Language of document : ECLI:EU:T:2006:53

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Φεβουαρίου 2006(*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Ένσταση απαραδέκτου – Αγωγή στρεφόμενη κατά των εταίρων εταιρίας»

Στην υπόθεση T-449/04,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μ. Πατακιά, επικουρούμενη από τις M. Μπρα και K. Καπουτζίδου και τον Σ. Χατζηγιάννη, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ενάγουσα,

κατά

Transport Environment Development Systems (Trends), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπουμένης από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

Μάριου Κονταράτου, κατοίκου Αθηνών,

Αναστασίου Τίλλη, κατοίκου Νέου Ηρακλείου (Ελλάδα), εκπροσωπουμένου από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

Γεωργίου Αργυράκου, κατοίκου Αθηνών,

Κωνσταντίνου Πετράκη, κατοίκου Χολαργού (Ελλάδα),

Φωτεινής Κουτρουμπά, κατοίκου Γλυφάδας (Ελλάδα),

εναγομένων,

με αντικείμενο αίτηση της Επιτροπής για να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να επιστρέψουν την οικονομική ενίσχυση την οποία κατέβαλε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα για δύο συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο της εφαρμογής του κοινοτικού προγράμματος «Telematics systems in the area of transport»,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, P. Mengozzi και I. Wiszniewska-Białecka, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1       Η εναγόμενη εταιρία είναι ελληνική αστική εταιρία, συσταθείσα σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, με την από 5 Σεπτεμβρίου 1991 σύμβαση που συνήφθη από τους Α. Τίλλη, Μ. Κονταράτο, Γ. Αργυράκο, Κ. Πετράκη, Ρόκο και Φ. Κουτρουμπά, υπό την επωνυμία «Τάσεις» και στην αγγλική γλώσσα «Trends – Transport Environment Development Systems» (στο εξής: Trends), με έδρα στην Ελλάδα.

2       Στις 10 Μαρτίου 1992 και στις 23 Ιουνίου 1994, η Trends και άλλοι συμβαλλόμενοι συνήψαν με την Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, δύο συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καλούμενες, αντιστοίχως, «BATT» (σύμβαση υπ’ αριθ. V2029, στο εξής: σύμβαση BATT) και «MIRO» (σύμβαση υπ’ αριθ. V2060, στο εξής: σύμβαση MIRO). Η σύμβαση BATT, στο πλαίσιο της οποίας η Trends ήταν επίσης συντονίστρια του σχεδίου, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, ενώ η σύμβαση MIRO διέπεται από το ισπανικό δίκαιο. Οι δύο συμβάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της αποφάσεως 88/416/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1988, σχετικά με ένα κοινοτικό πρόγραμμα στον τομέα της εφαρμογής της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών στις οδικές μεταφορές (DRIVE) (ΕΕ L 206, σ. 1).

3       Το άρθρο 12 του παραρτήματος ΙΙ των συμβάσεων αυτών, οι οποίες τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν στη συνέχεια με σύμβαση της 3ης Ιουνίου 1994 (όσον αφορά τη σύμβαση BATT) και με σύμβαση της 30ής Δεκεμβρίου 1994 (όσον αφορά τη σύμβαση MIRO), περιέχει ρήτρα διαιτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, η οποία έχει ως εξής:

«Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφαίνεται επί των διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν στο πλαίσιο της παρούσας συμβάσεως.»

4       Σύμφωνα με το άρθρο 4 καθεμίας από τις συμβάσεις αυτές, η Επιτροπή κατέβαλε διαδοχικά στον συντονιστή κάθε σχεδίου, ως οικονομική ενίσχυση, προκαταβολές και μερικές καταβολές, από τις οποίες η Trends εισέπραξε το μερίδιο που της αναλογούσε.

5       Από τους οικονομικούς ελέγχους που διενήργησαν το Ελεγκτικό Συνέδριο, από τις 7 έως τις 11 Οκτωβρίου 1996, και η μονάδα συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης (UCLAF), από τις 7 έως τις 10 Οκτωβρίου 1997, σχετικά με την εκτέλεση των συμβάσεων στις οποίες μετείχε η Trends, προέκυψε ότι η εναγόμενη εταιρία είχε διαπράξει οικονομικές παραβάσεις.

6       Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ της Trends και της Επιτροπής, η εναγόμενη εταιρία δεν συμφωνεί με τα πορίσματα των ως άνω οικονομικών ελέγχων.

