Language of document : ECLI:EU:C:2024:50

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (*)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Η κοινή δράση 2008/124

Ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008

Το ιστορικό της διαφοράς

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του έκτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και της πρώτης αιτιάσεως του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων



«Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρα διαιτησίας – Προσωπικό των διεθνών αποστολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου – Αίτημα επαναχαρακτηρισμού του συνόλου των συμβατικών σχέσεων ως σύμβασης αορίστου χρόνου – Αίτημα αποζημιώσεως λόγω καταχρηστικής απόλυσης – Αγωγή αποζημίωσης – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Αρχή ne ultra petita – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Παραμόρφωση του εθνικού δικαίου – Δικαστικά έξοδα»

Στην υπόθεση C‑46/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2022,

Liam Jenkinson, κάτοικος Killarney (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενος από την N. de Montigny, avocate,

αναιρεσείων,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer, J. Rurarz και A. Vitro,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους D. Bianchi, G. Gattinara και B. Mongin, στη συνέχεια από τους D. Bianchi, G. Gattinara και L. Hohenecker,

η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκπροσωπούμενη από τον S. Marquardt, την E. Orgován και τον R. Spac,

η Eulex Κοσσυφοπέδιο, εκπροσωπούμενη από την E. Raoult, avocate, και τον N. Reilly, barrister,

εναγομένοι πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, T. von Danwitz, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2023,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή του αναιρέσεως, ο Liam Jenkinson ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Νοεμβρίου 2021, Jenkinson κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑602/15 RENV, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:764), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του με αντικείμενο, πρώτον, αίτημα βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αφενός, για τον επαναχαρακτηρισμό του συνόλου των συμβάσεων προσλήψεώς του ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και, αφετέρου, για την αποκατάσταση της συμβατικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη και, δεύτερον, αιτήματα για την αναγνώριση βάσει των άρθρων 268 και 340 ΣΛΕΕ της εξωσυμβατικής ευθύνης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), και της αποστολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο την οποία προβλέπει το άρθρο 1 της κοινής δράσης 2008/124/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με την αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, Eulex Κοσσυφοπέδιο (ΕΕ 2008, L 42, σ. 92) (στο εξής: Eulex Κοσσυφοπέδιο).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινή δράση 2008/124

2        Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της κοινής δράσης 2008/124 ορίζει τα εξής:

«Η EULEX Κοσσυφοπέδιο δύναται επίσης να προσλαμβάνει διεθνές και τοπικό μη στρατιωτικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας, αναλόγως των αναγκών.»

3        Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της εν λόγω κοινής δράσης προβλέπει τα εξής:

«Οι όροι εργασίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις για το διεθνές και τοπικό πολιτικό προσωπικό καθορίζονται στις συμβάσεις μεταξύ του Αρχηγού Αποστολής και των μελών του προσωπικού.»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι), ορίζει τα εξής:

«Η ύπαρξη και το κύρος της συμφωνίας των μερών ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 11 και 13.»

5        Το άρθρο 8 του ως άνω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής.

2.      Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατ’ εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά.

3.      Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο.

4.      Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.»

6        Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.      Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή.»

7        Το άρθρο 10 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Η ύπαρξη και το κύρος της σύμβασης ή μιας διάταξής της διέπονται από το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αν η σύμβαση ή η διάταξη ήταν έγκυρη.

2.      Ωστόσο, ένα συμβαλλόμενο μέρος, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν έχει συναινέσει, μπορεί να επικαλεσθεί το δίκαιο της χώρας όπου έχει τη συνήθη διαμονή του, αν από τις περιστάσεις συνάγεται ότι δεν θα ήταν λογικό να καθορισθεί το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του σύμφωνα με το δίκαιο που ορίζεται στην παράγραφο 1.»

8        Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι ορίζει τα εξής:

«Η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ προσώπων τα οποία, ή οι αντιπρόσωποι των οποίων, ευρίσκονται στην ίδια χώρα κατά τη χρονική στιγμή της σύναψής της είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, είτε του δικαίου που σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπει την ουσία της, είτε του δικαίου της χώρας στην οποία συνάπτεται.»

9        Το άρθρο 13 του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Σε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ προσώπων που ευρίσκονται στην ίδια χώρα, φυσικό πρόσωπο ικανό, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας αυτής, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη σύμφωνα με το δίκαιο της άλλης χώρας πηγάζουσα ανικανότητά του, παρά μόνο αν, κατά τη χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την ανικανότητα αυτή ή την αγνοούσε εξ αμελείας του.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

10      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 5 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

11      Ο L. Jenkinson, Ιρλανδός υπήκοος, εργάσθηκε, αρχικώς, από τις 20 Αυγούστου 1994 έως τις 5 Ιουνίου 2002, βάσει διαφόρων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (στο εξής: ΣΟΧ), στην Αποστολή Επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Γιουγκοσλαβία (στο εξής: ΑΕΕΕ).

12      Στη συνέχεια εργάσθηκε από τις 17 Ιουνίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009, βάσει διαφόρων διαδοχικών ΣΟΧ, στην Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (στο εξής: ΑΑΕΕ).

13      Τέλος, ο L. Jenkinson εργάσθηκε στην Eulex Κοσσυφοπέδιο από τις 5 Απριλίου 2010 έως τις 14 Νοεμβρίου 2014, βάσει ένδεκα διαδοχικών ΣΟΧ (στο εξής: ένδεκα ΣΟΧ) που συνήφθησαν, οι μεν εννέα πρώτες, με τον Αρχηγό της Eulex Κοσσυφοπέδιο και, οι δύο τελευταίες, με την Eulex Κοσσυφοπέδιο αυτή καθεαυτήν.

14      Κατά τη διάρκεια της δέκατης ΣΟΧ, η οποία αφορούσε το χρονικό διάστημα από τις 15 Ιουνίου έως τις 14 Οκτωβρίου 2014, ο L. Jenkinson ενημερώθηκε, με έγγραφο του Αρχηγού της Eulex Κοσσυφοπέδιο της 26ης Ιουνίου 2014, ότι, κατόπιν αποφάσεως περί αναδιάρθρωσης της Eulex Κοσσυφοπέδιο την οποία έλαβαν τα κράτη μέλη στις 24 Ιουνίου 2014, η θέση που κατείχε από την πρόσληψή του στην εν λόγω αποστολή θα καταργούνταν από τις 14 Νοεμβρίου 2014 και ότι, κατά συνέπεια, η σύμβασή του δεν θα ανανεωνόταν πέραν της ημερομηνίας αυτής.

15      Μια ενδέκατη και συνεπώς τελευταία ΣΟΧ συνήφθη μεταξύ του L. Jenkinson και της Eulex Κοσσυφοπέδιο για το χρονικό διάστημα από τις 15 Οκτωβρίου έως τις 14 Νοεμβρίου 2014 (στο εξής: τελευταία ΣΟΧ).

16      Όλες οι ΣΟΧ, πλην της τελευταίας, που συνήψε ο L. Jenkinson σχετικά με την απασχόλησή του στην Eulex Κοσσυφοπέδιο περιείχαν ρήτρα διαιτησίας η οποία όριζε ως αρμόδια τα «βελγικά δικαστήρια».

17      Η τελευταία ΣΟΧ περιείχε στο άρθρο 21 ρήτρα διαιτησίας η οποία όριζε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, ως αρμόδιο για την επίλυση κάθε διαφοράς σχετικής με τη σύμβαση.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Οκτωβρίου 2015, ο L. Jenkinson άσκησε αγωγή κατά του Συμβουλίου, της Επιτροπής, της ΕΥΕΔ και της Eulex Κοσσυφοπέδιο, με την οποία ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να επαναχαρακτηρίσει τη συμβατική σχέση του ως «σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου», να αποφανθεί ότι οι εναγόμενοι είχαν παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και, ιδίως, την υποχρέωση κοινοποίησης προειδοποίησης στο πλαίσιο καταγγελίας συμβάσεως αορίστου χρόνου (στο εξής: ΣΑΧ), να αποφανθεί ότι η απόλυσή του ήταν καταχρηστική και να υποχρεώσει, συνεπώς, τους εναγομένους να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστη ο ενάγων λόγω της καταχρηστικής χρήσης διαδοχικών ΣΟΧ, λόγω παράβασης της υποχρέωσης κοινοποίησης προειδοποίησης και λόγω καταχρηστικής απόλυσης (στο εξής: πρώτο αίτημα)·

–        να αναγνωρίσει ότι ο ενάγων υπέστη δυσμενή μεταχείριση εκ μέρους του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στις διεθνείς αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μνημονεύονται στις σκέψεις 11 έως 13 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά τις αποδοχές του, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του και συναφείς παροχές, να αποφανθεί ότι ο ενάγων έπρεπε να έχει προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος από έναν εκ των ως άνω εναγομένων και να τους υποχρεώσει, κατά συνέπεια, να του καταβάλουν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη εξ αυτού του λόγου (στο εξής: δεύτερο αίτημα) και

–        επικουρικώς, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, βάσει της εξωσυμβατικής ευθύνης που υπέχουν, να του καταβάλουν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τις παραβάσεις των υποχρεώσεών τους (στο εξής: τρίτο αίτημα).

