Language of document : ECLI:EU:F:2013:154

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2013

Υπόθεση F‑148/12

Ulrik Solberg

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Πρώην έκτακτος υπάλληλος — Έκθεση αξιολογήσεως — Έννομο συμφέρον — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο U. Solberg ζητεί την ακύρωση της από 5 Μαρτίου 2012 αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΑΣΣ) του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ ή στο εξής: Κέντρο) περί καταρτίσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως του προσφεύγοντος για το έτος 2011.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. O U. Solberg φέρει τα δικαστικά έξοδά τoυ και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή ακυρώσεως της εκθέσεως αξιολογήσεως από έκτακτο υπάλληλο μετά τη λήξη των καθηκόντων του — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Εξουσία εκτιμήσεως των αξιολογητών — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Απαραίτητη αντιστοιχία μεταξύ των περιγραφικών σχολίων και της βαθμολογίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Για να μπορέσει ο προσφεύγων να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, πρέπει να αποδείξει ότι έχει προσωπικό, γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, το συμφέρον δε αυτό εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής και πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως.

Η έκθεση αξιολογήσεως αποτελεί ουσιώδες έγγραφο για την αξιολόγηση του προσωπικού των θεσμικών οργάνων, καθόσον καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της ικανότητας, της αποδόσεως και της συμπεριφοράς ενός υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού και αποτελεί αξιολογική κρίση των ιεραρχικώς ανωτέρων του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον ο αξιολογούμενος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού εκτέλεσε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί και σχετικά με τη συμπεριφορά του εντός της υπηρεσίας κατά την οικεία περίοδο. Επομένως, κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού δικαιούται να απαιτήσει δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της εργασίας του και, σύμφωνα με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, ο υπάλληλος πρέπει να έχει το δικαίωμα να αμφισβητεί την έκθεση αξιολογήσεως που τον αφορά λόγω του περιεχομένου της ή διότι δεν καταρτίστηκε συμφώνως προς τους προβλεπόμενους από τον ΚΥΚ κανόνες. Τούτο ισχύει και για τους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό οι οποίοι έχουν αξιολογηθεί.

Προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρώην έκτακτος υπάλληλος έχει προσωπικό και ενεστώς συμφέρον να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εκθέσεως αξιολογήσεώς του, πρέπει να συνεκτιμηθεί η βούλησή του, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας που απέκτησε στον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον οποίο εργάσθηκε, να επανενταχθεί οριστικώς στο προσωπικό της Ένωσης, και του δυνητικού συμφέροντός του να επικαλεστεί, προς τούτο, μια έκθεση αξιολογήσεως η οποία καλύπτει το τελευταίο έτος της δραστηριότητάς του ως εκτάκτου υπαλλήλου και δεν πάσχει πλημμέλειες. Επιπλέον, το γεγονός ότι, σε περίπτωση επανεντάξεως στο προσωπικό της Ένωσης, η σταδιοδρομία του συγκεκριμένου προσώπου θα αρχίσει εκ νέου είναι επίσης ικανό να αποδείξει ότι ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά της επίμαχης εκθέσεως αξιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 16, 17 και 21)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Οκτωβρίου 1975, 81/74 έως 88/74, Marenco κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 6· 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, σκέψεις 42, 43 και 45

ΠΕΚ: 18 Ιουνίου 1992, T‑49/91, Turner κατά Επιτροπής, σκέψη 24· 28 Ιουνίου 2005, T‑147/04, Ross κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 και 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q, σκέψη 162· 4 Ιουνίου 2012, T‑118/11, T‑123/11 και T‑124/11, Attey κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 28

2.      Μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται η αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως η διαλαμβανόμενη στην παράγραφο 2, στοιχείο γ΄, του ίδιου άρθρου έκφανση της, ήτοι «η υποχρέωση της Διοικήσεως να αιτιολογεί τις αποφάσεις της».

Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία χωρεί παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους.

Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον μια έκθεση βαθμολογίας είναι αρκούντως αιτιολογημένη, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού και όχι μόνον οι περιλαμβανόμενες στην εν λόγω έκθεση πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 28 έως 31)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 29 Σεπτεμβρίου 2005, T‑218/02, Napoli Buzzanca κατά Επιτροπής, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 27 Σεπτεμβρίου 2012, T‑387/09, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, σκέψη 76

ΔΔΔΕΕ: 13 Σεπτεμβρίου 2011, F‑4/10, Nastvogel κατά Συμβουλίου, σκέψη 61· 11 Ιουλίου 2013, F‑46/11, Tzirani κατά Επιτροπής, σκέψη 136

3.      Στους αξιολογητές αναγνωρίζεται ευρύτατη εξουσία εκτιμήσεως ως προς τις κρίσεις που διατυπώνουν σχετικά με την εργασία των προσώπων για την αξιολόγηση των οποίων είναι υπεύθυνοι. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί του περιεχομένου των εκθέσεων αξιολογήσεως περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της τυχόν υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας. Δεν απόκειται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ελέγξει το βάσιμο της εκτιμήσεως που εξέφρασε η διοίκηση όσον αφορά τις επαγγελματικές ικανότητες του υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, όταν αυτή περιέχει σύνθετες αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν επιδέχονται αντικειμενική επαλήθευση.

Επιπλέον, όσον αφορά τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης σχετικά με την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων, αυτός πρέπει να περιορίζεται στο αν η διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων και του τρόπου βάσει των οποίων διαμόρφωσε την κρίση της, παρέμεινε εντός αποδεκτών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

Για να αποδειχθεί ότι η διοίκηση υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ικανό να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στον προσφεύγοντα απόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να είναι επαρκή για να ανατρέψουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η διοίκηση με την απόφασή της. Συνεπώς, εάν, παρά τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, η αμφισβητούμενη εκτίμηση της διοικήσεως μπορεί, παρά ταύτα, να γίνει δεκτή ως αληθής ή έγκυρη, ο λόγος που αντλείται από το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως πρέπει να απορρίπτεται.

(βλ. σκέψεις 39 και 40)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 3 Δεκεμβρίου 1981, 280/80, Bakke-d’Aloya κατά Συμβουλίου, σκέψη 10· 3 Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, σκέψη 35

ΠΕΚ: 29 Φεβρουαρίου 1996, T‑547/93, Lopes κατά Δικαστηρίου, σκέψη 133· 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψη 59· 12 Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 221

ΓΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2010, T‑175/09 P, Συμβούλιο κατά Stols, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 16 Μαΐου 2013, T‑281/11 P, Canga Fano κατά Συμβουλίου, σκέψη 41

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2009, Wenning κατά Ευρωπόλ, F‑114/07, σκέψη 111· 23 Φεβρουαρίου 2010, F‑7/09, Faria κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 44· 15 Φεβρουαρίου 2012, F‑113/10, AT κατά EACEA, σκέψη 74· 12 Δεκεμβρίου 2012, F‑109/11, Lebedef κατά Επιτροπής, σκέψη 61, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑117/13 P

4.      Τα περιγραφικά σχόλια που περιέχονται στην έκθεση αξιολογήσεως αποβλέπουν στην αιτιολόγηση των αναλυτικών κρίσεων που διατυπώνονται στην έκθεση αυτή και χρησιμεύουν προς τεκμηρίωση της αξιολογήσεως, επιτρέποντας στον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού να κατανοήσει την βαθμολογία του. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του εξέχοντος ρόλου τους στην κατάρτιση της εκθέσεως αξιολογήσεως, τα σχόλια πρέπει να είναι συνεπή προς τη βαθμολογία, σε βαθμό τέτοιον ώστε η βαθμολογία να θεωρείται ως η έκφραση των σχολίων σε αριθμούς ή ως η αναλυτική απόδοσή τους. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ευρύτατης εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στους αξιολογητές, ενδεχόμενη ασυνέπεια μεταξύ επιμέρους στοιχείων μιας εκθέσεως αξιολογήσεως μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω εκθέσεως μόνον εάν είναι πρόδηλη.

(βλ. σκέψη 41)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑28/06, Sequeira Wandschneider κατά Επιτροπής, σκέψεις 109 και 110· 13 Σεπτεμβρίου 2011, F‑68/10, Behnke κατά Επιτροπής, σκέψη 78