Language of document : ECLI:EU:T:2022:112

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 2ας Μαρτίου 2022 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Συμφωνία επιχορήγησης συναφθείσα στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία “Ορίζων 2020” – Καταγγελία της συμφωνίας – Επαγγελματικό παράπτωμα – Ιδιότητα του δικαιούχου της επιχορήγησης ή προσώπου το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του δικαιούχου»

Στην υπόθεση T‑688/19,

VeriGraft AB, με έδρα το Γκέτεμποργκ (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από την P. Hansson και τον A. Johansson, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Εκτελεστικού Οργανισμού για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Καινοτομίας και τις ΜΜΕ, εκπροσωπούμενου από την A. Galea, επικουρούμενη από τον D. Waelbroeck και την A. Duron, δικηγόρους,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με αίτημα να διαπιστωθεί η ακυρότητα της καταγγελίας από τον Εκτελεστικό Οργανισμό για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (EASME) της συμφωνίας επιχορήγησης του έργου «Εξατομικευμένες φλέβες που παρασκευάζονται διά της μηχανικής ιστών ως πρώτη θεραπεία για ασθενείς με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια-P-TEV» (Personalized Tissue-Engineered Veins as the first Cure for Patients with Chronic Venous Insufficiency-P-TEV), η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του μέσου στήριξης της καινοτομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα και την καινοτομία «Ορίζων 2020» (2014-2020),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, VeriGraft AB, είναι σουηδική εταιρία βιοτεχνολογίας η οποία ιδρύθηκε το 2005 με την επωνυμία NovaHep AB από τους A και B, καθηγητές στο Ινστιτούτο Karolinska της Στοκχόλμης (Σουηδία). Έχοντας αρχικά ειδικευθεί στη χρήση βλαστοκυττάρων, περιήλθε σε αδράνεια λόγω χρηματοοικονομικών δυσχερειών το 2011, προτού μετεγκατασταθεί στο Γκέτεμποργκ (Σουηδία) το 2012. Η προσφεύγουσα τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία το 2014 κατόπιν εισόδου και συμμετοχής νέων μετόχων στο εταιρικό της κεφάλαιο και ειδικεύεται πλέον στον τομέα της ανάπτυξης εξατομικευμένων μοσχευμάτων τα οποία παρασκευάζονται διά της μηχανικής ανθρώπινων ιστών και προορίζονται για χρήση στην αναγεννητική ιατρική. Η αναγεννητική ιατρική είναι κλάδος της ιατρικής ο οποίος έχει ως σκοπό την αντικατάσταση ή αποκατάσταση ανθρώπινων κυττάρων ή την ανάπλαση ιστών ή οργάνων προκειμένου να αποκατασταθεί η φυσιολογική λειτουργία τους. Η A, που αρχικά κατείχε το 41 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας, μεταβίβασε σταδιακά από το 2014 το σύνολο των μετοχών της. Διετέλεσε επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας έως τον Ιούλιο του 2015 και στη συνέχεια εργάσθηκε στην εταιρία αυτή με μειωμένο ωράριο έως την καταγγελία της σύμβασής της εργασίας την 1η Οκτωβρίου 2016. Η προσφεύγουσα φέρει τη σημερινή επωνυμία της από τον Αύγουστο του 2017.

 Έρευνα του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ και της CEPN για την Α και την ερευνητική ομάδα της

2        Τον Μάρτιο του 2016 το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ ανέθεσε σε ειδική επιτροπή να ερευνήσει ισχυρισμούς σε βάρος εργαζομένων, και συγκεκριμένα της A και άλλων μελών της ερευνητικής ομάδας της, για πλημμελή διεξαγωγή ερευνών σε σχέση με δέκα πανεπιστημιακά άρθρα τα οποία είχαν δημοσιευθεί την περίοδο μεταξύ 2010 και 2015. Η επιτροπή αυτή, η οποία ήταν επιφορτισμένη να διατυπώσει συστάσεις στον Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ, ζήτησε συναφώς τη γνώμη της Centrala Etikprövningsnämnden (Κεντρικής επιτροπής δεοντολογίας της Σουηδίας) (στο εξής: CEPN). Η CEPN γνωμοδότησε τον Μάρτιο του 2018 και η ειδική επιτροπή διατύπωσε τις συστάσεις της στον Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ τον Ιούνιο του 2018. Τόσο η CEPN όσο και η ειδική επιτροπή διαπίστωσαν πλημμελή διεξαγωγή των ερευνών στην περίπτωση οκτώ από τα δέκα επίμαχα άρθρα. Ειδικότερα, η CEPN διαπίστωσε συστηματικές ελλείψεις όσον αφορά τη σύνθεση και τη λειτουργία της ερευνητικής ομάδας της A και ένα σχεδόν δυσλειτουργικό ερευνητικό περιβάλλον: δεν είχε διοργανωθεί δεόντως καμία συνάντηση ενώ διάφορα πρόσωπα είχαν προσέλθει και αποχωρήσει, συχνά για απροσδιόριστους λόγους. Η CEPN επέκρινε δριμύτατα την ερευνητική κουλτούρα που επικρατούσε στην ομάδα της Α και έκρινε, επίσης, ότι οι εσφαλμένες εικόνες που υπήρχαν σε οκτώ από τα δέκα άρθρα, τα οποία είχαν αποτελέσει το αντικείμενο της έρευνας, άφηναν να εννοηθεί ότι τα σοβαρά σφάλματα που είχαν διαπιστωθεί δεν οφείλονταν μόνο σε αμέλεια, αλλά ήταν στην πραγματικότητα εσκεμμένα. Ο Αντιπρύτανης ακολούθησε τη σύσταση της ειδικής επιτροπής διαπιστώνοντας πλημμελή διεξαγωγή των ερευνών με απόφαση που εξέδωσε τον Ιούνιο του 2018. Ο Αντιπρύτανης ζήτησε επίσης από το πειθαρχικό κυβερνητικό όργανο την απόλυση της A. Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2018, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε διότι η πλημμελής διεξαγωγή ερευνών «βάσει συνολικής αξιολόγησης των συγκεκριμένων επιμέρους στοιχείων της υπόθεσης» δεν συνιστούσε επαρκή λόγο απόλυσης.

 Πρόγραμμα-πλαίσιο Ορίζων 2020 και μέσο στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ

3        Το πρόγραμμα-πλαίσιο «Ορίζων 2020» για την έρευνα και την καινοτομία (2014‑2020) (στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο Ορίζων 2020) θεσπίστηκε, βάσει των άρθρων 173 και 182 ΣΛΕΕ, με τον κανονισμό (ΕΕ) 1291/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων 2020» για την έρευνα και την καινοτομία (2014-2020) και την κατάργηση της απόφασης 1982/2006/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 347, σ. 104). Ο κανονισμός αυτός καθορίζει, κατά το άρθρο 1, το πλαίσιο που διέπει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ευρωπαϊκή επιστημονική και τεχνολογική βάση και προωθώντας οφέλη για την κοινωνία, καθώς και καλύτερη αξιοποίηση του οικονομικού και βιομηχανικού δυναμικού των πολιτικών καινοτομίας, έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης.

4        Μεταξύ των ειδικών πεδίων δράσης που καλύπτονται από το πρόγραμμα-πλαίσιο «Ορίζων 2020» είναι η συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στην έρευνα και στην καινοτομία. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 1291/2013, θα δημιουργηθεί ένα μέσο στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ απευθυνόμενο σε όλους τους τύπους ΜΜΕ με δυναμικό καινοτομίας υπό την ευρεία έννοια, το οποίο θα επιβλέπει ενιαίος φορέας διαχείρισης.

5        Το μέσο στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ εξειδικεύεται με την απόφαση 2013/743/ΕΕ του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του ειδικού προγράμματος υλοποίησης του προγράμματος Ορίζων 2020 – Πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία (2014 – 2020) και για την κατάργηση των αποφάσεων 2006/971/ΕΚ, 2006/972/ΕΚ, 2006/973/ΕΚ, 2006/974/ΕΚ και 2006/975/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 347, σ. 965).

 Ανάθεση στον EASME της κεντρικής διαχείρισης του μέσου στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ

6        Ο Εκτελεστικός Οργανισμός για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (EASME), ο οποίος μετονομάσθηκε από 1ης Απριλίου 2021 σε Εκτελεστικό Οργανισμό για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Καινοτομίας και τις MME (Eismea), συστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2014, με την εκτελεστική απόφαση 2013/771/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για την κατάργηση των αποφάσεων 2004/20/ΕΚ και 2007/372/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 341, σ. 73), σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ 2003, L 11, σ. 1). Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 58/2003, ο εν λόγω οργανισμός είχε νομική προσωπικότητα.

7        Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εκτελεστικής απόφασης 2013/771 προκύπτει ότι ο EASME ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή ορισμένων μερών του προγράμματος-πλαισίου Ορίζων 2020. Η Επιτροπή, με την απόφαση C (2013) 9414 τελικό, της 23ης Δεκεμβρίου 2013, περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων στον EASME για την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με την εφαρμογή προγραμμάτων της Ένωσης στους τομείς της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της δράσης για το κλίμα, της ανταγωνιστικότητας και των ΜΜΕ, της έρευνας και της καινοτομίας και των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, τα οποία περιλαμβάνουν, ιδίως, την εκτέλεση πιστώσεων εγγεγραμμένων στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, ανέθεσε στον EASME την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων διαχείρισης του μέσου στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ. Όπως προκύπτει από το παράρτημα I της απόφασης αυτής, στα καθήκοντα αυτά συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση των προτάσεων για τη λήψη χρηματοδοτικής στήριξης στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ, καθώς και η προετοιμασία, η σύναψη και η παρακολούθηση της εκτέλεσης των συμφωνιών επιχορήγησης από τους δικαιούχους.

 Διοικητική διαδικασία

8        Στις 6 Απριλίου 2017 ο EASME δημοσίευσε την πρόσκληση υποβολής προτάσεων «H2020-SMEINST‑2-2016-2017», προς στήριξη, μεταξύ άλλων, των καινοτόμων ΜΜΕ στον τομέα της βιοτεχνολογίας για την ανθρώπινη υγεία.

9        Η προσφεύγουσα υπέβαλε πρόταση η οποία αφορούσε το στάδιο 2 του μέσου στήριξης της καινοτομίας στις ΜΜΕ με άξονα την εμπορική προώθηση ενός εξατομικευμένου καρδιαγγειακού προϊόντος που αντιστοιχούσε στο έργο «Εξατομικευμένες φλέβες που παρασκευάζονται διά της μηχανικής ιστών ως πρώτη θεραπεία για ασθενείς με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια-P-TEV» (Personalized Tissue Engineered Veins as the first Cure for Patients with Chronic Venous Insufficiency-P-TEV) (στο εξής: έργο P-TEV) και ήταν ενδεδειγμένο για τη θεραπεία ασθενών που πάσχουν από σοβαρή χρόνια φλεβική ανεπάρκεια.

10      Η πρόταση που υπέβαλε η προσφεύγουσα συνίστατο στην αξιολόγηση της σκοπιμότητας, της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της μεταμόσχευσης αγγείων ή φλεβών, που θα παρασκευάζονταν διά της μηχανικής ιστών, σε δώδεκα ασθενείς με σοβαρή χρόνια φλεβική ανεπάρκεια στα κάτω άκρα τους. Τούτο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τη λήψη αγγείων από αποβιώσαντα άτομα, τη συλλογή δείγματος περιφερικού αίματος από τους ασθενείς για λήψη κυττάρων, την αποκυτταροποίηση και στη συνέχεια την ανακυτταροποίηση των ληφθέντων ή παρασκευασμένων διά της μηχανικής αγγείων, τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων υπό γενική αναισθησία, τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας και την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών μετεγχειρητικά. Όλες οι έρευνες έπρεπε αρχικά να διεξαχθούν στη Νορβηγία και στη Σουηδία.

