστώς σημάτων το οποίο θα παρέχει στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποκτούν, σύμφωνα με ενιαία διαδικασία, [σήματα της ΕΕ] τα οποία θα προστατεύονται κατά τρόπο ενιαίο και θα παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλο το έδαφος της [Ένωσης]. Η αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του [σήματος της ΕΕ] θα πρέπει να ισχύει εφόσον ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει άλλως.

(4)      Η προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών δεν είναι δυνατόν να άρει το εμπόδιο του εδαφικού περιορισμού των δικαιωμάτων τα οποία οι νομοθεσίες των κρατών μελών παρέχουν στους δικαιούχους σημάτων. Προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ασκήσουν χωρίς εμπόδια την οικονομική τους δραστηριότητα στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς, χρειάζονται σήματα που διέπονται από ενιαίο [ενωσιακό] δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

[...]

(6)      Το [ενωσιακό] δίκαιο περί σημάτων δεν αντικαθιστά, εντούτοις, τα δίκαια περί σημάτων των κρατών μελών. Πράγματι, δεν υπάρχει λόγος να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να καταθέτουν τα σήματά τους ως [σήματα της ΕΕ], δεδομένου ότι η ύπαρξη εθνικών σημάτων εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιθυμούν την προστασία των σημάτων τους σε [ενωσιακή] κλίμακα.

(7)      Το δικαίωμα επί του [σήματος της ΕΕ] αποκτάται μόνο διά καταχωρίσεως η οποία δεν γίνεται αποδεκτή, ιδίως εάν [...] υπάρχουν αντίθετα προγενέστερα δικαιώματα.»

11.      Το άρθρο 1 του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιγράφεται «Σήμα της ΕΕ», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Το σήμα της ΕΕ έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση: δεν δύναται να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Ένωση. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.»

12.      Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού επιγράφεται «Τρόπος κτήσεως του σήματος της ΕΕ» και προβλέπει τα εξής:

«Το σήμα της ΕΕ αποκτάται με την καταχώριση.»

13.      Το άρθρο 8 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με [τη] νομοθεσία [της Ένωσης] ή το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό:

α)      δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης σήματος της ΕΕ ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης σήματος της ΕΕ·

β)      το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.»

14.      Το άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το σήμα της ΕΕ», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Με την καταχώριση σήματος της ΕΕ παρέχονται στον δικαιούχο αποκλειστικά δικαιώματα επ’ αυτού.

2.      Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των δικαιούχων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του σήματος της ΕΕ, ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος της ΕΕ δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο που δεν έχει τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές για προϊόντα ή υπηρεσίες, οποιοδήποτε σημείο εφόσον:

[...]

β)      το σημείο είναι ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα της ΕΕ και χρησιμοποιείται για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται ή ομοιάζουν με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της ΕΕ, εάν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού· στον κίνδυνο σύγχυσης περιλαμβάνεται ο κίνδυνος συσχέτισης του σημείου και του σήματος·

[...]».

15.      Κατά το άρθρο 9β του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιγράφεται «Ημερομηνία από την οποία τα δικαιώματα αντιτάσσονται κατά τρίτων»:

«1.      Τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα της ΕΕ αντιτάσσονται κατά τρίτων από την ημερομηνία δημοσίευσης της καταχώρισης του σήματος.

2.      Δύναται να απαιτηθεί εύλογη αποζημίωση για ενέργειες μεταγενέστερες της δημοσίευσης αίτησης καταχώρισης σήματος της ΕΕ, εφόσον οι ενέργειες αυτές θα απαγορεύονταν μετά τη δημοσίευση της καταχώρισης του σήματος και λόγω αυτής της δημοσίευσης.

3.      Το επιλαμβανόμενο δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας πριν δημοσιευθεί η καταχώριση.»

2.      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001

16.      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 (6) τροποποίησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 207/2009 με ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2017 (7). Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 αυτού:

«Για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της πλήρους συνέπειας με την αρχή της προτεραιότητας, βάσει της οποίας προγενέστερο καταχωρισμένο σήμα προηγείται του μεταγενέστερου καταχωρισμένου σήματος, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι η επιβολή των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα της ΕΕ δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα των δικαιούχων τα οποία έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του σήματος της ΕΕ. [...]»

17.      Το άρθρο 46 του εν λόγω κανονισμού επιγράφεται «Ανακοπή» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1.      Κατά της καταχώρισης του σήματος μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση της αίτησης σήματος της ΕΕ, για το λόγο ότι το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση δυνάμει του άρθρου 8:

[...]

γ)      στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παράγραφος 4, από τους δικαιούχους προγενέστερων σημάτων ή σημείων στα οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή, καθώς και από τα πρόσωπα στα οποία το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων·

[...]».

