Language of document : ECLI:EU:C:2014:2107

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 17ης Ιουλίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑261/13 P

Peter Schönberger

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως — Δικαίωμα αναφοράς προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ — Άρθρο 44 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης— Αναρμοδιότητα της Επιτροπής Αναφορών να αποφανθεί επί των τεθέντων ζητημάτων — Απόφαση περί αρχειοθετήσεως της αναφοράς — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν την έννομη κατάσταση ιδιώτη — Άρθρο 263 ΣΛΕΕ»





I –    Εισαγωγή

1.        Κατά μία έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Επιτροπή Αναφορών), «η αναφορά αποτελεί σημαντικό εργαλείο, καθώς επιτρέπει στο άτομο να κάνει τη φωνή του να ακουστεί επισήμως και να επιτύχει την εξέταση των ζητημάτων που το απασχολούν στους κόλπους των θεσμικών οργάνων της [Ένωσης]. Δημιουργεί συνεπώς άμεσο σύνδεσμο μεταξύ ημών, των αιρετών αντιπροσώπων, και εκείνων των οποίων προτιθέμεθα να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα» (2). Όπως αποδεικνύουν οι στατιστικές τις Επιτροπής Αναφορών, το εν λόγω εργαλείο έχει γνωρίσει πράγματι μεγάλη επιτυχία. Το 2013, οι αναφορές που κατατέθηκαν ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής ξεπέρασαν τις 3 000, γεγονός που συνιστά αύξηση ανώτερη του 45 % σε σχέση με το 2012 και διπλασιασμό σε σχέση με το 2011 (3).

2.        Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο P. Schönberger (στο εξής: αναιρεσείων) ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Schönberger κατά Κοινοβουλίου (T‑186/11, EU:T:2013:111, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 2011, με την οποία τερματίστηκε η εξέταση της αναφοράς που είχε υποβάλει ο αναιρεσείων στις 2 Οκτωβρίου 2010 (4) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3.        Η υπό κρίση υπόθεση αφορά επομένως την ερμηνεία του περιεχομένου του δικαιώματος αναφοράς, κατά την έννοια των άρθρων 20 ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ, όπως αυτό επιβεβαιώνεται με το άρθρο 44 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά να επιλύσει το ζήτημα αν οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Επιτροπή Αναφορών υπόκεινται σε έλεγχο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

4.        Στο πλαίσιο των προτάσεών μου, θα αναλύσω επομένως την άσκηση του δικαιώματος αναφοράς υπό το φως της νομολογίας που διαμόρφωσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο μέχρι σήμερα, αντιπαραθέτοντας τη νομολογία αυτή προς εκείνη του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της δεκτικής προσφυγής πράξεως. Πράγματι, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνιστά πιστή εφαρμογή της αποφάσεως Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (5), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε την ερμηνεία ότι η εκτίμηση του παραδεκτού μιας αναφοράς πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, για τον λόγο ότι μια απόφαση περί απαραδέκτου ή περί αρχειοθετήσεως αναφοράς είναι ικανή να θίξει την ουσία του δικαιώματος αναφοράς και συνιστά, ως εκ τούτου, απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (6).

5.        Φρονώ ευθύς εξαρχής ότι, στην απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466), το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως την έννοια της δεκτικής προσφυγής πράξεως τούτο δε οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στη διασταλτική ερμηνεία του περιεχομένου του δικαιώματος αναφοράς. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, το δικαίωμα αναφοράς αποτελεί εργαλείο άμεσου πολιτικού διαλόγου και την έκφραση της δημοκρατικής αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ των πολιτών και των αιρετών εκπροσώπων τους, το οποίο, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, δεν θα πρέπει να υπόκειται στην επέμβαση του δικαστή της Ένωσης.

6.        Κατά συνέπεια, προτίθεμαι στις παρούσες προτάσεις να προτείνω στο Δικαστήριο ανατροπή της νομολογίας Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466), η οποία αποτελεί το θεμέλιο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να εγγυηθεί την ασφάλεια δικαίου υπέρ των πολιτών, το Δικαστήριο θα πρέπει, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να λάβει ρητώς θέση επί της νομολογίας Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466), είτε ακυρώνοντας είτε επιβεβαιώνοντάς την. Στην τελευταία περίπτωση, η κρίση επί της αιτήσεως αναιρέσεως δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία.

II – Το νομικό πλαίσιο

7.        Το δικαίωμα αναφοράς αναγνωρίζεται στα άρθρα 20, στοιχείο δ΄, ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ ως ειδικότερη έκφραση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

8.        Το άρθρο 44 του Χάρτη ορίζει ότι:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος, έχει δικαίωμα αναφοράς προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» (7).

9.        Η διαχείριση των αναφορών ρυθμίστηκε στον τίτλο VIII του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Κανονισμός). Οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση είναι τα άρθρα 191 έως 193 του Κανονισμού (8). Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατόπιν της τροποποιήσεως του Κανονισμού, που επήλθε το 2011, οι ανωτέρω διατάξεις τροποποιήθηκαν και περιελήφθησαν πλέον στα άρθρα 201 έως 203 του Κανονισμού (στο εξής: τροποποιημένος Κανονισμός) (9). Τέλος, κατόπιν τροποποιήσεως που επήλθε τον Ιούλιο του 2014, το δικαίωμα αναφοράς ρυθμίζεται επί του παρόντος στα άρθρα 215 έως 218 του τροποποιημένου Κανονισμού στο πλαίσιο της 8ης κοινοβουλευτικής περιόδου (10). Ωστόσο, η τελευταία αυτή τροποποίηση δεν μετέβαλε τη διατύπωση των οικείων διατάξεων σε σχέση με τον τροποποιημένο Κανονισμό.

10.      Κατά το άρθρο 191 του Κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα αναφοράς»:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που υπάγεται στους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης και το οποίο τους αφορά άμεσα. […]

6.      Οι αναφορές που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή αρχειοθετούνται· η αιτιολόγηση της απόφασης κοινοποιείται στον αναφέροντα. […]»

11.      Το άρθρο 192 του Κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εξέταση των αναφορών», ορίζει:

«1.      Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τη σύνταξη εκθέσεων για τις αναφορές που έχει χαρακτηρίσει ως παραδεκτές ή να πάρει θέση με όποιον άλλο τρόπο θέλει. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 46, ιδίως προκειμένου περί αναφορών που αποσκοπούν στην τροποποίηση ισχύοντος κανόνα δικαίου. […]

3.      Για την εξέταση των αναφορών ή για τη διαπίστωση γεγονότων, η επιτροπή μπορεί να οργανώνει ακροάσεις των αναφερόντων ή γενικές ακροάσεις, ή να αποστέλλει μέλη της για επιτόπια διαπίστωση. […]

7.      Στους αναφέροντες γνωστοποιούνται από τον Πρόεδρο οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί επί των αναφορών, καθώς και η αιτιολόγησή τους.»

12.      Κατά το άρθρο 201, παράγραφος 7, του τροποποιημένου Κανονισμού, οι αναφορές που εγγράφονται στο γενικό πρωτόκολλο διαβιβάζονται από τον [πρόεδρο του Κοινοβουλίου] στην αρμόδια επιτροπή, η οποία ελέγχει το παραδεκτό τους σύμφωνα με το άρθρο 227 [ΣΛΕΕ].

13.      Το άρθρο 201, παράγραφος 8, του τροποποιημένου Κανονισμού ορίζει:

«Οι αναφορές που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή αρχειοθετούνται. Η αιτιολόγηση της απόφασης κοινοποιείται στον αναφέροντα. Εφόσον είναι δυνατόν, μπορούν να του υποδειχθούν άλλα μέσα προσφυγής.»

14.      Το άρθρο 203Α του τροποποιημένου Κανονισμού στην έκδοση που προέκυψε από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 (11) ρυθμίζει επίσης τη διαχείριση της πρωτοβουλίας πολιτών.

III – Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

15.      Ο αναιρεσείων, πρώην υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αμφισβήτησε τα μόρια αξιολογήσεως που του απονεμήθηκαν στο πλαίσιο της περιόδου προαγωγών του έτους 2005. Κατόπιν της καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2008 από τον αναιρεσείοντα, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2010, εξέδωσε πόρισμα περί πράξεως κακοδιοικήσεως του Κοινοβουλίου, καθόσον ο πρόεδρος του τελευταίου όφειλε να αποφανθεί επί της ενστάσεως του αναιρεσείοντος.

16.      Στις 2 Οκτωβρίου 2010, ο αναιρεσείων υπέβαλε, με βάση το άρθρο 227 ΣΛΕΕ, αναφορά προς το Κοινοβούλιο, στην οποία ζητούσε από το τελευταίο να λάβει μέτρα προς επανόρθωση της διαπιστώσεως του Διαμεσολαβητή.

17.      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αναφορών απευθύνθηκε στον αναιρεσείοντα ως ακολούθως: «[Σ]ας πληροφορώ με την παρούσα ότι η Επιτροπή εξέτασε την αναφορά σας και την κήρυξε παραδεκτή σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς αυτή εμπίπτει στους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, η Επιτροπή Αναφορών δεν δύναται να εξετάσει την αναφορά σας επί της ουσίας και συνεπώς κατέγραψε τις παρατηρήσεις σας. Η αναφορά σας θα διαβιβαστεί στον γενικό διευθυντή προσωπικού, προκειμένου αυτός να λάβει τα προσήκοντα μέτρα. Παρακαλείσθε επίσης να σημειώσετε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η εξέταση της αναφοράς σας». Κατά συνέπεια, τερματίστηκε η εξέταση της αναφοράς.

18.      Με προσφυγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Μαρτίου 2011, ο P. Schönberger ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως για τον λόγο ότι αυτή έθετε τέρμα στην εξέταση της αναφοράς του χωρίς να προβεί σε εξέταση επί της ουσίας.