11      Η πρόταση της προσφεύγουσας περιείχε, στο τμήμα 4, παραπομπές στις πλέον πρόσφορες για το περιεχόμενο του έργου P-TEV επιστημονικές δημοσιεύσεις, ήτοι:

–        […], […], […], […], […], […], [A], […], «Successful tissue engineering of competent allogeneic venous valves», Journal of Vascular Surgery: Venous and Lymphatic Disorders, 2015, τεύχος 4, σ. 421-443·

–        […], […], […], […], […], […], […], […], [A], «In Vivo Application of Tissue-Engineered Veins Using Autologous Peripheral Whole Blood: A Proof of Concept Study», EBioMedicine, 2014, τεύχος 1, σ. 72-79·

–        […], […], […], […], […], […], […], […], […], [A], «Transplantation of an allogeneic vein bioengineered with autologous stem cells: a proof-of-concept study», Lancet, 2012, αριθ. 9838, σ. 230-237.

12      Τον Μάιο του 2017, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης που διεξήχθη από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και αφορούσε τα τμήματα 1 έως 3 της πρότασης της προσφεύγουσας, ο EASME επέλεξε την εν λόγω πρόταση για την παροχή επιχορήγησης.

 Συμφωνία επιχορήγησης

13      Στις 9 Αυγούστου 2017 η προσφεύγουσα, αφενός, και η Ένωση, εκπροσωπούμενη από τον EASME, αφετέρου, συνήψαν συμφωνία επιχορήγησης του έργου P-TEV, η οποία έφερε τον αριθμό 778620 (στο εξής: συμφωνία επιχορήγησης).

14      Βάσει των άρθρων 2 έως 5 της συμφωνίας επιχορήγησης, η προσφεύγουσα έλαβε επιχορήγηση ύψους 2 184 603,75 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο για το έργο P-TEV, η εκτέλεση του οποίου έπρεπε να αρχίσει την 1η Σεπτεμβρίου 2017 και να διαρκέσει 24 μήνες.

15      Το άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης αφορά την τήρηση των αρχών δεοντολογίας.

16      Συγκεκριμένα, το άρθρο 34.1 της συμφωνίας επιχορήγησης ορίζει τα εξής:

«Ο δικαιούχος οφείλει να υλοποιήσει τη δράση τηρώντας:

α)      τις αρχές δεοντολογίας (συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων προτύπων ακεραιότητας της έρευνας) που διαλαμβάνονται, για παράδειγμα, στον ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας για την ακεραιότητα της έρευνας, και στις οποίες περιλαμβάνεται, ειδικότερα, η αποχή από κάθε είδους κατασκευή αποτελεσμάτων, παραποίηση στοιχείων, λογοκλοπή ή άλλη πλημμελή συμπεριφορά κατά την έρευνα)· και

β)      το ισχύον διεθνές, ενωσιακό και εθνικό δίκαιο.

[…]»

17      Το άρθρο 34.2 της συμφωνίας επιχορήγησης διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του δικαιούχου στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που εγείρουν ζητήματα δεοντολογίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

«Οι δραστηριότητες που εγείρουν δεοντολογικά ζητήματα πρέπει να συμμορφώνονται με τις “απαιτήσεις δεοντολογίας” του παραρτήματος 1.

Πριν από την έναρξη δραστηριότητας που εγείρει ζήτημα δεοντολογίας, ο δικαιούχος οφείλει να υποβάλει […] στον [EASME] αντίγραφο των ακόλουθων εγγράφων:

α)      τυχόν γνωμοδοτήσεων της επιτροπής δεοντολογίας που απαιτούνται βάσει του εθνικού δικαίου· και

β)      τυχόν κοινοποιήσεων ή αδειών για δραστηριότητες που εγείρουν δεοντολογικά ζητήματα, οι οποίες απαιτούνται βάσει του εθνικού δικαίου.

[…]»

18      Κατά το άρθρο 34.4 της συμφωνίας επιχορήγησης, αν ο δικαιούχος αθετήσει οιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 34.1 και 34.2 της εν λόγω συμφωνίας, μπορεί να μειωθεί η επιχορήγηση και να καταγγελθεί η συμφωνία. Η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών μπορεί επίσης να οδηγήσει στη λήψη οιουδήποτε άλλου μέτρου διαλαμβανόμενου στο κεφάλαιο 6 της συμφωνίας επιχορήγησης.

19      Το άρθρο 50.3 της συμφωνίας επιχορήγησης αφορά την καταγγελία της εν λόγω συμφωνίας από τον EASME.

20      Κατά το άρθρο 50.3.1 της συμφωνίας επιχορήγησης, ο EASME μπορεί να καταγγείλει τη συμφωνία εάν:

«[…]

στ)      ο δικαιούχος (ή φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να τον εκπροσωπεί ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός του) έχει υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οιοδήποτε μέσο·

[…]

ιβ)      ο δικαιούχος (ή φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να τον εκπροσωπεί ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός του) έχει διαπράξει κατά τη διαδικασία για την παροχή επιχορήγησης ή στο πλαίσιο της συμφωνίας:

–        i)      ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες, απάτη ή

–        ii)      σοβαρή παράβαση υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της πλημμελούς υλοποίησης της δράσης, της υποβολής ψευδών στοιχείων, της μη παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών, της παραβίασης των αρχών δεοντολογίας·

[…]».

21      Η διαδικασία καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης προβλέπεται στο άρθρο 50.3.2 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Πριν καταγγείλει τη συμφωνία, ο [EASME] αποστέλλει στον δικαιούχο επίσημη κοινοποίηση με την οποία:

–        τον ενημερώνει για την πρόθεσή του να καταγγείλει τη συμφωνία και για τους λόγους της καταγγελίας· και

–        τον καλεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας 30 ημερών από τη λήψη της κοινοποίησης και, στην περίπτωση του στοιχείου ιβʹ (ii), ανωτέρω, να ενημερώσει τον [EASME] για τα μέτρα με τα οποία θα διασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της συμφωνίας.

Εάν ο [EASME] δεν λάβει παρατηρήσεις ή αποφασίσει να συνεχίσει τη διαδικασία παρά τις παρατηρήσεις που έλαβε, κοινοποιεί επισήμως στον δικαιούχο επιβεβαίωση της καταγγελίας και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή θα αρχίσει να ισχύει. Διαφορετικά, του κοινοποιεί επισήμως τη διακοπή της διαδικασίας.

Η καταγγελία αρχίζει να ισχύει:

–        στις περιπτώσεις των καταγγελιών βάσει των στοιχείων βʹ, εʹ, ζʹ, ηʹ και ιβʹ (ii) ανωτέρω: την ημέρα που ορίζεται στην κοινοποίηση της επιβεβαίωσης (βλ. ανωτέρω)·

–        στις περιπτώσεις των καταγγελιών βάσει των στοιχείων δʹ, στʹ, θʹ, ιαʹ, ιβʹ (i) και ιγʹ ανωτέρω: την επομένη της παραλαβής από τον συντονιστή της κοινοποίησης της επιβεβαίωσης.»

22      Κατά το άρθρο 57.1 της συμφωνίας επιχορήγησης, «[η] συμφωνία [επιχορήγησης] διέπεται από το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο συμπληρώνεται, εάν είναι απαραίτητο, από το βελγικό δίκαιο».

23      Το άρθρο 57.2 της συμφωνίας επιχορήγησης ορίζει ότι, «[ε]άν μια διαφορά σχετικά με την ερμηνεία, την εφαρμογή ή την ισχύ της συμφωνίας δεν είναι δυνατόν να διευθετηθεί με φιλικό διακανονισμό, το Γενικό Δικαστήριο –ή, επί αναιρέσεως, το Δικαστήριο […]– έχει αποκλειστική δικαιοδοσία» και ότι «[ο]ι σχετικές προσφυγές ασκούνται βάσει του άρθρου 272 [ΣΛΕΕ]».

 Έλεγχος του έργου από τον EASME

24      Το φθινόπωρο του 2018 ο EASME όρισε εξωτερικό ελεγκτή, στον οποίο ανέθεσε να εξετάσει την πρόοδο του έργου P-TEV.

25      Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2018, ο EASME διαβίβασε στην προσφεύγουσα την έκθεση του εξωτερικού ελεγκτή.

26      Η έκθεση του εξωτερικού ελεγκτή, με τίτλο «Σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά τη διάδοση, την εκμετάλλευση και τον δυνητικό αντίκτυπο», ανέφερε τα εξής:

«Το έργο θα έχει πιθανώς αποτελέσματα με σημαντικό άμεσο ή δυνητικό αντίκτυπο στην επόμενη περίοδο αναφοράς (ακόμη και αν δεν έχουν επιτευχθεί όλοι οι στόχοι που διαλαμβάνονται στο παράρτημα 1 της συμφωνίας επιχορήγησης).

Οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες καθυστερήσεις των εργασιών του τμήματος 3 δεν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εν γένει κλινική ανάπτυξη και εμπορική προώθηση των αποτελεσμάτων του έργου.»

27      Η έκθεση του εξωτερικού ελεγκτή ανέφερε επίσης ότι «[ο]ι στόχοι του έργου εξακολουθούν να είναι λυσιτελείς από επιστημονικής και τεχνολογικής απόψεως».

28      Με το έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2018, ο υπεύθυνος στον EASME για το έργο P-TEV ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, «[β]άσει της έκθεσης [του εξωτερικού ελεγκτή], [ο EASME] εκτιμ[ούσε] ότι η υλοποίηση του έργου [P-TEV] ήταν ικανοποιητική» και ότι, «[γ]ια να μην υπάρξει σημαντικός αντίκτυπος μακροπρόθεσμα στην εν γένει κλινική ανάπτυξη και εμπορική προώθηση των [φαρμάκων προηγμένων θεραπειών], συνιστ[ούσε] την παράταση της διάρκειας του έργου χωρίς πρόσθετες δαπάνες, η οποία θα καθιστούσε δυνατή την εκπόνηση της προβλεπόμενης κλινικής μελέτης του σταδίου Ι στο σύνολό της».

