Language of document : ECLI:EU:C:2023:924

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 28ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων – Δημόσιος τομέας– Κανονισμός εργασίας δημόσιας αρχής ο οποίος απαγορεύει την εμφανή χρήση οιουδήποτε φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας – Μουσουλμανική μαντίλα – Απαίτηση ουδετερότητας στις επαφές με το κοινό, τους προϊσταμένους και τους συναδέλφους»

Στην υπόθεση C‑148/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο) με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

OP

κατά

Commune d’Ans,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Piçarra, προέδρους τμήματος, M. Safjan, S. Rodin, P. G. Xuereb, I. Ziemele, J. Passer, Δ. Γρατσία, M. L. Arastey Sahún και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 31ης Ιανουαρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η OP, εκπροσωπούμενη από την S. Gioe, avocate,

–        ο Commune d’Ans, εκπροσωπούμενος από τους J. Uyttendaele και M. Uyttendaele, avocats,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Pochet, L. Van den Broeck και M. Van Regemorter,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas, τον V. Depenne, την A.‑L. Desjonquères και τη N. Vincent,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον O. Simonsson και την C. Meyer‑Seitz,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann, D. Martin και την E. Schmidt,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της OP, συμβασιούχου υπαλλήλου του Δήμου του Ans (στο εξής: Δήμος), και του Δήμου, σχετικά με την εκ μέρους του απαγόρευση στους εργαζομένους του να φέρουν οιοδήποτε εμφανές σύμβολο ικανό να αποκαλύψει τα ιδεολογικά ή φιλοσοφικά φρονήματά τους ή τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, […]

[…]».

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]».

 Το βελγικό δίκαιο

6        Ο loi du 10 mai 2007 tendant à lutter contre certaines formes de discrimination (νόμος της 10ης Μαΐου 2007 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών διακρίσεων) (Moniteur belge της 30ής Μαΐου 2007, σ. 29016), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: γενικός νόμος για την καταπολέμηση των διακρίσεων), μεταφέρει την οδηγία 2000/78 στο βελγικό δίκαιο.

7        Το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

1°      εργασιακές σχέσεις: οι σχέσεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απασχόληση, τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, τις συνθήκες εργασίας και τους όρους απόλυσης, τούτο δε:

–        τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα·

[…]

4°      προστατευόμενα κριτήρια: η ηλικία, ο γενετήσιος προσανατολισμός, η οικογενειακή κατάσταση, η γέννηση, η περιουσία, οι θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, οι πολιτικές πεποιθήσεις, η γλώσσα, η παρούσα ή μελλοντική κατάσταση της υγείας, οι ειδικές ανάγκες, τα φυσικά ή γενετικά χαρακτηριστικά, η κοινωνική προέλευση·

[…]

6°      άμεση διαφορετική μεταχείριση: η κατάσταση κατά την οποία, βάσει ενός από τα προστατευόμενα κριτήρια, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο·

7°      άμεση διάκριση: η άμεση διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται σε ένα από τα προστατευόμενα κριτήρια και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των διατάξεων του τίτλου II·

8°      έμμεση διαφορετική μεταχείριση: η κατάσταση κατά την οποία μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει, σε σχέση με άλλα πρόσωπα, μειονεκτική μεταχείριση προσώπων που χαρακτηρίζονται από ένα από τα προστατευόμενα κριτήρια·

9°      έμμεση διάκριση: η έμμεση διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται σε ένα από τα προστατευόμενα κριτήρια και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των διατάξεων του τίτλου II·

[…]».

8        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Με εξαίρεση τους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Κοινοτήτων ή των Περιφερειών, ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων […].»

9        Το άρθρο 7 του γενικού νόμου για την καταπολέμηση των διακρίσεων ορίζει τα εξής:

«Κάθε άμεση διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται σε ένα από τα προστατευόμενα κριτήρια συνιστά άμεση διάκριση, εκτός εάν η εν λόγω άμεση διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.»

10      Το άρθρο 8 του ως άνω νόμου ορίζει τα εξής:

«§1.      Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος τίτλου, άμεση διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, γενετήσιου προσανατολισμού, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων ή ειδικών αναγκών στους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 5[, παράγραφος 1, σημεία 4, 5, και 7,] τομείς, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον λόγω ουσιωδών και καθοριστικών επαγγελματικών απαιτήσεων.