19.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Βασιζόμενο στην απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η αναφορά του αναιρεσείοντος θεωρήθηκε παραδεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν την έννομη κατάσταση του αναιρεσείοντος. Για περισσότερες λεπτομέρειες παραπέμπω στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

IV – Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.      Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο P. Schönberger ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να κάνει δεκτή την προσφυγή που ασκήθηκε πρωτοδίκως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21.      Με το υπόμνημά του αντικρούσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

V –    Επί της εξετάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως

22.      Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει έξι αιτιάσεις (12), οι οποίες αντλούνται, πρώτον, από τη μη συνεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (13), δεύτερον, από την παραγνώριση του πεδίου εφαρμογής του θεμελιώδους δικαιώματος αναφοράς (14), τρίτον, από την έλλειψη αιτιολογήσεως και από την έλλειψη λογικής από τις οποίες πάσχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (15), τέταρτον, από πλάνη εκτιμήσεως οφειλόμενη σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) (16), πέμπτον, από έλλειψη αιτιολογήσεως αφορώσα τη μη εξέταση της ελλείψεως αιτιολογήσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (17) και, έκτον, από την ελλιπή εξέταση των πραγματικών περιστατικών (18).

23.      Συναφώς, με βάση τη μεταξύ τους σχέση, προτείνω την ομαδοποίηση των ανωτέρω αιτιάσεων σε δύο λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος θα περιλαμβάνει τις αιτιάσεις σχετικά με την έκταση του δικαιώματος αναφοράς (δεύτερη, τρίτη και τέταρτη αιτίαση της αιτήσεως αναιρέσεως). Ο δεύτερος λόγος θα περιλαμβάνει τις διαδικαστικής τάξεως αιτιάσεις (πρώτη, πέμπτη και έκτη αιτίαση της αιτήσεως αναιρέσεως).

24.      Επειδή η απάντηση στα επιχειρήματα σχετικά με την ουσία του δικαιώματος αναφοράς καθώς και σχετικά με την εμβέλεια της αποφάσεως Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) είναι καθοριστική για την κρίση της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, θα ξεκινήσω με την εξέταση του αντίστοιχου λόγου.

VI – Επί της εκτάσεως του δικαιώματος αναφοράς (πρώτος λόγος περιλαμβάνων τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση της αιτήσεως αναιρέσεως)

 Α —      Επιχειρηματολογία των μερών

25.      Με το σύνολο των αιτιάσεων που ομαδοποιούνται υπό τον πρώτο λόγο, ο αναιρεσείων αμφισβητεί το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αναφοράς. Πρώτον, αναφερόμενος στη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι μόνο μια απόφαση που χαρακτηρίζει απαράδεκτη την αναφορά είναι ικανή να περιορίσει την άσκηση του δικαιώματος αναφοράς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αναφοράς περιορίστηκε εσφαλμένως στο ζήτημα του παραδεκτού των αναφορών. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο οφείλει όχι μόνο να εξετάσει το παραδεκτό μιας αναφοράς, αλλά επίσης να αναλύσει και την ουσία των αναφορών που θεωρούνται παραδεκτές. Η άρνηση εξετάσεως μιας αναφοράς επί της ουσίας παρακωλύει την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, καθώς ο αναφερόμενος στερείται της δυνατότητας να συμβάλει στη βελτίωση του δικαίου της Ένωσης και να συμμετάσχει στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης κατά την έννοια των άρθρων 10, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και 24, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

26.      Δεύτερον, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ακολούθησε παράλογη συλλογιστική δεχόμενο, αφενός, ότι στον τομέα των αναφορών το Κοινοβούλιο δεν εκδίδει ποτέ δεσμευτικές πράξεις και, αφετέρου, ότι η απόφαση με την οποία μια αναφορά κηρύσσεται απαράδεκτη ή αρχειοθετείται μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (19). Τρίτον, ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εφαρμογή της αποφάσεως Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) στις σκέψεις 16, 17 και 19 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

27.      Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απορρίπτει το σύνολο των προβαλλόμενων αιτιάσεων. Υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξωδικαστικής φύσεώς του, το δικαίωμα αναφοράς εγγυάται μόνο το δικαίωμα προσφυγής στο Κοινοβούλιο, διατηρουμένης πάντως της πολιτικής ελευθερίας του τελευταίου να δώσει ή όχι συνέχεια σε μια αναφορά. Το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι ούτε το κατοχυρούμενο στο πρωτογενές δίκαιο δικαίωμα αναφοράς ούτε οι διατάξεις του Κανονισμού επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αναφερόμενος έχει ειδικά διαδικαστικά δικαιώματα προς τον σκοπό αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος αναφοράς. Εξάλλου, το Κοινοβούλιο συμμερίζεται την ανάλυση που απορρέει από την απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466).

 Β —      Επί του δικαιώματος αναφοράς στο δίκαιο της Ένωσης

1.      Επί της ασκήσεως του δικαιώματος αναφοράς

28.      Όπως επισήμανα ήδη, η δυνατότητα υποβολής αναφοράς συνιστά εργαλείο άμεσης συμμετοχής στις πολιτικές λειτουργίες που ασκούνται από τους αντιπροσώπους των λαών της Ένωσης. Εντούτοις, δεδομένου ότι το Δικαστήριο καλείται για πρώτη φορά να εξετάσει το δικαίωμα αναφοράς στο σύνολό του, κρίνω χρήσιμο να προβώ σε λεπτομερή ανάλυση του εν λόγω εργαλείου.

29.      Μολονότι το δικαίωμα αναφοράς προς το Κοινοβούλιο δεν προβλεπόταν στις ιδρυτικές συνθήκες (20), μετά το πέρας της πρώτης εκλογής με καθολική ψηφοφορία, το Κοινοβούλιο τροποποίησε, το 1981, τον Κανονισμό διαδικασίας του και αναγνώρισε επισήμως τη δυνατότητα υποβολής αναφορών (21), δυνατότητα η οποία στη συνέχεια ενισχύθηκε δυνάμει μιας διαθεσμικής δηλώσεως το 1989 (22). Το δικαίωμα αναφοράς προς το Κοινοβούλιο αναγνωρίστηκε σε επίπεδο Συνθηκών μόλις με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του αποδόθηκε εν τέλει το καθεστώς θεμελιώδους δικαιώματος ενσωματωμένου στο άρθρο 44 του Χάρτη (23).

30.      Συνεπώς, το δικαίωμα αναφοράς (24) διαμορφώθηκε αρχικώς ως στοιχείο συνδεόμενο με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια (25). Το δικαίωμα υποβολής αναφοράς στο Κοινοβούλιο, που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20, στοιχείο δ΄, ΣΛΕΕ, 24, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ, και το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στον Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ, συνιστούν μέσα που επιτρέπουν στους Ευρωπαίους πολίτες να ασκούν τα άμεσα δημοκρατικά δικαιώματα κοινωνικοπολιτικής συμμετοχής τους. Η πρωτοβουλία Ευρωπαίων πολιτών, η οποία θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ (26), αποτελεί παραπλήσιο εργαλείο.

31.      Απαραίτητο για την άσκηση, εκ μέρους των πολιτών, της δημοκρατικής συμμετοχής και του δημοκρατικού ελέγχου, το δικαίωμα αναφοράς ενισχύει επομένως την επικοινωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και των πολιτών και κατοίκων της Ένωσης, συνιστώντας ταυτόχρονα για τα πρόσωπα αυτά έναν ανοιχτό, δημοκρατικό και διαφανή μηχανισμό που επιτρέπει, όταν αυτό νομιμοποιείται και δικαιολογείται, την επίτευξη εξωδικαστικής λύσεως στο αίτημά τους (27).

32.      Είναι αληθές ότι καμία πράξη δεν έχει ορίσει την έννοια της αναφοράς. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο κατέβαλε προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, προτείνοντας η έννοια της αναφοράς να καλύπτει «κάθε καταγγελία, αίτημα παροχής γνώμης ή επεμβάσεως, αντίδραση στα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου ή στις αποφάσεις άλλων θεσμικών ή λοιπών κοινοτικών οργάνων που διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο από ιδιώτες και ενώσεις» (28). Στις εκθέσεις της Επιτροπής Αναφορών, μολονότι ο ορισμός αυτός δεν έχει υιοθετηθεί επισήμως, οι αναφορές νοούνται ως «αιτήματα επεμβάσεως, δράσεως ή τροποποιήσεως μιας πολιτικής ή παροχής γνωμών που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο». Τέλος, σημειώνω ότι, σε μια έκθεση του 2001 (29), παρουσιάστηκε σχέδιο ενισχύσεως του δικαιώματος αναφοράς και τροποποιήσεως της Συνθήκης, χωρίς όμως να δοθεί συνέχεια.

33.      Από συγκριτική σκοπιά, σε πλείονα κράτη μέλη το δικαίωμα αναφοράς συνιστά, εξ όσων γνωρίζω, δικαίωμα συνταγματικό (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ρουμανία) ή θεμελιώδες (Τσεχική Δημοκρατία, Γερμανία (30)). Είναι ωστόσο δύσκολο να δοθεί γενικός ορισμός του δικαιώματος αναφοράς. Ανάλογα με τις εθνικές παραδόσεις, η αναφορά μπορεί να ενσωματώνει μια υπόδειξη, μια πληροφορία, μια πρωτοβουλία, να εκφράζει τοποθετήσεις ή παράπονα (31). Μολονότι ορισμένα κράτη μέλη δεν προβλέπουν μηχανισμό που να επιτρέπει στους πολίτες να προσφύγουν στο Κοινοβούλιο για κάποια υπόθεσή τους (Δημοκρατία της Φινλανδίας, Βασίλειο της Σουηδίας), οι πολίτες αυτοί διαθέτουν άλλα μέσα προκειμένου να έλθουν σε επαφή με τους βουλευτές, όπως τις επιστολές τις οποίες απευθύνουν προς το Κοινοβούλιο (32).