29      Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του έτους 2018, ο EASME διενήργησε διάφορους δεοντολογικούς ελέγχους που αφορούσαν το έργο P-TEV. Στην έκθεση που συνέταξε μετά το πέρας του πρώτου δεοντολογικού ελέγχου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε από τις 21 έως τις 23 Φεβρουαρίου 2018, η ορισθείσα από τον EASME ομάδα εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας επισήμανε ορισμένα προβλήματα και συνέστησε τη διενέργεια δεύτερου δεοντολογικού ελέγχου. Μετά το πέρας και του δεύτερου ελέγχου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στις 24 και 25 Μαΐου 2018, η ομάδα εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας επισήμανε στην έκθεσή της ότι η προσφεύγουσα είχε εν μέρει απαντήσει σχετικά με ορισμένα δεοντολογικά ζητήματα τα οποία είχαν ανακύψει κατά τον πρώτο έλεγχο, αλλά ορισμένα άλλα ζητήματα έπρεπε ακόμη να διευθετηθούν, και συνέστησε τη διεξαγωγή τρίτου δεοντολογικού ελέγχου. Ο τρίτος δεοντολογικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε από τις 26 έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2018. Στην έκθεσή της, η ομάδα εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας ανέφερε ότι η προσφεύγουσα είχε επιλύσει ορισμένα από τα ζητήματα δεοντολογίας που είχαν ανακύψει κατά τον δεύτερο έλεγχο, αλλά ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται ορισμένα δεοντολογικά προβλήματα. Ειδικότερα, η έκθεση επισήμαινε ότι απαιτούνταν ορισμένα έγγραφα, όπως οι άδειες κλινικών δοκιμών που περιλαμβάνονταν στα μητρώα κλινικών δοκιμών της Ένωσης για την Ισπανία και τη Λιθουανία, η έγκριση της αρμόδιας επιτροπής δεοντολογίας στην Ισπανία και η πιστοποίηση εργαστηρίου παρασκευής ιστών που προορίζονται για χρήση στον άνθρωπο στην Ισπανία και στη Λιθουανία. Η έκθεση επισήμαινε επίσης ότι όλα τα ζητούμενα έγγραφα έπρεπε να αφορούν ρητά το έργο P-TEV και ότι οι δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων που αφορούσαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των συγγενών δοτών ανθρώπινων ιστών για τους σκοπούς της έρευνας δεν είχαν εξεταστεί επαρκώς και δεν περιελάμβαναν πληροφορίες για τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων και τους μηχανισμούς άσκησής τους, ούτε για το δικαίωμα που είχαν οι συγγενείς να ανακαλέσουν τη συναίνεσή τους.

30      Εξάλλου, η έκθεση ανέφερε ότι διενεργήθηκαν προσφάτως στη Σουηδία επίσημες έρευνες για τυχόν πλημμελή συμπεριφορά κατά τις έρευνες και προβλήματα δεοντολογίας, οι οποίες κατέδειξαν πλημμελή ερευνητική συμπεριφορά κατά τις πρωτοπόρες εργασίες στις οποίες παραπέμπει το έργο Ε-TEV και κατά τις κλινικές εργασίες χάρη στις οποίες είχε αποδειχθεί η ορθότητα της αρχικής ιδέας σχετικά με τις διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω έργου.

31      Κατά την έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας, η κατάσταση αυτή ήγειρε πολλές ανησυχίες για τυχόν μεροληπτική αξιολόγηση της πρότασης της προσφεύγουσας, για τη διαδικασία απόδειξης της ορθότητας της αρχικής ιδέας χωρίς προηγούμενη δέουσα έγκριση, καθώς και για τους υφιστάμενους ή ενδεχόμενους κινδύνους που ελλοχεύουν για τους μελλοντικούς συμμετέχοντες στις έρευνες.

32      Η ομάδα εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση στο σύνολό της εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική και συνέστησε τη διενέργεια νέου δεοντολογικού ελέγχου, εν αναμονή του αποτελέσματος έρευνας για τυχόν παραβάσεις κατά τις έρευνες την οποία διενεργούσε η αρμόδια επιτροπή του EASME.

 Καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης

33      Με έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 2018, ο EASME γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την πρόθεσή του να καταγγείλει τη συμφωνία επιχορήγησης (στο εξής: πρώτο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης). Με το έγγραφο αυτό, ο EASME ανέφερε ότι, κατόπιν του τρίτου δεοντολογικού ελέγχου της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, η ομάδα εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε μεν επιλύσει ορισμένα από τα δεοντολογικά ζητήματα που είχαν προκύψει από τον δεοντολογικό έλεγχο της 24ης Μαΐου 2018, αλλά εξακολουθούσαν να υφίστανται άλλα κρίσιμα δεοντολογικά προβλήματα. Ο EASME επισήμαινε, συναφώς, ρητά τα πέντε πρώτα δεοντολογικά προβλήματα που προσδιορίζονταν στη συνταχθείσα μετά τον τρίτο έλεγχο έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 29 ανωτέρω. Ο EASME διευκρίνιζε ότι εκτιμούσε, συνεπώς, ότι η συμφωνία επιχορήγησης έπρεπε να καταγγελθεί, διότι η προσφεύγουσα είχε «διαπράξει σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεών της στο πλαίσιο της συμφωνίας επιχορήγησης ή κατά τη διαδικασία για την παροχή επιχορήγησης». Ο EASME καλούσε την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή του εγγράφου αυτού.

34      Με έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον EASME τις παρατηρήσεις της επί του πρώτου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης, με τις οποίες αμφισβητούσε τις αιτιάσεις του EASME και υποστήριζε ότι δεν είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από τη συμφωνία επιχορήγησης.

35      Ο EASME ανέθεσε σε εξωτερικό εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας να εκτιμήσει τις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα επί του πρώτου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης. Με την έκθεση που απέστειλε στον EASME στις 11 Δεκεμβρίου 2018, ο εξωτερικός εμπειρογνώμονας σε θέματα δεοντολογίας, αφενός, έλαβε θέση επί των παρατηρήσεων που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα σχετικά με τα δεοντολογικά προβλήματα που είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου P-TEV με το πρώτο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης και, αφετέρου, παρέπεμψε σε έρευνα για πλημμελή συμπεριφορά κατά τη διεξαγωγή των ερευνών η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, κατηγορίες για κατασκευασμένα στοιχεία, ψευδείς δηλώσεις περί δεοντολογικών εγκρίσεων και παραπλανητικές εκθέσεις των αποτελεσμάτων της κλινικής θεραπείας. Ανέφερε επίσης ότι ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ είχε «ζητήσει να αποσυρθούν οκτώ δημοσιευμένα άρθρα ερευνητών που είχαν σχέση με το έργο, μετά την αποκάλυψη από το PubPeer της χρήσης κατασκευασμένων στοιχείων, η οποία στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε από την [CEPN]». Συγκεκριμένα, διευκρινιζόταν ότι ένα από τα άρθρα αυτά, το οποίο περιείχε κατασκευασμένα στοιχεία, βρισκόταν στην κορυφή του καταλόγου των πρόσφορων δημοσιεύσεων για το έργο P-TEV. Η έκθεση παρέπεμπε, στη συνέχεια, για λεπτομερέστερη ανάλυση της έρευνας αυτής και των αποτελεσμάτων της, και για τους συνδέσμους προς το σύνολο της σχετικής τεκμηρίωσης, σε δύο άρθρα που είχαν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο σε ιστολόγιο προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος επιστημονικών ειδήσεων.

36      Στις 18 Φεβρουαρίου 2019 ο EASME απέστειλε στην προσφεύγουσα δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης (στο εξής: δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης). Με το έγγραφο αυτό, ο EASME ανέφερε ότι, αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, ενέμενε στην πρόθεσή του να καταγγείλει τη συμφωνία επιχορήγησης, αλλά για διαφορετικούς λόγους από τους εκτιθέμενους στο πρώτο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης και ότι παρέτεινε, ως εκ τούτου, τη διαδικασία προκαταρκτικής ενημέρωσης. Ο EASME διευκρίνιζε ότι, «[β]άσει δημοσίως διαθέσιμων πληροφοριών, η [CEPN] έκρινε ότι η [A,] (συνιδρυτικό μέλος [της προσφεύγουσας,]) είχε υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα». Ο EASME ανέφερε επίσης ότι δύο από τα έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί στην πρόταση του έργου της προσφεύγουσας ως οι «πλέον πρόσφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις για το περιεχόμενο του έργου P‑TEV» περιείχαν, κατά τη CEPN, στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν το εν λόγω παράπτωμα, και συγκεκριμένα το άρθρο «In Vivo Application of Tissue‑Engineered Veins Using Autologous Peripheral Whole Blood: A Proof of Concept Study», περιοδικό EBioMedicine, 22 Σεπτεμβρίου 2014 (στο εξής: άρθρο του περιοδικού EBioMedicine), και το άρθρο «Transplantation of an allogeneic vein bioengineered with autologous stem cells: a proof-of-concept study», περιοδικό Lancet, 21 Ιουλίου 2012 (στο εξής: άρθρο του περιοδικού Lancet). Κατά τον EASME, η έρευνα της CEPN κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι καταδεικνύονταν συστηματικές ελλείψεις όσον αφορά τη σύνθεση και τη λειτουργία της ερευνητικής ομάδας και ένα σχεδόν δυσλειτουργικό ερευνητικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, δεν είχε διοργανωθεί καμία συνάντηση ενώ διαπιστώθηκε ότι οι εμπλεκόμενοι έρχονταν και έφευγαν συχνά για ανεξήγητους λόγους. Ο EASME προσέθετε ότι η ομάδα εμπειρογνωμόνων είχε επικρίνει δριμύτατα την ερευνητική κουλτούρα της ομάδας της A. Ο EASME θεωρούσε ότι οι διαπιστώσεις αυτές ήγειραν αμφιβολίες ως προς την επαγγελματική ακεραιότητα της A και, κατ’ επέκταση, την επιχειρησιακή ικανότητα της προσφεύγουσας να εφαρμόσει προσηκόντως το έργο και ως προς τη συμμόρφωσή της με τις επιταγές των δημοσιονομικών κανόνων της Ένωσης περί μη αποκλεισμού. Ως εκ τούτου, ο EASME θεωρούσε ότι η συμφωνία επιχορήγησης δεν έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ αλλά έπρεπε να καταγγελθεί για τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης.

37      Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2019, η προσφεύγουσα υπέβαλε στον EASME τις παρατηρήσεις της επί του δεύτερου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης. Η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι η έρευνα που διενήργησε η CEPN αφορούσε ειδικά την Α και την πανεπιστημιακή ερευνητική ομάδα της. Η προσφεύγουσα ανέφερε επίσης ότι δεν ενεπλάκη με οιονδήποτε τρόπο στην έρευνα αυτή, η οποία διεξήχθη και δημοσιεύθηκε πριν από την επανέναρξη των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας στα τέλη του 2015. Η προσφεύγουσα διευκρίνιζε ότι, από την ανάληψη των καθηκόντων της νέας διεύθυνσής της το 2014 και εφεξής, δεν υπήρχε καμία φυσική επαφή της προσφεύγουσας με το πανεπιστήμιο στο οποίο η A διεξήγαγε τις έρευνές της και ότι όλα τα μέλη του προσωπικού της διεύθυνσης, οι επιστήμονες και οι μηχανικοί στον τομέα των ανθρώπινων ιστών που ασχολούνταν με την ανάπτυξη της τεχνολογίας της προσφεύγουσας απασχολούνταν από την ίδια χωρίς καμία ανταλλαγή προσωπικού με το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ. Η προσφεύγουσα ανέφερε ακόμη ότι, αφού πληροφορήθηκε, στις 3 Μαρτίου 2016, ότι υπήρχαν υπόνοιες για πλημμελή συμπεριφορά της Α κατά τη διεξαγωγή των ερευνών, ανέστειλε από την επομένη τη σύμβαση εργασίας της Α, η οποία δεν είχε πλέον κανέναν επιχειρησιακό ρόλο ή ρόλο εκπροσώπησης εντός της εταιρίας από την ημερομηνία αυτή και έως τη λύση της σύμβασης εργασίας της την 1η Οκτωβρίου 2016.

