Language of document : ECLI:EU:T:2016:340

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2016 (*)

«Ντάμπινγκ – Eισαγωγές βιοαιθανόλης καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Προσφυγή ακυρώσεως – Ένωση – Έλλειψη άμεσου επηρεασμού των μελών – Απαράδεκτο – Δασμός αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα – Ατομική μεταχείριση – Δειγματοληψία – Δικαιώματα άμυνας – Απαγόρευση των διακρίσεων – Καθήκον επιμέλειας»

Στην υπόθεση T‑276/13,

Growth Energy, με έδρα την Ουάσιγκτον (Ηνωμένες Πολιτείες),

Renewable Fuels Association, με έδρα την Ουάσιγκτον,

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τον P. Vander Schueren, δικηγόρο, στη συνέχεια από τους Vander Schueren και M. Περιστεράκη, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Boelaert, επικουρούμενη αρχικώς από τους G. Berrisch, δικηγόρο, και B. Byrne, solicitor, στη συνέχεια από τους R. Bierwagen και C. Hipp, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. França και T. Maxian Rusche,

και

την ePURE, de Europese Producenten Unie van Hernieuwbare Ethanol, εκπροσωπούμενη από τους O. Prost και A. Massot, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο τη μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 157/2013 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοαιθανόλης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 49, σ. 10), καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες και τα μέλη τους,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων της 20ής και της 21ης Μαΐου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Growth Energy και Renewable Fuels Association, είναι ενώσεις οι οποίες εκπροσωπούν τους Αμερικανούς παραγωγούς βιοαιθανόλης καθώς και άλλες οργανώσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα των βιοκαυσίμων, στην περίπτωση της Growth Energy, και υποστηρικτών της αιθανόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην περίπτωση της Renewable Fuels Association.

2        Κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας από την ePURE, de Europese Producenten Unie van Hernieuwbare Ethanol (ένωση Ευρωπαίων παραγωγών ανανεώσιμης αιθανόλης, στο εξής: ePure), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετική με τις εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση βιοαιθανόλης καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός).

3        Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι είχαν την ιδιότητα αντιπροσωπευτικών ενώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και ότι αντιμετωπίσθηκαν ως ενδιαφερόμενα μέρη καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.

4        Με την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές βιοαιθανόλης καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2011, C 345, σ. 7), η Επιτροπή επισήμανε ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και παραγωγών της Ένωσης, επρόκειτο να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της δειγματοληψίας τόσο ως προς τους πρώτους όσο και ως προς τους δεύτερους, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

5        Στις 16 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε εγγράφως τις Marquis Energy LLC, Patriot Renewable Fuels LLC, Plymouth Energy Company LLC, POET LLC και Platinum Ethanol LLC (στο εξής: περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί), εταιρίες οι οποίες είναι μέλη των προσφευγουσών, ότι είχαν επιλεγεί για το δείγμα των παραγωγών-εξαγωγέων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακολούθως, οι εταιρίες αυτές απέστειλαν στην Επιτροπή τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ στις 22 Φεβρουαρίου 2012 και η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις τους.

6        Στις 26 Μαρτίου 2012, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή τις γραπτές παρατηρήσεις τους ως προς την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

7        Στις 24 Αυγούστου 2012, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο όπου εξέθετε τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα χωρίς να επιβάλει προσωρινά μέτρα (στο εξής: προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο). Στα σημεία 45 έως 47 του εν λόγω εγγράφου, διαπίστωνε μεταξύ άλλων ότι δεν ήταν δυνατό κατά το στάδιο αυτό να εκτιμήσει αν οι εξαγωγές βιοαιθανόλης καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών είχαν πραγματοποιηθεί σε τιμές ντάμπινγκ, καθώς οι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί δεν διέκριναν μεταξύ των εγχώριων πωλήσεων και των πωλήσεων προς εξαγωγή και πραγματοποιούσαν όλες τις πωλήσεις τους προς ανεξάρτητους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων εγκατεστημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι στη συνέχεια αναμείγνυαν την βιοαιθανόλη με βενζίνη και την μεταπωλούσαν. Κατά συνέπεια, οι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί δεν γνώριζαν τον προορισμό του προϊόντος και την τιμή εξαγωγής του. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα και να την επεκτείνει κατά τρόπο ώστε να περιλάβει τους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων προκειμένου να αποκτήσει τα σχετικά με την τιμή εξαγωγής στοιχεία καθώς και μια πλήρη εικόνα της αγοράς της βιοαιθανόλης (σκέψη 50 του εν λόγω εγγράφου).

8        Στις 11 Σεπτεμβρίου 2012, κατόπιν αιτήματος των προσφευγουσών, της Plymouth Energy Company και της POET, έλαβε χώρα ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων της Επιτροπής.

9        Στις 24 Σεπτεμβρίου 2012, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου.

10      Στις 6 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, όπου εξέταζε, βάσει των στοιχείων των ανεξάρτητων εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων, την ύπαρξη ντάμπινγκ η οποία προκαλούσε ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης (στο εξής: οριστικό ενημερωτικό έγγραφο). Προτίθετο, επομένως, να επιβάλει οριστικά μέτρα, ύψους 9,6 % σε εθνική κλίμακα, για διάστημα τριών ετών.

11      Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου αυτού στις 17 Δεκεμβρίου 2012.

12      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο με το οποίο, αφενός, απέβλεπε ουσιαστικά στην παράταση της διάρκειας ισχύος του οριστικού μέτρου αντιντάμπινγκ από τα τρία στα πέντε έτη και, αφετέρου, καλούσε τις προσφεύγουσες να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί της τροποποιήσεως αυτής καθώς και επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου έως τις 2 Ιανουαρίου 2013 το αργότερο.

13      Στις 2 Ιανουαρίου 2013, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω εγγράφου.

14      Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή απήντησε στις παρατηρήσεις των προσφευγουσών επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου.

15      Στις 18 Φεβρουαρίου 2013, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 157/2013 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοαιθανόλης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 49, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), με τον οποίο επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ στη βιοαιθανόλη, η οποία καλείται και «καύσιμη αιθανόλη», δηλαδή στην αιθυλική αλκοόλη που παράγεται από γεωργικά προϊόντα, μετουσιωμένη και μη μετουσιωμένη, εξαιρουμένων προϊόντων με περιεκτικότητα σε νερό πάνω από 0,3 % (m/m) η οποία μετράται σύμφωνα με το πρότυπο EN 15376, αλλά συμπεριλαμβανομένης της αιθυλικής αλκοόλης που παράγεται από τα γεωργικά προϊόντα που περιέχονται σε μείγματα με βενζίνη με περιεκτικότητα σε αιθυλική αλκοόλη άνω του 10 % (v/v), που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο σήμερα υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 2207 10 00, ex 2207 20 00, ex 2208 90 99, ex 2710 12 21, ex 2710 12 25, ex 2710 12 31, ex 2710 12 41, ex 2710 12 45, ex 2710 12 49, ex 2710 12 51, ex 2710 12 59, ex 2710 12 70, ex 2710 12 90, ex 3814 00 10, ex 3814 00 90, ex 3820 00 00 και ex 3824 90 97 (κωδικοί TARIC 2207100012, 2207200012, 2208909912, 2710122111, 2710122592, 2710123111, 2710124111, 2710124511, 2710124911, 2710125111, 2710125911, 2710127011, 2710129011, 3814001011, 3814009071, 3820000011 και 3824909767), με συντελεστή ύψους 9,5 % σε εθνική κλίμακα, οριζόμενο υπό τη μορφή σταθερού ποσού 62,30 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους, που εφαρμόζεται αναλογικά, κατά βάρος, προς τη συνολική περιεκτικότητα βιοαιθανόλης, για διάστημα πέντε ετών.

16      Όσον αφορά τη δειγματοληψία παραγωγών-εξαγωγέων στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Συμβούλιο διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 16 του προσβαλλομένου κανονισμού, ότι από την έρευνα προέκυψε ότι κανείς από τους αναφερόμενους στην ανωτέρω σκέψη 5 περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς δεν εξήγαγε βιοαιθανόλη στην αγορά της Ένωσης. Στην πραγματικότητα πωλούσαν στην εγχώρια αγορά σε ανεξάρτητους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι στη συνέχεια αναμείγνυαν τη βιοαιθανόλη με βενζίνη και τη μεταπωλούσαν στην εγχώρια αγορά και την εξήγαγαν ιδίως στην Ένωση. Οι εν λόγω παραγωγοί δεν είχαν συστηματικά επίγνωση αν η παραγωγή τους προοριζόταν ή όχι για την αγορά της Ένωσης και δεν γνώριζαν τις τιμές πωλήσεως των εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων. Τούτο σημαίνει ότι οι Αμερικανοί παραγωγοί βιοαιθανόλης δεν είναι οι εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Οι εξαγωγείς είναι στην πραγματικότητα οι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων. Προκειμένου να ολοκληρώσει τη σχετική με το ντάμπινγκ έρευνα, το Συμβούλιο στηρίχθηκε στα στοιχεία δύο εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων οι οποίοι δέχθηκαν να συνεργασθούν για τους σκοπούς της έρευνας.

17      Όσον αφορά τη διαπίστωση ντάμπινγκ, το Συμβούλιο επεξήγησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι έκρινε σκόπιμο τον καθορισμό περιθωρίου ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα. Ακόμη και αν ορισμένοι παραγωγοί ισχυρίστηκαν ότι ήταν δυνατό να εντοπισθούν και να ιχνηλατηθούν τα προϊόντα τους όταν πωλούνται σε επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών προς εξαγωγή, δεν ήταν εντούτοις σε θέση να διαπιστώσουν συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των πωλήσεών τους στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και των εξαγωγών που πραγματοποιούνται από άλλους επιχειρηματίες στην Ένωση και δεν γνώριζαν το επίπεδο της τιμής εξαγωγής στην Ένωση. Κατά το Συμβούλιο, η διάρθρωση της βιομηχανίας βιοαιθανόλης και ο τρόπος με τον οποίο το υπό εξέταση προϊόν παρήχθη και πωλήθηκε στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και εξήχθη στην Ένωση, κατέστησαν ανέφικτο τον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ για τους παραγωγούς των Ηνωμένων Πολιτειών.

18      Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή απήντησε στις παρατηρήσεις των προσφευγουσών και της Plymouth Energy Company επί του συμπληρωματικού ενημερωτικού εγγράφου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2013, το οποίο τροποποιήθηκε με έγγραφο της 17ης Μαΐου 2013, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

1.     Επί της αιτήσεως συνεκδικάσεως με την υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 2013, οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου. Με τις παρατηρήσεις του, το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να μην αποφανθεί επί της ενδεχόμενης συνεκδικάσεως των δύο υποθέσεων έως το πέρας της έγγραφης διαδικασίας και έως ότου εξετάσει τα επιχειρήματα των διαδίκων επί του παραδεκτού.

21      Στις 31 Ιουλίου 2013, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη μη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με την υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου.

2.     Επί των παρεμβάσεων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Στις παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγουσες και το Συμβούλιο δεν προέβαλαν αντιρρήσεις όσον αφορά την εν λόγω παρέμβαση.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 20 Σεπτεμβρίου 2013, η ePure ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Στις παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγουσες και το Συμβούλιο δεν προέβαλαν αντιρρήσεις όσον αφορά την εν λόγω παρέμβαση.

24      Με διατάξεις της 4ης Φεβρουαρίου 2014, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως.

25      Στις 18 Απριλίου 2014, η Επιτροπή και η ePure κατέθεσαν τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως.

3.     Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και επί της προφορικής διαδικασίας

26      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, υπέβαλε στο Συμβούλιο και στις προσφεύγουσες γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω γραπτές ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Εντούτοις, το Συμβούλιο ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2015 ότι, κατά την κρίση του, ορισμένες πληροφορίες οι οποίες ήταν απαραίτητες ώστε να απαντηθούν οι εν λόγω ερωτήσεις ήταν εμπιστευτικές, κάλεσε δε το Γενικό Δικαστήριο να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ώστε να είναι σε θέση «να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά» ζητώντας την εμπιστευτική μεταχείρισή τους.

28      Με έγγραφο της 19ης Μαΐου 2015, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τρεις αιτήσεις στο Γενικό Δικαστήριο, με τις οποίες ζήτησαν, πρώτον, να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων υποχρεώνοντας το Συμβούλιο να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα, δεύτερον, να αποσυρθεί το τμήμα (i) 1 της απαντήσεως του Συμβουλίου στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ή, εναλλακτικώς, να τους επιτραπεί η υποβολή γραπτών παρατηρήσεων και, τρίτον, να τους παρασχεθεί η δυνατότητα υποβολής γραπτών παρατηρήσεων προκειμένου να διορθωθούν τα πραγματικά σφάλματα που περιλαμβάνονται στην απάντηση του Συμβουλίου.

29      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απήντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής και 21ης Μαΐου 2015. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν εν μέρει από την αίτησή τους της 19ης Μαΐου 2015 αποσύροντας, ειδικότερα, τη δεύτερη και την τρίτη αίτηση που εκτέθηκαν στη σκέψη 28 ανωτέρω, όπερ σημειώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

30      Στο τέλος της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου μετέθεσε το πέρας της προφορικής διαδικασίας σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

31      Επειδή το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαίο να διατάξει την προαναφερθείσα διεξαγωγή αποδείξεων, οι διάδικοι ενημερώθηκαν, με έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2015, ότι η προφορική διαδικασία περατώθηκε αυθημερόν.

4.     Επί των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως

32      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 22 Νοεμβρίου 2013, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση έναντι της ePure ορισμένων παραρτημάτων της προσφυγής, μέρους του υπομνήματός τους απαντήσεως καθώς και παραρτημάτων αυτού.

33      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 15 Μαΐου 2015, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση έναντι της ePure ορισμένων τμημάτων της απαντήσεως του Συμβουλίου στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

34      Η ePure παρέλαβε μόνον τις μη εμπιστευτικές εκδοχές των εν λόγω κειμένων και δεν προέβαλε αντιρρήσεις όσον αφορά τις υποβληθείσες αιτήσεις για εμπιστευτική μεταχείριση έναντί της.

5.     Επί των αιτημάτων των διαδίκων

35      Με την προσφυγή, όπως τροποποιήθηκε με το έγγραφο της 17ης Μαΐου 2013, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό κατά το μέρος που αφορά τις ίδιες καθώς και τα μέλη τους·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

36      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

38      Η ePure ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τους προβαλλόμενους από τις προσφεύγουσες λόγους ακυρώσεως·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

39      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δέκα λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 8, του άρθρου 9, παράγραφος 5, και του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 4, του βασικού κανονισμού, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. O δεύτερος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Ο τρίτος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Ο τέταρτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ο πέμπτος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, του άρθρου 3, παράγραφοι 1 έως 3 και 5 έως 7, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Ο έκτος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Ο έβδομος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια. Ο όγδοος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και της αρχής της αναλογικότητας. Ο ένατος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Τέλος, ο δέκατος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 20, παράγραφοι 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως καθώς και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.

40      Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται ότι, με τα υπομνήματά τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν σειρά επιχειρημάτων τα οποία, μολονότι αποβλέπουν στη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα του προσβαλλόμενου κανονισμού, εντούτοις αναφέρονται σε παραβάσεις δικαίου στις οποίες υπέπεσε η «Επιτροπή». Για παράδειγμα, ο πρώτος έως τον πέμπτο λόγο, ο έβδομος και ο ένατος λόγος, όπως συνοψίζονται στο σημείο 5 της προσφυγής, στηρίζονται στη διαπίστωση διαφόρων παραβάσεων του βασικού κανονισμού οι οποίες διαπράχθηκαν από την «Επιτροπή». Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η αναφορά σε παραβάσεις απορρέουσες από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και διαπραχθείσες από την «Επιτροπή» και όχι από το «Συμβούλιο» συνιστά σφάλμα εκ παραδρομής στα υπομνήματα των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, αφενός, προκύπτει αναμφίβολα από την ανάγνωση των υπομνημάτων των προσφευγουσών ότι η επιχειρηματολογία τους αποσκοπεί στην ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού λόγω παραβάσεων στις οποίες υπέπεσε το Συμβούλιο. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η απάντηση την οποία έδωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στα επιχειρήματα αυτά καταδεικνύει ότι θεώρησαν ότι οι προσφεύγουσες στην πραγματικότητα αναφέρονταν σε παραβάσεις διαπραχθείσες από το Συμβούλιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να εξετασθούν τα επιχειρήματα αυτά των προσφευγουσών υπό την προαναφερθείσα έννοια, την οποία επίσης δέχονται το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

41      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και την ePure, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν ενεργητική νομιμοποίηση, ούτε ως εκπρόσωποι των μελών τους ούτε ατομικώς, διότι, κατά την άποψή του, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον.

1.     Επί του παραδεκτού

42      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες είναι ενώσεις οι οποίες εκπροσωπούν τα συμφέροντα της αμερικανικής βιομηχανίας βιοαιθανόλης, πρέπει καταρχάς να εξετασθεί αν τέτοιες ενώσεις μπορούν να επικαλεσθούν εν προκειμένω δικαίωμα προσφυγής, προτού εξετασθεί, στη συνέχεια, αν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή και, επίσης, αν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν προσφυγή εκπροσωπώντας μέλη τους. Τέλος, πρέπει να εξετασθεί εν προκειμένω το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών.

 Επί του δικαιώματος προσφυγής ενώσεων όπως οι προσφεύγουσες

43      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες, ως ενώσεις εκπροσωπούσες τα συμφέροντα των μελών τους, δύνανται να ζητήσουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον στον βαθμό που επηρεάζει εκείνα τα μέλη τους τα οποία ο κανονισμός αυτός αφορά ατομικώς. Υποστηρίζει επίσης ότι, εκτός από την περίπτωση της Marquis Energy, η οποία αποφάσισε να προσβάλλει ατομικώς τον προσβαλλόμενο κανονισμό (στην υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου), ο προσβαλλόμενος κανονισμός κατέστη απρόσβλητος έναντι των μελών των προσφευγουσών. Υποστηρίζει συναφώς ότι η υπό κρίση προσφυγή, η οποία ασκήθηκε από ένωση, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, αν βεβαίως κρινόταν παραδεκτή και βάσιμη, την ανατροπή του απρόσβλητου χαρακτήρα του προσβαλλόμενου κανονισμού, διότι, άλλως, θα εθίγετο η γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, την οποία κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης.

44      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, υποστηρίζοντας ότι η επιχειρηματολογία αυτή στερεί τις ενώσεις από το δικαίωμά τους προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, προσφυγή ακυρώσεως η οποία ασκείται από ένωση, εφόσον γίνει δεκτή, πρέπει να παράγει τα αποτελέσματά της έναντι όλων των μελών της ένωσης που ήταν νομίμως εγγεγραμμένα σε αυτήν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

45      Κατά τη νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από ένωση επιφορτισμένη με την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της κρίνεται παραδεκτή μόνον σε τρεις κατηγορίες περιπτώσεων, ήτοι, πρώτον, όταν νομοθετική διάταξη το αναγνωρίζει ρητώς (βλ., συναφώς, διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2004, EFfCI κατά Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, T‑196/03, Συλλογή, EU:T:2004:355, σκέψη 42), δεύτερον, όταν οι επιχειρήσεις τις οποίες η ένωση εκπροσωπεί, ή ορισμένες εξ αυτών, νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ατομικώς ή, τρίτον, αν η ένωση μπορεί να προβάλει ίδιο συμφέρον για την άσκηση της εν λόγω προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C‑182/03 και C‑217/03, Συλλογή, EU:C:2006:416, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 24ης Ιουνίου 2014, PPG και SNF/ECHA, T‑1/10 RENV, EU:T:2014:616, σκέψη 30).

46      Επομένως, πρέπει να διαπιστωθεί αν οι προσφεύγουσες επικαλούνται εν προκειμένω μία ή περισσότερες εκ των τριών αυτών περιπτώσεων.

47      Κατά πρώτον, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση σύμφωνα με την οποία ασκηθείσα από ένωση προσφυγή είναι παραδεκτή όταν νομοθετική διάταξη το αναγνωρίζει ρητώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι οι προσφεύγουσες δεν προσδιορίζουν νομοθετική διάταξη η οποία τους απονέμει ειδικό δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής και, αφετέρου, δεν προκύπτει από την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογραφία η ύπαρξη νομοθετικής διατάξεως την οποία επικαλούνται συναφώς οι προσφεύγουσες.

48      Η υπό κρίση προσφυγή δεν μπορεί επομένως να κριθεί παραδεκτή με το σκεπτικό ότι ισχύει ως προς τις προσφεύγουσες ειδική νομοθετική διάταξη η οποία τους απονέμει δικαίωμα προσφυγής.

49      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με την οποία ασκηθείσα από ένωση προσφυγή κρίνεται παραδεκτή όταν η ένωση εκπροσωπεί μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οι οποίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ατομικώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς διότι ορισμένα εκ των μελών τους είναι «εξαγωγείς βιοαιθανόλης καταγωγής των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ένωση».

50      Όσον αφορά τα μέλη των προσφευγουσών, πρέπει επομένως να εξετασθεί αν οι ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες επιχειρήσεων έχουν ενεργητική νομιμοποίηση:

–        η Marquis Energy, αμερικανική εταιρία παραγωγής βιοαιθανόλης, η οποία περιλήφθηκε στο δείγμα και άσκησε χωριστή προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού στην υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου·

–        οι τέσσερις περιληφθείσες στο δείγμα Αμερικανικές εταιρίες παραγωγής βιοαιθανόλης, πλην της Marquis Energy, αναφερόμενες στην αιτιολογική σκέψη 36 του προσβαλλόμενου κανονισμού (στο εξής: τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί), ήτοι οι Patriot Renewable Fuels, Plymouth Energy Company, POET και Platinum Ethanol, οι οποίες είναι μέλη τουλάχιστον μίας εκ των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, αυτές οι τέσσερις ομάδες παραγωγών είναι μέλη της πρώτης προσφεύγουσας, οι Growth Energy, και Patriot Renewable Fuels καθώς και Plymouth Energy Company είναι επίσης μέλη της δεύτερης προσφεύγουσας, Renewable Fuels Association·

–        οι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων βιοαιθανόλης Murex και CHS·

–        κάθε άλλο μέλος των προσφευγουσών.

51      Πρώτον, διαπιστώνεται συναφώς ότι πρέπει να αποκλεισθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή μπορεί να κριθεί παραδεκτή για τον πρώτο εκ των λόγων αυτών, ήτοι ότι οι προσφεύγουσες εκπροσωπούν την Marquis Energy. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, ένωση που ενεργεί ως εκπρόσωπος των μελών της νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, σε περίπτωση που δεν έχουν ασκήσει τα ίδια προσφυγή, καίτοι νομιμοποιούνταν σχετικώς (βλ. διάταξη της 29ης Μαρτίου 2012, Asociación Española de Banca κατά Επιτροπής, T‑236/10, Συλλογή, EU:T:2012:176, σκέψεις 23 και 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, απορρέει από τη νομολογία αυτή ότι, εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Marquis Energy άσκησε η ίδια προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στην υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου, κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού, η υπό κρίση προσφυγή την οποία άσκησαν οι προσφεύγουσες κατά το μέρος που προβάλλουν ότι εκπροσωπούν την Marquis Energy είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη. Η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζει, αντιθέτως, την ανάγκη εξετάσεως του ζητήματος αν η προσφυγή των προσφευγουσών είναι παραδεκτή καθόσον εκπροσωπούν επίσης και άλλα μέλη.

