Language of document : ECLI:EU:T:2014:888

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Κοινοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής προς τρίτους πληροφοριών που φέρονται ως βλαπτικές της φήμης της ενάγουσας — Ηθική βλάβη — Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες»

Στην υπόθεση T‑297/12,

Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό και τη Σ. Παλιού, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις S. Lejeune και S. Delaude, επικουρούμενες από την Ε. Πετρίτση, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κοινοποιήσεως προς τρίτους με την από 3 Ιουλίου 2007 επιστολή της ορισμένων πληροφοριών σχετικά, αφενός, με διοικητική έρευνα που κίνησε η Επιτροπή ως προς αυτήν, και, αφετέρου, με την πολιτική που ακολουθεί για την πλήρωση θέσεων συνεργατών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ, είναι εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Αποτελεί εδώ και πολλά έτη έναν από τους βασικότερους παρόχους υπηρεσιών πληροφορικής προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είτε μεμονωμένως είτε ως μέλος κοινοπραξιών.

2        Τα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως σχετίζονται με τις συμβάσεις‑πλαίσια για την εκτέλεση του έργου‑πλαισίου ESP DESIS (Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών για την ανάπτυξη, τη μελέτη και την υποστήριξη συστημάτων πληροφοριών) που υπογράφηκαν για τα τμήματα 1A, 1B, και 2 στις 6 Οκτωβρίου 2006 μεταξύ της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Πληροφορικής της Επιτροπής και κοινοπραξίας στην οποία συμμετείχαν, εκτός από την ενάγουσα, οι εταιρίες Comarch SA (τμήμα 2), Altran Technologies SA (τμήματα 1A, 1B και 2) και ESRI Belux NV (τμήματα 1B και 2).

3        Στις αρχές Νοεμβρίου του 2006 η ΓΔ Πληροφορικής ενημερώθηκε ότι η ενάγουσα κατά τα φαινόμενα απέστελλε συστηματικά μεγάλο όγκο μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας προς υπαλλήλους ή προς το προσωπικό που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της πληροφορικής ως εξωτερικοί συνεργάτες, για να τους πληροφορεί σχετικά με τις θέσεις εργασίας που προσέφερε.

4        Στις 7 Νοεμβρίου 2006 η ΓΔ Πληροφορικής απέστειλε στην ενάγουσα επιστολή με την οποία της προσήπτε, κατ’ αρχάς, ότι είχε παραβιάσει το εσωτερικό της σύστημα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και ότι η ενέργεια αυτή συνιστούσε συμβατική παράβαση. Εν συνεχεία, της ανακοίνωσε ότι θα κινείτο έρευνα από τη Διεύθυνση Ασφαλείας της Επιτροπής προκειμένου να εξεταστούν οι περιστάσεις της φερόμενης αυτής παραβάσεως. Τέλος, η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα να διακόψει την αποστολή των ως άνω μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.

5        Η ενάγουσα απάντησε στην εν λόγω επιστολή της Επιτροπής με επιστολή που έφερε την ίδια ημερομηνία, αλλά απεστάλη με τηλεομοιοτυπία την επόμενη ημέρα. Υποστήριξε, κατ’ αρχάς, ότι η αποστολή των ως άνω μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ουδόλως συνιστούσε παράβαση κανόνα του κοινοτικού δικαίου ή συμβατικής υποχρεώσεως. Εν συνεχεία, παρέσχε στην Επιτροπή διευκρινίσεις σχετικά με τη χρήση των εν λόγω μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολουθεί για την πλήρωση θέσεων συνεργατών. Συναφώς, η ενάγουσα απέστειλε στην Επιτροπή το τυποποιημένο περιεχόμενο των εν λόγω μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Τέλος, η ενάγουσα υποστήριξε ότι η απαγόρευση αποστολής των μηνυμάτων αυτών συνιστούσε περιορισμό της επιχειρηματικής της ελευθερίας, δεδομένου ότι δεν είχε καμία νομική βάση.

6        Έως την αποστολή της επιστολής της 3ης Ιουλίου 2007 (στο εξής: επίδικη επιστολή), οι διάδικοι αντήλλαξαν διάφορες επιστολές σχετικά με το ζήτημα της εκ μέρους της ενάγουσας αποστολής των επίδικων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.

7        Ειδικότερα, με επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2006 προς την ενάγουσα, η ΓΔ Πληροφορικής την ενημέρωσε ότι είχε πράγματι κινήσει εσωτερική έρευνα σχετικά με την εκ μέρους της αποστολή των επίδικων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και ότι, με την επιφύλαξη των τελικών πορισμάτων της έρευνας αυτής, από τα προκαταρκτικά πορίσματα προέκυπτε ότι η ενάγουσα είχε παραβεί, πρώτον, το άρθρο I.7.1, που αφορά την τήρηση του εθνικού δικαίου, το άρθρο I.8.2, που αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, το άρθρο II.16, που αφορά την τήρηση της αρχής της εμπιστευτικότητας, και το άρθρο II.18 της συμβάσεως‑πλαισίου, που αφορά την ορθή χρήση, διάδοση και δημοσίευση πληροφοριών που προκύπτουν από την εν λόγω σύμβαση‑πλαίσιο, δεύτερον, το άρθρο 2.2 και τα παραρτήματα II και III των γενικών όρων για τις συμβάσεις πληροφορικής και, τρίτον, τα άρθρα 21 έως 23 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1), καθώς και τις διοικητικές πληροφορίες της Επιτροπής με αριθ. 45‑2006.

8        Με επιστολή της 5ης Μαΐου 2007, η ενάγουσα προσήψε στην Επιτροπή ότι είχε χρησιμοποιήσει την έρευνα που διεξαγόταν ως προς την ενάγουσα για να μειώσει την αξιοπιστία της έναντι των νυν και των δυνάμει συνεργατών της. Έτσι, τα πρόσωπα αυτά θα απέφευγαν τη συνεργασία με την ενάγουσα και θα προέκριναν τη συνεργασία με άλλον αντισυμβαλλόμενο της Επιτροπής.