18.      Το άρθρο 47 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξέταση της ανακοπής», προβλέπει στην παράγραφο 5 τα εξής:

«Αν, από την εξέταση της ανακοπής, προκύψει ότι η καταχώριση του σήματος αποκλείεται για το σύνολο ή για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση για το σήμα της ΕΕ, η αίτηση απορρίπτεται για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή τις υπηρεσίες. Στην αντίθετη περίπτωση, απορρίπτεται η ανακοπή.»

19.      Το άρθρο 51 του ίδιου κανονισμού επιγράφεται «Καταχώριση» και στην παράγραφο 1 ορίζει τα εξής:

«[...] [Α]ν η τυχόν ασκηθείσα ανακοπή έχει αποσυρθεί, απορριφθεί ή κριθεί τελεσιδίκως με άλλον τρόπο, το σήμα και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 111 παράγραφος 2 καταγράφονται στο μητρώο. Η καταχώριση δημοσιεύεται.»

20.      Το άρθρο 66 του κανονισμού 2017/1001 φέρει τον τίτλο «Αποφάσεις που υπόκεινται σε προσφυγή» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά των αποφάσεων οποιουδήποτε φορέα λήψης αποφάσεων του Γραφείου που αναφέρεται στο άρθρο 159 στοιχεία α) έως δ) [...]. Οι αποφάσεις αυτές τίθενται σε ισχύ μόνο από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας άσκησης προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 68. Η κατάθεση της προσφυγής έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.»

21.      Το άρθρο 71 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόφαση επί της προσφυγής», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Οι αποφάσεις του τμήματος προσφυγών αρχίζουν να ισχύουν μόνο από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 5 ή, αν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας αυτής, από την ημερομηνία απορρίψεώς της ή από την ημερομηνία απόρριψης τυχόν αναίρεσης που έχει ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.»

22.      Το άρθρο 72 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», προβλέπει στις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 τα εξής:

«1.      Επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεων του τμήματος προσφυγών.

2.      Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της ΣΛΕΕ, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους, ή για κατάχρηση εξουσίας.

3.      Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την ακύρωση ή την τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

[...]

6.      Το Γραφείο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή, σε περίπτωση αναίρεσης κατά της αποφάσεως αυτής, του Δικαστηρίου.»

III. Ιστορικό της διαφοράς

23.      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται λεπτομερώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στην οποία και παραπέμπω συναφώς (8). Τα στοιχεία που είναι ουσιώδη και απαραίτητα για την κατανόηση των παρουσών προτάσεων μπορούν να συνοψισθούν ως εξής.

24.      Στις 14 Ιουνίου 2017 ο Hamid Ahmad Chakari υπέβαλε αίτηση καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον του EUIPO. Η αίτηση αυτή δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 169/2017 της 6ης Σεπτεμβρίου 2017.

25.      Στις 13 Οκτωβρίου 2017 η Indo European Foods άσκησε ανακοπή κατά της καταχώρισης του σήματος του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση. Η ανακοπή στηριζόταν σε προγενέστερο μη καταχωρισμένο λεκτικό σήμα, το οποίο χρησιμοποιούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκε ο λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2017/1001. Η Indo European Foods υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι, βάσει του ισχύοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο δικαίου, είχε το δικαίωμα να εμποδίσει τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ασκώντας τη λεγόμενη «διευρυμένη» αγωγή λόγω απατηλής χρήσης διακριτικού σημείου (action passing off).

26.      Στις 5 Απριλίου 2019 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της, με το σκεπτικό ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η Indo European Foods δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι, πριν από την κρίσιμη ημερομηνία και στην επίμαχη εδαφική περιοχή, το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιούνταν στις συναλλαγές χωρίς να έχει τοπική αποκλειστικώς ισχύ.

27.      Στις 16 Μαΐου 2019 η Indo European Foods άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης του τμήματος ανακοπών.

28.      Με την επίδικη απόφαση, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη με το σκεπτικό ότι η Indo European Foods δεν είχε αποδείξει ότι η λεγόμενη «διευρυμένη» αγωγή λόγω απατηλής χρήσης διακριτικού σημείου της παρείχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στο Ηνωμένο Βασίλειο.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

29.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 2020, η Indo European Foods άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση της επίδικης απόφασης.

30.      Προς στήριξη της προσφυγής της η Indo European Foods προέβαλε έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως και, συγκεκριμένα, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

31.      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το EUIPO υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι, στο μέτρο που η ανακοπή κατά της καταχώρισης του σήματος του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση στηριζόταν σε προγενέστερο μη καταχωρισμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο σήμα, μολονότι η προστασία που παρείχε στο εν λόγω σήμα το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου παρέμεινε κρίσιμη κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης στα άρθρα 126 και 127 της Συμφωνίας αποχώρησης μεταβατικής περιόδου (στο εξής: μεταβατική περίοδος), εντούτοις, η διαδικασία ανακοπής και η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατέστησαν άνευ αντικειμένου άμα τη λήξει της εν λόγω περιόδου. Εξάλλου, το EUIPO υποστήριξε ότι, καθόσον η ακύρωση της επίδικης απόφασης δεν θα μπορούσε πλέον να ωφελήσει την Indo European Foods, η Indo European Foods δεν είχε πλέον έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