52      Δεύτερον, όσον αφορά τα μέλη των προσφευγουσών που είναι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι εξάγουν βιοαιθανόλη, επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προέβαλαν το επιχείρημα ότι δύο από τα «συνδεδεμένα» μέλη τους, οι Murex και CHS, ήταν έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι ήταν εξαγωγείς βιοαιθανόλης. Η Murex ήταν «συνδεδεμένο μέλος» της Growth Energy και η CHS ήταν «συνδεδεμένο μέλος» της Renewable Fuels Association. Για τον λόγο αυτό, εκτιμούσαν ότι νομιμοποιούνταν να ασκήσουν προσφυγή, ως εκπρόσωποι των εν λόγω επιχειρήσεων. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες παρατήρησαν ότι αυτοί οι δύο εξαγωγείς είχαν υποβάλει ερωτηματολόγια δειγματοληψίας.

53      Γίνεται δεκτό ότι η CHS είναι «συνδεδεμένο» μέλος της Renewable Fuels Association. Όπως, όμως, ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο IV, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του καταστατικού της Renewable Fuels Association ορίζει ότι τα «συνδεδεμένα» μέλη της ενώσεως αυτής έχουν το δικαίωμα να παρίστανται στις συναντήσεις των μελών, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου, όπως τούτο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

54      Όσον αφορά τη Murex, γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω επιχείρηση είναι «συνδεδεμένο» μέλος της Growth Energy. Όπως, όμως, ορθώς επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το τέταρτο άρθρο της πράξεως «articles of incorporation» (καταστατικού) της Growth Energy προβλέπει κατηγορίες μελών με και χωρίς δικαίωμα ψήφου, όπως τούτο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο II, τμήμα 2.01, στοιχείο c, του «Second Amended and Restated Bylaws» (δεύτερου τροποποιημένου και αναδιατυπωμένου εσωτερικού κανονισμού) της Growth Energy, τα «συνδεδεμένα» μέλη της ενώσεως αυτής δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

55      Επομένως, χωρίς δικαίωμα ψήφου, οι CHS και Murex δεν έχουν τη δυνατότητα να προτάξουν τα συμφέροντά τους στο πλαίσιο ενδεχόμενης εκπροσωπήσεώς τους από την οικεία ένωση. Υπό τις συνθήκες αυτές και ελλείψει άλλων στοιχείων δυνάμενων να αποδείξουν ότι τα «συνδεδεμένα» μέλη έχουν τέτοια δυνατότητα να προτάσσουν τα συμφέροντά τους, συνάγεται ότι, εν προκειμένω, η Renewable Fuels Association δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς στον βαθμό που υποστηρίζει ότι εκπροσωπούσε την CHS και ότι η Growth Energy δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς στον βαθμό που υποστηρίζει ότι εκπροσωπούσε τη Murex.

56      Από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 51 έως 55 ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι, μολονότι η υπό κρίση προσφυγή δεν είναι παραδεκτή κατά το μέρος που οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι εκπροσωπούν τη Marquis Energy καθώς και τις CHS ή Murex, πρέπει, αντιθέτως, να εξετασθεί το παραδεκτό της προσφυγής τους κατά το μέρος που προβάλουν ότι εκπροσωπούν, πρώτον, τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς πλην του ομίλου Marquis Energy και, δεύτερον, κάθε άλλο μέλος πλην των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών, Marquis Energy ή των εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων CHS και Murex.

57      Τρίτον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών σύμφωνα με το οποίο προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από ένωση, εφόσον γίνει δεκτή, πρέπει να παράγει τα αποτελέσματά της έναντι όλων των μελών της ένωσης που ήταν νομίμως εγγεγραμμένα σε αυτήν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

58      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, βεβαίως, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ οι κανονισμοί που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ έχουν πράγματι, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον έχουν εφαρμογή σε όλους τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, πλην όμως δεν αποκλείεται οι διατάξεις τους να αφορούν ατομικά ορισμένους επιχειρηματίες, οι οποίοι νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά των διατάξεών τους (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, 239/82 και 275/82, Συλλογή, EU:C:1984:68, σκέψη 11, και της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, Συλλογή, EU:C:1985:119, σκέψη 12).

59      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, οσάκις κανονισμός περί θεσπίσεως δασμού αντιντάμπινγκ επιβάλλει διαφορετικούς δασμούς σε σειρά εταιριών, αφορούν ατομικά μια εταιρία μόνον εκείνες οι διατάξεις που της επιβάλλουν ειδικό δασμό αντιντάμπινγκ και καθορίζουν το ύψος του, και όχι εκείνες που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε άλλες εταιρίες, με συνέπεια η προσφυγή της εταιρίας αυτής να είναι παραδεκτή μόνο στο μέτρο που ζητεί την ακύρωση εκείνων των διατάξεων του κανονισμού που την αφορούν αποκλειστικώς (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe, C‑239/99, Συλλογή, EU:C:2001:101, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εξάλλου, από τη σκέψη 29 της αποφάσεως της 21ης Μαρτίου 2012, Fiskeri og Havbruksnæringens Landsforening κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑115/06, EU:T:2012:136), προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 27 και 28 της ιδίας αποφάσεως, ότι τα αποτελέσματα τυχόν ακυρώσεως αφορούν όλα τα μέλη της ενώσεως στον βαθμό που οι προσφυγές των εν λόγω μελών είναι παραδεκτές.

61      Συγκεκριμένα, σε αντίθετη περίπτωση, μια επαγγελματική ένωση θα μπορούσε να επικαλεσθεί το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ορισμένων εκ των μελών της προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση κανονισμού εις όφελος όλων των μελών της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν πληρούν, ατομικώς, τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Τούτο θα κατέληγε σε καταστρατήγηση των κανόνων των σχετικών με τις προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών που μπορούν να ασκηθούν κατά των κανονισμών που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ.

62      Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν εν προκειμένω να ζητούν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού εις όφελος εκείνων εκ των μελών τους που νομιμοποιούνται τα ίδια να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού.

63      Τέταρτον, όσον αφορά την τρίτη περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή ενώσεως είναι παραδεκτή όταν η ένωση μπορεί να προβάλει ίδιον συμφέρον, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ατομικώς υπό την ιδιότητά τους ως ενώσεις αντιπροσωπευτικές των κύριων παραγωγών αιθανόλης και υπενθυμίζουν ότι υπήρξαν ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διοικητική διαδικασία αντιντάμπινγκ. Επομένως, επιβάλλεται να εξετασθεί συναφώς αν οι προσφεύγουσες έχουν ίδιο συμφέρον εν προκειμένω, υπό την ιδιότητά τους ως ενώσεις οι οποίες συμμετείχαν στη διαδικασία αντιντάμπινγκ (βλ. σκέψεις 75 έως 87 κατωτέρω).

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών

64      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει τρεις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως. Υπό τις τασσόμενες στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού προϋποθέσεις, μπορεί, πρώτον, να ασκήσει προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης. Δεύτερον, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά των πράξεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και, τρίτον, κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

65      Επισημαίνεται ότι το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού είναι παρεμφερές στη δεύτερη και στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (διάταξη της 13ης Μαρτίου 2015, European Coalition to End Animal Experiments κατά ECHA, T‑673/13, Συλλογή, EU:T:2015:167, σκέψη 67).

66      Εν προκειμένω, γίνεται δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτες του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν οι προσφεύγουσες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού δυνάμει της δεύτερης ή της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είτε, πρώτον, ενεργώντας ατομικώς, είτε, δεύτερον, ενεργώντας ως εκπρόσωποι μιας εκ των κατηγοριών επιχειρήσεων που αποτελούν μέλη τους.

67      Όσον αφορά την έννοια του άμεσου επηρεασμού που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι η προϋπόθεση αυτή απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, δηλαδή, αφενός, η πράξη της οποίας την ακύρωση επιδιώκουν οι προσφεύγουσες να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεώς τους και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του μέτρου αυτού, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (διάταξη της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Município de Gondomar κατά Επιτροπής, C‑501/08 P, EU:C:2009:580, σκέψη 25, και απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:656, σκέψη 66).

68      Όσον αφορά την έννοια του ατομικού επηρεασμού που προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η εν λόγω απόφαση τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη μιας τέτοιας αποφάσεως (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή, EU:C:1963:17, σκέψη 223, και της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, C‑78/03 P, Συλλογή, EU:C:2005:761, σκέψη 33).

69      Όσον αφορά την άμυνα έναντι πρακτικών ντάμπινγκ, πρώτον, κατά πάγια νομολογία, οι πράξεις περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ είναι τέτοιας φύσεως που αφορούν άμεσα και ατομικά εκείνες τις επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγής που αποδεικνύουν ότι εξατομικεύονται στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή ότι τις αφορούν οι προπαρασκευαστικές έρευνες (αποφάσεις Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:C:1984:68, σκέψη 12, και της 23ης Μαΐου 1985, Allied Corporation κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 53/83, Συλλογή, EU:C:1985:227, σκέψη 4).

70      Δεύτερον, οι κανονισμοί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ αφορούν άμεσα και ατομικά τους εισαγωγείς του οικείου προϊόντος του οποίου οι τιμές μεταπωλήσεως λήφθηκαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και τους οποίους, επομένως, αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 1990, Nashua Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑133/87 και C‑150/87, Συλλογή, EU:C:1990:115, σκέψη 15, και Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑156/87, Συλλογή, EU:C:1990:116, σκέψη 18). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των εισαγωγέων που συνδέονται με εξαγωγείς τρίτων χωρών, στα προϊόντα των οποίων έχουν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ, ιδίως στην περίπτωση που η τιμή εξαγωγής έχει υπολογισθεί βάσει των δικών τους τιμών μεταπωλήσεως στην αγορά της Ένωσης και στην περίπτωση που ο ίδιος ο δασμός αντιντάμπινγκ έχει υπολογισθεί σε συνάρτηση με αυτές τις τιμές μεταπωλήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑305/86 και C‑160/87, Συλλογή, EU:C:1990:295, σκέψεις 19 και 20).

71      Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αφορούσαν άμεσα και ατομικά κατασκευαστή πρωτότυπου εξοπλισμού, χωρίς να απαιτείται ο χαρακτηρισμός του ως εισαγωγέα ή εξαγωγέα, οι διατάξεις του κανονισμού σχετικά με πρακτικές ντάμπινγκ του παραγωγού από τον οποίο αγόραζε τα προϊόντα λόγω των ιδιαιτεροτήτων των εμπορικών σχέσεών του με τον παραγωγό αυτό. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ακριβώς για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτές το Συμβούλιο είχε καθορίσει συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, το οποίο στη συνέχεια είχε ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ βάσει του οποίου είχε καθορισθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ και, ως εκ τούτου, οι σχετικές με την ύπαρξη της αμφισβητούμενης πρακτικής ντάμπινγκ διαπιστώσεις αφορούσαν άμεσα και ατομικά τον κατασκευαστή πρωτότυπου εξοπλισμού (βλ., συναφώς, αποφάσεις Nashua Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:C:1990:115, σκέψεις 17 έως 20, και Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:C:1990:116, σκέψεις 20 έως 23).

72      Τέταρτον, η νομολογία δέχθηκε την ενεργητική νομιμοποίηση παραγωγού της Ένωσης στον βαθμό κατά τον οποίο ο κανονισμός που επέβαλλε δασμό αντιντάμπινγκ βασιζόταν στην ατομική κατάσταση του εν λόγω παραγωγού, κύριου κατασκευαστή του οικείου προϊόντος εντός της Ένωσης. Προκειμένου να καταλήξει στην εν λόγω διαπίστωση το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η καταγγελία βάσει της οποίας είχε κινηθεί η διαδικασία έρευνας αναγόταν στις αιτιάσεις του εν λόγω παραγωγού, ότι ο παραγωγός αυτός είχε υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η πορεία της οποίας είχε καθορισθεί σε μεγάλο βαθμό από τις εν λόγω παρατηρήσεις, και ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ είχε καθορισθεί σε συνάρτηση με τις συνέπειες που η διαπιστωθείσα πρακτική ντάμπινγκ είχε για τον ίδιο (βλ., συναφώς, απόφαση Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:C:1985:119, σκέψεις 14 και 15).

73      Πέμπτον, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η αναγνώριση του δικαιώματος ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών να ασκούν προσφυγή ακυρώσεως κατά των κανονισμών αντιντάμπινγκ δεν σημαίνει ότι ο οικείος κανονισμός δεν μπορεί να αφορά ατομικά και άλλους επιχειρηματίες λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους τα οποία τους εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο. Ως εκ τούτου, έκρινε παραδεκτή την προσφυγή την οποία άσκησε η προσφεύγουσα στην εν λόγω υπόθεση, με το σκεπτικό ότι ήταν ο σημαντικότερος εισαγωγέας του προϊόντος που αποτελούσε αντικείμενο του μέτρου αντιντάμπινγκ και, συγχρόνως, ο τελικός χρήστης του εν λόγω προϊόντος, ότι οι οικονομικές δραστηριότητές της εξηρτώντο, σε σημαντικό βαθμό, από τις εισαγωγές της και ότι οι ως άνω δραστηριότητες θίγονταν σοβαρά από τον επίδικο κανονισμό (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, Συλλογή, EU:C:1991:214, σκέψεις 16 έως 18).

74      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξετασθεί η ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών εν προκειμένω.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή ακυρώσεως

75      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι είναι ενώσεις, των οποίων μέλη είναι οι κύριοι Αμερικανοί παραγωγοί αιθανόλης που συμμετείχαν ενεργά στη διοικητική διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Σκοπός τους είναι η προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας αιθανόλης. Δεδομένου ότι η έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις προσφεύγουσες και δεδομένου ότι αναγνωρίσθηκαν ως ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής στο όνομά τους, ατομικώς.

76      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντιτάσσει ότι δεν αρκεί να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες ότι εκπροσωπούν την αμερικανική βιομηχανία βιοαιθανόλης στο σύνολό της ή ότι προωθούν τα συμφέροντά της ή ότι συνεργάσθηκαν με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των μελών τους προκειμένου να νομιμοποιηθούν ενεργητικώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις δυνάμενες να εξατομικεύσουν τις προσφεύγουσες.

77      Πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός επηρεάζει άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες κατά τρόπο εξατομικευμένο, καθόσον η νομική κατάστασή τους μεταβάλλεται υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 67 ανωτέρω.

78      Αφενός, επιβάλλεται καταρχάς η επισήμανση ότι δεν αμφισβητείται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει ενιαίο δασμό αντιντάμπινγκ σε όλες τις εισαγωγές καθαρής βιοαιθανόλης, ήτοι αιθυλικής αλκοόλης παραγόμενης από γεωργικά προϊόντα, καθώς και βιοαιθανόλης σε μείγματα με βενζίνη με περιεκτικότητα σε αιθυλική αλκοόλη άνω του 10 % (v/v), σε επίπεδο χώρας προμηθευτή, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών. Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ότι, μολονότι οι προσφεύγουσες είναι ενώσεις οι οποίες γίνεται δεκτό ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της αμερικανικής βιομηχανίας βιοαιθανόλης και ότι συμμετείχαν στη διαδικασία αντιντάμπινγκ, δεν υποχρεούνται εντούτοις να καταβάλουν ατομικώς τον εν λόγω δασμό.

79      Επομένως, πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, κατά το μέρος που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ μόνον σε προϊόντα των μελών των προσφευγουσών, δεν μεταβάλλει τη νομική κατάστασή τους. Συγκεκριμένα, η επιβολή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δασμών αντιντάμπινγκ στα προϊόντα των μελών των προσφευγουσών δεν μετέβαλε ατομικώς τα δικαιώματα των προσφευγουσών ή τις υποχρεώσεις τις οποίες φέρουν.

80      Μολονότι η συμμετοχή των προσφευγουσών στη διαδικασία αντιντάμπινγκ δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ σε προϊόντα των μελών τους δεν δημιουργεί έναντί τους δικαιώματα ή υποχρεώσεις, εντούτοις επιβάλλεται η παρατήρηση ότι υποστηρίζουν, με τον δέκατο λόγο της προσφυγής, ότι, ως ενδιαφερόμενα μέρη στη διαδικασία αντιντάμπινγκ, έχουν ίδιο συμφέρον να επιδιώξουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού με το σκεπτικό ότι εθίγησαν τα διαδικαστικά δικαιώματά τους, δηλαδή τα αντλούμενα από το άρθρο 6, παράγραφος 7, το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 20, παράγραφοι 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού.

81      Κατά πάγια, όμως, νομολογία, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρεμβαίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση πράξεως της Ένωσης δεν είναι ικανό να το εξατομικεύσει σε σχέση με την εν λόγω πράξη παρά μόνον αν η εφαρμοστέα ρύθμιση της Ένωσης του χορηγεί ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol κατά Επιτροπής, 191/82, Συλλογή, EU:C:1983:259, σκέψη 31, και της 17ης Ιανουαρίου 2002, Rica Foods κατά Επιτροπής, T‑47/00, Συλλογή, EU:T:2002:7, σκέψη 55).

82      Επιβάλλεται να εξετασθεί αν οι εν λόγω διατάξεις του βασικού κανονισμού οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 80 ανωτέρω παρέχουν διαδικαστικές εγγυήσεις στα πρόσωπα που παρενέβησαν στη διαδικασία εκδόσεως του επιβάλλοντος δασμούς αντιντάμπινγκ κανονισμού, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

83      Το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αναγνωρίζει ότι αντιπροσωπευτικές ενώσεις, όπως οι προσφεύγουσες, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 10, δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, πλην των εγγράφων εσωτερικής χρήσεως που καταρτίζουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία έχουν χρησιμότητα για την προστασία των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 19 αυτού και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της εξεταστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.

84      Εξάλλου, το άρθρο 20, παράγραφοι 2, 4 και 5, του ιδίου κανονισμού παρέχει στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις το δικαίωμα να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων. Δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της τελικής αποκαλύψεως εντός προθεσμίας τουλάχιστον δέκα ημερών. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες είχαν πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο της έρευνας και ότι έλαβαν την τελική αποκάλυψη κατά το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού καθώς και τα συμπληρωματικά στοιχεία της 21ης Δεκεμβρίου 2012.

85      Επομένως, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες στηρίζουν τις προσφυγές τους στην προστασία των διαδικαστικών εγγυήσεων που τους απονέμει το άρθρο 6, παράγραφος 7, το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 20, παράγραφοι 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή κατά το μέρος που αφορά τις προσφεύγουσες οι οποίες ενεργούν ατομικώς.

86      Εντός του πλαισίου αυτού, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι έχουν ενεργητική νομιμοποίηση διότι συμμετείχαν στη διαδικασία αντιντάμπινγκ ως αντιπροσωπευτικές ενώσεις λειτουργούσες υπό την ιδιότητα του μεσολαβητή μεταξύ της Επιτροπής και «της αμερικανικής βιομηχανίας βιοαιθανόλης στο σύνολό της». Επικαλούνται συναφώς την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑313/90, Συλλογή, EU:C:1993:111, σκέψεις 28 έως 30), με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η θέση ενώσεως υπό την ιδιότητά της ως διαπραγματευτή επηρεαζόταν από την επίμαχη απόφαση. Παρά ταύτα, αφενός, διαπιστώνεται ότι η θέση των προσφευγουσών ως αντιπροσωπευτικών ενώσεων κατά τον βασικό κανονισμό δεν είναι συγκρίσιμη με του διαπραγματευτή που ενεργεί επισήμως στο όνομα των μελών του. Αφετέρου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η εν λόγω απόφαση είχε ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, εκ μέρους ενώσεως, αποφάσεως που λήφθηκε στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ήτοι αρνήσεως της Επιτροπής να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασία προκειμένου να διαπιστωθεί αν χορηγηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Η CIRFS δεν εκπροσωπούσε ειδικότερα τα συμφέροντα της εταιρίας που είχε λάβει την επίμαχη ενίσχυση. Ωστόσο, η υπό κρίση υπόθεση αφορά κανονισμό εκδοθέντα στον τομέα του αντιντάμπινγκ. Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο δεν αρνήθηκε να κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία και οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι είναι οι εκπρόσωποι των συμφερόντων των επιχειρήσεων το προϊόν των οποίων επιβαρύνεται με το μέτρο αντιντάμπινγκ. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά επομένως κατάσταση διαφορετική από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (EU:C:1993:111), η οποία δεν σχετίζεται με την προκειμένη υπόθεση.

87      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 77 έως 86 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι προσφεύγουσες, ως ενδιαφερόμενα μέρη στη διαδικασία, έχουν ενεργητική νομιμοποίηση διότι [ο προσβαλλόμενος κανονισμός] τους αφορά άμεσα και ατομικά, αλλά ότι μπορούν να προβάλουν παραδεκτώς μόνον τον δέκατο λόγο προσφυγής, καθώς αυτός είναι ο μόνος λόγος ο οποίος αποβλέπει στην εγγύηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους.

 Ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των μελών τους

88      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν ενεργητική νομιμοποίηση ως εκπρόσωποι των μελών τους.

89      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ορθότητα της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

90      Εν προκειμένω, επιβάλλεται, για τους σκοπούς εξετάσεως της ενεργητικής νομιμοποιήσεως, να γίνει διάκριση μεταξύ των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών βιοαιθανόλης και των λοιπών μελών των προσφευγουσών.

91      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί νομιμοποιούνται ενεργητικώς να στραφούν κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού, πρέπει να εξετασθεί αν αυτός τους αφορά άμεσα και ατομικά υπό την έννοια της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

–       Ως προς τον άμεσο επηρεασμό των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών βιοαιθανόλης

92      Όσον αφορά το ζήτημα αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, διαπιστώνεται ότι κανονισμός ο οποίος επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ αφορά άμεσα εταιρία, της οποίας τα προϊόντα επιβαρύνονται με τον δασμό αυτό, διότι ο κανονισμός αυτός υποχρεώνει τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών να εισπράττουν τον θεσπισθέντα δασμό χωρίς να τους αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου, T‑170/94, Συλλογή, EU:T:1997:134, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑147/97, Συλλογή, EU:T:1998:266, σκέψη 31).

93      Πρώτον, επιβάλλεται εν προκειμένω η διαπίστωση ότι, αντί της επιβολής ατομικού δασμού σε έκαστο των προμηθευτών του επίμαχου προϊόντος, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού επιβάλλει ενιαίο δασμό αντιντάμπινγκ σε όλες τις εισαγωγές καθαρής βιοαιθανόλης, ήτοι αιθυλικής αλκοόλης παραγόμενης από γεωργικά προϊόντα, καθώς και βιοαιθανόλης που περιέχεται σε μείγματα με βενζίνη με περιεκτικότητα σε αιθυλική αλκοόλη άνω του 10 % (v/v), σε επίπεδο χώρας προμηθευτή, ήτοι Ηνωμένων Πολιτειών. Ειδικότερα, επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα ύψους 62,30 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους, που εφαρμόζεται αναλογικά, κατά βάρος, προς τη συνολική περιεκτικότητα βιοαιθανόλης. Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν προσδιορίζει τις εισαγωγές βιοαιθανόλης αναλόγως της ατομικής τους προελεύσεως ορίζοντας τις οικείες επιχειρήσεις για την εξαγωγή στην εμπορική αλυσίδα.

