Language of document : ECLI:EU:T:2012:446

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Εικονιστικό κοινοτικό σήμα VR – Μη υποβολή αιτήσεως ανανεώσεως του σήματος – Διαγραφή του σήματος κατά τη λήξη ισχύος της καταχωρίσεως – Αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση – Άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑267/11,

Video Research USA, Inc., με έδρα τη Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), εκπροσωπούμενη από τον B. Brandreth, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπουμένου από τον P. Bullock,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 8ης Μαρτίου 2011 (υπόθεση R 1187/2010‑2), σχετικά με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαΐου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2011,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 6ης Μαρτίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [νυν άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)], προβλέπει τα εξής:

«Ανανέωση

1. Η καταχώριση του κοινοτικού σήματος ανανεώνεται κατ’ αίτηση του δικαιούχου του σήματος ή κάθε προσώπου ρητά εξουσιοδοτημένου από αυτόν, εφόσον έχουν καταβληθεί τα τέλη.

2. Το [ΓΕΕΑ] ενημερώνει τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος […] για τη λήξη ισχύος της καταχώρισης, εγκαίρως πριν από την επέλευσή της. [...]

3. Η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι μηνών η οποία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η διάρκεια προστασίας του σήματος. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει επίσης να καταβληθούν τα τέλη. Εν ελλείψει, η υποβολή της αίτησης και η καταβολή των τελών μπορούν επίσης να γίνουν εντός συμπληρωματικής προθεσμίας έξι μηνών η οποία αρχίζει την επομένη της ημέρας η οποία αναφέρεται στην πρώτη πρόταση, με την επιφύλαξη της καταβολής πρόσθετων τελών εντός της συμπληρωματικής αυτής προθεσμίας.

[...]»

2        Ο κανόνας 30, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει τα εξής:

«5. Αν δεν κατατεθεί αίτηση ανανέωσης, ή κατατεθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 47, παράγραφος 3, του κανονισμού, […] το [ΓΕΕΑ] διαπιστώνει ότι έχει λήξει η ισχύς της καταχώρισης και ενημερώνει σχετικά τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος […]

6. Όταν η διαπίστωση βάσει της παραγράφου 5 καταστεί οριστική, το [ΓΕΕΑ] διαγράφει το σήμα από το μητρώο. Η διαγραφή παράγει αποτελέσματα από την επομένη της ημερομηνίας λήξης της ισχύουσας καταχώρισης.»

3        Το άρθρο 81 του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum)

1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του [ΓΕΕΑ], ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του [ΓΕΕΑ], αποκαθίσταται, μετά από αίτησή του, στα δικαιώματά του αν το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου μέσου.»

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Στις 12 Ιανουαρίου 2000, κατόπιν αιτήσεως που κατατέθηκε στις 26 Αυγούστου 1998 από την προσφεύγουσα, Video Research USA, Inc., το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) καταχώρισε ως κοινοτικό σήμα το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

5        Στις 28 Ιανουαρίου 2008, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) και τον κανόνα 29 του κανονισμού 2868/95, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε το γραφείο B., το οποίο εκπροσωπούσε την προσφεύγουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ (στο εξής: γραφείο B.), ότι η διάρκεια προστασίας του σήματος έληγε στις 26 Αυγούστου 2008 και ότι η αίτηση ανανεώσεως έπρεπε να υποβληθεί έως την 1η Σεπτεμβρίου 2008. Το ΓΕΕΑ υπογράμμισε επίσης ότι η εν λόγω προθεσμία θα παρατεινόταν έως τις 2 Μαρτίου 2009, σε περίπτωση καταβολής πρόσθετων τελών λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των τελών ανανεώσεως.

6        Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν ανανέωσε την καταχώριση του σήματός της.

7        Ως εκ τούτου, την 1η Απριλίου 2009, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας σχετικά με τη λήξη ισχύος της καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος και την επακόλουθη διαγραφή του. Η διαγραφή του σήματος τέθηκε σε ισχύ στις 26 Αυγούστου 2008.

8        Στις 2 Ιουνίου 2009 η προσφεύγουσα κατέθεσε την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση του άρθρου 81 του κανονισμού 207/2009, με την οποία εξέθετε τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν σε θέση να τηρήσει την προβλεπόμενη προθεσμία για την ανανέωση της καταχωρίσεώς της. Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η προσφεύγουσα προσκόμισε ένορκη βεβαίωση της 2ας Ιουνίου 2009, του J. W. με την ιδιότητά του ως εταίρου του γραφείου B.