§ 2.      Μπορεί να τεθεί ζήτημα ουσιώδους και καθοριστικής επαγγελματικής απαίτησης μόνον όταν:

–        ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την ηλικία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τις ειδικές ανάγκες είναι ουσιώδες και καθοριστικό λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου αυτές ασκούνται και

–        η απαίτηση βασίζεται σε θεμιτό σκοπό και είναι ανάλογη προς αυτόν.

§3.      Απόκειται στον δικαστή να κρίνει, κατά περίπτωση, αν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό συνιστά ουσιώδη και καθοριστική επαγγελματική απαίτηση.

[…]»

11      Το άρθρο 9 του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Κάθε έμμεση διαφορετική μεταχείριση η οποία στηρίζεται σε ένα από τα προστατευόμενα κριτήρια συνιστά έμμεση διάκριση,

–        εκτός εάν η εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική στην οποία στηρίζεται η έμμεση αυτή διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία· ή

–        εκτός εάν, σε περίπτωση έμμεσης διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ειδικών αναγκών, αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει εύλογη προσαρμογή.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Η ενάγουσα της κύριας δίκης εργάζεται για τον Δήμο από τις 11 Απριλίου 2016 και κατέχει, από τις 11 Οκτωβρίου 2016, τη θέση της «προϊσταμένης γραφείου», ασκεί δε τα σχετικά καθήκοντα κατά κανόνα χωρίς να έχει επαφή με τους χρήστες της δημόσιας υπηρεσίας (back office). Εκτελούσε τα καθήκοντά της χωρίς να φέρει κανένα σύμβολο δυνάμενο να αποκαλύψει τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις και χωρίς να υποβάλει γραπτώς σχετικό αίτημα μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου 2021, οπότε ζήτησε να της επιτραπεί να φέρει «καλύπτρα στον χώρο εργασίας» από τις 22 Φεβρουαρίου 2021.

13      Με απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2021, το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου (στο εξής: δημοτικό συμβούλιο) απέρριψε την αίτησή της και απαγόρευσε προσωρινά στην ενάγουσα της κύριας δίκης να φέρει, κατά την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, σύμβολα που να αποκαλύπτουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της, μέχρι τη θέσπιση γενικής ρυθμίσεως σχετικά με τη χρήση τέτοιων συμβόλων στη δημοτική διοίκηση.

14      Στις 26 Φεβρουαρίου 2021 το δημοτικό συμβούλιο, αφού άκουσε την ενάγουσα της κύριας δίκης, εξέδωσε δεύτερη απόφαση, επικυρώνοντας την εν λόγω απαγόρευση μέχρι τη θέσπιση μιας τέτοιας γενικής ρυθμίσεως.

15      Στις 29 Μαρτίου 2021 το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου τροποποίησε τον κανονισμό εργασίας του, εισάγοντας σε αυτόν υποχρέωση «αποκλειστικής ουδετερότητας» στον χώρο εργασίας, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε όλους τους εργαζομένους του Δήμου να φέρουν, στον χώρο αυτόν, οιοδήποτε εμφανές σύμβολο δυνάμενο να αποκαλύψει τις πεποιθήσεις τους, μεταξύ άλλων δε τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, ανεξαρτήτως του αν έρχονται σε επαφή με το κοινό. Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Ο εργαζόμενος έχει την ελευθερία της έκφρασης τηρουμένων της αρχής της ουδετερότητας, της υποχρεώσεως διακριτικότητας και του καθήκοντος πίστης.

Ο εργαζόμενος οφείλει να σέβεται την αρχή της ουδετερότητας, όπερ σημαίνει ότι πρέπει να απέχει από κάθε μορφή προσηλυτισμού και να μη φέρει οποιοδήποτε εμφανές σύμβολο από το οποίο ενδέχεται να προκύπτουν τα ιδεολογικά ή φιλοσοφικά φρονήματά του ή οι πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Ο κανόνας αυτός τον δεσμεύει τόσο στις επαφές του με το κοινό όσο και στις σχέσεις του με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους και τους συναδέλφους του.