94      Δεύτερον, το Συμβούλιο επισημαίνει, στην αιτιολογική σκέψη 12 του προσβαλλόμενου κανονισμού καθώς και στο υπόμνημα αντικρούσεως, ότι, δεδομένου ότι κανένας από τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς δεν εξήγαγε ο ίδιος βιοαιθανόλη στην αγορά της Ένωσης, οι πωλήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στην εγχώρια αγορά προς ανεξάρτητους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι στη συνέχεια αναμείγνυαν τη βιοαιθανόλη με βενζίνη και μεταπωλούσαν το μείγμα στην εγχώρια αγορά και το εξήγαγαν ιδίως στην Ένωση.

95      Τρίτον, το Συμβούλιο επισημαίνει, στην ίδια αιτιολογική σκέψη 12 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι πέντε περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί «ανέφεραν εξαγωγές βιοαιθανόλης στην Ένωση στο έντυπο δειγματοληψίας τους».

96      Τέταρτον, στις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή επέλεξε δείγμα αποτελούμενο από έξι παραγωγούς βιοαιθανόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες βάσει του μεγαλύτερου αντιπροσωπευτικού όγκου εξαγωγών βιοαιθανόλης στην Ένωση ως προς το οποίο θα μπορούσε εύλογα να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, διαγράφηκε από το δείγμα μια εταιρία, διότι διαπιστώθηκε ότι η παραγωγή της δεν είχε εξαχθεί προς την Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας, ήτοι κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2010 και 30ής Σεπτεμβρίου 2011, ενώ οι πέντε άλλοι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί παρέμειναν στο δείγμα.

97      Από τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 92 έως 96 ανωτέρω διαπιστώσεις, σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς βιοαιθανόλης όπως αυτή εκτιμήθηκε από το Συμβούλιο, απορρέει ότι το όργανο αυτό έκρινε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι σημαντική ποσότητα βιοαιθανόλης προερχόμενη από τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς είχε εξαχθεί υπό κανονικές συνθήκες προς την Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας.

98      Η διαπίστωση στη σκέψη 97 ανωτέρω επιβεβαιώνεται εξάλλου από τις εκτιμήσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής οι οποίες διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ καθώς και στις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις τους.

99      Καταρχάς, αφενός, πρέπει ειδικότερα να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο διαπίστωσε, με την απάντησή του στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ότι «φαιν[όταν] πολύ πιθανό» η βιοαιθανόλη που ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών προτύπων (στο εξής: προδιαγραφές EN) την οποία πωλούσαν στην Ένωση οι δύο έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι συνεργάζονταν με την Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας «περι[είχε] βιοαιθανόλη παραγόμενη από [εμπιστευτικό](1)». Αφετέρου, το Συμβούλιο έκρινε ότι ήταν «πιθανό» η βιοαιθανόλη την οποία πωλούσαν στην Ένωση οι δύο άλλοι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων να «περι[είχε] βιοαιθανόλη παραγόμενη από [εμπιστευτικό]».

100    Ακολούθως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, κατά την έρευνα, με το από 30 Ιανουαρίου 2013 έγγραφό της, το οποίο απηύθυνε στις προσφεύγουσες, ότι οι οκτώ έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων που είχε εντοπίσει, οι οποίοι πωλούσαν τη βιοαιθανόλη παραγωγής των περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών, εκπροσωπούσαν άνω του 90 % του συνόλου των εξαγωγών βιοαιθανόλης προς την Ένωση κατά την περίοδο έρευνας.

101    Επιπλέον, με την απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο προσκόμισε αριθμητικά στοιχεία για τις συνολικές ανταποκρινόμενες στις προδιαγραφές EN ποσότητες, τις απέκτησαν κατά την περίοδο της έρευνας οι οκτώ έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων, οι οποίοι ερωτήθηκαν με ερωτηματολόγιο κατά τη διάρκεια της έρευνας, από τους πέντε περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς. Τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούσαν σε ποσοστό άνω του [εμπιστευτικό] των εισαγωγών βιοαιθανόλης προελεύσεως Ηνωμένων Πολιτειών των οκτώ εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων κατά την ίδια περίοδο.

102    Τέλος, το Συμβούλιο επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν αμφισβητούσε ότι το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων βιοαιθανόλης που ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές EN είχε εξαχθεί στην Ένωση. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο απλώς αρκέστηκε να αναφέρει συναφώς στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι οι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων που είχαν συνεργασθεί κατά τη διαδικασία προμηθεύονταν τη βιοαιθανόλη από διάφορους παραγωγούς, την αναμείγνυαν και την πωλούσαν προς εξαγωγή. Κατά την άποψή του, δεν ήταν ως εκ τούτου πλέον δυνατό να εντοπισθεί ο παραγωγός κατά τον χρόνο εξαγωγής στην Ένωση ούτε να ιχνηλατηθεί η διαδρομή όλων των επιμέρους αγορών και να συγκριθούν οι κανονικές αξίες με τις αντίστοιχες τιμές κατά την εξαγωγή.

103    Εκ των ανωτέρω εκτιμήσεων συνάγεται ότι αποδείχθηκε επαρκώς ότι οι πολύ μεγάλες ποσότητες βιοαιθανόλης τις οποίες αγόρασαν κατά την περίοδο της έρευνας οι οκτώ ερωτηθέντες έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων από τους πέντε περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς βιοαιθανόλης εξήχθησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην Ένωση. Το Συμβούλιο δεν προσκόμισε στοιχεία δυνάμενα να αντικρούσουν ή να αναιρέσουν αυτή τη διαπίστωση.

104    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι αφορά άμεσα τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς, υπό την έννοια της παρατεθείσας στις σκέψεις 67 και 92 ανωτέρω νομολογία, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό διότι ήταν παραγωγοί του προϊόντος το οποίο, κατά την εισαγωγή του στην Ένωση από της ενάρξεως της ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, επιβαρυνόταν από τον δασμό αντιντάμπινγκ.

105    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

106    Πρώτον, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, παρατηρεί ότι οι προσφεύγουσες εκπροσωπούσαν, όσον αφορά την περίοδο της έρευνας, τους παραγωγούς και όχι τους εξαγωγείς βιοαιθανόλης. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορούσε, όμως, άμεσα τους παραγωγούς βιοαιθανόλης, σε αντίθεση με τους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων, στον βαθμό που, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο δεν τους είχε «προσάψει» ότι εφήρμοσαν πρακτικές ντάμπινγκ, οι δε άμεσες/απευθείας πωλήσεις τους δεν υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ.

107    Επισημαίνεται συναφώς ότι, σε αντιδιαστολή προς όσα υποδηλώνει η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν υπάρχει λόγος να αποκλεισθεί καταρχήν ότι οι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί, σε αντίθεση με τους εξαγωγείς, δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού.

108    Συγκεκριμένα, από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 67, 69 και 92 ανωτέρω νομολογία απορρέει ότι, το παραδεκτό προσφυγής κατά κανονισμού ο οποίος επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ δεν εξαρτάται από το αν ο προσφεύγων είναι παραγωγός ή εξαγωγέας.

109    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι σκοπός των κανόνων αντιντάμπινγκ είναι η άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης προκαλεί ζημία. Αφετέρου, κατά τη νομολογία, οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ αφορούν καταρχήν όλες τις εισαγωγές ορισμένης κατηγορίας προϊόντων από τρίτη χώρα και όχι τις εισαγωγές των προϊόντων ορισμένων επιχειρήσεων (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, Rima Eletrometalurgia κατά Συμβουλίου, C‑216/91, Συλλογή, EU:C:1993:912, σκέψη 17). Για την εξέταση του άμεσου επηρεασμού, δεν είναι επομένως κρίσιμο να είναι γνωστό σε ποιον «προσάπτουν» τα θεσμικά όργανα την εφαρμογή των επίμαχων πρακτικών ντάμπινγκ.

110    Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, δεδομένου ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ συνδέονται με τα εξαγόμενα προϊόντα, ο παραγωγός, ακόμη και αν δεν είναι ο εξαγωγέας των εν λόγω προϊόντων, μπορεί να επηρεάζεται ουσιωδώς από την επιβολή τέτοιων δασμών αντιντάμπινγκ επί του οικείου προϊόντος που εισάγεται στην Ένωση.

111    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί παρήγαγαν την καθαρή βιοαιθανόλη κατά την περίοδο της έρευνας και ότι τα προϊόντα τους ήταν ακριβώς εκείνα τα οποία οι παραγωγοί/παρασκευαστές μειγμάτων αναμείγνυαν με βενζίνη και εξήγαγαν στην Ένωση.

112    Από τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 107 έως 111 ανωτέρω εκτιμήσεις απορρέει ότι οι περιστάσεις τις οποίες αναφέρουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με τις οποίες ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν «προσάπτει» στα μέλη των προσφευγουσών ότι εφήρμοσαν πρακτικές ντάμπινγκ, οι άμεσες πωλήσεις τους δεν υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σύμφωνα με τις οποίες κατ’ ουσίαν δεν είναι εξαγωγείς, δεν επαρκούν καταρχήν για να αποκλεισθεί ότι η έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού τα αφορά άμεσα υπό την ιδιότητά τους ως περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς.

113    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επιφέρει νομικές συνέπειες επί των μελών των προσφευγουσών και μπορεί να επιφέρει μόνον έμμεσες συνέπειες επ’ αυτών εκ του ότι πωλούσαν βιοαιθανόλη σε τρίτους, οι οποίοι ήταν σε θέση, κατά την άποψή τους, να εξάγουν μέρος αυτής της βιοαιθανόλης στην Ένωση. Κατά την άποψη της Επιτροπής, απλώς και μόνον η διαπίστωση οικονομικής συνέπειας επί της καταστάσεως των μελών των προσφευγουσών δεν αρκούσε για την απόδειξη του άμεσου επηρεασμού τους.

114    Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων επιβαρύνονται με τον δασμό αντιντάμπινγκ και ότι επιβεβαιώνεται ότι η εμπορική αλυσίδα της βιοαιθανόλης διακόπτεται κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατή η μετακύλιση του δασμού αντιντάμπινγκ στους παραγωγούς, υπενθυμίζεται παρά ταύτα ότι η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ μεταβάλλει τις νομικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εμπορία της βιοαιθανόλης παραγωγής των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών θα πραγματοποιηθεί στην αγορά της Ένωσης. Επομένως, η νομική θέση των επίμαχων παραγωγών στην αγορά της Ένωσης θα επηρεασθεί, σε κάθε περίπτωση, άμεσα και ουσιαστικά.

115    Για τον ίδιο λόγο εκτιμάται ότι εσφαλμένως η Επιτροπή αντιτάσσεται επίσης στο γεγονός ότι επιχείρηση της εμπορικής αλυσίδας διάφορη από τον τελευταίο αυτόν εξαγωγέα, ο οποίος διαπιστώνεται ότι επιδίδεται σε πρακτικές ντάμπινγκ, μπορεί να αμφισβητήσει δασμό αντιντάμπινγκ «που αφορά την πρακτική ντάμπινγκ του εξαγωγέα και όχι των επιχειρήσεων της αλυσίδας εφοδιασμού».

116    Τρίτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει μόνον έμμεσες συνέπειες επί των μελών των προσφευγουσών καθώς ο δασμός αντιντάμπινγκ αφορά αμέσως τη συναλλαγή μεταξύ του εμπόρου/παρασκευαστή μειγμάτων και του εισαγωγέα. Επισημαίνεται συναφώς ότι η διάρθρωση των συμβατικών ρυθμίσεων μεταξύ των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της εμπορικής αλυσίδας της βιοαιθανόλης δεν ασκεί καμία επιρροή στο αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τον παραγωγό βιοαιθανόλης. Συγκεκριμένα, αφενός, η αποδοχή αντίθετου συμπεράσματος θα είχε ως συνέπεια να θεωρηθεί ότι μόνον τον παραγωγό που πωλεί απευθείας το προϊόν του στον εισαγωγέα εντός της Ένωσης μπορεί να αφορά άμεσα ο κανονισμός που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ επί των προϊόντων παραγωγής του, όπερ ουδόλως προκύπτει από τον βασικό κανονισμό. Αφετέρου, μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπαγόταν περιορισμό της νομικής προστασίας των παραγωγών προϊόντων που επιβαρύνονται με δασμούς αντιντάμπινγκ αναλόγως μόνον της εμπορικής διαρθρώσεως των εξαγωγών του επίμαχου παραγωγού.

117    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το οποίο, για να έχει ενεργητική νομιμοποίηση, ο παραγωγός πρέπει να γνωρίζει ότι το συγκεκριμένο προϊόν του εξάγεται στην Ένωση. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο παραγωγός γνωρίζει ακριβώς ποια εμπορεύματα παραγωγής του εξάγονται στην Ένωση δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός τον αφορά άμεσα.

118    Από την εξέταση στις σκέψεις 106 έως 117 ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής σύμφωνα με τα οποία ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς πρέπει να απορριφθούν.

–       Ως προς τον ατομικό επηρεασμό των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών βιοαιθανόλης

119    Όσον αφορά το ζήτημα αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω, οι πράξεις περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ είναι τέτοιας φύσεως που αφορούν ατομικά εκείνες τις επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγής που αποδεικνύουν ότι εξατομικεύονται στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή ότι τις αφορούν οι προπαρασκευαστικές έρευνες.

120    Οι διάδικοι δεν συμφωνούν, βεβαίως, ως προς το ζήτημα αν οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί έχουν την ιδιότητα του εξαγωγέα προϊόντος παραγωγής τους εν προκειμένω.

121    Σημειώνεται πάντως ότι, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 73 ανωτέρω νομολογία, δεν αποκλείεται ένας τέτοιος κανονισμός να αφορά ατομικά και τέτοιες επιχειρήσεις, λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τα οποία τις εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο. Εφόσον οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, στο όνομα των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών, την ουσιαστική ορθότητα της αποφάσεως περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ αυτής καθαυτής, οφείλουν επίσης να αποδείξουν ότι τελούν σε ιδιαίτερο καθεστώς υπό την έννοια της αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω (EU:C:1963:17, σ. 223) (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2005:761, σκέψη 37).

122    Διαπιστώνεται συναφώς ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για παραγωγούς προϊόντος το οποίο επιβαρύνεται με δασμό αντιντάμπινγκ, αλλά ότι ουδόλως εμπλέκονται στην εξαγωγή αυτού, τα ανωτέρω θα ίσχυαν, πρώτον, σε περίπτωση που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι εξατομικεύονταν στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή ότι τις αφορούσαν οι προπαρασκευαστικές έρευνες (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:C:1984:68, σκέψη 12) και, δεύτερον, σε περίπτωση που η θέση τους στην αγορά θα επηρεαζόταν ουσιωδώς από τον δασμό αντιντάμπινγκ που αποτελεί αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum, σκέψη 68 ανωτέρω, EU:C:2005:761, σκέψη 37).

123    Εν προκειμένω, όσον αφορά τη συμμετοχή στη διοικητική διαδικασία των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών, επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως υποστηρίζουν, οι προσφεύγουσες, υπέβαλαν ως Αμερικανοί παραγωγοί βιοαιθανόλης ερωτηματολόγια δειγματοληψίας απαντώντας στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την έναρξη της διαδικασίας (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και παρέμειναν στο δείγμα καθόλη της διάρκεια της έρευνας.

124    Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί συμμετείχαν στην προπαρασκευαστική έρευνα. Ως περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί, συνεργάσθηκαν ειδικότερα στο πλαίσιο της έρευνας παρέχοντας απαντήσεις στα ερωτηματολόγια της Επιτροπής και δεχόμενοι τις υπηρεσίες της, στις εγκαταστάσεις τους, προκειμένου να προβούν σε επιτόπιες επαληθεύσεις.

125    Περαιτέρω, τα στοιχεία τους χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας κατά το στάδιο του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου.

126    Τέλος, άλλα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ορισμένοι εκ των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών είχαν επίσης εμπλακεί σε άλλα στάδια της επίμαχης διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, αφενός, στην έκθεση της Επιτροπής της 15ης Νοεμβρίου 2012 σχετικά με την ακρόαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, ο σύμβουλος ακροάσεων επιβεβαίωσε ότι η πραγματοποίησή της είχε ζητηθεί από τις προσφεύγουσες καθώς και από τις Plymouth Energy Company και POET. Αφετέρου, στο έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2013 που απευθύνθηκε στους δικηγόρους των προσφευγουσών, η Επιτροπή αναφέρει ότι απαντά στα επιχειρήματα που έθεσε, ειδικότερα, η «Plymouth» σχετικά με τις γραπτές ερωτήσεις τους ως προς το ενημερωτικό έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2012.

127    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί συμμετείχαν ενεργά στην προπαρασκευαστική έρευνα. Υπήρξαν, τόσο κατά την άποψή τους όσο και κατά την άποψη της Επιτροπής, ενδιαφερόμενοι μετέχοντες στην προπαρασκευαστική έρευνα και η θέση τους εξετάσθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας κατόπιν της οποίας επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ.

128    Εξάλλου, όσον αφορά το ζήτημα αν η θέση των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών στην αγορά επηρεάσθηκε ουσιωδώς από τον δασμό αντιντάμπινγκ ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, εκτέθηκε ήδη στις σκέψεις 93 έως 103 ανωτέρω ότι πολύ μεγάλες ποσότητες βιοαιθανόλης τις οποίες αγόρασαν κατά την περίοδο της έρευνας οι οκτώ έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων από τους περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς βιοαιθανόλης εξήχθησαν κατά μεγάλο μέρος στην Ένωση και ότι η βιοαιθανόλη παραγωγής των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών επιβαρύνεται, από της ενάρξεως ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, με τον δασμό αντιντάμπινγκ που ο κανονισμός αυτός επέβαλε κατά την εισαγωγή της στην Ένωση. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι είναι οι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί, και όχι οι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι την αναμείγνυαν με βενζίνη και την εξήγαγαν στην Ένωση, πράγματι οι παραγωγοί της εξαχθείσας στην Ένωση βιοαιθανόλης κατά την περίοδο της έρευνας. Ως προς το σημείο αυτό, παρατηρείται ότι οι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων δεν ορίζονται ως παραγωγοί του οικείου προϊόντος στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

129    Από τις διαπιστώσεις αυτές απορρέει ότι οι προπαρασκευαστικές έρευνες αφορούν τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς λόγω του ότι συμμετείχαν ενεργά σε αυτήν και επηρεάστηκαν ουσιωδώς από τον δασμό αντιντάμπινγκ που αποτελεί αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού.

130    Εκ των διαπιστώσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 119 έως 129 ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικώς τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, οι οποίοι είναι μέλη των προσφευγουσών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

131    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

132    Πρώτον, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά καταρχάς ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικώς τα μέλη των προσφευγουσών εκ του γεγονότος ότι, ακόμη και αν ορισμένα μέλη τους χαρακτηρίσθηκαν ως παραγωγοί στον προσβαλλόμενο κανονισμό, το ντάμπινγκ εφαρμόσθηκε από τους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων και καταλογίσθηκε σε αυτούς.

133    Καταρχάς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 123 έως 127 ανωτέρω, οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί συμμετείχαν πλήρως στην προπαρασκευαστική έρευνα και ότι η θέση τους εξετάσθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας κατόπιν της οποίας επιβλήθηκε ο δασμός αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, επεξηγήθηκε, στις σκέψεις 128 και 129 ανωτέρω, ότι η θέση στην αγορά των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα μελών των προσφευγουσών επηρεάσθηκε ουσιωδώς από τον δασμό αντιντάμπινγκ που αποτελεί αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού. Για τους λόγους αυτούς, γίνεται δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικώς τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς.

134    Ακολούθως, καθόσον η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν «προσάφθηκε» στους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς ότι εφήρμοσαν πρακτικές ντάμπινγκ και ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν συνιστά απόφαση η οποία τους αφορά λόγω της δικής τους συμπεριφοράς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα στην εισαγωγή στην Ένωση της βιοαιθανόλης, συμπεριλαμβανομένης της παραγόμενης από τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς. Το ζήτημα ποιος ακριβώς εφήρμοσε τις επίμαχες πρακτικές ντάμπινγκ δεν ασκεί επομένως επιρροή προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικώς τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς. Συγκεκριμένα, οι επίμαχοι παραγωγοί υφίστανται τις συνέπειες του καταλογισμού των πρακτικών αντιντάμπινγκ ακόμη και αν οι πρακτικές αυτές δεν τους καταλογίζονται.

135    Τέλος, στον βαθμό που το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν αφορά ατομικώς [ο προσβαλλόμενος κανονισμός] τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 45 της αποφάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2002, BSC Footwear Supplies κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑598/97, Συλλογή, EU:T:2002:52), λόγω του ότι δεν θεωρούνται παραγωγοί ή εξαγωγείς «στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο καταλογισμός πρακτικών ντάμπινγκ στην επιχείρηση της οποίας η ενεργητική νομιμοποίηση έχει εξετασθεί δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να διαπιστωθεί αν επηρεάζεται ατομικώς. Κατά τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, η αναγνώριση του δικαιώματος ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών να ασκούν προσφυγή ακυρώσεως κατά των κανονισμών αντιντάμπινγκ δεν σημαίνει ότι ο οικείος κανονισμός δεν μπορεί να αφορά ατομικά και άλλους επιχειρηματίες λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους τα οποία τους εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο. Επισημαίνεται συναφώς ότι ο καταλογισμός της πρακτικής ντάμπινγκ σε παραγωγό ή σε εξαγωγέα αποτελεί στοιχείο δυνάμενο να τον εξατομικεύσει, αλλά δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για αυτούς τους επιχειρηματίες. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης αναγνώρισε τον ατομικό επηρεασμό τέτοιων επιχειρηματιών χωρίς να στηριχθεί στη δυνατότητα καταλογισμού σε αυτούς των πρακτικών ντάμπινγκ (αποφάσεις Allied Corporation κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 69 ανωτέρω, EU:C:1985:227, σκέψη 4· Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 92 ανωτέρω, EU:T:1997:134, σκέψη 39, και Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 92 ανωτέρω, EU:T:1998:266, σκέψη 47).

136    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Συμβουλίου κατά το οποίο [ο προσβαλλόμενος κανονισμός] δεν αφορά ατομικά τα μέλη των προσφευγουσών, διότι δεν μπορούν να θεωρηθούν παραγωγοί ή εξαγωγείς στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ, βάσει των σχετικών με την εμπορική δραστηριότητά τους στοιχείων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 69 έως 73 ανωτέρω νομολογία, τούτο θα ήταν αντίθετο προς την αρχή σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι τόσο οι εισαγωγείς όσο και οι παραγωγοί της Ένωσης δύνανται να έχουν ενεργητική νομιμοποίηση.