19      Με τη διάταξη της 9ης Νοεμβρίου 2016, Jenkinson κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑602/15, EU:T:2016:660), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εαυτό προδήλως αναρμόδιο να αποφανθεί επί του πρώτου και του δεύτερου κύριου αιτήματος και απέρριψε το τρίτο αίτημα ως προδήλως απαράδεκτο. Ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της και καταδίκασε τον L. Jenkinson στα δικαστικά έξοδα.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 2017, ο L. Jenkinson άσκησε αναίρεση κατά της διατάξεως αυτής.

21      Με την απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Jenkinson κατά Συμβουλίου κ.λπ. (C‑43/17 P, EU:C:2018:531), το Δικαστήριο αναίρεσε την εν λόγω διάταξη, ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

22      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως στις 31 Οκτωβρίου 2018 η Επιτροπή και στις 19 Νοεμβρίου 2018 το Συμβούλιο και η ΕΥΕΔ, οι εν λόγω διάδικοι προέβαλαν ενστάσεις απαραδέκτου με τις οποίες υποστήριζαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούσαν να τους καταλογιστούν τα πραγματικά περιστατικά, οι αποφάσεις και οι ενδεχόμενες παρατυπίες που προέβαλε ο ενάγων. Με διάταξη του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2019, αποφασίστηκε η εξέταση των εν λόγω ενστάσεων απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

23      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πρώτο και το δεύτερο αίτημα έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμα και ότι το τρίτο αίτημα έπρεπε να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο και ότι, επομένως, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των ως άνω ενστάσεων απαραδέκτου.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

24      Με την αίτηση αναιρέσεως, ο L. Jenkinson ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να εξετάσει την υπόθεση·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

–        να καταδικάσει τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

25      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τον L. Jenkinson στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που βάλλει κατά της Επιτροπής·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη και

–        να καταδικάσει τον L. Jenkinson στα δικαστικά έξοδα.

27      Η ΕΥΕΔ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη·

–        σε περίπτωση εξετάσεως της υποθέσεως, να κρίνει την αγωγή του L. Jenkinson απαράδεκτη κατά το μέρος που βάλλει κατά της ΕΥΕΔ·

–        σε περίπτωση αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, να αποφανθεί ότι η ΕΥΕΔ δεν μπορεί πλέον να είναι διάδικος και

–        να καταδικάσει τον L. Jenkinson στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη και

–        να καταδικάσει τον L. Jenkinson στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

29      Ο L. Jenkinson προβάλλει έξι λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη ερμηνεία των αιτημάτων και των λόγων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, ο δεύτερος αφορά πλάνη περί το δίκαιο διότι, όσον αφορά την αξίωση επαναχαρακτηρισμού των διαδοχικών ΣΟΧ ως ενιαίας ΣΑΧ, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε αποκλειστικώς υπόψη την τελευταία ΣΟΧ, ο τρίτος αφορά διάφορα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της απορρίψεως του πρώτου αιτήματος, ο τέταρτος αφορά εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ υπαλλήλων της Ένωσης και παράβαση του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, ο πέμπτος αφορά νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της απορρίψεως του τρίτου αιτήματος και ο έκτος αφορά εσφαλμένη κατανομή των δικαστικών εξόδων.

30      Καταρχάς, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ δεν άσκησαν μεν ανταναίρεση, πλην όμως διευκρινίζουν ότι εκτιμούν ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Eulex Κοσσυφοπέδιο (C‑283/20, EU:C:2022:126), η αγωγή έπρεπε να κριθεί απαράδεκτη κατά το μέρος που τους αφορά.

31      Συναφώς, στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αποφανθεί, πρώτα, επί της αιτήσεως αναιρέσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Dalli κατά Επιτροπής, C‑615/19 P, EU:C:2021:133, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Η Επιτροπή προβάλλει ειδικότερα ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 40 και 46 της αποφάσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Eulex Κοσσυφοπέδιο (C‑283/20, EU:C:2022:126), η μόνη αναιρεσίβλητη στην υπό κρίση διαφορά έπρεπε να είναι η Eulex Κοσσυφοπέδιο και ότι, επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που την αφορά. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς αυτήν ερείδεται και στο γεγονός ότι η ίδια δεν είναι εργοδότης του L. Jenkinson και ότι, ως εκ τούτου, δεν έχει καμία σχέση με τη διαφορά.

33      Ο L. Jenkinson αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34      Κατά το άρθρο 171 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως επιδίδεται στους λοιπούς διαδίκους της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως. Από το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ως εναγόμενοι. Επομένως, δεδομένου ότι η Επιτροπή ήταν διάδικος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο L. Jenkinson είχε τη δυνατότητα να ασκήσει νομοτύπως αίτηση αναιρέσεως και κατ’ αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, SACBO κατά Επιτροπής και INEA, C‑281/14 P, EU:C:2016:46, σκέψεις 25 και 26, και της 5ης Ιουλίου 2018, Jenkinson κατά Συμβουλίου κ.λπ., C‑43/17 P, EU:C:2018:531, σκέψη 19).

35      Εξάλλου, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποβλήθηκαν αιτήματα που αφορούσαν την απασχόληση, μεταξύ άλλων, του L. Jenkinson στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ και, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που ερείδονται στην απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Eulex Κοσσυφοπέδιο (C‑283/20, EU:C:2022:126), καθόσον αφορούν μόνον την εμπλοκή και την ευθύνη του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ σε σχέση με τις συνέπειες που θα έπρεπε ενδεχομένως να έχει η απασχόληση του L. Jenkinson στην Eulex Κοσσυφοπέδιο, δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ανατρέψουν τη διαπίστωση που διαλαμβάνεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

36      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο L. Jenkinson υποστηρίζει, πρώτον, ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αίτημα που είχε ως βάση την έλλειψη νομιμότητας της κοινής δράσης 2008/124 δεν στηριζόταν, στο δικόγραφο της αγωγής, σε κανένα νομικό ή πραγματικό επιχείρημα. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη αυτή, ότι η εν λόγω έλλειψη νομιμότητας είχε προβληθεί, το πολύ, στο πλαίσιο του δεύτερου αιτήματος. Κατά τον L. Jenkinson, η έλλειψη νομιμότητας είχε προβληθεί και στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης.

38      Ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι οι λόγοι ελλείψεως νομιμότητας που βάλλουν κατά της κοινής δράσης 2008/124 έπρεπε να ερμηνευθούν ως ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, και ειδικότερα λόγω παράβασης του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, και να κριθούν παραδεκτοί.

39      Θεωρεί δε ότι το ίδιο θα έπρεπε να γίνει δεκτό και για τους λόγους που βάλλουν κατά της ανακοίνωσης C(2009) 9502 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, η οποία επιγράφεται «Ειδικοί κανόνες για τους ειδικούς συμβούλους της Επιτροπής στους οποίους ανατίθεται η υλοποίηση επιχειρησιακών δράσεων ΚΕΠΠΑ, καθώς και για το επί συμβάσει διεθνές προσωπικό». Συναφώς, ο L. Jenkinson επισημαίνει ότι, με την ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή είναι το όργανο που καθορίζει τους όρους εργασίας αντί του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 336 ΣΛΕΕ.

40      Με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο L. Jenkinson προσθέτει, ειδικότερα, ότι η παράβαση διατάξεως της Συνθήκης ΛΕΕ και η αναρμοδιότητα του εκδόντος την πράξη οργάνου αποτελούν λόγους δημοσίας τάξεως. Το ίδιο ισχύει και για τη μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοση βλαπτικής πράξεως.

41      Δεύτερον, κατά τον L. Jenkinson, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περιόρισε παρανόμως τους διαδίκους κατά των οποίων προβάλλονταν αξιώσεις στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην ΕΥΕΔ.

42      Τρίτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στη σκέψη 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε το αντικείμενο της δίκης στη σφαίρα του εργατικού δικαίου, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμός είναι παράνομος διότι η εν λόγω διαφορά εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης.

43      Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44      Πρώτον, ο L. Jenkinson υποστηρίζει, στο υπόμνημά του απαντήσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της κοινής δράσης 2008/124. Τούτου λεχθέντος, κατά το άρθρο 127, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Η αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της εν λόγω κοινής δράσης προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα για πρώτη φορά με το υπόμνημά του απαντήσεως, χωρίς να έχει αποδείξει ότι η αιτίαση αυτή στηριζόταν σε νομικό ή πραγματικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία. Κατά συνέπεια, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί ως εκπροθέσμως προβληθείσα και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί απαράδεκτη.

45      Όσον αφορά τα επιχειρήματα του L. Jenkinson που βάλλουν κατά της μη εξέτασης, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της νομιμότητας της κοινής δράσης 2008/124, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 46 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η πρωτοδίκως ασκηθείσα αγωγή περιείχε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβληθείσα κατά της κοινής αυτής δράσης.