9        Με έγγραφο της 19ης Ιουνίου 2007, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) ενημέρωσε τη ΓΔ Πληροφορικής ότι την 14η Ιουνίου 2007 είχε υποβληθεί ενώπιόν του καταγγελία περί παραβάσεως του κανονισμού 45/2001. Κατά το εν λόγω έγγραφο η καταγγελία αφορούσε την αποστολή μαζικών μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας από κοινοπραξία της οποίας ηγείτο η ενάγουσα και από την εταιρία Altran, τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2006. Γνωρίζοντας ότι η ΓΔ Πληροφορικής είχε ενημερωθεί για το ζήτημα αυτό, ο ΕΕΠΔ ζήτησε να πληροφορηθεί για την έκδοση της σχετικής αποφάσεως, καθώς και να του διαβιβαστεί η απόφαση αυτή μόλις εκδιδόταν.

10      Στις 3 Ιουλίου 2007 η ΓΔ Πληροφορικής απηύθυνε στην ενάγουσα την επίδικη επιστολή, την οποία κοινοποίησε στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας. Ως αντικείμενο της επιστολής αναφέρονταν τα μαζικά μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας προς ηλεκτρονικές διευθύνσεις οι οποίες κατέληγαν σε «@ext.ec.europa.eu». Στην επιστολή, μετά από αναφορά στις επιστολές της 7ης και της 8ης Νοεμβρίου 2006 (βλ. σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω) καθώς και σε μεταγενέστερη αλληλογραφία των διαδίκων, διευκρινιζόταν, κατ’ αρχάς, ότι η έρευνα που είχε κινηθεί για το ζήτημα αυτό προχωρούσε και ότι σύντομα η ΓΔ Πληροφορικής θα ήταν σε θέση να ενημερώσει την ενάγουσα για τα πορίσματά της. Εν συνεχεία, η Επιτροπή, παραθέτοντας απόσπασμα του τυποποιημένου περιεχομένου των επίδικων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που είχε αποστείλει η ενάγουσα και επισημαίνοντας ότι στα εν λόγω μηνύματα δεν γινόταν μνεία των λοιπών εταίρων της κοινοπραξίας, ζήτησε από την ενάγουσα να της διευκρινίσει αν τα μηνύματα αυτά εστάλησαν από την ενάγουσα ιδίω ονόματι ή εκ μέρους της κοινοπραξίας, της οποίας η ενάγουσα ήταν επικεφαλής. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε στην ενάγουσα ότι επιθυμούσε σύντομη και σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό, καθώς και ότι επί του παρόντος δεν ήταν αναγκαία άλλα σχόλια, ούτε θα λαμβάνονταν υπόψη. Η ενάγουσα θα είχε βεβαίως μετά από την προς αυτήν κοινοποίηση των πορισμάτων της έρευνας τη δυνατότητα να τα σχολιάσει πριν την έκδοση της τελικής αποφάσεως.

11      Η ενάγουσα απάντησε με επιστολή της 5ης Ιουλίου 2007. Διευκρινίζοντας ότι μόνο αυτή, εξ ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό, ήταν αποστολέας των επίμαχων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ήγειρε διάφορες αντιρρήσεις όσον αφορά τη διαβίβαση της επίδικης επιστολής στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας. Ειδικότερα, η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε για την κοινοποίηση σε αυτά πληροφοριών που αφορούσαν τόσο την επίμαχη έρευνα όσο και την πολιτική που ακολουθεί για την πλήρωση θέσεων συνεργατών. Ζήτησε επίσης από την Επιτροπή να αποσύρει αμέσως την επίδικη επιστολή από τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας, να ζητήσει συγγνώμη για την ενέργειά της και να συνεργαστεί με την ενάγουσα για την επανόρθωση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη κατ’ αυτόν τον τρόπο.

12      Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ικανοποίησε το αίτημά της, η ενάγουσα υπέβαλε στις 14 Σεπτεμβρίου 2007 καταγγελία ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Με την καταγγελία αυτή, η ενάγουσα υποστήριξε ιδίως ότι η Επιτροπή έβλαψε την επαγγελματική της φήμη, αφενός, επειδή γνωστοποίησε στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας ότι διεξαγόταν έρευνα ως προς αυτήν καθώς και το αντικείμενό της έρευνας αυτής και, αφετέρου, επειδή δεν τους απηύθυνε επανορθωτική επιστολή. Επίσης, κατά την ενάγουσα, τους αποκάλυψε επίσης εμπιστευτικές πληροφορίες και παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως.

13      Με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2007, η ΓΔ Πληροφορικής κοινοποίησε στην ενάγουσα τα πορίσματα της έρευνας και την κάλεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας ενός μήνα.

14      Η ενάγουσα απάντησε με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2007. Η ενάγουσα, πριν διατυπώσει σχόλια επί του αντικειμένου της έρευνας, επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι κατά τα φαινόμενα ήταν θύμα οξείας επιθέσεως εκ μέρους της Επιτροπής, της οποίας οι ενέργειες σκοπό είχαν να την αποκλείσουν από τις δημόσιες συμβάσεις. Εξέθεσε ειδικότερα ότι, «από τον Νοέμβριο του 2006, όλοι οι υποψήφιοι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο πλαίσιο του ESP DESIS γνωρίζουν ότι ως προς την [ενάγουσα] διεξάγεται έρευνα σχετικά με φερόμενη παράβαση της συμβάσεως ESP DESIS».

15      Στις 30 Ιανουαρίου 2008 η ΓΔ Πληροφορικής ενημέρωσε την ενάγουσα για την τελική της απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι επιβεβαιώθηκαν, αφενός, τα γεγονότα, όπως είχαν διαπιστωθεί από την έρευνα της Διευθύνσεως Ασφαλείας, και, αφετέρου, η παράβαση του άρθρου Ι.18.3 της συμβάσεως‑πλαισίου ESP DESIS, σχετικά με τη διάδοση συγκεκριμένων πληροφοριών που αφορούσαν την εκτέλεση της συμβάσεως. Η ΓΔ Πληροφορικής διευκρίνισε εντούτοις με την απόφαση αυτή ότι η έρευνα δεν κατέληξε στη διαπίστωση παραβάσεων των όρων της συμβάσεως‑πλαισίου σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την τήρηση της αρχής της εμπιστευτικότητας, καθώς και τη χρήση πληροφοριών. Η ΓΔ Πληροφορικής προσέθεσε ότι, δεδομένης της μεγάλης διάρκειας της ερευνητικής διαδικασίας, αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση χωρίς να λάβει περαιτέρω μέτρα.

