Language of document : ECLI:EU:T:2019:348

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2019 (*)(i)

«Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης – Σύσταση 2003/361/ΕΚ – Απόφαση της επιτροπής επικύρωσης της Επιτροπής σχετικά με τον χαρακτηρισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – Αίτημα ελέγχου δυνάμει των σημείων 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838/ΕΕ, Ευρατόμ – Απουσία διοικητικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) 58/2003 – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Ασφάλεια δικαίου – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Δεδικασμένο – Κριτήρια ορισμού των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στις πολιτικές της Ένωσης – Έννοια της επιχείρησης – Έννοια της “οικονομικής δραστηριότητας” – Κριτήριο της ανεξαρτησίας – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση T‑604/15,

European Road Transport Telematics Implementation Coordination Organisation – Intelligent Transport Systems & Services Europe (Ertico ITS Europe), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους M. Wellinger και K. T’Syen, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους R. Lyal και M. Clausen, στη συνέχεια, από τον R. Lyal και την Α. Κυρατσού,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της από 18 Αυγούστου 2015 απόφασης της επιτροπής επικύρωσης που προβλέπεται στο σημείο 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838/ΕΕ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την έγκριση των κανόνων για τη διασφάλιση της συνέπειας της διαδικασίας επαλήθευσης της ύπαρξης και του νομικού καθεστώτος, καθώς και των επιχειρησιακών και οικονομικών δυνατοτήτων των συμμετεχόντων στις έμμεσες δράσεις που στηρίζονται μέσω επιχορήγησης δυνάμει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τις δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και δυνάμει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2012, L 359, σ. 45), στο μέτρο που η απόφαση αυτή διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ μικρή, μικρή ή μεσαία επιχείρηση κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ 2003, L 124, σ. 36),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, L. Calvo-Sotelo Ibáñez‑Martín και I. Reine (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα European Road Transport Telematics Implementation Coordination Organisation – Intelligent Transport Systems & Services Europe (Ertico – ITS Europe), συσταθείσα το 1991, είναι συνεταιριστική εταιρία περιορισμένης ευθύνης βελγικού δικαίου. Παρέχει μια πολυτομεακή πλατφόρμα στους ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ευφυών συστημάτων και υπηρεσιών μεταφορών. Σύμφωνα με το καταστατικό της, έχει ως σκοπό να ενθαρρύνει, να προάγει και να συνδράμει τον συντονισμό της εφαρμογής τηλεματικών μεταφορών στην υποδομή μεταφορών της Ευρώπης.

2        Από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 η προσφεύγουσα θεωρούνταν πολύ μικρή, μικρή ή μεσαία επιχείρηση (στο εξής: ΜΜΕ), κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ 2003, L 124, σ. 36). Το καθεστώς αυτό της επέτρεψε να λαμβάνει επί σειρά ετών επιπλέον επιχορηγήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τις δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013) (στο εξής: έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο).

3        Τον Δεκέμβριο του 2013, στο πλαίσιο επανεξέτασης του καθεστώτος ΜΜΕ των συμμετεχόντων στα υφιστάμενα προγράμματα έρευνας, ο Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA), ενεργώντας ως υπηρεσία επικύρωσης του καθεστώτος ΜΜΕ των συμμετεχόντων, ζήτησε από την προσφεύγουσα στοιχεία που να δικαιολογούν τη συνέχιση της υπαγωγής της στο καθεστώς των ΜΜΕ. Μετά από ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ο REA αποφάσισε, στις 27 Ιανουαρίου 2014, ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεωρείται ΜΜΕ.

4        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 7ης Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την άποψη του REA προσκομίζοντας δύο νομικές γνωμοδοτήσεις από ανεξάρτητους εξωτερικούς δικηγόρους.

5        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Φεβρουαρίου 2014, ο REA ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι μπορούσε να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης της 27ης Ιανουαρίου 2014 ενώπιον της  επιτροπής επικύρωσης, δυνάμει των σημείων 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838/ΕΕ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την έγκριση των κανόνων για τη διασφάλιση της συνέπειας της διαδικασίας επαλήθευσης της υπόστασης, του νομικού καθεστώτος, καθώς και της επιχειρησιακής και χρηματοοικονομικής ικανότητας των συμμετεχόντων στις έμμεσες δράσεις που στηρίζονται μέσω επιχορήγησης δυνάμει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και δυνάμει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και κατάρτισης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2012, L 359, σ. 45) (στο εξής: επιτροπή επικύρωσης).

6        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον REA την επανεξέταση της υπόθεσης ενώπιον της επιτροπής επικύρωσης.

7        Στις 15 Απριλίου 2014 ο REA ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με την απόφαση της επιτροπής επικύρωσης, η οποία επικύρωνε τη δική του απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2014 (στο εξής: πρώτη αρνητική απόφαση).

8        Στις 23 Ιουνίου 2014 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της πρώτης αρνητικής απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε με τον αριθμό T‑499/14. Η προσφυγή αυτή στρεφόταν τόσο κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και κατά της επιτροπής επικύρωσης.

9        Στις 18 Νοεμβρίου 2014 η προσφεύγουσα ενημερώθηκε από τον REA σχετικά με την απόφαση της επιτροπής επικύρωσης να ανακαλέσει την πρώτη αρνητική απόφαση εν αναμονή της έκδοσης νέας απόφασης σχετικά με το καθεστώς ΜΜΕ της προσφεύγουσας. Η ανάκληση αυτή αιτιολογήθηκε από το γεγονός ότι με την πρώτη αρνητική απόφαση δεν είχαν δοθεί σαφείς απαντήσεις στα επιχειρήματα που είχε προβάλει η προσφεύγουσα με το ηλεκτρονικό της μήνυμα της 7ης Φεβρουαρίου 2014. Κατόπιν της ανάκλησης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή στην υπόθεση T‑499/14 είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και, με διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Ertico – ITS Europe κατά Επιτροπής (T‑499/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:285), αποφάσισε ότι παρείλκε η κρίση επί της εν λόγω προσφυγής.

10      Στις 18 Αυγούστου 2015 η επιτροπή επικύρωσης έλαβε νέα απόφαση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία, βάσει διαφορετικού αιτιολογικού από εκείνο της πρώτης αρνητικής απόφασης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί στην προσφεύγουσα καθεστώς ΜΜΕ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Οκτωβρίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2016.

13      Η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2016.

14      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου, της 15ης Ιουνίου 2016, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή λόγω μερικής ανανέωσης του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2016.

16      Μετά τη μεταβολή της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, συνεπώς, η υπό κρίση υπόθεση.

17      Στις 30 Νοεμβρίου 2016 και στις 25 Ιουλίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις στην Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας. Η Επιτροπή απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

18      Στις 27 Ιανουαρίου 2017 το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε γραπτή ερώτηση και στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας. Η προσφεύγουσα απάντησε στις ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

19      Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2017, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, παρότι δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τους διαδίκους.

20      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Οκτωβρίου 2017, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο.

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει οκτώ λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται, ο πρώτος, σε παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ 2003, L 11, σ. 1), ο δεύτερος, σε παράβαση του ίδιου άρθρου 22, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, ο τρίτος, σε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του δεδικασμένου, ο τέταρτος, σε παράβαση της σύστασης 2003/361, ο πέμπτος, σε παράβαση της σύστασης 2003/361 και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αμεροληψίας, ο έκτος, σε πλημμελή εφαρμογή της σύστασης 2003/361, ο έβδομος, σε παραβίαση της αρχής της ευνοϊκότερης μεταχείρισης και, ο όγδοος, σε αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

24      Επισημαίνεται ότι, με το πρώτο αίτημά της, η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης. Ωστόσο, από το υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει ότι το πρώτο αυτό αίτημα προβάλλεται μόνον σε σχέση με την εκτίμηση του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα. Επομένως, το εν λόγω ζήτημα πρέπει να κριθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του λόγου αυτού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 58/2003

 Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 58/2003, το οποίο παρατίθεται ρητώς στα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε το αίτημα ελέγχου της απόφασης των υπηρεσιών επικύρωσης για να λάβει την απόφασή της. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε το αίτημα ελέγχου από την επιτροπή επικύρωσης στις 25 Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή όφειλε, κατά την προσφεύγουσα, να λάβει την απόφασή της το αργότερο στις 25 Απριλίου 2014. Ωστόσο, η Επιτροπή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση περισσότερο από ένα έτος μετά την ημερομηνία αυτή, καθ’ υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας. Επιπλέον, η παράλειψη της Επιτροπής να απαντήσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας των δύο μηνών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή απορριπτική απόφαση του αιτήματος της προσφεύγουσας, καθόσον, στις 15 Απριλίου 2014, η επιτροπή επικύρωσης έλαβε την πρώτη αρνητική απόφαση, την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε.

26      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και το άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003 αφορούν την ίδια διαδικασία ελέγχου. Επιπλέον, με το ηλεκτρονικό του μήνυμα της 24ης Φεβρουαρίου 2014, ο REA αναφέρθηκε μόνον στην προσφυγή που προβλέπεται από τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και όχι σε εκείνη του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για διαφορετικές προσφυγές.