7       Στις 26 Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε κατά της Trends την υπ’ αριθ. 98006933A εντολή πληρωμής για ένα μέρος των ποσών που η εν λόγω εταιρία είχε εισπράξει στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων.

8       Κατόπιν πολλών αιτήσεων της Επιτροπής, με τις οποίες κάλεσε την Trends να επιστρέψει την αδικαιολογήτως εισπραχθείσα οικονομική ενίσχυση, η εν λόγω εταιρία, με έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2000, αμφισβήτησε τα πορίσματα της UCLAF, τα οποία θεώρησε αυθαίρετα, καθώς και την οφειλή της προς την Επιτροπή, και αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση επί της διαφοράς, πράγμα το οποίο θα δεχόταν μόνον ενώπιον ουδέτερης αρχής.

9       Στις 5 Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή επέδωσε στην Trends «εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία», με την οποία την κάλεσε να εξοφλήσει το ποσό της οφειλής της, αυξημένο κατά τους νόμιμους και συμβατικούς τόκους καθώς και κατά τους τόκους υπερημερίας από την επομένη της λήξεως της προθεσμίας εξοφλήσεως της οφειλής αυτής, ήτοι από 1ης Ιανουαρίου 1999.

10     Δεδομένου ότι το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2003, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ, την υπό κρίση αγωγή τόσο κατά της Trends όσο και κατά των πέντε εταίρων της ατομικώς.

12     Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2003, ένας από τους εναγομένους, ο Α. Τίλλης, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, αντλούμενη από πρόδηλη αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού του Διαδικασίας, στο μέτρο που η αγωγή στρεφόταν κατ’ αυτού.

13     Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 10 Φεβρουαρίου 2004.

14     Η διαδικασία επί της ουσίας συνεχίστηκε μεταξύ της Επιτροπής και της Trends με την υποβολή υπομνημάτων αντικρούσεως, απαντήσεως και ανταπαντήσεως, τα οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2003, στις 10 Φεβρουαρίου 2004 και στις 24 Μαΐου 2004 αντιστοίχως. Κατόπιν της εκ μέρους της Trends καταθέσεως του υπομνήματος ανταπαντήσεως, η Γραμματεία του Δικαστηρίου πληροφόρησε τους διαδίκους ότι η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 24 Μαΐου 2004.

15     Δεδομένου ότι οι λοιποί εναγόμενοι, ήτοι οι Μ. Κονταράτος, Γ. Αργυράκος, Κ. Πετράκης και Φ. Κουτρουμπά δεν κατέθεσαν υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή, με το υπόμνημα απαντήσεως, ζήτησε να καταδικαστούν ερήμην.

16     Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2004, το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5).

17     Με το δικόγραφο της αγωγής η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή στο σύνολό της·

–       να υποχρεώσει την εναγόμενη εταιρία και τους εταίρους της να επιστρέψουν στην Επιτροπή το σύνολο των προκαταβολών που αδικαιολογήτως εισέπραξε η εναγόμενη εταιρεία από την Κοινότητα δυνάμει των επίδικων συμβάσεων, ήτοι συνολικό ποσό 195 435 ευρώ, πλέον των συμβατικών τόκων από της καταβολής των μη οφειλόμενων ποσών, ή, επικουρικώς, πλέον των τόκων υπερημερίας που οφείλονται στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) 3418/93 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77), με επιτόκιο 5,50 %, από την 31η Δεκεμβρίου 1998 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής της εναγομένης εταιρίας·

–       να καταδικάσει τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα.

18     Με την ένσταση απαραδέκτου ο Α. Τίλλης ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω της πρόδηλης αναρμοδιότητας του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί της αγωγής στο μέτρο που στρέφεται κατ’ αυτού·

–       επικουρικώς, σε περίπτωση απορρίψεως της ενστάσεως απαραδέκτου ή ενώσεως και συνεκδικάσεώς της με την ουσία της υποθέσεως, να του χορηγήσει προθεσμία για να υποβάλει το υπόμνημά του αντικρούσεως·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19     Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου στο σύνολό της·

–       να καταδικάσει τον Α. Τίλλη στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε ο Α. Τίλλης

20     Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου, της ελλείψεως αρμοδιότητας ή επί παρεµπίπτοντος ζητήµατος, χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Στην περίπτωση αυτή, όπως διευκρινίζει η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου, το Πρωτοδικείο αποφασίζει επί της αιτήσεως ή την εξετάζει μαζί µε την ουσία της υποθέσεως.