38      Στο ίδιο έγγραφο, το οποίο αφορούσε ειδικότερα τις επιστημονικές δημοσιεύσεις που μνημονεύονταν στην πρότασή της, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι οι δημοσιεύσεις αυτές είχαν μεν παρατεθεί για να στηρίξουν τη σκοπιμότητα της επίμαχης τεχνολογίας για το έργο P-TEV, πλην όμως πηγή όλων ήταν το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ χωρίς τη δική της συμμετοχή. Κατά την προσφεύγουσα, ορισμένες από τις παρατιθέμενες δημοσιεύσεις περιείχαν, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, εσφαλμένες εικόνες. Συγκεκριμένα, το άρθρο του περιοδικού Lancet, το οποίο αφορούσε παλαιότερη τεχνολογία, περιείχε εικόνα η οποία είχε ενδεχομένως αντιγραφεί ή μεγεθυνθεί εσφαλμένα, αλλά το περιοδικό είχε κρίνει ότι το σφάλμα αυτό ήταν ήσσονος σημασίας και δεν επηρέαζε τα συμπεράσματα του άρθρου και αποφάσισε να μη δημοσιεύσει διορθωτικό σημείωμα. Η προσφεύγουσα διευκρίνιζε ότι το άρθρο του περιοδικού Lancet εξακολουθούσε να είναι δημοσιευμένο με την αρχική του μορφή. Όσον αφορά το άρθρο του περιοδικού EBioMedicine, το οποίο επίσης μνημονεύεται στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, η προσφεύγουσα παρατηρούσε ότι από την έρευνα που το αφορούσε δεν προέκυψε καμία ανακολουθία και ότι για τον λόγο αυτό το συγκεκριμένο άρθρο δεν ελήφθη υπόψη από την CEPN στην έκθεσή της. Η προσφεύγουσα προσέθετε ότι το άρθρο «Successful tissue engineering of competent allogeneic venous valves», Journal of vascular Surgery, που μνημονευόταν στην πρότασή της αλλά δεν είχε μνημονευθεί στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, περιείχε έναν εσφαλμένο πίνακα, γεγονός το οποίο οδήγησε σε δημοσίευση διορθωτικού σημειώματος από το περιοδικό τον Μάρτιο του 2017. Το άρθρο αυτό αποσύρθηκε στη συνέχεια τον Μάρτιο του 2019 λόγω της πολιτικής του ίδιου του περιοδικού Journal of Vascular Surgery.

39      Η προσφεύγουσα υπογράμμιζε ακόμη, με το από 15 Μαρτίου 2019 έγγραφό της, ότι από το 2015 και εφεξής είχε μεριμνήσει να αναπτύξει την τεχνολογία της κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από την επίμαχη ακαδημαϊκή ομάδα και ότι είχε κατορθώσει να αναπτύξει ένα πλήρες σύνολο προκλινικών δεδομένων χρησιμοποιώντας το προσωπικό της και τις δικές της τυποποιημένες οδηγίες σε συνεργασία με τρίτους και υπό την εποπτεία των διαπιστευμένων σουηδικών κυβερνητικών ερευνητικών ινστιτούτων. Επιπλέον, οι εξελίξεις εντός της εταιρίας κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών είχαν επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις σε διαδικασίες παραγωγής ανθρώπινων ιστών, οι οποίες, αφενός, διέφεραν από τις εφαρμοζόμενες στο ακαδημαϊκό πλαίσιο που είχαν αποτελέσει αντικείμενο δημοσιεύσεων και για τις οποίες, αφετέρου, είχαν κατατεθεί αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας χωρίς τη συμμετοχή της A. Τέλος, η προσφεύγουσα καλούσε τον EASME να ορίσει ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ή εσωτερικούς ελεγκτές με σκοπό να εξακριβωθεί ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει επιτυχώς το έργο P-TEV και ότι ήταν απολύτως ανεξάρτητη από την A.

40      Με έγγραφο της 15ης Απριλίου 2019, ο EASME ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι επιβεβαίωνε την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης (στο εξής: καταγγελία). Διευκρίνιζε δε ότι, για τους λόγους που εκτίθενται σε συνημμένο στην καταγγελία κατάλογο επιχειρημάτων, του ήταν αδύνατο να δεχθεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ότι, επομένως, ενέμενε πλήρως στη θέση που είχε διατυπώσει στο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης.

41      Στο συνημμένο στην καταγγελία έγγραφο, το οποίο επιγράφεται «Κατάλογος επιχειρημάτων (κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία)», ο EASME ανέφερε, απαντώντας στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας που του είχαν υποβληθεί με το από 15 Μαρτίου 2019 έγγραφό της, ότι με τον τρίτο δεοντολογικό έλεγχο αποκαλύφθηκε ότι οι διενεργηθείσες στη Σουηδία επίσημες έρευνες της CEPN και του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ είχαν αποδείξει πλημμέλειες κατά τη διεξαγωγή των ερευνών στο πλαίσιο της εργασίας που υπέβαλαν οι δικαιούχοι του έργου P-TEV στο παράρτημα 1 (μέρος Α) της συμφωνίας επιχορήγησης. Κατά τον EASME, στις πλημμέλειες αυτές συγκαταλέγονταν η παραποίηση δεδομένων και η πραγματοποίηση κλινικών δοκιμών χωρίς τη δέουσα δεοντολογική άδεια. Ο EASME προσέθετε ότι δύο από τα άρθρα που είχαν περιληφθεί στην πρόταση της προσφεύγουσας ως «οι πλέον πρόσφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις για το περιεχόμενο του έργου P-TEV» περιείχαν, κατά την CEPN, στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν τις εν λόγω πλημμέλειες. Ο EASME εκτιμούσε ότι, δεδομένου ότι η επιστημονική αξιολόγηση βάσει της οποίας επιχορηγήθηκε το επίμαχο έργο στηριζόταν στο υλικό αυτό, η εν λόγω αξιολόγηση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως στρεβλή ή άκρως μεροληπτική. Εν κατακλείδι, ο EASME ανέφερε ότι, εν προκειμένω, πληρούνταν το αντικειμενικό κριτήριο του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης για την καταγγελία της συμφωνίας αυτής, καθόσον «[η Α] ήταν συνιδρυτικό μέλος της δικαιούχου το οποίο [είχε] υποπέσει κατά τη διαπίστωση της CEPN σε επαγγελματικό παράπτωμα».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

42      Η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2019.

43      Στις 27 Ιανουαρίου 2019 ο EASME κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

44      Η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στις 23 Μαρτίου 2020. Ο EASME κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 23 Ιουλίου 2020.

45      Στις 12 Απριλίου 2021 ο Eismea γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι είχε καταστεί νόμιμος και καθολικός διάδοχος του EASME από 1ης Απριλίου 2021.

46      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Ιουλίου 2021.

47      Λόγω θανάτου του δικαστή B. Berke την 1η Αυγούστου 2021, η πρόεδρος του ενάτου τμήματος όρισε άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

48      Με διάταξη της 26ης Αυγούστου 2021, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

49      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, αφού οι διάδικοι γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ζητούσαν τη διεξαγωγή νέας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε διαφωτιστεί επαρκώς, η πρόεδρος του ενάτου τμήματος αποφάσισε να περατώσει εκ νέου την προφορική διαδικασία.

50      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει και να κηρύξει την ακυρότητα της καταγγελίας της συμφωνίας από τον EASME·

–        να καταδικάσει τον Eismea στα δικαστικά έξοδα.

51      Ο Eismea ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

52      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Το άρθρο 272 ΣΛΕΕ συνιστά συνεπώς ειδικό κανόνα ο οποίος επιτρέπει την προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, χωρίς περιορισμούς όσον αφορά τη φύση του ασκούμενου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ενδίκου βοηθήματος (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Planet κατά Επιτροπής, C‑564/13 P, EU:C:2015:124, σκέψεις 22 και 23).

53      Εν προκειμένω, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι διάδικοι, το Γενικό Δικαστήριο είναι συνεπώς αρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται στο άρθρο 57.2, πρώτο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης.

 Επί του βασίμου της προσφυγής

54      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους. Ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης, διότι το προβαλλόμενο επαγγελματικό παράπτωμα κατά τις έρευνες δεν μπορεί να καταλογιστεί στην προσφεύγουσα ή σε φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να την εκπροσωπεί ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός της και, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως επηρέασε το έργο P-TEV. Ο δεύτερος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, διότι η απόφαση περί καταγγελίας δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το προβαλλόμενο επαγγελματικό παράπτωμα δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην επιστημονική σημασία του έργου P‑TEV. Ο τρίτος λόγος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, διότι ο EASME παρέλειψε να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα την έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας επί της οποίας στήριξε την απόφασή του περί καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης.

55      Υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση ουσιαστικού δικαίου (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63, σκέψη 51, και της 20ής Μαΐου 2019, Fundación Tecnalia Research & Innovation κατά REA, T‑104/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:345, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ήτοι, εν προκειμένω, κατά κύριο λόγο, βάσει των διατάξεων της επίμαχης συμφωνίας επιχορήγησης, των διατάξεων των πράξεων της Ένωσης που αφορούν το πρόγραμμα-πλαίσιο Ορίζων 2020, των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, και των λοιπών κανόνων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, και, επικουρικώς, βάσει του βελγικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 57.1 της συμφωνίας επιχορήγησης.

56      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα τον τρίτο λόγο.

 Επί του τρίτου λόγου που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

57      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι περιήλθε εις γνώση της για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως το γεγονός ότι υπήρχε η έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας της 11ης Δεκεμβρίου 2018 και ότι ο EASME είχε στηρίξει στην εν λόγω έκθεση την απόφασή του να καταγγείλει τη συμφωνία επιχορήγησης. Ο EASME παρέλειψε να της κοινοποιήσει την έκθεση αυτή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας καταγγελίας. Επιπλέον, ο EASME, απαντώντας σε έγγραφο που του απέστειλε η προσφεύγουσα ενόψει της προετοιμασίας του υπομνήματος απαντήσεώς της, αφενός, επιβεβαίωσε ότι η εν λόγω έκθεση δεν της είχε κοινοποιηθεί, διότι επρόκειτο για εσωτερικό έγγραφο που χρησίμευε αποκλειστικά για διενέργεια εσωτερικού ελέγχου, του οποίου τα αποτελέσματα, ήτοι η καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης, της είχαν κοινοποιηθεί, και, αφετέρου, αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα πλήρη πρόσβαση στο έγγραφο αυτό και να της γνωστοποιήσει το όνομα του εμπειρογνώμονα που το συνέταξε. Κατά την προσφεύγουσα, ο EASME ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο της στέρησε τη δυνατότητα να αντικρούσει ορισμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στην έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα στερήθηκε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς ότι «[δ]εν επρόκειτο για ένα συνηθισμένο έργο», ότι «οι βασικές εργασίες είχαν εκτελεσθεί με επίδειξη πλημμελούς συμπεριφοράς κατά τις έρευνες» ή ότι «το έργο αυτό ήταν πλημμελές λόγω μη συμμόρφωσης προς ορισμένους κανόνες δεοντολογίας». Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο EASME είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Όσον αφορά δε το περιεχόμενο της έκθεσης του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας της 11ης Δεκεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η έκθεση αυτή παραπέμπει στο ιστολόγιο «www.forbetterscience.com» ενός προσώπου το οποίο εμφανίζεται ως «ανεξάρτητος δημοσιογράφος για επιστημονικές ειδήσεις», το δε ιστολόγιο αυτό δεν φαίνεται να έχει αποτελέσει αντικείμενο εξωτερικού ελέγχου ή αξιολόγησης από ομοτίμους.

