Language of document : ECLI:EU:T:2019:855

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σημείου CANNABIS STORE AMSTERDAM ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Σήμα αντίθετο προς τη δημόσια τάξη – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001»

Στην υπόθεση T-683/18,

Santa Conte, με έδρα τη Νάπολη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους C. Demichelis, E. Ortaglio και G. Iorio Fiorelli, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον L. Rampini,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 31ης Αυγούστου 2018 (υπόθεση R 2181/2017-2), σχετικά με αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σημείου CANNABIS STORE AMSTERDAM ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, Α. Μαρκουλλή και A. Kornezov (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Νοεμβρίου 2018,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2019,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 19 Δεκεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα, ήτοι η Santa Conte, κατέθεσε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Οι υπηρεσίες και τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 30, 32 και 43 του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην εξής περιγραφή:

–        κλάση 30: «Προϊόντα αρτοποιίας, είδη ζαχαροπλαστικής, σοκολατούχα προϊόντα και επιδόρπια· αλάτι, μπαχαρικά, αρτύματα και καρυκεύματα· πάγος, παγωτά, παγωμένο γιαούρτι και γρανίτες· αλμυρά πιτοειδή»·

–        κλάση 32: «Ποτά χωρίς οινόπνευμα· μπύρα και προϊόντα ζυθοποιίας· παρασκευάσματα για ποτά»·

–        κλάση 43: «Υπηρεσίες εστιάσεως (παροχής διατροφής και ποτών)».

4        Με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001].

5        Στις 9 Οκτωβρίου 2017, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του εξεταστή, δυνάμει των άρθρων 66 έως 68 του κανονισμού 2017/1001.

6        Αφού διευκρίνισε, απαντώντας στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, ότι τα τμήματα προσφυγών είχαν τη δυνατότητα να επικαλεστούν απόλυτο λόγο απαραδέκτου του οποίου δεν είχε γίνει επίκληση στην απόφαση του εξεταστή, υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το τμήμα προσφυγών, με απόφαση της 31ης Αυγούστου 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), απέρριψε την προσφυγή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, εκτιμώντας ότι το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως σήματος ήταν αντίθετο προς τη δημόσια τάξη.

 Αιτήματα των διαδίκων

7        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διοικητικής διαδικασίας.

8        Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

9        Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως που αφορούν, ο μεν πρώτος, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 71, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 και, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 71, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001

10      Κατά την προσφεύγουσα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 71, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 95, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001, στο πλαίσιο διαδικασίας καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το EUIPO οφείλει να λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη τα κρίσιμα για τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εκτίμηση της σημασίας του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος και ο τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό. Εντούτοις, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών παρέβη αυτή την υποχρέωση, η οποία αποτελεί έκφραση του καθήκοντος επιμελείας που απορρέει από την επίμαχη διάταξη.

11      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

12      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, κατόπιν της επί της ουσίας εξετάσεως της προσφυγής που έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως ενός εκ των οργάνων που μνημονεύονται στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, το τμήμα προσφυγών «δύναται, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω». Κατά το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, το EUIPO εξετάζει αυτεπαγγέλτως, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, τα πραγματικά περιστατικά.

13      Όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, από τη νομολογία προκύπτει, πρώτον, ότι η σημασία του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και ο τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται αντιληπτό από το κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν κατ’ ανάγκην μέρος των πραγματικών περιστατικών τα οποία πρέπει να ληφθούν αυτεπαγγέλτως υπόψη από το EUIPO [απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, Medisana κατά EUIPO (happy life), T-457/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:599, σκέψη 11] και, δεύτερον, ότι το άρθρο 95 παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 αποτελεί έκφραση του καθήκοντος επιμελείας, το οποίο επιβάλλει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο να εξετάζει εμπεριστατωμένα και με αμεροληψία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως [βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, SilverTours κατά EUIPO (billiger-mietwagen.de), T-866/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:32, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Τρίτον, καθόσον η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά, υπογραμμίζεται, αφενός, ότι κάθε προσφεύγων δικαιούται να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφα προκειμένου είτε να στηρίξει είτε να αμφισβητήσει ενώπιον αυτού την ακρίβεια παγκοίνως γνωστού πραγματικού περιστατικού [βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Gigabyte Technology κατά ΓΕΕΑ – Haskins (Gigabyte), T‑451/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:13, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία] και, αφετέρου, ότι τα παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά συνίστανται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι δυνατόν να γνωρίζει οποιοσδήποτε ή τα οποία μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές [βλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2015, Boehringer Ingelheim International κατά ΓΕΕΑ – Lehning entreprise (ANGIPAX), T-368/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:81, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

14      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών.

15      Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, και ιδίως η περιλαμβανόμενη στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση, είναι εσφαλμένη, καθόσον το τμήμα αυτό έκρινε ότι το επίμαχο σημείο αναφερόταν στο «σύμβολο του φύλλου μαριχουάνας» και ότι το εν λόγω σύμβολο παρέπεμπε στην ψυχοτρόπο ουσία. Είναι, όμως, παγκοίνως γνωστό ότι η μαριχουάνα δεν είναι φυτό, αλλά ψυχοτρόπος ουσία η οποία δεν λαμβάνεται από φύλλα ινδικής κάνναβης, αλλά από αποξηραμένες ταξιανθίες υπεροφόρων ανθέων ινδικής κάνναβης. Επιπλέον, η δραστική ουσία τετραϋδροκανναβινόλη (στο εξής: THC) είναι ένα μόνον από τα 113 περίπου κανναβινοειδή που ενυπάρχουν στις ταξιανθίες των θηλυκών ανθέων του φυτού Cannabis sativa. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το EUIPO δεν απέδωσε σημασία στο γεγονός ότι τα ψυχοτρόπα αποτελέσματα του THC συνδέονταν αποκλειστικώς με την ποσότητα, εκπεφρασμένη σε ποσοστό, της δραστικής αυτής ουσίας στα άνθη της Cannabis sativa και όχι με το περιεχόμενο των φύλλων του φυτού αυτού, που απεικονίζονται στο επίμαχο σημείο. Επομένως, πρόκειται για παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών, παραβαίνοντας, έτσι, το άρθρο 95, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001.

16      Συναφώς, σημειώνεται ότι όντως η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, στα σημεία 28 και 29, την έκφραση «φύλλο μαριχουάνας». Η φράση αυτή είναι ανακριβής, όπως παραδέχεται και το EUIPO στο υπόμνημα αντικρούσεως, καθόσον η μαριχουάνα δεν είναι, stricto sensu, είδος φυτού και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να έχει φύλλα, αλλά, στην πραγματικότητα, αναφέρεται σε ψυχοτρόπο ουσία η οποία λαμβάνεται από τις αποξηραμένες ταξιανθίες των υπεροφόρων ανθέων της κάνναβης.