46      Το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, επισήμανε, στις σκέψεις 44 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο L. Jenkinson είχε προβάλει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω κοινής δράσης, το πολύ, με σκοπό να επιτύχει την αποκατάσταση της εξωσυμβατικής ζημίας που ισχυριζόταν ότι υπέστη στο πλαίσιο του δεύτερου αιτήματος. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ενάγων είχε πράγματι εγείρει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της κοινής δράσης 2008/124, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, θα έπρεπε να διαπιστωθεί ότι η ένσταση αυτή δεν στηριζόταν σε κανένα νομικό ή πραγματικό επιχείρημα περιεχόμενο στο δικόγραφο της αγωγής και ότι, ως εκ τούτου, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και έπρεπε, συνεπώς, να κριθεί απαράδεκτη.

47      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο L. Jenkinson υποστηρίζει απλώς ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει κατά της κοινής δράσης 2008/124 δεν τεκμηριωνόταν ούτε από πραγματικής ούτε από νομικής απόψεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένως ότι η εν λόγω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

48      Όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο ενάγων προέβαλε τον παράνομο χαρακτήρα της κοινής δράσης 2008/124, το πολύ, στο πλαίσιο του δεύτερου αιτήματος, ενώ η έλλειψη νομιμότητας είχε προβληθεί και στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

49      Πράγματι, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι παρείλκε η εξέταση της νομιμότητας της κοινής δράσης 2008/124 στηρίζεται, επαρκώς κατά νόμον, στη διαπίστωση ότι το δικόγραφο της αγωγής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

50      Όσον αφορά το επιχείρημα του L. Jenkinson σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της ανακοίνωσης C(2009) 9502, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στις σκέψεις 112 έως 115 και 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το αντιτάξιμο της ανακοίνωσης αυτής, το οποίο αμφισβητήθηκε ενώπιόν του, και επισήμανε ότι η ανακοίνωση αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα των εννέα ΣΟΧ που μνημονεύονται στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, τις οποίες είχε συνάψει ο L. Jenkinson με τους διαδοχικούς Αρχηγούς της Eulex Κοσσυφοπέδιο. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η εν λόγω ανακοίνωση μπορούσε να αντιταχθεί έναντι του L. Jenkinson.

51      Εν συνεχεία, στη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η εφαρμογή των συμβατικών όρων που απορρέουν από την ανακοίνωση αυτή συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Επομένως, ανεξαρτήτως του βασίμου της εξετάσεως αυτής, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε έλεγχο νομιμότητας του κριτηρίου σύνδεσης που περιλαμβάνεται στην εν λόγω ανακοίνωση, το οποίο παραπέμπει στο δίκαιο του κράτους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο ενδιαφερόμενος, κριτήριο του οποίου τη συμβατότητα με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων είχε αμφισβητήσει πρωτοδίκως ο L. Jenkinson.

52      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της ανακοίνωσης C(2009) 9502, καθόρισε, αντί του Συμβουλίου, τους όρους εργασίας του L. Jenkinson, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, η ανακοίνωση αυτή εφαρμόστηκε εν προκειμένω διότι αποτελούσε «αναπόσπαστο τμήμα» των εν λόγω εννέα ΣΟΧ. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο παράνομος χαρακτήρας της εν λόγω ανακοίνωσης λόγω αναρμοδιότητας του εκδότη της δεν μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελές.

53      Δεδομένου ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προβλήθηκε άλλο επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μερική εξέταση της νομιμότητας της ως άνω ανακοίνωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο L. Jenkinson, με τα επιχειρήματά του, με τα οποία υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι προέβαλε τον παράνομο χαρακτήρα της ανακοίνωσης C(2009) 9502 για να δικαιολογήσει ότι η ανακοίνωση αυτή δεν μπορούσε να αντιταχθεί και να εφαρμοστεί εις βάρος του, δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί της ελλείψεως νομιμότητας και του αντιτάξιμου της εν λόγω ανακοίνωσης. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

54      Επομένως, ο L. Jenkinson δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να εξετάσει τη νομιμότητα της κοινής δράσης 2008/124 και εξετάζοντας με τον τρόπο που το έπραξε τη νομιμότητα της ανακοίνωσης C(2009) 9502.

55      Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε τέτοια πλάνη, δεν μπορεί επίσης να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλεγξε τη νομιμότητα της κοινής δράσης 2008/124 και της ως άνω ανακοίνωσης υπό το πρίσμα του άρθρου 336 ΣΛΕΕ.

56      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πλάνη κατά τον προσδιορισμό των εναγομένων κατά των οποίων προβάλλονταν αξιώσεις στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «[ο L. Jenkinson] ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να επαναχαρακτηρίσει τις διαδοχικές ΣΟΧ ως ΣΑΧ και να διαπιστώσει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες η [Eulex Κοσσυφοπέδιο] έθεσε τέρμα στην εν λόγω ΣΑΧ συνιστούν παράβαση του εφαρμοστέου σε αυτό το είδος σύμβασης εργατικού δικαίου».

57      Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή έπρεπε να θεωρηθεί στο σύνολό της ως ασκηθείσα κατά του Συμβουλίου, της Επιτροπής, της ΕΥΕΔ και της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

58      Το Γενικό Δικαστήριο, όπως επισήμανε στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε το βάσιμο των αξιώσεων που προέβαλε ο L. Jenkinson στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος για να καταλήξει, στη σκέψη 216 της εν λόγω αποφάσεως, στην απόρριψη του αιτήματος αυτού χωρίς, κατά συνέπεια, να προσδιορίσει σε ποιο βαθμό οι εν λόγω αξιώσεις ήταν βάσιμες έναντι εκάστου των εναγομένων.

59      Επομένως, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε θέσει τέρμα στην υποτιθέμενη ΣΑΧ του L. Jenkinson, δεν είχε την πρόθεση να προσδιορίσει τους διαδίκους κατά των οποίων έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε υποβληθεί το πρώτο αίτημα. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό του L. Jenkinson πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

60      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προσδιορίζει επακριβώς τα επίμαχα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, PV κατά Επιτροπής, C‑640/20 P, EU:C:2023:232, σκέψη 199 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Μεταξύ άλλων, δεν πληροί τις ως άνω απαιτήσεις και πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτος λόγος με τον οποίο προβάλλονται επιχειρήματα τα οποία δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο νομιμότητας, ιδίως διότι τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο αρκούντως συνεπή και κατανοητό από το κείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο είναι συναφώς διατυπωμένο κατά τρόπο ασαφή και διφορούμενο (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, PV κατά Επιτροπής, C‑640/20 P, EU:C:2023:232, σκέψη 200 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε, στη σκέψη 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το αντικείμενο της δίκης στη σφαίρα του εργατικού δικαίου, διαπιστώνεται ότι ο L. Jenkinson υποστηρίζει μόνον, συναφώς, ότι η αγωγή του αφορούσε και τον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς να προβάλει συγκεκριμένα επιχειρήματα από τα οποία να μπορεί να προσδιοριστεί ποια θα ήταν η συνέπεια ενός τέτοιου περιορισμού στο πλαίσιο της εξετάσεως της αγωγής εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Ελλείψει μιας τέτοιας συγκεκριμένης νομικής επιχειρηματολογίας, το επιχείρημα αυτό πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

63      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος, εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, στη σκέψη 224 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να εξετάσει το επιχείρημά του περί παραβάσεως του άρθρου 5 ΣΕΕ, του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, στο οποίο παρέπεμπε σε υποσημείωση του δικογράφου της αγωγής του, και του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

65      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, στις σκέψεις 226 έως 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 336 ΣΛΕΕ, κρίνοντας ότι το Συμβούλιο είχε νομίμως εκχωρήσει στον Αρχηγό της Eulex Κοσσυφοπέδιο την εξουσία να καθορίζει τους όρους εργασίας του διεθνούς πολιτικού προσωπικού. Η παράβαση αυτή του άρθρου 336 ΣΛΕΕ προκύπτει επίσης, κατά την άποψή του, από την αποδοχή, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του καθορισμού των όρων εργασίας του διεθνούς πολιτικού προσωπικού στις συμβάσεις που συνάπτονταν μεταξύ του Αρχηγού της Eulex Κοσσυφοπέδιο και των μελών του προσωπικού της αποστολής αυτής, ενώ οι όροι αυτοί θα έπρεπε να αποφασίζονται από το Συμβούλιο. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο αυτό δεχόμενο ότι η ανακοίνωση C(2009) 9502 μπορεί να αποτελεί ένα πλαίσιο καθορισμού των όρων αυτών, οι οποίοι όμως πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το ως άνω άρθρο. Κατά τον L. Jenkinson, το Συμβούλιο θα έπρεπε να θεσπίσει όρους εργασίας του διεθνούς πολιτικού προσωπικού ανάλογους με εκείνους του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ).