9        Κατά την εν λόγω βεβαίωση, το γραφείο B. χρησιμοποιεί το επονομαζόμενο «Inprotech» ηλεκτρονικό σύστημα διαχειρίσεως των αρχείων και ανανεώσεων, το οποίο εξέδωσε και απέστειλε στον Αμερικανό αντίκλητο της προσφεύγουσας υπενθυμίσεις σχετικά με την ανανέωση την 1η Απριλίου, την 1η Ιουνίου και την 1η Ιουλίου 2008. Ακολούθως, στις 18 Αυγούστου 2008, το γραφείο B. έλαβε εντολή ανανεώσεως της καταχωρίσεως. Εντούτοις, λόγω εκτάκτου ανθρωπίνου σφάλματος, ο διαχειριστής των ανανεώσεων δεν απέστειλε την εν λόγω εντολή στον υπεύθυνο ανανεώσεων για την εκτέλεση της εντολής ανανεώσεως. Επιπροσθέτως, λόγω βλάβης του συστήματος «Inprotech», το εν λόγω σύστημα δεν εξέδωσε υπενθυμίσεις ανανεώσεως, τρεις, τέσσερις και πέντε μήνες μετά την καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας ανανεώσεως. Συνεπώς, η ανωτέρω καταχώριση δεν ανανεώθηκε λόγω δύο αυτοτελών σφαλμάτων, εκ των οποίων το μεν πρώτο ήταν ανεξήγητο ανθρώπινο σφάλμα, το δε άλλο είχε σχέση με τον προγραμματισμό του ηλεκτρονικού συστήματος.

10      Με απόφαση της 26ης Απριλίου 2010, το τμήμα «Σήματα και μητρώο» του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και επικύρωσε τη διαγραφή της καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος.

11      Στις 25 Ιουνίου 2010 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά της αποφάσεως του τμήματος «Σήματα και μητρώο», δυνάμει των άρθρων 58 και 64 του κανονισμού 207/2009.

12      Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Πρώτον, έκρινε κατ’ ουσίαν ότι επιβαλλόταν η στενή ερμηνεία του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, δεδομένου ότι η τήρηση προθεσμίας είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως. Δεύτερον, αποφάνθηκε ότι, όταν ένας διάδικος επιλέγει να ορίσει εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, το καθήκον της απαιτούμενης επιμέλειας βαρύνει και τον εν λόγω ειδικώς εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο. Τρίτον, οι περιστάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως έκτακτες και αναπόφευκτες. Κατά πρώτο λόγο, ο διαχειριστής ανανεώσεων του γραφείου B. λησμόνησε να δώσει τις αναγκαίες εντολές στο διοικητικό προσωπικό του. Κατά δεύτερο λόγο, ο Αμερικανός εκπρόσωπος της προσφεύγουσας αντέδρασε μόλις μετά την παρέλευση οκτώ μηνών, στις 13 Απριλίου 2009, όταν ανακάλυψε στον δικτυακό τόπο του ΓΕΕΑ ότι η καταχώριση δεν είχε ανανεωθεί. Κατά τρίτο λόγο, το γραφείο B. στηρίζεται σε ένα μόνο σύστημα, εν προκειμένω το σύστημα «Inprotech». Κατά τέταρτο λόγο, το γραφείο B. δεν έλαβε υπόψη το έγγραφο του ΓΕΕΑ της 28ης Ιανουαρίου 2008, το οποίο του έτασσε δύο προθεσμίες για την κατάθεση της αιτήσεως και την καταβολή των τελών. Τέταρτον, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε επιδείξει «όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις». 

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ΓΕΕΑ υποδεικνύοντάς του να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το δεύτερο σκέλος των αιτημάτων της.

15      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

16      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει μόνον ένα λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 του κανονισμού 207/2009 και σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά.

17      Υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε εσφαλμένα και πολύ αυστηρά νομικά κριτήρια κατά την εκτίμηση της απαιτούμενης επιμέλειας του δικαιούχου του σήματος ή των εκπροσώπων του. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι προέβη σε εσφαλμένες διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών.

18      Από το άρθρο 81 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι ότι ο διάδικος ενήργησε με όλη την επιμέλεια που απαιτούσαν οι περιστάσεις και η δεύτερη ότι το κώλυμα του διαδίκου είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή ενδίκου μέσου [διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑366/04, Hensotherm κατά ΓΕΕΑ – Hensel (HENSOTHERM), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 2010, T‑187/08, Rodd & Gunn Australia κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση σκύλου), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28].