17      Εντούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξεταστεί στο σύνολό της. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο σημείο 27 της αποφάσεως αυτής, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το επίμαχο σημείο περιελάμβανε «την απεικόνιση δέκα φύλλων ινδικής κάνναβης» και ότι «το ιδιαίτερο σχήμα του φύλλου αυτού χρησιμοποιείται συχνά ως επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας, υπό την έννοια της ψυχοτρόπου ουσίας η οποία λαμβάνεται από αποξηραμένες ταξιανθίες υπεροφόρων ανθέων ινδικής κάνναβης». Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί αυτή καθεαυτήν τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι το «ιδιαίτερο σχήμα [του] φύλλου [ινδικής κάνναβης] χρησιμοποιείται συχνά ως επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας». Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της λεπτομερούς και σαφούς διευκρινίσεως στο σημείο 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ανακρίβεια που επισήμανε η προσφεύγουσα δεν συνεπάγεται παράβαση, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, της υποχρεώσεώς του να προβεί στην αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών και, ειδικότερα, της σημασίας του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση, οπότε η εν λόγω ανακρίβεια δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

18      Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, η συλλογιστική του τμήματος προσφυγών είναι μεροληπτική επειδή παρέλειψε να λάβει υπόψη του ένα άλλο παγκοίνως γνωστό πραγματικό περιστατικό, ήτοι ότι ο ψυχοτρόπος χαρακτήρας των προϊόντων που περιέχουν ινδική κάνναβη καθορίζεται βάσει της περιεκτικότητας σε THC και ότι η μαριχουάνα λαμβάνεται από τα άνθη και όχι τα φύλλα της ινδικής κάνναβης.

19      Ωστόσο, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι το τμήμα προσφυγών εξέθεσε σαφώς, στο σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ινδική κάνναβη εθεωρείτο παράνομη σε πολλά κράτη της Ένωσης μόνον εάν η περιεκτικότητά της σε THC ήταν ανώτερη του 0,2 %, και, στο σημείο 23 της ίδιας αποφάσεως, ότι η εν λόγω ουσία προερχόταν από τα υπεροφόρα άνθη της κάνναβης. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών διαχώρισε σαφώς την ινδική κάνναβη με ψυχοτρόπα αποτελέσματα από εκείνη που στερείται τέτοιων αποτελεσμάτων, ακριβώς βάσει της περιεκτικότητας σε THC. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών αναγνώρισε ρητώς το παγκοίνως γνωστό πραγματικό περιστατικό.

20      Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε εκτίμηση, ιδίως στα σημεία 29 και 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αμερόληπτη, καθόσον έκανε δεκτή αποκλειστικώς και μόνον τη δική του ερμηνεία για το λεκτικό στοιχείο «cannabis» και το συνέδεσε, αφενός, με την εσφαλμένη θεώρηση των φύλλων που απεικονίζονται στο σημείο του οποίου έχει ζητηθεί η καταχώριση ως σήματος ως φύλλων ενός ανύπαρκτου φυτού, ήτοι της μαριχουάνας, και, αφετέρου, με τη γεωγραφική ένδειξη «Amsterdam».

21      Συναφώς, σημειώνεται ότι, όπως ορθώς τονίζει το EUIPO στο υπόμνημα αντικρούσεως, το καθοριστικό κριτήριο για την αξιολόγηση της αντιθέσεως ενός σημείου προς τη δημόσια τάξη είναι η αντίληψη που σχηματίζει το ενδιαφερόμενο κοινό για το σήμα, η οποία ενδέχεται να στηρίζεται σε ανακριβείς από επιστημονικής ή τεχνικής απόψεως ορισμούς, όπερ σημαίνει ότι αυτό που έχει σημασία είναι η συγκεκριμένη και τρέχουσα αντίληψη του σημείου, ανεξαρτήτως της πληρότητας των πληροφοριών που διαθέτει ο καταναλωτής. Επομένως, έστω και αν δεν αντιστοιχεί, ή αντιστοιχεί μόνον εν μέρει, στην επιστημονική αλήθεια, το γεγονός ότι η απεικόνιση του φύλλου ινδικής κάνναβης συνδέεται, στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, με την ψυχοτρόπο ουσία πράγματι ανταποκρίνεται στο κριτήριο που πρέπει να διερευνά το τμήμα προσφυγών σε παρόμοιες περιπτώσεις, ήτοι την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού. Αυτό ακριβώς έπραξε το τμήμα προσφυγών, όπως υπενθύμισε το EUIPO τόσο στο υπόμνημα αντικρούσεως όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπογραμμίζοντας ότι το «ιδιαίτερο σχήμα του φύλλου της ινδικής κάνναβης συχνά χρησιμοποιεί[το] ως επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας». Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για επιστημονικό δεδομένο αλλά για την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, στην οποία το εν λόγω φύλλο έχει καταστεί «επικοινωνιακό σύμβολο» της μαριχουάνας. Κατά συνέπεια, η ανάλυση αυτή ουδόλως είναι μεροληπτική.

22      Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι και το σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχει, λόγω μεροληψίας και έλλειψης επιμέλειας εκ μέρους του τμήματος προσφυγών. Συγκεκριμένα, οι λέξεις «cannabis», «chanvre» καθώς και ο αγγλικός όρος «hemp» αναφέρονται αδιακρίτως, κατά την προσφεύγουσα, στο φυτό της ινδικής κάνναβης. Εξάλλου, υπάρχουν και άλλοι αγγλικοί όροι, συγκεκριμένα οι λέξεις «store» και «amsterdam», στο λεκτικό στοιχείο του επίμαχου σημείου, γεγονός που εκφράζει μια απαίτηση για λογική και ιδιωματική συνέχεια και τη φιλοδοξία να προσδοθεί η μεγαλύτερη δυνατή διεθνής εμβέλεια στο επίμαχο σημείο, δεδομένου ότι η αγγλική είναι η κύρια γλώσσα του παγκόσμιου εμπορίου. Επομένως, το τμήμα προσφυγών προέβη, κατά την προσφεύγουσα, σε όλως μεροληπτική εκτίμηση καθόσον επισήμανε ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει άλλον όρο αντί του όρου «cannabis», ήτοι την ιταλική λέξη «canapa» (κάνναβη) ή την αγγλική λέξη «hemp», για τον προσδιορισμό των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών.

23      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι ακολούθησε μεροληπτική συλλογιστική. Συναφώς, οι επικρίσεις της σχετικά με τη δεύτερη περίοδο του σημείου 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέες. Πράγματι, στη φράση αυτή, το τμήμα προσφυγών ανέφερε ότι η προσφεύγουσα «θα μπορούσε να είχε» συμπληρώσει το επίμαχο σημείο με λεκτικά στοιχεία προσφορότερα για να τονίσουν τα χαρακτηριστικά τροφίμων και ποτών που δεν περιέχουν THC, για παράδειγμα τη λέξη «canapa» ή «hemp», και ότι θα μπορούσε να είχε παραλείψει την αναφορά στο Άμστερνταμ ή στο επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας. Ανεξαρτήτως του εάν οι λέξεις «cannabis», «chanvre» και «hemp» είναι συνώνυμες, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι αυτή η εναλλακτική πρόταση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών αποτελεί απλώς και μόνον obiter dictum και, επομένως, δεν είναι ικανή να καταστήσει παράνομη την προσβαλλόμενη απόφαση [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2018, Recordati Orphan Drugs κατά EUIPO – Laboratorios Normon (NORMOSANG), T-103/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:126, σκέψη 78]. Πράγματι, το τμήμα προσφυγών δεν είχε καμία υποχρέωση να επισημάνει στην προσφεύγουσα τις εναλλακτικές λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να κάμψουν τις ενστάσεις κατά του επίμαχου σημείου. Εν πάση περιπτώσει, από το εν λόγω obiter dictum δεν προκύπτει μεροληψία ή έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα.