66      Ο L. Jenkinson φρονεί ότι, αντιθέτως προς τα κριθέντα με τις σκέψεις 229 και 237 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η παράβαση του άρθρου 336 ΣΛΕΕ συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

67      Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, αν διάδικος είχε τη δυνατότητα να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου αιτίαση που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα συνεπαγόταν τη δυνατότητα των διαδίκων να υποβάλουν στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα στην αναιρετική δίκη είναι περιορισμένη, διαφορά με περιεχόμενο ευρύτερο εκείνης που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται συνεπώς στην εξέταση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των λόγων, ισχυρισμών και επιχειρημάτων που συζητήθηκαν κατ’ αντιμωλίαν ενώπιόν του (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, De Masi και Βαρουφάκης κατά ΕΚΤ, C‑342/19 P, EU:C:2020:1035, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται καταρχάς ότι, κατά τη σκέψη 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητείται από τον L. Jenkinson, ο ενάγων είχε, μεταξύ άλλων, ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, να αποφανθεί ότι το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, αποφασίζοντας, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στην ΑΕΕΕ, στην ΑΑΕΕ και στην Eulex Κοσσυφοπέδιο (στο εξής, από κοινού: τρεις σχετικές αποστολές), να τον προσλάβουν όχι ως έκτακτο υπάλληλο βάσει του ΚΛΠ, αλλά ως μέλος του διεθνούς πολιτικού προσωπικού επί συμβάσει, παρέβησαν διάφορους κανόνες δικαίου, ιδίως δε ορισμένες διατάξεις της «Συνθήκης», και τον μεταχειρίστηκαν κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενή διάκριση.

70      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, με το δικόγραφο της αγωγής, ο L. Jenkinson υποστήριξε ότι το προσωπικό των τριών σχετικών αποστολών δεν θα έπρεπε να προσλαμβάνεται με συμβάσεις όπως αυτές που είχε συνάψει ο ίδιος. Συγκεκριμένα, το προσωπικό των εν λόγω αποστολών θα έπρεπε να προσλαμβάνεται μόνον ως προσωπικό της Ένωσης. Συναφώς, σε υποσημείωση του δικογράφου της αγωγής επισημαίνεται ότι «[τ]ούτο συνάδει επίσης με το άρθρο [336] ΣΛΕΕ».

71      Τέλος, οι διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο της αγωγής αναφορές στην ανυπαρξία ανάλογου με το ΚΛΠ πλαισίου για την πρόσληψη του προσωπικού των αποστολών αυτών δεν ενείχαν αίτημα να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο ότι συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 336 ΣΛΕΕ συνιστάμενη στη μη θέσπιση, βάσει του άρθρου αυτού, ενός καθεστώτος προσλήψεων εφαρμοστέου σε περιπτώσεις απασχολήσεως όπως αυτή του L. Jenkinson.

72      Επομένως, στο μέτρο που ο L. Jenkinson υποστηρίζει, στο πλαίσιο της αιτήσεώς του αναιρέσεως, ότι η εφαρμογή του εφαρμοστέου στη συμβατική του σχέση ουσιαστικού δικαίου και της ανακοίνωσης C(2009) 9502 συνιστά παράβαση του άρθρου 336 ΣΛΕΕ λόγω της ελλείψεως νομικού πλαισίου θεσπισθέντος βάσει του άρθρου αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή δεν είχε προβληθεί με το δικόγραφο της αγωγής. Δεδομένου ότι η εν λόγω αιτίαση προβλήθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι απαράδεκτη στο αναιρετικό στάδιο.

73      Δεδομένου ότι ο L. Jenkinson δεν προέβαλε πρωτοδίκως παράβαση του άρθρου αυτού λόγω της ελλείψεως νομικού πλαισίου θεσπισθέντος βάσει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί της αιτιάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί παραλείψεως του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παραβάσεως αυτής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

74      Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα που αφορούν παράβαση του άρθρου 5 ΣΕΕ και του δημοσιονομικού κανονισμού. Πράγματι, τα επιχειρήματα αυτά δεν προβλήθηκαν πρωτοδίκως από τον L. Jenkinson προκειμένου να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη των εναγομένων και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να αποφανθεί επ’ αυτών.

75      Το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

76      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της μη εφαρμογής της ανακοίνωσης C(2009) 9502 ως πράξεως η οποία καθορίζει το ουσιαστικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο προσωπικό της Eulex Κοσσυφοπέδιο και δεν έλαβε υπόψη το επιχείρημά του ότι οι όροι εργασίας που τον δέσμευαν δεν είχαν καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 336 ΣΛΕΕ.

77      Δεύτερον, κατά τον L. Jenkinson, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το επιχείρημα ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν την ιδιότητα του εργοδότη υπό το πρίσμα του δημοσιονομικού κανονισμού. Η ιδιότητα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως εργοδότη και ως εναγομένων καθώς και η ευθύνη τους συζητήθηκαν εκτενώς επί τη βάσει του κανονισμού αυτού.

78      Τρίτον, ο L. Jenkinson φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε τις συνέπειες που απορρέουν από τη διαπίστωση, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης παρέβησαν το άρθρο 336 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι δεν είχε θεσπιστεί ένα ad hoc πλαίσιο προσλήψεων για το προσωπικό της Eulex Κοσσυφοπέδιο βάσει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, οι όροι εργασίας που ίσχυαν για τον L. Jenkinson ήταν, κατά την άποψή του, παράνομοι. Ο αναιρεσείων εκτιμά ότι το διεθνές πολιτικό προσωπικό των διεθνών αποστολών της Ένωσης θα έπρεπε, όπως κάθε προσωπικό της Ένωσης, να υπόκειται σε ουσιαστικό δίκαιο προβλεπόμενο σε πράξη εκδοθείσα βάσει του άρθρου αυτού, όπερ θα εξασφάλιζε την ίση μεταχείριση του εν λόγω προσωπικού. Ο L. Jenkinson υποστηρίζει συναφώς, αφενός, ότι το διεθνές συμβασιούχο προσωπικό του «Registry-Kosovo Specialist Chambers», οργάνου συσταθέντος από την Eulex Κοσσυφοπέδιο, υπόκειται σε ένα σύνολο κανόνων του ουσιαστικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί ειδικώς για το όργανο αυτό και, αφετέρου, ότι, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, αποκλείοντας την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, εξομοίωσε ρητώς τον ενάγοντα με το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, διότι απέκλεισε την εφαρμογή του κώδικα αυτού, επισημαίνοντας ότι δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης.

79      Ο L. Jenkinson προσθέτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβλεψε την εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη Ι σε συμβάσεις δημοσίου δικαίου, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις διαφορές που αφορούν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και ο νομοθέτης της Ένωσης, συνδυάζοντας τα άρθρα 270 και 336 ΣΛΕΕ, προέβλεψε ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να ελέγχει την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την πρόσληψη υπαλλήλου της Ένωσης.

80      Ο L. Jenkinson εκτιμά ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον λόγο που αφορά παράβαση της Συνθήκης ΛΕΕ ή της Συνθήκης ΕΕ. Κατά την άποψή του, το ίδιο ισχύει και για τον δημοσιονομικό κανονισμό.

81      Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

82      Πρώτον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 50 έως 55 της παρούσας αποφάσεως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο L. Jenkinson, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το αντιτάξιμο και τη νομιμότητα της ανακοίνωσης C(2009) 9502. Επίσης, στο μέτρο που ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι όροι εργασίας που προέκυπταν από την εφαρμογή της εν λόγω ανακοίνωσης ήταν παράνομοι διότι είχαν θεσπιστεί κατά παράβαση του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό συγχέεται με το επιχείρημα που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το οποίο απορρίφθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως.

83      Δεύτερον, από τις σκέψεις 79 και 216 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, δεν εξέτασε τις ενστάσεις απαραδέκτου που ήγειραν οι εναγόμενοι, με τις οποίες υποστήριζαν, μεταξύ άλλων, ότι τα πραγματικά περιστατικά, οι αποφάσεις και οι ενδεχόμενες παρατυπίες που προέβαλε ο ενάγων δεν μπορούσαν να τους καταλογιστούν και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να απορρίψει την αγωγή χωρίς να διευκρινίσει ποιος εναγόμενος θα έπρεπε, ενδεχομένως, να θεωρηθεί υπεύθυνος για τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, αποφάσεις και παρατυπίες. Επομένως, η αιτίαση ότι δεν εξετάστηκε το επιχείρημα που προβλήθηκε πρωτοδίκως, κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν την ιδιότητα του εργοδότη και του εναγομένου, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να γίνει δεκτή.

84      Πράγματι, στο μέτρο που το επιχείρημα αυτό αφορά τον καταλογισμό και την ευθύνη για τις παρατυπίες που προβάλλει ο L. Jenkinson και στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω επιχείρημα, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμο, δεν είναι ικανό να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

85      Τρίτον, επισημαίνεται ότι οι αιτιάσεις που αφορούν τις σκέψεις 92 και 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως βασίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της.