21     Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, οπότε δεν χρειάζεται να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

22     Ο Α. Τίλλης υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο στερείται δικαιοδοσίας για να εκδικάσει τη διαφορά του με την Επιτροπή, καθότι οι ρήτρες διαιτησίας περιλαμβάνονται σε συμβάσεις στις οποίες δεν έχει συμβληθεί ο ίδιος και τις οποίες δεν έχει υπογράψει ατομικώς. Ο Α. Τίλλης επισημαίνει ότι μόνον η Trends μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβαλλόμενος των επίδικων συμβάσεων. Τονίζει ότι ο ίδιος δεν έχει αναγνωρίσει τη βάσει του άρθρου 238 ΕΚ αρμοδιότητα ούτε στο Πρωτοδικείο ούτε στο Δικαστήριο.

23     Ο Α. Τίλλης διευκρινίζει ότι η Trends είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα αστική εταιρία έχουσα νομική προσωπικότητα διαφορετική από την προσωπικότητα εκάστου των εταίρων της και ότι, επιπλέον, είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά την έννοια των άρθρων 70 και 71 του ελληνικού αστικού κώδικα. Ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι είναι εταίρος της Trends δεν τον καθιστά αυτοδικαίως αντισυμβαλλόμενο της Επιτροπής.

24     Ο Α. Τίλλης προσθέτει ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή με το δικόγραφο της αγωγής, όσον αφορά την ευθύνη των εταίρων της Trends, δεν μπορεί παρά να αφορά την περίπτωση στην οποία η Trends αδυνατεί να εξοφλήσει τα χρέη που ανέλαβε, βάσει συμβάσεως, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της.

25     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 238 ΕΚ, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, όπως αυτή ερμηνεύεται στο πλαίσιο της συμβάσεως στην οποία περιέχεται, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου της συμβάσεως, της βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών και της καλής τους πίστεως.

26     Εκτιμά ότι η ρήτρα διαιτησίας μπορεί να αντιταχθεί κατά του Α. Τίλλη, καθόσον η απαίτηση και η επιστροφή του καταβληθέντος από την Επιτροπή ποσού, καθώς και η σχετική με την απαίτηση της Επιτροπής ευθύνη των εταίρων, συνιστούν αναντίρρητα διαφορά σχετιζόμενη με την εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων.

27     Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι η απορρέουσα από το άρθρο 9, παράγραφος 9, του καταστατικού της Trends προσωπική δέσμευση των εταίρων να αναλάβουν όλες τις «υποχρεώσεις που γεννήθηκαν έναντι τρίτων από τη διαχείριση ή την αντιπροσώπευση της εταιρείας» διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο προκειμένου η Trends να γίνει δεκτή ως συμβαλλόμενη στις επίδικες συμβάσεις.

28     Τέλος, η Επιτροπή προσθέτει ότι η αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή έναντι των εταίρων της Trends πηγάζει και δικαιολογείται από τη γενική αρχή που είναι κοινή στα δίκαια των κρατών μελών, κατά την οποία οι εξ ιδίας ή συναφούς αιτίας ενεχόμενοι μπορούν να εναχθούν ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, ως ομοδικούντες διάδικοι, και τούτο για λόγους οικονομίας της δίκης, αρχή «γενόμενη δεκτή από όλα τα δίκαια». Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Επιτροπή παραπέμπει στις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, καθώς και στις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

29     Κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα των κοινοτικών δικαστηρίων να επιληφθούν, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, διαφοράς σχετικής με την εν λόγω σύμβαση κρίνεται μόνο βάσει των διατάξεων του άρθρου 238 ΕΚ και των όρων της ρήτρας διαιτησίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1992, C‑209/90, Επιτροπή κατά Feilhauer, Συλλογή 1992, σ. I‑2613, σκέψη 13). Η αρμοδιότητα αυτή συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek, Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 11).