58      Ο Eismea διατείνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, περιέλαβε στο παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως την έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας, έχοντας απαλείψει μόνον το όνομά του. Διευκρινίζει δε ότι η έκθεση αυτή ήταν, καταρχήν, έγγραφο εσωτερικής χρήσης που του παρείχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει το έργο και για τον λόγο αυτό δεν προοριζόταν να κοινοποιηθεί στους δικαιούχους. Ο Eismea υπογραμμίζει ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να εκφράσει, με τις παρατηρήσεις της επί του δεύτερου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης, τις απόψεις της για τους λόγους καταγγελίας που περιέχονταν σ’ αυτό και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος συναφώς για οιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Εν πάση περιπτώσει, ο Eismea διευκρινίζει ότι η έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας, ο οποίος είχε οριστεί για να αξιολογήσει τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του πρώτου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης, όντως κατονόμαζε τις περιπτώσεις επαγγελματικού παραπτώματος, πλην όμως δεν χρησίμευσε ως βάση για το δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, δεδομένου ότι ο EASME είχε ήδη λάβει ο ίδιος γνώση των εν λόγω επαγγελματικών παραπτωμάτων. Επομένως, η εν λόγω έκθεση δεν ζημίωσε την προσφεύγουσα.

59      Καταρχάς επισημαίνεται ότι ο λόγος αυτός προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Από το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται στην ύπαρξη της έκθεσης εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας, εντεταλμένου από τον EASME στο πλαίσιο εσωτερικής διαδικασίας, η οποία δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης και της οποίας την ύπαρξη πληροφορήθηκε η προσφεύγουσα μέσω του υπομνήματος αντικρούσεως. Συναφώς επισημαίνεται ότι από την ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ της προσφεύγουσας και του EASME με αντικείμενο την επίμαχη έκθεση προκύπτει ότι η έκθεση αυτή δεν ήταν αναρτημένη στη διαδικτυακή πύλη που απευθυνόταν στους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα-πλαίσιο Ορίζων 2020 και δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα, διότι επρόκειτο, κατά τον EASME, για εσωτερικό έγγραφο. Επισημαίνεται επίσης ότι ο Eismea δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η ύπαρξη της έκθεσης περιήλθε για πρώτη φορά εις γνώση της μέσω του υπομνήματος αντικρούσεως.

60      Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε πραγματικά και νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί παραδεκτός, υπό το πρίσμα των επιταγών του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

61      Εξάλλου υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, αν οι διάδικοι αποφασίσουν, μέσω ρήτρας διαιτησίας στη μεταξύ τους σύμβαση, να αναγνωρίσουν στον δικαστή της Ένωσης την αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών σχετικών με την ως άνω σύμβαση, ο εν λόγω δικαστής θα είναι αρμόδιος να εξετάσει ενδεχόμενες παραβάσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και παραβιάσεις των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο δίκαιο που προβλέπει η σύμβαση (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής, C‑378/16 P, EU:C:2020:575, σκέψη 81).

62      Επομένως, κατά την εκτέλεση σύμβασης, ο EASME εξακολουθεί να υπόκειται στις υποχρεώσεις που υπέχει από τον Χάρτη και από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ακόμη και όταν το εφαρμοστέο στην οικεία σύμβαση δίκαιο δεν διασφαλίζει τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες τις οποίες παρέχουν ο Χάρτης και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ο EASME δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση διασφάλισης των εγγυήσεων αυτών έναντι των αντισυμβαλλομένων του (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής, C‑378/16 P, EU:C:2020:575, σκέψη 82· πρβλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 86).

63      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας από τον EASME.

64      Η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στον EASME, αφενός, ότι δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των εκτιμήσεων του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας, οι οποίες περιέχονται στην έκθεσή του της 11ης Δεκεμβρίου 2018 και αφορούν τις παρατηρήσεις της επί του πρώτου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης, προτού ο EASME λάβει την απόφαση να καταγγείλει τη συμφωνία επιχορήγησης και ότι, ως εκ τούτου, προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως και, αφετέρου, ότι δεν της γνωστοποίησε το όνομα του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, προσβάλλοντας τα δικαιώματά της άμυνας.

65      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, το οποίο έχει, από 1ης Δεκεμβρίου 2009, το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, αναγνωρίζει «το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του». Το δικαίωμα ακροάσεως έχει γενική εφαρμογή (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, L κατά Κοινοβουλίου, T‑317/10 P, EU:T:2013:413, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ο σεβασμός του δικαιώματος αυτού επιβάλλεται ανεξαρτήτως της φύσης της διοικητικής διαδικασίας που οδηγεί στη λήψη ατομικού μέτρου, εφόσον η διοίκηση σκοπεύει, κατά το ίδιο το γράμμα της διάταξης αυτής, να λάβει ένα τέτοιο «ατομικό μέτρο εις βάρος» ενός προσώπου. Το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και χωρίς να υπάρχει σχετική εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, επιβάλλει να παρέχεται προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφράζει λυσιτελώς την άποψή του σε σχέση με τα στοιχεία της εκδοθησομένης πράξεως που θα μπορούσαν να στρέφονται εναντίον του (απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 150).

66      Ειδικότερα, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως προϋποθέτει ότι πρέπει να δίδεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα, πριν από την έκδοση απόφασης βλαπτικής για τον ίδιο, να διατυπώσει λυσιτελώς τις απόψεις του επί του υποστατού και της κρισιμότητας των πραγματικών γεγονότων και περιστάσεων επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να εκδοθεί η απόφαση αυτή (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, L κατά Κοινοβουλίου, T‑317/10 P, EU:T:2013:413, σκέψεις 80 και 81, και διάταξη της 17ης Ιουνίου 2019, BS κατά Κοινοβουλίου, T‑593/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:425, σκέψεις 76 και 77).

67      Από το άρθρο 22.1.1 της συμφωνίας επιχορήγησης προκύπτει ότι ο EASME έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για να ελέγξει την ορθή υλοποίηση του έργου και τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η συμφωνία.

68      Επιπλέον, από το άρθρο 50.3.2 της συμφωνίας επιχορήγησης προκύπτει ότι ο EASME, προτού καταγγείλει τη συμφωνία βάσει του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, υποχρεούται να ενημερώσει επισήμως τον δικαιούχο για την πρόθεσή του αυτή και για τους λόγους της καταγγελίας και να τον καλέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου.

69      Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι η έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας της 11ης Δεκεμβρίου 2018 αφορούσε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του πρώτου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης. Είναι μεν αληθές ότι η έκθεση αυτή περιλάμβανε και ένα χωρίο, του οποίου το περιεχόμενο υπενθυμίζεται στη σκέψη 35 ανωτέρω, για την έρευνα της CEPN σχετικά με τις εργασίες της A και της ομάδας εργασίας της, καθώς και τη σχέση τους με το έργο P-TEV, πλην όμως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το χωρίο αυτό απλώς επιβεβαίωνε τις πληροφορίες που είχαν ήδη περιληφθεί στην έκθεση του τρίτου δεοντολογικού ελέγχου της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, η οποία περιείχε το εξής χωρίο:

«[Δ]ιενεργήθηκαν προσφάτως στη Σουηδία επίσημες έρευνες για τυχόν πλημμελή συμπεριφορά κατά τις έρευνες και προβλήματα δεοντολογίας, οι οποίες κατέδειξαν πλημμελή ερευνητική συμπεριφορά κατά τις πρωτοπόρες εργασίες στις οποίες παραπέμπει το έργο P-TEV και κατά τις κλινικές εργασίες χάρη στις οποίες είχε αποδειχθεί η ορθότητα της αρχικής ιδέας σχετικά με τις διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω έργου.»

70      Εξάλλου, από το ίδιο το γράμμα του καταλόγου των αντιπαρατιθέμενων επιχειρημάτων που επισυνάφθηκε στο έγγραφο καταγγελίας προκύπτει ότι ο EASME στηρίχθηκε, όσον αφορά τη διαπίστωση περί υπάρξεως έρευνας της CEPN για τις εργασίες της A που αφορούσαν το έργο P-TEV, στην έκθεση του τρίτου δεοντολογικού ελέγχου.

71      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο EASME στήριξε την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης στις εκτιμήσεις που περιέχονταν στην έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας της 11ης Δεκεμβρίου 2018.

72      Περαιτέρω, επισημαίνεται επίσης ότι οι λόγοι της καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα με το δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, επί του οποίου αυτή είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί, όπως αποδεικνύεται από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στις 19 Μαρτίου 2019, σύμφωνα με το άρθρο 50.3.2 της συμφωνίας επιχορήγησης.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, ο EASME δεν προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας.

74      Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω, ο EASME δεν στήριξε την απόφαση περί καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης στην έκθεση του εξωτερικού εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας, το γεγονός ότι ο Eismea δεν γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα το όνομα του εν λόγω εμπειρογνώμονα στο πλαίσιο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, ικανό να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας στην εν λόγω διαδικασία.

75      Συνεπώς, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου, που αφορά παράβαση του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης

76      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η A, η οποία κατονομάστηκε από τον EASME, στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης και στο έγγραφο της καταγγελίας, ως το πρόσωπο που κατά τη διαπίστωση της CEPN είχε υποπέσει σε επαγγελματικό παράπτωμα, δεν είναι ούτε ο δικαιούχος της επιχορήγησης ούτε φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να τον εκπροσωπεί ή να ενεργεί εξ ονόματός του, κατά την έννοια του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης. Επομένως, η προσφεύγουσα, ως συμβαλλόμενη στη συμφωνία επιχορήγησης και μοναδικός λήπτης της χρηματοδότησης, είναι ο δικαιούχος της εν λόγω συμφωνίας, σύμφωνα με το γλωσσάριο της Επιτροπής που τίθεται στη διάθεση των υποψηφίων για λήψη επιχορήγησης και όπως επίσης προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της συμφωνίας επιχορήγησης. Επιπλέον, μετά την αποχώρησή της από το διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας τον Ιούλιο του 2015, η A δεν είχε καμία εξουσία να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός της. Δεν διέθετε τέτοια εξουσία ούτε λόγω της ιδιότητάς της ως συνιδρυτικού μέλους της προσφεύγουσας. Συναφώς, από το σουηδικό εταιρικό δίκαιο προκύπτει ότι η μειοψηφική συμμετοχή της A κατά τον χρόνο υποβολής της πρότασης για το έργο P-TEV δεν της παρείχε τη δυνατότητα να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός της. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ούτε η σύμβαση μερικής απασχόλησης της Α, από το 2015 έως την καταγγελία της την 1η Οκτωβρίου 2016, της παρείχε την εξουσία να εκπροσωπεί την προσφεύγουσα ή να ενεργεί εξ ονόματός της. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ακόμη ότι η A δεν έλαβε μέρος σε καμία από τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας κατά την περίοδο από την άνευ αποδοχών αναστολή της σύμβασης εργασίας της στις 4 Μαρτίου 2016 έως την καταγγελία της εν λόγω σύμβασης και ότι, επομένως, δεν είχε καμία επιρροή στην υποβληθείσα τον Απρίλιο του 2017 πρόταση για το έργο P-TEV. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι πρόδηλο ότι η A δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προσώπων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης και ότι, επομένως, το επαγγελματικό παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης.