34.      Στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα αναφοράς έχει κάθε κάτοικος της Ένωσης και σε κάθε νομικό πρόσωπο που έχει την καταστατική του έδρα σε κάποιο κράτος μέλος. Εντούτοις, κατόπιν τροποποιήσεως του Κανονισμού που επήλθε το 2011, η δυνατότητα υποβολής αναφορών επεκτάθηκε επίσης στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια της Ένωσης και που δεν έχουν την κατοικία ή την έδρα τους σε κάποιο κράτος μέλος (33). Κατά συνέπεια, η αναφορά δεν συνδέεται πλέον αυστηρά με την ιθαγένεια της Ένωσης (34). Εξάλλου, οι αναφορές μπορούν να υπογράφονται από πολλά εκατομμύρια άτομα τα οποία πρέπει να εκπροσωπούνται από έναν αναφερόμενο (35).

35.      Ωστόσο, βάσει του άρθρου 227 ΣΛΕΕ, η δυνατότητα υποβολής αναφοράς περιορίζεται στα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, το δικαίωμα αναφοράς είναι σημαντικό στο πλαίσιο του σχεδιασμού και του ελέγχου της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης.

36.      Αφενός, οι αναφορές αποτελούν πηγή εμπνεύσεως για το έργο άλλων επιτροπών του Κοινοβουλίου, επί της ουσίας αρμόδιων για τη σύνταξη νομοθετικών πράξεων σε ειδικότερους τομείς. Το Κοινοβούλιο μπορεί επίσης στη συνέχεια να υιοθετεί ψηφίσματα σε ποικίλους και πολιτικώς ευαίσθητους τομείς (36).

37.      Αφετέρου, η αναφορά συνιστά μια μορφή a posteriori ελέγχου, εκ μέρους των πολιτών της Ένωσης, της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, οι αναφορές αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον εντοπισμό παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης (37), κυρίως στους τομείς του περιβάλλοντος, της εσωτερικής αγοράς, στους τομείς που συνδέονται με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, στον τομέα των οικονομικών υπηρεσιών (38) και πρωτίστως στα θέματα προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων (39). Σε πολλές περιπτώσεις, η υποβολή αναφοράς που συμπίπτει με την ταυτόχρονη υποβολή καταγγελίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να οδηγήσει στην κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει ή προσφυγής επί παραλείψει (40). Οι στατιστικές καταδεικνύουν ότι αριθμός αναφορών που κυμαίνεται μεταξύ του ενός τετάρτου και του ενός τρίτου συνδέεται με διαδικασίες παραβάσεως ή οδηγεί σ’ αυτές (41). Παρά ταύτα, το ζήτημα της συνέχειας που πρέπει να δίνεται τόσο στις καταγγελίες όσο και στις αναφορές δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης (42).

2.      Επί της διαδικασίας εξετάσεως των αναφορών

38.      Οι λεπτομέρειες ασκήσεως του δικαιώματος αναφοράς ρυθμίζονται στα άρθρα 201 έως 203 του τροποποιημένου Κανονισμού (43) (στην τελευταία έκδοσή του) (44). Με βάση τις διατάξεις αυτές, είναι κατά τη γνώμη μου αδιαμφισβήτητο ότι το Κοινοβούλιο επιχειρεί να καθιερώσει διαφανή και δίκαιη διαδικασία παρέχουσα τη δυνατότητα σε κάθε νομιμοποιούμενο πρόσωπο να ασκήσει το δικαίωμα αναφοράς (45).

39.      Κατά τις ισχύουσες διατάξεις, οι αιτήσεις αναφοράς που πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις του παραδεκτού (46) καταχωρίζονται στο γενικό πρωτόκολλο κατά τη σειρά αφίξεώς τους. Οι αναφορές που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 201, παράγραφος 2, του τροποποιημένου Κανονισμού τίθενται στο αρχείο, οι δε αναφερόμενοι και οι αναφερόμενοι ενημερώνονται για τους λόγους της θέσεως στο αρχείο. Ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι οι μη καταχωρισμένες και οι απαράδεκτες αναφορές συνιστούν δύο διακριτές κατηγορίες (47), η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι ευχερής υπό το φως των εκθέσεων της Επιτροπής Αναφορών (48).

40.      Οι καταχωρισμένες αιτήσεις διαβιβάζονται στην Επιτροπή Αναφορών, η οποία εξακριβώνει το από ουσιαστική άποψη παραδεκτό τους υπό το πρίσμα του άρθρου 227 ΣΛΕΕ, από το οποίο προκύπτει ότι κάθε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αναφορά σχετικά με θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης και που τον ή την αφορά άμεσα.

41.      Οι αναφορές που χαρακτηρίζονται απαράδεκτες σε αυτό το στάδιο τίθενται στο αρχείο. Ο τροποποιημένος Κανονισμός προβλέπει επίσης ψηφοφορία στην περίπτωση κατά την οποία τα μέλη της Επιτροπής Αναφορών δεν οδηγούνται σε ομοφωνία σχετικά με το παραδεκτό της αναφοράς. Εν πάση περιπτώσει, στον αναφερόμενο κοινοποιείται αιτιολογημένη απόφαση περί απαραδέκτου, η οποία συχνά συνοδεύεται από την υπόδειξη προς τον ίδιο να απευθυνθεί στο αρμόδιο εθνικό ή διεθνές όργανο (49). Συναφώς, το άρθρο 201, παράγραφος 8, του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα υποδείξεως άλλων ενδίκων βοηθημάτων.

42.      Μεταξύ των παραδεκτών αιτήσεων συγκαταλέγονται οι αιτήσεις που τερματίζονται με άμεση απάντηση ή εκείνες που αποστέλλονται για εξέταση σε άλλα θεσμικά ή λοιπά όργανα, προς παροχή γνώμης ή ενημέρωση. Ακολούθως, η Επιτροπή Αναφορών ζητεί γενικώς από την Επιτροπή να της παράσχει κάθε κρίσιμη πληροφορία ή τη γνώμη της επί των ζητημάτων που τίθενται από τον αναφερόμενο.

43.      Με βάση τις διατάξεις που διέπουν την εξέταση των αναφορών, είναι σαφές ότι οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Αναφορών είναι στην πραγματικότητα αρκετά περιορισμένες. Πράγματι, η εν λόγω Επιτροπή «δεν είναι δικαστικό όργανο εξουσιοδοτημένο να αποφαίνεται τι είναι ορθό και τι όχι σε μια συγκεκριμένη υπόθεση ούτε να κρίνει την καταλληλότητα ή όχι μιας πολιτικής αποφάσεως που λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, ούτε και είναι εξοπλισμένη με εξουσία καταναγκασμού» (50).

44.      Αντιθέτως, είναι σαφές ότι η Επιτροπή Αναφορών απολαύει ελευθερίας εκτιμήσεως όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί σε μια αναφορά. Εξάλλου, και η απόφαση περί του παραδεκτού μιας αναφοράς μπορεί να ληφθεί κατά διακριτική ευχέρεια, παρά τον σύνδεσμο που υφίσταται με το άρθρο 227 ΣΛΕΕ. Είναι βεβαίως αληθές ότι η τελευταία αυτή διάταξη απαιτεί, προκειμένου να είναι παραδεκτή μια αναφορά, να είναι αυτή σχετική με ζήτημα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης και να αφορά άμεσα τον αναφερόμενο. Ωστόσο, πέρα από τις ανωτέρω τυπικές απαιτήσεις, από το άρθρο 201, παράγραφος 7, του τροποποιημένου Κανονισμού προκύπτει ότι, αν η Επιτροπή Αναφορών δεν καταλήγει σε ομοφωνία σχετικά με το παραδεκτό της αναφοράς, η τελευταία μπορεί να χαρακτηριστεί παραδεκτή κατόπιν αιτήσεως του ενός τετάρτου τουλάχιστον των μελών της εν λόγω Επιτροπής.

45.      Τέλος, υπενθυμίζω ότι η Επιτροπή Αναφορών εκτιμά ότι «η διαδικασία της αναφοράς μπορεί, και πρέπει, να παραμείνει συμπληρωματική προς τους άλλους μηχανισμούς προσφυγών [υπό ευρεία έννοια] στους οποίους μπορούν να καταφύγουν οι πολίτες, όπως οι καταγγελίες προς την Επιτροπή ή προς τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή» (51). Πέραν των λοιπών θεσμικών και άλλων οργάνων και μηχανισμών που συνιστούν οι επιτροπές διερευνήσεως, η πρωτοβουλία Ευρωπαίων πολιτών και ο Διαμεσολαβητής, η Επιτροπή Αναφορών διαδραματίζει ρόλο αυτόνομο και σαφώς προσδιορισμένο ως σημείο επαφής για κάθε πολίτη (52).

46.      Τούτο με οδηγεί στην εξέταση του ζητήματος της έννοιας της δεκτικής προσφυγής πράξεως, όπως αυτή ερμηνεύθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) και οδήγησε το τελευταίο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναφορά είχε χαρακτηριστεί απαράδεκτη.

 Γ —      Επί των εννόμων αποτελεσμάτων της ασκήσεως του δικαιώματος αναφοράς υπό το πρίσμα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

1.      Επί της έννοιας της παράγουσας έννομα αποτελέσματα πράξεως

47.      Κατά πάγια νομολογία, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά οποιουδήποτε ληφθέντος από θεσμικό όργανο μέτρου, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής του, με το οποίο επιδιώκεται η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλα τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς την έννομη κατάστασή του (53). Αντιθέτως, είναι απαράδεκτες οι προσφυγές κατά πράξεων που συνιστούν απλώς μέτρα εσωτερικής φύσεως της διοικήσεως και παράγουν συνεπώς αποτελέσματα που περιορίζονται μόνο στο εσωτερικό της διοικήσεως (54).

48.      Εφόσον, στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για πράξη εκδοθείσα από το Κοινοβούλιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση Les Verts κατά Κοινοβουλίου, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως κατά των πράξεων του Κοινοβουλίου οι οποίες αποβλέπουν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι των τρίτων (55). Κατά πάγια νομολογία, εντούτοις, πράξεις που αφορούν μόνο την εσωτερική οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (56).