137    Δεύτερον, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, εκτιμά ότι ο παράγοντας ο οποίος εξατομικεύει ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες στην αλυσίδα αξίας είναι το γεγονός ότι το ντάμπινγκ διαπιστώθηκε βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι ίδιες και αφορούν τις εμπορικές δραστηριότητές τους. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στη νομολογία σχετικά με τον ατομικό επηρεασμό των συνδεδεμένων εισαγωγέων. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από την απόφαση Nashua Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 70 ανωτέρω (EU:C:1990:115), καθώς και από τη διάταξη της 7ης Μαρτίου 2014, FESI κατά Συμβουλίου (T‑134/10, EU:T:2014:143), προκύπτει ότι καθοριστικός παράγοντας είναι το αν τα θεσμικά όργανα πράγματι χρησιμοποίησαν τα στοιχεία κατά τρόπο που εξατομικεύει την επιχείρηση που τους τα προσκόμισε.

138    Καταρχάς, επισημαίνεται συναφώς ότι η επικαλούμενη από την Επιτροπή νομολογία δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω, διότι η κατάσταση των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών δεν είναι συγκρίσιμη με των συνδεδεμένων εισαγωγέων. Η νομολογία προβαίνει σε διάκριση όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι κανονισμοί για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ αφορούν ατομικά τους παραγωγούς και εξαγωγείς, αφενός, και τους εισαγωγείς, αφετέρου, (αποφάσεις Nashua Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:C:1990:115, σκέψεις 14 και 15, και Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:C:1990:116, σκέψεις 17 και 18).

139    Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα προβάλλει το Συμβούλιο, το γεγονός ότι αποφασίσθηκε να μην χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία που προσκόμισαν οι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί βιοαιθανόλης για τον υπολογισμό περιθωρίου ντάμπινγκ ατομικά ως προς αυτούς, όπερ ακριβώς αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, δεν αποκλείει το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από τους παραγωγούς αυτούς.

140    Επισημαίνεται συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στην υπόθεση Shanghai Bicycle κατά Συμβουλίου (σκέψη 92 ανωτέρω, EU:T:1997:134, σκέψη 38), όπου επιβλήθηκε ενιαίος δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος προελεύσεως Κίνας, ότι η ένδικη προστασία συγκεκριμένων επιχειρήσεων, τις οποίες αφορά ένας δασμός αντιντάμπινγκ, δεν θίγεται απλώς και μόνον από το γεγονός ότι ο εν λόγω δασμός είναι ενιαίος και έχει θεσπισθεί σε σχέση με ένα κράτος και όχι με συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Για τον ίδιο λόγο, το γεγονός ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ ο οποίος θεσπίσθηκε εν προκειμένω με τον προσβαλλόμενο κανονισμό είναι ενιαίος δασμός αντιντάμπινγκ, επιβληθείς σε εθνική κλίμακα και όχι σε σχέση με περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, δεν δύναται να παρεμποδίσει την ένδικη προστασία των μελών των προσφευγουσών.

141    Συγκεκριμένα, αφενός, απλώς και μόνον η χρησιμοποίηση δειγμάτων από τα θεσμικά όργανα δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για την απόρριψη της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των παραγωγών εκτός δείγματος, των οποίων τα στοιχεία δεν χρησιμοποιήθηκαν από τα θεσμικά όργανα. Τούτο προκύπτει μεταξύ άλλων από την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Sinochem Heilongjiang κατά Συμβουλίου (T‑161/94, Συλλογή, EU:T:1996:101, σκέψεις 47 και 48), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε να μην δεχθεί τις πληροφορίες που παρείχε εξαγωγέας και αφορούσαν την ουσία της υποθέσεως δεν είναι ικανό να αναιρέσει το συμπέρασμα ότι οι προπαρασκευαστικές έρευνες αφορούσαν τον εξαγωγέα αυτό. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο ως προς την κατάσταση παραγωγού που περιλήφθηκε στο δείγμα.

142    Αφετέρου, η εξάρτηση του παραδεκτού προσφυγής ασκούμενης από παραγωγό ή εξαγωγέα περιληφθέντα στο δείγμα από τη χρησιμοποίηση των εκ μέρους του προσκομισθέντων στοιχείων θα απέκλειε, αναλόγως της βουλήσεως του Συμβουλίου, κάθε άμεσο έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του βασικού κανονισμού σε παραγωγούς, όπως οι προκείμενοι.

143    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος σύμφωνα με το οποίο ο παράγοντας ο οποίος εξατομικεύει ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες στην αλυσίδα αξίας είναι το γεγονός ότι το ντάμπινγκ αποδείχθηκε βάσει των στοιχείων που οι εν λόγω επιχειρήσεις παρείχαν.

144    Τρίτον, η Επιτροπή εκτιμά, αντίθετα από τις προσφεύγουσες, ότι ο όγκος της παραγωγής των μελών τους δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη διαπίστωση του ατομικού επηρεασμού τους από τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Παρατηρείται συναφώς ότι από τις διαπιστώσεις στις σκέψεις 119 έως 130 ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, οι οποίοι είναι μέλη των προσφευγουσών, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του όγκου της παραγωγής του επίμαχου προϊόντος.

145    Ως εκ τούτου, από τις διαπιστώσεις στις σκέψεις 132 έως 144 ανωτέρω απορρέει ότι τα επιχειρήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, πρέπει να απορριφθούν.

–       Ως προς την ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων δράσεως

146    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέλη των προσφευγουσών δεν στερήθηκαν τρόπους δράσεως εφόσον επιθυμούσαν να ξεκινήσουν εξαγωγές βιοαιθανόλης στην Ένωση. Αφενός, μπορούσαν να προβλέψουν, στις συμβάσεις τους με τους εισαγωγείς, να αναλάβουν το βάρος των τελωνειακών δασμών ώστε να είναι σε θέση να αμφισβητήσουν την τελωνειακή οφειλή ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών. Αφετέρου, τα μέλη τα οποία αφορούσε ο δασμός αντιντάμπινγκ είχαν επίσης τη δυνατότητα να ζητήσουν την επανεξέταση για νέο εξαγωγέα, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Κατά την Επιτροπή, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, οι νέοι εξαγωγείς στην επίμαχη χώρα εξαγωγής, οι οποίοι δεν έχουν εξαγάγει το προϊόν κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας στην οποία βασίζονται τα μέτρα, μπορούν να ζητήσουν την κίνηση τέτοιας επανεξετάσεως εφόσον αποδείξουν ότι είχαν πράγματι εξαγάγει στην Ένωση μετά την περίοδο έρευνας ή εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν ότι είχαν αναλάβει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση να εξαγάγουν σημαντική ποσότητα προϊόντων στην Ένωση. Ο εν ισχύι δασμός καταργείται για τις εισαγωγές αυτές, οι οποίες υποβάλλονται σε καταγραφή. Τα θεσμικά όργανα προβαίνουν σε επανεξέταση με ταχεία διαδικασία, κατόπιν της οποίας διαπιστώνεται η ύπαρξη ή όχι ντάμπινγκ για αυτόν τον νέο εξαγωγέα. Κατά περίπτωση, εισπράττεται ο δασμός αναδρομικώς.

147    Διαπιστώνεται καταρχάς ότι το ζήτημα αν τα μέλη των προσφευγουσών διέθεταν και άλλους τρόπους δράσεως προκειμένου να προβάλουν τα δικαιώματά τους δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση του άμεσου και ατομικού επηρεασμού από τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

148    Ακολούθως, καθόσον, με το επιχείρημα αυτό, η Επιτροπή προτείνει ο παραγωγός ή ο εξαγωγέας να πωλεί τα εμπορεύματα σύμφωνα με τον όρο εκτελέσεως εμπορικών συμβάσεων (incoterm) που καλείται «παράδοση με καταβολή δασμών» (RDA) ώστε να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής από τις εθνικές αρχές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή να συμφωνήσει εμπορική συναλλαγή με αγοραστή εντός της Ένωσης, με αποκλειστικό σκοπό να έχει τη δυνατότητα να στραφεί κατά της τελωνειακής οφειλής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και εν τέλει ενώπιον του Δικαστηρίου, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 69 έως 73 και 122 ανωτέρω, δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός όσον αφορά το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από παραγωγούς όπως οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, οι δασμοί αντιντάμπινγκ συνδέονται με το επίμαχο προϊόν. Συνεπώς, οι συμβατικοί δεσμοί μεταξύ του εξαγωγέα και του παραγωγού δεν ασκούν επιρροή στο αν οι προϋποθέσεις που τάσσει η εν λόγω νομολογία πρέπει να πληρούνται ή όχι. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής.

149    Τέλος, στον βαθμό που η Επιτροπή επικαλείται με το επιχείρημά της τη δυνατότητα να ζητηθεί επανεξέταση για νέο εξαγωγέα δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τέταρτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου αποκλείει ρητώς τη δυνατότητα τέτοιας επανεξετάσεως οσάκις η Επιτροπή προσφεύγει στη μέθοδο δειγματοληψίας. Αφετέρου, η εν λόγω παράγραφος δεν αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, πρόσφορο εναλλακτικό τρόπο δράσεως για τον παραγωγό που πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει η παρατιθέμενη νομολογία στις σκέψεις 69 έως 73 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, δεν του επιτρέπει, για παράδειγμα, να θεραπεύσει τις συνέπειες του δασμού αντιντάμπινγκ επί της παραγωγής του, στον βαθμό που ο επίμαχος παραγωγός δεν ξεκίνησε να την εξάγει άμεσα προς την Ένωση. Το επιχείρημα αυτό πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

150    Εκ των ανωτέρω εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 92 έως 149 ανωτέρω απορρέει ότι, δυνάμει της δεύτερης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες δικαιούνται να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή στον βαθμό που επιδιώκεται η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που ο κανονισμός αυτός αφορά τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς.

 Ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των υπολοίπων μελών τους πλην των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών

151    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν συγκεκριμένο επιχείρημα στα δικόγραφά τους και δεν προσκόμισαν στοιχεία περιλαμβανόμενα στη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία θα επέτρεπαν στο Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβάλλεται από τον προσβαλλόμενο κανονισμό αφορά ατομικά ένα ή περισσότερα από τα μέλη τους που δεν περιλήφθηκαν στο δείγμα των Αμερικανών παραγωγών.

152    Ειδικότερα, πέραν των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών, της Marquis Energy, της Murex και της CHS, οι προσφεύγουσες δεν προσδιόρισαν ονομαστικώς κανένα άλλο από τα μέλη τους που, κατά την άποψή τους, θα μπορούσε να έχει εν προκειμένω ενεργητική νομιμοποίηση.

153    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι η βιοαιθανόλη του ενός ή του άλλου μέλους είχε εξαχθεί στην Ένωση και επιβαρυνόταν, κατά συνέπεια, από τον επίμαχο δασμό αντιντάμπινγκ. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορούσε να αφορά άμεσα τα λοιπά μέλη των προσφευγουσών.

154    Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορούσε άμεσα τα μέλη των προσφευγουσών, πλην των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 65 ανωτέρω νομολογία, οι προσφεύγουσες δεν έχουν, δυνάμει της δεύτερης και της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δικαίωμα να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή στον βαθμό που επιδιώκεται η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που ο κανονισμός αυτός αφορά τα μέλη τους πλην των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

155    Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν ότι τα μέλη τους δεν είχαν εξάγει βιοαιθανόλη στην Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας και ότι δεν είχαν περαιτέρω αποδείξει ότι τα μέλη τους είχαν ξεκινήσει την εξαγωγή κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Οι πωλήσεις τους δεν είχαν επομένως υπαχθεί στον επιβληθέντα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δασμό αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν δύναται να συνεπάγεται νομικές συνέπειες επί των μελών τους.

156    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα επιχειρήματα αυτά.

157    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των κυρίων διαδίκων. Επιπλέον, κατά το άρθρο 142, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο στο οποίο αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του. Επομένως, η Επιτροπή δεν νομιμοποιείται να προβάλει λόγο απαραδέκτου, ο οποίος αφορά έλλειψη εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών, ο οποίος δεν προβλήθηκε από το Συμβούλιο, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο απαραδέκτου. Πάντως, καθόσον πρόκειται για λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, επιβάλλεται να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών (βλ., συναφώς, απόφαση CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:C:1993:111, σκέψεις 20 έως 23).

158    Διαπιστώνεται ότι το έννομο συμφέρον συνιστά την ουσιώδη και κύρια προϋπόθεση της προσφυγής στη δικαιοσύνη (απόφαση της 10ης Απριλίου 2013, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T-87/11, EU:T:2013:161, σκέψη 44) και πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του ενδίκου βοηθήματος, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς του, άλλως το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο. Το έννομο συμφέρον πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

159    Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί ενόψει του αναμενόμενου αποτελέσματος να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. συναφώς, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, Συλλογή, EU:C:2012:471, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Μαρτίου 2009, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, T‑299/05, Συλλογή, EU:T:2009:72, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο επιβαλλόμενος από τον προσβαλλόμενο κανονισμό δασμός αντιντάμπινγκ δεν επιβαρύνει τη βιοαιθανόλη που προέρχεται από την παραγωγή των μελών των προσφευγουσών με το σκεπτικό ότι εξήχθη από τους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων. Παρά ταύτα, διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 104 ανωτέρω ότι οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί ήταν οι παραγωγοί του προϊόντος το οποίο, κατά την εισαγωγή του στην Ένωση, επιβαρυνόταν με τον δασμό αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, αφενός, οι προσφεύγουσες έχουν εν προκειμένω έννομο συμφέρον καθόσον η ακύρωση του επιβαλλόμενου με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δασμού αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβαρύνει τις εισαγωγές στην Ένωση της βιοαιθανόλης παραγωγής των περιληφθέντων στο δείγμα μελών τους, δύναται να ωφελήσει τα εν λόγω μέλη. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες έχουν εν προκειμένω έννομο συμφέρον καθόσον προβάλλουν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως.

161    Κατόπιν των ανωτέρω απορρέει ότι πρέπει:

–        να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή ως απαράδεκτη καθόσον αφορά την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που αφορά την Marquis Energy (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω)·

–        να απορριφθούν οι εννέα πρώτοι λόγοι ακυρώσεως ως απαράδεκτοι καθόσον οι προσφεύγουσες επικαλούνται δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ατομικώς (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω)·

–        να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή ως απαράδεκτη καθόσον επιδιώκει την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που αφορά τα λοιπά μέλη των προσφευγουσών πλην των πέντε περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών (βλ. σκέψεις 55 και 154 ανωτέρω).

162    Παρά ταύτα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή κατά το μέρος που οι προσφεύγουσες ζητούν:

–        πρώτον, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που ο κανονισμός αυτός αφορά τους τέσσερις περιληφθέντες στον κανονισμό Αμερικανούς παραγωγούς (βλ. σκέψη 150 ανωτέρω) και,

–        δεύτερον, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που προβάλλουν, στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω).

2.     Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 8, του άρθρου 9, παράγραφος 5, και του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 4, του βασικού κανονισμού, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου λόγω της αρνήσεώς του να υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ και να καθορίσει ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ, κατά περίπτωση, στα περιληφθέντα στο δείγμα μέλη των προσφευγουσών

163    Κατά το μέρος που η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή διότι ασκήθηκε στο όνομα των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών, αρμόζει να ξεκινήσει η εξέταση της ουσίας της υποθέσεως με αυτόν τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

164    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, αρνούμενο να υπολογίσει ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ για τα μέλη τους, τα οποία είναι οι παραγωγοί του οικείου προϊόντος στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίοι περιλήφθηκαν στο δείγμα των παραγωγών/εξαγωγέων, και επιβάλλοντας αντ’ αυτών περιθώριο ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα, το Συμβούλιο παρέβη σειρά άρθρων του βασικού κανονισμού και παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως.

165    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Το δεύτερο σκέλος αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση του θεσμικών οργάνων να επιβάλλουν ατομικούς δασμούς σε κάθε προμηθευτή. Το τρίτο σκέλος αφορά φερόμενες παραβάσεις του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 4, του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τη χρησιμοποίηση των καλύτερων διαθέσιμων στοιχείων, καθόσον τα θεσμικά όργανα χρησιμοποίησαν τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ανεξάρτητοι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων για τον υπολογισμό περιθωρίου ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα. Τέλος, το τέταρτο σκέλος αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως.

166    Επιβάλλεται, ακολούθως, να εξεταστεί πρώτα το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

167    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το Συμβούλιο έπρεπε να είχε υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ καθώς και ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ για έκαστο των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών. Προσφεύγοντας αντ’ αυτών σε περιθώριο ντάμπινγκ και σε δασμό αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα για όλους τους δραστηριοποιούμενους στη βιομηχανία βιοαιθανόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και αθέτησε την υποχρέωσή του αιτιολογίας.

168    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ενσωματώνει στο δίκαιο της Ένωσης τα άρθρα 6.10 και 9.2 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ). Κατά τις προσφεύγουσες, τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ επιβάλλουν υποχρέωση υπολογισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και επιβολής ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ στους παραγωγούς και εξαγωγείς, εξαιρουμένων των «εξαγωγέων» οι οποίοι δεν περιλήφθηκαν στο δείγμα στην περίπτωση δειγματοληψίας και, αφετέρου, στην περίπτωση των εξαγωγέων που αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα με το Δημόσιο. Επομένως, η ερμηνεία εκ μέρους της Επιτροπής του όρου «ανέφικτο» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η εφαρμογή εξαιρέσεων στην υποχρέωση καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ άλλων από τις ανωτέρω, όπως είναι η διάρθρωση των Αμερικανικών εξαγωγών βιοαιθανόλης ή ο τρόπος εξαγωγής του προϊόντος, είναι εσφαλμένη και παράνομη.

169    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την ePure, αμφισβητεί αυτά τα επιχειρήματα. Κατ’ ουσίαν, αφενός, εκτιμά ότι, όταν τα θεσμικά όργανα δεν είναι σε θέση να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή κάθε αγοράς ούτε να συγκρίνουν τις κανονικές τιμές με τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής, όπως εν προκειμένω, το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν τα υποχρεώνει να προσδιορίσουν ατομικά μέτρα αντιντάμπινγκ για κάθε έναν παραγωγό. Βρίσκονται σε αδυναμία να το πράξουν. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι ο όρος «ανέφικτο» ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τον χρησιμοποιούμενο στα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, επιτρέποντας επομένως εν προκειμένω την εφαρμογή εξαιρέσεως στην υποχρέωση καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ.

170    Επισημαίνεται συναφώς ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, ως ίσχυε αρχικώς και εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 765/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012, για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού (ΕΕ L 237, σ. 1), ορίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται σε όλες τις έρευνες που κινούνται μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 765/2012, προβλέπει ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς διάκριση στις εισαγωγές ενός προϊόντος από κάθε πηγή ως προς τις οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Η ίδια παράγραφος προβλέπει επίσης ότι ο κανονισμός περί επιβολής του δασμού καθορίζει τον δασμό που αντιστοιχεί σε κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, και γενικά όπου εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του ιδίου κανονισμού, την οικεία προμηθεύτρια χώρα.

171    Το άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ έχει ως εξής:

«Οι αρχές καθορίζουν, κατά κανόνα, ένα ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για καθέναν από τους γνωστούς ενδιαφερόμενους εξαγωγείς ή παραγωγούς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Όταν ο αριθμός των εξαγωγέων, των παραγωγών, των εισαγωγέων ή των τύπων προϊόντων που έχουν σημασία για την υπόθεση είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθιστά πρακτικώς ανέφικτο τον προαναφερθέντα ατομικό καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι αρχές δύνανται να λαμβάνουν υπόψη για τους σκοπούς της εξέτασης είτε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων ή προϊόντων, με δειγματοληψίες που ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές κατά το χρόνο επιλογής του δείγματος, είτε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του όγκου των εξαγωγών από την εκάστοτε χώρα για το οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα.»

172    Το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ έχει ως εξής:

«Όταν επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, ο δασμός αυτός εισπράττεται κάθε φορά μέχρι του προβλεπόμενου ποσού για όλες χωρίς διάκριση τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος, όποια και αν είναι η προέλευσή τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές που προέρχονται από εταιρείες για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές συμφώνως προς τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Οι αρχές κατονομάζουν αυτόν ή αυτούς που προμηθεύουν το συγκεκριμένο προϊόν. Αν, παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση αφορά περισσότερους προμηθευτές από την ίδια χώρα και είναι πρακτικώς αδύνατο να κατονομασθούν οι προμηθευτές αυτοί στο σύνολό τους, οι αρχές δύνανται να κατονομάζουν τη συγκεκριμένη προμηθεύτρια χώρα. […]»

173    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν το Συμβούλιο ορθώς μπορούσε να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα και, κατά συνέπεια, να επιβάλει δασμό αντιντάμπινγκ σε τέτοια κλίμακα, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, αν η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ είναι κρίσιμη εν προκειμένω για την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεύτερον, αν οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί δικαιούνται κατά κανόνα να καθορισθεί ως προς αυτούς χωριστός δασμός αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και, τρίτον, αν το Συμβούλιο ορθώς έκρινε ότι συνέτρεχε εξαίρεση στον γενικό αυτό κανόνα διότι ήταν «ανέφικτο» να προσδιορισθούν στον προσβαλλόμενο κανονισμό τα ατομικά ποσά για κάθε προμηθευτή.

 Ως προς την εν προκειμένω εφαρμογή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ

174    Από το προοίμιο του βασικού κανονισμού, και δη από την αιτιολογική του σκέψη 3, προκύπτει ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι, μεταξύ άλλων, να ενσωματωθούν στο δίκαιο της Ένωσης οι νέοι και λεπτομερείς κανόνες που περιέχει η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, Συλλογή, EU:C:2003:4, σκέψη 55, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑45/06, Συλλογή, EU:T:2008:398, σκέψη 89). Επιπλέον, η ίδια αιτιολογική σκέψη προβλέπει επίσης ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των εν λόγω κανόνων, το περιεχόμενο των συμφωνιών θα πρέπει να ενσωματωθεί κατά το δυνατόν στη νομοθεσία της Ένωσης. Μεταξύ των απαριθμούμενων στην ίδια αιτιολογική σκέψη κανόνων, οι οποίοι ενσωματώνονται με τον βασικό κανονισμό στο δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, εκείνοι που αφορούν την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, ήτοι τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

175    Έχει, όμως, κριθεί επανειλημμένως ότι, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, οι συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), στις οποίες συγκαταλέγεται η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, δεν περιλαμβάνονται καταρχήν στους κανόνες βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ. αποφάσεις Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 174 ανωτέρω, EU:C:2003:4, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, LVP, C‑306/13, Συλλογή, EU:C:2014:2465, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176    Περαιτέρω, ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι το να γίνει δεκτό ότι η εξασφάλιση της συμφωνίας του δικαίου της Ένωσης με τους κανόνες του ΠΟΕ είναι ευθέως έργο του δικαστή της Ένωσης θα κατέληγε να στερήσει τα νομοθετικά ή εκτελεστικά όργανα της Ένωσης από το περιθώριο χειρισμών το οποίο έχουν τα ανάλογα όργανα των εμπορικών εταίρων της Ένωσης. Δεν αμφισβητείται, πράγματι, ότι ορισμένα συμβαλλόμενα μέρη, και μεταξύ αυτών οι σημαντικότεροι από εμπορικής απόψεως εταίροι της Ένωσης, συνήγαγαν ακριβώς, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού των συμφωνιών ΠΟΕ, το συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στους κανόνες με γνώμονα τους οποίους τα δικαστικά τους όργανα ελέγχουν τη νομιμότητα των κανόνων του εσωτερικού τους δικαίου. Μια τέτοια έλλειψη αμοιβαιότητας, αν γινόταν δεκτή, θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο να υπάρξει ανισορροπία στην εφαρμογή των κανόνων του ΠΟΕ (βλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:476, σκέψη 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και LVP, σκέψη 175 ανωτέρω, EU:C:2014:2465, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

177    Μόνον στην περίπτωση κατά την οποία βούληση της Ένωσης είναι να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που έχει αναλάβει έναντι του ΠΟΕ ή στην περίπτωση κατά την οποία η πράξη της Ένωσης παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών του ΠΟΕ, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (βλ. αποφάσεις Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 174 ανωτέρω, EU:C:2003:4, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και LVP, σκέψη 175 ανωτέρω, EU:C:2014:2465, σκέψη 47).