16      Στις 7 Φεβρουαρίου 2008 η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον ΕΕΠΔ. Στις 12 Νοεμβρίου 2008 ο ΕΕΠΔ ενημέρωσε την Επιτροπή για τη δική του τελική απόφαση επί της καταγγελίας που είχε λάβει. Επισήμανε ότι η τελική του απόφαση βασίστηκε στην υπόθεση ότι τα επίμαχα μαζικά μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας είχαν αποσταλεί εκ μέρους της κοινοπραξίας ως συνόλου και όχι μόνο εκ μέρους της ενάγουσας.

17      Στις 13 Δεκεμβρίου 2011 ο Διαμεσολαβητής εξέδωσε την απόφασή του επί της καταγγελίας που είχε υποβάλει η ενάγουσα. Στο τρίτο σημείο των συμπερασμάτων του, επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε βάσιμους λόγους προς δικαιολόγηση του επιβεβλημένου της κοινοποιήσεως της επίδικης επιστολής στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας στην οποία μετείχε η ενάγουσα. Κατά συνέπεια, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενέργεια δεν ήταν σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, την οποία προβλέπει το άρθρο 6 του ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, πράγμα που συνιστά, επιπλέον, στοιχείο κακής διοικήσεως.

18      Στο σημείο 153 της εν λόγω αποφάσεως, ο Διαμεσολαβητής εκτίμησε ότι «το γεγονός και μόνο ότι η Επιτροπή πληροφόρησε τους εταίρους της [ενάγουσας] στην κοινοπραξία ότι διεξαγόταν έρευνα ως προς αυτήν μπορούσε να θίξει τη φήμη της [ενάγουσας]» και ότι «δεν μπορεί συνεπώς να αποκλειστεί ότι η [ενάγουσα] υπέστη αρνητικές συνέπειες λόγω των πράξεων της Επιτροπής».

19      Από την επιστολή της Επιτροπής προς την ενάγουσα με ημερομηνία 19 Ιουνίου 2012 προκύπτει ότι ο Διαμεσολαβητής της ζήτησε με επιστολή της 13ης Δεκεμβρίου 2011 να τον ενημερώσει για τις ενέργειες στις οποίες προτίθετο να προβεί κατόπιν της αποφάσεώς του.

20      Η Επιτροπή ενημέρωσε με την εν λόγω επιστολή της 19ης Ιουνίου 2012 την ενάγουσα για τις παρατηρήσεις της επί των συμπερασμάτων του Διαμεσολαβητή. Της ανακοίνωσε επίσης την προσεχή αποστολή στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας επανορθωτικών επιστολών με τις οποίες θα τα ενημέρωνε ότι η επίμαχη έρευνα είχε κλείσει χωρίς περαιτέρω ενέργειες και ότι η ενάγουσα παραμένει αξιοσέβαστος πάροχος υπηρεσιών της Επιτροπής στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής. Οι επιστολές αυτές απεστάλησαν συστημένες στις 20 Ιουνίου 2012.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουλίου 2012, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

22      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στα αιτήματα αυτά.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Μαρτίου 2014.

25      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 50 000 ευρώ, ως αποζημίωση για τη βλάβη της επαγγελματικής της φήμης, με αντισταθμιστικούς τόκους από τις 3 Ιουλίου 2007 μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της παρούσας υποθέσεως και με τόκους υπερημερίας από την έκδοση της ως άνω αποφάσεως μέχρι την πλήρη εξόφληση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

28      Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑383/00, Beamglow κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. II‑5459, σκέψη 95).

29      Κατ’ αρχάς, ως προς την πρώτη προϋπόθεση που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που σκοπό έχει την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψη 42). Όσον αφορά την προϋπόθεση περί του κατάφωρου χαρακτήρα της εν λόγω παραβάσεως, καθοριστικό κριτήριο ελέγχου της συνδρομής της ή μη είναι η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου θεσμικού ή άλλου κοινοτικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Όταν το περιθώριο εκτιμήσεως του οργάνου αυτού είναι σημαντικά περιορισμένο ή και ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. I‑11355, σκέψη 54, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑198/95, T‑171/96, T‑230/97, T‑174/98 και T‑225/99, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1975, σκέψη 134).

30      Εν συνεχεία, όσον αφορά την προϋπόθεση του υποστατού της ζημίας, η ευθύνη της Κοινότητας στοιχειοθετείται μόνον όταν ο ενάγων έχει πράγματι υποστεί ζημία «πραγματική και βέβαιη» (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1982, 256/80, 257/80, 265/80, 267/80 και 5/81, Birra Wührer κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 85, σκέψη 9, και 51/81, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 117, σκέψη 9· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 1996, T‑108/94, Candiotte κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. II‑87, σκέψη 54). Στον ενάγοντα εναπόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, προκειμένου να αποδείξει το υποστατό και την έκταση της ζημίας αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1976, 26/74, Roquette frères κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 274, σκέψεις 22 έως 24, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 1996, T‑575/93, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1, σκέψη 97).

31      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη μη περιουσιακή ζημία, μολονότι η προσκόμιση αποδείξεων δεν θεωρείται κατ’ ανάγκην προϋπόθεση για την αναγνώρισή της, εντούτοις στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη στο οικείο θεσμικό όργανο συμπεριφορά μπορούσε να του προκαλέσει τέτοια ζημία (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2009, C‑481/07 P, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, που δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 38).

32      Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, η εν λόγω ζημία πρέπει να προκύπτει αρκούντως άμεσα από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας, ενώ αντιθέτως δεν υφίσταται υποχρέωση αποκαταστάσεως κάθε βλαπτικής συνέπειας, έστω και απομακρυσμένης, της παράνομης συμπεριφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2006, T‑279/03, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1291, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑149/96, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3841, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Εφόσον δεν πληρούται μία από τις τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, οι αξιώσεις αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτονται, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών δύο προϋποθέσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑146/91, KYΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4199, σκέψη 81, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T‑170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑515, σκέψη 37). Εξάλλου, ο κοινοτικός δικαστής δεν υποχρεούται να ακολουθεί ορισμένη σειρά εξετάσεως των προϋποθέσεων αυτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 13).

34      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, κατ’ αρχάς, εάν η Επιτροπή φέρει εξωσυμβατική ευθύνη λόγω της κοινοποιήσεως στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας των πληροφοριών σχετικά με την έρευνα και, εν συνεχεία, εάν φέρει εξωσυμβατική ευθύνη λόγω της κοινοποιήσεως στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας πληροφοριών σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί η ενάγουσα για την πλήρωση θέσεων συνεργατών.