19      Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει, επίσης, ότι το καθήκον επιμέλειας βαρύνει, καταρχάς, τον δικαιούχο του σήματος. Συνεπώς, αν ο δικαιούχος μεταβιβάσει τα σχετικά με την ανανέωση του σήματος διοικητικά καθήκοντα, οφείλει να διασφαλίσει ότι το επιλεγέν πρόσωπο διαθέτει τα αναγκαία εχέγγυα βάσει των οποίων πιθανολογείται η προσήκουσα εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων. Εξάλλου, λόγω της αναθέσεως σε τρίτο των καθηκόντων αυτών, το επιλεγέν πρόσωπο έχει, όπως ακριβώς και ο δικαιούχος, το ανωτέρω καθήκον επιμέλειας. Πράγματι, καθόσον το εν λόγω πρόσωπο ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του δικαιούχου, οι πράξεις του πρέπει να θεωρούνται ως πράξεις του δικαιούχου [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Μαΐου 2009, T‑136/08, Aurelia Finance κατά ΓΕΕΑ (AURELIA), Συλλογή 2009, σ. II‑1361, σκέψεις 14 και 15, και Rodd & Gunn Australia κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση σκύλου), προπαρατεθείσα, σκέψη 29].

20      Επιπροσθέτως, κατά τη νομολογία, η φράση «όλη [η] επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις» του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 επιβάλλει τη λειτουργία ενός εσωτερικού συστήματος ελέγχου και παρακολουθήσεως των προθεσμιών, το οποίο κατά κανόνα αποκλείει την ακούσια μη τήρησή τους, όπως προβλέπουν οι οδηγίες του ΓΕΕΑ. Συνεπώς, μόνον έκτακτα και, ως εκ τούτου, απρόβλεπτα γεγονότα σύμφωνα με τα διδάγματα της πείρας μπορούν να οδηγήσουν σε επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (προπαρατεθείσα απόφαση AURELIA, σκέψη 26).

21      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, δικαιούχος του σήματος, επέλεξε έναν Αμερικανό αντίκλητο για να την εκπροσωπεί σε θέματα σχετικά με τη διαχείριση του επίμαχου σήματος, ο οποίος, με τη σειρά του, ανέθεσε τα σχετικά με την ανανέωση του σήματος διοικητικά καθήκοντα στο γραφείο B. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τόσο η προσφεύγουσα όσο και ο Αμερικανός αντίκλητός της και το γραφείο B. είχαν το καθήκον επιμέλειας, όπως ορίζει η προπαρατεθείσα στις σκέψεις 18 έως 20 νομολογία.

22      Το τμήμα προσφυγών επισήμανε πολλές περιστάσεις που κατέληξαν στη μη ανανέωση. Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς ότι το γραφείο B. είχε παραβεί το καθήκον του επιμέλειας.

23      Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί το ανθρώπινο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε ο διαχειριστής ανανεώσεων του γραφείου B., το οποίο συνίσταται στην παράλειψή του να δώσει εντολή στον υπεύθυνο ανανεώσεων, κατόπιν υποβολής του αιτήματος ανανεώσεως από τον Αμερικανό αντίκλητο.

24      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα ανθρώπινα σφάλματα που αφορούν την τεχνική διαχείριση των ανανεώσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκτακτα ή απρόβλεπτα γεγονότα σύμφωνα με τα διδάγματα της πείρας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση AURELIA, σκέψη 28). Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ορθώς ότι το σφάλμα του διαχειριστή ανανεώσεων του γραφείου B. συνιστούσε παράβαση του καθήκοντός του επιμέλειας.

25      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το γεγονός ότι τα αυτόματα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν απεστάλησαν στον διαχειριστή ανανεώσεων τρεις, τέσσερις και πέντε μήνες μετά την καταληκτική ημερομηνία, το οποίο μαρτυρεί βλάβη του συστήματος «Inprotech».

26      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, στην περίπτωση που η ανανέωση των σημάτων έχει ανατεθεί σε εξειδικευμένη εταιρεία η οποία χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό σύστημα για την υπενθύμιση των προθεσμιών, η επιμέλεια που επιβάλλεται από τις περιστάσεις προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα αυτό παρέχει τη δυνατότητα να ανιχνεύεται και να διορθώνεται κάθε προβλέψιμο σφάλμα κατά τη λειτουργία του ηλεκτρονικού συστήματος (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση AURELIA, σκέψη 27). Όμως, η «καταστροφή» ή η απώλεια δεδομένων, την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα, είναι προβλέψιμο σφάλμα και κάθε ηλεκτρονικό σύστημα ενέχει τον κίνδυνο αυτό. Συνεπώς, η μη αντιμετώπιση της βλάβης του ηλεκτρονικού συστήματος, για παράδειγμα με τη λειτουργία ενός παράλληλου συστήματος υπενθυμίσεων ή με τακτικές επαληθεύσεις, συνιστά επίσης παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας του γραφείου B.