27      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

28      Προκειμένου να εξεταστεί η προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003, πρέπει, κατ’ αρχάς, να διαπιστωθεί εάν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή εν προκειμένω, πράγμα που αμφισβητεί η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί εάν τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και το άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003 αφορούν την ίδια διαδικασία ελέγχου, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Σε περίπτωση που δεν ισχύει κάτι τέτοιο, πρέπει να εξεταστεί εάν το αίτημα ελέγχου της προσφεύγουσας από την επιτροπή επικύρωσης υποβλήθηκε πράγματι στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003.

29      Συναφώς, πρώτον, είναι αληθές ότι το σημείο 1.2.6, παράγραφος 2, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 φέρει υποσημείωση στην οποία αναφέρεται ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003, οι πράξεις ενός εκτελεστικού οργανισμού μπορούν να παραπέμπονται στην Επιτροπή για έλεγχο της νομιμότητάς τους. Ωστόσο, η απλή αυτή αναφορά στην εν λόγω προσφυγή δεν μπορεί να ερμηνευθεί καθεαυτήν, και, ελλείψει σχετικής διευκρίνισης, ως ένδειξη ότι οι προσφυγές που προβλέπονται στα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και στο άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003, αντίστοιχα, ταυτίζονται και αποτελούν μία και μόνη προσφυγή.

30      Αντιθέτως, τόσο από το γράμμα όσο και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, αφενός, και το άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003, αφετέρου, προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν χωριστές προσφυγές. Πράγματι, οι δύο αυτές προσφυγές διακρίνονται όσον αφορά τόσο τις αντίστοιχες διαδικασίες όσο και τον χαρακτήρα τους. Ειδικότερα, η διοικητική προσφυγή του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003 ασκείται ενώπιον της Επιτροπής. Υπόκειται σε αυστηρές προθεσμίες και αφορά έναν περιορισμένο έλεγχο νομιμότητας της κρινόμενης πράξης την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει η ίδια. Αντιθέτως, τα αιτήματα ελέγχου ενώπιον της επιτροπής επικύρωσης απευθύνονται χωρίς διατυπώσεις στις υπηρεσίες επικύρωσης, εν προκειμένω στον REA, ο οποίος έχει διακριτή νομική προσωπικότητα από εκείνη της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 58/2003. Επιπλέον, στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης δεν προβλέπεται καμία προθεσμία. Τέλος, η απόφαση της επιτροπής επικύρωσης αφορά πλήρη επανεξέταση της απόφασης που της διαβιβάζεται, τόσο ως προς τα νομικά ζητήματα όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

31      Κατά συνέπεια, πρόκειται για δύο διακριτά είδη διοικητικών προσφυγών.

32      Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του διακριτού χαρακτήρα των προσφυγών που προβλέπονται από τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, αφενός, και του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003, αφετέρου, πρέπει να εξεταστεί, σε δεύτερο στάδιο, εάν, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, η προσφεύγουσα υπέβαλε όντως το αίτημα ελέγχου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003 και εάν, κατά συνέπεια, μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματά της περί εκπρόθεσμης λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.

33      Επισημαίνεται συναφώς, πρώτον, ότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 6 ανωτέρω, η προσφεύγουσα ζήτησε την επανεξέταση της υπόθεσής της από την επιτροπή επικύρωσης με ηλεκτρονικό μήνυμα της 25ης Φεβρουαρίου 2014. Απηύθυνε δε το σχετικό αίτημα στον REA, σύμφωνα με το σημείο 1.2.6, παράγραφος 2, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, και όχι στην Επιτροπή.

34      Όπως, όμως, αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 30, οι διοικητικές προσφυγές για τον έλεγχο νομιμότητας στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 58/2003 απευθύνονται στην Επιτροπή και όχι στον REA. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το αίτημα ελέγχου της προσφεύγουσας δεν υποβλήθηκε σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη (πρβλ. διάταξη της 27ης Μαρτίου 2017, Frank κατά Επιτροπής, T‑603/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:228, σκέψεις 56 και 57), αλλά σύμφωνα με το σημείο 1.2.6, παράγραφος 2, της απόφασης 2012/838.

35      Δεύτερον, σύμφωνα με τη διαδικασία του σημείου 1.2.6, παράγραφος 3, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, οι υπηρεσίες επικύρωσης γνωστοποιούν την παραλαβή του αιτήματος ελέγχου από την επιτροπή επικύρωσης. Εν προκειμένω, από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι στις 8 Μαρτίου 2014 ο REA, ο οποίος ήταν εν προκειμένω η υπηρεσία επικύρωσης, γνωστοποίησε την παραλαβή του αιτήματος ελέγχου της προσφεύγουσας και την ενημέρωσε ότι ο φάκελός της είχε διαβιβαστεί στην επιτροπή επικύρωσης, σύμφωνα με την απόφαση 2012/838, αναφερόμενος μάλιστα στο σημείο 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης αυτής. Καμία αναφορά δεν έγινε στο άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003. Επιπλέον, στο ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα, ο REA ανέφερε ότι η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής επικύρωσης δεν προέβλεπε την παρέμβαση της προσφεύγουσας, πράγμα που ανταποκρίνεται στις διατάξεις των σημείων 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838. Αντιθέτως, όπως εξάλλου υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003 θα απαιτούσε την ακρόαση του ενδιαφερομένου πριν από οποιαδήποτε λήψη απόφασης. Η προσφεύγουσα, ωστόσο, δεν αντέδρασε ενώπιον του REA, προκειμένου να επικαλεστεί παράβαση της τελευταίας αυτής διάταξης.

36      Αν η προσφεύγουσα ήταν πεπεισμένη ότι η διοικητική προσφυγή της είχε ασκηθεί σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 58/2003, οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης έπρεπε να την παρακινήσουν να αναρωτηθεί ή και να ενημερωθεί σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν σε έναν τέτοιον επαναχαρακτηρισμό, καθώς και σχετικά με την εξέταση του αιτήματός της από τον REA και όχι από την Επιτροπή (βλ., συναφώς, διάταξη της 27ης Μαρτίου 2017, Frank κατά Επιτροπής, T‑603/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:228, σκέψεις 58 και 59). Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν δικαιούται να ισχυριστεί ότι ήταν δυνατόν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και χωρίς η ίδια να επιδείξει επιπολαιότητα ή αμέλεια, να παραπλανηθεί από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματός της βάσει του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003 (πρβλ. διάταξη της 27ης Μαρτίου 2017, Frank κατά Επιτροπής, T‑603/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:228, σκέψη 60).

37      Τρίτον, με την προσβαλλόμενη απόφαση η επιτροπή επικύρωσης προέβη σε πλήρη και επί της ουσίας έλεγχο της απόφασης του REA της 27ης Ιανουαρίου 2014. Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με το σημείο 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, το οποίο προβλέπει ότι η επιτροπή εξετάζει και κρίνει τις υποθέσεις που φέρονται προς επικύρωση ενώπιόν της. Αντιθέτως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 30, κατά το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 58/2003, η Επιτροπή μπορεί απλώς «να διατηρεί την πράξη του εκτελεστικού οργανισμού ή να αποφασίζει ότι ο οργανισμός πρέπει να την τροποποιήσει, στο σύνολό της ή εν μέρει», αλλά δεν μπορεί να την τροποποιεί η ίδια.

38      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αίτημα ελέγχου της προσφεύγουσας υποβλήθηκε σύμφωνα με τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και διέπεται από τις διατάξεις αυτές.

39      Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί στο γεγονός ότι ο REA παρέλειψε να αναφέρει στο ηλεκτρονικό του μήνυμα της 24ης Φεβρουαρίου 2014 τη δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής του άρθρου 22 του κανονισμού 58/2003, ενώ ήταν υποχρεωμένος προς τούτο, δεδομένου η εν λόγω διοικητική προσφυγή δεν αφορά τη διαδικασία ελέγχου ενώπιον της επιτροπής επικύρωσης.

40      Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο REA ήταν υποχρεωμένος να υποδείξει τις διαθέσιμες δυνατότητες προσβολής της απόφασης, διαπιστώνεται ότι, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα της 24ης Φεβρουαρίου 2014, ο REA ανέφερε στην προσφεύγουσα ότι είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή της τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, αν η προσφεύγουσα επιθυμούσε την επανεξέταση της θέσης του REA, αυτός έπρεπε να διαβιβάσει τον φάκελο στην επιτροπή επικύρωσης.

41      Αυτό το είδος προσφυγής παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα πλήρους επανεξέτασης της απόφασης που διαβιβάζεται στην επιτροπή επικύρωσης, τόσο ως προς τα νομικά ζητήματα όσο και ως προς την ουσία, και δεν περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας.