 Επί της εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής λόγω της κοινοποιήσεως στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας πληροφοριών σχετικά με την έρευνα

35      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, κοινοποιώντας στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας, με την επίδικη επιστολή, την ύπαρξη καθώς και το περιεχόμενο της διεξαγόμενης ως προς αυτήν έρευνας της προξένησε υλική ζημία συνιστάμενη σε βλάβη της εικόνας της και της επαγγελματικής της φήμης.

36      Συγκεκριμένα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στα μέλη της κοινοπραξίας ότι είχε αρχίσει έρευνα εις βάρος της, ότι η έρευνα αυτή αφορούσε την αποστολή εκ μέρους της ενάγουσας μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας η οποία, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, παραβίαζε τις υποχρεώσεις της ενάγουσας, ότι η εν λόγω έρευνα ήταν αρκούντως σοβαρή, καθόσον, κατά τον χρόνο κοινοποιήσεως της επιστολής, διαρκούσε ήδη περισσότερο από οκτώ μήνες, και ότι μπορούσε να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της ενάγουσας.

37      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες κοινοποιήθηκε η επίδικη επιστολή πρέπει να θεωρηθούν τρίτοι, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές νομικές οντότητες των οποίων τα συμφέροντα διαφέρουν από εκείνα της ενάγουσας. Μολονότι συμμετείχαν στην ίδια κοινοπραξία με την ενάγουσα όσον αφορά την εκτέλεση του έργου‑πλαισίου ESP DESIS, θα μπορούσαν σε άλλες περιπτώσεις να είναι ανταγωνίστριές της.

38      Η ενάγουσα προβάλλει ότι δραστηριοποιείται στον κλάδο των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Στον συγκεκριμένο κλάδο συχνά το αντικείμενο των έργων που προκηρύσσονται μέσω διαγωνισμών απαιτεί τη σύμπραξη περισσότερων εταιριών για την ανάθεσή του. Η στοχοποίηση μιας εταιρίας από την Επιτροπή, όπως η ενάγουσα υποστηρίζει ότι έγινε στην περίπτωσή της μέσω της επίδικης επιστολής, μειώνει σημαντικά τις πιθανότητές της να διασφαλίσει τη συμμετοχή της σε κοινοπραξίες με στόχο να διεκδικήσει την ανάθεση έργων που επιθυμεί, επειδή δίνει την εικόνα αναξιόπιστης επιχειρήσεως.

39      Πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη, το περιεχόμενο ή ακόμη την παρατεταμένη διάρκεια έρευνας, όπως οι επίμαχες, έχουν τον ίδιο αντίκτυπο και στους πιθανούς συνεργάτες της εταιρίας την οποία αφορά η έρευνα. Κατά την ενάγουσα είναι αναμφισβήτητο ότι ουδείς επιθυμεί να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες και να συνεργάζεται με εταιρίες οι οποίες κατηγορούνται για αντισυμβατική συμπεριφορά, παραβίαση των νόμων, ιδίως δε αυτών περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και τηρήσεως της εμπιστευτικότητας, καθώς και για παράνομη πρόσβαση στα συστήματα πληροφοριών της Επιτροπής και απόσπαση απόρρητων πληροφοριών από αυτά. Πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση της ενάγουσας, η οποία συστηματικά παρέχει τις υπηρεσίες της σε κυβερνητικές υπηρεσίες και διεθνείς οργανισμούς, όπως το Eurocorps, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ), ο Διεθνής Οργανισμός Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ), Υπουργεία Οικονομικών ή τελωνειακές υπηρεσίες.

40      Το γεγονός και μόνο, συνεπώς, ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε σε τρίτους την ύπαρξη έρευνας όσον αφορά την ενάγουσα είχε ως αποτέλεσμα να βλάψει την επαγγελματική της φήμη, στιγματίζοντάς την και υποβιβάζοντάς την στο επίπεδο επιχειρήσεως που μετέρχεται αθέμιτες και παράνομες πρακτικές.

41      Επιπλέον, η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις στους αντισυμβαλλομένους της σχετικά με την επίδικη επιστολή δεν είναι ικανό να άρει, ως γεγονός μεταγενέστερο της εν λόγω επιστολής, τη συγκεκριμένη ζημία.

42      Για να εκτιμηθεί η έκταση της ζημίας, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέση της στη σχετική αγορά. Η ενάγουσα είναι κορυφαία εταιρία στον χώρο των τεχνολογιών πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. Όσο σημαντικότερη όμως είναι η φήμη, τόσο σημαντικότερη είναι η ζημία που υφίσταται από την προσαπτόμενη πράξη.

43      Η ενάγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η επίδικη επιστολή ουδόλως περιείχε απαίτηση εμπιστευτικότητας η οποία να καλεί τους πέραν της ενάγουσας παραλήπτες της να μην διαδώσουν περαιτέρω το περιεχόμενό της. Ως εκ τούτου, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα δεν περιορίζεται μόνο στη δυσφήμησή της ενώπιον των τριών εταιριών που ήταν οι άμεσοι αποδέκτες της επιστολής. Η διάδοση της δυσφημήσεως της ενάγουσας ήταν δυνατόν να λάβει τη μορφή «χιονοστιβάδας» με αθροιστικές επιπτώσεις για το επαγγελματικό της κύρος.

44      Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι οι επιστολές της Επιτροπής της 20ής Ιουνίου 2012, μπορεί να είναι πρόσφορες για να θέσουν τέρμα στην κατάσταση κακής διοικήσεως που συνιστούν οι πράξεις της Επιτροπής και την οποία διαπίστωσε ο Διαμεσολαβητής, εντούτοις δεν είναι ικανές να άρουν τη ζημία της ενάγουσας. Η ζημία την οποία υπέστη η επαγγελματική φήμη της ενάγουσας από την 3η Ιουλίου 2007 έως σήμερα δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί in natura, καθόσον η Επιτροπή ουδέν έπραξε επί περισσότερο από τέσσερα έτη μετά από το πέρας της έρευνας προκειμένου να επανορθώσει την εν λόγω βλάβη.

45      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της ενάγουσας. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε το υποστατό και βέβαιο της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη και, αφετέρου, ότι από το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής δεν ήταν δυνατόν να προκληθεί στην ενάγουσα οποιαδήποτε ζημία.