[…]»

16      Η ενάγουσα της κύριας δίκης κίνησε διάφορες διαδικασίες προκειμένου να διαπιστωθεί ότι είχε παραβιασθεί η θρησκευτική ελευθερία της, μεταξύ δε άλλων άσκησε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή για άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον, βάλλοντας κατά των δύο ατομικών αποφάσεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 13 και 14 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και κατά της επίμαχης στην κύρια δίκη τροποποιήσεως του κανονισμού εργασίας. Προς στήριξη της αγωγής, υποστηρίζει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω της θρησκείας της.

17      Όσον αφορά τις ατομικές αυτές αποφάσεις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απαγόρευση να φέρει η ενάγουσα της κύριας δίκης μουσουλμανική μαντίλα συνιστά διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τα λοιπά μέλη του προσωπικού του Δήμου, στηριζόμενη άμεσα στη θρησκεία της ενάγουσας, δεδομένου ότι ο Δήμος ανέχθηκε κατά το παρελθόν και εξακολουθεί να ανέχεται στον χώρο εργασίας άλλα σύμβολα πεποιθήσεων, ιδίως θρησκευτικών, των οποίων γίνεται χρήση με διακριτικότητα. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν δικαιολογείται από ουσιώδεις και καθοριστικές επαγγελματικές απαιτήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 8 του γενικού νόμου για την καταπολέμηση των διακρίσεων, στο μέτρο που η ενάγουσα της κύριας δίκης ασκεί τα καθήκοντά της κυρίως σε θέση «back office», και ότι, ως εκ τούτου, συνιστά άμεση διάκριση, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78. Κατά συνέπεια, έκρινε βάσιμη την αγωγή της ενάγουσας της κύριας δίκης για το χρονικό διάστημα από τις 18 Φεβρουαρίου 2021, ημερομηνία εκδόσεως της πρώτης από τις ατομικές αποφάσεις, έως τις 29 Μαρτίου 2021, ημερομηνία εκδόσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη τροποποιήσεως του κανονισμού εργασίας.

18      Όσον αφορά την ανωτέρω τροποποίηση, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι αυτή σκοπεί να διασφαλίσει ότι τόσο οι πράξεις του δημόσιου λειτουργού όσο και η εμφάνισή του είναι απολύτως ουδέτερες, ανεξαρτήτως της φύσεως των καθηκόντων του και του πλαισίου εντός του οποίου εκτελούνται. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι ο κανόνας που θεσπίσθηκε με την εν λόγω τροποποίηση συνιστά εκ πρώτης όψεως έμμεση διάκριση, εφόσον είναι μεν ουδέτερος, αλλά εφαρμόζεται από τον Δήμο με διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κανόνας αυτός λειτουργεί ως «κανόνας αποκλεισμού» έναντι της ενάγουσας της κύριας δίκης και ως «κανόνας με λιγότερους αποκλεισμούς» για τους συναδέλφους της με άλλες πεποιθήσεις. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο επέτρεψε προσωρινά στην ενάγουσα της κύριας δίκης να φέρει εμφανές σύμβολο ικανό να αποκαλύψει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της, αλλά μόνον όταν εργάζεται σε θέση «back office» και όχι όταν έρχεται σε επαφή με τους χρήστες ή όταν ασκεί καθήκοντα δημόσιας εξουσίας.

19      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα με τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78 διατάξεως κανονισμού εργασίας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει υποχρέωση «αποκλειστικής ουδετερότητας» σε όλους τους εργαζομένους σε δημόσια αρχή, ακόμη και σε εκείνους που δεν έχουν σχέση με τους χρήστες.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και […] βʹ, της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι επιτρέπει σε δημόσια αρχή να διαμορφώνει απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον και, ως εκ τούτου, να απαγορεύει τη χρήση [δυνάμενων να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις συμβόλων] σε όλα τα μέλη του προσωπικού, ανεξαρτήτως του αν αυτά βρίσκονται σε άμεση επαφή με το κοινό;

2.      Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και […] βʹ, της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι επιτρέπει σε δημόσια αρχή να διαμορφώνει απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον και, ως εκ τούτου, να απαγορεύει τη χρήση [δυνάμενων να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις συμβόλων] σε όλα τα μέλη του προσωπικού, ανεξαρτήτως του αν αυτά βρίσκονται σε άμεση επαφή με το κοινό, ακόμη και αν φαίνεται ότι η εν λόγω ουδέτερη απαγόρευση θίγει κατά πλειοψηφία γυναίκες και, επομένως, ενδέχεται να συνιστά συγκεκαλυμμένη διάκριση λόγω φύλου;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

21      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εσωτερικός κανόνας δημοτικής αρχής ο οποίος απαγορεύει, γενικώς και αδιακρίτως, στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω αρχής την εμφανή χρήση, στον χώρο εργασίας, οιουδήποτε συμβόλου αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση της εν λόγω αρχής να καθιερώσει ένα απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον.