30     Η νομολογία καθιστά, επίσης, σαφές ότι μόνον τα μέρη συμβάσεως που περιέχει ρήτρα διαιτησίας νομιμοποιούνται ενεργητικώς ή παθητικώς σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής δυνάμει του άρθρου 238 EK (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1976, 23/76, Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon Italia, Συλλογή τόμος 1976, σ. 649, σκέψη 31). Επομένως, ελλείψει βουλήσεως των μερών να αναγνωρίσουν την αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να αποφανθεί επί συμβατικής διαφοράς, τούτο δεν μπορεί να δεχθεί να επιληφθεί της διαφοράς αυτής (βλ, κατ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Πρωτοδικείου της 3ης Οκτωβρίου 1997, T‑186/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1633, σκέψη 46), διότι, άλλως, θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων την εκδίκαση του απονέμει περιοριστικά το άρθρο 240 ΕΚ, το οποίο αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια την κοινού δικαίου αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται διαφορών στις οποίες η Κοινότητα είναι διάδικος (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1987, 133/85 έως 136/85, Rau κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 2289, σκέψη 10, και προπαρατεθείσα διάταξη Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, σκέψη 47).

31     Εν προκειμένω, οι επίδικες συμβάσεις, οι οποίες περιέχουν ρήτρα διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ, συνήφθησαν εξ ονόματος της Trends από τον Α. Τίλλη, εκπρόσωπο της αστικής εταιρίας με την ιδιότητά του ως managing director (διευθύνοντος συμβούλου) (σύμβαση BATT) ή ως chairman of the board (προέδρου του διοικητικού συμβουλίου) (σύμβαση MIRO). Αντιθέτως, τις συμβάσεις αυτές δεν τις υπέγραψε ατομικώς κανένας από τους εταίρους, ούτε και ο Α. Τίλλης, και δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτές καμία ρήτρα βάσει της οποίας να μπορούν οι εταίροι να θεωρηθούν ως συμβαλλόμενοι.

32     Επομένως, ανακύπτει το ζήτημα αν, βάσει των διατάξεων του νόμου που έχει εφαρμογή στην εναγόμενη εταιρία, καθώς και βάσει του καταστατικού της, οι συμβάσεις BATT και MIRO μπορούν να θεωρηθούν δεσμευτικές όχι μόνο για την Trends αλλά και για τους εταίρους της.

33     Από τη νομολογία προκύπτει ότι το στοιχείο που καθορίζει το εφαρμοστέο στις εταιρίες δίκαιο ορίζεται είτε σύμφωνα με τη θεωρία της συστάσεως της εταιρίας (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C‑294/02, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑2175, σκέψη 60) είτε σύμφωνα με τη θεωρία της έδρας (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2001, C‑77/99, Επιτροπή κατά Oder-Plan Architektur κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑7355, σκέψη 28). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Trends συστάθηκε σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και εδρεύει στην Ελλάδα, το επίδικο ζήτημα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξεταστεί βάσει του ελληνικού δικαίου.

34     Κατ’ αρχάς, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του καταστατικού της, η Trends συστάθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 741 έως 784 του ελληνικού αστικού κώδικα ως μη κερδοσκοπική αστική εταιρία και διαθέτει νομική προσωπικότητα. Ακολούθως, τα άρθρα 5 και 9 του καταστατικού της ορίζουν ότι ο πρόεδρος της Trends είναι το αρμόδιο βάσει του καταστατικού όργανο για να εκπροσωπεί την εταιρία έναντι τρίτων.

35     Οι προαναφερθείσες διατάξεις του ελληνικού αστικού κώδικα δεν διευκρινίζουν αν οι εταίροι αστικής εταιρίας αυτού του είδους μπορούν να θεωρηθούν ως συμβαλλόμενοι σε συμβάσεις που έχει συνάψει ο εκπρόσωπος της εταιρίας εξ ονόματός της.

36     Από τα άρθρα 741 έως 783 του ελληνικού αστικού κώδικα, τα οποία διέπουν το δίκαιο των αστικών εταιριών, προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, κάθε δραστηριότητα αστικής εταιρίας πραγματοποιείται εξ ονόματος και για λογαριασμό όλων των εταίρων.

37     Εντούτοις, το άρθρο 784 του ελληνικού αστικού κώδικα προβλέπει ότι η αστική εταιρία μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Αν η αστική εταιρία έχει νομική προσωπικότητα, η σύναψη συμβάσεως από τον εκπρόσωπό της σημαίνει ότι μόνον η εταιρία, και όχι οι εταίροι της, είναι μέρος της συμβάσεως.

38     Εν προκειμένω, η Trends είναι αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα και ο Α. Τίλλης, όπως υποστηρίζει χωρίς να αντικρούεται επ’ αυτού από την Επιτροπή, συνήψε τις επίδικες συμβάσεις ως εκπρόσωπος της Trends. Συνεπώς, ο Α. Τίλλης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβαλλόμενος στις επίδικες συμβάσεις.