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 22, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να απορριφθούν, ενώ παρέλκει η κρίση επί του απαραδέκτου της προσφυγής, το οποίο προβάλλει η Επιτροπή σε περίπτωση που εφαρμοστεί η διάταξη αυτή. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 58/2003, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν έτυχε ακροάσεως από την επιτροπή επικύρωσης πριν εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά ούτε και πριν εκδοθεί η πρώτη αρνητική απόφαση που ανακλήθηκε, παρότι η εν λόγω επιτροπή είχε σχετική υποχρέωση ακρόασης, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 58/2003. Κατά την προσφεύγουσα, η παρατυπία αυτή είναι απολύτως καταδικαστέα διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εντελώς νέα επιχειρήματα σε σχέση με εκείνα που προβλήθηκαν με την πρώτη αρνητική απόφαση, καθώς και με την αρνητική απόφαση του REA της 27ης Ιανουαρίου 2014. Ειδικότερα, το ζήτημα αν η προσφεύγουσα αποτελεί γνήσια και ανεξάρτητη ΜΜΕ δεν είχε αναφερθεί στην πρώτη αρνητική απόφαση της επιτροπής επικύρωσης.

44      Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, η επιτροπή επικύρωσης προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής γι’ αυτό πράξης, ακόμη και ελλείψει σχετικής ειδικής ρύθμισης.

45      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

46      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής για το πρόσωπο αυτό πράξης, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρύθμισης που να αφορά την εν λόγω διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2006, Dokter κ.λπ., C‑28/05, EU:C:2006:408, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Απριλίου 2003, Forum des migrants κατά Επιτροπής, T‑217/01, EU:T:2003:106, σκέψη 56). Ωστόσο, δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση σε περίπτωση απλής αναδιατύπωσης, αναδιάταξης ή ανάπτυξης ενός στοιχείου το οποίο έχει ήδη προβληθεί και επί του οποίου ο αποδέκτης της επίμαχης απόφασης έχει ήδη γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του (πρβλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑191/98 και T‑212/98 έως T‑214/98, EU:T:2003:245, σκέψη 194).

47      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ακρόασης σε οποιαδήποτε διαδικασία κατοχυρώνεται όχι μόνον από τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο κάθε δικαστικής διαδικασίας, αλλά και από το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα χρηστής διοίκησης. Το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει ότι το εν λόγω δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του (βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 29, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑466/14, EU:T:2016:742, σκέψη 40).

48      Τέλος, προκειμένου η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας να επισύρει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να υφίσταται η πιθανότητα η διαδικασία να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αν δεν υπήρχε η εν λόγω πλημμέλεια. Το βάρος αποδείξεως συναφώς φέρει ο προσφεύγων, διότι κάθε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά τυπικό ελάττωμα που προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα επικαλεσθεί το ειδικό αρνητικό αποτέλεσμα της προσβολής αυτής επί των δικαιωμάτων του (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑211/05, EU:T:2009:304, σκέψεις 45 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστεί ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση προσφυγή δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

50      Κατ’ αρχάς, λαμβανομένων υπόψη όσων αναφέρθηκαν σχετικά με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και με την αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 58/2003, η οποία διαπιστώθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν την παράβαση της διάταξης αυτής, σύμφωνα με τα οποία η επιτροπή επικύρωσης προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης της προσφεύγουσας πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

51      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, τα οποία έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, δεν προβλέπουν δικαίωμα ακρόασης των ενδιαφερομένων από την επιτροπή επικύρωσης.

52      Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 46 και 47 ανωτέρω, η υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και η αρχή της χρηστής διοίκησης ισχύουν ακόμη και ελλείψει σχετικής ειδικής ρύθμισης. Ως εκ τούτου, έπρεπε να δοθεί στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, παρά το γεγονός ότι τέτοιο δικαίωμα δεν της αναγνωρίζεται ρητώς από τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838. Δεν αμφισβητείται, όμως, από τους διαδίκους ότι η προσφεύγουσα δεν έτυχε ακροάσεως ούτε από τον REA ούτε από την επιτροπή επικύρωσης, αφότου ο φάκελός της διαβιβάστηκε στην τελευταία.

53      Πρέπει, επομένως, να εξακριβωθεί εάν, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 46 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε νέα στοιχεία, επί των οποίων η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του REA.

54      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε δύο αιτιολογίες.

55      Όσον αφορά την πρώτη αιτιολογία, από το σημείο 2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, κατά την επιτροπή επικύρωσης, η προσφεύγουσα δεν ασκούσε τακτικά οικονομική δραστηριότητα έναντι αμοιβής σε συγκεκριμένη αγορά. Κατά συνέπεια, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν αποτελούσε επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361.

56      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτιολογία, στο σημείο 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, παρότι κανένα από τα μέλη της προσφεύγουσας δεν κατείχε ποσοστό 25 % ή μεγαλύτερο επί του κεφαλαίου της ή επί των δικαιωμάτων ψήφου, με αποτέλεσμα να πληρούται τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπεται από τη σύσταση 2003/361, από οικονομικής απόψεως η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια, δεδομένου ότι ανήκε de facto σε μεγάλο οικονομικό όμιλο. Κατά συνέπεια, δεν αντιμετώπιζε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ.

57      Ωστόσο, όσον αφορά την πρώτη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του REA, ο τελευταίος ζήτησε από την προσφεύγουσα, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 13ης Δεκεμβρίου 2013, να προσδιορίσει τις δραστηριότητες στις οποίες στηριζόταν ο κύκλος εργασιών της και, ειδικότερα, να διευκρινίσει αν ο κύκλος εργασιών προέκυπτε από την παροχή υπηρεσιών ή την προμήθεια αγαθών σε ανταγωνιστική αγορά. Ο REA ρώτησε επίσης την προσφεύγουσα σχετικά με την κατανομή των εσόδων που προέρχονταν ιδίως από επιχορηγήσεις, εισφορές ή δωρεές. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα προηγήθηκε τόσο της απόφασης του REA της 27ης Ιανουαρίου 2014 όσο και της πρώτης αρνητικής απόφασης της επιτροπής επικύρωσης και της προσβαλλόμενης απόφασης.

58      Η προσφεύγουσα απάντησε στις ερωτήσεις του REA με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Δεκεμβρίου 2013. Σε συνέχεια ακριβώς των απαντήσεων αυτών, στις 3 Ιανουαρίου 2014, ο REA εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά τη συσχέτιση ορισμένων εσόδων τα οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα με οικονομική δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361. Επιπλέον, μεταξύ 20 και 24 Ιανουαρίου 2014, η προσφεύγουσα επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον REA προκειμένου να συζητήσουν το ζήτημα αυτό.

59      Όσον αφορά τη δεύτερη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, από την απόφαση του REA της 27ης Ιανουαρίου 2014 προκύπτει ότι σκοπός του κριτηρίου της ανεξαρτησίας που εισήγαγε η σύσταση 2003/361 είναι να εξασφαλίσει ότι τα μέτρα που προορίζονται για τις ΜΜΕ ωφελούν τις επιχειρήσεις των οποίων το μέγεθος αποτελεί για αυτές ανασταλτικό παράγοντα. Ο REA έκρινε συναφώς ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γνήσια ΜΜΕ, δεδομένου ότι το μέγεθός της δεν αποτελεί για την ίδια ανασταλτικό παράγοντα.

60      Η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε επί του ζητήματος αυτού πριν τη διαβίβαση του φακέλου της στην επιτροπή επικύρωσης, με δύο γνωμοδοτήσεις επί του εν λόγω ζητήματος, τις οποίες συνέταξαν ανεξάρτητοι εξωτερικοί δικηγόροι και οι οποίες επισυνήφθησαν στο ηλεκτρονικό μήνυμά της της 7ης Φεβρουαρίου 2014. Από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει επίσης ότι οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις διαβιβάστηκαν από τον REA στην επιτροπή επικύρωσης και εξετάστηκαν από αυτήν.

61      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η πρώτη αρνητική απόφαση ανακλήθηκε επειδή δεν απαντούσε ρητώς στα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με το από 7 Φεβρουαρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμά της. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ακριβώς ως σκοπό την καλύτερη εξέταση των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιον του REA, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούσαν τον χαρακτηρισμό της ως γνήσιας και ανεξάρτητης ΜΜΕ.

62      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση ασχολείται εκ νέου με τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον του REA, κατά την οποία η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 57 έως 60 ανωτέρω. Η κρίσιμη αλληλογραφία έλαβε χώρα πολύ πριν τη διαβίβαση του φακέλου της προσφεύγουσας στην επιτροπή επικύρωσης. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τις απαντήσεις στα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, εξαιτίας της παράλειψης των οποίων είχε ανακληθεί η πρώτη αρνητική απόφαση. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε νέα στοιχεία επί των οποίων η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να εκφέρει λυσιτελώς την άποψή της.

63      Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω, προκύπτει ότι, προκειμένου η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας να επισύρει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να ήταν δυνατή η κατάληξη της διαδικασίας σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αν δεν υπήρχε η εν λόγω πλημμέλεια, πράγμα που απόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει. Αρκεί, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα σχετικό επιχείρημα.