178    Όσον αφορά την ενσωμάτωση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, παρατηρείται ότι ο εν λόγω κανονισμός, ως ίσχυε αρχικώς και εφαρμόζεται εν προκειμένω, τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 765/2012 λόγω της εγκρίσεως, από το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ (στο εξής: ΟΕΔ), της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 (WT/DS397/AB/R, στο εξής: έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση “συνδετήρες”») και της εκθέσεως της ειδικής επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 2010 (WT/DS397/R), η οποία τροποποιήθηκε με την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στην υπόθεση με τίτλο «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα από την Κίνα» (στο εξής: υπόθεση «συνδετήρες»).

179    Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 765/2012, ο νομοθέτης της Ένωσης υπενθυμίζει ότι, στις εκθέσεις του ΟΕΔ, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ήταν ασύμβατο με τα άρθρα 6.10, 9.2 και 18.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ και με το άρθρο XVI.4 της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3). Ο νομοθέτης της Ένωσης επιβεβαίωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του κανονισμού 765/2012, ότι είχε προβεί σε τροποποιήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού με την πρόθεση να εφαρμόσει τις συστάσεις και τις αποφάσεις του ΟΕΔ σχετικά με την υπόθεση «συνδετήρες» κατά τρόπο που να συνάδει με τις υποχρεώσεις της Ένωσης έναντι του ΠΟΕ.

180    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από αυτή καθαυτή την έκδοση του κανονισμού 765/2012 απορρέει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εκτιμά ότι, με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση αναληφθείσα έναντι του ΠΟΕ, η οποία περιέχεται εν προκειμένω στα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

181    Αφενός, από τις διαπιστώσεις αυτές συνάγεται ότι ο κανονισμός 765/2012 αναγνωρίζει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ενσωματώνει στο δίκαιο της Ένωσης τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, όπως ορθώς επισημαίνουν οι προσφεύγουσες.

182    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι οι τροποποιήσεις, δυνάμει του κανονισμού 765/2012, της διατυπώσεως του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αφορούν την τροποποίηση εξαιρέσεως στην υποχρέωση επιβολής ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ, όσον αφορά τους εξαγωγείς στους οποίους εφαρμοζόταν το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Δεν αφορούν, όμως, κατ’ ουσίαν, το τμήμα του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού το οποίο είναι κρίσιμο εν προκειμένω, σύμφωνα με το οποίο ο κανονισμός περί επιβολής δασμού καθορίζει το ποσό του επιβληθέντος δασμού για κάθε έναν προμηθευτή ή, αν αυτό είναι ανέφικτο, κατονομάζει τη συγκεκριμένη προμηθεύτρια χώρα.

183    Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκρινε αναγκαία την τροποποίηση των όρων «εισαγωγές ενός προϊόντος από κάθε πηγή, εισαγωγές για τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι προξενούν ζημία», όπως επίσης και των όρων «προμηθευτής» και «ανέφικτο» προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή τις συστάσεις και αποφάσεις της ΟΕΔ σχετικά με την υπόθεση «συνδετήρες», κατά τρόπο σεβόμενο τις υποχρεώσεις της Ένωσης έναντι του ΠΟΕ. Επομένως, οι κρίσιμοι εν προκειμένω όροι έχουν την ίδια σημασία στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ως ίσχυε αρχικώς καθώς και ως ίσχυε μετά την τροποποίηση του κανονισμού 765/2012.

184    Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ως ίσχυε αρχικώς, στον βαθμό που είναι κρίσιμο εν προκειμένω, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

 Ως προς το ζήτημα αν οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί δικαιούνται να εφαρμοσθεί ως προς αυτούς ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού

185    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι παραγωγός περιληφθείς στο δείγμα, όπως οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί, δικαιούται εφαρμογής ως προς αυτόν ατομικού δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

186    Το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι ούτε η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ ούτε ο βασικός κανονισμός απαιτούν από τα θεσμικά όργανα να πράξουν το «αδύνατο». Εφόσον τα θεσμικά όργανα δεν είναι σε θέση να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή κάθε αγοράς ή να συγκρίνουν τις κανονικές αξίες με τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής, όπως εν προκειμένω, δεν υποχρεούνται να επιβάλουν ατομικά μέτρα αντιντάμπινγκ σε κάθε παραγωγό.

187    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο περιληφθείς στο δείγμα παραγωγός του προϊόντος που αποτελεί το αντικείμενο ντάμπινγκ είχε δικαίωμα να εφαρμογής ως προς αυτόν ατομικού δασμού αντιντάμπινγκ, επισημαίνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού καθώς και το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ ορίζουν, καταρχήν, ότι δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να επιβάλλεται ατομικώς σε κάθε προμηθευτή για τις εισαγωγές προϊόντος, από κάθε πηγή, ως προς τις οποίες αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξενούν ζημία. Κατά τις διατάξεις αυτές επιχειρηματίας ο οποίος δεν θεωρείται ότι έχει την ιδιότητα του «προμηθευτή» δεν έχει δικαίωμα να του επιβληθεί ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ.

188    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το σημείο 624, στοιχείο a, σημείο i, της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αφορά όχι μόνον την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, αλλά και τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ.

189    Όσον αφορά το δίκαιο του ΠΟΕ, διαπιστώνεται ότι, στην περίπτωση που οι αρχές εφαρμόζουν μέθοδο δειγματοληψίας, το άρθρο 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ προβλέπει ότι οφείλουν να καθορίσουν χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ ως προς κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό, ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος έχει υποβάλει τα απαραίτητα στοιχεία και μάλιστα εγκαίρως, ώστε να είναι δυνατή η συνεκτίμησή τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής για τις αρχές και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

190    Από τη διάταξη αυτή απορρέει ότι, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία ο αριθμός των εξαγωγέων ή παραγωγών είναι πολύ μεγάλος, η αρμόδια για την έρευνα αρχή οφείλει να καθορίσει ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή και ο οποίος υποβάλει τα απαραίτητα στοιχεία εγκαίρως ώστε να είναι δυνατή η εξέτασή τους κατά τη διάρκεια της έρευνας. Συναφώς, κατά το σημείο 6.90 της εκθέσεως της ειδικής ομάδας της 28ης Σεπτεμβρίου 2001 (WT/DS189/R), στην υπόθεση με τίτλο «Αργεντινή – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών κεραμικών πλακιδίων δαπέδου προελεύσεως Ιταλίας», επισημάνθηκε ότι ο γενικός κανόνας της πρώτης περιόδου του άρθρου 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, που προβλέπει καθορισμό χωριστών περιθωρίων ντάμπινγκ για κάθε γνωστό εξαγωγέα ή παραγωγό του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, εφαρμόζεται πλήρως στους εξαγωγείς που επελέγησαν για την εξέταση σύμφωνα με την δεύτερη περίοδο του ιδίου άρθρου. Ο εν λόγω κανόνας επιτρέπει στην αρμόδια για την έρευνα αρχή να περιορίσει την εξέτασή της σε συγκεκριμένους εξαγωγείς ή παραγωγούς, αλλά δεν προβλέπει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα ότι πρέπει να καθορίζονται χωριστά περιθώρια για τους εξαγωγείς ή παραγωγούς τους οποίους αφορά η εξέταση. Εφόσον ακόμη και οι παραγωγοί οι οποίοι δεν περιλήφθηκαν στο αρχικό δείγμα δικαιούνται να ωφεληθούν από τον υπολογισμό χωριστού περιθωρίου, συνεπάγεται, κατά την εν λόγω έκθεση, ότι οι παραγωγοί οι οποίοι περιλήφθηκαν στο δείγμα αυτό επίσης το δικαιούνται.

191    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αρμόδια για την έρευνα αρχή οφείλει να καθορίσει χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος περιλήφθηκε στο δείγμα των προμηθευτών του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ.

192    Επομένως, κατά το δίκαιο του ΠΟΕ, κάθε εξαγωγέας ή παραγωγός ο οποίος περιλήφθηκε στο δείγμα και ως εκ τούτου συνεργάσθηκε με την αρμόδια για την έρευνα αρχή καθόλη τη διάρκεια της έρευνας πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί «προμηθευτής» υπό την έννοια του άρθρου 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

193    Όσον αφορά τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, επισημαίνεται ότι, όπως ήδη διαπιστώθηκε στις σκέψεις 183 και 184 ανωτέρω, το άρθρο 9, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού ως ίσχυε αρχικώς, στον βαθμό που είναι κρίσιμο εν προκειμένω, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τις διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ. Επιπλέον, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει επίσης ότι, όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών. Η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου προβλέπει ότι, όταν η Επιτροπή προβαίνει σε δειγματοληψία, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις εν λόγω διατάξεις του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενες κατά τρόπο συνάδοντα προς το δίκαιο του ΠΟΕ, απορρέει επίσης ότι εφόσον ακόμη και οι παραγωγοί οι οποίοι δεν περιλήφθηκαν στο αρχικό δείγμα δικαιούνται του πλεονεκτήματος του υπολογισμού χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ, κατά μείζονα λόγο, του πλεονεκτήματος δικαιούνται και οι παραγωγοί οι οποίοι περιλήφθηκαν στη δειγματοληψία αυτή. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί συναφώς ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού υπενθυμίζει ότι ατομικοί δασμοί επιβάλλονται για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού.

194    Επομένως, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του βασικού κανονισμού, κάθε εξαγωγέας ή παραγωγός ο οποίος περιλήφθηκε στο δείγμα των προμηθευτών του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ και ο οποίος συνεπώς συνεργάσθηκε με τα θεσμικά όργανα καθόλη τη διάρκεια της έρευνας πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί «προμηθευτής» υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.

195    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σκοπός της δειγματοληψίας παραγωγών-εξαγωγέων είναι να διαπιστωθεί, στο πλαίσιο περιορισμένης έρευνας, κατά το δυνατόν ακριβέστερα, η πίεση επί των τιμών που υφίσταται ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης. Επομένως, η Επιτροπή έχει την εξουσία να τροποποιεί, ανά πάσα στιγμή, τη σύνθεση του δείγματος αναλόγως των αναγκών της έρευνας. Πράγματι, καμία διάταξη της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ ή του βασικού κανονισμού δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να διατηρούν τους αρχικώς περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς στο δείγμα των παραγωγών του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ εάν κρίνουν ότι αυτοί δεν έχουν την ιδιότητα του προμηθευτή ή ότι δεν συνιστούν πηγές εισαγωγής του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ και προξενεί ζημία. Όσον αφορά το ζήτημα αν πρέπει να διατηρηθεί ένας επιχειρηματίας στο δείγμα, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της περιπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που καλείται να εξετάσει (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, Συλλογή, EU:C:2007:547, σκέψη 40). Στον βαθμό, όμως, που η Επιτροπή δεν είχε αποκλείσει οποιονδήποτε παραγωγό εκ των περιληφθέντων στο δείγμα των προμηθευτών του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ, ήταν καταρχήν υποχρεωμένη να υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ καθώς και να επιβάλει ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ για αυτόν.

196    Υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθεί αν οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί δικαιούντο να εφαρμοσθεί ως προς αυτούς ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

197    Καταρχάς, διαπιστώνεται εν προκειμένω ότι, μολονότι η Επιτροπή απέκλεισε αρχικώς περιληφθέντα στο δείγμα παραγωγό με το σκεπτικό ότι η βιοαιθανόλη παραγωγής του δεν είχε εξαχθεί στην Ένωση και ότι, κατά συνέπεια, δεν αποτελούσε πηγή του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο των πρακτικών ντάμπινγκ, εντούτοις διατήρησε τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς στο δείγμα των προμηθευτών του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ έως το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

198    Όσον αφορά την ύπαρξη εισαγωγών στην Ένωση βιοαιθανόλης προερχόμενης από τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς, οι οποίες διαπιστώθηκε ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξενούν ζημία, αναφέρθηκε, στις σκέψεις 93 έως 104 ανωτέρω, ότι μέρος της βιοαιθανόλης παραγωγής τους είχε εξαχθεί στην Ένωση και ότι οι εξαγωγές από την παραγωγή αυτή υπόκειντο, από της ενάρξεως ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, στον δασμό αντιντάμπινγκ που ο κανονισμός αυτός είχε επιβάλει. Επιπλέον, κατά το σημείο 338 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», οι προβλέψεις του άρθρου 9.2 της συμφωνίας ανιντάμπινγκ του ΠΟΕ, κατά τις οποίες οι δασμοί αντιντάμπινγκ, τα ποσά των οποίων είναι προσαρμοσμένα σε κάθε περίπτωση, εισπράττονται επί των εισαγωγών από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται, αφορούν τους εξαγωγείς ή παραγωγούς που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, ατομικώς. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 60 του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει ότι η έρευνα κάλυψε, αφενός, τους παραγωγούς βιοαιθανόλης και, αφετέρου, τους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων που εξήγαν το υπό εξέταση προϊόν στην αγορά της Ένωσης. Ως εκ τούτου, οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί αποτελούν «πηγές» εισαγωγών του επιβαρυνόμενου προϊόντος με τον δασμό αντιντάμπινγκ που επέβαλε ο προσβαλλόμενος κανονισμός υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού καθώς και του άρθρου 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

199    Περαιτέρω, παρατηρείται ότι το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί συνεργάσθηκαν με τα θεσμικά όργανα καθόλη τη διάρκεια της έρευνας και ότι δεν υπήρχε λόγος αποκλεισμού τους λόγω μη συνεργασίας.

200    Επιπλέον, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα θεσμικά όργανα δεν απέκλεισαν τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς από το δείγμα διότι δεν έφεραν την ιδιότητα του προμηθευτή. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η διάρθρωση της βιομηχανίας βιοαιθανόλης και ο τρόπος με τον οποίο το υπό εξέταση προϊόν παρήχθη και πωλήθηκε στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και εξήχθη στην Ένωση, κατέστησαν ανέφικτο τον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ για παραγωγούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά την άποψή του, δεν είχε τη δυνατότητα ιχνηλατήσεως της διαδρομής όλων των αγορών χωριστά και συγκρίσεως των κανονικών αξιών με τις τιμές εξαγωγής που αντιστοιχούσαν στους περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σε θέση να καθορίσει ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Συνάγεται από την επιχειρηματολογία αυτή ότι το Συμβούλιο επιθυμούσε να εφαρμοσθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ στα προϊόντα παραγωγής των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα Αμερικανών παραγωγών χωρίς να υπάρξει διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως εξαγωγής τους από τους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων και της περιπτώσεως εξαγωγής τους από τους ίδιους τους παραγωγούς αυτούς.

201    Επομένως, διατηρώντας τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς ως μέλη του δείγματος Αμερικανών παραγωγών και εξαγωγέων, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι επρόκειτο για «προμηθευτές» του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ και, κατά συνέπεια, ότι το Συμβούλιο ήταν καταρχήν υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, να υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ καθώς και να επιβάλει ατομικούς δασμούς αντιντάμπινγκ για έκαστο αυτών.

202    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι, όταν τα θεσμικά όργανα δεν είναι σε θέση να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή κάθε αγοράς ούτε να συγκρίνουν τις κανονικές τιμές με τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής, όπως εν προκειμένω, δεν υποχρεούνται να προσδιορίσουν ατομικά μέτρα αντιντάμπινγκ για κάθε έναν παραγωγό.

203    Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι έχει κριθεί με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Zhejiang Aokang Shoes κατά Συμβουλίου (C‑247/10 P, EU:C:2012:710, σκέψη 33), ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού συγκαταλέγεται στις διατάξεις του κανονισμού αυτού που αφορούν μόνον τον καθορισμό της κανονικής αξίας, ενώ το άρθρο 17 του ιδίου κανονισμού, που αφορά τη δειγματοληψία, συγκαταλέγεται στις διατάξεις που αφορούν ιδίως τις διαθέσιμες μεθόδους για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και ότι, ως εκ τούτου, πρόκειται για διατάξεις που έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και σκοπό. Επισημαίνεται συναφώς ότι η ίδια αρχή ισχύει, κατ’ αναλογίαν, και για τη σχέση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού που αφορά μία από τις κρίσιμες αξίες για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και, αφετέρου, του άρθρου 9, παράγραφος 5, του ιδίου κανονισμού που αφορά το ίδιο το περιθώριο ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ή τιμής εξαγωγής έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και σκοπό από τις διατάξεις για τις διαθέσιμες μεθόδους για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, όπως προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, και στο άρθρο 17 του ιδίου κανονισμού.

204    Επιπλέον, από τη σκέψη 325 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες» προκύπτει ότι, το γεγονός ότι η αρχή οφείλει να ανακατασκευάσει την κανονική αξία και/ή την τιμή εξαγωγής για έναν ή περισσότερους εξαγωγείς ή παραγωγούς δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα περί καθορισμού των ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ τα οποία στηρίζονται σε κανονική αξία και σε κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής βάσει των ίδιων πληροφοριών για πλήθος προμηθευτών δεν είναι όμοια με περιθώριο εφαρμοζόμενο σε εθνική κλίμακα.

205    Επισημαίνεται συναφώς ότι ούτε το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ούτε το άρθρο 6.10 ή το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ προβλέπουν ότι τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να είναι σε θέση να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή κάθε αγοράς και να συγκρίνουν τις κανονικές αξίες με τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής έτσι ώστε να υποχρεούνται να υπολογίσουν ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ και να επιβάλουν ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ σε κάθε προμηθευτή. Τέτοιες δυσκολίες δεν ασκούν καμία επιρροή στο ζήτημα της υποχρεώσεως επιβολής ατομικού δασμού αντιντάμπινγκ, ενώ παρατηρείται περαιτέρω ότι υπάρχουν, στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού, άλλα μέσα θεραπείας της καταστάσεως αυτής.

206    Πάντως, όταν τα θεσμικά όργανα συναντούν δυσκολίες κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας ή της τιμής εξαγωγής για ορισμένους παραγωγούς ή εξαγωγείς, το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει τους κανόνες σχετικά με τη δυνατότητα ανακατασκευής των αξιών αυτών.

207    Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, οσάκις δεν υφίσταται τιμή εξαγωγής ή προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν δύναται να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέως και του εισαγωγέως ή τρίτου, ως βάση για τη διαμόρφωση της τιμής εξαγωγής δύναται να ληφθεί η τιμή στην οποία τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλούνται το πρώτον σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν τα προϊόντα δεν μεταπωλούνται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλούνται στην κατάσταση στην οποία εισήχθησαν, οιαδήποτε άλλη εύλογη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, πραγματοποιούνται προσαρμογές, ώστε να συνυπολογισθούν όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων που έχουν επιβληθεί μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεως, καθώς και το περιθώριο κέρδους, προκειμένου να καθορισθεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης.

208    Περαιτέρω και σε άλλο επίπεδο, το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα θεσμικά όργανα μπορούν, αντιστοίχως, να χρησιμοποιήσουν τα διαθέσιμα στοιχεία, όταν ένας ενδιαφερόμενος δεν παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες ή όταν παρέχει μεν πληροφορίες αλλά αυτές δεν είναι οι καλύτερες από κάθε άποψη. Διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων στα σημεία 7.215 έως 7.216 της εκθέσεως της ειδικής ομάδας της 22ας Απριλίου 2003 (WT/DS241/R) στην υπόθεση με τίτλο «Αργεντινή – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ σε πουλερικά από τη Βραζιλία» το γεγονός ότι η αρμόδια για την έρευνα αρχή λαμβάνει πληροφορίες οι οποίες δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν ή δεν είναι αξιόπιστες δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο στον υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ για εξαγωγέα, καθόσον η συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ επιτρέπει ρητώς στις αρμόδιες για την έρευνα αρχές να συμπληρώσουν τα στοιχεία που αφορούν συγκεκριμένο εξαγωγέα προκειμένου να καθορίσουν το περιθώριο ντάμπινγκ αν οι παρασχεθείσες πληροφορίες δεν είναι αξιόπιστες ή αν οι αναγκαίες πληροφορίες απλώς δεν παρασχέθηκαν.

209    Εν προκειμένω, όσον αφορά την κανονική αξία των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών, από το σημείο 45 του συμπληρωματικού ενημερωτικού εγγράφου προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ήταν σε θέση να ανακατασκευάσει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αυτή την κανονική αξία βάσει του κόστους παραγωγής στην χώρα προελεύσεως, προσαυξημένου κατά εύλογο ποσό με τα έξοδα πωλήσεως, τις διοικητικές δαπάνες και τα γενικά έξοδα, καθώς και με το εύλογο περιθώριο κέρδους. Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή.

210    Στον βαθμό που το Συμβούλιο εκτιμά, στην αιτιολογική σκέψη 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι δεν θα μπορούσε να καθορισθεί αξιόπιστα η τιμή εξαγωγής και το περιθώριο ντάμπινγκ για τους περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού επιτρέπει την ανακατασκευή της τιμής εξαγωγής όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής για επιχειρηματία τον οποίο αφορά η έρευνα. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή επιτρέπει, όπως τούτο εκτέθηκε ήδη στη σκέψη 207 ανωτέρω, την ανακατασκευή της τιμής εξαγωγής βάσει της τιμής με την οποία μεταπωλούνται για πρώτη φορά τα εισαγόμενα προϊόντα σε ανεξάρτητο αγοραστή ή κάθε άλλης εύλογης βάσεως και προβαίνοντας στις κατάλληλες προσαρμογές. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι από την παρατεθείσα στη σκέψη 203 ανωτέρω νομολογία απορρέει ότι, δεδομένου ότι στο άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του βασικού κανονισμού απαριθμούνται περιοριστικά οι δυνατές μέθοδοι για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, τυχόν δυσκολίες κατά τον καθορισμό της τιμής αυτής δεν ασκούν επιρροή στο ζήτημα αν υπάρχει υποχρέωση εφαρμογής ατομικού δασμού αντιντάμπινγκ σε ορισμένους επιχειρηματίες.

211    Επιβάλλεται, επομένως, η απόρριψη του επιχειρήματος του Συμβουλίου κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα εν προκειμένω να θεσπίσουν ατομικά μέτρα αντιντάμπινγκ για κάθε περιληφθέντα στο δείγμα παραγωγό.