32.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή παραδεκτή και ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Όσον αφορά τα επιχειρήματα που το EUIPO προέβαλε επί του παραδεκτού, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, στις σκέψεις 17 έως 23 της απόφασης αυτής, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το αντικείμενο της διαφοράς εκλείπει όταν, εκκρεμούσης της διαδικασίας, ανακύπτει γεγονός συνεπεία του οποίου ένα προγενέστερο σήμα θα μπορούσε να απολέσει την ιδιότητα του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου σημείου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές του οποίου η ισχύς δεν είναι μόνον τοπική, όπως για παράδειγμα κατόπιν αποχώρησης κράτους μέλους από την Ένωση, καθότι άλλως το Γενικό Δικαστήριο θα ελάμβανε υπόψη λόγους που ανέκυψαν μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης και δεν μπορούν να επηρεάσουν τη βασιμότητά της. Αφετέρου, στις σκέψεις 24 έως 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα που το EUIPO προέβαλε για να καταδείξει ότι το έννομο συμφέρον της Indo European Foods είχε εκλείψει, αποφαινόμενο ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, σε περίπτωση ακύρωσης της επίδικης απόφασης, το τμήμα προσφυγών θα όφειλε να απορρίψει την προσφυγή ελλείψει προγενέστερου σήματος το οποίο να προστατεύεται από το δίκαιο κράτους μέλους, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών οφείλει να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά ως αυτά έχουν όχι κατά τον χρόνο έκδοσης της νέας απόφασης, αλλά κατά το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η προσφυγή πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης.

V.      Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

33.      Με διάταξη της 7ης Απριλίου 2022, το Δικαστήριο ενέκρινε την εξέταση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, καθότι διαπίστωσε ότι, με την αίτησή του για την έγκριση της εξέτασης της αιτήσεως αναιρέσεως, το EUIPO τεκμηρίωσε επαρκώς κατά νόμον ότι η αίτηση αναιρέσεως εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή και την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

34.      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2022, έγινε δεκτή η αίτηση παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπέρ του EUIPO.

35.      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2022, απορρίφθηκε η αίτηση παρεμβάσεως της Walsall Conduits Ltd υπέρ της Indo European Foods.

36.      Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να διαπιστώσει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής που άσκησε η Indo European Foods κατά της επίδικης απόφασης·

–        να καταδικάσει την Indo European Foods στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

37.      Με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η Indo European Foods ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

38.      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει τα αιτήματα του EUIPO.

39.      Το EUIPO και η Indo European Foods ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023.

VI.    Ανάλυση

40.      Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, το EUIPO προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως, αποτελούμενο από τρία σκέλη, ο οποίος αντλείται από παράβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της απαιτήσεως περί διατηρήσεως, από την Indo European Foods, του εννόμου συμφέροντός της προς άσκηση προσφυγής. Με το πρώτο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συγχέοντας την έννοια του «ελέγχου νομιμότητας» με την αυτοτελή προϋπόθεση περί διατήρησης του εννόμου συμφέροντος. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του, καθόσον δεν εκτίμησε, in concreto, αν εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον της Indo European Foods, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων του δικαίου περί σημάτων. Με το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι, συνεπεία των περιπτώσεων πλάνης στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, επιβλήθηκε στο EUIPO η υποχρέωση να μη λάβει υπόψη τις έννομες συνέπειες της λήξης της μεταβατικής περιόδου.

41.      Θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου από την εξέταση του πρώτου σκέλους του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως, εκθέτοντας λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί (A). Εν συνεχεία θα καταδείξω ότι, κατά τη γνώμη μου, η Indo European Foods έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθούν και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (Β και Γ).

Α.      Επί του πρώτου σκέλους του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως: το αντικείμενο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

42.      Με το πρώτο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 15 έως 21 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, προκειμένου να εξακριβώσει αν η Indo European Foods εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής, εστίασε στο ζήτημα του αν η λήξη της μεταβατικής περιόδου μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη νομιμότητα της επίδικης απόφασης κατά τον χρόνο έκδοσής της. Τοιουτοτρόπως, κατά το EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ του ελέγχου νομιμότητας και της απαίτησης περί διατήρησης του εννόμου συμφέροντος.

43.      Φρονώ, εντούτοις, ότι τα ως άνω επιχειρήματα απορρέουν από εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της μνημονευόμενης σε αυτήν νομολογίας.

44.      Συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το EUIPO, στις σκέψεις 15 έως 21 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της διατήρησης του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods ούτε εκείνο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, αλλά το ζήτημα της εξάλειψης του αντικειμένου της προσφυγής, ήτοι της απόφασης του τμήματος προσφυγών της 2ας Απριλίου 2020 με την οποία το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ανακοπή της Indo European Foods.