27      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τις άλλες περιπτώσεις ελαττωματικών λογισμικών της εταιρείας C. είναι αλυσιτελές. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που χρησιμοποιούσε το γραφείο B. δεν παρείχε τη δυνατότητα ανιχνεύσεως και διορθώσεως κάθε προβλέψιμου σφάλματος λειτουργίας του, με αποτέλεσμα τη μη τήρηση εκ μέρους του εν λόγω γραφείου του καθήκοντός του επιμέλειας.

28      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε εσφαλμένως τα πραγματικά περιστατικά, κρίνοντας με τη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι ο εκπρόσωπός της, το γραφείο B., «δεν [έλαβε] υπόψη το έγγραφο που είχε αποστείλει το [ΓΕΕΑ] στις 28 Ιανουαρίου 2008, με το οποίο της έτασσε δύο προθεσμίες για την κατάθεση της αιτήσεως και την καταβολή των τελών» και ότι, «[α]ν οι εν λόγω σημαντικές προθεσμίες είχαν καταχωριστεί στο ηλεκτρονικό σύστημα του εκπροσώπου, […] η παράλειψη του διαχειριστή ανανεώσεων θα είχε διαπιστωθεί, ακόμα και στην περίπτωση βλάβης του ηλεκτρονικού συστήματος ανανεώσεων».

29      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι λυσιτελές από απόψεως εκτιμήσεως της ευθύνης του εκπροσώπου της, γραφείου B., επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, απαντώντας στη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το σύστημα «Inprotech» εξέδωσε τις αυτόματες υπενθυμίσεις της ανανεώσεως βάσει δεδομένων που διέθετε από την ημερομηνία καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος, στις 29 Φεβρουαρίου 2000. Επιπροσθέτως, το έγγραφο «Renewals department procedures» (διαδικασίες του τμήματος ανανεώσεων), το οποίο καθορίζει τις διαδικασίες που ακολουθεί το γραφείο B., δεν προβλέπει καμία καταχώριση δεδομένων μετά την παραλαβή της υπενθυμίσεως που απέστειλε το ΓΕΕΑ, δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 29 του κανονισμού 2868/95.

30      Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να θέσει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της διαπιστώσεως που περιέχεται στη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και για τον λόγο αυτό το συγκεκριμένο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

31      Τέταρτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ήταν λογικώς αδύνατο να προβλεφθεί το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε έμπειρος υπάλληλος και η επελθούσα βλάβη του ηλεκτρονικού συστήματος κατά τη διαδικασία ανανεώσεως του εν λόγω σήματος. Συνεπώς, επρόκειτο για απρόβλεπτο σύνθετο γεγονός.

32      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, ο λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι το ανθρώπινο σφάλμα συνετέλεσε στη μη ανανέωση του σήματος ήταν ότι η βλάβη του συστήματος «Inprotech» ανέκυψε μετά την αποστολή των υπενθυμίσεων της 1ης Απριλίου, της 1ης Ιουνίου και της 1ης Ιουλίου 2008, στις οποίες αντέδρασε ο Αμερικανός αντίκλητος της προσφεύγουσας, δίνοντας την εντολή ανανεώσεως. Το εν λόγω ανθρώπινο σφάλμα δεν παρεισέφρησε στο πλαίσιο ενός μηχανισμού ελέγχου ή επαληθεύσεως του ηλεκτρονικού συστήματος της προσφεύγουσας, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός εφεδρικού επιπέδου για τον εντοπισμό των ηλεκτρονικών βλαβών ή της απώλειας δεδομένων και την αποκατάστασή τους. Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 26 ανωτέρω, η έλλειψη ενός τέτοιου μηχανισμού μπορεί να αποτελέσει αυτή καθαυτήν παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας του δικαιούχου του σήματος ή του εκπροσώπου του, όταν συνεπάγεται την οριστική διαγραφή του σήματος.

33      Ως εκ τούτου, πρέπει να επικυρωθεί η κρίση του τμήματος προσφυγών, κατά την οποία η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το γραφείο B. είχε επιδείξει ««όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις», όπως απαιτεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, προκειμένου να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

34      Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εν λόγω διαπίστωση.