86      Στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να απαντήσει στην επιχειρηματολογία της ΕΥΕΔ και της Eulex Κοσσυφοπέδιο, κατά την οποία έπρεπε, εν προκειμένω, να εφαρμοστεί αυτοτελές δίκαιο ειδικώς για την Eulex Κοσσυφοπέδιο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε θεσπίσει, δυνάμει, ειδικότερα, του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, κανόνες με σκοπό τον καθορισμό των όρων εργασίας του επί συμβάσει προσωπικού μιας αποστολής όπως η Eulex Κοσσυφοπέδιο. Αντιθέτως, ουδόλως διαπίστωσε παράβαση του άρθρου αυτού.

87      Στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι ο L. Jenkinson αποτελεί μέλος του «λοιπού προσωπικού της Ένωσης» που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΛΠ. Πράγματι, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο ευρωπαϊκός κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, τον οποίο επικαλείτο ο L. Jenkinson, εφαρμόζεται μόνο στα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και στις διοικητικές υπηρεσίες και στους υπαλλήλους τους στις σχέσεις τους με το κοινό. Υπήρξε, βεβαίως, αναφορά του Γενικού Δικαστηρίου στις διατάξεις του κώδικα που ορίζουν ότι ο κώδικας αυτός δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των ως άνω οντοτήτων και των υπαλλήλων τους ή του λοιπού προσωπικού της Ένωσης. Εντούτοις, καθόσον ο L. Jenkinson επικαλείτο τον εν λόγω κώδικα στο πλαίσιο διαφοράς που αφορούσε τη σχέση εργασίας του, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η επίκλησή του δεν γινόταν λόγω της σχέσης των εναγομένων με τον L. Jenkinson ως «κοινό», κατά την έννοια του ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, αλλά διότι ο ενάγων θεωρούσε ότι οι εναγόμενοι έπρεπε να θεωρηθούν ως εργοδότες του.

88      Επιπλέον, στο μέτρο που ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε θεσπιστεί κανένας κανόνας δυνάμει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ που να τυγχάνει εφαρμογής στη συγκεκριμένη διαφορά, έπρεπε να αναγνωρίσει παράβαση του άρθρου αυτού διότι, όπως συμβαίνει με το προσωπικό που υπάγεται στο ΚΛΠ, και στην περίπτωση του L. Jenkinson έπρεπε να εφαρμοστεί ένας κανόνας που να έχει θεσπισθεί δυνάμει του ως άνω άρθρου, επισημαίνεται ότι από τις σκέψεις 99 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι είχε επιληφθεί της διαφοράς δυνάμει ρήτρας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, έκρινε ότι, ελλείψει αναφοράς στη σύμβαση του εφαρμοστέου εθνικού ουσιαστικού δικαίου, όφειλε να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση εθνικού ουσιαστικού δικαίου που έπρεπε να προσδιορίσει το ίδιο.

89      Εξάλλου, από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε πρωτοδίκως ο L. Jenkinson προς στήριξη του πρώτου αιτήματος, όπως συνάγεται από τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, κατά την άποψή του, το αίτημα αυτό έπρεπε να εξεταστεί κατ’ εφαρμογήν του βελγικού δικαίου, το οποίο ήταν εφαρμοστέο βάσει των κριτηρίων συνδέσεως που προβλέπονται στο άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη I.

90      Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 68 έως 72 της παρούσας αποφάσεως, ο L. Jenkinson δεν προέβαλε πρωτοδίκως αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 336 ΣΛΕΕ λόγω ελλείψεως νομικού πλαισίου για την πρόσληψη του προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο θεσπισθέντος βάσει του άρθρου αυτού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να ελέγξει τη νομιμότητα της ελλείψεως ενός τέτοιου νομικού πλαισίου.

91      Όσον αφορά το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παράβαση των πράξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ισχυρισμός που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα πράξεως μπορεί να εξεταστεί μόνον εφόσον έχει προβληθεί από τον προσφεύγοντα (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67, της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 40, και της 14ης Ιανουαρίου 2021, ERCEA κατά Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, C‑280/19 P, EU:C:2021:23, σκέψη 53). Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η εν λόγω παράβαση δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

92      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο, εν μέρει αλυσιτελές και εν μέρει αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

93      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson υποστηρίζει, καταρχάς, ότι, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέκλεισε κάθε εφαρμογή των αρχών του δικαίου της Ένωσης και ότι κακώς περιορίστηκε στην εξέταση της εφαρμογής των αρχών που απορρέουν από το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό ουσιαστικό δίκαιο. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο προδήλως δεν έλαβε υπόψη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, τα διδάγματα που απορρέουν από τις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576), και της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (C‑378/16 P, EU:C:2020:575), από τις οποίες προκύπτει ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης εξακολουθούν, κατά την εκτέλεση συμβάσεως, να υπόκεινται στις υποχρεώσεις που υπέχουν από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

94      Η εκτίμηση, στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τις οδηγίες, οι οποίες αποτελούν απλώς ελάχιστους κανόνες προστασίας, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι το εφαρμοστέο στη συμβατική σχέση εθνικό εργατικό δίκαιο προστατεύει επαρκώς τα δικαιώματα που απορρέουν από τις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

95      Εν συνεχεία, η εφαρμογή του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο είναι αντίθετη προς την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθόσον συνεπάγεται τρεις περιπτώσεις άνισης μεταχείρισης, ήτοι, πρώτον, διαφορετική μεταχείριση του L. Jenkinson σε σχέση με τους υπαλλήλους της Ένωσης των οποίων οι όροι εργασίας πρέπει να καθορίζονται αποκλειστικώς από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, δεύτερον, ίδια μεταχείριση των υπαλλήλων της Ένωσης, όπως ο L. Jenkinson, και των ημεδαπών εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου και, τρίτον, υφιστάμενη διάκριση μεταξύ των διεθνών υπαλλήλων με διαφορετικές ιθαγένειες που ασκούν τη δραστηριότητά τους για τον ίδιο εργοδότη με τους ίδιους όρους και υπό τις ίδιες περιστάσεις. Συναφώς, ο L. Jenkinson διευκρινίζει ότι, καθόσον, κατά το Γενικό Δικαστήριο, το δίκαιο που εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους πριν από την πρόσληψή τους στην αποστολή της Ένωσης είναι το δίκαιο της ιθαγένειας ή της φορολογικής κατοικίας τους, υπήρχε κίνδυνος διακύβευσης της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, δεδομένου ότι το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο θα μπορούσε να είναι το δίκαιο τρίτης χώρας που δεν έχει κυρώσει τις διάφορες πράξεις που καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέουν από τον Χάρτη.

96      Τέλος, ο L. Jenkinson επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, το βελγικό δίκαιο ήταν το μόνο εφαρμοστέο, δεδομένου ότι ο ιρλανδικός νόμος περί καταχρηστικών απολύσεων δεν εφαρμόζεται στους εργαζομένους που ασκούν δραστηριότητα εκτός της ιρλανδικής επικράτειας.

97      Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

98      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 88 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όφειλε, εν προκειμένω, να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση εθνικού ουσιαστικού δικαίου.

99      Στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τις οδηγίες, αλλά και να μη βασίζονται σε ερμηνεία των οδηγιών αυτών που θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα διάφορα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης ή με τις λοιπές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

100    Στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι όφειλε να μεριμνήσει για την τήρηση της γενικής αρχής περί απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος λόγω χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εφαρμοστέου στην υπό κρίση διαφορά εθνικού δικαίου.

101    Στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι ήταν εφαρμοστέος εν προκειμένω ο νόμος με τον οποίο είχε μεταφερθεί στην ιρλανδική έννομη τάξη η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), έκρινε ότι δεν προέκυπτε ούτε από τη δικογραφία ούτε από τα επιχειρήματα των διαδίκων ότι ο νόμος αυτός δεν ήταν σύμφωνος με την εν λόγω οδηγία ή με την αρχή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος.

102    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι όφειλε να ελέγξει αν είχε τηρηθεί η αρχή αυτή. Επομένως, δεν αρνήθηκε ότι όφειλε να βεβαιωθεί για την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, εν προκειμένω, να εφαρμόσει μια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

103    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε τα διδάγματα που συνάγονται από τις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής (C‑584/17 P, EU:C:2020:576), και της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (C‑378/16 P, EU:C:2020:575), κατά τις οποίες, αν οι διάδικοι αποφασίσουν, μέσω ρήτρας διαιτησίας στη μεταξύ τους σύμβαση, να αναγνωρίσουν στον δικαστή της Ένωσης αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών σχετικών με την ως άνω σύμβαση, ο εν λόγω δικαστής θα είναι αρμόδιος να εξετάσει ενδεχόμενες παραβάσεις του Χάρτη και παραβιάσεις των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο δίκαιο που προβλέπει η σύμβαση. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα διδάγματα που συνάγονται από τις αποφάσεις αυτές πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

104    Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, ο L. Jenkinson δεν υποστήριξε ότι η εφαρμογή του εθνικού ουσιαστικού δικαίου στην επίμαχη συμβατική σχέση μπορούσε να έχει ως συνέπεια την παραβίαση της αρχής αυτής. Αντιθέτως, υποστήριξε, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, εν προκειμένω, να κρίνει τις αξιώσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος βάσει εθνικού δικαίου, και δη του βελγικού δικαίου, το οποίο προσδιορίστηκε κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού Ρώμη Ι.