39     Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι, σύμφωνα με την κοινή βούληση των μερών, οι εταίροι πρέπει επίσης να θεωρούνται ως συμβαλλόμενοι στις επίδικες συμβάσεις.

40     Ειδικότερα, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 9, του καταστατικού της Trends, με τις οποίες διευκρινίζεται ότι οι υποχρεώσεις που γεννήθηκαν έναντι τρίτων λόγω της διαχειρίσεως ή της εκπροσωπήσεως της Trends βαρύνουν όλους του εταίρους κατά τον λόγο της εισφοράς τους στο εταιρικό κεφάλαιο, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο προκειμένου η εταιρία να γίνει δεκτή ως συμβαλλόμενη στις επίδικες συμβάσεις. Ακόμη και αν αποδειχθεί το γεγονός αυτό, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο εταίρος αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα καθίσταται συμβαλλόμενος σε σύμβαση συναφθείσα από εκπρόσωπο της εταιρίας αυτής.

41     Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου έναντι των εταίρων της Trends στηρίζεται στη γενική αρχή που είναι κοινή στο δίκαιο των κρατών μελών, κατά την οποία οι εξ ιδίας ή συναφούς αιτίας ενεχόμενοι μπορούν να εναχθούν ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, ως ομοδικούντες διάδικοι, για λόγους οικονομίας της δίκης. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αρχή δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση όπως η επίδικη στην οποία, λαμβανομένης υπόψη της ρήτρας διαιτησίας και των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων, καθώς και του καταστατικού της εταιρίας, είναι προφανές ότι οι εταίροι δεν πρέπει να θεωρηθούν ως συμβαλλόμενοι στις επίδικες συμβάσεις. Κατά συνέπεια, είναι επίσης αλυσιτελής η παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 44/2001, που κατά τα λοιπά δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής.

42     Επομένως, η Επιτροπή δεν κατάφερε να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της υπό κρίση υποθέσεως, δεν ισχύει το προαναφερθέν στη σκέψη 38 συμπέρασμα, ήτοι ότι ο Α. Τίλλης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβαλλόμενος στις επίδικες συμβάσεις. Επομένως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 30 νομολογία, ο Α. Τίλλης δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του εναγομένου στην υπό κρίση αγωγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 238 ΕΚ. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής καθόσον αυτή στρέφεται κατά του Α. Τίλλη και, ως εκ τούτου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο μέτρο που στρέφεται κατ’ αυτού.

 Επί του παραδεκτού της αγωγής καθόσον αυτή στρέφεται κατά των λοιπών εταίρων της Trends

43     Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί, οποτεδήποτε, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως.

44     Εν προκειμένω, η αγωγή της Επιτροπής στρέφεται κατά της Trends και καθ’ όλων των εταίρων της, ήτοι πλην του Α. Τίλλη, και κατά των Μ. Κονταράτου, Γ. Αργυράκου, Κ. Πετράκη και Φ. Κουτρουμπά. Επομένως, πρέπει, δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της αγωγής, σε σχέση με την παθητική νομιμοποίηση των εν λόγω προσώπων.

45     Δεδομένου, όμως, ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο μέτρο που στρέφεται κατά του Α. Τίλλη, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη, για τους ίδιους λόγους, και ως προς τους λοιπούς εταίρους της Trends.

 Επί των δικαστικών εξόδων

46     Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, απόφαση για τα έξοδα λαμβάνεται με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη. Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη περατώνει τη δίκη ως προς τους Α. Τίλλη, Μ. Κονταράτο, Γ. Αργυράκο, Κ. Πετράκη και Φ. Κουτρουμπά, πρέπει να εκδοθεί απόφαση σχετική με τα έξοδα της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε ο Α. Τίλλης.

47     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, μόνον ο Α. Τίλλης έλαβε μέρος στη διαδικασία και υπέβαλε αίτημα σχετικό με τα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Α. Τίλλη.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, καθόσον αυτή στρέφεται κατά των Α. Τίλλη, Μ. Κονταράτου, Γ. Αργυράκου, Κ. Πετράκη και της Φ. Κουτρουμπά.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Α. Τίλλης σχετικά με την ένσταση απαραδέκτου.

Λουξεμβούργο, 17 Φεβρουαρίου 2006

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.