24      Πέμπτον και τελευταίο, κατά την προσφεύγουσα, η επιλογή της λέξεως «amsterdam» αναφέρεται απλώς και μόνο στην προέλευση της ινδικής κάνναβης που χρησιμοποιεί, καθώς και στο ύφος και στην ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης ολλανδικής πόλεως, από την οποία, όπως επισημαίνει, εμπνέεται για την παροχή των υπηρεσιών εστιάσεως που προσφέρει και, ιδίως, για τη διαρρύθμιση των σημείων πωλήσεως των προϊόντων της. Η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι οι καταναλωτές θα κατέληγαν, λόγω του σημείου του οποίου ζητείται καταχώριση ως σήματος, να συσχετίσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που διατίθενται στο εμπόριο και φέρουν το εν λόγω σημείο, τα οποία είναι απολύτως νόμιμα, με τις ουσίες που πωλούνται στα «coffee shops» του Άμστερνταμ μαρτυρεί, κατά την προσφεύγουσα, μεροληπτική και ανακριβή εκτίμηση της σημασίας του ως άνω σημείου, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του σημαντικού και συνεχώς αυξανόμενου αριθμού επιχειρήσεων που παράγουν τρόφιμα και ποτά με βάση την ινδική κάνναβη και των καταστημάτων που πωλούν τα συγκεκριμένα προϊόντα.

25      Εντούτοις, κακώς η προσφεύγουσα θεωρεί ότι υφίσταται έλλειψη αμεροληψίας ή επιμέλειας καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η λέξη «amsterdam» γίνεται αντιληπτή από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αναφερόμενη στη συγκεκριμένη πόλη των Κάτω Χωρών η οποία ανέχεται τη χρήση ναρκωτικών και είναι γνωστή για τα «coffee shops» της (σημεία 27 έως 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, το τμήμα προσφυγών εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Όσον αφορά το γεγονός ότι η λέξη «amsterdam» θα μπορούσε επίσης να συσχετισθεί με άλλες σημασίες, όπως αυτές που προβάλλει η προσφεύγουσα, αρκεί να υπομνησθεί, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η πόλη του Άμστερνταμ είναι γνωστή για τα «coffee shops» της, στα οποία επιτρέπεται η πώληση της μαριχουάνας και των «space cakes» και, αφετέρου, ότι, κατά τη νομολογία, η καταχώριση ενός σημείου πρέπει να απορρίπτεται εάν, ως προς μία τουλάχιστον από τις ενδεχόμενες σημασίες του, το σημείο προσκρούει στην ύπαρξη απολύτου λόγου απαραδέκτου [βλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, Alpine Welten Die Bergführer κατά EUIPO (ALPINEWELTEN Die Bergführer), T-428/17, EU:T:2018:240, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

26      Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις διατάξεις του άρθρου 71, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, οπότε ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001

27      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλείονα σφάλματα τόσο κατά τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού, ισχυρισμό τον οποίο, ωστόσο, διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 41 κατωτέρω), όσο και κατά τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το επίμαχο σημείο από το ενδιαφερόμενο κοινό και, δεύτερον, ότι το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν αντίκειται στη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001.

28      Το EUIPO αμφισβητεί τη βασιμότητα των ανωτέρω ισχυρισμών.

29      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, τα σήματα τα οποία αντίκεινται στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη δεν γίνονται δεκτά προς καταχώριση. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Ένωσης. Τέτοιο τμήμα ενδέχεται να αποτελείται ακόμη και από ένα μόνον κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Couture Tech κατά ΓΕΕΑ (Απεικόνιση του σοβιετικού εμβλήματος), T‑232/10, EU:T:2011:498, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το γενικό συμφέρον στο οποίο στηρίζεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001 απόλυτος λόγος απαραδέκτου συνίσταται στην αποφυγή καταχωρίσεως σημείων που θίγουν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη κατά τη χρήση τους στο έδαφος της Ένωσης [αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Απεικόνιση του σοβιετικού εμβλήματος, T-232/10, EU:T:2011:498, σκέψη 29, και της 15ης Μαρτίου 2018, La Mafia Franchises κατά EUIPO – Italia (La Mafia SE SIENTA A LA MESA), T-1/17, EU:T:2018:146, σκέψη 25].

31      Η αντίθεση ενός σημείου προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τον τρόπο που το σημείο αυτό γίνεται αντιληπτό, κατά τη χρήση του ως σήματος, από το ενδιαφερόμενο κοινό εντός της Ένωσης ή σε τμήμα αυτής [αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Απεικόνιση του σοβιετικού εμβλήματος, T-232/10, EU:T:2011:498, σκέψη 50, και της 9ης Μαρτίου 2012, Cortés del Valle López κατά ΓΕΕΑ (¡Que buenu ye! HIJOPUTA), T-417/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:120, σκέψη 12].

32      Η εκτίμηση περί της συνδρομής ή μη του λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001 δεν μπορεί να βασίζεται στην αντίληψη τμήματος του ενδιαφερόμενου κοινού το οποίο δεν σοκάρεται από τίποτε, ούτε στην αντίληψη τμήματος του ενδιαφερόμενου κοινού το οποίο είναι ιδιαιτέρως εύθικτο, αλλά στα κριτήρια ενός συνετού προσώπου μέσης ευαισθησίας και ανεκτικότητας [αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2012, ¡Que buenu ye! HIJOPUTA, T-417/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:120, σκέψη 21, της 14ης Νοεμβρίου 2013, Efag Trade Mark Company κατά ΓΕΕΑ (FICKEN LIQUORS), T-54/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:593, σκέψη 21, και της 11ης Οκτωβρίου 2017, Osho Lotus Commune κατά EUIPO – Osho International Foundation (OSHO), T-670/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:716, σκέψη 103].

33      Επίσης, ως ενδιαφερόμενο κοινό δεν πρέπει να θεωρείται, κατά την εξέταση του λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, μόνον το κοινό στο οποίο απευθύνονται άμεσα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Συγκεκριμένα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα σημεία τα οποία αφορά ο συγκεκριμένος λόγος απαραδέκτου δεν θα σοκάρουν μόνον το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσδιορίζονται από το σημείο, αλλά και άλλα πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να έλθουν αντιμέτωπα με το σημείο αυτό παρεμπιπτόντως στην καθημερινότητά τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες [βλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, FICKEN LIQUORS, T-54/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:593, σκέψη 22, και της 11ης Οκτωβρίου 2017, OSHO, T-670/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:716, σκέψη 104).

34      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι τα σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αντίκεινται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη δεν είναι τα ίδια σε όλα τα κράτη μέλη, ιδίως για γλωσσικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς ή πολιτιστικούς λόγους (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, La Mafia SE SIENTA A LA MESA, T-1/17, EU:T:2018:146, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Επομένως, για την εφαρμογή του απόλυτου λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001 πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι κοινές στο σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης περιστάσεις, αλλά και οι περιστάσεις οι οποίες προσιδιάζουν σε μεμονωμένα κράτη μέλη και ενδέχεται να επηρεάσουν την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού στα αντίστοιχα κράτη μέλη (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Απεικόνιση του σοβιετικού εμβλήματος, T-232/10, EU:T:2011:498, σκέψη 34, και της 15ης Μαρτίου 2018, La Mafia SE SIENTA A LA MESA, T-1/17, EU:T:2018:146, σκέψη 29).