22      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η έννοια της «θρησκείας» στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 καλύπτει τόσο το forum internum, ήτοι την ύπαρξη πεποιθήσεων, όσο και το forum externum, ήτοι τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστεως (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, G 4S Secure Solutions, C‑157/15, EU:C:2017:203, σκέψη 28). Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο αυτό αναφέρεται ισότιμα στη θρησκεία και στις πεποιθήσεις, όπως και το άρθρο 19 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω, μεταξύ άλλων, «θρησκείας ή πεποιθήσεων», ή το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, μεταξύ των διαφόρων ειδών διακρίσεως, αναφέρει και τις διακρίσεις λόγω «θρησκείας ή πεποιθήσεων». Επομένως, για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/78, οι όροι «θρησκεία» και «πεποιθήσεις» αποτελούν τις δύο όψεις ενός και του αυτού λόγου διακρίσεως (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 47).

23      Αφετέρου, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, διάταξη όπως αυτή του άρθρου 9 του κανονισμού εργασίας του Δήμου, η οποία απαγορεύει στο προσωπικό του την εμφανή χρήση στον χώρο εργασίας οιουδήποτε συμβόλου πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας. Εξάλλου, μια τέτοια διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις «εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας.

24      Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, επισημαίνεται ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά τόσο το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, σχετικά με την «άμεση διάκριση», όσο και το άρθρο της 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, το οποίο αφορά την «έμμεση διάκριση».

25      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εσωτερικός κανόνας τον οποίο έχει θεσπίσει ο εργοδότης και ο οποίος απαγορεύει στον χώρο εργασίας τη χρήση μόνον επιδεικτικών και ευμεγέθων συμβόλων πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, ενδέχεται να συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, στις περιπτώσεις που το σχετικό με τη χρήση τέτοιων συμβόλων κριτήριο είναι αρρήκτως συνδεδεμένο με μία ή περισσότερες θρησκείες ή με συγκεκριμένες πεποιθήσεις [πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψεις 72 έως 78, καθώς και της 13ης Οκτωβρίου 2022, S.C.R.L. (Θρησκευτική αμφίεση), C‑344/20, EU:C:2022:774, σκέψη 31]. Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι ο επίμαχος στην κύρια δίκη κανόνας εμπίπτει σε τέτοια περίπτωση.

26      Αντιστρόφως, εσωτερικός κανόνας τον οποίο έχει θεσπίσει ο εργοδότης και ο οποίος απαγορεύει τη χρήση οιουδήποτε εμφανούς συμβόλου πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, στον χώρο εργασίας δεν συνιστά τέτοια άμεση διάκριση, εφόσον καλύπτει αδιακρίτως κάθε εκδήλωση των πεποιθήσεων αυτών και αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχειρήσεως, επιβάλλοντάς τους, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων μια ουδέτερη αμφίεση διά του αποκλεισμού τέτοιων συμβόλων (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2017, G 4S Secure Solutions, C‑157/15, EU:C:2017:203, σκέψεις 30 και 32, και της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 52).