64      Κατόπιν των ανωτέρω, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης πρέπει να απορριφθούν.

65      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του δεδικασμένου

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντικαθιστώντας με εντελώς νέα αιτιολογία την αιτιολογία της πρώτης αρνητικής απόφασης, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να ληφθούν υπόψη, η επιτροπή επικύρωσης παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά την προσφεύγουσα, μετά την ανάκληση της πρώτης αρνητικής απόφασης, η διαδικασία έπρεπε να επαναληφθεί από το στάδιο πριν την έκδοση της αρνητικής απόφασης του REA της 27ης Ιανουαρίου 2014.

67      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

68      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους όταν βρίσκονται σε έννομες καταστάσεις και σχέσεις που καλύπτονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 13ης Οκτωβρίου 2016, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Petrotel, C‑231/15, EU:C:2016:769, σκέψη 29, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑808/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:734, σκέψη 193).

69      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης. Το δικαίωμα επίκλησης της εν λόγω αρχής παρέχεται σε κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και που παρέχονται στον ενδιαφερόμενο από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 12ης Ιανουαρίου 2017, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής, C‑411/15 P, EU:C:2017:11, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, B&S Europe κατά Επιτροπής, T‑222/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:837, σκέψη 47).

70      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι στις εγγυήσεις που αναγνωρίζει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοίκησης, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, CMB και Christof κατά Επιτροπής, T‑407/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:477, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστεί το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

72      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε σχέση με την ανάκληση της πρώτης αρνητικής απόφασης, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου που έχει κατοχυρωθεί από τη νομολογία, η επιτροπή επικύρωσης είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει την πρώτη αρνητική απόφαση και να την αντικαταστήσει με νέα απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάκληση έλαβε χώρα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και ότι η εν λόγω επιτροπή έλαβε αρκούντως υπόψη τον βαθμό στον οποίον η προσφεύγουσα είχε ενδεχομένως εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της πράξης [πρβλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1982, Alpha Steel κατά Επιτροπής, 14/81, EU:C:1982:76, σκέψη 10, της 18ης Οκτωβρίου 2011, Reisenthel κατά ΓΕΕΑ – Dynamic Promotion (τελάρα και καλάθια), T‑53/10, EU:T:2011:601, σκέψη 40, και της 11ης Ιουλίου 2013, BVGD κατά Επιτροπής, T‑104/07 και T‑339/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:366, σκέψη 65].

73      Εν προκειμένω, η πρώτη αρνητική απόφαση ανακλήθηκε σχεδόν επτά μήνες μετά την έκδοσή της και λιγότερο από πέντε μήνες μετά την άσκηση προσφυγής από την προσφεύγουσα με αντικείμενο την ακύρωσή της. Εξάλλου, κατά τον χρόνο ανάκλησης της πρώτης αρνητικής απόφασης της επιτροπής επικύρωσης, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι επρόκειτο να εκδοθεί νέα απόφαση, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις στα επιχειρήματα που είχε προβάλει η ίδια με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Φεβρουαρίου 2014. Επιπλέον, ασκώντας την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αμφισβητήσει την πρώτη αρνητική απόφαση, η προσφεύγουσα απέδειξε ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στη νομιμότητά της. Κατά συνέπεια, η επιτροπή επικύρωσης δεν παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ανακαλώντας την πρώτη αρνητική απόφαση.

74      Όσον αφορά την αντικατάσταση της αιτιολογίας της πρώτης αρνητικής απόφασης, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα ουδόλως εξηγεί σε τι συνίσταται συναφώς η παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου ή τους λόγους για τους οποίους η νομική της κατάσταση δεν ήταν σαφής, ακριβής και προβλέψιμη αποκλειστικά εξαιτίας της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, κατά την ίδια, στηρίχθηκε σε εντελώς νέα αιτιολογία ως προς τα κριθέντα στη σκέψη 62 ανωτέρω.

75      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η προσφεύγουσα επίσης δεν διευκρινίζει ποιες συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις της δόθηκαν με την πρώτη αρνητική απόφαση ούτε σε ποιον βαθμό οι διαβεβαιώσεις αυτές της δημιούργησαν βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της απόφασης αυτής αποδεικνύει μάλλον ότι η προσφεύγουσα δεν την θεωρούσε νόμιμη και, επομένως, ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

76      Στη συνέχεια, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν ισχυρίστηκε, ότι η επιτροπή επικύρωσης δεν εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης.

77      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι, μετά την ανάκληση της πρώτης αρνητικής απόφασης, η διαδικασία έπρεπε να επαναληφθεί από το στάδιο πριν την έκδοση της απόφασης του REA, της 27ης Ιανουαρίου 2014, η οποία είχε εκδοθεί πριν τη διαβίβαση του φακέλου της προσφεύγουσας στην επιτροπή επικύρωσης. Πράγματι, η ανάκληση της πρώτης αρνητικής απόφασης δεν είχε αφ’ εαυτής καμία επίπτωση στην εν λόγω απόφαση και δεν συνεπαγόταν νομικώς διαπιστωμένη πλημμέλεια της απόφασης αυτής. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο REA δεν ήταν υποχρεωμένος να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο πριν την έκδοση της απόφασής του της 27ης Ιανουαρίου 2014.

78      Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με τη διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Ertico –ITS Europe κατά Επιτροπής (T‑499/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:285), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η πρώτη αρνητική απόφαση έπρεπε να θεωρηθεί ως ακυρωθείσα. Κατά συνέπεια, το καθεστώς ΜΜΕ της προσφεύγουσας επιβεβαιώθηκε οριστικώς. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρνείται στην προσφεύγουσα το καθεστώς ΜΜΕ, προσβάλλει την αρχή του δεδικασμένου που δημιούργησε η εν λόγω διάταξη.

80      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

81      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα πλανάται σε σχέση με την εμβέλεια της διάταξης της 30ής Απριλίου 2015, Ertico – ITS Europe κατά Επιτροπής (T‑499/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:285), δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η προσφυγή ακυρώσεως κατά της πρώτης αρνητικής απόφασης είχε καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω ανάκλησης της απόφασης αυτής.

82      Βεβαίως, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ότι η ανάκληση της πρώτης αρνητικής απόφασης παρήγε έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα που θα είχε μια απόφαση περί ακυρώσεως (διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Ertico – ITS Europe κατά Επιτροπής, T‑499/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:285, σκέψη 10).

83      Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο ουδέποτε αποφάνθηκε επί της νομιμότητας της πρώτης αρνητικής απόφασης, πολλώ μάλλον επί του καθεστώτος ΜΜΕ της προσφεύγουσας.

84      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της σύστασης 2003/361

 Επιχειρήματα των διαδίκων

85      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα στηριζόμενη σε επιπλέον κριτήρια που δεν προβλέπονται στη σύσταση 2003/361, δηλαδή στα κριτήρια του σημείου 1.1.3.1, παράγραφος 6, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838. Κατά την ίδια, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθόσον το πεδίο εφαρμογής της σύστασης 2003/361 είναι πολύ ευρύτερο εκείνου της απόφασης 2012/838, η οποία αφορά μόνον το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι της επιβλήθηκαν παρανόμως κυρώσεις σε τομείς που δεν εμπίπτουν στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο.

86      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

87      Στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να εξεταστεί εάν η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε κριτήρια ξένα προς τη σύσταση 2003/361 προκειμένου να διαπιστώσει εάν η προσφεύγουσα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης αυτής και, ειδικότερα, αν ασκούσε οικονομική δραστηριότητα.

88      Η προσβαλλόμενη απόφαση αναπαράγει εν μέρει, προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται οικονομική δραστηριότητα, το σημείο 1.1.3.1, παράγραφος 6, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, το οποίο είναι αφιερωμένο στον ορισμό των χρησιμοποιούμενων στο παράρτημα της εν λόγω απόφασης όρων και προβλέπει, στο πλαίσιο αυτό, ότι αρκετοί από τους ορισμούς, ιδίως όσον αφορά την έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας», εφαρμόζονται στις ΜΜΕ «[π]έραν των ορισμών που παρατίθενται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ».

89      Εξάλλου, από το σημείο 1.2 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η προσφεύγουσα έχει καθεστώς ΜΜΕ, γίνεται παραπομπή στη σύσταση 2003/361, η οποία, σε αντίθεση με την απόφαση 2012/838 που περιορίζεται στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, αποτελεί μη δεσμευτικό διατομεακό εργαλείο.

90      Επιπλέον, το σημείο 2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει τον χαρακτηρισμό της προσφεύγουσας ως επιχείρησης βάσει των κριτηρίων του σημείου 1.2 της εν λόγω απόφασης, σύμφωνα με τα οποία η προσφεύγουσα πρέπει να συμμετέχει σε οποιοδήποτε είδος εμπορικής ή άλλης δραστηριότητας έναντι αμοιβής, σε συγκεκριμένη αγορά.