46      Επισημαίνεται συναφώς ότι η ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι η κοινοποίηση της επίδικης επιστολής προσέβαλε την εικόνα και την επαγγελματική της φήμη, δεν προβάλλει υλική ζημία (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω) αλλά ηθική βλάβη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1999, T‑231/97, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2403, σκέψεις 54 έως 56, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑174/06, Inalca και Cremonini κατά Επιτροπής, που δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 77). Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, εάν η ενάγουσα απέδειξε ότι οι πληροφορίες που περιείχε η επιστολή αυτή μπορούσαν να της προκαλέσουν τέτοια βλάβη.

47      Κατ’ αρχάς, πρέπει να προσδιοριστούν οι πληροφορίες σχετικά με την έρευνα που προκύπτουν από την επιστολή αυτή.

48      Πρώτον, η Επιτροπή διεξάγει έρευνα σχετικά με την αποστολή εκ μέρους της ενάγουσας μαζικών μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας προς ηλεκτρονικές διευθύνσεις οι οποίες καταλήγουν σε «@ext.ec.europa.eu».

49      Δεύτερον, υπήρξε αλληλογραφία επί του ζητήματος αυτού μεταξύ των διαδίκων.

50      Τρίτον, η εν λόγω έρευνα προχωρεί, τα δε πορίσματά της θα είναι διαθέσιμα εντός αρκετά σύντομου χρονικού διαστήματος και η ενάγουσα θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τα σχόλιά της επί του θέματος αυτού.

51      Τέταρτον, το γεγονός ότι η έρευνα αυτή αφορά την ενάγουσα προκύπτει μόνο εμμέσως από ορισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στην επιστολή, όπως «κανένα άλλο σχόλιο δεν είναι αναγκαίο, ούτε θα ληφθεί υπόψη» και «βεβαίως, μετά την κοινοποίηση των πορισμάτων της έρευνας, θα έχετε τη δυνατότητα να υποβάλετε τις παρατηρήσεις σας επί της ουσίας της υποθέσεως προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση», σε συνδυασμό με τη μνεία των μαζικών μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, των μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της ενάγουσας καθώς και του καταλόγου αποδεκτών. Εντούτοις, το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής δεν δημιουργεί βεβαιότητα ως προς το σημείο αυτό.

52      Τουναντίον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα (σκέψη 36 ανωτέρω), από την επίδικη επιστολή δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτιμούσε ότι η ενάγουσα είχε παραβεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις υποχρεώσεις της. Στην επιστολή αυτή η Επιτροπή αναφέρει απλώς ότι τα πορίσματα της έρευνας θα γίνουν γνωστά εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.

53      Επιπροσθέτως, η επίδικη επιστολή σιωπά ως προς τις κατηγορίες εις βάρος της ενάγουσας στο πλαίσιο της έρευνας, ή ακόμη ως προς τους συγκεκριμένους κανόνες των οποίων η παράβαση της προσάπτεται.

54      Ούτε προκύπτει από την επιστολή αυτή ότι η έρευνα είναι σοβαρή λόγω της διάρκειάς της. Πράγματι, η επίδικη επιστολή δεν αναφέρει τη διάρκεια της έρευνας. Η ενάγουσα υποστηρίζει εντούτοις ότι οι αναγνώστες της επιστολής μπορούν να συναγάγουν τη διάρκεια της έρευνας με αναφορά στις επιστολές της 7ης και της 8ης Νοεμβρίου 2006 για τις οποίες γίνεται λόγος στην επίδικη επιστολή. Η επιστολή αυτή όμως δεν περιέχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να είναι δυνατό να προσδιοριστούν οι δύο αυτές επιστολές ως σημείο εκκινήσεως της έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, η διάρκεια ορισμένης έρευνας δεν αποτελεί απόδειξη της σοβαρότητάς της. Αρκεί η διαπίστωση ότι οποιαδήποτε έρευνα ενδέχεται να παρατείνεται για λόγους άσχετους προς το αντικείμενό της ή το πρόσωπο το οποίο αυτή αφορά, όπως για παράδειγμα λόγω υπερβολικού φόρτου της διοικήσεως ή τεχνικών δυσχερειών.

55      Ομοίως, στην επίδικη επιστολή ουδόλως γίνεται μνεία των κυρώσεων οι οποίες ενδεχομένως θα μπορούσαν να επιβληθούν στην ενάγουσα.

56      Κατά τα λοιπά, οι πληροφορίες αυτές μπορούσαν να προκύψουν μόνο από την προηγούμενη αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της ενάγουσας. Υπενθυμίζεται όμως ότι η ενάγουσα προβάλλει μόνο την επίδικη επιστολή ως αιτία της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη. Το επιχείρημα της ενάγουσας ότι υποχρεώθηκε, μετά από την παραλαβή της επίδικης επιστολής, να εξηγήσει όλα τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας δεν ασκεί επιρροή ως προς την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Αρκεί η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ως προς τις εξηγήσεις και τις πληροφορίες τις οποίες όντως τους διαβίβασε.

57      Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν η διαβίβαση της επίδικης επιστολής στις λοιπές επιχειρήσεις της κοινοπραξίας μπορούσε να βλάψει την εικόνα και την επαγγελματική φήμη της ενάγουσας πρέπει να εξεταστεί βάσει των πληροφοριών που προσδιορίστηκαν στις σκέψεις 48 έως 51 ανωτέρω και μόνο.

58      Συναφώς, η επιστολή αυτή, αντιθέτως προς τα πραγματικά περιστατικά στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑259/03, Νικολάου κατά Επιτροπής (που δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 150), και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑1585, σκέψεις 302, 327 και 328), σιωπά ως προς τον προσδιορισμό των κατηγοριών εις βάρος της ενάγουσας, ή ακόμη ως προς τους κανόνες των οποίων η παράβαση της προσάπτεται.

59      Είναι επίσης εντελώς ουδέτερη όσον αφορά το βάσιμο των εν λόγω κατηγοριών. Δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της έρευνας και δεν περιλαμβάνει αρνητική εκτίμηση για την ενάγουσα.

60      Το γεγονός και μόνο ότι μαζικά μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με προσφορές θέσεων εργασίας σε ορισμένη επιχείρηση ειδικευμένη στον τομέα της πληροφορικής, όπως η ενάγουσα, αποτελούν αντικείμενο διοικητικής έρευνας δεν μπορεί να δημιουργήσει σε τρίτους, όπως οι διευθύνοντες τις τρεις άλλες επιχειρήσεις της κοινοπραξίας, οποιαδήποτε εντύπωση σχετικά με τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της, καθώς και γενικότερα για την αξιοπιστία της.