36      Εν προκειμένω, το απεικονιζόμενο ανωτέρω στη σκέψη 2 σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει ένα λεκτικό στοιχείο, αποτελούμενο από τους όρους «cannabis», «store» και «amsterdam», και ένα εικονιστικό στοιχείο, ήτοι τρεις σειρές πράσινων στυλιζαρισμένων φύλλων, τα οποία αντιστοιχούν στη συνήθη απεικόνιση του φύλλου ινδικής κάνναβης, σε μαύρο φόντο με δύο πράσινες φωσφορίζουσες μπορντούρες, στο πάνω και στο κάτω μέρος του σημείου. Οι τρεις προαναφερθείσες λέξεις συμβάλλουν επίσης στην εικονιστική διάσταση του επίμαχου σημείου, καθόσον απεικονίζονται σε αυτό με κεφαλαία γράμματα, η δε λέξη «cannabis» απεικονίζεται με χαρακτήρες λευκού χρώματος, πολύ μεγαλύτερους απ’ ό,τι οι δύο άλλες λέξεις, δεσπόζοντας στο κέντρο του σημείου. Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, διαπιστώνεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον έκρινε, στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το λεκτικό στοιχείο «cannabis» ήταν κυρίαρχο, τόσο λόγω του χώρου που καταλάμβανε όσο και λόγω της κεντρικής θέσεώς του εντός του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ως σήματος. Τούτο, άλλωστε, δεν αμφισβητείται.

37      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξεταστούν τα δύο σκέλη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλείονα σφάλματα στα οποία φέρεται να υπέπεσε το τμήμα προσφυγών κατά τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού, καθώς και του τρόπου με τον οποίον το επίμαχο σημείο γίνεται αντιληπτό από το κοινό αυτό

38      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το επίμαχο σημείο συνίσταται σε μια αγγλική φράση η οποία θα γίνει αντιληπτή σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης από το ενδιαφερόμενο κοινό που γνωρίζει και κατανοεί την αγγλική γλώσσα ως αναφερόμενη σε ονομασία που σημαίνει «κατάστημα ινδικής κάνναβης (προελεύσεως) Άμστερνταμ». Κατά την προσφεύγουσα, ο όρος «cannabis» δεν παραπέμπει σε καμία παράνομη ναρκωτική ουσία, αλλά προσδιορίζει την κάνναβη στην καθομιλουμένη, τόσο στην αγγλική όσο και στην ιταλική γλώσσα. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε επίσης να αποδώσει την ενδεδειγμένη σημασία στις λοιπές δύο αγγλικές λέξεις, ήτοι τις λέξεις «amsterdam» και «store».

39      Επιπροσθέτως, το τμήμα προσφυγών δεν βασίστηκε, κατά την προσφεύγουσα, στα κριτήρια ενός συνετού προσώπου συνήθους ευαισθησίας και ανεκτικότητας, ευλόγως πληροφορημένου και ευλόγως προσεκτικού και ενημερωμένου. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτό από το κοινό το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος είναι, κατά την προσφεύγουσα, εσφαλμένη και δεν αντικατοπτρίζει την εξέλιξη των πολιτιστικών και κοινωνικών αντιλήψεων εντός της Ένωσης σχετικά με την ινδική κάνναβη και τη χρήση της για βιομηχανικούς και νόμιμους σκοπούς, στοιχείο υπέρ του οποίου συνηγορεί και η νομοθεσία της Ένωσης. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν ανέλυσε το επίμαχο σημείο στο πλαίσιο της συνήθους χρήσης του, ήτοι της νόμιμης πωλήσεως ή χρήσης, στα καταστήματα της προσφεύγουσας, τροφίμων ή ποτών με βάση την κάνναβη.

40      Πρώτον, όσον αφορά το υποτιθέμενο σφάλμα του τμήματος προσφυγών κατά τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού και, κατά συνέπεια, της εσφαλμένης εκτιμήσεώς του όσον αφορά την εκ μέρους του εν λόγω κοινού αντίληψη του επίμαχου σημείου, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών, καίτοι δέχθηκε την ανάλυση του εξεταστή κατά την οποία το επίμαχο σημείο περιείχε αγγλικά λεκτικά στοιχεία, απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη δεσπόζουσα παρουσία της λέξεως «cannabis», η οποία προέρχεται από τα λατινικά, χρησιμοποιείται ευρέως και γίνεται αντιληπτή σε πλείστες όσες γλώσσες της Ένωσης πέραν της αγγλικής, λόγου χάρη στη δανική, στη γερμανική, στην ισπανική, στη γαλλική, στην ιταλική, στην ουγγρική, στην πολωνική, στην πορτογαλική, στη ρουμανική και στη σουηδική, με αποτέλεσμα το στοιχείο αυτό, ενισχυμένο από την ύπαρξη στυλιζαρισμένων φύλλων κάνναβης τα οποία συνθέτουν το επίμαχο σημείο, να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται όχι μόνον από αγγλόφωνους καταναλωτές, αλλά από το σύνολο των καταναλωτών της Ένωσης που είναι σε θέση να κατανοήσουν τη σημασία του όρου «cannabis», ο οποίος σχετίζεται με το εν λόγω εικονιστικό σήμα.

41      Όσον αφορά το ζήτημα εάν, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αποσκοπούσε στο να ορίσει ως ενδιαφερόμενο κοινό αποκλειστικώς το αγγλόφωνο, η προσφεύγουσα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έδωσε αρνητική απάντηση και δέχθηκε ότι το κοινό έπρεπε να θεωρηθεί ευρύτερο. Επισήμανε δε ότι, κατά την άποψή της, ως κοινό αναφοράς έπρεπε να νοηθεί το κοινό του συνόλου της Ένωσης με καλή γνώση της αγγλικής. Συναφώς, πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των χαρακτηριστικών του επίμαχου σημείου, να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, δεδομένου ότι το επίμαχο σημείο περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο λέξεις δυνάμενες να γίνουν κατανοητές από κοινό πολύ ευρύτερο του αγγλόφωνου, δηλαδή, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, τη λατινικής προελεύσεως λέξη «cannabis», αλλά και τη λέξη «amsterdam», ήτοι το όνομα διεθνώς γνωστής πόλεως των Κάτω Χωρών, και ότι το εικονιστικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στο ως άνω σημείο δύναται, όπως ορθώς σημείωσε το τμήμα προσφυγών, να αναγνωρισθεί ως επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας.

42      Επομένως, ο έλεγχος της νομιμότητας της εξετάσεως της αντιθέσεως του επίμαχου σημείου στη δημόσια τάξη πρέπει να γίνει όχι μόνον υπό το πρίσμα του αγγλόφωνου κοινού, αλλά ευρύτερα του κοινού της Ένωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης περιστάσεις όσο και οι ειδικές περιστάσεις που επικρατούν στα κράτη μέλη ατομικώς εξεταζόμενα, οι οποίες είναι ικανές να επηρεάσουν την αντίληψη του κοινού στα αντίστοιχα κράτη μέλη.