212    Επομένως, κατόπιν της διαπιστώσεως στη σκέψη 201 ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί στη συνέχεια αν το Συμβούλιο μπορούσε να επικαλεσθεί εξαίρεση στην υποχρέωση καθορισμού ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ για τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς.

 Ως προς το ζήτημα του ανέφικτου της θεσπίσεως εν προκειμένω ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ

213    Ακολούθως, η διαφορά μεταξύ των διαδίκων επικεντρώνεται στην ερμηνεία του όρου «ανέφικτο» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

214    Κατά τις προσφεύγουσες, ο όρος «ανέφικτο» πρέπει κατ’ ουσίαν να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ και προς τους όρους της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες».

215    Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού έχει περιεχόμενο πολύ γενικότερο σε σχέση με τα εν λόγω άρθρα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, δεδομένου ότι δεν διευκρινίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες θεωρεί «ανέφικτη» την εφαρμογή ατομικών δασμών. Υπενθυμίζει συναφώς την αρχή κατά την οποία τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να ερμηνεύουν στο μέτρο του δυνατού τα νομοθετήματα της Ένωσης υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου. Επομένως, το Συμβούλιο εκτιμά κατ’ ουσίαν ότι η διαφορά αυτή δικαιολογεί από μόνη της μια διαφορετική ερμηνεία του όρου «ανέφικτο» στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

216    Πρώτον, επιβάλλεται να εξετασθεί αν τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ επιτρέπουν την ύπαρξη εξαιρέσεως στην υποχρέωση καθορισμού ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ για κάθε γνωστό εξαγωγέα ή ενδιαφερόμενο παραγωγό δυνάμενης να δικαιολογήσει την εν προκειμένω επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα.

217    Όσον αφορά το άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, τα σημεία 316 έως 318 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες» προβλέπουν ότι η πρώτη περίοδος αυτού, κατά την οποία, οι αρχές καθορίζουν ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε γνωστό εξαγωγέα ή ενδιαφερόμενο παραγωγό, εισάγει επιτακτικό κανόνα και όχι μια δυνητική επιλογή. Προβλέπουν επίσης ότι η υποχρέωση αυτή δεν είναι απόλυτη και ότι μπορεί να υπόκειται σε εξαιρέσεις. Η δειγματοληψία αποτελεί τη μόνη εξαίρεση στον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ για κάθε γνωστό εξαγωγέα ή ενδιαφερόμενο παραγωγό, η οποία προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 6.10 της εν λόγω συμφωνίας. Συγκεκριμένα, η δεύτερη περίοδος του εν λόγω άρθρου προβλέπει εξαίρεση στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αριθμός των εξαγωγέων, των παραγωγών, των εισαγωγών ή των τύπων των προϊόντων που έχουν σημασία για την υπόθεση είναι τόσο μεγάλος ώστε να καθιστά ανέφικτους τέτοιους ατομικούς καθορισμούς. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρχές δύνανται να λαμβάνουν υπόψη για τους σκοπούς της εξετάσεως είτε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων ή προϊόντων, με δειγματοληψίες που ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής είτε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του όγκου των εξαγωγών από την εκάστοτε χώρα για το οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα.

218    Κατά το σημείο 320 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», με την έκφραση «καθορίζουν […] κατά κανόνα», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, δεν επιδιώκεται η πρόβλεψη υποχρεώσεως αντίθετης προς άλλες διατάξεις της ίδιας συμφωνίας, η οποία επιτρέπει παρέκκλιση στον κανόνα καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ, πέραν της εξαιρέσεως της δειγματοληψίας. Οι εξαιρέσεις αυτές έπρεπε να είχαν προβλεφθεί στις συμφωνίες που καλύπτονται από το μνημόνιο σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση διαφορών (στο εξής: καλυπτόμενες συμφωνίες), κατά τρόπο ώστε να αποτραπεί η παράβαση της υποχρεώσεως περί καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ. Τα μέλη του ΠΟΕ όμως δεν έχουν απεριόριστη δυνατότητα δημιουργίας εξαιρέσεων στο άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

219    Στο σημείο 323 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο απέρριψε το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η απόδοση του περιθωρίου ντάμπινγκ του παραγωγού στον έμπορο που εξάγει το προϊόν συνιστά εξαίρεση. Συγκεκριμένα, η αναφορά σε «εξαγωγείς ή παραγωγούς», στο άρθρο 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, παρέχει τη δυνατότητα στις αρχές να μην καθορίζουν χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για τον παραγωγό και για τον εξαγωγέα του ιδίου προϊόντος, αλλά να καθορίζουν ενιαίο περιθώριο για αμφότερους. Τούτο συνιστά εφαρμογή της υποχρεώσεως καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ.

220    Κατά το σημείο 327 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», κάθε εξαίρεση στον γενικό κανόνα της πρώτης περιόδου του άρθρου 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ πρέπει επομένως να προβλέπεται στις καλυπτόμενες συμφωνίες.

221    Τέλος, στο σημείο 328 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», διαπιστώνεται ότι οι συμφωνίες του ΠΟΕ δεν προβλέπουν εξαιρέσεις, όπως η μνημονευόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, σχετικά με τους επιμέρους παραγωγούς-εξαγωγείς χώρας χωρίς οικονομία αγοράς, ως προς τους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του ιδίου κανονισμού και οι οποίοι υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα, εκτός αν οι εξαγωγείς αυτοί είναι σε θέση να αποδείξουν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων δύνανται να απολαύουν ατομικής μεταχειρίσεως.

222    Όσον αφορά το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, διευκρινίζεται στο σημείο 344 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες» ότι υπάρχει έντονος παραλληλισμός μεταξύ αυτού και του άρθρου 6.10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, καθώς το δεύτερο άρθρο προβλέπει τον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ, όπερ συνεπάγεται υποχρέωση των επίμαχων αρχών να επιβάλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε ατομική βάση όπως προβλέπει το άρθρο 9.2 της ίδιας συμφωνίας. Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο διαπιστώνει ότι τα εν λόγω άρθρα χρησιμοποιούν ταυτοχρόνως τους ίδιους όρους «ανέφικτο» ή «πρακτικώς αδύνατο» για να περιγράψουν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση, επισημαίνοντας επομένως ότι οι δύο εξαιρέσεις αφορούν την κατάσταση κατά την οποία μια αρχή καθορίζει περιθώρια ντάμπινγκ προσφεύγοντας σε δειγματοληψία. Παρά ταύτα, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ παρατήρησε επίσης ότι το ζήτημα που τίθεται ενώπιόν του δεν αφορούσε ούτε το εύρος της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ ούτε το ζήτημα αν η εξαίρεση αυτή και η προβλεπόμενη στο άρθρο 6.10 της ίδιας συμφωνίας επικαλύπτονταν πλήρως μεταξύ τους.

223    Πάντως, διαπιστώνεται, στο σημείο 354 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», ότι το άρθρο 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ υποχρεώνει τις αρχές να προσδιορίζουν τους επιβαλλόμενους σε κάθε προμηθευτή δασμούς, εκτός εάν αυτό είναι ανέφικτο, όταν πρόκειται για περισσότερους προμηθευτές.

224    Τέλος, κατά το σημείο 376 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες», τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ δεν εμποδίζουν την αρμόδια για την έρευνα αρχή να καθορίσει ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ και ενιαίο δασμό ντάμπινγκ για ορισμένο αριθμό εξαγωγέων αν διαπιστώνει ότι αποτελούν ενιαία οντότητα για τους σκοπούς της εφαρμογής των εν λόγω άρθρων.

225    Επομένως, από την εξέταση της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες» απορρέει ότι, όταν η αρχή προσφεύγει σε δειγματοληψία, όπως εν προκειμένω, η συμφωνία αντιντάμπινγκ τάσσει υποχρέωση καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και επιβολής ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ για κάθε προμηθευτή που συνεργάζεται στο πλαίσιο της έρευνας και ότι η υποχρέωση αυτή έχει καταρχήν ως εξαιρέσεις, πρώτον, την περίπτωση των παραγωγών ή εξαγωγέων που δεν περιλήφθηκαν στο δείγμα, εκτός εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ και, δεύτερον, την περίπτωση των επιχειρηματιών που αποτελούν ενιαία οντότητα. Πάντως, δεν απορρέει από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ ότι υπάρχει εξαίρεση στην υποχρέωση επιβολής ατομικού δασμού αντιντάμπινγκ σε περιληφθέντα στο δείγμα παραγωγό ο οποίος συνεργάσθηκε στο πλαίσιο της έρευνας όταν τα θεσμικά όργανα εκτιμούν ότι δεν είναι σε θέση να καθορίσουν ως προς αυτόν ατομική τιμή εξαγωγής.

226    Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν οι διαπιστώσεις αυτές της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011 στην υπόθεση «συνδετήρες» που αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ εφαρμόζονται και στον βαθμό που το Συμβούλιο εφαρμόζει το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

227    Όσον αφορά το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η υποχρέωση ερμηνείας του βασικού κανονισμού λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ είναι περιορισμένη διότι το γράμμα των επίμαχων διατάξεων είναι διαφορετικό, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού καθώς και τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ χρησιμοποιούν τους όρους «ανέφικτο» ή «πρακτικώς αδύνατο», οι οποίοι είναι συνώνυμοι. Επιπλέον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι κανένα στοιχείο συναγόμενο από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν αντιτίθεται σε ερμηνεία του όρου «ανέφικτο» κατά τρόπο συνάδοντα προς τα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ. Περαιτέρω, το γεγονός και μόνον ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν παρέχει διευκρινίσεις όσον αφορά τον όρο «ανέφικτο» δεν υποδηλώνει, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει με τον τρόπο αυτό εξαίρεση ευρύτερου περιεχομένου από την προβλεπόμενη στις διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

228    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ότι ο καθορισμός περιθωρίου ντάμπινγκ και η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα αποτελεί εξαίρεση στον γενικό κανόνα. Μια «ευρύτερη» ερμηνεία του όρου «ανέφικτο», όπως προτείνεται από το Συμβούλιο, θα του απένειμε εξαιρετικά ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τις δυνατότητες μη επιβολής ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό του νομοθέτη περί θέσεως σε εφαρμογή των συστάσεων και αποφάσεων του ΟΕΔ σχετικά με την υπόθεση «συνδετήρες», κατά τρόπο που να συνάδει με τις υποχρεώσεις έναντι του ΠΟΕ (βλ. σκέψη 179 ανωτέρω).

229    Πράγματι, προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 765/2012 ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωκε να θέσει σε πλήρη εφαρμογή την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ στην εν λόγω απόφαση. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του κανονισμού 765/2012, ο νομοθέτης της Ένωσης κατήργησε, στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, την αναφορά στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού καθώς και το δεύτερο εδάφιο, το οποίο όριζε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιμέρους παραγωγοί-εξαγωγείς χώρας χωρίς οικονομία αγοράς μπορούσαν να αποδείξουν ότι πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να τύχουν ατομικής μεταχειρίσεως. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 765/2012 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προσέθεσε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ώστε να περιλάβει τις διευκρινίσεις του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι αρχές μπορούσαν να καθορίσουν ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ και ενιαίο δασμό ντάμπινγκ για πλήθος εξαγωγέων που συνιστούν ενιαία οντότητα.

230    Εξάλλου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 182 ανωτέρω, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν αφορούν, κατ’ ουσίαν, το τμήμα που είναι κρίσιμο εν προκειμένω, σύμφωνα με το οποίο ο κανονισμός που επιβάλλει τον δασμό καθορίζει το ποσό του επιβληθέντος δασμού για κάθε έναν προμηθευτή ή, αν αυτό είναι ανέφικτο, κατονομάζει τη συγκεκριμένη προμηθεύτρια χώρα.

231    Επομένως, το Συμβούλιο εσφαλμένως εκτιμά ότι το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού καθώς και των άρθρων 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, κατά το μέρος που είναι εν προκειμένω κρίσιμο, είναι ουσιαστικώς διαφορετικό. Επομένως, το επιχείρημα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το οποίο ο όρος «ανέφικτο», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, έχει ευρύ περιεχόμενο, πρέπει να απορριφθεί.

232    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι επιβάλλεται να ερμηνευθεί ο χρησιμοποιούμενος στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού όρος «ανέφικτο» συμφώνως προς τον ανάλογο χρησιμοποιούμενο όρο στα άρθρα 6.10 και 9.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ. Ως εκ τούτου, όταν η αρχή προσφεύγει σε δειγματοληψία, ο όρος «ανέφικτος» ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού επιδέχεται καταρχήν δύο εξαιρέσεις στον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ καθώς και στην επιβολή ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ για τους επιχειρηματίες που συνεργάσθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, ήτοι, πρώτον, στην περίπτωση των μη περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών ή εξαγωγέων, πλην εκείνων για τους οποίους το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ και, δεύτερον, στην περίπτωση των επιχειρηματιών που αποτελούν ενιαία οντότητα. Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον τα θεσμικά όργανα προσφεύγουν σε δειγματοληψία, όπως εν προκειμένω, καταρχήν ισχύει μία μόνο εξαίρεση στον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και στην επιβολή ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ και αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν περιλήφθηκαν σε δείγμα και δεν δικαιούνται για άλλον λόγο να καθορισθεί ως προς αυτές ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ. Ειδικότερα, το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν επιτρέπει καμία εξαίρεση στην υποχρέωση επιβολής ατομικού δασμού αντιντάμπινγκ σε περιληφθέντα στο δείγμα παραγωγό ο οποίος συνεργάσθηκε στο πλαίσιο της έρευνας, όταν τα θεσμικά όργανα εκτιμούν ότι δεν είναι σε θέση να διαπιστώσουν ως προς αυτόν ατομική τιμή εξαγωγής.

233    Επομένως, από το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού απορρέει ότι, όταν παραγωγοί και/ή εξαγωγείς περιλαμβάνονται σε δείγμα, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να καθορίζουν τους οφειλόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ για κάθε προμηθευτή.

234    Τρίτον, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών επιβάλλεται να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, το Συμβούλιο μπορούσε ορθώς να εφαρμόσει εξαίρεση στην υποχρέωση καθορισμού για κάθε γνωστό εξαγωγέα ή ενδιαφερόμενο παραγωγό δυνάμενη να δικαιολογήσει την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα.

235    Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 10 του προσβαλλόμενου κανονισμού απορρέει ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού των παραγωγών-εξαγωγέων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε δειγματοληψία σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

236    Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 64 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίσθηκε σε εθνική κλίμακα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά συνέπεια, ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα ύψους 62,30 ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους που εφαρμόζεται αναλογικά, κατά βάρος, προς τη συνολική περιεκτικότητα βιοαιθανόλης.

237    Στην αιτιολογική σκέψη 63 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο δικαιολογεί τον εν προκειμένω καθορισμό περιθωρίου ντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα εκτιμώντας ότι η διάρθρωση της βιομηχανίας βιοαιθανόλης και ο τρόπος με τον οποίο το υπό εξέταση προϊόν παρήχθη και πωλήθηκε στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και εξήχθη στην Ένωση, κατέστησαν ανέφικτο τον καθορισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ για τους παραγωγούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά την άποψή του, οι παραγωγοί στο δείγμα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν εξήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν στην Ένωση και οι ερευνηθέντες έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων που προέρχονται από βιοαιθανόλη διαφόρων παραγωγών, το ανάμειξαν, και στη συνέχεια το πώλησαν ιδίως για εξαγωγή προς την Ένωση. Επομένως, το Συμβούλιο εκτιμά ότι δεν ήταν δυνατόν να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή όλων των αγορών χωριστά και να συγκρίνουν οι κανονικές αξίες με τις τιμές εξαγωγής και δεν ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί ο παραγωγός κατά τη στιγμή της εξαγωγής προς την Ένωση.

238    Επομένως, το Συμβούλιο εκτιμά κατ’ ουσίαν ότι δεν είχε τη δυνατότητα, ως εκ του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, να καθορίσει ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί με αξιόπιστο τρόπο τιμή εξαγωγής και περιθώριο ντάμπινγκ για τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς, καθόσον δεν είχαν πραγματοποιήσει εξαγωγές στην Ένωση του υπό εξέταση προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, κι επομένως δεν είχαν τη δυνατότητα να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή των προϊόντων τους κατά την εξαγωγή τους στην Ένωση και γενικά δεν γνώριζαν το χρονοδιάγραμμα των εξαγωγών και την καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή από τους εισαγωγείς της Ένωσης (βλ. αιτιολογική σκέψη 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

239    Αφενός, επισημαίνεται συναφώς ότι το Συμβούλιο στηρίζει επομένως την εφαρμογή της εξαιρέσεως στον κανόνα περί καθορισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ και επιβολής ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ σε λόγους διάφορους της εξαιρέσεως σχετικά με τους μη περιληφθέντες σε δείγμα παραγωγούς ή εξαγωγείς, εφόσον η αρχή προβαίνει σε δειγματοληψία ή της εξαιρέσεως που αφορά τους επιχειρηματίες που αποτελούν ενιαία οντότητα (βλ. σκέψεις 225 και 232 ανωτέρω).

240    Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο δεν προβάλλει ότι η εξαίρεση στηρίχθηκε σε άλλη εξαίρεση απορρέουσα από τις καλυπτόμενες συμφωνίες, μνεία των οποίων περιλαμβάνεται στις σκέψεις 218 και 220 ανωτέρω.

241    Επομένως, το Συμβούλιο εσφαλμένως έκρινε ότι η επιβολή ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ για τα μέλη του δείγματος των Αμερικανών εξαγωγέων ήταν «ανέφικτη» υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

242    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη δυνατότητα υπολογισμού ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ, επεξηγήθηκε στις σκέψεις 202 ως 211 ανωτέρω, ότι, εφόσον τα θεσμικά όργανα συναντούν δυσκολίες κατά τον καθορισμό της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής για ορισμένους παραγωγούς ή εξαγωγείς, το άρθρο 2, παράγραφοι 3 και 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει τους κανόνες σχετικά με τη δυνατότητα ανακατασκευής των αξιών αυτών.

243    Περαιτέρω, όσον αφορά τις εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες δεν ήταν δυνατό να ιχνηλατηθεί η διαδρομή των προϊόντων των περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών οι οποίοι είχαν πραγματοποιήσει εξαγωγές στην Ένωση και σύμφωνα με τις οποίες οι περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγοί δεν γνώριζαν εν γένει το χρονοδιάγραμμα των εξαγωγών ούτε την καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή από τους εισαγωγείς της Ένωσης, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα, δυνάμει της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να αποκλείσει τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς και εξαγωγούς, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν προμηθευτές εμπλεκόμενοι στην εξαγωγή βιοαιθανόλης στην Ένωση, δεδομένου ότι, κατά την άποψή της και κατά την άποψη του Συμβουλίου, δεν μπορούσαν να εντοπισθούν κατά τον χρόνο εξαγωγής της βιοαιθανόλης στην Ένωση. Η Επιτροπή τους διατήρησε, όμως, στο εν λόγω δείγμα καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.

244    Επομένως, εκ του γεγονότος ότι τα θεσμικά όργανα εκτιμούσαν ότι ήταν δύσκολο να ιχνηλατήσουν τη διαδρομή των επιμέρους πωλήσεων ή να συγκρίνουν τις κανονικές αξίες με τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής, για τους περιληφθέντες στο δείγμα παραγωγούς, δεν μπορούσε να συναχθεί ότι, εν προκειμένω, η επιβολή ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ για τα μέλη του δείγματος των Αμερικανών εξαγωγέων ήταν «ανέφικτη» υπό την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

245    Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιβαίνει το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού διότι επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ σε εθνική κλίμακα όσον αφορά τους τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανούς παραγωγούς.

246    Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος στο σύνολό του, παρελκομένης της εξετάσεως των λοιπών σκελών του συγκεκριμένου λόγου καθώς και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, με τα οποία οι προσφεύγουσες επικαλούνται, με γενικό τρόπο, παραβιάσεις των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογίας.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 20, παράγραφοι 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας

247    Κατά το μέρος που η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή καθόσον ασκήθηκε από τις προσφεύγουσες ατομικώς, επιβάλλεται να εξετασθεί και το βάσιμο του δέκατου λόγου.

248    Στο πλαίσιο του δέκατου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πολλές διαδικαστικές παρατυπίες εκ των οποίων προήλθαν προσβολές διαδικαστικών δικαιωμάτων.

249    Ο δέκατος λόγος ακυρώσεως διακρίνεται σε τέσσερα σκέλη, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, το πρώτο, παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού και ελλιπή αιτιολογία, το δεύτερον, παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, το τρίτο, παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του ιδίου κανονισμού καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, το τέταρτο, παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

250    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με τη διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες θίγουν σημαντικά τα συμφέροντά τους να καθιστούν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους (βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, C‑141/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:598, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

251    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε διαδικασίες όπως οι εν προκειμένω (βλ. απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, σκέψη 250 ανωτέρω, EU:C:2009:598, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

252    Προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας οσάκις υφίσταται το ενδεχόμενο, λόγω παρατυπίας εκ μέρους της Επιτροπής, η κινηθείσα από αυτήν διοικητική διαδικασία να έχει πιθανώς διαφορετική έκβαση. Προσφεύγων αποδεικνύει ότι έλαβε χώρα παρόμοια προσβολή εφόσον αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον όχι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλ’ ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει καλύτερα την άμυνά του ελλείψει της παρατυπίας, επί παραδείγματι ως εκ του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την άμυνά του έγγραφα στα οποία δεν του επετράπη η πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., συναφώς, απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, σκέψη 250 ανωτέρω, EU:C:2009:598, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

253    Επιπλέον, όταν κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εμπίπτει στο πλαίσιο ενός συστήματος μέτρων, δεν απαιτείται η αιτιολογία να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία, ενίοτε πολυάριθμα και περίπλοκα, που αποτελούν το αντικείμενό του, ούτε τα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν θέση επί όλων των επιχειρημάτων που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι. Αντιθέτως, αρκεί το όργανο που εκδίδει την πράξη να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία του επίδικου κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Whirlpool Europe κατά Συμβουλίου, T‑314/06, Συλλογή, EU:T:2010:390, σκέψη 114).

254    Παρά ταύτα, επισημαίνεται ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να εκδικάσει την προσφυγή χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως συμπληρωματικές πληροφορίες. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, προκειμένου μια προσφυγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή ερείδεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπον συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο (βλ., συναφώς, διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2013, Charron Inox και Almet κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, T‑445/11 και T‑88/12, EU:T:2013:4, σκέψη 57).

255    Με γνώμονα τις εκτιμήσεις αυτές, πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο των τεσσάρων σκελών του δέκατου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον ελλιπή χαρακτήρα του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου και παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού, καθώς και εσφαλμένη αιτιολογία στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

256    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο δεν περιείχε επαρκείς πληροφορίες όσον αφορά ορισμένα στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας, ορισμένες προσαρμογές, τη βιομηχανία της Ένωσης και την τροποποίηση της διάρκειας ισχύος των επιβληθέντων μέτρων σε πέντε έτη. Κατά τις προσφεύγουσες, τα ανωτέρω συνεπάγονται παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού, οπότε ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν είναι δεόντως αιτιολογημένος. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά διακριτές αιτιάσεις.