45.      Το αντικείμενο της προσφυγής και το έννομο συμφέρον που πρέπει να έχει ένα πρόσωπο για την άσκηση προσφυγής είναι δύο διακριτά ζητήματα. Το αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως είναι αντικειμενικό στοιχείο, ήτοι η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Το έννομο συμφέρον είναι υποκειμενικό στοιχείο, με γνώμονα το οποίο εξακριβώνεται αν η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (9).

46.      Είναι αληθές ότι τα δύο ως άνω στοιχεία είναι συχνά αλληλένδετα, ειδικότερα στο μέτρο που η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος εκτιμάται «υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής» (10) και που η εξάλειψη του αντικειμένου της προσφυγής συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την εξάλειψη του εννόμου συμφέροντος. Εντούτοις, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος μπορεί επίσης να εκλείψει, μολονότι το αντικείμενο της προσφυγής εξακολουθεί να υφίσταται (11).

47.      Η διατήρηση του αντικειμένου προσφυγής ακυρώσεως προϋποθέτει η απόφαση την οποία αφορά να εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η εξάλειψη του αντικειμένου της προσφυγής μπορεί, μεταξύ άλλων, να οφείλεται στην ανάκληση ή στην αντικατάσταση της πράξης κατά τη διάρκεια της δίκης (12). Ομοίως, κρίνεται ότι έχει καταστεί άνευ αντικειμένου προσφυγή η οποία αφορά απόφαση του EUIPO επί ανακοπής όταν συμφωνία των διαδίκων είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση από την ανακοπή (13), όταν το σήμα επί του οποίου βασίστηκε η ανακοπή κρίθηκε άκυρο (14) ή ακόμη όταν η αίτηση καταχώρισης κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή αποσύρθηκε (15).

48.      Επισημαίνω ότι σε καθεμία από τις ως άνω περιπτώσεις το Δικαστήριο έκρινε ότι το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως είχε εξαλειφθεί όταν είχε επέλθει, κατά τη διάρκεια της δίκης, ένα γεγονός που παρήγαγε αποτελέσματα ex tunc με αποτέλεσμα η επίμαχη απόφαση να λογίζεται ως μηδέποτε υπάρξασα.

49.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να απαντήσει στο επιχείρημα που προέβαλε το EUIPO περί εξάλειψης του αντικειμένου της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν η εξάλειψη, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του δίκης, του προγενέστερου δικαιώματος επί του οποίου βασιζόταν η επίμαχη στην επίδικη απόφαση ανακοπή μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην ένδικη διαφορά σχετικά με την απόρριψη της ανακοπής, με αποτέλεσμα η εν λόγω ένδικη διαφορά να πρέπει να λογίζεται ως μηδέποτε υπάρξασα.

50.      Επομένως, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το EUIPO, το Γενικό Δικαστήριο δεν επιδίωξε να εξακριβώσει αν η λήξη της μεταβατικής περιόδου μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη νομιμότητα της επίδικης απόφασης, αλλά μόνον αν το συγκεκριμένο ζήτημα είχε συνέπειες για τη διατήρηση του αντικειμένου της προσφυγής.

51.      Συναφώς, από τις σκέψεις 20 και 21 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι από τη νομολογία συνάγεται ότι η εξάλειψη του προγενέστερου δικαιώματος στο οποίο βασίζεται η ανακοπή λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση μπορεί να ασκεί επιρροή στην έκβαση της ανακοπής όταν επέρχεται κατά τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO, εντούτοις η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιόν του δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου για τον λόγο και μόνον ότι το σήμα στο οποίο βασίζεται η ανακοπή κατέστη άκυρο κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

52.      Κατά το EUIPO, μολονότι είναι σαφές ότι, σε περίπτωση εξάλειψης του προγενέστερου δικαιώματος στο οποίο βασίζεται η ανακοπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης, θα πρέπει να διαπιστωθεί η ανυπαρξία αντικειμένου της προσφυγής λόγω του ανίσχυρου της απόφασης αυτής, από το γεγονός ότι το προγενέστερο δικαίωμα εξαλείφθηκε μόνο μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως το συμπέρασμα ότι η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της. Ειδικότερα, το EUIPO υποστηρίζει ότι το ενδεχόμενο το προγενέστερο δικαίωμα να αποτέλεσε τη βάση ανακοπής στο παρελθόν δεν σημαίνει ότι ο προσφεύγων έχει γεγενημένο, ενεστώς και πραγματικό έννομο συμφέρον.

53.      Εντούτοις, όπως επισήμανα στα σημεία 42 και 43 των παρουσών προτάσεων, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι, με το συγκεκριμένο σκεπτικό, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, αλλά μόνον επί του ζητήματος της διατήρησης του αντικειμένου της διαφοράς και, ως εκ τούτου, φρονώ ότι το επιχείρημα που προέβαλε το EUIPO είναι αλυσιτελές.