105    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο L. Jenkinson προέβαλε αντιθέτως, στο πλαίσιο του δεύτερου αιτήματος, ότι υπέστη δυσμενή μεταχείριση διότι προσελήφθη ως διεθνές πολιτικό προσωπικό επί συμβάσει. Η αιτίαση αυτή εξετάστηκε στις σκέψεις 230 έως 232 της αποφάσεως αυτής, κατά των οποίων δεν βάλλει το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

106    Κατά συνέπεια, αν το Δικαστήριο εξέταζε την αιτίαση που διαλαμβάνεται στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θα αποφαινόταν επί λόγου ο οποίος δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι νέα και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως.

107    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή το ιρλανδικό δίκαιο, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, κατ’ αναίρεση, να ελέγξει μόνον αν υπήρξε παραμόρφωση του δικαίου αυτού, η οποία πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 53, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Ιανουαρίου 2021, ERCEA κατά Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, C‑280/19 P, EU:C:2021:23, σκέψη 67).

108    Εν προκειμένω, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι ο ιρλανδικός νόμος περί καταχρηστικών απολύσεων δεν εφαρμόζεται στους εργαζομένους που ασκούν τη δραστηριότητά τους εκτός της ιρλανδικής επικράτειας, χωρίς, ωστόσο, να υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη λόγω παραμορφώσεως του εν λόγω νόμου. Το επιχείρημα αυτό, είναι, επομένως, απαράδεκτο.

109    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

110    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην επίμαχη συμβατική σχέση δικαίου.

111    Καταρχάς, υποστηρίζει, πρώτον, ότι, αποφασίζοντας να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε επίσης εγκατάσταση στην πόλη των Βρυξελλών (Βέλγιο).

112    Δεύτερον, στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, χωρίς ειδική αιτιολογία και εσφαλμένως, να αρχίσει την ανάλυσή του με τις εννέα πρώτες ΣΟΧ που μνημονεύονται στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίες είχαν συναφθεί μεταξύ του L. Jenkinson και των διαδοχικών Αρχηγών της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

113    Επισημαίνει, τρίτον, ότι οι συμβαλλόμενοι ουδέποτε είχαν την πρόθεση να υπαγάγουν στο ιρλανδικό δίκαιο τη συμβατική τους σχέση, όπερ επιβεβαιώνεται από την ίδια την Eulex Κοσσυφοπέδιο. Η τελευταία επικαλέστηκε πρωτοδίκως την εφαρμογή ενός «δικαιώματος sui generis».

114    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον καθορισμό του εφαρμοστέου στις δύο τελευταίες επίμαχες ΣΟΧ δικαίου, ο L. Jenkinson προσάπτει, πρώτον, στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνήγαγε τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές δεν προέβλεπαν τους όρους εργασίας καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διεθνούς πολιτικού προσωπικού, κατά παράβαση της κοινής δράσης 2008/124, και δεν παρέπεμπαν στην ανακοίνωση C(2009) 9502, η οποία απαιτούσε την προσαρμογή των εν λόγω συμβάσεων στο εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο, καθώς και ότι ήταν προδήλως εσφαλμένη η διαπίστωσή του περί συναίνεσης των συμβαλλομένων κατόπιν ενημέρωσης. Ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη βούληση των συμβαλλομένων να διαγράψουν, στις δύο τελευταίες συμβάσεις που αφορούν τις δραστηριότητες του L. Jenkinson εντός της Eulex Κοσσυφοπέδιο, την παραπομπή στην ανακοίνωση C(2009) 9502 με σκοπό να μεταβάλουν το εφαρμοστέο στη συμβατική σχέση δίκαιο.

115    Ο L. Jenkinson φρονεί, δεύτερον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, δεδομένου ότι δεν δικαιολόγησε τον αποκλεισμό του βελγικού δικαίου ως εφαρμοστέου στις ΣΟΧ δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού Ρώμη I.

116    Τρίτον, υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 130 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περί υπάρξεως στενότερων δεσμών με το ιρλανδικό δίκαιο, είναι εσφαλμένο, διότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε, καταρχάς, υπόψη κατά την εκτίμησή του την ιδιότητα της Eulex Κοσσυφοπέδιο ως εργοδότη, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης ιδιότητας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως συνεργοδότη.

117    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη μόνον τους δεσμούς των επίμαχων ΣΟΧ με την Ιρλανδία, χωρίς να αναλύσει ούτε το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης για τον καθορισμό των στενότερων δεσμών με άλλο κράτος μέλος ούτε το νομικό πλαίσιο σχετικά με την πρόσληψη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού των αποστολών. Δεν έλαβε επίσης υπόψη το κράτος από το οποίο προερχόταν το σύνολο των εντολών που απευθύνονταν στους Αρχηγούς αποστολής και στις ίδιες τις αποστολές, καθώς και το γεγονός ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο διέθετε εγκατάσταση στα γραφεία της ΕΥΕΔ που βρίσκονταν στην πόλη των Βρυξελλών. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, που είναι εγκατεστημένα στην πόλη των Βρυξελλών, είναι, καταρχήν, αρμόδια να καθορίζουν το νομικό πλαίσιο για την πρόσληψη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού των αποστολών, καθώς και το γεγονός ότι η Επιτροπή, η οποία έχει επίσης την έδρα της στις Βρυξέλλες, απευθύνει εντολές βάσει της ανακοίνωσης C(2009) 9502.

118    Τέλος, οι λόγοι που δικαιολογούν, κατά το Γενικό Δικαστήριο, την εφαρμογή του ιρλανδικού δικαίου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού Ρώμη Ι είναι προδήλως εσφαλμένοι. Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει τις έννοιες της συνέχειας της απασχόλησης και της συνέχειας του εφαρμοστέου δικαίου. Αφετέρου, οι ρήτρες των ΣΟΧ περί του εφαρμοστέου δικαίου επί του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης είναι αντίθετες προς τις αρχές του δικαίου της Ένωσης και προς τις οδηγίες που διέπουν τον φορολογικό τομέα και τον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση υπαγωγής ενός εργαζομένου σε ορισμένο εθνικό φορολογικό καθεστώς επιβάλλεται μόνον αν αυτός έχει φυσική και πραγματική παρουσία στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους για περισσότερες από 183 ημέρες ετησίως. Επιπλέον, απαγορεύεται στον εργοδότη να επιβάλει στον εργαζόμενο την υποχρέωση σχεδιασμού και θέσπισης ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης.

119    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στις μνημονευόμενες στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως εννέα πρώτες ΣΟΧ που συνήφθησαν μεταξύ του L. Jenkinson και των διαδοχικών Αρχηγών της Eulex Κοσσυφοπέδιο, ο αναιρεσείων βάλλει, καταρχάς, κατά της σκέψεως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ανακοίνωση C(2009) 9502 μπορούσε να αντιταχθεί στον L. Jenkinson μόνον επειδή ο ενάγων είχε λάβει γνώση αυτής πριν από την υπογραφή της πρώτης συμβάσεως που είχε συνάψει με τον Αρχηγό της Eulex Κοσσυφοπέδιο. Η συμπερίληψη, στις συμβατικές ρήτρες, της ως άνω ανακοίνωσης με την κοινή βούληση των συμβαλλομένων, και δη παρά την κατάργησή της, καταδεικνύει ότι, ελλείψει ρητής αναφοράς του περιεχομένου καταργηθείσας ανακοίνωσης στις ΣΟΧ, ο μηχανισμός καθορισμού του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου δεν μπορεί να στηριχθεί στην ανακοίνωση αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που αφορά το αντιτάξιμο, έναντι των ασθενέστερων συμβαλλομένων, συμβατικών ρητρών καθώς και το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με το κύρος γενικών όρων που καθορίζονται μονομερώς από μια επιχείρηση. Ο L. Jenkinson παραπέμπει συναφώς στην απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688).

120    Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, κατά τη συγκεκριμένη ανάλυση της εν λόγω ανακοίνωσης στις σκέψεις 116 έως 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ελήφθη υπόψη το ενδεχόμενο ελαττωματικής συναίνεσης, μολονότι έπρεπε να εξεταστεί αν τυχόν υπήρχε τέτοιο ελάττωμα σύμφωνα με το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, όπως ορίζουν τα άρθρα 10, 11 και 12 του κανονισμού Ρώμη I.

121    Τέλος, ο L. Jenkinson βάλλει κατά της σκέψης 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι οι συμβαλλόμενοι ουδέποτε είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν το ιρλανδικό δίκαιο στο σύνολο της συμβατικής σχέσης. Η φορολογική κατοικία πριν από την αρχική πρόσληψη ή η ιθαγένεια ήταν κρίσιμες μόνο για τον καθορισμό των ατομικών αξιώσεων επιστροφής των εξόδων ταξιδίου.