91      Δεν μπορεί, όμως, να προσαφθεί στην επιτροπή επικύρωσης ότι αναφέρθηκε στα κριτήρια αυτά κατά την εξέταση του χαρακτηρισμού της προσφεύγουσας ως επιχείρησης.

92      Πράγματι, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, ως επιχείρηση θεωρείται κάθε μονάδα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της νομικής της μορφής. Η έκφραση «οικονομική δραστηριότητα» δεν ορίζεται ρητώς σε αυτό.

93      Εντούτοις, η αιτιολογική σκέψη 3 της σύστασης 2003/361, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία της σύστασης αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑91/01, EU:C:2004:244, σκέψη 49, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, HaTeFo, C‑110/13, EU:C:2014:114, σκέψη 30), αναφέρει ότι η έννοια της «επιχείρησης» πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με τα άρθρα 54, 101 και 102 ΣΛΕΕ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

94      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, έχει κριθεί ότι αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, δηλαδή παροχές που πραγματοποιούνται κανονικά έναντι αμοιβής (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 46 έως 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Ιουλίου 2006, FENIN κατά Επιτροπής, C‑205/03 P, EU:C:2006:453, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το σημείο 1.1.3.1, παράγραφος 6, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 προβλέπει, όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας της «οικονομικής δραστηριότητας», επιπλέον κριτήρια σε σχέση με τη σύσταση 2003/361 και ότι το περιεχόμενο του σημείου αυτού παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ουδαμώς προκύπτει ότι τούτο οδήγησε, εν προκειμένω, στην εφαρμογή επιπλέον κριτηρίων από την επιτροπή επικύρωσης σε σχέση με τα εφαρμοζόμενα στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, με τα προβλεπόμενα από τη σύσταση 2003/361. Ως εκ τούτου, τα κριτήρια που εφάρμοσε η επιτροπή επικύρωσης προκειμένου να εκτιμήσει το καθεστώς της προσφεύγουσας ως επιχείρησης είναι σύμφωνα με την εν λόγω σύσταση.

96      Επομένως, ο τέταρτος λόγος δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της σύστασης 2003/361 και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αμεροληψίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

97      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ίδια πληροί τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπεται από τη σύσταση 2003/361. Εντούτοις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το πνεύμα της σύστασης αυτής, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ΜΜΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε και παρέβη το σαφές γράμμα της σύστασης 2003/361, σκοπός της οποίας είναι η εγγύηση της ασφάλειας δικαίου με τη διατύπωση ενιαίου ορισμού της έννοιας των «ΜΜΕ». Κατά συνέπεια, αποκλίνοντας από το γράμμα της σύστασης 2003/361, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αμεροληψίας. Εξάλλου, η προσέγγιση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.

98      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιτροπή επικύρωσης υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον έκρινε ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 12 της σύστασης 2003/361 επέβαλλαν κατά περίπτωση εξέταση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι, ακόμη και αν πληρούνται τα τυπικά κριτήρια, το καθεστώς ΜΜΕ θα αναγνωριζόταν μόνον στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν τις χαρακτηριστικές δυσκολίες αυτής της κατηγορίας. Η ερμηνεία αυτή, εξάλλου, δεν συμβιβάζεται με τον οδηγό του χρήστη ΜΜΕ, ο οποίος συστήνει την ευρεία εφαρμογή του ορισμού της ΜΜΕ.

99      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

100    Έχει κριθεί ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται στις ΜΜΕ αποτελούν εξαιρέσεις από τους γενικούς κανόνες, όπως στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, και ότι, επομένως, ο ορισμός της ΜΜΕ πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, HaTeFo, C‑110/13, EU:C:2014:114, σκέψη 32).

101    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 12 της σύστασης 2003/361, ο ορισμός των συνδεδεμένων επιχειρήσεων έχει ως σκοπό να εκτιμηθεί καλύτερα η οικονομική πραγματικότητα των ΜΜΕ και να αποκλειστούν από τον ορισμό αυτό οι όμιλοι επιχειρήσεων των οποίων η οικονομική ισχύς υπερβαίνει εκείνη μιας ΜΜΕ, προκειμένου να ωφεληθούν μόνον οι επιχειρήσεις που έχουν πραγματική ανάγκη από τα πλεονεκτήματα που αναγνωρίζουν διάφορες ρυθμίσεις ή μέτρα στην κατηγορία των ΜΜΕ (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, HaTeFo, C‑110/13, EU:C:2014:114, σκέψη 31).

102    Σκοπός του κριτηρίου της ανεξαρτησίας είναι να εξασφαλίσει ότι τα μέτρα που προορίζονται για τις ΜΜΕ ωφελούν πράγματι τις επιχειρήσεις των οποίων το μέγεθος αποτελεί για αυτές ανασταλτικό παράγοντα και όχι εκείνες που ανήκουν σε μεγάλους ομίλους και έχουν, επομένως, πρόσβαση σε μέσα και σε υποστήριξη που δεν διαθέτουν οι ανταγωνιστές τους αντίστοιχου μεγέθους. Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι επιχειρήσεις που αποτελούν πράγματι ανεξάρτητες ΜΜΕ, πρέπει να εξετάζεται η δομή των ΜΜΕ που αποτελούν οικονομικό όμιλο του οποίου η ισχύς υπερβαίνει αυτήν μιας τέτοιας επιχείρησης και να λαμβάνεται μέριμνα ώστε ο ορισμός των ΜΜΕ να μην καταστρατηγείται για καθαρά τυπικούς λόγους (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑91/01, EU:C:2004:244, σκέψη 50, της 27ης Φεβρουαρίου 2014, HaTeFo, C‑110/13, EU:C:2014:114, σκέψη 33, και της 14ης Οκτωβρίου 2004, Pollmeier Malchow κατά Επιτροπής, T‑137/02, EU:T:2004:304, σκέψη 61).

103    Επομένως, το κριτήριο της ανεξαρτησίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, ούτως ώστε μια επιχείρηση που ανήκει σε ποσοστό μικρότερο του 25 % σε μεγάλη επιχείρηση και πληροί, έτσι, τυπικώς το εν λόγω κριτήριο, αλλά που, στην πραγματικότητα, αποτελεί μέρος ενός μεγάλου ομίλου επιχειρήσεων, να μην μπορεί παρόλα αυτά να θεωρηθεί ότι πληροί το κριτήριο αυτό (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑91/01, EU:C:2004:244, σκέψη 51). Το άρθρο 3 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361 πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, HaTeFo, C‑110/13, EU:C:2014:114, σκέψη 34).

104    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστεί ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση προσφυγή πέμπτος λόγος ακυρώσεως.

105    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προκειμένου να τεκμηριώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η επιτροπή επικύρωσης στηρίχθηκε στα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω, στη σκέψη 102.

106    Ειδικότερα, εν προκειμένω, η επιτροπή επικύρωσης αρνήθηκε στην προσφεύγουσα το καθεστώς της ΜΜΕ, με τη σκέψη 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού έλαβε υπόψη τον σκοπό της σύστασης 2003/361, ότι, δηλαδή, τα μέτρα που προορίζονται για τις ΜΜΕ πρέπει να ευνοούν πράγματι τις επιχειρήσεις των οποίων το μέγεθος αποτελεί για αυτές ανασταλτικό παράγοντα και όχι τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε μεγάλους ομίλους και που, επομένως, έχουν πρόσβαση σε μέσα και υποστήριξη που δεν διαθέτουν οι ίδιου μεγέθους ανταγωνιστές τους. Ειδικότερα, στο ίδιο αυτό σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι, παρόλο που η προσφεύγουσα πληρούσε τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας, όπως αυτό προβλέπεται από τη σύσταση 2003/361, από οικονομικής απόψεως ανήκει de facto σε μεγάλο οικονομικό όμιλο. Επίσης στο ίδιο σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης, η επιτροπή επικύρωσης επισήμανε ότι, λόγω οργανωτικών δεσμών μεταξύ της προσφεύγουσας και των εταίρων ή μελών της, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση σε κονδύλια, πιστώσεις και υποστήριξη και ότι, συνεπώς, δεν αντιμετώπιζε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ.

107    Κατά συνέπεια, η εφαρμογή από την επιτροπή επικύρωσης του κριτηρίου της ανεξαρτησίας στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά παράβαση της σύστασης 2003/361.

108    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να απορριφθεί η προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης αμεροληψίας, η οποία θα στηριζόταν σε τυχόν παράβαση της σύστασης 2003/361.

109    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται πλημμελής εφαρμογή της σύστασης 2003/361

110    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των κριτηρίων που ακολούθησε η επιτροπή επικύρωσης στην προσβαλλόμενη απόφαση.

111    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει συναφώς, πρώτον, ότι έπρεπε να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361. Προσθέτει, δεύτερον, ότι αποτελεί αυτοτελή επιχείρηση και, τρίτον, ότι πληροί τα κριτήρια του αριθμού των απασχολουμένων και των ανώτατων οικονομικών ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361.

112    Οι τρεις αυτές αιτιάσεις πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά.