54.      Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου ουδεμία ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε δικαιολογημένη διάκριση μεταξύ του αντικειμένου της ανακοπής ενώπιον του EUIPO και του αντικειμένου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO είναι η ανακοπή, η οποία βασίζεται σε δικαίωμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Επομένως, θεωρητικά, η εν λόγω ανακοπή μπορεί να καταστεί άνευ αντικειμένου σε περίπτωση εξάλειψης, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, του προγενέστερου δικαιώματος στο οποίο βασίστηκε. Αντιθέτως, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορά την απόφαση που εκδόθηκε στο πέρας της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO, σε χρόνο κατά τον οποίο το δικαίωμα στο οποίο βασίστηκε η ανακοπή ήταν ακόμη έγκυρο.

55.      Συναφώς, όπως ορθώς επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη λόγοι που ανέκυψαν μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, όταν οι συγκεκριμένοι λόγοι δεν έχουν συνέπειες για τη διαδικασία ανακοπής της οποίας η δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί την κατάληξη (16).

56.      Η εξάλειψη, όμως, του προγενέστερου δικαιώματος λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, η οποία επέρχεται μετά την έκδοση της απόφασης, δεν μπορεί να έχει συνέπειες για τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαλείφει το προγενέστερο δικαίωμα με αποτέλεσμα να λογίζεται ως μηδέποτε υπάρξαν. Όπως επισημαίνει η Indo European Foods, καμία διάταξη της Συμφωνίας αποχώρησης δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση συνεπάγεται την ex tunc εξάλειψη των προγενέστερων δικαιωμάτων. Τουναντίον, από την εν λόγω Συμφωνία προκύπτει σαφώς ότι, έως τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος της Ένωσης και ότι, ως εκ τούτου, τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τα οποία βασίζονται στο εθνικό δίκαιο δεν είχαν ποτέ καμία σημασία στην έννομη τάξη της Ένωσης, αλλά μόνον υπό την έννοια ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν παράγουν πλέον, από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 2017/1001 αποτελέσματα.

57.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιόν του διατήρησε το αντικείμενό της. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Β.      Επί του δευτέρου σκέλους του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως: η διατήρηση εννόμου συμφέροντος

58.      Με το δεύτερο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον παρέλειψε να ελέγξει in concreto αν η Indo European Foods είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής και καθόσον περιορίστηκε στο να απορρίψει τα επιχειρήματα με τα οποία το EUIPO αμφισβήτησε την ύπαρξή του. Κατά το EUIPO, κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επίσης επαρκώς την απόφασή του. Δεύτερον, το EUIPO υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εστιάζοντας την ανάλυσή του στο ζήτημα του αν το προγενέστερο δικαίωμα μπορεί να συνιστά τη βάση της ανακοπής και παραβλέποντας, επομένως, τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ανακοπής και του δικαίου περί σημάτων της Ένωσης.

59.      Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα του EUIPO, κατά πάγια νομολογία, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να αποδείξει το έννομο συμφέρον του, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος (17).

60.      Εντούτοις, φρονώ ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το έννομο συμφέρον της Indo European Foods υφίστατο και δεν αμφισβητούνταν κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, καθόσον η Indo European Foods εθίγετο από την επίδικη απόφαση. Το EUIPO υποστήριξε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το εν λόγω έννομο συμφέρον μπορούσε να εκλείψει λόγω της λήξης της μεταβατικής περιόδου και προέβαλε συναφώς δύο επιχειρήματα, τα οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε. Ως εκ τούτου, στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το έννομο συμφέρον της Indo European Foods, του οποίου η ύπαρξη είχε εξακριβωθεί, δεν είχε εκλείψει. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν κατανοώ το επιχείρημα περί αντιστροφής του βάρους αποδείξεως που προέβαλε το EUIPO.

61.      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς και μόνον ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε το EUIPO δεν μπορούσαν να αναιρέσουν την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods, ούτως ώστε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του.

62.      Εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν αποδεικνυόταν, η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods, λόγω αντιστροφής του βάρους απόδειξης, δεν μπορεί να επισύρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι ορθό κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της οικείας αποφάσεως και πρέπει να γίνει αντικατάσταση αιτιολογίας (18). Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια.

63.      Το έννομο συμφέρον αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η οποία πρέπει να πληρούται με τον ίδιο τρόπο όταν το Γενικό Δικαστήριο μπορεί όχι μόνο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και να τη μεταρρυθμίσει όπως προβλέπεται στο άρθρο 72, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δύναται, αφ’ εαυτής, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (19).

64.      Επιπλέον, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το έννομο συμφέρον πρέπει όχι μόνο να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, αλλά και να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης (20).

65.      Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, η Indo European Foods είχε συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, το τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την ανακοπή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 46 του κανονισμού 2017/1001. Επομένως, η ακύρωση της εν λόγω απόφασης μπορούσε, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει την Indo European Foods, καθόσον η έκβαση της εκ νέου εξέτασης της ανακοπής από το τμήμα προσφυγών του EUIPO θα μπορούσε να είναι ευνοϊκή για την Indo European Foods.