27      Πράγματι, δεδομένου ότι ο καθένας μπορεί να πρεσβεύει ορισμένη θρησκεία ή να έχει συγκεκριμένες θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή πνευματικές πεποιθήσεις, ένας τέτοιος κανόνας, κατά το μέτρο που εφαρμόζεται γενικώς και αδιακρίτως, δεν εισάγει διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη σε κριτήριο το οποίο είναι αρρήκτως συνδεδεμένο με τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις αυτές [αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 52, καθώς και της 13ης Οκτωβρίου 2022, S.C.R.L. (Θρησκευτική αμφίεση), C‑344/20, EU:C:2022:774, σκέψεις 33 και 34]

28      Ως εκ τούτου, εκτός και εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι, παρά τη γενική και χωρίς διαφοροποιήσεις διατύπωση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης άρθρου 9 του κανονισμού εργασίας, η ενάγουσα της κύριας δίκης υπέστη διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με άλλους εργαζομένους στους οποίους επετράπη να εκδηλώσουν τις πεποιθήσεις τους, ιδίως θρησκευτικού ή φιλοσοφικού χαρακτήρα, με τη χρήση εμφανούς συμβόλου το οποίο αποκαλύπτει τέτοιες πεποιθήσεις ή με άλλον τρόπο και ότι, ως εκ τούτου, υπέστη άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει αν ο κανόνας του άρθρου 9 του κανονισμού εργασίας του Δήμου μπορεί να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση των προσώπων που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία ή έχουν ορισμένες πεποιθήσεις, η οποία όντως συνιστά έμμεση διάκριση για κάποιον από τους λόγους αυτούς, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας.

29      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εσωτερικός κανόνας τον οποίο έχει θεσπίσει ο εργοδότης και ο οποίος απαγορεύει την εμφανή χρήση οιουδήποτε συμβόλου πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, στον χώρο εργασίας μπορεί να συνιστά έμμεση διαφορετική μεταχείριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η υποχρέωση την οποία περιέχει ο κανόνας αυτός, καίτοι εκ πρώτης όψεως ουδέτερη, συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση των προσώπων που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία ή έχουν ορισμένες πεποιθήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2017, G4S Secure Solutions, C‑157/15, EU:C:2017:203, σκέψη 34, και της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 59).

30      Εντούτοις, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά έμμεση διάκριση εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 60).

31      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι εναπόκειται τελικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι και ο μόνος αρμόδιος να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει εάν και κατά πόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη του κανονισμού εργασίας συνάδει προς τις απαιτήσεις αυτές, το Δικαστήριο, καλούμενο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις, είναι πάντως αρμόδιο να παράσχει, βάσει της δικογραφίας της κύριας δίκης καθώς και των γραπτών και προφορικών παρατηρήσεων που του υποβλήθηκαν, στοιχεία βάσει των οποίων να μπορέσει ο εθνικός δικαστής να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

32      Κατά πρώτον, όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη θεμιτού σκοπού, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τον Δήμο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης άρθρο 9 του κανονισμού εργασίας, το οποίο απαγορεύει την εμφανή χρήση οιουδήποτε συμβόλου που αποκαλύπτει τις πεποιθήσεις, μεταξύ άλλων δε τις φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών του προσωπικού του Δήμου, είτε αυτά έρχονται σε επαφή με το κοινό είτε όχι, αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής της ουδετερότητας της δημόσιας υπηρεσίας, η οποία βρίσκει νομικό έρεισμα στα άρθρα 10 και 11 του βελγικού Συντάγματος, στην αρχή της αμεροληψίας και στην αρχή της ουδετερότητας του κράτους.

33      Συναφώς, κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των τοπικών ή περιφερειακών οντοτήτων του, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους αναγνωρίζονται, πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την αντίληψη περί ουδετερότητας της δημόσιας υπηρεσίας την οποία προτίθεται να προωθήσει στον χώρο εργασίας. Επομένως, η πολιτική «αποκλειστικής ουδετερότητας» την οποία μια δημόσια αρχή, εν προκειμένω μια δημοτική αρχή, προτίθεται να επιβάλει στους εργαζομένους της, σε συνάρτηση με το ιδιαίτερο δικό της περιβάλλον και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, προκειμένου να εγκαθιδρύσει στο εσωτερικό της ένα απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον, μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78. Ομοίως, μπορεί να είναι δικαιολογημένη η επιλογή άλλης δημόσιας αρχής, ανάλογα με το δικό της ιδιαίτερο περιβάλλον και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, υπέρ μιας άλλης πολιτικής στο ζήτημα της ουδετερότητας, όπως είναι η πολιτική να επιτρέπεται γενικώς και χωρίς διαφοροποιήσεις η χρήση εμφανών συμβόλων πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ακόμη και στην περίπτωση των επαφών με τους χρήστες, ή να απαγορεύεται η χρήση τέτοιων συμβόλων μόνο σε περιπτώσεις που συνεπάγονται τέτοιες επαφές.