43      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το πρώτο αυτό σκέλος, η προσφεύγουσα θέτει επίσης το ζήτημα της συνθέσεως του ενδιαφερόμενου κοινού και του επιπέδου προσοχής που αυτό επιδεικνύει. Ερωτηθείσα επί του ζητήματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό ήταν στην πλειοψηφία του νεανικό, ηλικίας μεταξύ 20 και 30 ετών, και ότι το κοινό αυτό ήταν ασφαλώς ενήμερο για το σύνολο των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με την ινδική κάνναβη. Κατά την άποψή της, δεν πρέπει, εντός του κοινού αυτού, να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνου που βρίσκεται στα κράτη μέλη με νομοθεσία η οποία απαγορεύει την ψυχοτρόπο ουσία που παράγεται από την ινδική κάνναβη και εκείνου που βρίσκεται στα κράτη μέλη με λιγότερο αυστηρή νομοθεσία.

44      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος απευθύνονται στους καταναλωτές, οπότε το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από το ευρύ κοινό της Ένωσης. Είναι, όμως, σαφές ότι το κοινό αυτό δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην συγκεκριμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις όσον αφορά τα ναρκωτικά εν γένει και, ειδικότερα, το ναρκωτικό που παράγεται από την ινδική κάνναβη, έστω και αν η κατάσταση αυτή ενδέχεται να διαφοροποιείται αναλόγως των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων βρίσκεται το κοινό και, ειδικότερα, αναλόγως των διαβουλεύσεων που οδήγησαν, τελικώς, στη θέσπιση νομοθεσίας ή κανονιστικού πλαισίου που επιτρέπει ή ανέχεται τη θεραπευτική ή ψυχαγωγική χρήση προϊόντων που περιέχουν THC σε τέτοια δοσολογία ώστε να παράγουν ψυχοτρόπα αποτελέσματα.

45      Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα μνημονεύει στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος προϊόντα και υπηρεσίες ευρείας καταναλώσεως τα οποία προορίζονται για το ευρύ κοινό χωρίς ηλικιακή διάκριση, δεν συντρέχει κανένας βάσιμος λόγος να περιορισθεί, όπως πρότεινε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ενδιαφερόμενο κοινό μόνο στο νεανικό κοινό, ηλικίας από 20 έως 30 ετών. Ομοίως, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως ορθώς υπογράμμισε το EUIPO, στο ειδικό πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν είναι μόνον το κοινό στο οποίο απευθύνονται άμεσα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση, αλλά και εκείνο που αποτελείται από άλλα πρόσωπα τα οποία, χωρίς να ενδιαφέρονται για τέτοια προϊόντα και υπηρεσίες, θα έλθουν αντιμέτωπα με το εν λόγω σημείο παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της καθημερινής τους ζωής (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), με αποτέλεσμα να είναι απορριπτέος, και για αυτόν τον λόγο, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι κατά βάση νεανικό και αποτελείται από πρόσωπα ηλικίας από 20 έως 30 ετών.

46      Τρίτον, όσον αφορά το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού, μολονότι είναι αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει ρητές διευκρινίσεις ως προς το ζήτημα αυτό, προκύπτει παρά ταύτα από αυτήν ότι το τμήμα προσφυγών δεν έθεσε εν αμφιβόλω τον ορισμό του εξεταστή κατά τον οποίο τα προϊόντα ευρείας καταναλώσεως, όπως αυτά τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος, προορίζονται κυρίως για τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως), όπερ αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν και mutatis mutandis, σε κοινό αποτελούμενο από συνετά άτομα με μέσα κατώτατα όρια ευαισθησίας και ανεκτικότητας, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω. Λαμβανομένων υπόψη των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, καθίσταται σαφές ότι δεν είναι εσφαλμένος ο ορισμός του ενδιαφερόμενου κοινού και του επιπέδου προσοχής που του αναγνώρισε το τμήμα προσφυγών.

47      Τέταρτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη την εξέλιξη των πολιτιστικών και κοινωνικών αντιλήψεων εντός της Ένωσης σχετικά με την ινδική κάνναβη και τη χρήση της για νόμιμους σκοπούς και, κατά συνέπεια, ότι δεν εκτίμησε ορθώς την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού (σημείο 40 του δικογράφου της προσφυγής). Παραθέτει, συναφώς, δύο κανονισμούς στον τομέα της γεωργίας που αφορούν την καλλιέργεια της κάνναβης, ήτοι τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/1155 της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2017, για την τροποποίηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 639/2014 όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου σχετικά με την καλλιέργεια κάνναβης, ορισμένες διατάξεις σχετικά με τις ενισχύσεις οικολογικού προσανατολισμού, τις ενισχύσεις αγροτών νεαρής ηλικίας οι οποίοι ασκούν τον έλεγχο νομικού προσώπου, τον υπολογισμό του ανά μονάδα ποσού στο πλαίσιο της προαιρετικής συνδεδεμένης στήριξης, τα τμήματα δικαιωμάτων ενίσχυσης και ορισμένες υποχρεώσεις κοινοποίησης που σχετίζονται με το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης και την προαιρετική συνδεδεμένη στήριξη και για την τροποποίηση του παραρτήματος X του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2017, L 167, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608).

48      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι πολλοί παράγοντες έχουν οδηγήσει, επί του παρόντος, τόσο στη χρήση προϊόντων ινδικής κάνναβης των οποίων η περιεκτικότητα σε THC δεν τα καθιστά ναρκωτικά όσο και στη χρήση τους, όταν πρόκειται για ναρκωτικά, για θεραπευτικούς ή ακόμη και για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Αληθεύει, μάλιστα, ότι η νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών έχει και η ίδια ήδη εξελιχθεί ή βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο.

49      Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «σε πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ενδεικτικώς: στη Βουλγαρία, στη Φινλανδία, στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, στην Ιρλανδία, στην Πολωνία, στη Σλοβακία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο)», τα προϊόντα ινδικής κάνναβης που εμφανίζουν περιεκτικότητα σε THC ανώτερη του 0,2 % θεωρούνται παράνομα ναρκωτικά.

50      Το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει τη χρήση των προϊόντων ινδικής κάνναβης όταν συνιστούν ναρκωτικά. Συγκεκριμένα, το άρθρο 168, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη μείωση της βλάβης που προκαλούν στην υγεία τα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης και της πρόληψης. Όσον αφορά τον κανονισμό 1307/2013, το άρθρο 32, παράγραφος 6, προβλέπει ότι οι εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κάνναβης αποτελούν επιλέξιμα εκτάρια μόνον εάν οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται έχουν περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη που δεν υπερβαίνει το 0,2 %. Με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2017/1155, η Επιτροπή θέσπισε τη ρύθμιση που απαιτούνταν για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

51      Επομένως, επί του παρόντος, δεν υφίσταται καμία ομόφωνη, ούτε καν κυρίαρχη, τάση εντός της Ένωσης όσον αφορά τη νομιμότητα της χρήσης ή της καταναλώσεως προϊόντων ινδικής κάνναβης με περιεκτικότητα THC ανώτερη του 0,2 %.

