Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Ufficio del Giudice di pace di Rimini (Ιταλία) στις 7 Μαρτίου 2022 – BL κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri

(Υπόθεση C-190/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Ufficio del Giudice di pace di Rimini

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούσα: BL

Καθής η διαταγή πληρωμής: Presidenza del Consiglio dei Ministri

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε στα άρθρα 15, 20, 30 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις ρήτρες 2 και 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999 1 , στη θεμελιώδη αρχή της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας του Ευρωπαίου δικαστή, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, UX κατά Governo della Repubblica italiana, C-658/18, EU:C:2020:572, εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 29 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 116, της 13ης Ιουλίου 2017 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 116/2017), η οποία, χωρίς αντικειμενικούς λόγους, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της αιτούσας ειρηνοδίκη σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας αντίστοιχων τακτικών δικαστών, λαμβανομένων υπόψη των εξής πραγματικών περιστατικών:

•    Η αιτούσα, ειρηνοδίκης αδιαλείπτως από το 2002, δεν έχει συμπληρώσει το 70ό έτος της ηλικίας της, το οποίο θα συμπληρώσει εντός του 2022, και δεν είχε στις 15 Αυγούστου 2017 πραγματική προϋπηρεσία 16 ετών ως επί θητεία δικαστής·

•    ως εκ τούτου, καίτοι η εθνική διάταξη (άρθρο 29, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 116/2017) της επιτρέπει να εξακολουθήσει να ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα έως ότου συμπληρώσει το 70ό έτος της ηλικίας της, εντούτοις η αιτούσα δεν μπορεί να συμμετάσχει στην πρώτη διαδικασία αξιολογήσεως προκειμένου να συμπεριληφθεί στον κλειστό κατάλογο των επί θητεία δικαστών, την οποία θα προκηρύξει το Consiglio superiore della magistratura (Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, Ιταλία, στο εξής: CSM) εντός του 2022, όπως προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 116/2017·

•    κατά συνέπεια, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία αξιολογήσεως προς συμπερίληψη στον κλειστό κατάλογο που προβλέπεται να λάβει χώρα το 2022, η αιτούσα, η οποία είχε ήδη παύσει να ασκεί τα δικαιοδοτικά καθήκοντά της την 31η Δεκεμβρίου 2021 επειδή είχε συμπληρώσει το 68ο έτος της ηλικίας της βάσει της προϊσχύουσας ρυθμίσεως, δεν θα ήταν πλέον σε θέση να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία από την 1η Ιανουαρίου 2022, διότι η νέα νομοθεσία, μολονότι προβλέπει την παραμονή στην υπηρεσία έως τη συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας για όσους ήταν εν ενεργεία στις 15 Αυγούστου 2017, προβλέπει επίσης τη λήξη των καθηκόντων για όσους δεν είναι σε θέση να υποβάλουν επιβεβαιωτική αίτηση (άρθρο 29, παράγραφος 9, του νομοθετικού διατάγματος 116/2017)·

•    βάσει της προαναφερθείσας εθνικής νομοθεσίας, η αιτούσα θα λάβει από την Ιταλική Κυβέρνηση μόνο αποζημίωση ύψους 1 500 – 2 500 ευρώ ετησίως για κάθε έτος υπηρεσίας, ανάλογα με τον αριθμό των διεξαχθεισών συνεδριάσεων κατά τη διάρκεια του έτους, με ανώτατο όριο το ποσό των 50 000 ευρώ, παραιτούμενη, επίσης, από όλα τα μισθολογικά, νομικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα οποία διεκδικεί στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του TAR Emilia Romagna (διοικητικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Emilia Romagna, Ιταλία) και τα οποία κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ένωσης, για τη δικαστική υπηρεσία που παρέχει ως μισθωτή, αλλά μη αναγνωριζόμενη ως τέτοια από την Ιταλική Κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης εισφορών της εργασιακής σχέσης και των συνακόλουθων παροχών κοινωνικής ασφάλισης·

•    με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων της 9ης Φεβρουαρίου 2022, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση UX και αντίθετα προς το εσωτερικό δίκαιο και τη γνωμοδότηση του CSM της 16ης-17ης Φεβρουαρίου 2022, το TAR Emilia Romagna (διοικητικό δικαστήριο της Περιφέρειας Emilia Romagna) διέταξε την εκ νέου ανάληψη του δικαστικού λειτουργήματος του ειρηνοδίκη από την αιτούσα μέχρι το 70ό έτος της ηλικίας της·

•    ο Πρόεδρος του Tribunale di Rimini (πρωτοδικείου Ρίμινι, Ιταλία) διέταξε, κατ’ εφαρμογή του ασφαλιστικού μέτρου που διέταξε το TAR Emilia Romagna (διοικητικό δικαστήριο της Περιφέρειας Emilia Romagna), με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2022, την άμεση επανεισδοχή της αιτούσας στην υπηρεσία·

•    από το αιτούν δικαστήριο ζητείται, προς αποκατάσταση της ζημίας λόγω κατάφωρης και διαρκούς παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από την Ιταλική Κυβέρνηση σχετικά με το νομικό καθεστώς και τα δικαιώματα των ασκούντων τιμητικό δικαστικό λειτούργημα, να επιδικάσει ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή την οποία θα έπρεπε να λάβει η αιτούσα από τις 10 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2022, ύψους ίσου με εκείνη αντίστοιχου τακτικού δικαστή, με νομική βάση την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του TAR Emilia Romagna (διοικητικού δικαστηρίου της Περιφέρειας Emilia Romagna) που διέταξε την επανεισδοχή της αιτούσας στην υπηρεσία, αλλά αντίθετα προς το εθνικό δίκαιο, το οποίο, καίτοι αναγνωρίζει την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις, αφενός, αποκλείει κάθε δυνατότητα επανεισδοχής στην υπηρεσία μέχρι τη συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας της αιτούσας επί θητεία δικαστή, η οποία, παρά τη θέλησή της, έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά της πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2021, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία) που εκδόθηκε κατά παράβαση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση UX, και, αφετέρου, περιορίζει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η αιτούσα σε κατ’ αποκοπήν ποσό, το οποίο προκαθορίζεται από τη διάταξη αυτή σε μέτρο κατά πολύ μικρότερο από τη ζημία που πράγματι υπέστη λόγω της προσβολής των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

