Language of document : ECLI:EU:T:2013:461

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

Υπόθεση T‑264/11 P

Carlo De Nicola

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΤΕπ — Αξιολόγηση — Προαγωγή — Περίοδος αξιολογήσεως και προαγωγών 2007 — Απόφαση της επιτροπής ενστάσεων — Ηθική παρενόχληση — Εύλογη προθεσμία — Ακυρωτικό αίτημα — Αποζημιωτικό αίτημα»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 8ης Μαρτίου 2011, F‑59/10, De Nicola κατά ΕΤΕπ.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 8ης Μαρτίου 2011, F‑59/09, De Nicola κατά ΕΤΕπ, καθόσον απορρίπτει, αφενός, τα αιτήματα του Carlo De Nicola για την ακύρωση της αποφάσεως της επιτροπής ενστάσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και, αφετέρου, τα αιτήματα για την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες ισχυρίστηκε ότι υπέστη λόγω παρενοχλήσεώς του από την ΕΤΕπ, αναιρείται. Η κύρια αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος που στρέφεται κατά σημείου του σκεπτικού το οποίο δεν είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του διατακτικού της αποφάσεως — Αλυσιτελής λόγος

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 9)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση της επιτροπής ενστάσεων της Τράπεζας αφορώσα αξιολόγηση, η οποία δεν εμπεριέχει κρίση σχετικά με έκθεση αξιολογήσεως — Εμπίπτει

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Διοικητική διαδικασία — Ένδικη διαδικασία — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 52, § 1· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

4.      Υπαλληλικές προσφυγές — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Αντικείμενο — Διαταγή απευθυνόμενη στη Διοίκηση — Απαράδεκτο

5.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία — Προαιρετικός χαρακτήρας — Δυνατότητα αναλογίας προς την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία την οποία προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων — Δεν χωρεί

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 41)

6.      Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της αρνήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων — Περιεχόμενο

(Άρθρο 256 § 2 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 33)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 2003, C‑94/02 P, Biret και Cie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10565, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Απόφαση της επιτροπής ενστάσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων αφορώσα αξιολόγηση, η οποία δεν εμπεριέχει κρίση σχετικά με έκθεση αξιολογήσεως, αλλά απλώς διαπιστώνει, αφενός, ότι είναι αδύνατον να συνεχιστεί η ακροαματική διαδικασία και, αφετέρου, ότι η εν λόγω απόφαση είναι απαραίτητο να περιληφθεί στον ατομικό φάκελο του ενδιαφερομένου μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί βλαπτική γι’ αυτόν. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υποχρεούται να κρίνει κατά πόσον, αφενός, βάσει των πραγματικών περιστατικών της κρινομένης υποθέσεως, η απόφαση της επιτροπής ενστάσεων μπορεί να θεωρηθεί βλαπτική για τον προσφεύγοντα και, αφετέρου, η εν λόγω επιτροπή κατέληξε στα συμπεράσματά της σεβόμενη τους κανόνες τους οποίους προβλέπει ο οδηγός της διαδικασίας αξιολογήσεως του προσωπικού. Μια τέτοια ουσιαστική κρίση καθίσταται απαραίτητη αφής στιγμής η Τράπεζα, με την υιοθέτηση των εν λόγω κανόνων, αυτοπεριορίστηκε όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας αξιολογήσεως, ενώ τα μέλη του προσωπικού της μπορούν να τους επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης βάσει γενικών αρχών του δικαίου, όπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Λαμβάνοντας την απόφαση να θέσει στο αρχείο την ένσταση του προσφεύγοντα χωρίς να εκδώσει οριστική απόφαση επί της ουσίας, η επιτροπή ενστάσεων αποστερεί τον προσφεύγοντα από μία βαθμίδα ελέγχου, προσάπτοντάς του, έστω και εμμέσως, παρακώλυση της διαδικασίας. Μια τέτοια απόφαση είναι προφανώς βλαπτική για τον προσφεύγοντα, πράγμα που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του για την ακύρωσή της. Εξάλλου, το γεγονός και μόνον ότι η επιτροπή ενστάσεων αποφασίζει να περιλάβει την εν λόγω απόφαση στον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος αρκεί προκειμένου να κριθεί ότι η απόφαση είναι βλαπτική γι’ αυτόν και ότι η ακύρωσή της ενδέχεται να τον ωφελήσει.