52      Υπό τις περιστάσεις αυτές, αφενός, διαπιστώνεται εν προκειμένω ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τις εξελίξεις που περιγράφηκαν στις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, υπογραμμίζοντας τις αναγνωρισμένες δυνατότητες της νόμιμης χρήσης της ινδικής κάνναβης, οι οποίες, ωστόσο, υπόκεινται σε ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, και υπενθυμίζοντας το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ένωσης που διέπει το επίμαχο ζήτημα (σημείο 11, έκτη και δέκατη περίπτωση, και σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, το τμήμα προσφυγών, επίσης ορθώς, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η νομοθεσία πολλών κρατών μελών χαρακτηρίζει παράνομη την κατανάλωση ινδικής κάνναβης, εφόσον τα παραγόμενα απ’ αυτήν προϊόντα περιέχουν THC σε ποσότητα ανώτερη του 0,2 %. Πράγματι, τα σημεία εκείνα τα οποία ενδέχεται να γίνουν αντιληπτά από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αντίθετα προς τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη δεν είναι ίδια εντός όλων των κρατών μελών, ιδίως για γλωσσικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους (βλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, La Mafia SE SIENTA A LA MESA, T-1/17, EU:T:2018:146, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, το τμήμα προσφυγών επικαλέστηκε τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών βασιζόμενο στη νομολογία, καθόσον, στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, τα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη λόγω της κανονιστικής ισχύος τους, αλλά ως ενδείξεις πραγματικών περιστατικών που καθιστούν δυνατή την εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σημείο (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Απεικόνιση του σοβιετικού εμβλήματος, T-232/10, EU:T:2011:498, σκέψη 37).

53      Πέμπτον και τελευταίο, και όπως υποστηρίζει το EUIPO, το ζήτημα της πραγματικής περιεκτικότητας σε THC των προϊόντων που εμπορεύεται η προσφεύγουσα δεν είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι η εκτίμηση στην οποία όφειλε να προβεί το τμήμα προσφυγών στον τομέα αυτόν έπρεπε να είναι ανεξάρτητη από τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας και να στηρίζεται μόνο στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Απριλίου 2003, Durferrit κατά ΓΕΕΑ – Kolene (NU-TRIDE), T-224/01, EU:T:2003:107, σκέψη 76, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Sportwetten κατά ΓΕΕΑ – Intertops Sportwetten (INTERTOPS), T-140/02, EU:T:2005:312, σκέψη 28].

54      Τέλος, το ζήτημα εάν το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σημείο ως αναφορά στη νόμιμη χρήση της κάνναβης, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ή, αντιθέτως, ως νύξη στην ινδική κάνναβη ως παράνομη ναρκωτική ουσία, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και θα εξετασθεί αμέσως κατωτέρω.

55      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε στα σφάλματα που του προσάπτει η προσφεύγουσα.

56      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ότι το επίμαχο σημείο δεν είναι αντίθετο προς τη δημόσια τάξη

57      Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, το επίμαχο σημείο δεν παραπέμπει σε καμία παράνομη ναρκωτική ουσία. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτό συμβαίνει, τούτο δεν αρκεί, κατά την προσφεύγουσα, για να θεμελιώσει την άρνηση καταχωρίσεώς του ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, η απλή παραπομπή σε ένα παράνομο προϊόν ή η άμεση μνεία του δεν αρκούν για να κριθεί μια αίτηση καταχωρίσεως σήματος αντίθετη προς τη δημόσια τάξη, διότι πρέπει επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, το επίμαχο σημείο να συνδέεται, κατ’ αποτέλεσμα, με ενθάρρυνση, την εξοικείωση με την ιδέα ή την επιδοκιμασία της χρήσης ή της κατανάλωσης παράνομης ναρκωτικής ουσίας. Εν προκειμένω, όμως, το επίμαχο σημείο δεν έχει ούτε ονομασία ούτε σημασία ικανή, στο πλαίσιο της συνήθους χρήσης του για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά η σχετική αίτηση, να ενθαρρύνει το κοινό στη χρήση παράνομης ναρκωτικής ουσίας ή να το εξοικειώσει με την ιδέα τέτοιας χρήσης ή να δημιουργήσει μια αίσθηση επιδοκιμασίας της.

58      Δεύτερον, το αβάσιμο του απόλυτου λόγου απαραδέκτου τον οποίο αντέταξε στην προσφεύγουσα το τμήμα προσφυγών προκύπτει επίσης σαφώς από τους τρόπους καταναλώσεως, αφενός, των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος και, αφετέρου, ναρκωτικών ουσιών όπως η μαριχουάνα, τα οποία, κατά κανόνα, καπνίζονται. Η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 20ής Μαρτίου 2009 στην υπόθεση 2665 C σχετικά με την αίτηση καταχωρίσεως του σημείου COCAINE ως λεκτικού σήματος για προϊόντα των κλάσεων 3, 25 και 32 και, ειδικότερα, για μπύρες, στην οποία τονιζόταν, μεταξύ άλλων, ότι ο τρόπος καταναλώσεως των επίμαχων προϊόντων ήταν κρίσιμος για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001 και ότι απλώς και μόνον η αναστάτωση ή η αρνητική εικόνα που ενδεχομένως να προκαλούνται από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό ένα σήμα δεν αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη της αντιθέσεώς του στη δημόσια τάξη.

59      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

60      Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σημείο θα γινόταν αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό στο σύνολό του υπό την έννοια ότι παραπέμπει σε παράνομη ναρκωτική ουσία.

61      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών υπενθύμισε, στο σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Torresan κατά ΓΕΕΑ – Klosterbrauerei Weissenohe (CANNABIS), T-234/06, EU:T:2009:448, σκέψη 19], ο όρος «cannabis» έχει τρεις πιθανές σημασίες. Πρώτον, ο όρος «cannabis» παραπέμπει σε κλωστικό φυτό, του οποίου η μεν κοινή οργάνωση αγοράς ρυθμίζεται στο πλαίσιο της Ένωσης, η δε παραγωγή υπόκειται σε αυστηρότατη νομοθεσία όσον αφορά την περιεκτικότητα σε THC, η οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το όριο του 0,2 %. Δεύτερον, ο όρος «cannabis» αναφέρεται σε ναρκωτική ουσία απαγορευμένη σε πολλά κράτη μέλη, και μάλιστα, επί του παρόντος, στα περισσότερα. Τρίτον, ο συγκεκριμένος όρος προσδιορίζει ουσία της οποίας η δυνατότητα θεραπευτικής χρήσης είναι υπό συζήτηση.

62      Το τμήμα προσφυγών συνήγαγε εξ αυτού, στο σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όπως υποστηρίζει και η προσφεύγουσα, ο όρος αυτός δεν πρέπει να νοείται αυτομάτως ως αναφερόμενος στη ναρκωτική ουσία, εκτός αν υπάρχουν συναφώς «άλλες ενδείξεις». Επομένως, το τμήμα προσφυγών έλαβε πλήρως υπόψη ότι η παράνομη ουσία αντιστοιχούσε μόνο σε μία από τις σημασίες του όρου «cannabis», άρα η προσφεύγουσα δεν δύναται να υποστηρίξει βασίμως ότι το εν λόγω τμήμα παρέβλεψε, συναφώς, την ύπαρξη του «παγκοίνως γνωστού γεγονότος» ότι το THC, δηλαδή η ψυχοτρόπος ουσία, ήταν απλώς και μόνον ένα από τα κανναβινοειδή που ενυπάρχουν στην ινδική κάνναβη, όπως και το γεγονός ότι η ουσία καθίστατο παράνομη μόνον πέραν ενός συγκεκριμένου ορίου.