66.      Απομένει, επομένως, να εξακριβωθεί αν η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση μπορεί να μεταβάλει την ως άνω διαπίστωση.

67.      Προς τούτο, πρέπει, κατά το EUIPO, να εξακριβωθεί αν η καταχώριση της αίτησης του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί ακόμη, παρά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, να θίγει τα έννομα συμφέροντα της Indo European Foods, εξέταση στην οποία δεν προέβη το Γενικό Δικαστήριο. Λόγω, όμως, της ειδικής φύσης των διαδικασιών ανακοπής, της ουσιώδους λειτουργίας του σήματος, της αρχής της εδαφικότητας και του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος, σε περίπτωση καταχώρισης του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σύγκρουση, ratione loci ή ratione temporis, μεταξύ του εν λόγω σήματος και του δικαιώματος που επικαλείται η Indo European Foods. Ως εκ τούτου, η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι κατ’ ανάγκην αρνητική και συνεπάγεται την εξάλειψη του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods.

68.      Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι αλυσιτελής για την εξακρίβωση της διατήρησης του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως της επίδικης απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

69.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν εξαρτώνταν από το αν η καταχώριση του σήματος μπορούσε να θίγει τα έννομα συμφέροντα της Indo European Foods. Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο όσον αφορά τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντος.

70.      Εν συνεχεία, φρονώ ότι το ζήτημα που θέτει το EUIPO αποσκοπεί πρωτίστως στην εξακρίβωση του αν η Indo European Foods έχει συμφέρον, ενώπιον του EUIPO, να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται από την εκτίμηση της ανακοπής από το EUIPO. Μια αρνητική απάντηση συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την απόρριψη της ανακοπής από το EUIPO, πλην όμως δεν σημαίνει ότι η Indo European Foods δεν είχε συμφέρον να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να επιτύχει την ακύρωσή της.

71.      Με άλλα λόγια, το ζήτημα του αν η καταχώριση του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να θίγει τα έννομα συμφέροντα της Indo European Foods πρέπει να εξεταστεί πρωτίστως από το EUIPO και, επομένως, συνιστά ενδεχομένως, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα ουσίας στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, το οποίο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου νομιμότητας. Εντούτοις, το παραδεκτό της εν λόγω προσφυγής δεν μπορεί να εξαρτάται από το ζήτημα αυτό.

72.      Υπογραμμίζω, συναφώς, ότι το ίδιο το EUIPO αναγνώρισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, καίτοι ανακοπή κατά αίτησης καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε μεν μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου πλην όμως βασίζεται σε προγενέστερο δικαίωμα του Ηνωμένου Βασιλείου, θα ήταν απαράδεκτη ενώπιον του EUIPO, εντούτοις η προσφυγή ακυρώσεως της εν λόγω απόφασης θα έπρεπε να κριθεί παραδεκτή από το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι προδήλως αβάσιμη. Υπό τις συνθήκες αυτές, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί να κριθεί απαράδεκτη ανάλογη προσφυγή, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, όταν το προγενέστερο δικαίωμα στο οποίο βασίζεται η ανακοπή που ασκήθηκε ενώπιον του EUIPO δεν ήταν εξαρχής ανυπόστατο, αλλά εξαλείφθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης.

73.      Τέλος, φρονώ ότι το να γίνει δεκτό ότι η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος εξαρτάται από το αν η καταχώριση του σήματος μπορούσε να θίγει τα έννομα συμφέροντα της Indo European Foods παρά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση θα κατέληγε στην καταστρατήγηση της νομολογίας του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει απόφαση τμήματος προσφυγών για λόγους που ανέκυψαν μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης (21).

74.      Όπως υποστήριξε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η απόρριψη ως απαράδεκτης της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα κατέληγε στην καταχώριση του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να χρειάζεται το EUIPO να εκδώσει νέα απόφαση.

75.      Εξ αυτού συνάγω ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η καταχώριση του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν αποτέλεσμα όχι των λόγων στους οποίους βασίστηκε αρχικώς η επίδικη απόφαση, αλλά του γεγονότος ότι η εν λόγω καταχώριση δεν μπορεί να θίγει τα συμφέροντα της Indo European Foods λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

76.      Εντούτοις, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό επήλθε μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει εκ των υστέρων την έκδοσή της.

77.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

78.      Επαλλήλως, διευκρινίζεται επίσης ότι, εάν, προκειμένου να εξακριβωθεί η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος της Indo European Foods, έπρεπε να διαπιστωθεί αν η καταχώριση του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούσε να θίγει τα έννομα συμφέροντά της, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει, θα έπρεπε και στην περίπτωση αυτή, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το EUIPO, να δοθεί καταφατική απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα.