 Επί του χαρακτηρισμού της προσφεύγουσας ως επιχείρησης

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

113    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε εσφαλμένως στο συμπέρασμα ότι η ίδια δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, επειδή δεν ασκούσε τακτικά οικονομική δραστηριότητα έναντι αμοιβής σε συγκεκριμένη αγορά.

114    Κατά την προσφεύγουσα, η έννοια της «επιχείρησης», όπως προβλέπεται από το άρθρο 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, είναι σαφής και αυτοτελής και πρέπει να έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο που της αναγνωρίζεται από το δίκαιο του ανταγωνισμού. Επιπλέον, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη της σύστασης αυτής και τη νομολογία, η νομική μορφή της προσφεύγουσας δεν ασκεί επιρροή στη σχετική ανάλυση, σε αντίθεση με όσα έκρινε η επιτροπή επικύρωσης. Το κρίσιμο στοιχείο πρέπει να είναι η φύση της ασκούμενης δραστηριότητας.

115    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ότι, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361, αρκεί η δραστηριότητα αυτή να είναι περιστασιακή ή δευτερεύουσα. Εξάλλου, τουλάχιστον το ένα πέμπτο του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας προέρχεται από υπηρεσίες παρεχόμενες σε τρίτους. Επιπλέον, οι εισφορές που καταβάλλονται στην προσφεύγουσα από τα μέλη της ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που τους παρέχονται δεν μπορούν να αποκλειστούν από την ανάλυση αποκλειστικά και μόνον λόγω της μορφής της αμοιβής αυτής. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι με την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζεται ότι η προσφεύγουσα ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ότι παρέχει υπηρεσίες σε τρίτους έναντι αμοιβής. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνώρισε, στο σημείο 2.3, ότι η προσφεύγουσα έχει ανταγωνιστές. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν δραστηριοποιείται σε αγορά.

116    Επιπλέον, με την πρώτη αρνητική απόφαση της επιτροπής επικύρωσης αναγνωρίστηκε το καθεστώς της προσφεύγουσας ως επιχείρησης.

117    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι επιχορηγήσεις, οι εισφορές και οι δωρεές δεν αποτελούν αμοιβή ή αντάλλαγμα για την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά και ότι, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν έσοδα προερχόμενα από οικονομική δραστηριότητα.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

118    Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 93, η έννοια της «επιχείρησης», όπως προβλέπεται από το άρθρο 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με τα άρθρα 54, 101 και 102 ΣΛΕΕ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Η έννοια αυτή της «επιχείρησης» περιλαμβάνει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδότησής του. Συνιστά οικονομική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, κάθε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά, δηλαδή παροχών που προσφέρονται κατά κανόνα έναντι αμοιβής (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 46 έως 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Ιουλίου 2006, FENIN κατά Επιτροπής, C‑205/03 P, EU:C:2006:453, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Από την άποψη αυτή, το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι αυτή συνιστά την οικονομική αντιπαροχή της επίμαχης παροχής.

119    Υπενθυμίζεται επιπλέον ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή σε ενώσεις επιχειρήσεων, κατά το μέτρο που η δική τους δραστηριότητα ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που είναι μέλη τους τείνει στην παραγωγή των αποτελεσμάτων που η διάταξη αυτή επιδιώκει να απαλείψει. Η ιδιότητα της ένωσης επιχειρήσεων δεν αμφισβητείται από το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να περιλαμβάνει και πρόσωπα ή φορείς που δεν θεωρούνται επιχειρήσεις (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2006, FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑217/03 και T‑245/03, EU:T:2006:391, σκέψεις 49 και 55).

120    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστεί ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη προσφυγή έκτος λόγος ακυρώσεως.

121    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η επιτροπή επικύρωσης έκρινε ότι η προσφεύγουσα ήταν ένωση επιχειρήσεων η οποία δεν παρείχε υπηρεσίες έναντι αμοιβής και ενεργούσε για λογαριασμό και προς το συμφέρον των μελών της. Η προσφεύγουσα αντλεί σημαντικό τμήμα των εσόδων της από επιχορηγήσεις, εισφορές και δωρεές, οι οποίες δεν αποτελούν έσοδα προερχόμενα από οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρέχει υπηρεσίες σε τρίτους μόνον δευτερευόντως. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση, επειδή δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα έναντι αμοιβής σε συγκεκριμένη αγορά.

122    Το συμπέρασμα αυτό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

123    Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω, στις σκέψεις 118 και 119, το νομικό καθεστώς της προσφεύγουσας ή ο χαρακτηρισμός της ως ένωσης επιχειρήσεων δεν αποκλείουν τον χαρακτηρισμό της ως επιχείρησης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής, T‑193/02, EU:T:2005:22, σκέψη 72).

124    Εν συνεχεία, από το άρθρο 8.2 του καταστατικού της προσφεύγουσας προκύπτει ότι τα μέλη της υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές ως αμοιβή έναντι των υπηρεσιών που αυτή τους παρέχει. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το σημείο 2.1 της προσβαλλόμενης απόφασης.

125    Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 118, η ύπαρξη οικονομικής δραστηριότητας δεν εξαρτάται από τον τρόπο χρηματοδότησής της. Από την άποψη αυτή, η αμοιβή που προέρχεται από οικονομική δραστηριότητα στηρίζεται στο γεγονός ότι αυτή αποτελεί το οικονομικό αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

126    Επιπλέον, η νομολογία έχει δεχθεί ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού σε μια επιχείρηση, μπορούν να ληφθούν υπόψη εισφορές ως έσοδα για τον υπολογισμό προστίμου που επιβλήθηκε βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2006, FNCBV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑217/03 και T‑245/03, EU:T:2006:391, σκέψη 220).

127    Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες που παρέχει η προσφεύγουσα στα μέλη της, ως αντάλλαγμα για τις εισφορές που αυτά της καταβάλλουν, συνιστούν οικονομική δραστηριότητα έναντι αμοιβής. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εν λόγω εισφορές καταβάλλονται υπό τη μορφή ετήσιας αμοιβής, αποτελούν τακτικά έσοδα της προσφεύγουσας.

128    Ως εκ τούτου, λόγω των ως άνω οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκεί, η προσφεύγουσα αποτελεί, σε αντίθεση με όσα κρίθηκαν στο σημείο 2.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα δεν είναι ξένη προς τη σφαίρα των οικονομικών συναλλαγών (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 40).

129    Κατά τα λοιπά, η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει και η ίδια ότι η προσφεύγουσα ασκούσε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες και, ιδίως, ότι είχε έσοδα από την οργάνωση συνεδρίων. Η προσφεύγουσα ανέφερε ότι, για το έτος 2012, τα εν λόγω έσοδα αντιπροσώπευαν το 15 % περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών της. Η Επιτροπή, καίτοι αναγνώρισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα εν λόγω συνέδρια οργανώθηκαν για κοινό εκτός των μελών της προσφεύγουσας, δεν αμφισβήτησε το υποστατό των εν λόγω εσόδων.

130    Επιπλέον, όσον αφορά το αντικείμενο της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της, η εταιρία αυτή έχει ως σκοπό να ενθαρρύνει, να προάγει και να συνδράμει τον συντονισμό της εφαρμογής τηλεματικών μεταφορών στην υποδομή μεταφορών στην Ευρώπη, κυρίως για λογαριασμό των μελών της. Οι κανόνες του δικαίου ανταγωνισμού έχουν εφαρμοστεί στο παρελθόν σε επιχειρήσεις με παρόμοιους σκοπούς (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2005, Piau κατά Επιτροπής, T‑193/02, EU:T:2005:22, σκέψη 2).

131    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιτροπή επικύρωσης εσφαλμένως έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν αποτελούσε επιχείρηση και δεν ασκούσε τακτική οικονομική δραστηριότητα έναντι αμοιβής σε συγκεκριμένη αγορά.

132    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλμα εκτιμήσεως, καθόσον στο σημείο της 2.2 συνήχθη ότι η προσφεύγουσα δεν αποτελούσε επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361.

133    Εντούτοις, το σφάλμα εκτιμήσεως που διαπιστώθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 132, δεν αρκεί για να επισύρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, από το σημείο 1.2 της απόφασης αυτής προκύπτει ότι, αν ένας φορέας θεωρηθεί ως επιχείρηση, πρέπει να εξακριβωθεί αν πληροί και το κριτήριο της ανεξαρτησίας. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η προσφεύγουσα αποτελεί επιχείρηση, πρέπει να πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπεται από τη σύσταση 2003/361, προκειμένου να της αναγνωριστεί το καθεστώς της ΜΜΕ.

134    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί επιπλέον εάν, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της υπόθεσης, η επιτροπή επικύρωσης μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν αποτελεί ανεξάρτητη επιχείρηση.

 Επί του κριτηρίου της ανεξαρτησίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

135    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, στο σημείο 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, αναγνωρίστηκε ότι πληροί τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπεται στη σύσταση 2003/361, αλλά θεωρήθηκε ότι δεν αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ΜΜΕ, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και του πνεύματος της εν λόγω σύστασης.