34      Πράγματι, η οδηγία 2000/78 θεσπίζει απλώς ένα γενικό πλαίσιο υπέρ της ίσης μεταχειρίσεως στην απασχόληση και την εργασία, το οποίο καταλείπει στα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, στις τοπικές ή περιφερειακές οντότητές τους περιθώριο εκτιμήσεως, το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να συνεκτιμούν το δικό τους πλαίσιο, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλομορφίας των προσεγγίσεων που ακολουθούν ως προς τη θέση που προτίθενται να αναγνωρίσουν, εντός αυτών, στη θρησκεία ή στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις στον δημόσιο τομέα. Το περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, στις τοπικές ή περιφερειακές οντότητές τους, ελλείψει συναινέσεως σε επίπεδο Ένωσης, πρέπει πάντως να συνδυάζεται με έλεγχο ο οποίος εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια και στα δικαστήρια της Ένωσης και συνίσταται ιδίως στην εξακρίβωση του αν τα μέτρα που λαμβάνονται, ανάλογα με την περίπτωση, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο δικαιολογούνται επί της αρχής και αν είναι αναλογικά (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψεις 86 και 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Εξάλλου, από την οδηγία 2000/78 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβη ο ίδιος στον αναγκαίο συμβιβασμό μεταξύ της ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας και των θεμιτών σκοπών των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση για τη δικαιολόγηση άνισης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας, αλλά ανέθεσε τον συμβιβασμό αυτόν στα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, στις τοπικές ή περιφερειακές οντότητές τους καθώς και στα δικαιοδοτικά τους όργανα (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 87).

36      Ως εκ τούτου, διάταξη όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη άρθρο 9 του κανονισμού εργασίας μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78.

37      Κατά δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, εσωτερικός κανόνας όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει επίσης, προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι ενέχει «έμμεση διάκριση», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, να είναι κατάλληλος για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του σκοπού που επιδιώκει ο εργοδότης. Εν προκειμένω, τούτο προϋποθέτει ότι ο σκοπός της «αποκλειστικής ουδετερότητας» τον οποίο έθεσε ο Δήμος επιδιώκεται πράγματι κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό και ότι η απαγόρευση χρήσεως οιουδήποτε εμφανούς συμβόλου πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, την οποία επιβάλλει το επίμαχο στην κύρια δίκη άρθρο 9 του κανονισμού εργασίας, περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 68).

38      Συναφώς, κατ’ αρχάς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο Δήμος επιδιώκει τον σκοπό αυτό κατά τρόπο πραγματικά συνεπή και συστηματικό έναντι του συνόλου των εργαζομένων.

39      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι ο θεμιτός σκοπός ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση, μέσω μιας πολιτικής «αποκλειστικής ουδετερότητας», όπως αυτή ορίζεται στο επίμαχο στην κύρια δίκη άρθρο 9 του κανονισμού εργασίας, ενός απολύτως ουδέτερου διοικητικού περιβάλλοντος μπορεί να επιδιωχθεί αποτελεσματικά μόνον εφόσον δεν επιτρέπεται καμία εμφανής εκδήλωση πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, κατά τις επαφές των εργαζομένων με τους χρήστες της δημόσιας υπηρεσίας ή με τους λοιπούς εργαζομένους, δεδομένου ότι η χρήση οιουδήποτε συμβόλου, έστω και μικρού μεγέθους, θέτει εν αμφιβόλω την καταλληλότητα του μέτρου για την επίτευξη του φερόμενου ως επιδιωκόμενου σκοπού και συνεπώς κλονίζει την ίδια τη συνέπεια της πολιτικής αυτής (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, WABE και MH Müller Handel, C‑804/18 και C‑341/19, EU:C:2021:594, σκέψη 77). Επομένως, ένας τέτοιος κανόνας είναι αναγκαίος.