49.      Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση του προέδρου του Κοινοβουλίου περί τερματισμού της διαδικασίας του προϋπολογισμού συγκαταλέγεται στις ικανές να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων πράξεις (57). Το Δικαστήριο εκτίμησε επίσης ότι είναι παραδεκτή προσφυγή κατά της κανονιστικής ρυθμίσεως που αφορά την καταβλητέα στους βουλευτές του Κοινοβουλίου μεταβατική αποζημίωση κατά τη λήξη της θητείας τους (58). Η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου αναγνωρίστηκε επίσης στην περίπτωση ψηφίσματος του Κοινοβουλίου το οποίο καθόριζε το επιφορτιζόμενο με ορισμένες δραστηριότητες προσωπικό (59).

50.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές με τη σύσταση των επιτροπών διερευνήσεως του Κοινοβουλίου πράξεις αφορούν μόνο την εσωτερική οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου (60). Ομοίως, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες έχουν μόνον αρμοδιότητα ενημερώσεως και επαφών και ότι οι σχετικές με τον διορισμό των μελών τους και με την εκλογή του προέδρου τους πράξεις δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής (61). Το Δικαστήριο έκρινε ακόμα ότι επιστολή που απευθύνθηκε από θεσμικό όργανο σε απάντηση αιτήματος που είχε διατυπωθεί από τον αποδέκτη της επιστολής δεν συνιστούσε πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως (62). Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης το παραδεκτό της προσφυγής κατά των πράξεων του Κοινοβουλίου από κοινού με την ουσία (63).

51.      Όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του δικαιώματος αναφοράς ως εργαλείου του πολιτικού διαλόγου που εμπίπτει στην ευθύνη του Κοινοβουλίου, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Επιτροπή Αναφορών προσομοιάζουν, εκ πρώτης όψεως, με πράξεις εσωτερικής οργανώσεως του Κοινοβουλίου, οι οποίες υιοθετούνται στο πλαίσιο του πολιτικού του έργου. Με βάση την ανωτέρω διαπίστωση, πρέπει ωστόσο να εξεταστούν τα αποτελέσματα των αποφάσεων της Επιτροπής Αναφορών έναντι των τρίτων, όπως αυτά απορρέουν από την απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466).

2.      Επί των αποτελεσμάτων των αποφάσεων της Επιτροπής Αναφορών

 α)     Επί της αποφάσεως Tegebauer κατά Κοινοβουλίου

52.      Καταρχάς, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) δεν αποδίδει σε όλες τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναφορών τον χαρακτήρα αποφάσεων δεκτικών προσφυγής, γεγονός το οποίο θα επέτρεπε τον έλεγχό τους εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης.

53.      Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στην εν λόγω απόφαση ότι, «μολονότι η συνέχεια που δίδεται από το Κοινοβούλιο σε αναφορά που χαρακτηρίστηκε παραδεκτή δεν εμπίπτει στο πεδίο του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης, καθώς το Κοινοβούλιο διατηρεί συναφώς πλήρη ελευθερία εκτιμήσεως πολιτικής φύσεως, η εκτίμηση του παραδεκτού μιας αναφοράς πρέπει ωστόσο να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, δεδομένου ότι ο έλεγχος αυτός συνιστά τη μοναδική εγγύηση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος υποβολής αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 194 ΕΚ. Πράγματι, μια απόφαση περί απαραδέκτου και περί αρχειοθετήσεως αναφοράς εκ μέρους της Επιτροπής Αναφορών είναι ικανή να θίξει την ίδια την ουσία του δικαιώματος των πολιτών να υποβάλουν αναφορά, όπως αυτό κατοχυρώνεται από τη συνθήκη, και συνιστά ως εκ τούτου απόφαση που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως».

54.      Εν προκειμένω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή κατά την οποία μόνον οι αποφάσεις της Επιτροπής Αναφορών που χαρακτηρίζουν απαράδεκτες τις αιτήσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

55.      Ωστόσο, κατά τον αναιρεσείοντα, ένα τέτοιο συμπέρασμα πάσχει από λογικό σφάλμα εφόσον, αφενός, η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου καταλείπει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη βασιμότητα των αναφορών και τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί σε αυτές, και, αφετέρου, αποδίδει σε ορισμένες από τις αποφάσεις αυτές τον χαρακτήρα της δεκτικής προσφυγής πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

56.      Πράγματι, τόσο για τους λόγους που εκτέθηκαν ήδη σχετικά με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού της αναφοράς στο δίκαιο της Ένωσης, όσο και για τους λόγους που εκτίθενται στη συνέχεια, είμαι της γνώμης ότι η νομολογία Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) ενέχει αντίφαση. Ειδικότερα, κατά την άποψή μου, κανενός είδους απόφαση της Επιτροπής Αναφορών δεν είναι ικανή να μεταβάλει ουσιωδώς την έννομη κατάσταση του αναφερομένου.

 β)     Επί της οριοθετήσεως της έννοιας του «δικαιώματος» αναφοράς

57.      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ενόψει της αναλύσεως των εννόμων αποτελεσμάτων οποιασδήποτε πράξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να ληφθεί πρωτίστως υπόψη η ουσία και η φύση της πράξεως αυτής και όχι η ονομασία ή ο τύπος της. Το ίδιο ισχύει επίσης και για το δικαίωμα αναφοράς. Συνεπώς, είναι σφάλμα να υπολαμβάνεται ότι η χρήση του όρου «δικαίωμα» ισοδυναμεί αυτομάτως με την ύπαρξη υποκειμενικού δικαιώματος.

58.      Συναφώς, όσον αφορά το γεγονός ότι το δικαίωμα αναφοράς περιλαμβάνεται στον Χάρτη και συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, αρκεί η παραπομπή στο άρθρο 52 του Χάρτη, το οποίο καθιερώνει, στην παράγραφό του 5, διάκριση μεταξύ δικαιωμάτων και αρχών (64). Εντούτοις, ορισμένα «δικαιώματα» που περιλαμβάνονται στον Χάρτη, παρά το γεγονός ότι κατονομάζονται ως τέτοια, δεν θεωρούνται ως ατομικά δικαιώματα. Όπως προκύπτει από την απόφαση Association de médiation sociale (65), «το δικαίωμα στην ενημέρωση και στη διαβούλευση», κατά την έννοια του άρθρου 27 του Χάρτη, έχει αναχθεί σε «αρχή» κατά την έννοια του Χάρτη. Ειδικότερα, η ως άνω διάταξη δεν καθορίζει ατομικό νομικό καθεστώς, αλλά επιβάλλει στις δημόσιες αρχές να καθορίσουν ένα αντικειμενικό περιεχόμενο (ενημέρωση και διαβούλευση για τους εργαζομένους) και ορισμένους σκοπούς (αποτελεσματικότητα της ενημερώσεως, αντιπροσωπευτικότητα βάσει των επιπέδων, έγκαιρος χαρακτήρας) (66).

59.      Επιπλέον, το δίκαιο της Ένωσης γνωρίζει πλείονες εξωδικαστικούς μηχανισμούς οι οποίοι ονομάζονται «δικαιώματα» χωρίς να συνεπάγονται δικαστικό έλεγχο.

60.      Έτσι, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελία αν εκτιμούν ότι η Επιτροπή δεν τηρεί τον κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς (67). Η μοναδική προβλεπόμενη δυνατότητα προσφυγής είναι η δυνατότητα του καταγγέλλοντος να ζητήσει από τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής την επανεξέταση της καταγγελίας του. Ο ανωτέρω κώδικας προβλέπει επίσης τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να απευθυνθεί στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή. Εξάλλου, η Επιτροπή καθόρισε και τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες προδιαγραφές που έχουν εφαρμογή στις διαβουλεύσεις με το κοινό (68), χωρίς ωστόσο να τις συνοδεύσει, υπέρ των ιδιωτών, με το δικαίωμα προσβολής ενώπιον της δικαιοσύνης των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά παραβίαση των εν λόγω αρχών και προδιαγραφών.

61.      Επιπλέον, μολονότι το δικαίωμα αυτό δεν ρυθμίζεται από ειδική νομική πράξη, οι πολίτες διαθέτουν το δικαίωμα να καταγγέλλουν ενώπιον της Επιτροπής τυχόν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από κράτος μέλος. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή ιδιώτη κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να κινήσει κατά κράτους μέλους διαδικασία επί παραβάσει (69). Αν ένας καταγγέλλων εκτιμά ότι, κατά τη διαχείριση της καταγγελίας του, στοιχειοθετήθηκε κακοδιοίκηση εκ μέρους της Επιτροπής, δύναται να προσφύγει ενώπιον του Διαμεσολαβητή (70).

62.      Συναφώς, στην υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει τον κίνδυνο προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος ή, εν πάση περιπτώσει, υπονομεύσεως της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού σύμφωνα με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που το συνοδεύουν. Μια τέτοια προσβολή θα μπορούσε να οδηγήσει στο να θιγεί ουσιωδώς η έννομη κατάσταση του αναφερομένου.

63.      Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, η οποία έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (71), και επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη.

64.      Επισημαίνω ωστόσο ότι η ανωτέρω αρχή έλκει την προέλευσή της από τη διαπίστωση ότι «η ύπαρξη δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά οποιασδήποτε αποφάσεως εθνικής αρχής με την οποία δεν αναγνωρίζονται τα ευεργετικά αποτελέσματα ενός δικαιώματος αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τη διασφάλιση στους ιδιώτες της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματός τους» (72). Η έλλειψη αποτελεσματικής έννομης προστασίας ισοδυναμεί επομένως με την προσβολή ενός κατοχυρούμενου δικαιώματος.