136    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αποτελεί αυτοτελή επιχείρηση. Προσθέτει ότι δεν είναι ούτε «συνεργαζόμενη επιχείρηση» ούτε «συνδεδεμένη επιχείρηση», κατά την έννοια του άρθρου 3 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, δεδομένου ότι κανένα από τα μέλη της δεν κατέχει τουλάχιστον 25 % του κεφαλαίου της ή των δικαιωμάτων ψήφου.

137    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις της σύστασης 2003/361 και ότι δεν μπορεί να της προσαφθεί καταστρατήγηση της εν λόγω σύστασης. Υποστηρίζει, δε, ότι η άρνηση αναγνωρίσεως σε αυτήν του καθεστώτος της ΜΜΕ δεν μπορεί να στηριχθεί στην παρουσία μιας ή περισσότερων εταιριών που δεν αποτελούν ΜΜΕ μεταξύ των μετόχων της, καθόσον η σύσταση 2003/361 δεν προβλέπει τέτοια απαίτηση. Επιπλέον, θα ήταν παραπλανητικός και μεροληπτικός ο ισχυρισμός ότι η παρουσία οποιουδήποτε μετόχου, ο οποίος θα κατείχε μόνον μία μετοχή στην εταιρία, θα παρείχε σε αυτήν πρόσβαση σε ευκολίες χρηματοδότησης, χωρίς να διαθέτει σε αυτήν θέση που να του επιτρέπει να την ελέγχει.

138    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

139    Στο σημείο 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης κρίθηκε ότι, παρότι η προσφεύγουσα πληρούσε τυπικώς το κριτήριο ανεξαρτησίας που προβλέπει η σύσταση 2003/361, από οικονομικής απόψεως ανήκε de facto σε μεγάλο οικονομικό όμιλο. Λόγω των οργανωτικών δεσμών μεταξύ της προσφεύγουσας και των εταίρων ή μελών της, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση σε κονδύλια, πιστώσεις και ενισχύσεις και, ως εκ τούτου, δεν αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ. Στο σημείο 1.2 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται επιπλέον ότι ήταν αναγκαία η κατά περίπτωση εξέταση, προκειμένου να τεκμηριωθεί η οικονομική κατάσταση της επίμαχης επιχείρησης και να εξασφαλιστεί ότι μόνον οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στον σκοπό και στο πνεύμα της σύστασης 2003/361 χαρακτηρίζονται ως ΜΜΕ.

140    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 106 έως 107 ανωτέρω, η επιτροπή επικύρωσης ορθώς στήριξε την ανάλυσή της στον σκοπό και στο πνεύμα της σύστασης 2003/361, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, έστω και αν η προσφεύγουσα πληρούσε τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπεται στην εν λόγω σύσταση, έπρεπε ακόμη να εξεταστεί αν αντιμετώπιζε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ.

141    Διαπιστώνεται επίσης ότι τα μέλη της προσφεύγουσας είναι, μεταξύ άλλων, μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και δημόσιοι φορείς.

142    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού της προσφεύγουσας, το οποίο μνημονεύεται στο σημείο 2.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα ενεργεί κυρίως για λογαριασμό των εταίρων της.

143    Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 5 του καταστατικού της προσφεύγουσας, το κεφάλαιό της είναι απεριόριστο. Επισημαίνεται, όμως, ότι το μετοχικό κεφάλαιο περιλαμβάνει το συνολικό ποσό των εισφορών υπέρ της προσφεύγουσας. Επιπλέον, αποτελεί εγγύηση έναντι των εταίρων της προσφεύγουσας και των ενδεχόμενων δανειστών. Ένα σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο, παραδείγματος χάριν, διευκολύνει την προσφεύγουσα στις σχέσεις της με τρίτους.

144    Τέλος, όπως αναφέρεται ανωτέρω, στο σημείο 124, από το άρθρο 8.2 του καταστατικού της προσφεύγουσας προκύπτει ότι, ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρέχει στα μέλη της, τα τελευταία καταβάλλουν ετήσια εισφορά που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο. Ειδικότερα, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το άρθρο 8.3 του καταστατικού προκύπτει ότι το εποπτικό συμβούλιο καθορίζει το ύψος των ετήσιων εισφορών σε συνάρτηση με τις δαπάνες της προσφεύγουσας. Επιπλέον, το εποπτικό συμβούλιο μπορεί, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή μετά από αυτό, να μειώσει τις εισφορές προκειμένου να τις προσαρμόσει στις πραγματικές δαπάνες της προσφεύγουσας.

145    Από τη σκέψη 144 ανωτέρω προκύπτει ότι οι εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη της προσφεύγουσας καθορίζονται και προσαρμόζονται ανάλογα με τις συγκεκριμένες δαπάνες της. Επομένως, η κάλυψη των δαπανών της προσφεύγουσας εξασφαλίζεται από τα μέλη της, τα οποία δεν αποτελούν ΜΜΕ, και τούτο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει ότι, μολονότι, όπως προέβαλε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ύψος της εισφοράς δεν μεταβλήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια, η ίδια μπορεί, βάσει του καταστατικού της, να υπολογίζει στους προερχόμενους από τα μέλη της υπερεπαρκείς πόρους, οι οποίοι υπερβαίνουν τους πόρους μιας ΜΜΕ και είναι ανάλογοι των δαπανών της.

146    Κατά συνέπεια, στο σημείο 2.3 της προσβαλλόμενης απόφασης η επιτροπή επικύρωσης δεν προέβη σε πλημμελή εφαρμογή της σύστασης 2003/361, καθόσον έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν αντιμετώπιζε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ, με αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΜΜΕ κατά την έννοια της εν λόγω σύστασης, παρά το γεγονός ότι αποτελεί επιχείρηση.

 Επί των κριτηρίων του αριθμού απασχολουμένων και των ανώτατων οικονομικών ορίων που προβλέπονται από το άρθρο 2 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361

147    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, χωρίς να αντικρούεται συναφώς από την Επιτροπή με συγκεκριμένα επιχειρήματα, ότι πληροί τα κριτήρια του αριθμού των απασχολουμένων και των ανώτατων οικονομικών ορίων στελέχωσης που προβλέπονται από το άρθρο 2 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, ότι απασχολεί, δηλαδή, λιγότερα από 250 άτομα, ότι ο ετήσιος κύκλος εργασιών της δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ και ότι το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού της δεν υπερβαίνει τα 43 εκατομμύρια ευρώ.

148    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 140 ανωτέρω, οι επιχειρήσεις που πληρούν τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας, αλλά των οποίων η οικονομική ισχύς υπερβαίνει εκείνη μιας ΜΜΕ, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ΜΜΕ.

149    Ειδικότερα, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 102 ανωτέρω, σκοπός του κριτηρίου της ανεξαρτησίας είναι να εξασφαλίζει ότι τα προοριζόμενα για τις ΜΜΕ μέτρα ωφελούν πράγματι τις επιχειρήσεις των οποίων το μέγεθος αποτελεί για αυτές ανασταλτικό παράγοντα και όχι τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε μεγάλους ομίλους και έχουν, επομένως, πρόσβαση σε μέσα και σε υποστήριξη που δεν διαθέτουν οι ανταγωνιστές τους αντίστοιχου μεγέθους.

150    Ως εκ τούτου, και κατ᾽ αναλογία, η προσφεύγουσα δεν δικαιούται να ισχυρίζεται ότι αποτελεί ΜΜΕ επειδή πληροί τα κριτήρια του άρθρου 2 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, εάν στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στη σκέψη 146 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν αντιμετώπιζε τέτοιες δυσκολίες.

151    Ως εκ τούτου, αν μια επιχείρηση δεν αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα τις χαρακτηριστικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ, η επιτροπή επικύρωσης δικαιούται να μην της αναγνωρίσει το καθεστώς αυτό (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑91/01, EU:C:2004:244, σκέψη 54).

152    Πράγματι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι πληροί τα κριτήρια του αριθμού των απασχολουμένων και των ανώτατων οικονομικών ορίων που προβλέπονται από το άρθρο 2 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361, τα εν λόγω κριτήρια του αριθμού των απασχολουμένων και των ανώτατων οικονομικών ορίων δεν πρέπει να καθορίζονται βάσει μεμονωμένων στοιχείων της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι δεν αποτελεί ανεξάρτητη επιχείρηση και τα μέλη της είναι επιχειρήσεις που δεν αποτελούν ΜΜΕ.

153    Κατόπιν των ανωτέρω, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ευνοϊκότερης μεταχείρισης που προβλέπεται από την απόφαση 2012/838 και από το πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία «Ορίζοντας 2020»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

154    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, καθόσον στο σημείο 2.2 της προσβαλλομένης απόφασης αναγνωρίστηκε, αφενός, ότι ασκεί τουλάχιστον κάποιες οικονομικές δραστηριότητες και παρέχει ορισμένες υπηρεσίες σε τρίτους έναντι αμοιβής και, αφετέρου, ότι πληροί τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπει η σύσταση 2003/361, έπρεπε να χαρακτηριστεί ως ΜΜΕ όσον αφορά το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο και το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020».