77      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Eismea επιδιώκει να τροποποιήσει αναδρομικώς την αιτιολογία της καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης υποστηρίζοντας, για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το πρόσωπο που στην πραγματικότητα ευθύνεται για την πλημμελή διεξαγωγή των ερευνών είναι η προσφεύγουσα ως δικαιούχος της επιχορήγησης. Κατά την προσφεύγουσα, όμως, ο Eismea δεν έχει δικαίωμα να επανεξετάσει τους λόγους της καταγγελίας σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας χωρίς να παραβιάσει την αρχή της προβλεψιμότητας της ένδικης διαδικασίας. Επιπλέον, δυνάμει του ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, η διοίκηση υποχρεούται να λαμβάνει προβλέψιμες και σαφείς αποφάσεις.

78      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί την εκ μέρους του Eismea αναδρομική τροποποίηση των λόγων καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης, η καταγγελία αυτή παραμένει αβάσιμη. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν αμφισβητεί τα πορίσματα της CEPN σχετικά με τα παραπτώματα κατά τις έρευνες στα οποία υπέπεσαν η Α και η ερευνητική ομάδα της. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι περιέλαβε εσκεμμένα στην πρόταση για το έργο P-TEV ακαδημαϊκά άρθρα που περιείχαν ερευνητικά σφάλματα, τα οποία είχαν αντίκτυπο στην επιστημονική και τεχνολογική σημασία του εν λόγω έργου.

79      Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η πρόταση για το έργο P‑TEV υποβλήθηκε στον EASME τον Απρίλιο του 2017, ενώ η έκθεση της CEPN δημοσιοποιήθηκε το πρώτον τον Μάρτιο του 2018. Απαντώντας στο επιχείρημα του Eismea ότι η προσφεύγουσα γνώριζε τα προβλήματα που επηρέαζαν τις εργασίες της Α κατά τον χρόνο υποβολής της πρότασης για το έργο P-TEV, δεδομένου ότι είχε αναστείλει τη σύμβαση εργασίας της μετά τους ισχυρισμούς περί παραπτωμάτων κατά τις έρευνες ήδη από τον Μάρτιο του 2016, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξήγε το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ ήταν αβέβαιο και ότι τα προβλήματα ήταν σαφώς περίπλοκα, όπως μαρτυρεί η διάρκεια της εν λόγω έρευνας. Επισημαίνει επίσης ότι η απόφαση του Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ, με την οποία διαπιστώθηκαν επισήμως οι παραβάσεις στις έρευνες της A και της ερευνητικής ομάδας της, ανάγεται χρονικά στον Ιούνιο του 2018.

80      Δεύτερον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι οι πανεπιστημιακές δημοσιεύσεις που παρατίθενται στην πρόταση για το έργο P-TEV δεν περιείχαν ή δεν περιείχαν πλέον εσφαλμένες εικόνες κατά τον χρόνο υποβολής της πρότασης αυτής τον Απρίλιο του 2017. Συγκεκριμένα, καταρχάς, όσον αφορά το άρθρο του περιοδικού Lancet, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η παραπομπή σ’ αυτό είχε γίνει για να υποστηριχθεί ότι τα αιμοφόρα αγγεία που παρασκευάζονται διά της μηχανικής ιστών δεν απορρίπτονται από τον οργανισμό ούτε δημιουργούν άλλα σοβαρά ζητήματα ασφαλείας. Τα αποτελέσματα που παραθέτει το άρθρο αυτό στηρίζονται σε παλαιότερη τεχνολογία, μη χρησιμοποιούμενη από την προσφεύγουσα, κατά την οποία χωρεί ανακυτταροποίηση με τη χρήση κυττάρων μυελού των οστών. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, αντιθέτως προς όσα αναγράφονται στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, η CEPN δεν διαπίστωσε κάποιο παράπτωμα κατά τις έρευνες σε σχέση με το άρθρο του περιοδικού Lancet, το οποίο περιείχε ένα σφάλμα ήσσονος σημασίας που αφορούσε μια μεγεθυμένη εικόνα, το δε άρθρο αυτό παρέμενε δημοσιευμένο στην αρχική του μορφή όταν υποβλήθηκε στον EASME η πρόταση για το έργο P-TEV, διότι το περιοδικό δεν έκρινε αναγκαία τη δημοσίευση διορθωτικού σημειώματος. Στη συνέχεια, όσον αφορά το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό EBioMedicine, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι αυτό συνιστά τη σημαντικότερη πηγή αναφοράς για το έργο P-TEV, διότι υπογραμμίζει ότι τα κλινικά αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι η μηχανική ιστών που χρησιμοποιεί περιφερικό αίμα, η οποία αντιστοιχεί στην τεχνολογία που αναπτύσσει η προσφεύγουσα, δεν προκαλεί εν γένει απόρριψη ούτε θέτει άλλα σοβαρά ζητήματα ασφαλείας. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η CEPN δεν διαπίστωσε καμία ανακολουθία στο άρθρο αυτό που να δικαιολογεί την ένταξή του στο πεδίο έρευνάς της και ότι, επομένως, δεν διαπιστώθηκε κάποιο παράπτωμα κατά τις έρευνες σε σχέση με το άρθρο αυτό, όπως εσφαλμένα αναγράφεται στη δεύτερη επιστολή προκαταρκτικής ενημέρωσης. Τέλος, όσον αφορά το άρθρο του περιοδικού Journal of Vascular Surgery, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το άρθρο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως πηγή αναφοράς για τις δοκιμές που αφορούσαν φλέβες με βαλβίδες, αλλά ήταν ήσσονος σημασίας για το έργο P-TEV, διότι δεν αφορούσε κλινικές δοκιμές, αλλά δοκιμές in vitro. Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι το άρθρο αυτό δεν μνημονεύθηκε στη δεύτερη επιστολή προκαταρκτικής ενημέρωσης, αλλά περιείχε, κατά τον χρόνο δημοσίευσής του, εσφαλμένους πίνακες εικόνων, οι οποίοι δικαιολογούσαν τη διαπίστωση της CEPN περί παραπτώματος κατά τις έρευνες. Ωστόσο, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το άρθρο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο διορθωτικού σημειώματος το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Vascular Surgery τον Μάρτιο του 2017, προτού αποσυρθεί τον Μάρτιο του 2019 λόγω της πολιτικής του περιοδικού.

81      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι περιγραφόμενες στο υπόμνημα αντικρούσεως διαπιστώσεις της ομάδας εξωτερικών εμπειρογνωμόνων σε θέματα δεοντολογίας κατά τη διάρκεια των τριών δεοντολογικών ελέγχων που διενεργήθηκαν το έτος 2018 είναι άνευ σημασίας για την υπό κρίση διαφορά, διότι ο EASME δεν στηρίχθηκε τελικά στις φερόμενες παραβάσεις των αρχών δεοντολογίας για να αιτιολογήσει την απόφασή του περί καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης, όπως προκύπτει από το δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης. Η προσφεύγουσα θεωρεί ομοίως άνευ σημασίας και την παραπομπή στο άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης.

82      Ο Eismea υπενθυμίζει τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τους τρεις διαδοχικούς ελέγχους δεοντολογίας, τις οποίες σκοπίμως παρέλειψε να αναφέρει η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της, και υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα απέτυχε, τρεις φορές, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις δεοντολογίας που είχαν ήδη επισημανθεί στις εκθέσεις των ελέγχων δεοντολογίας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην περίπτωση ενός έργου το οποίο, εκ της φύσεώς του, εγείρει σημαντικές ανησυχίες δεοντολογικού χαρακτήρα.

83      Συγκεκριμένα, ο Eismea υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας ερμηνεία του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης είναι υπερβολικά στενή. Κατά την άποψή του, η προσφεύγουσα δεν αντιλαμβάνεται ότι η διάταξη αυτή έχει εν προκειμένω εφαρμογή στην περίπτωσή της λόγω της ιδιότητάς της ως δικαιούχου, ανεξαρτήτως της A. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης, κατά το οποίο η συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί αν ο δικαιούχος αθετήσει οιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που υπέχει να τηρεί τους κανόνες δεοντολογίας. Κατά τον Eismea, σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί η απόφαση περί καταγγελίας. Συγκεκριμένα, από το γράμμα του συνημμένου στην καταγγελία καταλόγου επιχειρημάτων προκύπτει ότι η απόφαση περί καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης δεν είχε καμία σχέση με τη συμμετοχή, την εργασία ή την ένταξη της A στο διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας και ο EASME ουδέποτε προέβη εξάλλου σε οιαδήποτε τέτοια αναφορά. Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η A δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προσώπων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης είναι αλυσιτελή.

84      Αντιθέτως, κατά τον Eismea, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η πρόταση για το έργο P-TEV στηριζόταν σε τεχνολογία η οποία αναπτύχθηκε σε συνεργασία με την Α και σε έρευνες διεξαχθείσες από την ίδια και την ερευνητική ομάδα της. Επιπλέον, ο Eismea υπογραμμίζει ότι η πρόταση για το έργο P-TEV περιείχε αναφορές στις πλέον πρόσφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις για το περιεχόμενο του εν λόγω έργου.

85      Κατά τον Eismea, όπως είχε διευκρινιστεί στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, τα ερευνητικά στοιχεία στα οποία στηριζόταν η πρόταση της προσφεύγουσας έπασχαν λόγω επαγγελματικού παραπτώματος. Η πλημμελής διεξαγωγή των ερευνών, όσον αφορά τις εργασίες που παρουσίασαν οι δικαιούχοι του έργου P-TEV στην πρόταση που υπέβαλε η προσφεύγουσα τον Απρίλιο του 2017, είχε αποδειχθεί από την CEPN.

86      Ο Eismea παρατηρεί ότι τα άρθρα που παρατίθενται με πρωτοβουλία της προσφεύγουσας στο τμήμα 4 της πρότασης για το έργο P-TEV, όπως οι πλέον πρόσφορες δημοσιεύσεις για το περιεχόμενο του εν λόγω έργου, μνημονεύονταν και στο μέρος Α του παραρτήματος 1 της συμφωνίας επιχορήγησης. Συναφώς, ο Eismea παραδέχεται ότι το άρθρο του περιοδικού EBiomedicine δεν μνημονευόταν στην έκθεση της CEPN, αλλά σημειώνει ότι, κατά τα λεγόμενα της προσφεύγουσας, η CEPN είχε φροντίσει εντούτοις να εξακριβώσει ότι στο άρθρο αυτό δεν υπήρχαν ανακολουθίες. Ο Eismea επισημαίνει επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, κατά την CEPN, το άρθρο του περιοδικού Lancet, το οποίο φαινόταν ιδιαιτέρως πρόσφορο για το έργο P-TEV, περιείχε εσφαλμένη μεγέθυνση εικόνας και ότι, μολονότι δεν είχε καταστεί δυνατό να αποδειχθεί ότι επρόκειτο περί ψευδούς στοιχείου, η παρασχεθείσα εξήγηση ήταν μάλλον περίεργη και ήγειρε αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των ερευνών αυτών. Όσον αφορά το άρθρο του περιοδικού Journal of Vascular Surgery, ο Eismea επισημαίνει ότι η CEPN διαπίστωσε ότι υπήρχαν δύο συμπιεσμένες εικόνες σε λάθος θέση, ενέργεια η οποία συνιστούσε παραποίηση εικόνας και ανέντιμη επιστημονική συμπεριφορά, και ότι, για τον λόγο αυτό, όλοι οι από κοινού συγγραφείς του άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της Α, κρίθηκαν ότι ευθύνονται για επιστημονική απάτη.