257    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

258    Παρατηρείται προκαταρκτικώς ότι, κατά τη διατύπωση του δέκατου λόγου ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν «διάφορες προσβολές των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών και των μελών τους». Όσον αφορά, όμως, το πρώτο σκέλος του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, διαπιστώνεται ότι από το σημείο 152 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφυγή αφορά «το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο το οποίο έλαβαν [οι προσφεύγουσες]». Ομοίως, οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν σε κανένα σημείο του δικογράφου της προσφυγής ότι το υπό εξέταση σκέλος αφορούσε την κοινοποίηση του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου σε άλλο μέρος της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, το υπό εξέταση σκέλος έχει την έννοια ότι αφορά τις φερόμενες προσβολές των διαδικαστικών δικαιωμάτων των προσφευγουσών ως ενδιαφερόμενων μερών στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

259    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων. Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 4, του ιδίου κανονισμού, η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε προτάσεως για τη λήψη οριστικών μέτρων. Ορίζει επίσης ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο.

260    Με την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο δεν περιλάμβανε καμία πληροφορία σχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και τη ζημία σε εθνική κλίμακα, πέραν διάφορων γενικών δηλώσεων. Η έλλειψη αυτή κατέστησε αδύνατο για τις προσφεύγουσες «και τα μέλη τους» να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις όσον αφορά την έλλειψη σφαλμάτων των διοικητικών υπηρεσιών κατά τους υπολογισμούς, την έλλειψη μεθοδολογικών σφαλμάτων στην εφαρμοσθείσα μεθοδολογία, το ζήτημα αν οι εγχώριες τιμές πωλήσεως είχαν οδηγηθεί σε επίπεδο εργοστασιακών τιμών και αν οι αναγκαίες προσαρμογές είχαν πραγματοποιηθεί.

261    Πρώτον, όσον αφορά το περιθώριο της ζημίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρώτη αιτίαση έρχεται σε αντίθεση με τη δεύτερη αιτίαση (βλ. σκέψεις 268 έως 270 στο εξής) σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή γνωστοποίησε «επεξηγηματικό σημείωμα και πίνακες Excel με την τεκμηρίωση του υπολογισμού του περιθωρίου της ζημίας». Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση καθόσον αφορά τις σχετικές με το περιθώριο της ζημίας πληροφορίες.

262    Δεύτερον, όσον αφορά το περιθώριο ντάμπινγκ, παρατηρείται ότι, αφενός, οι προσφεύγουσες δεν προσδιορίζουν στα δικόγραφά τους τις «διάφορες γενικές δηλώσεις» σχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο στις οποίες αναφέρονται. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν επεξηγούν τους λόγους για τους οποίους εκτιμούν ότι οι δηλώσεις αυτές είναι ανεπαρκείς και δεν προσδιορίζουν τις πληροφορίες οι οποίες ήταν, κατά την κρίση τους, αναγκαίες. Ελλείψει τέτοιων διευκρινίσεων, επιβάλλεται, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 252 ανωτέρω, καθώς και της παρατιθέμενης στη σκέψη 254 ανωτέρω, η απόρριψη της πρώτης αιτιάσεως ως απαράδεκτης.

263    Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά το περιθώριο ντάμπινγκ, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις σχετικές με το ντάμπινγκ εκτιμήσεις που εκτίθενται στα σημεία 60 έως 74 του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, που κατ’ ουσίαν αντιστοιχούν στις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 62, 64 έως 68, 72, 74 και 75 καθώς και σε μέρος των αιτιολογικών σκέψεων 70, 73 και 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το περιθώριο αυτό καθορίστηκε εν προκειμένω βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι ανεξάρτητοι έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων, ήτοι βάσει των εγχώριων τιμών τους πωλήσεως για την κανονική αξία και βάσει των τιμών τους προς τους πελάτες εντός της Ένωσης για την τιμή εξαγωγής. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες αυτές συνιστούν εν γένει, όπως ορθώς αναφέρει το Συμβούλιο, εμπιστευτικές πληροφορίες των εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων ως προς τις οποίες υπήρχε η δυνατότητα, ελλείψει ειδικών περιστάσεων, να μην κοινοποιηθούν στα ενδιαφερόμενα μέρη όπως στις προσφεύγουσες οι οποίες εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των προμηθευτών τους.

264    Ομοίως, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να υποστηρίξει καλύτερα την άμυνά της ελλείψει της παρατυπίας αυτής υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 252 ανωτέρω. Ειδικότερα, δεν προβάλλουν επιχειρήματα ως προς την πλάνη περί τα πράγματα ή περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσαν τα θεσμικά όργανα, αλλά περιορίζονται στη διαπίστωση της αδυναμίας τους να υποβάλουν παρατηρήσεις επί υποθετικών καταστάσεων, όπως σχετικά με την έλλειψη σφαλμάτων των διοικητικών υπηρεσιών κατά τους υπολογισμούς και μεθοδολογικών σφαλμάτων στην εφαρμοσθείσα μεθοδολογία, και σχετικά με τις αναγκαίες προσαρμογές που είχαν πραγματοποιηθεί. Επιπλέον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως εξηγούν με ποιον τρόπο θα ήταν σε θέση να υποβάλουν κρίσιμες παρατηρήσεις επί μη εμπιστευτικών πληροφοριών για τις επίμαχες τιμές των εμπόρων/παρασκευαστών μειγμάτων ούτε περαιτέρω αποσαφηνίζουν τις προσαρμογές οι οποίες, κατά την άποψή τους, θα ήταν αναγκαίες.

265    Ως προς τη φερόμενη αδυναμία υποβολής παρατηρήσεων «όσον αφορά το ζήτημα αν οι εγχώριες τιμές πωλήσεως είχαν οδηγηθεί σε επίπεδο εργοστασιακών τιμών», οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν σε ποιον υπολογισμό αναφέρονται. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν προβάλλεται κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό υπό την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 254 ανωτέρω νομολογίας και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το σημείο 94 του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου και από την αιτιολογική σκέψη 97 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι μέσες σταθμισμένες τιμές πωλήσεως ανά τύπο προϊόντος από τους παραγωγούς της Ένωσης που συμμετείχαν στο δείγμα, οι οποίες χρεώθηκαν σε ανεξάρτητους πελάτες στην αγορά της Ένωσης προσαρμόσθηκαν όντως στο επίπεδο των εργοστασιακών τιμών.

266    Τρίτον, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν κατέστη δυνατό για «τα μέλη τους» να υποβάλουν ορισμένες παρατηρήσεις, αρκεί η παρατήρηση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσδιορίζουν στα δικόγραφά τους ποιους αφορούσε το επιχείρημά τους. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει κατά τρόπο κατανοητό, υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 254 ανωτέρω, από τα δικόγραφα των προσφευγουσών ποια είναι τα μέλη στα οποία αναφέρονται, οπότε πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορά προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των μελών των προσφευγουσών στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

267    Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

268    Με τη δεύτερη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τους δύο εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι συνεργάσθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, η Επιτροπή δεν τους γνώρισε ούτε επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ ούτε ηλεκτρονική έκδοση των πινάκων «Excel» με την τεκμηρίωση του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, όπερ «καθιστούσε την κατανόηση του τελικού αποτελέσματος ακόμη δυσκολότερη».

269    Σημειώνεται ότι οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η παρατεθείσα στη σκέψη 252 ανωτέρω νομολογία, δεν διευκρινίζουν σε ποιον βαθμό, ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας, η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση.

270    Σε κάθε περίπτωση μάλιστα, πρώτον, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι οι δύο έμποροι/παρασκευαστές μειγμάτων οι οποίοι συνεργάσθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας έλαβαν τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ καθώς και συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο κατόπιν των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να συμπεριλάβει τα έγγραφα αυτά στον μη εμπιστευτικό φάκελο διότι περιείχαν πληροφορίες οι οποίες δεν ήταν δυνατό να γνωστοποιηθούν στις προσφεύγουσες για λόγους εμπιστευτικότητας. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το επιχείρημα αυτό. Δεύτερον, όσον αφορά την υποστηριζόμενη έλλειψη επεξηγήσεων σχετικά με τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι προσφεύγουσες δεν προσδιορίζουν γιατί εκτιμούν ότι οι επεξηγήσεις που δόθηκαν στα σημεία 72 και 73 του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, όπως επαναλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 74 και 75 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν είναι επαρκείς. Τρίτον, όσον αφορά την έλλειψη πινάκων υπό μορφή «Excel», διαπιστώνεται ότι τα θεσμικά όργανα ουδόλως υποχρεούνται να παρέχουν στα ενδιαφερόμενα μέρη «την ηλεκτρονική μορφή των πινάκων Excel με την τεκμηρίωση του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ».

271    Εξ αυτού συνάγεται ότι η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

272    Με την τρίτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγουσες και τα μέλη τους με τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, ιδίως «ως προς συγκεκριμένους λόγους βάσει των οποίων συνήγαγε ότι οι εταιρίες του δείγματος δεν είχαν τιμή εξαγωγής, παρά τις αποδείξεις που προσκόμισαν αρκετά μέλη των προσφευγουσών».

273    Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών στις υποβληθείσες παρατηρήσεις επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου σχετικά με την έλλειψη τιμής εξαγωγής των εταιριών του δείγματος, αφενός, επισημαίνεται ότι η τελική αποκάλυψη, υπό την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, αφορά τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση του θεσμικού οργάνου για την επιβολή οριστικών μέτρων. Επομένως, δεν απορρέει από τη διάταξη αυτή υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει, στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, τα επιχειρήματα που προβάλλει ενδιαφερόμενο μέρος στις παρατηρήσεις του επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, εάν δεν εκτιμά ότι τα επιχειρήματα αυτά αφορούν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση του θεσμικού οργάνου για την επιβολή οριστικών μέτρων.

274    Αφετέρου, επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η Επιτροπή παρατήρησε, στις σκέψεις 62 και 68 του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, οι οποίες αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν στις αιτιολογικές σκέψεις 63 και 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί δεν είχαν πραγματοποιήσει εξαγωγές του οικείου προϊόντος στην Ένωση, ότι δεν ήταν δυνατό να ιχνηλατηθεί η διαδρομή όλων των επιμέρους αγορών και να συγκριθούν οι κανονικές αξίες με τις αντίστοιχες τιμές εξαγωγής, ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιορισθεί ο παραγωγός κατά τον χρόνο της εξαγωγής στην Ένωση και ότι οι παραγωγοί αυτοί δεν γνώριζαν το επίπεδο των τιμών εξαγωγής στην Ένωση. Με το σκεπτικό αυτό απέρριψε το επιχείρημα ορισμένων Αμερικανών παραγωγών σύμφωνα με το οποίο η τιμή πωλήσεως από τους παραγωγούς των Ηνωμένων Πολιτειών στους ανεξάρτητους εμπόρους/παρασκευαστές μειγμάτων της χώρας τους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τιμή εξαγωγής. Οι προσφεύγουσες δεν επεξηγούν για ποιον λόγο οι διαπιστώσεις αυτές ήταν ανεπαρκείς.

275    Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες και τα μέλη τους επιχειρήματα στις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου και ότι το ως άνω θεσμικό όργανο δεν έλαβε υπόψη τις «αποδείξεις που προσκόμισαν αρκετά μέλη των προσφευγουσών», διαπιστώνεται ότι δεν προσδιορίζουν ποια επιχειρήματα δεν εξετάσθηκαν από την Επιτροπή στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, ποια είναι, μεταξύ των μελών τους, εκείνα τα οποία προέβαλαν τα επιχειρήματα αυτά ή ποιες αποδείξεις δεν λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή. Τα επιχειρήματα αυτά δεν πληρούν, επομένως, τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 σύμφωνα με το οποίο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο (βλ. σκέψη 254 ανωτέρω) και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

276    Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

277    Με την τέταρτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο δεν περιείχε διευκρινίσεις όσον αφορά τη μη προσαρμογή του όγκου των Αμερικανικών εισαγωγών αναλόγως του ποσοστού του καυσίμου, ενώ η προσαρμογή αυτή είχε πραγματοποιηθεί για τις εισαγωγές από όλες τις άλλες χώρες.

278    Επισημαίνεται συναφώς ότι οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα απαιτεί η παρατεθείσα στη σκέψη 252 ανωτέρω νομολογία, δεν επεξηγούν, στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτιάσεως, με ποιον τρόπο, ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας, η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να είχε διαφορετική έκβαση. Σε κάθε περίπτωση, από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως απορρέει ότι οι σχετικές επεξηγήσεις που περιλαμβάνονταν στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο επέστρεψαν στις προσφεύγουσες να αμφισβητήσουν την έλλειψη ανάλογης προσαρμογής στην περίπτωση εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, η τέταρτη αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

279    Με την πέμπτη αιτίαση οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο δεν περιείχε λεπτομέρειες ως προς τους λόγους για τους οποίους ο αποκλεισμός «εξ αρχής» των παραγωγών των μειγμάτων E85 και ανάλογων μειγμάτων της βιομηχανίας της Ένωσης δεν είχε κανέναν αντίκτυπο επί του καθορισμού της σοβαρής ζημίας. Κανένα στοιχείο του φακέλου δεν τεκμηριώνει συναφώς τη διαπίστωση της Επιτροπής στην απάντησή της επί των παρατηρήσεων των προσφευγουσών όσον αφορά το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, κατά την οποία η παραγωγή τέτοιων μειγμάτων «[ήταν] πολύ περιορισμένη».

280    Το Συμβούλιο διευκρινίζει συναφώς προς αντίκρουσή τους ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι εσφαλμένα καθώς η Επιτροπή δεν απέκλεισε τα μείγματα E85 «εξ αρχής». Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, υπήρχαν μόνον ορισμένοι παραγωγοί μειγμάτων E85 στην Ένωση, η παραγωγή των οποίων ήταν μάλλον πολύ περιορισμένη, καθώς από τα μη εμπιστευτικά ερωτηματολόγια των δύο παραγωγών της Ένωσης προέκυπτε ότι παρήγαγαν E85 σε μικρές ποσότητες, οπότε αυτές οι διαπιστωθείσες ποσότητες είχαν χρησιμοποιηθεί στους υπολογισμούς.

281    Αφενός, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν τεκμηριώνουν την έκφραση «παρόμοια μείγματα». Κατά συνέπεια, το επιχείρημα σχετικά με τα εν λόγω «παρόμοια μείγματα» δεν προβάλλεται κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό υπό την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 254 ανωτέρω και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

282    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την αλήθεια των στοιχείων που απαριθμεί το Συμβούλιο στην αντίκρουσή του. Ως εκ τούτου, επισημαίνεται ότι από τις επεξηγήσεις του Συμβουλίου απορρέει ότι τα μείγματα E85 δεν αποκλείσθηκαν «εξ αρχής» από την έρευνα και ότι υπήρχαν στοιχεία στον φάκελο της διαδικασίας τα οποία τεκμηρίωναν το γεγονός ότι η παραγωγή των επίμαχων μειγμάτων στην Ένωση ήταν «πολύ περιορισμένη». Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά η πέμπτη αιτίαση ως αβάσιμη.

283    Με την έκτη αιτίαση οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, παρά το αίτημα του συμβούλου ακροάσεων κατά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής, το Συμβούλιο δεν παρείχε τα σχετικά με το κόστος των πρώτων υλών στοιχεία των παραγωγών της βιομηχανίας της Ένωσης. Η κατοχή των στοιχείων αυτών θα τους είχε επιτρέψει να αποδείξουν «με μεγαλύτερη ασφάλεια» ότι η φερόμενη σημαντική ζημία είχε προκληθεί από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών της βιομηχανίας της Ένωσης.

284    Καταρχάς, διαπιστώνεται συναφώς ότι οι προσφεύγουσες ζήτησαν κατά την ακρόαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 να λάβουν γνώση των «στοιχείων που αφορούσαν τις τάσεις του κόστους παραγωγής και των πρώτων υλών». Σύμφωνα με τα πρακτικά της ακροάσεως αυτής, ο σύμβουλος ακροάσεων κάλεσε την ομάδα έρευνας της Επιτροπής να υποβάλει γραπτώς επεξηγήσεις έως την 18η Σεπτεμβρίου 2012 το αργότερο. Αφενός, επιβάλλεται η επισήμανση ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως υποστηρίζουν στα δικόγραφά τους ότι δεν δόθηκε η δέουσα συνέχεια στο αίτημα του συμβούλου ακροάσεων. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν περαιτέρω ότι επανέλαβαν το αίτημά τους στο πλαίσιο της τελικής αποκαλύψεως σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

285    Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ζήτησαν από το Συμβούλιο να τους γνωρίσει τα επίμαχα στοιχεία.

286    Τέλος, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι οι πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η πλειονότητα των παραγωγών της βιομηχανίας της Ένωσης κάλυπταν τον κίνδυνο διακυμάνσεων των τιμών των πρώτων υλών έχουν χαρακτήρα εμπιστευτικό και ότι δεν ήταν επομένως δυνατό να τις συμπεριλάβουν στον μη εμπιστευτικό φάκελο, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες.

287    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τα θεσμικά όργανα δεν έδωσαν ικανοποιητική συνέχεια, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού, στα αιτήματά τους για πρόσβαση σε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το κόστος των πρώτων υλών της βιομηχανίας της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα επί του οποίου στηρίζεται η έκτη αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

288    Με την έβδομη αιτίαση οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο, με το οποίο η Επιτροπή πρότεινε την τροποποίηση της διάρκειας ισχύος του οριστικού μέτρου αντιντάμπινγκ από τρία σε πέντε έτη, δεν ήταν αρκούντως αιτιολογημένο, διότι «απέρριψε μόνον τους δύο από τους τρεις λόγους βάσει των οποίων το Συμβούλιο είχε αρχικώς προτείνει διάρκεια ισχύος τριών ετών» και δεν «εξέτασε τον τρίτο λόγο».

289    Διαπιστώνεται, όπως ορθώς υποστηρίζει το Συμβούλιο, χωρίς να αμφισβητηθεί συναφώς από τις προσφεύγουσες, ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η συνήθης διάρκεια ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ είναι πενταετής. Επομένως, το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο προέβλεπε επιστροφή στη συνήθη διάρκεια. Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως στο πλαίσιο μέτρων αντιντάμπινγκ δεν επιβάλλει στα θεσμικά όργανα την υποχρέωση να επεξηγούν τους λόγους για τους οποίους ήταν αβάσιμη μια άποψη την οποία είχαν σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ (βλ., συναφώς, απόφαση Whirlpool Europe κατά Συμβουλίου, σκέψη 253 ανωτέρω, EU:T:2010:390, σκέψη 116 ).

290    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν εκθέτουν ποιος θα ήταν ο αντίκτυπος της μη εξετάσεως, στο οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, του «τρίτου λόγου» που επικαλέσθηκε αρχικώς η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τη διάρκεια ισχύος μόνον τριών ετών.

291    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η έβδομη αιτίαση ως αβάσιμη.

292    Δεδομένου ότι οι επτά αιτιάσεις τις οποίες προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν έγιναν δεκτές, επιβάλλεται επίσης η απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγουσών σύμφωνα με το οποίο ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν είναι «δεόντως αιτιολογημένος» λόγω του ότι το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο ήταν ελλιπές. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δέκατου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά το ότι το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο κοινοποιήθηκε πρώτα στα κράτη μέλη και στον καταγγέλλοντα και ακολούθως στις προσφεύγουσες κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, των δικαιωμάτων της άμυνας καθώς και του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού

293    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση τροποποιήσεως της διάρκειας ισχύος των μέτρων από τρία σε πέντε έτη στους εκπροσώπους των κρατών μελών στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής και στον καταγγέλλοντα προτού η πληροφόρηση αυτή ανακοινωθεί στις ίδιες, κατά παράβαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως, καθώς και των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών και των «μελών τους». Επιπλέον, το γεγονός ότι η συμβουλευτική επιτροπή είχε εγκρίνει την τροποποίηση της διάρκειας ισχύος των μέτρων κατά τη συνάντηση που έλαβε χώρα δέκα ημέρες προ της κοινοποιήσεως του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου στα ενδιαφερόμενα μέρη, και επομένως προ των παρατηρήσεων των προσφευγουσών, παρέβαινε την υποχρέωση συνεκτιμήσεως των παρατηρήσεων επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

294    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

295    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι «τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος».

296    Πρώτον, όσον αφορά τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν με ποιον τρόπο οι ίδιες ή τα μέλη τους θα μπορούσαν να υποστηρίξουν καλύτερα την άμυνά τους ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 252 ανωτέρω.

297    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι ο καταγγέλλων ενημερώθηκε για την τροποποίηση της διάρκειας ισχύος των μέτρων προτού η πληροφορία αυτή γνωστοποιηθεί στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, οι προσφεύγουσες επικαλούνται ανακοινωθέν τύπου το οποίο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της ePure στις 20 Δεκεμβρίου 2012, με το οποίο η ως άνω εταιρία ανακοίνωνε ότι η Ένωση είχε προχωρήσει προς την κατεύθυνση της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ, εν προκειμένω, για διάστημα πέντε ετών, διότι μια τέτοια «απόφαση» είχε «εγκριθεί» από την πλειονότητα των κρατών μελών.

298    Το Συμβούλιο αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό και υποστηρίζει προς αντίκρουσή του ότι η Επιτροπή ενημέρωσε ταυτοχρόνως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του καταγγέλλοντος, σχετικά με την πρόταση τροποποιήσεως της διάρκειας ισχύος των μέτρων, ήτοι στις 21 Δεκεμβρίου 2012. Προσθέτει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επεξηγήσει ή να υπερασπισθεί το περιεχόμενο ανακοινωθέντος τύπου το οποίο δημοσιεύθηκε από τρίτο.

299    Επισημαίνεται συναφώς ότι το εν λόγω ανακοινωθέν τύπου αποτελεί απλώς μια ένδειξη η οποία δεν αποδεικνύει ότι το Συμβούλιο ή η Επιτροπή είχαν πράγματι ενημερώσει τον καταγγέλλοντα πριν από τις προσφεύγουσες για την τροποποίηση της διάρκειας των μέτρων και ότι οι προσφεύσουσες δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματός τους. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό διότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν σχετικές αποδείξεις.

300    Τρίτον, επιβάλλεται να εξετασθεί το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η πρόταση τροποποιήσεως της διάρκειας ισχύος των μέτρων γνωστοποιήθηκε προηγουμένως στους εκπροσώπους των κρατών μελών στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής.

301    Κατά τις προσφεύγουσες, το ανακοινωθέν της ePure της 20ής Δεκεμβρίου 2012 αναφέρεται σε ψηφοφορία στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής που έλαβε χώρα σε συνάντηση της 19ης Δεκεμβρίου 2012 και καταδεικνύει ότι η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για αύξηση της διάρκειας ισχύος των μέτρων από τα τρία στα πέντε έτη στους εκπροσώπους των κρατών μελών στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής και στον καταγγέλλοντα προτού η πληροφορία αυτή τους γνωστοποιηθεί. Το Συμβούλιο, όμως, αμφισβητεί το εν λόγω επιχείρημα και υποστηρίζει προς αντίκρουσή του ότι η Επιτροπή ενημέρωσε ταυτοχρόνως τα κράτη μέλη καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την πρόταση τροποποιήσεως της διάρκειας ισχύος των μέτρων, ήτοι στις 21 Δεκεμβρίου 2012.