40      Εναπόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, υπό το πρίσμα του συνόλου των χαρακτηριστικών στοιχείων του πλαισίου εντός του οποίου θεσπίσθηκε ο κανόνας αυτός, σε στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τα κρίσιμα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές, ήτοι, εν προκειμένω, το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο έχει ως επακόλουθο την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω θρησκείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη και, αφετέρου, την αρχή της ουδετερότητας, κατ’ εφαρμογήν της οποίας η οικεία δημόσια αρχή σκοπεί να διασφαλίσει, με τον εν λόγω κανόνα που περιορίζεται στον χώρο εργασίας, στους χρήστες των υπηρεσιών της και στα μέλη του προσωπικού της ένα διοικητικό περιβάλλον χωρίς εμφανείς εκδηλώσεις πεποιθήσεων, μεταξύ άλλων δε φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων.

41      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εσωτερικός κανόνας δημοτικής αρχής ο οποίος απαγορεύει, γενικώς και αδιακρίτως, στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω αρχής την εμφανή χρήση, στον χώρο εργασίας, οιουδήποτε συμβόλου αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση της εν λόγω αρχής να καθιερώσει, συνεκτιμώντας το δικό της ιδιαίτερο πλαίσιο, ένα απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος κανόνας είναι πρόσφορος, αναγκαίος και αναλογικός σε σχέση με το πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων δικαιωμάτων και συμφερόντων που εμπλέκονται.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε δημόσια αρχή να οργανώσει ένα απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον απαγορεύοντας στο σύνολο των μελών του προσωπικού της, είτε αυτά έρχονται σε άμεση επαφή με το κοινό είτε όχι, την εμφανή χρήση συμβόλων τα οποία αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις όταν η συγκεκριμένη απαγόρευση φαίνεται να πλήττει κατά πλειοψηφία γυναίκες και μπορεί, ως εκ τούτου, να συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου.

43      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το πνεύμα συνεργασίας το οποίο πρέπει να πρυτανεύει στη λειτουργία του συστήματος της προδικαστικής παραπομπής επιτάσσει να εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, στην απόφασή του περί παραπομπής, για ποιους συγκεκριμένους λόγους εκτιμά ότι είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί η απάντηση στα ερωτήματά του σχετικά με την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, προϋπόθεση για να παρασχεθεί χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι να έχει τηρήσει το εθνικό δικαστήριο αυστηρά τις σχετικές με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απαιτήσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑152/17, EU:C:2018:264, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Συνακόλουθα, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, είναι απαραίτητο το αιτούν δικαστήριο να ορίσει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνον να αποφαίνεται επί της ερμηνείας νομοθετήματος της Ένωσης, βάσει πραγματικών περιστατικών που θέτει υπόψη του το εθνικό δικαστήριο (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2023, Bursa Română de Mărfuri, C‑394/21, EU:C:2023:146, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Αφετέρου, είναι απολύτως αναγκαίο, όπως ορίζει το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η απόφαση περί παραπομπής να εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Irish Ferries, C‑570/19, EU:C:2021:664, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Πρέπει, επίσης, να υπογραμμισθεί συναφώς ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα όχι μόνο στο Δικαστήριο να δίνει λυσιτελείς απαντήσεις, αλλά και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Δικαστήριο απόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Irish Ferries, C‑570/19, EU:C:2021:664, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενης έμμεσης διακρίσεως λόγω φύλου, στην οποία αναφέρεται το δεύτερο ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι ο λόγος αυτός εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23), η οποία, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ορίζει ρητώς την έννοια της έμμεσης διακρίσεως λόγω φύλου, και όχι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, της μόνης πράξεως την οποία αφορά το εν λόγω ερώτημα.

49      Επιπλέον, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων να δύναται να προσδιορισθεί η πραγματική βάση στην οποία στηρίζεται το δεύτερο ερώτημα, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιπροσθέτως της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία,

έχει την έννοια ότι:

εσωτερικός κανόνας δημοτικής αρχής ο οποίος απαγορεύει, γενικώς και αδιακρίτως, στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω αρχής την εμφανή χρήση, στον χώρο εργασίας, οιουδήποτε συμβόλου αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση της εν λόγω αρχής να καθιερώσει, συνεκτιμώντας το δικό της ιδιαίτερο πλαίσιο, ένα απολύτως ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος κανόνας είναι πρόσφορος, αναγκαίος και αναλογικός σε σχέση με το πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων δικαιωμάτων και συμφερόντων που εμπλέκονται.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.