65.      Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για το δικαίωμα αναφοράς. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία για μια αναφορά εκδίδεται απόφαση περί απαραδέκτου, περί αρχειοθετήσεως, περί διαβιβάσεως σε άλλο θεσμικό όργανο ή περί τερματισμού της διαδικασίας με την παροχή απαντήσεως, δεν τίθεται κανένα ζήτημα περιορισμού ή μη αναγνωρίσεως δικαιώματος από το δίκαιο της Ένωσης που να γεννούν την ανάγκη δικαστικής προστασίας. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα ασκήσεως του δικαιώματος αναφοράς γίνεται απολύτως σεβαστό, καθώς ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να υποβάλει την αίτησή του, ενημερώθηκε για τα διαδικαστικά στάδια στους κόλπους του Κοινοβουλίου και έλαβε απάντηση επί της αιτήσεώς του.

66.      Σημειώνω, στο ίδιο πνεύμα, ότι αν η αίτησή του δεν γίνει δεκτή, ο αναφερόμενος μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση αναφοράς ενώπιον του Κοινοβουλίου, το οποίο —ενδεχομένως κατόπιν διαφορετικής πολιτικής εκτιμήσεως— δύναται ελευθέρως να λάβει αντίθετη απόφαση επί της εν λόγω αναφοράς. Στο πλαίσιο αυτό είναι ουσιώδες να υπομνησθεί ότι ο Κοινοβούλιο διεύρυνε το πεδίο των παραδεκτών αναφορών σε σχέση με τη Συνθήκη. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο δύναται γενικώς να τοποθετηθεί πολιτικώς επί θεμάτων που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης. Ωστόσο, οι τοποθετήσεις της Επιτροπής Αναφορών δεν έχουν καμία αρνητική ή θετική ισχύ δεδικασμένου. Περαιτέρω, ο αναφερόμενος μπορεί στη συνέχεια να απευθυνθεί στον Διαμεσολαβητή και στην Επιτροπή.

 γ)     Επί της νομολογίας σχετικά με τις καταγγελίες

67.      Δεύτερον, προκειμένου να εντοπιστεί η πηγή του σφάλματος από το οποίο φρονώ ότι πάσχει η διάκριση που καθιέρωσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) και που εφαρμόστηκε στην επί της παρούσας αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθούν οι κανόνες που αφορούν τις εξουσίες των αρχών στις οποίες υποβάλλονται άτυπες αιτήσεις ή καταγγελίες στο δίκαιο της Ένωσης.

68.      Έτσι, από τη μια πλευρά, το κλασικότερο παράδειγμα μπορεί να ανευρεθεί στη νομολογία σχετικά με τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, η οποία είναι εξοπλισμένη με εξουσίες καταναγκασμού στον τομέα των καταγγελιών στο δίκαιο του ανταγωνισμού. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, έστω και αν η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εκδώσει απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού ούτε να προβεί στη σχετική με την καταγγελία έρευνα, οσάκις έχει επιληφθεί αυτής δυνάμει του κανονισμού [αριθ. 17 — πλέον 1/2003 (73)], υποχρεούται πάντως να εξετάσει προσεκτικώς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που προβάλλει ο καταγγέλλων, προκειμένου να εξακριβώσει την ύπαρξη συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, σε περίπτωση θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο, η Επιτροπή υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή της, προκειμένου να καταστεί δυνατό στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν αυτή υπέπεσε σε πραγματικά ή νομικά σφάλματα ή ακόμη αν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας (74).

69.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα θεσμικό όργανο το οποίο έχει την εξουσία να διαπιστώνει μια παράβαση και να επιβάλλει συναφώς κυρώσεις και στο οποίο μπορούν να υποβάλλουν καταγγελίες οι ιδιώτες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Επιτροπής στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, εκδίδει κατ’ ανάγκη πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα όταν θέτει ολικώς ή εν μέρει στο αρχείο την εν λόγω καταγγελία (75) (η υπογράμμιση δική μου).

70.      Εντούτοις, είναι προφανές ότι, λαμβανομένων υπόψη των εντελώς διαφορετικών σκοπών της εν λόγω οικονομικής ρυθμίσεως καθώς και του ρόλου που διαδραματίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό, η νομολογία στον τομέα του ανταγωνισμού ουδόλως μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς στον τομέα του δικαιώματος αναφοράς. Η καθιερούμενη με την απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) διάκριση φαίνεται ωστόσο να ακολουθεί την ανωτέρω λογική. Εξάλλου, η εκ μέρους του αναιρεσείοντος μνεία της αποφάσεως Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (76) στον τομέα του ανταγωνισμού όχι μόνο δεν έχει εφαρμογή στον τομέα των αναφορών, αλλά είναι και εσφαλμένη, καθώς η απόφαση Rendo δεν επιβεβαίωσε ότι κάθε περιορισμός δικαιώματος παράγει κατ’ ανάγκη έννομα αποτελέσματα (77).

71.      Από την άλλη πλευρά, το διαμετρικώς αντίθετο παράδειγμα είναι αυτό των αρμοδιοτήτων του Διαμεσολαβητή, ο οποίος δεν διαθέτει την εξουσία λήψεως καταναγκαστικών μέτρων (78). Ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι η σχετική νομολογία δεν απαντά πλήρως στα ερωτήματα που ανακύπτουν στην υπό κρίση υπόθεση, θα ήταν χρήσιμο να επιχειρηθεί μια αντιπαραβολή της εκτιμήσεως των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή Αναφορών και των πράξεων που εκδίδει ο Διαμεσολαβητής στο πλαίσιο της εξετάσεως των καταγγελιών που του υποβάλλονται βάσει του άρθρου 228 ΣΛΕΕ.

72.      Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι το πόρισμα του Διαμεσολαβητή με το οποίο διαπιστώνεται περίπτωση κακοδιοικήσεως δεν παράγει, εξ ορισμού, κανένα έννομο αποτέλεσμα έναντι των τρίτων, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, ούτε και δεσμεύει το Κοινοβούλιο, το οποίο είναι ελεύθερο να αποφασίσει, στο πλαίσιο της ασκήσεως των εξουσιών που του απονέμονται από τη Συνθήκη, ποια συνέχεια πρέπει να δοθεί συναφώς. Το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για την ετήσια έκθεση την οποία οφείλει επίσης ο Διαμεσολαβητής να παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο κατά τη λήξη κάθε ετήσιας συνόδου και η οποία αφορά το σύνολο των αποτελεσμάτων των ερευνών του (79). Έτσι, αιτιολογημένη απόφαση του Διαμεσολαβητή με την οποία τερματίζεται η επί της ουσίας εξέταση μιας καταγγελίας με την αρχειοθέτησή της δεν συνιστά πράξη δεκτική προσβολής με προσφυγή ακυρώσεως, καθώς μια τέτοια απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των τρίτων (80).

73.      Λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Αναφορών, δικαιολογείται επομένως η άποψη ότι η τελευταία, όπως και ο Διαμεσολαβητής, δεν βαρύνεται με καμία υποχρέωση αποτελέσματος (81). Επιπροσθέτως, με βάση τα χαρακτηριστικά του δικαιώματος αναφοράς που εκτέθηκαν ανωτέρω, η αρχή αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αποφάσεις περί απαραδέκτου ή περί αρχειοθετήσεως της αναφοράς χωρίς εξέτασή της.

 δ)     Επί της ουσίας του δικαιώματος αναφοράς

74.      Τρίτον, δεν νομίζω ότι το δικαίωμα αναφοράς στο δίκαιο της Ένωσης μπορεί να αντανακλά ή οφείλει να εμπνέεται από το πρότυπο αναφορών που ισχύει σε πλείονα κράτη μέλη. Με βάση τις πληροφορίες που διαθέτω, μόνον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (82), το Βασίλειο της Ισπανίας (83) και οι γαλλικοί υπερπόντιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως (84) έχουν προβλέψει δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων που εκδίδονται κατόπιν αναφοράς. Εντούτοις, κατά τις πηγές μου, ακόμα και στο γερμανικό δίκαιο οι αποφάσεις που εκδίδονται προς απάντηση σε αναφορά δεν θεωρείται ότι αποτελούν «διοικητικές πράξεις», διότι δεν παράγεται έννομο αποτέλεσμα για τον αναφερόμενο (85).

75.      Ωστόσο, το δικαίωμα αναφοράς στο δίκαιο της Ένωσης πρέπει να θεωρείται ως αυτόνομη έννοια και, προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να πληροί τα κριτήρια της νομολογίας σχετικά με την έννοια της ικανής να μεταβάλει ουσιωδώς την έννομη κατάσταση του αναφερομένου πράξεως. Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που θεμελιώνεται στα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 265 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να εκδίδει διαταγές προς τα θεσμικά και υπόλοιπα όργανα της Ένωσης (86).

76.      Πράγματι, η καθιέρωση του δικαιώματος αναφοράς ανήκει καταρχήν στην αποκλειστική ευθύνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως εγγυητή των συμφερόντων των εκλογέων του. Επιθυμώ οπωσδήποτε να υπογραμμίσω ότι η άσκηση του δικαιώματος αναφοράς ενώπιον του Κοινοβουλίου δεν εγγράφεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων ενός διοικητικού οργάνου, αλλά συγκαταλέγεται στις δραστηριότητες ενός πολιτικού οργάνου. Τούτο συνεπάγεται ότι οι πολίτες μπορούν να ελέγχουν και να αποδοκιμάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται από το Κοινοβούλιο με την ευκαιρία των ευρωπαϊκών εκλογών.

77.      Οι διάφοροι τύποι απαντήσεων που μπορεί να εκδώσει η Επιτροπή Αναφορών σε σχέση με μια αναφορά, συμπεριλαμβανομένης της διαβιβάσεως σε άλλο όργανο με βάση τα όρια των αρμοδιοτήτων της, δεν μπορούν συνεπώς να εξομοιωθούν με άρνηση ενός διοικητικού οργάνου, εφόσον η Επιτροπή Αναφορών αποτελεί τμήμα ενός αντιπροσωπευτικού οργάνου πολιτικής φύσεως.