35      Πρώτον, όσον αφορά τη χρήση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όρων της νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορούν την περίπτωση ανωτέρας βίας, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 23 έως 26 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών θεμελίωσε επαρκώς κατά νόμο ότι το γραφείο Β. δεν είχε επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια. Συνεπώς, είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά των αφηρημένων ερμηνευτικών χωρίων του σκεπτικού της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών. Εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς ότι επιβάλλεται η στενή ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, η τήρηση των προθεσμιών είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως και η restitutio in integrum μιας καταχωρίσεως μετά τη διαγραφή του σήματος μπορεί να διακυβεύσει την ασφάλεια δικαίου.

36      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση του τμήματος «Σήματα και μητρώο» του ΓΕΕΑ απαιτούσε παρανόμως από έναν επαγγελματία αντίκλητο να επιδεικνύει μεγαλύτερη επιμέλεια από την κατά κανόνα απαιτούμενη από τους διαδίκους.

37      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, αντικείμενο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών. Από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών ενστερνίστηκε την άποψη που είχε δεχθεί η απόφαση του τμήματος «Σήματα και μητρώο». Πράγματι, με τη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι, «[ό]ταν ένας διάδικος […] επιλέγει να ορίσει εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο, το καθήκον της απαιτούμενης επιμέλειας […] βαρύνει και τον εν λόγω ειδικώς εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο» χωρίς, συνεπώς, καμία διάκριση μεταξύ του βαθμού επιμέλειας που απαιτείται να επιδεικνύει ο δικαιούχος του σήματος και εκείνου που απαιτείται από τον εκπρόσωπό του. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον το τμήμα προσφυγών θεμελίωσε επαρκώς κατά νόμο ότι το γραφείο Β. δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές (βλ. επίσης σκέψη 35 ανωτέρω).

38      Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει την κρίση που περιέχεται στη σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία ο Αμερικανός εκπρόσωπός της «όφειλε να αντιδράσει πριν» από τις 13 Απριλίου 2009 στην έλλειψη ανανεώσεως. Υποστηρίζει ότι επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, επιλέγοντας ένα γνωστό και έμπειρο δικηγορικό γραφείο με εξειδίκευση στο δίκαιο των σημάτων και διαβιβάζοντας στον διαχειριστή ανανεώσεων του εν λόγω γραφείου το αίτημά της περί ανανεώσεως του σήματός της.

39      Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση αυτή στηρίζεται, κατ’ ουσία, στην παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας του γραφείου Β. Βεβαίως, η εκ μέρους της προσφεύγουσας ή του Αμερικανού εκπροσώπου της έγκαιρη αποστολή στο γραφείο B. μιας νέας αιτήσεως ανανεώσεως ή υπενθυμίσεως θα μπορούσε να άρει τα ανωτέρω σφάλματα και, συνεπώς, να αποτρέψει την οριστική διαγραφή του σήματος.

40      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την προπαρατεθείσα στη σκέψη 19 νομολογία, καθόσον οι εκπρόσωποι του δικαιούχου του σήματος ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του δικαιούχου, οι πράξεις τους πρέπει να θεωρηθούν ως πράξεις του δικαιούχου. Ομοίως και κατ’ αναλογία, όπως έχει αποφανθεί το Πρωτοδικείο στον τομέα της διαγραφής των τελωνειακών δασμών, η αμέλεια του εκπροσώπου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως αμέλεια του ενδιαφερομένου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2006, T‑382/04, Heuschen & Schrouff Oriëntal Foods κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 94). Συνεπώς, η προσφεύγουσα, ο Αμερικανός αντίκλητός της και το γραφείο Β., ως εκπρόσωπός της ενώπιον του ΓΕΕΑ, εκλαμβάνονται ως ένα πρόσωπο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ και η παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας που βαρύνει τους εκπροσώπους πρέπει να εκληφθεί ως παράβαση του δικαιούχου του σήματος στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αν η προσφεύγουσα ή ο Αμερικανός αντίκλητός της επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια είναι λυσιτελές μόνον όσον αφορά τις συμβατικές τους σχέσεις με το γραφείο Β. και τυχόν ευθύνη για αποζημίωση της προσφεύγουσας, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομική θέση της έναντι του ΓΕΕΑ.

41      Συνεπώς, καθόσον αποδείχθηκε ότι κύρια αιτία της μη ανανεώσεως ήταν η αμέλεια του γραφείου Β., το ζήτημα αν η προσφεύγουσα ή ο Αμερικανός αντίκλητός της επέδειξαν όλη την απαιτούμενη επιμέλεια για την άρση των σφαλμάτων του γραφείου B. είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

42      Κατά συνέπεια, καθόσον το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ορθώς ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Video Research USA, Inc. στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.