61      Το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής δεν μπορεί συνεπώς, αντιθέτως προς την εκτίμηση του Διαμεσολαβητή, να οδηγήσει τους αναγνώστες του σε αρνητικά συμπεράσματα για την ενάγουσα, ή σε αρνητική γνώμη για αυτήν.

62      Πολλώ δε μάλλον, εφόσον το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής δεν δημιουργεί βεβαιότητα ως προς το αν η έρευνα αφορά συμπεριφορά προσαπτόμενη στην ενάγουσα. Η έλλειψη αυτή βεβαιότητας προκύπτει από τη μη αποκάλυψη των κατηγοριών, ή ακόμη των κανόνων η παράβαση των οποίων αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας, καθώς και από το ότι δεν αποκλείεται δικαίωμα εκφράσεως των απόψεών του κατά το πέρας διοικητικής έρευνας να έχουν και άλλα πρόσωπα πέραν εκείνου το οποίο αφορά η έρευνα.

63      Συνεπώς, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην επίδικη επιστολή δεν μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη στην εικόνα και στη φήμη της ενάγουσας.

64      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν τα επιχειρήματα της ενάγουσας είχαν την έννοια ότι αυτή ζητεί την αποκατάσταση υλικής ζημίας, διαπιστώνεται ότι δεν προσκόμισε αποδείξεις για την ύπαρξη τέτοιας ζημίας, ούτε καν τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση της ζημίας αυτής. Αντιθέτως όμως προς όσα ζητεί η ενάγουσα, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να γίνει απλώς κατά δίκαιη κρίση (απόφαση SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 37).

65      Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση του υποστατού της ζημίας. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς το σκέλος αυτό χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των προϋποθέσεων της παράνομης συμπεριφοράς του οικείου θεσμικού οργάνου και της αιτιώδους συνάφειας.

 Επί της εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής λόγω της κοινοποιήσεως στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας των πληροφοριών σχετικά με την πολιτική πληρώσεως θέσεων συνεργατών που ακολουθεί η ενάγουσα

66      Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, κοινοποιώντας με την επίδικη επιστολή στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί η ενάγουσα για την πλήρωση θέσεων συνεργατών, παρέβη την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που υπέχει και παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας.

67      Η ενάγουσα τονίζει ότι το βασικότερο κεφάλαιο των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της είναι το στελεχιακό δυναμικό τους, το οποίο απαιτείται να διαθέτει εξειδικευμένες δεξιότητες. Οι εταιρίες αυτές βρίσκονται πάντα σε διαδικασία προσλήψεως των ικανότερων στελεχών της αγοράς. Ως εκ τούτου, οι τρόποι προσλήψεώς τους αποτελούν αντικείμενο μακροχρόνιας έρευνας και επιλογών επιχειρηματικής πολιτικής των επιχειρήσεων αυτών. Κατά τούτο συνιστούν ευαίσθητα επιχειρηματικά δεδομένα, τα οποία προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, η δε γνωστοποίησή τους σε τρίτους προκαλεί ζημία στην ενάγουσα, επειδή τους παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντί της και επειδή ζημιώνει την εικόνα της και την επαγγελματική της φήμη.

68      Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί για την πλήρωση θέσεων συνεργατών, καθώς και τις ενέργειες για την εφαρμογή της, προστατεύονταν από το επαγγελματικό απόρρητο, οπότε δεν επιτρεπόταν στην Επιτροπή η γνωστοποίησή τους. Η έννοια του επαγγελματικού απορρήτου περιλαμβάνει κατά την ενάγουσα όχι μόνο τις εμπιστευτικές πληροφορίες αλλά επίσης και τα επιχειρηματικά απόρρητα (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑353/94, Postbank κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑921, σκέψη 86).

69      Ειδικότερα, κατά την ενάγουσα, από το άρθρο 287 ΕΚ και το άρθρο 17 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι οι υπάλληλοι απέχουν, ακόμα και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, από τη χωρίς άδεια κοινολόγηση πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή τους εξαιτίας των καθηκόντων τους και, ιδίως, εκείνων που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή γίνει προσιτές στο κοινό.

70      Όσον αφορά τα επιχειρηματικά απόρρητα και τις πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2011, T‑88/09, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. II‑7833, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), προκύπτει ότι απαιτείται, κατ’ αρχάς, να είναι γνωστά σε περιορισμένο αριθμό προσώπων. Στη συνέχεια, πρέπει να πρόκειται για πληροφοριακά στοιχεία η γνωστοποίηση των οποίων να μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στο πρόσωπο που τα προσκόμισε ή σε τρίτους. Τέλος, τα συμφέροντα που μπορεί να θιγούν από τη γνωστοποίηση της πληροφορίας απαιτείται να είναι αντικειμενικώς άξια προστασίας. Η εκτίμηση του απόρρητου χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί, συναφώς, τη στάθμιση των θεμιτών ατομικών συμφερόντων που αντιτίθενται στη γνωστοποίησή της και του γενικού συμφέροντος.

71      Οι αρχές της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας αποτελούν, κατά την ενάγουσα, κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος και απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες ικανά να θεμελιώσουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας (βλ., για την αρχή της χρηστής διοικήσεως, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1998, T‑105/96, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ II‑285, σκέψεις 73 έως 78· για τη δε αρχή της αναλογικότητας, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑7285, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 2010, T‑252/07, T‑271/07 και T‑272/07, Sungro κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑55, σκέψη 51). Ειδικότερα, η αρχή της χρηστής διοικήσεως απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες αν αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3995, σκέψη 127), όπως η αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί, όμως, οι πράξεις των κοινοτικών θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του προσφόρου και του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και, όταν δε υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές, τα δε προκύπτοντα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, T‑195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 57).

72      Συγκεκριμένα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε χωρίς την άδειά της μέρος του τυποποιημένου μηνύματος που η ενάγουσα απέστελλε στους πιθανούς συνεργάτες της, το οποίο περιλαμβανόταν στην επιστολή της 8ης Νοεμβρίου 2006 που είχε αποστείλει στην Επιτροπή. Η επίδικη επιστολή περιείχε εξάλλου και άλλες πληροφορίες σχετικά με την επιχειρηματική πολιτική της ενάγουσας, όπως ότι η ενάγουσα απευθύνεται μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε πιθανούς συνεργάτες οι οποίοι περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένο κατάλογο αποδεκτών.