78.      Κατά συνέπεια, προτείνω να γίνει δεκτό ότι η ουσία του δικαιώματος αναφοράς έγκειται στη δυνατότητα επίσημης γνωστοποιήσεως ορισμένων ζητημάτων στο Κοινοβούλιο, χωρίς να απονέμεται στον αιτούντα το δικαίωμα να ζητήσει ευθέως έννομη προστασία. Δεν πρόκειται για ατομικό δικαίωμα που αποβλέπει στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων σε σχέση με την κατάσταση ενός αναφερομένου, αλλά για πολιτικό μηχανισμό συμμετοχής στη δημοκρατική ζωή.

79.      Πράγματι, η δυνατότητα των πολιτών να απευθύνουν επιστολές ή άλλα έγγραφα προς το Κοινοβούλιο και τους βουλευτές ουδόλως εξαρτάται από ένα τυπικό δικαίωμα αναφοράς. Για τον λόγο αυτό, φρονώ ότι, από συνταγματική άποψη, η λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού έγκειται στο ότι επιτρέπει την επίσημη υποβολή στο Κοινοβούλιο ζητημάτων με πρωτοβουλία που δεν προέρχεται ούτε από την Επιτροπή ούτε από τους βουλευτές, τις πολιτικές ομάδες ή τις επιτροπές του (87).

80.      Σύστοιχη του δικαιώματος αναφοράς είναι επομένως η υποχρέωση του Κοινοβουλίου να καθιερώνει τους μηχανισμούς που επιτρέπουν στους αιτούντες να έχουν πρόσβαση στο Κοινοβούλιο με βάση αποτελεσματικές και διαφανείς διαδικασίες. Μόνον η καθιέρωση των εν λόγω μηχανισμών δύναται συνεπώς να υπαχθεί στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης μέσω προσφυγής επί παραλείψει, βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ.

81.      Συναφώς, κλίνω προς την άποψη ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Κοινοβούλιο υιοθετεί στάση συνιστώσα σοβαρή και διαρκή προσβολή του δικαιώματος αναφοράς, υπονομεύοντας την εφαρμογή του μηχανισμού των αναφορών, ιδίως σε περίπτωση αρνήσεως να παραλάβει αναφορές ή μη απαντήσεως σε αναφορές. Πράγματι, μια τέτοια στάση θα συνιστούσε παραβίαση της υποχρεώσεως που υπέχει το Κοινοβούλιο βάσει των άρθρων 20 ΣΛΕΕ, 227 ΣΛΕΕ και 44 του Χάρτη. Στην περίπτωση αυτή, κατόπιν καταγγελίας ιδιώτη, η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, θα όφειλε να επέμβει σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

82.      Εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή της λύσεως στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της νομολογίας σχετικά με τις αποφάσεις του Διαμεσολαβητή, παρά την προσέγγιση κατά την οποία το δικαίωμα αναφοράς δεν συνιστά υποκειμενικό δικαίωμα. Κατά τη νομολογία αυτή, υπό απολύτως εξαιρετικές περιστάσεις, ένας πολίτης θα μπορούσε να αποδείξει ότι η Επιτροπή Αναφορών διέπραξε αρκούντως βαριά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης κατά την άσκηση των καθηκόντων της, ικανή να προκαλέσει βλάβη στον ενδιαφερόμενο πολίτη (88).

83.      Με βάση τα προεκτεθέντα, φρονώ ότι η νομολογία Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466) βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου του δικαιώματος αναφοράς κατά την έννοια των άρθρων 20 ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ, καθόσον αποδίδει στις αποφάσεις περί απαραδέκτου και περί θέσεως στο αρχείο αναφοράς τον χαρακτήρα αποφάσεων δεκτικών προσφυγής.

84.      Κατά συνέπεια, εφαρμόζοντας τη νομολογία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε πλάνη περί το δίκαιο.

85.      Ωστόσο, η ανωτέρω πλάνη δεν επηρεάζει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Ειδικότερα, η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι ικανή να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εφόσον το διατακτικό της τελευταίας είναι θεμελιωμένο σε άλλους νομικούς λόγους (89). Προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να προβεί σε αντικατάσταση σκεπτικού, υπό την έννοια ότι πρέπει να αποκλείεται ο δικαστικός έλεγχος κάθε αποφάσεως της Επιτροπής Αναφορών του Κοινοβουλίου, καθώς οι αποφάσεις της δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

VII – Επί του δεύτερου λόγου (πρώτη, πέμπτη και έκτη αιτίαση της αιτήσεως αναιρέσεως)

86.      Με βάση τα προεκτεθέντα, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων αιτιάσεων της αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίες, εξάλλου, είναι προδήλως απαράδεκτες κατά τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου. Συνεπώς, η ανάλυση που ακολουθεί έχει επικουρικό χαρακτήρα.

87.      Με την πρώτη αιτίασή του, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αγνόησε το γεγονός ότι η αναφορά του αναιρεσείοντος δεν εξετάστηκε επί της ουσίας από την Επιτροπή Αναφορών. Μια τέτοια παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα αναφοράς δεν προσεβλήθη εν προκειμένω.

88.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάσει τις αποδείξεις οι οποίες έγιναν δεκτές από το Γενικό Δικαστήριο προς θεμελίωση των εν λόγω περιστατικών, η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου επί των πραγματικών διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνει ιδίως την πραγματική ανακρίβεια των διαπιστώσεων η οποία προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, τον νομικό χαρακτηρισμό των στοιχείων αυτών και το ζήτημα αν οι τηρήθηκαν οι σχετικοί με το βάρος και με τη διεξαγωγή της αποδείξεως κανόνες (90).

89.      Ωστόσο, η σύγκριση μεταξύ της σκέψεως 3 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και της απαντήσεως που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιτρέπει να διαπιστωθεί παραμόρφωση πραγματική ανακρίβεια. Καίτοι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέθεσε κατά γράμμα το κείμενο της επιστολής του προέδρου της Επιτροπής Αναφορών, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μπορεί να συναχθεί σαφώς ότι η Επιτροπή Αναφορών δεν εξέτασε την αίτηση του αναιρεσείοντος. Εν πάση περιπτώσει, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνολικά προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς αναγνώρισε την επίμαχη αναφορά ως παραδεκτή, γεγονός το οποίο το οδήγησε στην ορθή υπενθύμιση ότι η συνέχεια που πρέπει να δοθεί σε μια αναφορά εναπόκειται πλήρως στην εκτίμηση του Κοινοβουλίου, το οποίο δεν υποχρεούται να εκδώσει ειδική πράξη έναντι του αναφερομένου. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό είναι προδήλως αβάσιμο.

90.      Με την πέμπτη αιτίαση της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο έλλειψη αιτιολογήσεως. Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και παρά την αιτίαση που προβλήθηκε πρωτοδίκως από τον αναιρεσείοντα, παρέλειψε εσφαλμένως να εξετάσει αν, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Κοινοβούλιο είχε παραβεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Ωστόσο, εφόσον προτείνω να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής, οποιαδήποτε συναφής ανάλυση είναι περιττή και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

91.      Με την έκτη αιτίαση της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ελλιπή εξέταση των πραγματικών περιστατικών, καθώς το τελευταίο δεν εξακρίβωσε αν ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα να εκθέσει την υπόθεσή του ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών. Υπό το φως της υπομνησθείσας στο σημείο 88 των παρουσών προτάσεων νομολογίας, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον προτείνω να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και καθώς το Γενικό Δικαστήριο ορθώς θεμελίωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και στο απαράδεκτο της προσφυγής του αναιρεσείοντος, δεν ήταν υποχρεωμένο να ελέγξει τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών.

VIII – Πρόταση

92.      Προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, προβαίνοντας συγχρόνως σε αντικατάσταση σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως,

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα και να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά του έξοδα.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Έκθεση σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το κοινοβουλευτικό έτος 1999/2000, A5-0162/2000: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef= //EP//NONSGML+REPORT+A5 2000 0162 + 0+DOC+PDF+V0//FR


3 —      Έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2013 [2014/2008(INI)], σ. 17].


4 —      Αναφορά αριθ. 1188/2010.


5 —      T-0308/07, EU:T:2011:466.


6 —      Απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου (EU:T:2011:466, σκέψη 21).


7 —      Κατά τις επεξηγήσεις του Χάρτη, το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο αυτό είναι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη, το εν λόγω δικαίωμα εφαρμόζεται βάσει των όρων που προβλέπονται στα ανωτέρω δύο άρθρα.


8 —      Έκδοση Ιουλίου 2004 (ΕΕ 2005, L 44, σ. 1).


9 —      Πρόκειται για τροποποίηση των διατάξεων του εκδοθέντος κατόπιν της 7ης κοινοβουλευτικής περιόδου του Μαρτίου 2011 κανονισμού (ΕΕ 2011, L 116), οι οποίες ρυθμίζουν το δικαίωμα αναφοράς. Κατ’ ουσίαν επαναλαμβάνονται οι διατάξεις οι οποίες είχαν αναθεωρηθεί προσωρινά με τον εσωτερικό κανονισμό που εκδόθηκε κατόπιν της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 [2006/2209(REG)] (ΕΕ 2010, C 212 E, σ. 140).


10 —      http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+RULES-EP+20140701+TOC+DOC+XML+V0//FR


11 —      Πρόταση τροποποιήσεως του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (B7-0732/2011) καθώς και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, περί τροποποιήσεως του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την εφαρμογή της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών [2011/2302(REG)] (ΕΕ 2013, C 264 E, σ. 98).


12 —      Εφόσον δεν πρόκειται για επιχειρήματα αυτόνομα ή αυτάρκη, προτείνω να μην χρησιμοποιηθεί ο όρος «λόγος» για τον χαρακτηρισμό εκάστου εξ αυτών.