(βλ. σκέψεις 40, 41 και 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2003, T‑165/01, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑193 και II‑963, σκέψη 44· 1 Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Ευρωπόλ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 2009, F‑55/08, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑469 και II‑A‑1‑2529, σκέψεις 39, 54 επ.

3.      Όταν η διάρκεια διαδικασίας δεν καθορίζεται με διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας που τήρησε θεσμικό όργανο προκειμένου να εκδώσει την επίδικη πράξη πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Ο εύλογος χαρακτήρας προθεσμίας δεν μπορεί να καθορίζεται με αναφορά σε ένα ακριβές ανώτατο όριο, προσδιοριζόμενο κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πρέπει να εκτιμάται σε κάθε υπόθεση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως συνοχής, η έννοια της εύλογης προθεσμίας πρέπει να εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο και στην περίπτωση προσφυγής ή αιτήσεως ως προς τις οποίες καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή ή να υποβληθεί η αίτηση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να συνεκτιμήσει τις ιδιάζουσες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

(βλ. σκέψη 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 28 Φεβρουαρίου 2013, C‑334/12 RX-ΙΙ, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ., σκέψεις 25 έως 46

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 63)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2004, T‑120/01 και T‑300/01, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑365 και II‑1671, σκέψη 136· 16 Μαΐου 2006, T‑73/05, Magone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑107 και II‑A‑2‑485, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Το γεγονός ότι ο Κανονισμός του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ο οποίος προβλέπει τα διοικητικά μέσα προσφυγής, δεν προβλέπει, αντιθέτως προς τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, υποχρεωτική προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν επιτρέπει την άνευ όρων μεταφορά του καθεστώτος επιλύσεως διαφορών του ΚΥΚ, έστω και τροποποιημένου μέσω ελαστικής εφαρμογής του, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου, λόγω της αβεβαιότητας που περιβάλλει τους όρους παραδεκτού των προσφυγών του προσωπικού της Τράπεζας. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 41 του Κανονισμού του προσωπικού αναφέρεται σε διαδικασία συνδιαλλαγής, διευκρινίζει αμέσως ότι η εν λόγω διαδικασία είναι ανεξάρτητη από την προσφυγή που ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

Συναφώς, ο Κανονισμός του προσωπικού της Τράπεζας, και ειδικότερα το άρθρο 41, συνιστά εσωτερική και κατ’ αρχήν πλήρη ρύθμιση της Τράπεζας, της οποίας η φύση και η ratio legis είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 90 και 91. Κατά συνέπεια, η ίδια η ύπαρξη της εν λόγω εσωτερικής ρυθμίσεως απαγορεύει την αυστηρή κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του ΚΥΚ. Δεν είναι δυνατόν οι όροι που διέπουν την προαιρετική εσωτερική διαδικασία συνδιαλλαγής την οποία προβλέπει το άρθρο 41 του κανονισμού προσωπικού της Τράπεζας να ερμηνευθούν contra legem, ώστε η διαδικασία να μετατραπεί σε υποχρεωτική. Πράγματι, από την άποψη αυτή, το εν λόγω άρθρο 41 δεν παρουσιάζει κενά που πρέπει να πληρωθούν με άλλους κανόνες ούτως ώστε να πληροί τις απορρέουσες από υπέρτερες αρχές του δικαίου απαιτήσεις.

(βλ. σκέψεις 70 έως 72)

Παραπομπή:

Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, προπαρατεθείσα, σκέψη 39

ΓΔΕΕ: 23 Φεβρουαρίου 2001, T‑7/98, T‑208/98 και T‑109/99, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑49 και II‑185, σκέψεις 96 έως 101· 17 Ιουνίου 2003, T‑385/00, Seiller κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑161 και II‑801, σκέψεις 50 έως 52, 65 και 73· 27 Απριλίου 2012, T‑37/10 P, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 76 και 77

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 81)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 319· 10 Ιουνίου 2010, C‑498/09 P, Thomson Sales Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 138