87      Ο Eismea υπογραμμίζει επίσης τον αντιφατικό χαρακτήρα του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι τα ερευνητικά σφάλματα που διαπιστώθηκαν στις δημοσιεύσεις της Α δεν επηρέασαν το έργο P-TEV, διότι η προσφεύγουσα στηρίχθηκε σε νέα προκλινικά δεδομένα. Ο Eismea θεωρεί εξάλλου ότι εγείρει ανησυχίες το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν έκρινε αναγκαίο να τον ενημερώσει ότι το έργο P-TEV στηριζόταν σε νέες προκλινικές έρευνες και να προσκομίσει κάποια δημοσίευση ή σύνολο ερευνητικών στοιχείων για την τεκμηρίωση των εργασιών που είχαν εκτελεσθεί, όπως όφειλε βάσει του άρθρου 17.2 της συμφωνίας επιχορήγησης.

88      Ο Eismea προσθέτει ότι η προσφεύγουσα είχε πλήρη γνώση των ισχυρισμών περί πλημμελούς συμπεριφοράς της Α κατά τις έρευνες το 2016 και της σημασίας τους για το έργο P-TEV κατά την υποβολή της πρότασης για το έργο αυτό. Τούτο καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής, είχε λάβει μέτρα για την απομάκρυνση της A από την εταιρία, και δη αναστέλλοντας τη σύμβασης εργασίας της τον Μάρτιο του 2016, και στη συνέχεια καταγγέλλοντας τη σύμβαση αυτή τον Σεπτέμβριο του 2016 και εξαγοράζοντας την εταιρική συμμετοχή της. Τούτο καταδεικνύεται επίσης από τον ισχυρισμό που προέβαλε η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως ότι, «λαμβάνοντας υπόψη τις διχογνωμίες σχετικά με την [A], [η προσφεύγουσα] αποφάσισε σε πρώιμο στάδιο της εφαρμογής του έργου P-TEV, να μη στηριχθεί σε δεδομένα τα οποία είχαν προκύψει από τις έρευνες της Α» και ότι, «[α]ντ’ αυτού, [η προσφεύγουσα] και οι συνεργάτες της προσκόμισαν όλα τα αναγκαία προκλινικά δεδομένα για τις αιτήσεις αδειοδότησης των κλινικών δοκιμών». Κατά την άποψη του Eismea, προκύπτει επομένως ότι η προσφεύγουσα παρουσίασε εσκεμμένα στην πρότασή της, ως τις «πλέον πρόσφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις για το περιεχόμενο του προτεινόμενου έργου», δύο άρθρα τα οποία περιείχαν στοιχεία που αποδείκνυαν πλημμελή συμπεριφορά, όπως είχε διαπιστωθεί πριν από την υποβολή της πρότασης αυτής. Ο Eismea εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της πρότασης, κανένα από τα ως άνω άρθρα δεν περιείχε παραποιημένες εικόνες ή ότι η CEPN διατύπωσε τη γνώμη της ένα έτος μετά την υποβολή της πρότασης.

89      Ο Eismea υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε γνωστοποίησε στον EASME, είτε κατά το στάδιο αξιολόγησης της επιχορήγησης ή υποβολής της πρότασης είτε μετά την παροχή της επιχορήγησης, ότι οι δημοσιεύσεις που περιλαμβάνονταν στην πρότασή της και η τεχνολογία στην οποία στηριζόταν το έργο P-TEV συνδέονταν με πλημμελή συμπεριφορά κατά τις έρευνες και παράβαση των κανόνων δεοντολογίας και ότι τούτο προδήλως προσκρούει σε μια προσέγγιση βασισμένη στην εμπιστοσύνη, η οποία αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό κάθε έργου το οποίο εντάσσεται στο πρόγραμμα‑πλαίσιο Ορίζων 2020, και παραβαίνει το άρθρο 17.2 της συμφωνίας επιχορήγησης. Συναφώς, παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα υπέγραψε, κατά την έναρξη του σταδίου προετοιμασίας της επιχορήγησης, υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είχε υποβάλει ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνταν ως προϋπόθεση συμμετοχής στη διαδικασία επιχορήγησης και ότι δεν είχε παραλείψει να παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες.

90      Κατά τον Eismea, αν ο EASME είχε λάβει γνώση των πληροφοριών ότι η προσφεύγουσα είχε στηριχθεί σε πλημμελώς εκτελεσθείσες εργασίες λόγω επαγγελματικού παραπτώματος, το έργο P-TEV δεν θα είχε επιλεγεί για χρηματοδότηση. Αποκρύπτοντας την πλημμελή συμπεριφορά της Α κατά τη διεξαγωγή των ερευνών, η προσφεύγουσα παραπλάνησε όντως τον EASME και υπονόμευσε την προσέγγιση που βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

91      Ο Eismea επισημαίνει ακόμη ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε τα πορίσματα περί επαγγελματικού παραπτώματος ως προς τα άρθρα που είχε σκοπίμως επιλέξει να μνημονεύσει στην πρότασή της μόνον όταν αυτά τέθηκαν ενώπιόν της από τον EASME, κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής ενημέρωσης.

92      Η προσφεύγουσα παρέβη επομένως, με τη στάση της αυτή, την υποχρέωση σεβασμού των αρχών δεοντολογίας που προβλέπει το άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης, παράβαση η οποία δύναται, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για την ακεραιότητα της έρευνας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας των Ακαδημιών Επιστημών και Ανθρωπιστικών Σπουδών (European Federation of Academies of Sciences and Humanities – All European Academies, ALLEA) και του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Επιστήμη (European Science Foundation), να χαρακτηρισθεί ως επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οιοδήποτε μέσο, κατά την έννοια του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης.

93      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την υπεύθυνη δήλωση που υπέγραψε εξ ονόματος της προσφεύγουσας ο γενικός διευθυντής της στις 18 Μαΐου 2017, η προσφεύγουσα διαβεβαίωσε ότι δεν συνέτρεχε καμία από τις περιπτώσεις που θα απέκλειε τη δυνατότητα επιχορήγησής της από την Ένωση, κατά την έννοια του άρθρου 131, παράγραφος 5, του κανονισμού 966/2012, υπογραμμίζοντας τα εξής:

«[…]

–        Η ίδια (ή τα πρόσωπα που διαθέτουν αρμοδιότητα εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχου επ’ αυτής), δεν έχει καταδικασθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, με απόφαση η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, για αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική της διαγωγή·

–        δεν έχει υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οιοδήποτε μέσο έχει στη διάθεσή του ο [EASME], καθώς και με αποφάσεις της [Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)] και διεθνών οργανισμών·

[…]».

94      Επισημαίνεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 50.3.1, στοιχείο ιβʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης, ο EASME μπορεί να καταγγείλει τη συμφωνία αν ο δικαιούχος ή φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να τον εκπροσωπεί ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός του έχει διαπράξει, κατά τη διαδικασία για την παροχή επιχορήγησης ή στο πλαίσιο της συμφωνίας, ουσιώδη σφάλματα, παρατυπίες, απάτη ή σοβαρή παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών του, συμπεριλαμβανομένης της πλημμελούς υλοποίησης της δράσης, της υποβολής ψευδών στοιχείων, της μη παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών ή της παραβίασης των αρχών δεοντολογίας που διαλαμβάνονται στο άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης.

95      Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, ο EASME δεν στήριξε την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο ιβʹ, αλλά στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας αυτής, κατά το οποίο ο EASME μπορεί να καταγγείλει τη συμφωνία εάν «[ο] δικαιούχος (ή φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να τον εκπροσωπεί ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός του) έχει υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οιοδήποτε μέσο».

96      Συγκεκριμένα υπενθυμίζεται ότι ο EASME κίνησε διαδοχικώς δύο διαδικασίες καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης. Η πρώτη διαδικασία καταγγελίας κινήθηκε με το πρώτο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης της 18ης Οκτωβρίου 2018. Με το έγγραφο αυτό, ο EASME επισήμανε συγκεκριμένα ότι, λαμβανομένων υπόψη των συνεχιζόμενων παραβάσεων των δεοντολογικών υποχρεώσεων που είχε διαπιστώσει η ομάδα εμπειρογνωμόνων μετά το πέρας του τρίτου δεοντολογικού ελέγχου, εκτιμούσε ότι «η προσφεύγουσα είχε διαπράξει σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεών της στο πλαίσιο της συμφωνίας επιχορήγησης ή κατά τη διαδικασία για την παροχή επιχορήγησης» (σκέψη 33 ανωτέρω).

97      Η δεύτερη διαδικασία καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης κινήθηκε με το δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης της 18ης Φεβρουαρίου 2019. Με το δεύτερο αυτό έγγραφο, ο EASME ανέφερε ρητώς ότι, αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του πρώτου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης, εμμένει στην πρόθεσή του να καταγγείλει τη συμφωνία επιχορήγησης, «αλλά για διαφορετικούς λόγους». Με το ίδιο έγγραφο, αφού παρέσχε διευκρινίσεις σχετικά με αυτούς τους «διαφορετικούς λόγους», ο EASME επισήμανε ότι θεωρούσε ότι η συμφωνία επιχορήγησης έπρεπε να καταγγελθεί βάσει του άρθρου της 50.3.1, στοιχείο στʹ (σκέψη 36 ανωτέρω).

98      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο Eismea, τα επιχειρήματα περί μη τήρησης εκ μέρους της προσφεύγουσας των αρχών δεοντολογίας, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της έκθεσης που συντάχθηκε μετά το πέρας του τρίτου δεοντολογικού ελέγχου και τις επισημάνσεις του EASME στο πρώτο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του βασίμου της καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης.

99      Επισημαίνεται επίσης ότι ο λόγος τον οποίο επικαλέστηκε ο EASME για να αιτιολογήσει την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης βάσει του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας αυτής ήταν, αναμφιβόλως, το γεγονός ότι η A είχε υποπέσει σε επαγγελματικό παράπτωμα και όχι, όπως υποστήριξε ο Eismea με τα υπομνήματά του και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσφεύγουσα συμπεριέλαβε εσκεμμένα στην πρόταση του έργου P-TEV εργασίες που είχαν εκτελεσθεί πλημμελώς λόγω παραπτωμάτων κατά τη διεξαγωγή των ερευνών και, ως εκ τούτου, παραπλάνησε τον EASME όσον αφορά την ικανότητά της να εκτελέσει σωστά το εν λόγω έργο ή ότι στηρίχθηκε εσκεμμένα για την εκτέλεση του έργου στις εργασίες της A οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε, είχαν εκτελεστεί πλημμελώς λόγω παραπτωμάτων κατά τη διεξαγωγή των ερευνών.

100    Η άποψη που υποστηρίζει ο Eismea ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναιρείται συνεπώς από το περιεχόμενο του δεύτερου εγγράφου προκαταρκτικής ενημέρωσης. Συγκεκριμένα, με το έγγραφο αυτό, ο EASME επισήμανε αρχικά τη διαπίστωση της CEPN ότι η Α, «συνιδρυτικό μέλος της [προσφεύγουσας]», είχε υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα και, στη συνέχεια, διευκρίνισε ότι δύο δημοσιεύσεις που είχαν παρουσιαστεί ως οι πλέον πρόσφορες επιστημονικές δημοσιεύσεις για το περιεχόμενο του έργου P-TEV περιείχαν στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν το εν λόγω παράπτωμα και υπενθύμισε τις δριμύτατες επικρίσεις της CEPN όσον αφορά τη λειτουργία της ερευνητικής ομάδας της A (σκέψη 36 ανωτέρω). Ακολούθως, επισήμανε ότι «οι διαπιστώσεις αυτές ήγειραν αμφιβολίες ως προς την επαγγελματική ακεραιότητα της [A] και, κατ’ επέκταση, την επιχειρησιακή ικανότητα της προσφεύγουσας να εφαρμόσει προσηκόντως το έργο και ως προς τη συμμόρφωσή της με τις επιταγές των δημοσιονομικών κανόνων της [Ένωσης] περί μη αποκλεισμού» (σκέψη 36 ανωτέρω).