13 —      Κατά τον αναιρεσείοντα, στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών το Γενικό Δικαστήριο αγνοεί το γεγονός ότι η πρόεδρος της Επιτροπής Αναφορών επισήμανε στον ίδιο, χωρίς καμία δικαιολόγηση, ότι, παρά τον παραδεκτό της χαρακτήρα, η αναφορά δεν μπορούσε να εξεταστεί επί της ουσίας. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά θεωρώντας ότι η αναφορά είχε εξεταστεί.


14 —      Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο παραγνωρίζει το πεδίο εφαρμογής του θεμελιώδους δικαιώματος αναφοράς εκτιμώντας, εσφαλμένως, ότι αυτό περιορίζεται στην εξέταση του παραδεκτού της αναφοράς. Ωστόσο, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αναφοράς περιλαμβάνει επίσης και την επί της ουσίας εξέταση των αναφορών που κρίνονται παραδεκτές καθώς και τη λήψη αποφάσεως επί της ουσίας (δικαίωμα στην εξέταση της αναφοράς).


15 —      Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο υποπίπτει σε παραλογισμό καθόσον δέχεται ότι η έλλειψη εξετάσεως μιας παραδεκτής αναφοράς δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, σε αντίθεση προς την έλλειψη εξετάσεως μιας απαράδεκτης αναφοράς.


16 —      Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο αντιφάσκει προς την απόφαση Tegebauer κατά Κοινοβουλίου, στην οποία το ίδιο είχε διακηρύξει ότι η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αναφοράς ενδέχεται να θιγεί όταν δεν έχει εξεταστεί το περιεχόμενο της αναφοράς.


17 —      Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο παραβλέπει το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να αιτιολογήσει την απόφασή του. Στην παράλειψη αυτή το Γενικό Δικαστήριο υποκαθιστά τη δική του αιτιολογία, προκειμένου να δικαιολογήσει την έλλειψη εξετάσεως της αναφοράς.


18 —      Κατά τον αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο αγνοεί το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει με αντικειμενικότητα την υπόθεσή του ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών.


19 —      Μολονότι ο αναιρεσείων αναφέρεται στη σκέψη 17 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρόκειται για τη σκέψη 16 της αποφάσεως αυτής.


20 —      Παρατηρώ ότι η κατάθεση και η εξέταση των αναφορών στην Ολομέλεια προβλέπονταν ήδη στον κανονισμό της κοινής Ολομέλειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Στη σύνοδο κορυφής των Παρισίων το 1977, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα σχετικά με την απονομή ειδικών δικαιωμάτων στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καλώντας την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να εξετάσει την κατά προτεραιότητα απονομή στους πολίτες του δικαιώματος αναφοράς.


21 —      H αναγνώριση του δικαιώματος αναφοράς υπέρ των Ευρωπαίων πολιτών επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 1984 με την υιοθέτηση των προτάσεων της Επιτροπής «Ευρώπη των πολιτών».


22 —      Συμφωνία υπογραφείσα στις 12 Απριλίου 1989 (EE C 120, σ. 90).


23 —      Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο του 52, παράγραφος 2, ο Χάρτης εγγυάται το δικαίωμα αναφοράς εντός των ορίων που απορρέουν από τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ. Το δικαίωμα αναφοράς προβλέπεται επίσης στο άρθρο 24 ΣΛΕΕ.


24 —      Ετυμολογικώς, «pétition» σημαίνει αίτηση (από το λατινικό petere — που σημαίνει αιτούμαι). Για μια ανάλυση, βλ., Surrel, H., Le «droit de pétition» au Parlement européen, RMC, n° 335, Μάρτιος 1990.


25 —      Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το κοινοβουλευτικό έτος 2003-2004 [2004/2090(ΙΝΙ), ΕΕ 2005, C 320 E, σ. 161].


26 —      Οι όροι της ασκήσεώς του προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (ΕΕ L 65, σ. 1).


27 —      Έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2013 [2014/2008(INI), A7-0131/2014].


28 —      Έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το κοινοβουλευτικό έτος 1993/1994 (A3-0158/94).


29 —      Έκθεση της 27ης Νοεμβρίου 2001, A5-0429/2001, σχετικά με το δικαίωμα αναφοράς του Ευρωπαίου πολίτη: αναθεώρηση της Συνθήκης ΕΚ για την ενίσχυσή του, [2001/2137(INI)].


30 —      Το δικαίωμα αναφοράς κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Θεμελιώδους Νόμου, υπό τη στήλη «Θεμελιώδη δικαιώματα»: http://www.bundestag.de/bundestag/aufgaben/rechtsgrundlagen/grundgesetz/gg_01/245122 Δυνάμει του άρθρου 45c του Θεμελιώδους Νόμου δημιουργήθηκε Επιτροπή Αναφορών: http://www.bundestag.de/bundestag/aufgaben/rechtsgrundlagen/grundgesetz/gg_03/245126 Τα καθήκοντα και οι εξουσίες της εν λόγω Επιτροπής ρυθμίζονται λεπτομερέστερα από τον νόμο σχετικά με τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Αναφορών: http://www.bundestag.de/bundestag/ausschuesse18/a02/grundsaetze/petitionsausschuss_befugnisse/260546·και από τον εσωτερικό κανονισμό του Bundestag (παράγραφοι 108 επ.): http://www.bundestag.de/bundestag/aufgaben/rechtsgrundlagen/go_btg/go09/245168


31 —      Για μια βαθύτερη ανάλυση, βλ. την έκθεση του Κοινοβουλίου «Το δικαίωμα αναφοράς στις χώρες της Ένωσης» που καταρτίστηκε το 2001: http://www.uni-mannheim.de/edz/pdf/dg4/POLI119_FR.pdf


32 —      Βλ. την προαναφερθείσα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «Το δικαίωμα αναφοράς στις χώρες της Ένωσης», σ. 140 και 141.


33 —      Η Επιτροπή Αναφορών δεν υποχρεούται ωστόσο να τις εξετάσει (βλ. άρθρο 201, παράγραφος 13, όπως τροποποιήθηκε).


34 —      Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα άρθρα 20, στοιχείο δ΄, ΣΛΕΕ, 24, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 227 ΣΛΕΕ αναφέρονται ρητώς στο δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης.


35 —      Βλ. αναφορά αριθ. 1038/96 κατά των πειραμάτων στα ζώα στον τομέα των καλλυντικών προϊόντων, υπογεγραμμένη από 4 εκατομμύρια άτομα.


36 —      Βλ., για παράδειγμα, Περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου αγωγού φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα για τη σύνδεση Ρωσίας-Γερμανίας P6_TA(2008)0336, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 8ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου αγωγού φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα που θα συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία (αναφορές αριθ. 0614/2007 και αριθ. 0952/2006) [2007/2118(INI), ΕΕ 2009,C 294 E, σ. 3].


37 —      Βλ. το ψήφισμα 2003-2004 [2004/2090(INI)]: «λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως όργανο εκλεγμένο με άμεση ψηφοφορία και εκπροσωπούν τους Ευρωπαίους πολίτες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει ως ειδική υποχρέωση και αποκλειστικό προνόμιο να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των πολιτών· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οφείλει ωστόσο να υπολογίζει στη βοήθεια και στην καλόπιστη συνεργασία της Επιτροπής, θεματοφύλακα των συνθηκών, αν θέλει να είναι σε θέση να επιλύσει τα προβλήματα που ώθησαν τους πολίτες να ζητήσουν τη βοήθειά του».


38 —      23η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2006:0416:FIN:FR:PDF, σ. 4.


39 —      Σχέδιο εκθέσεως σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2012, [2013/2013(INI)]: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=//EP//NONSGML+COMPARL+PE 508.200 + 03+DOC+PDF+V0//FR&language=FR


40 —      Έκθεση σχετικά με τον θεσμό της αναφοράς στην αυγή του 21ου αιώνα [2000/2026(INI)] (A5-0088/2001, σ. 11).


41 —      Βλ. την 23η έκθεση της Επιτροπής.


42 —      Βλ., το αίτημα της Επιτροπής Αναφορών προς την Επιτροπή για ισότιμη μεταχείριση των αναφορών και των καταγγελιών στο πλαίσιο των διαδικασιών παραβάσεως· σημείο 17 του προαναφερθέντος σχεδίου εκθέσεως πεπραγμένων σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών, [2013/2013(INI)]: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=//EP//NONSGML+COMPARL+PE 508.200 + 03+DOC+PDF+V0//FR&language=FR


43 —      Σε αντίθεση προς την πρωτοβουλία πολιτών, η οποία διέπεται από τον κανονισμό αριθ. 211/2011.


44 —      Μολονότι δεν έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της προκείμενης υποθέσεως, οι διατάξεις του τροποποιημένου Κανονισμού παραμένουν, κατ’ ουσίαν, οι ίδιες. Για τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, βλ. το νομικό πλαίσιο.


45 —      Το Κοινοβούλιο διερωτήθηκε μάλιστα σχετικά με την ανάγκη αναθεωρήσεως της διαδικασίας αναφοράς συνολικά: Έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2013 [2014/2008(INI), σ. 18].


46 —      Οι αναφορές πρέπει να μνημονεύουν το όνομα, την εθνικότητα και την κατοικία εκάστου των αναφερομένων. Πρέπει να είναι συντεταγμένες σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 201, παράγραφος 5, οι αναφορές που είναι συντεταγμένες σε άλλη γλώσσα μπορούν να εξεταστούν, αν οι αναφερόμενοι έχουν επισυνάψει μετάφραση.


47 —      Βλ. την Έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2012 [2013/2013(ΙΝΙ)] — Παράρτημα που μνημονεύει τις στατιστικές οι οποίες περιλαμβάνουν τις κατηγορίες των αιτήσεων.