79.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 προβλέπει ότι δύναται να απαιτηθεί εύλογη αποζημίωση για ενέργειες μεταγενέστερες της δημοσίευσης αίτησης καταχώρισης σήματος της ΕΕ, εφόσον οι ενέργειες αυτές θα απαγορεύονταν μετά τη δημοσίευση της καταχώρισης του σήματος και λόγω αυτής της δημοσίευσης. Κατά την Indo European Foods, η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να παρέχει στον δικαιούχο του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο αγωγή λόγω παραποίησης/απομίμησης για πράξεις που τελέστηκαν στο διάστημα από τη δημοσίευση της επίμαχης αίτησης σήματος έως τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

80.      Η άσκηση από τον δικαιούχο του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης του δικαιώματος να αξιώσει εύλογη αποζημίωση σε τέτοια περίπτωση είναι, βεβαίως, υποθετική. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος αρκεί για να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον της Indo European Foods, καθόσον συνεπάγεται ότι η εν λόγω εταιρία μπορεί να καταστεί υπόχρεη καταβολής τέτοιας εύλογης αποζημίωσης.

81.      Κανένα από τα επιχειρήματα του EUIPO συναφώς δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό. Αφενός, φρονώ ότι το επιχείρημα ότι η αξίωση εύλογης αποζημίωσης μπορεί να ασκηθεί μόνον έναντι μερών που δεν ήταν κάτοχοι προγενέστερων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η Indo European Foods, ενέχει κάποια αντίφαση. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, τούτο θα συνεπαγόταν ότι το EUIPO μπορεί να αποφασίσει ότι η Indo European Foods δεν είναι κάτοχος προγενέστερων δικαιωμάτων προκειμένου να απορρίψει την ανακοπή κατά της αίτησης καταχώρισης του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μολονότι αναγνωρίζει συγχρόνως ότι, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας με αίτημα την καταβολής εύλογης αποζημίωσης, η εν λόγω εταιρία μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι είναι κάτοχος προγενέστερων δικαιωμάτων.

82.      Αφετέρου, κατά τη γνώμη μου, το επιχείρημα ότι αξίωση εύλογης αποζημίωσης χωρεί μόνο για πράξεις που απαγορεύονται «λόγω της δημοσίευσης της καταχώρισης» και ότι τούτο αποκλείει, επομένως, τις ενέργειες που τελέστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή δεν ήταν πλέον κράτος μέλος της Ένωσης κατά τον χρόνο της καταχώρισης, αντιβαίνει στον σκοπό του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001.

83.      Συγκεκριμένα, σκοπός της ως άνω διάταξης είναι να θεραπεύσει τη μη αντιταξιμότητα σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι τρίτων πριν από τη δημοσίευση της αίτησης καταχώρισης, ώστε να παράσχει κάποιας μορφής προστασία από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης καταχώρισης. Με άλλα λόγια, πριν από τη δημοσίευση της καταχώρισης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το σήμα απολαύει έννομης προστασίας η οποία, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet, αντανακλά το γεγονός ότι ο νομοθέτης θεωρεί ότι σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο τελεί «υπό απόκτηση» χρήζει ήδη προστασίας (22). Επομένως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001 προβλέπει δικαίωμα εύλογης αποζημίωσης, προκειμένου να χορηγηθεί κάποια προστασία στον αιτούντα την καταχώριση σήματος κατά την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας δημοσίευσης της αίτησης, που αποτελεί την ημερομηνία από την οποία λογίζεται ότι ο τρίτος λαμβάνει γνώση της αίτησης αυτής, και της ημερομηνίας δημοσίευσης της σχετικής καταχώρισης (23).

84.      Η ερμηνεία της ως άνω διάταξης που προτείνει το EUIPO θα καθιστούσε, όμως, αδύνατη τη λήψη οποιασδήποτε εύλογης αποζημίωσης για πράξεις που τελέστηκαν πριν από τη δημοσίευση της καταχώρισης του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο έδαφος κράτους μέλους λόγω της επακόλουθης αποχώρησης του εν λόγω κράτους από την Ένωση πριν από την καταχώριση και θα εμπόδιζε, επομένως, την προστασία του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το διάστημα που εκτείνεται τουλάχιστον από την κατάθεση της αίτησης έως την αποχώρηση του εν λόγω κράτους μέλους, σε χρόνο κατά τον οποίο το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται, κατά παράβαση του ίδιου του σκοπού της εν λόγω διάταξης.

85.      Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, η Indo European Foods είχε έννομο συμφέρον το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Γ.      Επί του τρίτου σκέλους του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως: οι συνέπειες για τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO

86.      Με το τρίτο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως, το EUIPO υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επέβαλε στο τμήμα προσφυγών την υποχρέωση να μη λάβει υπόψη τις έννομες συνέπειες της λήξης της μεταβατικής περιόδου στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που, στο πλαίσιο της νέας εκτίμησής του μετά την ενδεχόμενη ακύρωση της επίδικης απόφασης, το EUIPO θα έπρεπε να μην εξετάσει αν η Indo European Foods εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την ακύρωση της απόφασης του τμήματος ανακοπών κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή και, συνεπώς, θα έπρεπε να εξετάσει την ανακοπή βάσει μιας σύγκρουσης δικαιωμάτων η οποία είναι αδύνατον να συμβεί.