155    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, όσον αφορά το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, σύμφωνα με το σημείο 1.1.3, πέμπτη περίπτωση, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, εάν μια νομική οντότητα μπορεί να υπαχθεί σε διαφορετικές κατηγορίες νομικών οντοτήτων, οι υπηρεσίες επικύρωσης πρέπει να επιλέξουν την πλέον ευνοϊκή για την εν λόγω οντότητα. Κατά την προσφεύγουσα, το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζοντας 2020», σύμφωνα με τη σελίδα 5 του οδηγού της Επιτροπής, της 11ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη διαδικασία καταχώρισης, ελέγχου και επικύρωσης της οικονομικής βιωσιμότητας των δικαιούχων.

156    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε, τουλάχιστον εν μέρει, να χαρακτηριστεί ως ΜΜΕ, όφειλε να της χορηγήσει πλήρως το καθεστώς αυτό.

157    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

158    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ουδέποτε αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να χαρακτηριστεί, έστω και εν μέρει, ως ΜΜΕ, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361. Κατά συνέπεια, όσον αφορά το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, το σημείο 1.1.3, πέμπτη περίπτωση, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζοντας 2020», όσον αφορά τη σελίδα 5 του οδηγού της Επιτροπής, που αναφέρθηκε στη σκέψη 155 ανωτέρω.

159    Ως εκ τούτου, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται αντιφατική και εσφαλμένη αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης

 Επιχειρήματα των διαδίκων

160    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολόγησης.

161    Πρώτον, κατά την ίδια, η επιτροπή επικύρωσης δεν μπορεί να αμφισβητεί την ιδιότητα της προσφεύγουσας ως επιχείρησης και να συνάγει στη συνέχεια το συμπέρασμα, αφενός, ότι πληρούται τυπικώς το κριτήριο της ανεξαρτησίας που προβλέπει η σύσταση 2003/361, πράγμα που σημαίνει ότι η προσφεύγουσα συνιστά επιχείρηση, και, αφετέρου, ότι έχει ανταγωνιστές.

162    Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρίνισε ποια ήσαν τα νέα πραγματικά περιστατικά που αναιρούν το συμπέρασμα της πρώτης αρνητικής απόφασης, με την οποία κρίθηκε ότι η προσφεύγουσα είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361.

163    Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στα επιπλέον κριτήρια που προβλέπονται από το σημείο 1.1.3.1, παράγραφος 6, στοιχείο γʹ, του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, για να αρνηθεί να την χαρακτηρίσει ως επιχείρηση βάσει της σύστασης 2003/361.

164    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ.

165    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

166    Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της και να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στον δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχό του. H απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, της 26ης Οκτωβρίου 2011, Dufour κατά ΕΤΕ, T‑436/09, EU:T:2011:634, σκέψη 47, και της 26ης Απριλίου 2018, European Dynamics Luxembourg και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑752/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:233, σκέψεις 22 και 23).

167    Εκτός αυτού, η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι λογική και, ιδίως, να μην εμφανίζει εσωτερικές αντιφάσεις που να εμποδίζουν την ορθή κατανόηση των λόγων έκδοσης της πράξης (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 151).

168    Υπενθυμίζεται επίσης ότι η απλή ύπαρξη αντίφασης σε μια απόφαση δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για πλημμέλεια της αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, το σύνολο της απόφασης παρέχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσδιορίσει και να επικαλεστεί την εν λόγω ασυνέπεια, και, αφετέρου, η απόφαση είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε η προσφεύγουσα να μπορεί να κατανοήσει το ακριβές περιεχόμενο της απόφασης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, T‑61/99, EU:T:2003:335, σκέψη 49, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Air Canada κατά Επιτροπής, T‑9/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:994, σκέψη 76).

169    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστεί ο προβαλλόμενος με την υπό κρίση προσφυγή όγδοος λόγος ακυρώσεως.

170    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του κρινόμενου λόγου ακυρώσεως, η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 161 ανωτέρω, είναι αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί επιχείρηση, ενώ, αφενός, προέβη σε εξέταση του κριτηρίου της ανεξαρτησίας κατά την έννοια της σύστασης 2003/361, πράγμα το οποίο προϋπέθετε την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχείρησης και, αφετέρου, αναγνώρισε ρητώς την ύπαρξη ανταγωνιστών της προσφεύγουσας.

171    Επισημαίνεται συναφώς ότι, στο σημείο 1.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται σαφώς ότι, σε περίπτωση που η προσφεύγουσα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση, θα έπρεπε να ελεγχθεί επιπλέον εάν η οντότητα αυτή αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν συνήθως οι ΜΜΕ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, η επιτροπή επικύρωσης έκρινε κατ’ αρχάς ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση και, ως εκ τούτου, η ίδια δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να εξετάσει το κριτήριο της ανεξαρτησίας. Επομένως, η επιτροπή επικύρωσης προέβη στην ανάλυση αυτή ως εκ περισσού.

172    Κατά συνέπεια, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η σχέση μεταξύ των δύο αιτιολογιών που διατυπώθηκαν από την επιτροπή επικύρωσης, χωρίς να υφίσταται συναφώς αντίφαση στη συλλογιστική της.

173    Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 168 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, δεδομένου ότι παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσδιορίσει και να επικαλεστεί την προβαλλόμενη ανακολουθία, καθώς και να κατανοήσει το ακριβές περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, γεγονός που προκύπτει από την ακρίβεια των επιχειρημάτων που προβάλλει με την υπό κρίση προσφυγή σε σχέση με τις δύο αιτιολογίες της εν λόγω απόφασης.

174    Επομένως, η πρώτη αιτίαση που προβάλλεται με τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

175    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση του κρινόμενου λόγου ακυρώσεως, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 162 ανωτέρω, αρκεί η διαπίστωση ότι η πρώτη αρνητική απόφαση ανακλήθηκε από την επιτροπή επικύρωσης. Η ανάκληση της απόφασης παρήγαγε έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα μιας ακυρωτικής απόφασης (διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Ertico – Its Europe κατά Επιτροπής, T‑499/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:285, σκέψη 10).

176    Η ακύρωση, όμως, από τον δικαστή της Ένωσης έχει κατ’ ανάγκη αναδρομικό αποτέλεσμα, καθώς η διαπίστωση της παρανομίας ανατρέχει στην ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η ακυρωθείσα πράξη (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication, C‑199/06, EU:C:2008:79, σκέψη 61).

177    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την πρώτη αρνητική απόφαση, της οποίας τα αποτελέσματα εξαφανίστηκαν αναδρομικώς μετά την ανάκλησή της, προς στήριξη του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

178    Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση που προβάλλεται με τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

179    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση που προβάλλεται με τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως, η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 163 ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη όσων αναφέρθηκαν στη σκέψη 95 ανωτέρω, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί, διότι η επιτροπή επικύρωσης δεν στηρίχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση σε επιπλέον κριτήρια που δεν προβλέπονταν από τη σύσταση 2003/361.

180    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

181    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα απορρίφθηκαν, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

182    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου. Επίσης, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμη και πριν την έναρξη της δίκης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα θεσμικό όργανο του οποίου η απόφαση δεν ακυρώθηκε, λόγω ανεπάρκειας της απόφασης εξαιτίας της οποίας ο προσφεύγων αναγκάστηκε να ασκήσει προσφυγή (απόφαση της 22ας Απριλίου 2016, Ιταλία και Eurallumina κατά Επιτροπής, T‑60/06 RENV II και T‑62/06 RENV II, EU:T:2016:233, σκέψη 245 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

183    Η προσφεύγουσα ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά της. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 ανωτέρω, η αλληλεπίδραση μεταξύ των διαδικασιών προσφυγής οι οποίες διέπονται, αφενός, από τα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838 και, αφετέρου, από το άρθρο 22 του κανονισμού 58/2003 δεν προέκυπτε σαφώς από τις διατάξεις της απόφασης 2012/838, γεγονός που επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

184    Επιπλέον, η περιγραφή της διαδικασίας ενώπιον της επιτροπής επικύρωσης, η οποία περιέχεται στα σημεία 1.2.6 και 1.2.7 του παραρτήματος της απόφασης 2012/838, παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις, ιδίως, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, την απουσία αναφοράς στις διαδικαστικές προθεσμίες, πράγμα το οποίο περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την ορθή κατανόηση των εφαρμοστέων κανόνων.

185    Συνεπώς, οι περιστάσεις αυτές συνέβαλαν στην πολυπλοκότητα της υπό κρίση υπόθεσης και ενδέχεται να έχουν αυξήσει και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εύλογο και δίκαιο να αποφασίσει ότι η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει μόνον το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της. Η δε Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η European Road Transport Telematics Implementation Coordination Organisation – Intelligent Transport Systems & Services Europe (Ertico – ITS Europe) φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Ertico – ITS Europe.

Kanninen

Calvo-Sotelo Ibáñez-Martín

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Μαΐου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


i       Στον τίτλο που προηγείται της σκέψης 147 και στις σκέψεις 147 και 152 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.