2)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, τις ρήτρες 2 και 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, και τη θεμελιώδη αρχή της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας του Ευρωπαίου δικαστή, εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 21 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 116, της 13ης Ιουλίου 2017, η οποία εκθέτει τον δικαστή που συγκροτεί το αιτούν δικαστήριο (στερούμενο αποτελεσματικής νομικής, οικονομικής και κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας) ο οποίος προτίθεται να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση UX, αφήνοντας ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις που αποκλείουν την παροχή της αιτούμενης προστασίας, στην αυτοδίκαιη παύση των δικαστικών καθηκόντων από όργανα του ιταλικού κράτους που μετέχουν στην κύρια δίκη, όπως το CSM και το Ministero della giustizia (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Ιταλία), χωρίς κατ’ αντιμωλία διαδικασία και χωρίς πειθαρχική διαδικασία προβλεπόμενη πριν από την έναρξη ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 116/2017;

3)    Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα δύο πρώτα ερωτήματα, συνιστά παραβίαση του «κράτους δικαίου», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητας για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης 1 , εσωτερική κατάσταση του ιταλικού κράτους, στην οποία:

•    η αιτούσα ειρηνοδίκης και άλλοι 4 769 επί θητεία δικαστές ήδη υπηρετούντες στις 15 Αυγούστου 2017, μεταξύ των οποίων και ο δικαστής που συγκροτεί το αιτούν δικαστήριο, στερούνται της κανονιστικής, οικονομικής και κοινωνικής προστασίας όσον αφορά τους όρους εργασίας που παρέχονται στους αντίστοιχους τακτικούς δικαστές, οπότε αυτοί δεν μπορούν να ασκούν τα δικαιοδοτικά καθήκοντά τους υπό συνθήκες ανεξαρτησίας και ισοβιότητας;

•    η Ιταλική Κυβέρνηση και ο «εργοδότης» Ministero della giustizia (Υπουργείο Δικαιοσύνης), το Εθνικό Κοινοβούλιο, το CSM, το Suprema Corte di Cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) και το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αρνούνται συστηματικά να αναγνωρίσουν την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και να εφαρμόσουν τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το νομικό καθεστώς και τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ένωσης υπέρ της αιτούσας ειρηνοδίκη και 4 769 επί θητεία δικαστών που ασκούν τα δικαστικά καθήκοντά τους υπό τις ίδιες συνθήκες με τους τακτικούς δικαστές;

•    4 769 επί θητεία δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή που συγκροτεί το αιτούν δικαστήριο αλλά όχι της αιτούσας, οι οποίοι υπηρετούσαν ήδη στις 15 Αυγούστου 2017, θα πρέπει να παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης εάν προτίθενται να υποβληθούν επιτυχώς σε νέα διαδικασία αξιολογήσεως, προκειμένου να εξακολουθήσουν να ασκούν τα δικαστικά καθήκοντά τους μέχρι τη συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας τους, μολονότι όλοι οι εν λόγω επί θητεία δικαστές έχουν λάβει από το CSM και το Ministero della giustizia (Υπουργείο Δικαιοσύνης), βάσει της ισχύουσας έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 νομοθεσίας, απόφαση παράτασης της θητείας τους μέχρι την 31η Μαΐου 2024 και, εν πάση περιπτώσει, μέχρι την ημερομηνία αυτοδίκαιης παύσεως από τα καθήκοντα λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, οι δε συνθήκες προσβολής της ανεξαρτησίας και της ισοβιότητας του «μονιμοποιηθέντος» επί θητεία δικαστή εξακολουθούν να υφίστανται και μετά τη «μονιμοποίηση»;

•    οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης για τη μεταρρύθμιση της αστικής και ποινικής δικαιοσύνης στην Ιταλία με σκοπό τη δίκαιη και ταχεία δίκη, όπως ορίζονται από το Piano Nazionale di Ripresa e Resilienza (Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, στο εξής: PNRR), δεν προβλέπουν μέτρα για τη στήριξη των ασκούντων τιμητικό δικαστικό λειτούργημα και αποσκοπούν κυρίως στην απασχόληση ορισμένου χρόνου 16 500 διοικητικών υπαλλήλων «με καθήκοντα υποστήριξης των δικαστηρίων», οι οποίοι προσλαμβάνονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες με τους ασκούντες τιμητικό δικαστικό λειτούργημα που έχουν «μονιμοποιηθεί», αλλά με όρους ισοβιότητας, από πειθαρχικής απόψεως, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης, οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται στους ασκούντες τιμητικό δικαστικό λειτούργημα ακόμη και μετά τη «μονιμοποίησή» τους;

4)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα τρία πρώτα ερωτήματα, είναι το άρθρο 278 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 160 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου παράνομα ως αντίθετα στα άρθρα 2, 6 και 19 της Συνθήκης [για την Ευρωπαϊκή Ένωση], στο μέτρο που δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας κινηθείσας βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να λάβει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα ακόμη και αναστολής εθνικών νομοθετικών πράξεων που θίγουν το κράτος δικαίου και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης σύμφωνα με τις αρχές και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092;

____________

1     Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

1     (EE 2020, L 433I, σ. 1).