73      Τον δυσανάλογο χαρακτήρα της ενέργειας της Επιτροπής αναδεικνύει, κατά την ενάγουσα, το ότι, αν η Επιτροπή με την επίδικη επιστολή επιθυμούσε απλώς, αντιδρώντας στην επιστολή του ΕΕΠΔ της 19ης Ιουνίου 2007, να λάβει απάντηση επί του αν τα μαζικά μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας είχαν αποσταλεί από την ενάγουσα ατομικώς ή με την ιδιότητά της ως εκπροσώπου της κοινοπραξίας, θα μπορούσε να θέσει το ερώτημα αυτό απευθείας σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας, χωρίς να αναφέρει τις πληροφορίες σχετικά με την πολιτική πληρώσεως θέσεων συνεργατών που ακολουθεί. Επιπλέον, τόσο από την προηγούμενη αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων όσο και από το περιεχόμενο του τυποποιημένου μηνύματος προέκυπτε ήδη σαφώς ότι η ενάγουσα απέστελλε τα εν λόγω μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στους πιθανούς συνεργάτες της ιδίω ονόματι και για δικό της λογαριασμό.

74      Δεύτερον, από την απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω (σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), προκύπτει ότι οσάκις το κοινοτικό θεσμικό όργανο διαθέτει αισθητά μειωμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως. Κατά την ενάγουσα, αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή βάσει των προαναφερθέντων κανόνων ουδεμία διακριτική ευχέρεια είχε ως προς τη γνωστοποίηση των επίμαχων πληροφοριακών στοιχείων σε τρίτους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη κατά τρόπο κατάφωρο τους εν λόγω κανόνες.

75      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της ενάγουσας. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι επίμαχες πληροφορίες ήταν ήδη γνωστές στην οικεία αγορά κατά τον χρόνο αποστολής της επίδικης επιστολής, οπότε η κοινοποίησή τους στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας ουδόλως αποτελεί παράνομη πράξη.

76      Από τη νομολογία προκύπτει συναφώς ότι κανόνας δικαίου έχει σκοπό την απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες όταν η παράβαση αφορά διάταξη που συνεπάγεται δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν, οπότε έχει άμεσο αποτέλεσμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1996, C‑46/93 και C‑48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame, Συλλογή 1996, σ. I‑1029, σκέψη 54), συνεπάγεται πλεονέκτημα δυνάμενο να θεωρηθεί ως κεκτημένο δικαίωμα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 1998, T‑113/96, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑125, σκέψεις 63 έως 65), έχει ως αποστολή την προστασία των συμφερόντων των ιδιωτών (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 1978, 83/76, 94/76, 4/77, 15/77 και 40/77, Bayerische HNL Vermehrungsbetriebe κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 381, σκέψη 5) ή προβαίνει στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί επαρκώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1996, C‑178/94, C‑179/94, C‑188/94 έως C‑190/94, Dillenkofer κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑4845, σκέψη 22, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2005, T‑415/03, Cofradía de pescadores «San Pedro de Bermeo» κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑4355, σκέψη 86).

77      Αυτό ισχύει προφανώς και για την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, το οποίο απονέμει συγκεκριμένα δικαιώματα προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών στους ιδιώτες, τα οποία αυτοί μπορούν να προβάλλουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή έναντι των κοινοτικών θεσμικών οργάνων (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 218).

78      Όσον αφορά τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι η πρώτη αρχή δεν αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, κανόνα δικαίου με σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, T‑196/99, Area Cova κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑3597, σκέψη 43), εκτός εάν αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος να αντιμετωπίζονται οι υποθέσεις τους με τήρηση της εμπιστευτικότητας (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 218) ή της αρχής της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή επιβάλλει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του πρόσφορου και αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑305/00, Conserve Italia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5659, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Προβάλλοντας όμως την παραβίαση των αρχών αυτών, η ενάγουσα αμφισβητεί ειδικότερα τη γνωστοποίηση σε τρίτους πληροφοριών οι οποίες προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα.

79      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών υπό το πρίσμα της φερόμενης παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής του επαγγελματικού απορρήτου. Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο έλεγχος της αναλογικότητας αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, μέρος της σταθμίσεως μεταξύ των θεμιτών ατομικών συμφερόντων που αντιτίθενται στη γνωστοποίηση συγκεκριμένης πληροφορίας και του γενικού συμφέροντος που επιβάλλει οι εργασίες των κοινοτικών οργάνων να διεξάγονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά (απόφαση Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψεις 45 και 50).

80      Όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ, τα μέλη των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, τα μέλη των επιτροπών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητας οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία.

81      Μολονότι το άρθρο 287 ΕΚ δεν ορίζει ρητώς ποιες πληροφορίες, πλην των επιχειρηματικών απορρήτων, προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, από τη νομολογία προκύπτει εντούτοις ότι στην έννοια αυτή εμπίπτουν επίσης οι πληροφορίες που πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές (απόφαση Postbank κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 86).

82      Συναφώς, όσον αφορά, γενικώς, τη φύση των επιχειρηματικών απορρήτων ή των άλλων πληροφοριών που προστατεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο απαιτείται, κατ’ αρχάς, τα επιχειρηματικά αυτά απόρρητα και οι εμπιστευτικές αυτές πληροφορίες να είναι γνωστά σε περιορισμένο αριθμό προσώπων. Εν συνεχεία, πρέπει να πρόκειται για πληροφοριακά στοιχεία η γνωστοποίηση των οποίων να μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στο πρόσωπο που τα προσκόμισε ή σε τρίτους. Τέλος, τα συμφέροντα που μπορεί να θιγούν από τη γνωστοποίηση της πληροφορίας απαιτείται να είναι αντικειμενικώς άξια προστασίας. Η εκτίμηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί, συναφώς, τη στάθμιση μεταξύ των θεμιτών ατομικών συμφερόντων που αντιτίθενται στη γνωστοποίησή της και του γενικού συμφέροντος που υπηρετεί η γνωστοποίηση αυτή (βλ. απόφαση Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Κατ’ αρχάς, πρέπει να προσδιοριστούν οι πληροφορίες που περιέχει η επίδικη επιστολή σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί η ενάγουσα για την πλήρωση θέσεων συνεργατών.