122    Κατά τρίτον, ο L. Jenkinson, προβάλλει παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί και υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να παραιτηθεί συμβατικώς από την τήρηση των ευνοϊκότερων διατάξεων ή διατάξεων δημοσίας τάξεως τις οποίες προέβλεπε το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο ελλείψει επιλογής, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη Ι. Επισημαίνει δε, συναφώς, ότι, ελλείψει πλαισίου ανάλογου προς το ΚΛΠ, το εν λόγω εφαρμοστέο δίκαιο θα ήταν το βελγικό. Το δίκαιο αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι συμβαλλόμενοι είχαν παραιτηθεί από την τήρηση ευνοϊκότερων διατάξεων και διατάξεων δημοσίας τάξεως. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, περιλαμβανομένων των αρχών που χαρακτηρίζονται ως «υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού. Κατά τον L. Jenkinson, το Γενικό Δικαστήριο, αποκλείοντας την εφαρμογή των αρχών του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως των αρχών της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, παρέβη τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

123    Όσον αφορά τα προκαταρκτικά επιχειρήματα του L. Jenkinson, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε απλώς τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ήταν κατά την εκτίμησή του κρίσιμοι για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου εν προκειμένω δικαίου. Μεταξύ των κανόνων αυτών, ανέφερε τον προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι κανόνα, κατά τον οποίο, ειδικότερα, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, στη σκέψη αυτή, ως πραγματικό στοιχείο ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο διέθετε εγκατάσταση στην πόλη των Βρυξελλών.

124    Επίσης, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, VG κατά Επιτροπής, C‑19/18 P, EU:C:2019:578, σκέψη 47).

125    Υποστηρίζοντας, στην αίτηση αναιρέσεως, ότι οι συμβαλλόμενοι εν προκειμένω ουδέποτε είχαν την πρόθεση να υπαγάγουν τη συμβατική σχέση τους στο ιρλανδικό δίκαιο, ο L. Jenkinson ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών στοιχείων, ήτοι να αποφανθεί επί της προθέσεως των συμβαλλομένων όσον αφορά το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο, εκτίμηση η οποία δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως, όταν επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως. Επιπλέον, ο L. Jenkinson δεν ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της προθέσεως των συμβαλλομένων στηρίζεται σε παραμόρφωση των πραγματικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, η οποία προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

126    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον καθορισμό του εφαρμοστέου στις δύο τελευταίες επίμαχες ΣΟΧ δικαίου, επισημαίνεται, πρώτον, ότι από τη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ειδικότερα, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει επιλογής από τους συμβαλλομένους του εφαρμοστέου εν προκειμένω δικαίου, το δίκαιο αυτό έπρεπε να καθοριστεί βάσει των κριτηρίων του άρθρου 8, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού Ρώμη I.

127    Στο μέτρο που ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να συναγάγει τις συνέπειες που απορρέουν από τη διαπίστωσή του ότι οι δύο τελευταίες ΣΟΧ που είχαν συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και της Eulex Κοσσυφοπέδιο δεν περιείχαν καμία αναφορά στις απαιτήσεις τις οποίες προέβλεπαν η κοινή δράση 2008/124 και η ανακοίνωση C(2009) 9502, και επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε εσφαλμένως όσον αφορά τη βούληση και τη συναίνεση των συμβαλλομένων στις συμβάσεις αυτές, αρκεί να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, όπως και η σκέψη 125 της αποφάσεως αυτής, η σκέψη 126 περιέχει απλώς μια πραγματική διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου η οποία προηγείται της εκτίμησης που διαλαμβάνεται στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως αποφάνθηκε, στη σκέψη 126, επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από τις πραγματικές διαπιστώσεις του.

128    Επιπλέον, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, αντιθέτως προς τις προγενέστερες συμβάσεις που αφορούσαν τις δραστηριότητες του L. Jenkinson εντός της Eulex Κοσσυφοπέδιο, οι δύο τελευταίες ΣΟΧ που είχαν συναφθεί μεταξύ των συμβαλλομένων αυτών δεν περιείχαν πλέον καμία αναφορά στην ανακοίνωση C(2009) 9502. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε από την εν λόγω απουσία ρητής αναφοράς στην ως άνω ανακοίνωση ότι οι συμβαλλόμενοι απέκλεισαν την εφαρμογή του εθνικού δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο αν εξακολουθούσε να υπάρχει η αναφορά αυτή, ήτοι του ιρλανδικού δικαίου.

129    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά πραγματικά στοιχεία, ο έλεγχος των οποίων δεν υπάγεται, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως. Εν προκειμένω, δεν προβλήθηκε ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδείχθηκε οιαδήποτε παραμόρφωση. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία του L. Jenkinson πρέπει να κριθεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 124 της παρούσας αποφάσεως.

130    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Achemos Grupė και Achema κατά Επιτροπής, C‑847/19 P, EU:C:2021:343, σκέψη 62).

131    Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο εκπληρώνει την υποχρέωση αυτή όταν από την αιτιολογία αποφάσεως ή διατάξεως προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Ωστόσο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει την υποχρέωση να εκθέτει διεξοδικώς έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, HIM κατά Επιτροπής, C‑500/21 P, EU:C:2022:741, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, το δίκαιο του Κοσσυφοπεδίου ήταν, καταρχήν, εφαρμοστέο στις δύο τελευταίες ΣΟΧ που είχαν συναφθεί μεταξύ του L. Jenkinson και της Eulex Κοσσυφοπέδιο. Εντούτοις, επισήμανε ότι το δίκαιο αυτό καθεαυτό απέκλειε τη δυνατότητα εφαρμογής του στις εργασιακές σχέσεις στο πλαίσιο των διεθνών αποστολών και, στη σκέψη 130 της αποφάσεως αυτής, έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, οι δύο τελευταίες ΣΟΧ που είχαν συναφθεί μεταξύ του L. Jenkinson και της Eulex Κοσσυφοπέδιο συνδέονταν στενότερα με το ιρλανδικό δίκαιο, εκθέτοντας τους λόγους της εκτιμήσεως αυτής στις σκέψεις 131 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

133    Από τις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας επισημάνει ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω ήταν δίκαιο διαφορετικό από το βελγικό, απέκλεισε, όπως διευκρίνισε στη σκέψη 139 της αποφάσεως αυτής, την εφαρμογή εν προκειμένω του βελγικού δικαίου. Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

134    Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία του L. Jenkinson ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν την ιδιότητα του συνεργοδότη και δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι επίμαχες ΣΟΧ συνδέονταν με το Βέλγιο, στο μέτρο που πρέπει να εκληφθεί ως επιχειρηματολογία που αφορά την εφαρμογή από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο δεχόταν ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα αποτελούσαν συνεργοδότες του L. Jenkinson από κοινού με την Eulex Κοσσυφοπέδιο, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να κλονίσει το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εγκατάσταση που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής ήταν η ευρισκόμενη, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στο Κοσσυφοπέδιο.

135    Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η χρήση του όρου «προσέλαβε» στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού αφορά μόνον τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας και όχι τους λεπτομερείς όρους της πραγματικής απασχολήσεως του εργαζομένου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd, C‑384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 46).

136    Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, καθόσον το κριτήριο του τόπου εγκαταστάσεως της επιχείρησης που απασχολεί τον εργαζόμενο δεν έχει σχέση με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελείται η εργασία, το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή είναι εγκατεστημένη στον ένα ή στον άλλο τόπο δεν ασκεί επιρροή για τον καθορισμό του εν λόγω τόπου εγκαταστάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd, C‑384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 48).

137    Επομένως, ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με τον τόπο της έδρας του εργοδότη του εργαζομένου.

138    Βεβαίως, μόνο στην περίπτωση που από στοιχεία της διαδικασίας προσλήψεως μπορεί να διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση που συνήψε τη σύμβαση εργασίας ενήργησε στην πραγματικότητα εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλης επιχειρήσεως, το δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι θα μπορούσε να θεωρήσει ότι το κριτήριο συνδέσεως που περιέχεται στη διάταξη αυτή παραπέμπει στο δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση της τελευταίας αυτής επιχείρησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd, C‑384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 49).

139    Εντούτοις, ο L. Jenkinson δεν επικαλείται αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να λάβει υπόψη, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, την ευρισκόμενη στο Κοσσυφοπέδιο εγκατάσταση της οντότητας με την οποία ο L. Jenkinson συνήψε τις δύο τελευταίες επίμαχες ΣΟΧ, αλλά την έδρα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

140    Επομένως, πρέπει να κριθεί αβάσιμο το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι, πριν εφαρμοσθεί το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι, ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί η ιδιότητα των εν λόγω θεσμικών οργάνων ως συνεργοδότη.

141    Το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά στοιχεία που προέβαλε ο L. Jenkinson με σκοπό να αμφισβητήσει την ορθότητα της εφαρμογής από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

142    Όσον αφορά, καταρχάς, το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη τη χώρα από την οποία προερχόταν το σύνολο των εντολών που είχαν απευθυνθεί στους Αρχηγούς αποστολής και στις ίδιες τις αποστολές για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το στοιχείο αυτό δεν συνδέεται με περιστάσεις που άπτονται της σύναψης της συμβάσεως εργασίας και θα μπορούσαν, επομένως, να καταρρίψουν την ορθότητα του προσδιορισμού από το Γενικό Δικαστήριο του τόπου προσλήψεως του L. Jenkinson.