48 —      Παρατηρώ ότι από τις προηγούμενες εκθέσεις της Επιτροπής Αναφορών προκύπτει ότι οι μη σύμφωνες με το άρθρο 227 ΣΛΕΕ αιτήσεις δεν καταχωρίζονταν ως αναφορές. Από την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών για το έτος 2013 προκύπτει ότι «[η] Επιτροπή έλαβε, από το 2009 και μέχρι σήμερα, περίπου 10 000 αναφορές που καταχωρίστηκαν, από τις οποίες περίπου 60 % χαρακτηρίστηκαν παραδεκτές ως εμπίπτουσες στους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης». Η διάκριση μεταξύ των μη καταχωρισμένων και των απαράδεκτων αιτήσεων προκαλεί σύγχυση. Κατά την έκθεση, «η Επιτροπή έλαβε συνολικά 2 885 αναφορές στη διάρκεια του έτους 2013. Κατάφερε να διαχειριστεί περίπου 989 αναφορές, από τις οποίες 654 χαρακτηρίστηκαν παραδεκτές, 335 απαράδεκτες και 538 τερματίστηκαν. 199 αναφορές χαρακτηρίστηκαν παραδεκτές, εξετάστηκαν και τερματίστηκαν». Δεν είναι σαφές αν οι σχετικές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν και αιτιολογήθηκαν. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ότι συνέβη ως προς τις μη καταχωρισθείσες αιτήσεις.


49 —      Κατά την ανάλυση του Κοινοβουλίου, η πλειονότητα των αναφορών που χαρακτηρίζονται απαράδεκτες λαμβάνουν τον χαρακτηρισμό αυτό εξαιτίας μιας διαδεδομένης συγχύσεως μεταξύ των ευρωπαϊκών και εθνικών αρμοδιοτήτων καθώς και μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του Συμβουλίου της Ευρώπης ή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. http://www.europarl.europa.eu/ftu/pdf/fr/FTU_2.1.4.pdf).


50 —      Έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το κοινοβουλευτικό έτος 1999/2000 (Α5-0162/2000).


51 —      Σχέδιο εκθέσεως σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2012 [2013/2013(ΙΝΙ), σημείο J].


52 —      Όπ.π.


53 —      Αποφάσεις IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9)· Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 29), καθώς και Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 51).


54 —      Διάταξη Planet κατά Επιτροπής (T‑320/09, EU:T:2011:172, σκέψεις 37 έως 39).


55 —      294/83, EU:C:1986:166, απόφαση κωδικοποιηθείσα στο άρθρο Ζ σημείο 53 της Συνθήκης του Μάαστριχτ το οποίο τροποποίησε το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ.


56 —      Απόφαση Weber κατά Κοινοβουλίου (C‑314/91, EU:C:1993:109, σκέψεις 9 και 10).


57 —      Απόφαση Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, EU:C:1986:291). Μεταγενέστερα, διευκρινίστηκε ότι η πράξη που θεμελιώνεται στο άρθρο 314, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ είναι δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, καθόσον προσδίδει δεσμευτική ισχύ στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (C‑77/11, EU:C:2013:559, σκέψεις 50, 54 έως 56, 60 και 63).


58 —      Απόφαση Weber κατά Κοινοβουλίου (C‑314/91, EU:C:1993:109, σκέψεις 9 και 10).


59 —      Απόφαση Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου (C‑213/88 και C‑39/89, EU:C:1991:449).


60 —      Διάταξη Groupe des droites européennes κατά Κοινοβουλίου (78/85, EU:C:1986:227, σκέψη 11).


61 —      Διάταξη Blot και Front national κατά Κοινοβουλίου (C‑68/90, EU:C:1990:222, σκέψη 12).


62 —      Βλ., διάταξη Miethke κατά Κοινοβουλίου (C‑25/92, EU:C:1993:32) σχετικά με αίτημα προς το Κοινοβούλιο να κηρύξει ότι η εντολή των Γερμανών βουλευτών είχε απολέσει την ισχύ της λόγω της επανενώσεως της Γερμανίας.


63 —      Σε μια πρόσφατη υπόθεση, η οποία αφορούσε αίτηση ακυρώσεως των αποφάσεων του Κοινοβουλίου σχετικά με το χρονοδιάγραμμα των περιόδων συνόδου, απόφαση Γαλλία κατά Κοινοβουλίου (C‑237/11 και C‑238/11, EU:C:2012:796).


64 —      Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις του Χάρτη, τα υποκειμενικά δικαιώματα πρέπει να γίνονται σεβαστά, ενώ οι αρχές πρέπει να τηρούνται. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα άρθρο του Χάρτη μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία που προσιδιάζουν και σε δικαίωμα και σε αρχή.


65 —      C‑176/12, EU:C:2014:2.


66 —      Βλ. προτάσεις στην υπόθεση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σημείο 54).


67 —      Κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς της Επιτροπής που θεσπίστηκε το 2000: http://ec.europa.eu/transparency/code/_docs/code_fr.pdf.


68 —      Προς ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου, Γενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών από την Επιτροπή [COM(2002) 704 τελικό].


69 —      Βλ., αντί πολλών, διατάξεις Grúas Abril Asistencia κατά Επιτροπής (C‑521/10 P, EU:C:2011:418, σκέψη 29), και Altner κατά Επιτροπής (C‑411/11 P, EU:C:2011:852, σκέψη 8).


70 —      http://ec.europa.eu/eu_law/your_rights/your_rights_fr.htm6recours


71 —      Αποφάσεις Johnston (222/84, EU:C:1986:206, σκέψεις 18 και 19)· Heylens κ.λπ. (222/86, EU:C:1987:442, σκέψη 14)· Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑424/99, EU:C:2001:642, σκέψη 45)· Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (C- 50/00 P, EU:C:2002:462, σκέψη 39), και Eribrand (C‑467/01, EU:C:2003:364, σκέψη 61).


72 —      Απόφαση Heylens κ.λπ. (EU:C:1987:442, σκέψη 14).


73 — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).


74 —      Απόφαση Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑19/93 P, EU:C:1995:339, σκέψη 27).


75 —      Απόφαση SFEI κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑39/93 P, EU:C:1994:253, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


76 —      T‑16/91 (EU:T:1996:189, σκέψεις 54 έως 56).


77 —      Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε άλλωστε από το Δικαστήριο με την απόφαση Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:C:1995:339) και οδήγησε στην απόφαση Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Τ‑16/91, EU:Τ:1996:189).


78 —      Βλ. απόφαση Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑167/06 P, EU:C:2007:633, σκέψη 44).


79 —      Διάταξη Associazione delle Cantine Sociali Venete κατά Διαμεσολαβητή και Κοινοβουλίου (T‑103/99, EU:T:2000:135, σκέψη 50).


80 —      Βλ. διάταξη Srinivasan κατά Διαμεσολαβητή (T‑196/08, EU:T:2008:470).


81 —      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Διαμεσολαβητής κατά Lamberts (C‑234/02 P, EU:C:2004:174, σκέψεις 48 έως 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


82 —      Οι εν λόγω πράξεις δεν θεωρούνται καταρχήν ως «διοικητικές πράξεις», διότι δεν παράγουν έννομο αποτέλεσμα για τον αναφερόμενο. Υφίσταται όμως η «προσφυγή επί διαταγή» που επιτρέπει στον αναφερόμενο να υπαγάγει μια απόφαση μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα στον δικαστικό έλεγχο διοικητικού δικαστηρίου. Είναι επίσης δυνατή η άσκηση συνταγματικής προσφυγής μετά την εξάντληση όλων των υπόλοιπων ενδίκων βοηθημάτων. Στην πράξη, βλ., για παράδειγμα, http://www.bundesverfassungsgericht.de/entscheidungen/rk20121121_2bvr172012.html, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη συνταγματική προσφυγή που αφορούσε απόφαση του Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandeburg της 20ής Ιουνίου 2012, η οποία είχε εκδοθεί σχετικά με απόφαση της επιτροπής αναφορών του Bundestag με την οποία αυτή αρνήθηκε να εξετάσει αναφορά για τον λόγο ότι δύο παρόμοιες αναφορές τελούσαν ήδη υπό εξέταση από τα αρμόδια ομοσπονδιακά υπουργεία.


83 —      Στο ισπανικό δίκαιο, προκειμένου για την αναφορά ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων στην περίπτωση κατά την οποία πράξη του Κοινοβουλίου προσβάλλει θεμελιώδες δικαίωμα, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς η δραστηριότητα του Κοινοβουλίου είναι συνταγματικής φύσεως.


84 —      Όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, μόνον οι υπερπόντιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως απολαύουν της δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, όμως μόνο για ορισμένες αποφάσεις.


85 —      Ακριβέστερα, ο επιτρεπόμενος έλεγχος στο γερμανικό δίκαιο είναι έλεγχος τυπικός και όχι ουσιαστικός. Έτσι, ένας πολίτης μπορεί να προσφύγει σε διοικητικό δικαστήριο για τον λόγο ότι το Bundestag δεν επελήφθη της αναφοράς του ή δεν ακολούθησε την ορθή διαδικασία. Αντιθέτως, ο διοικητικός δικαστής δεν δύναται να κρίνει επί της ουσίας.


86 —      Βλ. διάταξη Pevasa και Inpesca κατά Επιτροπής (C‑199/94 P και C‑200/94 P, EU:C:1995:360, σκέψη 24)· απόφαση Assurances du crédit κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑63/89, EU:C:1991:152, σκέψη 30), διατάξεις Victoria Sánchez κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής (EU:C:2011:693, σκέψη 38), καθώς και Mugraby κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑581/11 P, EU:C:2012:466, σκέψη 75).


87 —      Υπενθυμίζω την τοποθέτηση της Επιτροπής Αναφορών που περιλαμβάνεται στο σημείο 1 των παρουσών προτάσεων, κατά την οποία μια αναφορά επιτρέπει σε ένα άτομο να κάνει τη φωνή του να ακουστεί επισήμως (η υπογράμμιση δική μου)


88 —      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Διαμεσολαβητής κατά Lamberts (EU:C:2004:174, σκέψη 52).


89 —      Απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 136).


90 —      Απόφαση Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, EU:C:2013:866, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).