84      Πρόκειται για σύντομο απόσπασμα του τυποποιημένου μηνύματος που η ενάγουσα απέστελλε στους πιθανούς συνεργάτες της, το οποίο περιλαμβανόταν στην επιστολή που είχε αποστείλει στην Επιτροπή στις 8 Νοεμβρίου 2006. Από την επιστολή αυτή προκύπτει επίσης ότι η ενάγουσα απευθύνεται μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε πιθανούς συνεργάτες οι οποίοι περιλαμβάνονται σε ειδικό κατάλογο αποδεκτών.

85      Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 82 ανωτέρω, εάν οι πληροφορίες αυτές μπορούν να θεωρηθούν εμπιστευτικές. Πράγματι, εάν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι εμπιστευτικές, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου λόγω της γνωστοποιήσεώς τους στις λοιπές επιχειρήσεις της κοινοπραξίας.

86      Πρώτον, στο ερώτημα αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν γνωστές μόνο σε περιορισμένο αριθμό προσώπων κατά τον χρόνο αποστολής της επίδικης επιστολής αρμόζει αρνητική απάντηση.

87      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι η ίδια η ενάγουσα ομολογεί ότι με την πολιτική της για την πλήρωση θέσεων συνεργατών, που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, ακολουθεί πρακτικές οι οποίες είναι ευρέως διαδομένες στον κλάδο δραστηριότητάς της. Όπως, άλλωστε, η ίδια ομολογεί στην επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2006, με την οποία απαντά στην επιστολή της Επιτροπής της 24ης Νοεμβρίου 2006 (σκέψη 7 ανωτέρω), η αγορά εργασίας στον κλάδο της πληροφορικής στον οποίο δραστηριοποιείται είναι περιορισμένη και διαφανής, δεδομένου ότι οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι γνωρίζονται προσωπικώς λόγω της συνεργασίας τους σε διάφορα έργα. Ως εκ τούτου, είναι ελάχιστα πιθανό οι λοιπές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα να μην γνώριζαν ότι η ενάγουσα απέστελλε προσφορές θέσεων εργασίας μέσω μαζικών μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε αποδέκτες τους οποίους κατέγραφε σε κατάλογο διανομής.

88      Εν συνεχεία, αφενός, η ενάγουσα δεν αρνήθηκε ούτε τη μαζική αποστολή των μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με προσφορές θέσεων εργασίας ούτε ότι τα μηνύματα αυτά περιείχαν τη φράση «έχετε περιληφθεί στον κατάλογο αποδεκτών των προσφορών θέσεων εργασίας της European Dynamics». Αφετέρου, στο τυποποιημένο μήνυμα που απέστειλε η ενάγουσα στην Επιτροπή, στις 8 Νοεμβρίου 2006, γίνεται πολλές φορές μνεία τέτοιου καταλόγου αποδεκτών των προσφορών θέσεων εργασίας. Κατά συνέπεια, μετά την αποστολή των εν λόγω επιστολών, αρκετά μεγάλος αριθμός προσώπων έπρεπε να γνωρίζει ότι η ενάγουσα απηύθυνε τις προσφορές θέσεων εργασίας με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε πρόσωπα που κατέγραφε σε κατάλογο διανομής.

89      Τέλος, το ότι αυτές οι πληροφορίες ήταν δημόσιες επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη της από 14 Ιουνίου 2007 καταγγελίας ενώπιον του ΕΕΠΔ, της οποίας αντικείμενο ήταν ακριβώς τα εν λόγω μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.

90      Δεύτερον, η γνωστοποίηση των πληροφοριών σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί η ενάγουσα για την πλήρωση θέσεων συνεργατών δύναται να τη θέσει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τις τρίτες επιχειρήσεις που έχουν λάβει τις πληροφορίες αυτές και να της προκαλέσει οικονομική ζημία. Η ενάγουσα όμως δεν εξήγησε ως προς τι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών μπορούσε να βλάψει την εικόνα και την επαγγελματική της φήμη, δηλαδή, να της προκαλέσει ηθική βλάβη. Από τα σημεία 4 έως 6 του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης προκύπτει αντιθέτως ότι η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η πολιτική που ακολουθεί για την πλήρωση θέσεων συνεργατών είναι θεμιτή και αναγκαία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων.

91      Τρίτον, δεν αποκλείεται τα συμφέροντα που θίγει η γνωστοποίηση των επίμαχων πληροφοριών, δηλαδή τα οικονομικά συμφέροντα, να είναι άξια προστασίας.

92      Τέταρτον, όσον αφορά τη στάθμιση των θεμιτών ατομικών συμφερόντων που αντιτίθενται στη γνωστοποίησή του και το γενικό συμφέρον το οποίο υπηρετεί η γνωστοποίηση αυτή, το παρατιθέμενο απόσπασμα του τυποποιημένου μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της ενάγουσας και οι πληροφορίες σχετικά με τις προσφορές θέσεων εργασίας που αποστέλλονταν μαζικά σε αποδέκτες καταγεγραμμένους σε κατάλογο διανομής ήταν αναγκαίες προκειμένου να καταστεί δυνατό να προσδιοριστούν επακριβώς, στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήγε η Επιτροπή, τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που ήταν αντικείμενο της έρευνας αυτής.

93      Κατά συνέπεια, αρκεί η διαπίστωση ότι οι επίμαχες πληροφορίες, καθόσον, αφενός, δεν ήταν γνωστές σε περιορισμένο μόνο αριθμό προσώπων και, αφετέρου, τα γενικά συμφέροντα που υπηρετεί η κοινοποίησή τους στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας υπερίσχυαν των αντιτιθέμενων σε αυτή ατομικών συμφερόντων της ενάγουσας, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν εμπιστευτικές υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 82 ανωτέρω. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η κοινοποίησή τους στα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας μπορούσε να βλάψει την εικόνα και τη φήμη της.

94      Η Επιτροπή δεν παρέβη συνεπώς, λόγω της κοινοποιήσεως αυτής, την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που υπέχει, οπότε δεν πληρούται η προϋπόθεση της κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που σκοπό έχει την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

95      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί αυτό το σκέλος της αγωγής χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπάρξεως ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας.

96      Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

97      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Δυναμική — Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ στα δικαστικά έξοδα.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Οκτωβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.