Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 6 Νοεμβρίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο πενταμελές τμήμα) στις 23 Σεπτεμβρίου 2020 στην υπόθεση T-411/17, Landesbank Baden-Württemberg κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης

(Υπόθεση C-584/20 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: Δ. Τριανταφύλλου, A. Nijenhuis, A. Steiblytė, V. Di Bucci)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Landesbank Baden-Württemberg, Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, και

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της εκτελεστικής συνόδου του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) της 11ης Απριλίου 2017, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2017 (SRB/ES/SRF/2017/05), καθό μέρος αφορούσε την Landesbank Baden-Württemberg betrifft (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), πρέπει να αναιρεθεί για τους εξής λόγους:

Πρώτον, ο χαρακτηρισμός του παραρτήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένος, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το παράρτημα αυτό «δεν συνδέεται άρρηκτα» με το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, πρόκειται για παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης. Το παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της. Το εν λόγω παράρτημα, μαζί με το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, απεστάλησαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην εκτελεστική σύνοδο του ΕΣΕ, από την οποία εγκρίθηκαν. Στο σχετικό διαβιβαστικό δελτίο με την ιδιόχειρη υπογραφή κάτω από την προσβαλλόμενη απόφαση, το παράρτημα έχει καταγραφεί υπό τον ίδιο κωδικό. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός αυτό και δεν έδωσε στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης τη δυνατότητα να αποδείξει τη σύνδεση μεταξύ των δύο εγγράφων, παρότι επρόκειτο για νομική πλημμέλεια η οποία εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση έλλειψης νομιμότητας κατά του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 1 ήταν παραδεκτή, χωρίς να αιτιολογήσει την κρίση του αυτή. Κατά την αναιρεσείουσα, κακώς το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι η προβαλλόμενη παρανομία του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αναγόταν στον κανονισμό (ΕΕ) 806/2014 2 και στην οδηγία 2014/59 3 . Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των δύο αυτών νομικών πράξεων, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε να μην ελέγξει οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, βασιζόταν σε μία εκ των δύο εκείνων πράξεων υπέρτερης ισχύος. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε επίσης με ποιον τρόπο τα διαπιστωθέντα νομικά σφάλματα στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό μπορούσαν να αποδοθούν σε κανόνα δικαίου υπέρτερης ισχύος.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τα άρθρα 69, παράγραφος 1, και 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, όσον αφορά το επίπεδο-στόχο και τη βασική ετήσια εισφορά. Όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε ως δεδομένο ότι το επίπεδο-στόχος και η βασική ετήσια εισφορά θα μπορούσαν να έχουν οριστεί σε διαφορετικό ύψος, πιο αυξημένο ή και πιο μειωμένο. Tο Γενικό Δικαστήριο αγνόησε έτσι το γεγονός ότι ένας οργανισμός όπως το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης δεν έχει την εξουσία να καθορίζει τέτοια ποσά. Το σταθερό ποσό αναφοράς προϋποθέτει ότι η επιβάρυνση κατανέμεται αναλογικά σε όλους τους υπόχρεους για την καταβολή εισφορών.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η «αλληλεξάρτηση» συνιστά στοιχείο του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, και ειδικότερα των άρθρων 4 έως 7, του άρθρου 9 και του παραρτήματός του, σφάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό της προσαρμογής των εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου. Το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τη διαπίστωσή του περί «αλληλεξάρτησης» των εισφορών στο γεγονός ότι οι ατομικές εισφορές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που οφείλουν να καταβάλλουν τις εισφορές. Εντούτοις, η προσαρμογή αυτή είναι αποτέλεσμα μιας σύγκρισης του κάθε ιδρύματος με τους ανταγωνιστές του, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια «αλληλεξάρτηση».

Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διευρύνοντας υπέρμετρα τα όρια της υποχρέωσης αιτιολόγησης την οποία υπέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο επέκρινε αορίστως τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών ως αδιαφανή, αναφερόμενο αδιακρίτως σε διάφορες διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, παρότι δέχθηκε ότι τα στοιχεία των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους είναι εμπιστευτικά. Κατά την αναιρεσείουσα, ωστόσο, αρκεί να επεξηγούνται στην αντίστοιχη απόφαση η εφαρμοζόμενη μέθοδος υπολογισμού, η ουσία της και η έκταση της εφαρμογής της, προκειμένου ο κάθε υπόχρεος καταβολής εισφορών να είναι σε θέση να την αντιληφθεί και να την συσχετίσει με τα στοιχεία τα οποία είναι κρίσιμα στην περίπτωσή του. Τα στοιχεία των διαφόρων ανταγωνιστών του ουδεμία επιρροή ασκούν συναφώς. Στη νομολογία υπάρχουν πολλά παραδείγματα περιπτώσεων όπου η εμπιστευτικότητα των στοιχείων των ανταγωνιστών τηρήθηκε, χωρίς οι σχετικές ρυθμίσεις να κριθούν ακυρωτέες. Τέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τους δικούς του δικονομικούς κανόνες αναφορικά με την πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες.

____________

1 Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59 όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

2 Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

3 Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).