63      Επομένως, για να δοθεί απάντηση στο πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, πρέπει να κριθεί αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον εκτίμησε ότι υπήρχαν «άλλες ενδείξεις», ήτοι οι λέξεις «amsterdam» και «store», καθώς και η στυλιζαρισμένη απεικόνιση φύλλων ινδικής κάνναβης, οι οποίες αποδείκνυαν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει το επίμαχο σημείο με την παράνομη ναρκωτική ουσία, όπερ αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

64      Το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι έπρεπε ειδικότερα να προσδιοριστεί με ποιον τρόπο θα αντιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο κοινό το σημείο του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που το συνθέτουν (σημεία 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έκρινε δε ότι ο συνδυασμός της παρουσίας, στο επίμαχο σημείο, της στυλιζαρισμένης απεικονίσεως του φύλλου ινδικής κάνναβης, επικοινωνιακού συμβόλου της μαριχουάνας, και της λέξεως «amsterdam», η οποία αναφέρεται στο γεγονός ότι στην πόλη του Άμστερνταμ υπάρχουν πολλά σημεία πωλήσεως του ναρκωτικού που παράγεται από την ινδική κάνναβη, λόγω της ανοχής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της εμπορίας της τελευταίας στις Κάτω Χώρες, καθιστούσε πολύ πιθανόν το να ερμηνεύσει ο καταναλωτής, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, τη λέξη «cannabis» ως αναφερόμενη στη ναρκωτική ουσία, η οποία είναι παράνομη σε «πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (βλ. σκέψη 49 ανωτέρω).

65      Η ερμηνεία αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, κατά μείζονα λόγο λαμβανομένης υπόψη της μνείας, εντός του επίμαχου σημείου της λέξεως «store» η οποία κατά κανόνα σημαίνει «κατάστημα» ή «μαγαζί», με αποτέλεσμα το εν λόγω σημείο, του οποίου το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο όρος «cannabis» (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), να γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο αγγλόφωνο κοινό υπό την έννοια του «μαγαζιού ινδικής κάνναβης στο Άμστερνταμ» και από το μη αγγλόφωνο κοινό υπό την έννοια της «ινδικής κάνναβης στο Άμστερνταμ», στοιχείο που, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ενισχυμένο από την εικόνα των φύλλων ινδικής κάνναβης, επικοινωνιακού συμβόλου της μαριχουάνας, συνιστά σαφή και αδιαμφισβήτητη νύξη στο ναρκωτικό που πωλείται στον συγκεκριμένο τόπο. Επομένως, το εν λόγω κοινό ενδεχομένως να προσδοκούσε ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της προσφεύγουσας θα αντιστοιχούσαν στα προϊόντα που πωλούνται σε τέτοιου είδους κατάστημα.

66      Οι διευκρινίσεις της προσφεύγουσας, ήτοι ότι η λέξη «amsterdam» υποδηλώνει την προέλευση της ινδικής κάνναβης που η ίδια χρησιμοποιεί για την παρασκευή των προϊόντων της και τον τρόπο ζωής και την ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει την πόλη του Άμστερνταμ, δεν αναιρούν την ανωτέρω ανάλυση. Ειδικότερα, δεν πρόκειται να είναι αυτή η πρώτη ιδέα την οποία θα σχηματίσει το ενδιαφερόμενο κοινό όταν έλθει αντιμέτωπο με τους όρους «amsterdam» και «cannabis», οι οποίοι σχετίζονται με το επικοινωνιακό σύμβολο της μαριχουάνας, αφού είναι γνωστό ότι οι Κάτω Χώρες, και ειδικότερα η πόλη του Άμστερνταμ, έχουν θεσπίσει κανονιστική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη χρήση του επίμαχου ναρκωτικού.

67      Δεν είναι πειστικά ούτε τα επιχειρήματα που αντλούνται από το γεγονός ότι το στυλιζαρισμένο σχέδιο που απεικονίζει το φύλλο ινδικής κάνναβης χρησιμοποιείται, επίσης, από όλους τους βιομηχανικούς τομείς, ιδίως τον κλωστοϋφαντουργικό και τον φαρμακευτικό τομέα, οι οποίοι επεξεργάζονται την ινδική κάνναβη. Πράγματι, το τμήμα προσφυγών δεν βάσισε το συμπέρασμά του στον τρόπο με τον οποίον το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το στυλιζαρισμένο σχέδιο που απεικονίζει το φύλλο ινδικής κάνναβης μεμονωμένως εξεταζόμενο, αλλά στον συνδυασμό των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν το εν λόγω σημείο, ο οποίος οδηγεί σαφέστατα στο συμπέρασμα ότι, όπως υπενθύμισε και το τμήμα προσφυγών στο σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προσελκύει την προσοχή, ακουσίως βεβαίως, στην έννοια της ινδικής κάνναβης ως ναρκωτικής ουσίας.

68      Μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δεν έχουν καμία σχέση με τα καταστήματα τύπου «coffee shop» του Άμστερνταμ (σημείο 31 του δικογράφου της προσφυγής) και ότι οι τρόποι καταναλώσεως των προϊόντων που διαθέτει στο εμπόριο διαφέρουν από τον τρόπο καταναλώσεως των ναρκωτικών ουσιών, που κατά κανόνα καπνίζονται (σημείο 53 του δικογράφου της προσφυγής), υπενθυμίζεται εκ νέου ότι από τη συνολική εξέταση των διαφόρων σημείων του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 προκύπτει ότι τα σημεία αυτά αναφέρονται στις εγγενείς ιδιότητες του σημείου του οποίου ζητείται η καταχώριση ως σήματος και όχι σε περιστάσεις σχετικές με τη συμπεριφορά του αιτούντος την καταχώριση του σήματος (αποφάσεις της 9ης Απριλίου 2003, NU-TRIDE, T-224/01, EU:T:2003:107, σκέψη 76, της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, INTERTOPS, T-140/02, EU:T:2005:312, σκέψη 28, και της 15ης Μαρτίου 2018, La Mafia SE SIENTA A LA MESA, T-1/17, EU:T:2018:146, σκέψη 40). Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι η ινδική κάνναβη, ως ναρκωτική ουσία, δύναται κάλλιστα να προσληφθεί μέσω ποτών ή τροφίμων, παραδείγματος χάρη μέσω κέικ, κάτι που αντιστοιχεί σε ορισμένα από τα προϊόντα τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος.

69      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται το επίμαχο σημείο στο σύνολό του ως αναφορά σε ναρκωτική ουσία απαγορευμένη σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών.

70      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν το επίμαχο σημείο είναι αντίθετο προς τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι συντρέχει ο συγκεκριμένος απόλυτος λόγος απαραδέκτου.