302    Όσον αφορά, πρώτον, τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, επισημαίνεται ότι η αρχή αυτή προϋποθέτει ότι τα ως άνω όργανα αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις, ζημιώνοντας ορισμένους επιχειρηματίες σε σχέση με άλλους, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να δικαιολογείται από την ύπαρξη σχετικά σημαντικών αντικειμενικών διαφορών (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, Changzhou Hailong Electronics & Light Fixtures και Zhejiang Yankon κατά Συμβουλίου, T‑255/01, Συλλογή, EU:T:2003:282, σκέψη 60).

303    Επισημαίνεται συναφώς ότι οι εκπρόσωποι των κρατών μελών στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής δεν αποτελούν, αντίθετα με τις προσφεύγουσες, ενδιαφερόμενα μέρη στη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Επομένως, οι προσφεύγουσες και τα κράτη μέλη δεν τελούν σε όμοιες καταστάσεις υπό την έννοια της νομολογίας. Ως εκ τούτου, η γνωστοποίηση πληροφοριών στα κράτη μέλη δεν ρυθμίζεται από το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, αλλά πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, αυτού, ως αρχικώς ίσχυε και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά το οποίο η Επιτροπή παρέχει στα κράτη μέλη, πριν από τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, «όλες τις σχετικές πληροφορίες».

304    Όσον αφορά, δεύτερον, τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης κατά τη διοικητική διαδικασία, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης, ο οποίος συγκεντρώνει μια σειρά συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Η αρχή, όμως, της χρηστής διοικήσεως δεν απονέμει αυτή καθαυτή δικαιώματα στους ιδιώτες, παρά μόνο αν αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T‑193/04, Συλλογή, EU:T:2006:292, σκέψη 127). Παρά ταύτα, οι προσφεύγουσες ουδόλως επικαλούνται ένα τέτοιο συγκεκριμένο δικαίωμα.

305    Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών νοηθεί υπό την έννοια ότι προβάλλει αθέτηση του καθήκοντος επιμέλειας, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω καθήκον επιβάλλει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία κάθε υποθέσεως [βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑643/11, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2014:1076, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν δεόντως ότι η Επιτροπή ή το Συμβούλιο αθέτησαν την υποχρέωση αυτή, πρέπει να απορριφθεί το σχετικό με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως επιχείρημα ως αβάσιμο.

306    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών το οποίο αφορά παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως.

307    Τέταρτον, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών σύμφωνα με το οποίο υπήρξε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού διότι η πρόταση τροποποιήσεως της διάρκειας ισχύος των μέτρων είχε υποβληθεί στη συμβουλευτική επιτροπή και είχε «εγκριθεί» από αυτήν πριν από την υποβολή των παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων μερών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διάταξη αυτή θεσπίζει, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, υποχρέωση «των θεσμικών οργάνων» να λαμβάνουν υπόψη «τις σχετικές με το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο παρατηρήσεις», αρκεί η επισήμανση ότι οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η παρατεθείσα στη σκέψη 252 ανωτέρω νομολογία, δεν διευκρινίζουν σε ποιον βαθμό, ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας, η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, ως ίσχυε αρχικώς και εφαρμόζεται εν προκειμένω, το Συμβούλιο επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, η οποία εξάλλου δεν είναι θεσμικό όργανο. Βεβαίως, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ως ίσχυε αρχικώς, προβλέπει ότι η Επιτροπή παρέχει προηγουμένως στα κράτη μέλη «όλες τις σχετικές πληροφορίες». Αφενός, όμως, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις υποβληθείσες στις 2 Ιανουαρίου 2013 παρατηρήσεις τους επί της διάρκειας των μέτρων κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν περαιτέρω ότι οι υποβληθείσες στις 2 Ιανουαρίου 2013 παρατηρήσεις τους περιείχαν χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή όφειλε να είχε κοινοποιήσει στα κράτη μέλη δυνάμει της ίδιας παραγράφου.

308    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δέκατου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως το οποίο αφορά την ελλιπή πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο της έρευνας, κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας, του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού

309    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να τους επιτρέψει την πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες, αποδείξεις και έγγραφα παρά το πλήθος των αιτήσεων που υπέβαλαν συναφώς κατά τη διάρκεια της έρευνας. Τούτο είναι αντίθετο προς το άρθρο 6, παράγραφος 7, και το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού και θίγει τα δικαιώματά τους άμυνας. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε αιτιάσεις με τις οποίες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν επέτρεψε πλήρη πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο της έρευνας.

310    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

311    Το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 10, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας· το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει για τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της [Ένωσης] ή των κρατών μελών της. Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.»

312    Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[ο]ι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως απόρρητη κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιον χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε κάποιον ανταγωνιστή ή επειδή η γνωστοποίησή της θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα».

313    Το άρθρο 19, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι:

«Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι αξιωματούχοι αυτών, οφείλουν να μην αποκαλύπτουν κανένα στοιχείο το οποίο έχει υποβληθεί βάσει του παρόντος κανονισμού και του οποίου έχει ζητηθεί η εμπιστευτική μεταχείριση από το πρόσωπο που το υπέβαλε, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση αυτού του τελευταίου. Τα στοιχεία που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, τα στοιχεία που άπτονται των διαβουλεύσεων που διεξάγονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, καθώς και κάθε εσωτερικό έγγραφο που καταρτίζουν οι αρχές της [Ένωσης] ή των κρατών μελών της δεν είναι δυνατό να αποκαλύπτεται παρά μόνο βάσει ρητής διάταξης του παρόντος κανονισμού.»

314    Η προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού παρά μόνον αν η αποκάλυψη των επίμαχων εγγράφων είχε κάποια πιθανότητα, έστω και μικρή, να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετική έκβαση, σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα μπορούσε να τα επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, Συλλογή, EU:C:2012:78, σκέψη 174).

315    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή δεν τους επέτρεψε την πρόσβαση ή δεν τους χορήγησε μη εμπιστευτική περίληψη των βάσεων δεδομένων της (Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και άλλων βάσεων εθνικών τελωνειακών δεδομένων προς απόδειξη του όγκου και της αξίας των διαφόρων εισαγωγών.

316    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την πρώτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η παρατεθείσα στις σκέψεις 252 και 314 ανωτέρω νομολογία, δεν διευκρινίζουν σε ποιον βαθμό, ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας, η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση. Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

317    Με τη δεύτερη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να τους κοινοποιήσει εσωτερικό έγγραφο το οποίο περιείχε την άποψη της γενικής διευθύνσεώς της (DG) «Φορολογία και τελωνειακή ένωση», σχετικά με τον ορισμό του οικείου προϊόντος.

318    Αφενός, διαπιστώνεται ότι, με την υπό εξέταση αιτίαση, οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η παρατεθείσα στις σκέψεις 252 και 314 ανωτέρω νομολογία, δεν διευκρινίζουν σε ποιον βαθμό, ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας, η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει διαφορετική έκβαση. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, τα εσωτερικά έγγραφα δεν αποκαλύπτονται, παρά μόνο βάσει ρητής διατάξεως του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

319    Με την τρίτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τον προσδιορισμό του τμήματος της παραγωγής της αιθανόλης από ζαχαρότευτλα, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ηλεκτρονικό μήνυμα της καταγγέλλουσας το οποίο ανέφερε ποσοστό της τάξεως του 12 %, αλλά δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με την πηγή των χρησιμοποιηθέντων δεδομένων και με την εφαρμοσθείσα μεθοδολογία ώστε να καταλήξει στην εκτίμηση αυτή. Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι δεν ήταν, επομένως, σε θέση να αποδείξουν στην Επιτροπή ότι τα δικά τους «υψηλότερα αριθμητικά στοιχεία» για την παραγωγή από ζαχαρότευτλα ήταν τα «ορθά αριθμητικά στοιχεία».

320    Επισημαίνεται ότι, με το επιχείρημα αυτό, οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η παρατιθέμενη στις σκέψεις 252 και 314 ανωτέρω νομολογία, δεν διευκρινίζουν σε ποιον βαθμό η αποκάλυψη της πηγής και της χρησιμοποιηθείσας μεθόδου για τον υπολογισμό θα μπορούσε να οδηγήσει τη διαδικασία αντιντάμπινγκ σε διαφορετική έκβαση.

321    Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επεξηγεί ότι δεν ήταν σε θέση να αποκαλύψει τις επίμαχες πληροφορίες διότι οι πληροφορίες αυτές περιείχαν υποβληθείσες από τον καταγγέλλοντα εμπιστευτικές εμπορικές πληροφορίες. Συναφώς, αφενός, οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν γιατί η ένδειξη, στο απόσπασμα του επίμαχου ηλεκτρονικού μηνύματος το οποίο παραθέτουν στη σελίδα 434 του παραρτήματος A.10 της προσφυγής, κατά την οποία το ποσοστό 12 % προερχόταν από εμπορικό αναλυτή δεν ήταν επαρκής για τον προσδιορισμό της πηγής των επίμαχων δεδομένων. Αφετέρου, ουδόλως προκύπτει από το εν λόγω απόσπασμα ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα περιείχε περιγραφή της χρησιμοποιηθείσας μεθόδου για τον υπολογισμό του επίμαχου μεριδίου της αγοράς.

322    Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

323    Με την τέταρτη αιτίαση οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία στον μη εμπιστευτικό φάκελο για την τεκμηρίωση της διαπιστώσεως στην αιτιολογική σκέψη 141 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι η πλειονότητα των παραγωγών της βιομηχανίας της Ένωσης κάλυπτε τον κίνδυνο της διακυμάνσεως των τιμών των πρώτων υλών.

324    Αφενός, επισημαίνεται ότι, με την τέταρτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν προσβολή του δικαιώματός τους προσβάσεως στον μη εμπιστευτικό φάκελο. Ως εκ τούτου, η υπό εξέταση αιτίαση είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

325    Αφετέρου και σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι, κατά τις επιτόπιες επαληθεύσεις, οι παραγωγοί της Ένωσης παρείχαν λεπτομερείς επεξηγήσεις όσον αφορά την κάλυψη των κινδύνων και ότι οι επίμαχες πληροφορίες έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, οπότε δεν ήταν δυνατό να περιληφθούν στον μη εμπιστευτικό φάκελο. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το επιχείρημα του Συμβουλίου σύμφωνα με το οποίο η πρακτική της καλύψεως του κινδύνου διακυμάνσεως των τιμών είναι συνήθης στον επίμαχο τομέα και σύμφωνα με το οποίο είναι εύκολη η επαλήθευσή της χάρις στις πληροφορίες που είναι προσιτές στο κοινό στις ετήσιες εκθέσεις των παραγωγών της Ένωσης. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και η τέταρτη αιτίαση ως αβάσιμη.

326    Με την πέμπτη αιτίαση, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι οι παρατηρήσεις της ePure σχετικά με την τροποποίηση της διάρκειας ισχύος των μέτρων από τρία σε πέντε έτη δεν είχαν περιληφθεί εγκαίρως στον μη εμπιστευτικό φάκελο ώστε να έχουν τη δυνατότητα να προετοιμάσουν τις παρατηρήσεις τους επί της τροποποιήσεως αυτής έως τις 2 Ιανουαρίου 2013. Οι παρατηρήσεις της ePure περιλήφθηκαν στον μη εμπιστευτικό φάκελο μόλις στις 4 Φεβρουαρίου 2013.

327    Διαπιστώνεται συναφώς ότι οι προσφεύγουσες, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η παρατιθέμενη στις σκέψεις 252 και 314 ανωτέρω νομολογία, δεν επεξηγούν σε ποιον βαθμό, ελλείψει της υποστηριζόμενης παρατυπίας, η διαδικασία αντιντάμπινγκ θα είχε διαφορετική έκβαση.

328    Σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, στο συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή είχε συνοψίσει τα επιχειρήματα της ePure σχετικά με τη διάρκεια ισχύος και επεξηγούσε τους λόγους επιστροφής στη συνήθη περίοδο των πέντε ετών. Όσον αφορά τις παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος, παρατηρείται ότι το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο περιέχει κατ’ ουσίαν τις ίδιες πληροφορίες με την αιτιολογική σκέψη 173 του προσβαλλόμενου κανονισμού, επαναλάμβανε δε τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων τα θεσμικά όργανα επιθυμούσαν να στηριχθούν εν προκειμένω. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες περιορίζονται, στο υπόμνημα απαντήσεως, στην αμφισβήτηση του επιχειρήματος του Συμβουλίου, χωρίς να εξειδικεύσουν ποιες παρατηρήσεις της ePure δεν είχαν συνοψισθεί επαρκώς στο συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο.

329    Στο υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες εκτιμούν εξάλλου ότι το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο συνιστά απλώς άρνηση των επιχειρημάτων υπέρ της διάρκειας ισχύος που αρχικώς είχε προταθεί από την Επιτροπή, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση στην πράξη. Διαπιστώνεται, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ότι αυτή η νέα αιτίαση προβάλλεται καθυστερημένα, καθώς προβάλλεται με το υπόμνημα απαντήσεως, και πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ., συναφώς, διάταξη της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Alcon κατά ΓΕΕΑ, C‑481/08 P, EU:C:2009:579, σκέψη 17, και απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, VTZ κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑432/12, EU:T:2015:248, σκέψη 158). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτή η νέα αιτίαση δεν προβλήθηκε καθυστερημένα, αρκεί η διαπίστωση ότι, με την αιτίαση αυτή οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται προσβολή του δικαιώματός τους προσβάσεως στον μη εμπιστευτικό φάκελο της έρευνας. Επιβάλλεται, επομένως, να απορριφθεί η αιτίαση αυτή και ως αλυσιτελής.

330    Επομένως, συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να προετοιμάσουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την τροποποίηση της διάρκειας ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η πέμπτη αιτίαση καθώς και η νέα αιτίαση η οποία αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη πρέπει να απορριφθούν.

331    Επομένως, το τρίτο σκέλος του δέκατου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά ανεπαρκή χρόνο παρασχεθέντα στις προσφεύγουσες για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και των δικαιωμάτων άμυνας

332    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το Συμβούλιο δεν τους παρέσχε την ελάχιστη κατά νόμον προθεσμία των δέκα ημερών, την οποία προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η ελάχιστη κατά νόμον προθεσμία των δέκα ημερών δεν συνιστούσε, κατά την άποψή τους, επαρκή προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων επί ενημερωτικού εγγράφου τόσο περίπλοκου όσο το κοινοποιηθέν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

333    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

334    Παρατηρείται προκαταρκτικώς ότι, σύμφωνα με τον τίτλο του τέταρτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής, το Συμβούλιο δεν παρέσχε επαρκή χρόνο «στις προσφεύγουσες» για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου. Με το δικόγραφο της προσφυγής, όμως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι στις ίδιες «και τα μέλη τους» δεν είχε παρασχεθεί επαρκής χρόνος για την υποβολή των παρατηρήσεών τους.

335    Συναφώς υπογραμμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν επεξηγούν στα δικόγραφά τους ποια είναι, μεταξύ των μελών τους, εκείνα που έλαβαν το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο. Επομένως, καθόσον οι προσφεύγουσες επιχειρούν, με το υπό εξέταση σκέλος, να προβάλουν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των «μελών τους», επισημαίνεται ότι τυχόν αόριστο αίτημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το οποίο ορίζει ότι τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό από το ίδιο το δικόγραφο (βλ. σκέψη 254 ανωτέρω). Ως εκ τούτου, καθόσον οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι στα μέλη τους δεν είχε παρασχεθεί επαρκής χρόνος για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, πρέπει να απορριφθεί το υπό εξέταση σκέλος ως απαράδεκτο.

336    Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο το Συμβούλιο δεν παρέσχε επαρκή χρόνο στις προσφεύγουσες για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων παρά μόνον εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών.

337    Εν προκειμένω, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες, στις 6 Δεκεμβρίου 2012, το οριστικό ενημερωτικό έγγραφο, ζητώντας τις τυχόν παρατηρήσεις τους «εντός προθεσμίας 10 ημερών […], ήτοι ως τις 17 Δεκεμβρίου 2012, και ώρα 12:00». Η προθεσμία των δέκα ημερών για την υποβολή παρατηρήσεων επί του εγγράφου αυτού, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, έληξε την Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου 2012. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες (ΕΕ L 124, σ. 1), αν η τελευταία ημέρα προθεσμίας είναι Κυριακή, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της επομένης εργάσιμης ημέρας, ήτοι μετά την παρέλευση της τελευταίας ώρας της 17ης Δεκεμβρίου 2012. Παρά ταύτα, η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου αυτού έως τις 17 Δεκεμβρίου 2012, και ώρα 12:00, και όχι έως τα μεσάνυχτα. Οι προσφεύγουσες, πάντως, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας. Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο, σχετικά με την τροποποίηση της διάρκειας των προταθέντων μέτρων. Με το έγγραφο, όμως, αυτό η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της προταθείσας τροποποιήσεως καθώς και επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου της 6ης Δεκεμβρίου 2012 το αργότερο έως τις 2 Ιανουαρίου 2013, εντός των εργάσιμων ωρών.

338    Αφενός, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν επεξηγούν στα δικόγραφά τους πώς, κατά την άποψή τους, η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε, λόγω της υποστηριζόμενης παρατυπίας, να έχει διαφορετική έκβαση. Έχει κριθεί συναφώς ότι η μη τήρηση της δεκαήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού παρά μόνον αν λόγω της παρατυπίας αυτής ενδέχεται η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος (βλ., συναφώς, απόφαση Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, σκέψη 250 ανωτέρω, EU:C:2009:598, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

339    Αφετέρου, όπως ορθώς υποστηρίζει το Συμβούλιο, η Επιτροπή χορήγησε, με το από 21 Δεκεμβρίου 2012 έγγραφό της, πρόσθετη προθεσμία στις προσφεύγουσες για την υποβολή παρατηρήσεων επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου της 6ης Δεκεμβρίου 2012. Επομένως, τα θεσμικά όργανα δεν παρέβησαν το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

340    Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο η προθεσμία των δέκα ημερών δεν ήταν επαρκής για την υποβολή παρατηρήσεων επί τόσο περίπλοκου ενημερωτικού εγγράφου και δεδομένης της ελλείψεως κανονισμού επιβάλλοντος προσωρινούς δασμούς ο οποίος να περιέχει προσωρινό υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, αρκεί η υπόμνηση, όπως τούτο εκτέθηκε στη σκέψη 337 ανωτέρω, ότι οι προσφεύγουσες είχαν στη διάθεσή τους όχι μόνον την ελάχιστη κατά νόμον προθεσμία, αλλά και ότι η Επιτροπή τους χορήγησε ακολούθως, στις 21 Δεκεμβρίου 2012, πρόσθετη προθεσμία δώδεκα εργάσιμων ημερών για την υποβολή παρατηρήσεων επί του εγγράφου αυτού. Οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι η προθεσμία αυτή ήταν ανεπαρκής.

341    Επιπλέον, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2012, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν και σε άλλη διαδικαστική πλημμέλεια καθώς είχαν ήδη υπάρξει διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή κατά τη συνάντηση της 19ης Δεκεμβρίου 2012 χωρίς να γνωρίζουν ένα σημαντικό στοιχείο, ήτοι την άποψη των προσφευγουσών και των Αμερικανών παραγωγών επί της τροποποιηθείσας ισχύος των προταθέντων μέτρων. Κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, διαπιστώνεται ότι αυτή η νέα αιτίαση προβάλλεται καθυστερημένα, καθώς προβάλλεται με το υπόμνημα απαντήσεως, και πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. την παρατεθείσα νομολογία στη σκέψη 329 ανωτέρω).

342    Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος του δέκατου λόγου ακυρώσεως πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

343    Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο δέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

344    Επομένως, δεδομένης της αποδοχής του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και ως εκ τούτου και του συγκεκριμένου λόγου, επιβάλλεται η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού κατά το μέρος που αφορά τις Patriot Renewable Fuels, Plymouth Energy Company, POET και Platinum Ethanol, οι οποίες είναι μέλη των προσφευγουσών. Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται να απορριφθεί η υπό εξέταση προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και ως εν μέρει αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

345    Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

346    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες και το Συμβούλιο ηττήθηκαν μερικώς, καθένας από τους διαδίκους αυτούς πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

347    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή και η ePure φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 157/2013 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοαιθανόλης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, κατά το μέρος που αφορά τις Patriot Renewable Fuels LLC, Plymouth Energy Company LLC, POET LLC και Platinum Ethanol LLC.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Οι Growth Energy και Renewable Fuels Association, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ePURE, de Europese Producenten Unie van Hernieuwbare Ethanol φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1.  Επί της αιτήσεως συνεκδικάσεως με την υπόθεση T‑277/13, Marquis Energy κατά Συμβουλίου

2.  Επί των παρεμβάσεων

3.  Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και επί της προφορικής διαδικασίας

4.  Επί των αιτήσεων εμπιστευτικής μεταχειρίσεως

5.  Επί των αιτημάτων των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του παραδεκτού

Επί του δικαιώματος προσφυγής ενώσεων όπως οι προσφεύγουσες

Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών

Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των προσφευγουσών να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή ακυρώσεως

Ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των μελών τους

–  Ως προς τον άμεσο επηρεασμό των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών βιοαιθανόλης

–  Ως προς τον ατομικό επηρεασμό των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών βιοαιθανόλης

–  Ως προς την ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων δράσεως

Ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών ως εκπροσώπων των υπολοίπων μελών τους πλην των τεσσάρων περιληφθέντων στο δείγμα παραγωγών

Επί του εννόμου συμφέροντος

2.  Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 8, του άρθρου 9, παράγραφος 5, και του άρθρου 18, παράγραφοι 1, 3 και 4, του βασικού κανονισμού, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου λόγω της αρνήσεώς του να υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ και να καθορίσει ατομικό δασμό αντιντάμπινγκ, κατά περίπτωση, στα περιληφθέντα στο δείγμα μέλη των προσφευγουσών

Ως προς την εν προκειμένω εφαρμογή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ

Ως προς το ζήτημα αν οι τέσσερις περιληφθέντες στο δείγμα Αμερικανοί παραγωγοί δικαιούνται να εφαρμοσθεί ως προς αυτούς ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού

Ως προς το ζήτημα του ανέφικτου της θεσπίσεως εν προκειμένω ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 20, παράγραφοι 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της χρηστής διοικήσεως και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον ελλιπή χαρακτήρα του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου και παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού, καθώς και εσφαλμένη αιτιολογία στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

Επί του δεύτερου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά το ότι το συμπληρωματικό ενημερωτικό έγγραφο κοινοποιήθηκε πρώτα στα κράτη μέλη και στον καταγγέλλοντα και ακολούθως στις προσφεύγουσες κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, των δικαιωμάτων της άμυνας καθώς και του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού

Επί του τρίτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως το οποίο αφορά την ελλιπή πρόσβαση στον μη εμπιστευτικό φάκελο της έρευνας, κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας, του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού

Επί του τέταρτου σκέλους του δέκατου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά ανεπαρκή χρόνο παρασχεθέντα στις προσφεύγουσες για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί του οριστικού ενημερωτικού εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού και των δικαιωμάτων άμυνας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 – Μη δημοσιευόμενα εμπιστευτικά στοιχεία.