87.      Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, το εν λόγω επιχείρημα είναι ατελέσφορο και δεν μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

88.      Όπως προεκτέθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του δεύτερου σκέλους του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως, το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως της επίδικης απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν εξαρτάται από το αν η Indo European Foods εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την απόρριψη της καταχώρισης του επίμαχου σήματος.

89.      Το ως άνω ζήτημα είναι κρίσιμο μόνον κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO, πλην όμως ουδόλως προδικάζει το δικαίωμα της Indo European Foods να ζητήσει την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα της νέας εξέτασης της ανακοπής από το EUIPO προκειμένου να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως, καθότι άλλως, όπως υπογράμμισα, η έκδοση της απόφασης αυτής θα δικαιολογείτο από λόγους που ανέκυψαν μετά την έκδοσή της, κατά παράβαση της νομολογίας του Δικαστηρίου (24).

90.      Επομένως, ακόμη και αν η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση μπορεί να έχει ως συνέπεια να οδηγήσει το τμήμα προσφυγών του EUIPO να απορρίψει την ανακοπή (25), απόκειται στο τμήμα προσφυγών, και όχι στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξέτασης του παραδεκτού προσφυγής, να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό (26).

91.      Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του ενός και μόνου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

VII. Πρόταση

92.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2020, L 29, σ. 7 (στο εξής: Συμφωνία αποχώρησης).


3      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 207/2009 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21).


5      Δεδομένου ότι η ημερομηνία κατάθεσης της επίμαχης αίτησης καταχώρισης ήταν η 14η Ιουνίου 2017, ημερομηνία η οποία είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, η υπό κρίση διαφορά διέπεται από τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του κανονισμού 207/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/2424.


6      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).


7      Επισημαίνεται ότι η ανακοπή κατά της καταχώρισης του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ασκήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2017 και, επομένως, οι διαδικαστικοί κανόνες του κανονισμού 2017/1001, σχετικά με τις διαδικασίες ανακοπής και προσφυγής, οι οποίοι εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.


8      Σκέψεις 1 έως 12 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


9      Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, EU:C:2015:356, σκέψη 25), της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Binca Seafoods κατά Επιτροπής (C‑268/16 P, EU:C:2017:1001, σκέψη 44).


10      Αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 61), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 57).


11      Βλ., ενδεικτικώς, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Centre de Coordination Carrefour κατά Επιτροπής (T‑94/08, EU:T:2010:98).


12      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1961, Meroni κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής (5/60, 7/60 και 8/60, EU:C:1961:10).


13      Διάταξη της 17ης Απριλίου 2018, Westbrae Natural κατά EUIPO – Kaufland Warenhandel (COCONUT DREAM) (T‑65/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:204, σκέψεις 20 έως 22).


14      Διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Helbrecht κατά EUIPO – Lenci Calzature (SportEyes) (T‑333/14, EU:T:2017:108, σκέψεις 21 έως 24).


15      Διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 2023, Laboratorios Ern κατά EUIPO – Arrowhead Pharmaceuticals (TRiM) (T‑428/22, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2023:80).


16      Απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, Fuchs κατά ΓΕΕΑ – Les Complices (Αστέρι μέσα σε κύκλο) (T‑342/12, EU:T:2014:858, σκέψη 24).


17      Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, EU:C:2015:356, σκέψη 27), της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Binca Seafoods κατά Επιτροπής (C‑268/16 P, EU:C:2017:1001, σκέψη 45), και της 7ης Νοεμβρίου 2018, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑544/17 P, EU:C:2018:880, σκέψη 33).


18      Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 48).


19      Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, EU:C:2015:356, σκέψη 25), και της 13ης Ιουλίου 2023, D & A Pharma κατά EMA (C‑136/22 P, EU:C:2023:572, σκέψεις 43 και 44).


20      Σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής (C‑682/13 P, EU:C:2015:356, σκέψη 25), της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Binca Seafoods κατά Επιτροπής (C‑268/16 P, EU:C:2017:1001, σκέψη 44).


21      Απόφαση της 11ης Μαΐου 2006, Sunrider κατά ΓΕΕΑ (C‑416/04 P, EU:C:2006:310, σκέψη 55), και διάταξη της 30ής Ιουνίου 2010, Royal Appliance International κατά ΓΕΕΑ (C‑448/09 P, EU:C:2010:384, σκέψεις 43 και 44).


22      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Nikolajeva (C‑280/15, EU:C:2016:293, σημείο 44).


23      Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2016, Nikolajeva (C‑280/15, EU:C:2016:467, σκέψη 38).


24      Βλ. σημεία 70 και 71 των παρουσών προτάσεων.


25      Το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ακόμη επί του ζητήματος αυτού, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιόν του υπόθεσης C‑337/22 P, EUIPO κατά Nowhere.


26      Μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να αποτελέσει η ίδια αντικείμενο νέας προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί το παραδεκτό της, όπως αναγνώρισε το EUIPO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.