71      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 2017/1001 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της «δημοσίας τάξεως». Υπό τις περιστάσεις αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του παρόντος σταδίου εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, το οποίο περιγράφεται στη σκέψη 50 ανωτέρω, καθώς και του γράμματος του άρθρου 7, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου συντρέχουν μόνο σε τμήμα της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει ομοιόμορφη κλίμακα αξιών και αναγνωρίζει ότι οι απαιτήσεις δημοσίας τάξεως ενδέχεται να διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή, με αποτέλεσμα τα κράτη μέλη να παραμένουν, κατ’ ουσίαν, ελεύθερα να καθορίζουν το περιεχόμενο των απαιτήσεων αυτών σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες. Οι απαιτήσεις δημόσιας τάξεως, μολονότι δεν μπορούν να αφορούν οικονομικά συμφέροντα ούτε απλώς και μόνο την πρόληψη της διασαλεύσεως της κοινωνικής ειρήνης την οποία συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, μπορούν να περιλαμβάνουν την προστασία διάφορων συμφερόντων τα οποία το οικείο κράτος μέλος θεωρεί θεμελιώδη κατά το δικό του σύστημα αξιών [βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις K. και H. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C-331/16 και C-366/16, EU:C:2017:973, σκέψεις 60 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

72      Ειδικότερα όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας αυτής στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek, στο σημείο 76 των προτάσεών του στην υπόθεση Constantin Film Produktion κατά EUIPO (C-240/18 P, EU:C:2019:553), τόνισε ότι η δημόσια τάξη είναι μια κανονιστική θεώρηση αξιών και σκοπών που ορίζονται από την οικεία δημόσια αρχή ως σημερινοί και αυριανοί στόχοι, δηλαδή με μια προοπτική για το μέλλον. Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, ότι η δημόσια τάξη αποτελεί έκφραση της βουλήσεως της δημόσιας ρυθμιστικής αρχής όσον αφορά τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται εντός της κοινωνίας.

73      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ισοδυναμεί οπωσδήποτε με αντίθεση προς τη δημόσια τάξη κάθε αντίθεση προς τον νόμο, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Πράγματι, πρέπει επιπροσθέτως η αντίθεση αυτή να θίγει συμφέρον το οποίο θεωρείται θεμελιώδες από το ενδιαφερόμενο κράτος ή τα οικεία κράτη μέλη, σύμφωνα με τα δικά τους συστήματα αξιών.

74      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στα κράτη μέλη όπου η κατανάλωση και η χρήση της ναρκωτικής ουσίας που παράγεται από την ινδική κάνναβη εξακολουθούν να απαγορεύονται, η καταπολέμηση της εξαπλώσεως της συγκεκριμένης ουσίας αποτελεί ιδιαιτέρως ευαίσθητο ζήτημα και ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιας υγείας συνιστάμενο στην καταπολέμηση των επιβλαβών συνεπειών της. Επομένως, η απαγόρευση αυτή αποσκοπεί στην προστασία ενός συμφέροντος που τα αντίστοιχα κράτη μέλη θεωρούν ως θεμελιώδες, σύμφωνα με τα δικά τους συστήματα αξιών, οπότε το καθεστώς που διέπει την κατανάλωση και τη χρήση της επίμαχης ουσίας εμπίπτει στην έννοια της «δημοσίας τάξεως» υπό την έννοια το άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

75      Εξάλλου, η σημασία που έχει η προστασία του θεμελιώδους αυτού συμφέροντος υπογραμμίζεται κατεξοχήν από το άρθρο 83 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών αποτελεί έναν από τους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, στους οποίους προβλέπεται η παρέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη μείωση της βλάβης που προκαλούν στην υγεία τα ναρκωτικά, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης και της πρόληψης.

76      Ως εκ τούτου, ορθώς το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, εξετάζοντας την αντίθεση του επίμαχου σημείου στη δημόσια τάξη σε σχέση με το σύνολο των καταναλωτών εντός της Ένωσης που είναι σε θέση να κατανοήσουν τη σημασία του, και δεδομένου ότι η αντίληψη των καταναλωτών αυτών εντάσσεται κατ’ ανάγκην στο πλαίσιο που παρατίθεται στις σκέψεις 74 και 75 ανωτέρω, ότι το επίμαχο σημείο, το οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται ως ένδειξη ότι τα τρόφιμα και τα ποτά τα οποία μνημονεύει η προσφεύγουσα στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος, καθώς και οι σχετικές υπηρεσίες, περιείχαν παράνομες σε πολλά κράτη μέλη ναρκωτικές ουσίες, ήταν αντίθετο προς τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

77      Η προσφεύγουσα δεν δύναται να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό προβάλλοντας ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει αν, επιπροσθέτως, το επίμαχο σημείο είχε ως αποτέλεσμα την ενθάρρυνση, την εξοικείωση με την ιδέα ή την επιδοκιμασία της χρήσης παράνομης ναρκωτικής ουσίας. Πράγματι, το γεγονός ότι το σημείο αυτό θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως ένδειξη ότι τα τρόφιμα και τα ποτά τα οποία μνημονεύει η προσφεύγουσα στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος, καθώς και οι σχετικές υπηρεσίες, περιέχουν ναρκωτικές ουσίες που είναι παράνομες σε πολλά κράτη μέλη αρκεί για να θεωρηθεί ότι τούτο αντιβαίνει στη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους συμφέροντος που επισημάνθηκε στις σκέψεις 74 και 75 ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον μία από τις λειτουργίες του σήματος συνίσταται στον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στον καταναλωτή των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζονται από το σήμα να προβεί, στο μέλλον στην ίδια αγοραστική επιλογή αν η εμπειρία αποδειχθεί θετική ή σε άλλη επιλογή αν η εμπειρία αποδειχθεί αρνητική [βλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2003, Alcon κατά ΓΕΕΑ – Dr. Robert Winzer Pharma (BSS), T-237/01, EU:T:2003:54, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], το εν λόγω σημείο, στο μέτρο που θα γινόταν αντιληπτό κατά τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο, παρακινεί, εμμέσως πλην σαφώς, στην αγορά τέτοιων προϊόντων και υπηρεσιών ή, τουλάχιστον, εκλαϊκεύει την κατανάλωσή τους.

78      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό ούτε αντλώντας επιχείρημα από την ύπαρξη σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία περιέχουν όρους όπως «κάνναβη» ή «κοκαΐνη».

79      Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 20ής Μαρτίου 2009 σχετικά με την αίτηση καταχωρίσεως του σημείου COCAINE ως λεκτικού σήματος (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω) και, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έκανε επίσης μνεία της δικής της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος CANNABIS STORE AMSTERDAM ORIGINAL AMSTERDAM, αναφορικά με την οποία ο εξεταστής προέβαλε, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αντιρρήσεις. Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι αναφορές στις αποφάσεις που εκδόθηκαν σε πρώτο βαθμό από το EUIPO δεν δεσμεύουν ούτε τα τμήματα προσφυγών του EUIPO ούτε, κατά μείζονα λόγο, τον δικαστή της Ένωσης [απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, Brunner κατά EUIPO – CBM (H HOLY HAFERL HAFERL SHOE COUTURE), T-367/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:28, σκέψη 103]. Ειδικότερα, θα αντέβαινε στα ελεγκτικά καθήκοντα του τμήματος προσφυγών, όπως αυτά προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 30 και στα άρθρα 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001, ο περιορισμός της αρμοδιότητάς του στην απλή επικύρωση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων οργάνων του EUIPO [βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Battelle Memorial Institute κατά EUIPO (HEATCOAT), T-469/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:302, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], όπερ σημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς τις ανωτέρω αποφάσεις.

80      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του EUIPO.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Santa Conte στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Μαρκουλλή

Kornezov

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.