101    Στο πλαίσιο αυτό, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι το δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης έκανε μεν μνεία σε ενδεχόμενη παράβαση εκ μέρους της προσφεύγουσας των υποχρεώσεών της περί μη αποκλεισμού λόγω της κατάστασης του συνιδρυτικού μέλους της, η οποία, εάν αποδεικνυόταν, θα μπορούσε να αιτιολογήσει την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης βάσει του άρθρου της 50.3.1, στοιχείο ιβʹ, αλλά δεν περιείχε, αντιθέτως, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η ίδια η προσφεύγουσα είχε υποπέσει σε επαγγελματικό παράπτωμα.

102    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, ο EASME έκρινε ότι το επαγγελματικό παράπτωμα της A ήταν αυτό που έθετε εν αμφιβόλω την ικανότητα της προσφεύγουσας να εκτελέσει το έργο P-TEV και τη συμμόρφωσή της προς τις υποχρεώσεις της περί μη αποκλεισμού και όχι κάποιο παράπτωμα της ίδιας της προσφεύγουσας.

103    Η διαπίστωση αυτή προκύπτει και από το ίδιο το γράμμα του συμπεράσματος που περιλαμβάνεται στον συνημμένο στην καταγγελία κατάλογο των αντιπαρατιθέμενων επιχειρημάτων, το οποίο έχει ως εξής:

«Εν προκειμένω, επιβεβαιώνεται ο αντικειμενικός λόγος [που προβλέπεται στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο στʹ]. Η [Α] ήταν συνιδρυτικό μέλος της δικαιούχου το οποίο, όπως διαπιστώθηκε από την CEPN, έχει υποπέσει σε επαγγελματικό παράπτωμα.»

104    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 50.3.1., στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης, ο EASME μπορεί να καταγγείλει τη συμφωνία εάν «[ο] δικαιούχος (ή φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να τον εκπροσωπεί ή να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματός του) έχει υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οιοδήποτε μέσο».

105    Αφενός, από την πρώτη σελίδα της συμφωνίας επιχορήγησης προκύπτει ότι δικαιούχος της εν λόγω συμφωνίας δεν ήταν η A, αλλά η προσφεύγουσα.

106    Αφετέρου, από τα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τον Eismea προκύπτει ότι, πρώτον, η σύμβαση εργασίας της A, η οποία απασχολούνταν με μειωμένο ωράριο στην προσφεύγουσα ως επιστημονική διευθύντρια από τον Σεπτέμβριο του 2015, ανεστάλη άνευ αποδοχών τον Μάρτιο του 2016 και καταγγέλθηκε τον Δεκέμβριο του 2016, ότι, δεύτερον, η A έπαυσε να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσφεύγουσας από τον Ιούλιο του 2015 και ότι, τρίτον, η συμμετοχή της Α στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας ήταν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης επιχορήγησης του έργου P-TEV και έως την πώληση του συνόλου της συμμετοχής της A στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας στα τέλη του 2018, κατώτερη του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής που απαιτείται βάσει του σουηδικού εταιρικού δικαίου για να έχει δικαίωμα λήψης αποφάσεων εξ ονόματος της προσφεύγουσας.

107    Ο Eismea υποστήριξε, βεβαίως, για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσφεύγουσα, αντιθέτως προς όσα η ίδια υποστηρίζει, δεν είχε διακόψει όλους τους δεσμούς της με την A από τον Απρίλιο του 2016, διότι της είχε ανατεθεί η επιστημονική εποπτεία μιας δράσης «Marie Skłodowska-Curie» στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου Ορίζων 2020, στην οποία συμμετείχε η προσφεύγουσα. Καταρχάς παρατηρείται ότι ο ισχυρισμός αυτός καταδεικνύει τον αντιφατικό χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας του Eismea ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που ο Eismea υποστηρίζει επίσης ότι ο EASME στήριξε την καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα στο οποίο φέρεται να υπέπεσε η προσφεύγουσα και όχι φυσικό πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να την εκπροσωπεί ή να ενεργεί εξ ονόματός της. Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι ο Eismea δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ο ισχυρισμός του Eismea δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, ικανός να αποδείξει ότι η A εκπροσώπησε την προσφεύγουσα ή ενήργησε εξ ονόματός της στο πλαίσιο του έργου P-TEV.

108    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η A δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των προσώπων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 50.3.1, στοιχείο στʹ, της συμφωνίας επιχορήγησης, διότι δεν ήταν ούτε δικαιούχος της επιχορήγησης κατά τους όρους της εν λόγω συμφωνίας, ούτε πρόσωπο το οποίο ενεργούσε εξ ονόματος ή για λογαριασμό του δικαιούχου κατά ή μετά την περίοδο κατά την οποία υπέπεσε στα παραπτώματα στο πλαίσιο των ερευνών, τα οποία διαπίστωσε ο Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ βάσει των πορισμάτων της έρευνας της CEPN.

109    Εκ των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η καταγγελία της συμφωνίας επιχορήγησης από τον EASME, δυνάμει του άρθρου 50.3.1, στοιχείο στʹ, της εν λόγω συμφωνίας, για τον λόγο που προβλήθηκε με το έγγραφο καταγγελίας της 19ης Απριλίου 2019, ήταν αβάσιμη.

110    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει ο Eismea στην υπό κρίση υπόθεση.

111    Πράγματι, αφενός, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία του Eismea ότι η ίδια η προσφεύγουσα υπέπεσε σε επαγγελματικό παράπτωμα αποκρύπτοντας εσκεμμένα τα παραπτώματα στα οποία υπέπεσε η Α στο πλαίσιο των ερευνών, κατά την υποβολή της πρότασής της για το έργο P-TEV, παραβαίνοντας την υποχρέωση τήρησης των αρχών δεοντολογίας που επιβάλλει το άρθρο 34 της συμφωνίας επιχορήγησης ή, ακόμη, η επιχειρηματολογία ότι η προσφεύγουσα υπέπεσε σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα στηριζόμενη εσκεμμένα για την εκτέλεση του έργου P-TEV στις εργασίες της Α οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε, είχαν εκτελεστεί πλημμελώς λόγω παραπτωμάτων κατά τη διεξαγωγή των ερευνών, συνιστά νέο λόγο καταγγελίας της συμφωνίας επιχορήγησης. Αν όμως επιτρεπόταν στον Eismea να τροποποιήσει, στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να καταγγείλει τη συμφωνία επιχορήγησης, θα θιγόταν αναπόφευκτα η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας καταγγελίας που προβλέπει το άρθρο 50.3.2 της εν λόγω συμφωνίας και θα προσβάλλονταν τα δικαιώματα που αυτή εγγυάται στους δικαιούχους.

112    Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία του Eismea στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η προσφεύγουσα του απέκρυψε εσκεμμένα τα παραπτώματα που είχαν λάβει χώρα κατά τις έρευνες, τα οποία επηρέασαν τις εργασίες που μνημονεύονται στην πρόταση του έργου P-TEV.

113    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα έλαβε μεν, κατά δική της ομολογία, γνώση των κατηγοριών εις βάρος της A ήδη από τις 3 Μαρτίου 2016 και, ως εκ τούτου, ανέστειλε τη σύμβαση εργασίας της Α προτού την καταγγείλει τελικώς στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, διακόπτοντας επίσης κάθε επαφή με την ερευνητική ομάδα της, πλην όμως γεγονός παραμένει ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της πρότασης για το έργο P-TEV, η έρευνα της CEPN εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εξέλιξη, ο δε Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ διαπίστωσε επισήμως το πρώτον τον Ιούνιο του 2018 τα παραπτώματα στα οποία είχαν υποπέσει κατά τις έρευνες η Α και η ερευνητική ομάδα της, βάσει των πορισμάτων της CEPN που είχαν δημοσιοποιηθεί τον Μάρτιο του 2018. Επομένως, ο Eismea δεν μπορεί να προσάψει στην προσφεύγουσα ότι του απέκρυψε τα εν λόγω παραπτώματα. Το γεγονός δε ότι η ίδια η προσφεύγουσα δήλωσε ότι αποστασιοποιήθηκε από τις έρευνες της A σε πρώιμο στάδιο της εκτέλεσης του έργου P-TEV και ότι παρήγαγε δικά της προκλινικά δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη τις διχογνωμίες σχετικά με την Α, δεν μπορεί από μόνο του να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.

114    Περαιτέρω, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός του Eismea ότι τα άρθρα που παρουσιάστηκαν ως τα πλέον πρόσφορα για το περιεχόμενο του έργου P-TEV ενείχαν ερευνητικά σφάλματα κατά τον χρόνο υποβολής της πρότασης του έργου P-TEV. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τα αναγραφόμενα στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης και όπως παραδέχεται ο Eismea, η CEPN δεν διαπίστωσε πλημμελή διεξαγωγή ερευνών σε σχέση με το άρθρο του περιοδικού EBiomedicine ούτε επισήμανε ανακολουθίες που να δικαιολογούν την ένταξή του στο πεδίο έρευνάς της. Ομοίως, αντιθέτως προς τα επίσης αναγραφόμενα στο δεύτερο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, από την έκθεση της CEPN προκύπτει ότι, μολονότι το άρθρο του περιοδικού Lancet περιλάμβανε εσφαλμένη μεγέθυνση εικόνας που ήγειρε αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων του, δεν διαπιστώθηκε απάτη κατά τις έρευνες που να το αφορά. Τέλος, όσον αφορά το άρθρο του περιοδικού Journal of Vascular Surgery, το οποίο ενείχε κατά διαπίστωση της CEPN ερευνητικό σφάλμα, ο Eismea δεν αμφισβητεί ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής ενώπιόν του της πρότασης για το έργο P-TEV, είχε ήδη δημοσιευθεί διορθωτικό σημείωμα για τον πίνακα εικόνας στον οποίο στηριζόταν η διαπίστωση ερευνητικού σφάλματος. Επισημαίνεται επίσης ότι ο Eismea δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού ότι το περιοδικό Journal of Vascular Surgery διέγραψε στη συνέχεια το εν λόγω άρθρο, επικαλούμενο την πολιτική της σύνταξης του περιοδικού, λόγω ακριβώς των παραπτωμάτων κατά τις έρευνες στο πλαίσιο των εργασιών της Α τα οποία είχε διαπιστώσει η CEPN.

115    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο Eismea ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Κηρύσσει άκυρη την εκ μέρους του Εκτελεστικού Οργανισμού για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις καταγγελία της υπ’ αριθ. 778620 συμφωνίας επιχορήγησης του έργου «Εξατομικευμένες φλέβες που παρασκευάζονται διά της μηχανικής ιστών ως πρώτη θεραπεία για ασθενείς με χρόνια φλεβική ανεπάρκεια-P-TEV» (Personalized TissueEngineered Veins as the first Cure for Patients with Chronic Venous Insufficiency-P-TEV).

2)      Καταδικάζει τον Εκτελεστικό Οργανισμό για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Καινοτομίας και τις ΜΜΕ στα δικαστικά έξοδα.

Costeira

Kancheva

Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Μαρτίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.