143    Περαιτέρω, το γεγονός και μόνον ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε εγκατάσταση στα γραφεία της ΕΥΕΔ στην πόλη των Βρυξελλών, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι κρίσιμη εγκατάσταση για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι ήταν η ευρισκόμενη στην Πρίστινα (Κοσσυφοπέδιο). Πράγματι, το στοιχείο ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο διέθετε εγκατάσταση στα γραφεία της ΕΥΕΔ στις Βρυξέλλες δεν αρκεί για να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένως από ποια εγκατάσταση έπρεπε να θεωρηθεί ότι προσελήφθη ο L. Jenkinson.

144    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το σχετικό με την πρόσληψη του L. Jenkinson νομικό πλαίσιο και τον τόπο εγκατάστασης, στις Βρυξέλλες, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, επισημαίνεται ότι από τα στοιχεία αυτά, τα οποία στηρίζονται στη μη αποδεδειγμένη παραδοχή ότι τα θεσμικά αυτά όργανα είναι τα μόνα αρμόδια για τον καθορισμό του νομικού πλαισίου που διέπει την πρόσληψη του L. Jenkinson, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τόπος εγκατάστασης των εν λόγω θεσμικών οργάνων ήταν κρίσιμος για τον καθορισμό του τόπου προσλήψεώς του, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη Ι.

145    Όσον αφορά, αφετέρου, τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που άπτονται της εφαρμογής από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού Ρώμη Ι, επισημαίνεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής συνεπάγεται ότι ο δικαστής οφείλει να προβεί σε συνολική εκτίμηση όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση και να εκτιμήσει εκείνο ή εκείνα που είναι, κατά την κρίση του, τα πλέον ουσιώδη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker, C‑64/12, EU:C:2011:551, σκέψη 40).

146    Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, μεταξύ των ουσιωδών στοιχείων σύνδεσης, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη η χώρα όπου ο εργαζόμενος καταβάλλει τους φόρους και τις επιβαρύνσεις που αναλογούν στα εισοδήματα τα οποία αποκτά λόγω της δραστηριότητάς του, καθώς και η χώρα όπου ο εργαζόμενος έχει υπαχθεί σε φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως και στα διάφορα συστήματα συνταξιοδοτήσεως, ασφαλίσεως υγείας και ασφαλίσεως αναπηρίας. Επιπλέον, ο δικαστής πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι παράμετροι που συνδέονται με τον καθορισμό του μισθού ή των άλλων όρων εργασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker, C‑64/12, EU:C:2011:551, σκέψη 41).

147    Όσον αφορά, καταρχάς, το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι το Γενικό Δικαστήριο συγχέει τις έννοιες της συνέχειας της απασχολήσεως και της συνέχειας του εφαρμοστέου δικαίου, αφενός, από τις σκέψεις 131 και 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη διαρκούς εργασιακής σχέσης από τη σύναψη της πρώτης εκ των ένδεκα ΣΟΧ που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως προκειμένου να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο στις δύο τελευταίες επίμαχες ΣΟΧ και, αφετέρου, από τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι στις δύο τελευταίες ΣΟΧ έπρεπε να εφαρμοστεί το ίδιο δίκαιο με το εφαρμοστέο στις εννέα επίμαχες ΣΟΧ.

148    Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό του L. Jenkinson δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η συνεκτίμηση του δικαίου που είχε εφαρμογή επί συμβάσεων προγενέστερων εκείνων τις οποίες εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να συνιστά εσφαλμένη ανάλυση των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση που συνήφθη με τις τελευταίες αυτές συμβάσεις και, ως εκ τούτου, εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού Ρώμη Ι. Πράγματι, επισημαίνεται ότι μπορεί να γίνει δεκτό, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 145 της παρούσας αποφάσεως, ότι η ύπαρξη σχέσεων μεταξύ συμβάσεων, όπως εκείνες που επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 131 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποτελεί ουσιώδη περίσταση η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό μιας «άλλης χώρας», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Επομένως, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να κριθεί αβάσιμο.

149    Όσον αφορά, εξάλλου, την επιχειρηματολογία του L. Jenkinson σύμφωνα με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη το κριτήριο που διαλαμβάνεται στις δύο τελευταίες ΣΟΧ που συνήφθησαν μεταξύ αυτού και της Eulex Κοσσυφοπέδιο, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου επί των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης και επί του φορολογικού καθεστώτος, διότι το κριτήριο αυτό αντιβαίνει στις αρχές του δικαίου της Ένωσης και στις οδηγίες που διέπουν τον φορολογικό τομέα και τον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν το δίκαιο από το οποίο ορθώς διέπονταν τα συστήματα αυτά και το καθεστώς αυτό ήταν το ιρλανδικό δίκαιο, αλλά απλώς επισήμανε ότι οι δύο τελευταίες ΣΟΧ παρέπεμπαν, για τον καθορισμό του δικαίου που διέπει τα εν λόγω συστήματα και το εν λόγω καθεστώς, στο δίκαιο της «χώρας μόνιμης (φορολογικής) κατοικίας» πριν από την ανάληψη, εκ μέρους του L. Jenkinson, καθηκόντων στην Eulex Κοσσυφοπέδιο.

150    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 146 της παρούσας αποφάσεως, τα επιχειρήματα του L. Jenkinson δεν μπορούν να γίνουν δεκτά, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη την περίσταση που εξετάστηκε στις σκέψεις 131 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανεξαρτήτως της εφαρμογής του εν λόγω δικαίου στα ως άνω συστήματα και στο ως άνω καθεστώς.

151    Επομένως, ο L. Jenkinson κακώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού Ρώμη Ι, τα στοιχεία που παρατίθενται στις σκέψεις 131 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

152    Επιπλέον, τα λοιπά στοιχεία που προέβαλε ο L. Jenkinson προς στήριξη της αιτιάσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μερική εκτίμηση των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση του εντός της Eulex Κοσσυφοπέδιο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, δεδομένου ότι με αυτά ο L. Jenkinson δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η εν λόγω εκτίμηση είναι εσφαλμένη.

153    Πράγματι, μολονότι τα στοιχεία αυτά, τα οποία αφορούν, πρώτον, την προβαλλόμενη ιδιότητα των εδρευόντων στις Βρυξέλλες θεσμικών οργάνων της Ένωσης ως συνεργοδότη, δεύτερον, το νομικό πλαίσιο που διέπει την πρόσληψη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού των διεθνών αποστολών της Ένωσης, τρίτον, τον τόπο από τον οποίο προερχόταν το σύνολο των εντολών που απευθύνονταν στον Αρχηγό της Eulex Κοσσυφοπέδιο και, τέταρτον, την αποστολή αυτή καθώς και την ύπαρξη εγκαταστάσεως της Eulex Κοσσυφοπέδιο στα γραφεία της ΕΥΕΔ στις Βρυξέλλες, συγκλίνουν υπέρ του προσδιορισμού άλλης χώρας πλην της Ιρλανδίας υπό το πρίσμα του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού Ρώμη Ι, εντούτοις, ο L. Jenkinson δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν τόσο ουσιώδη, για τις δύο τελευταίες ΣΟΧ που συνήφθησαν μεταξύ αυτού και της Eulex Κοσσυφοπέδιο, ώστε να αποδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της σύνδεσης των εν λόγω ΣΟΧ με την Ιρλανδία, στηριζόμενο στα στοιχεία που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 131 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

154    Το νομικό πλαίσιο για την πρόσληψη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού των διεθνών αποστολών της Ένωσης το οποίο φέρονται να καθόρισαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που εδρεύουν στις Βρυξέλλες, ο τόπος από τον οποίο προερχόταν το σύνολο των εντολών που απευθύνονταν στον Αρχηγό της Eulex Κοσσυφοπέδιο και στην αποστολή αυτή, καθώς και η ύπαρξη εγκαταστάσεως της Eulex Κοσσυφοπέδιο στα γραφεία της ΕΥΕΔ στις Βρυξέλλες συνιστούν, βεβαίως, περιστάσεις της υποθέσεως οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 145 της παρούσας αποφάσεως. Εντούτοις, αντιθέτως προς τις περιστάσεις που ανέλυσε το Γενικό Δικαστήριο, οι ως άνω περιστάσεις αφορούν περισσότερο το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι δύο τελευταίες ΣΟΧ που συνήφθησαν μεταξύ της Eulex Κοσσυφοπέδιο και του L. Jenkinson παρά τα χαρακτηριστικά που συνδέονται πιο άμεσα με τις εν λόγω ΣΟΧ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που στηρίζεται στα εν λόγω στοιχεία δεν καταδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα το ζήτημα αν οι συμβάσεις αυτές συνδέονταν στενότερα με άλλη χώρα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού Ρώμη Ι.

155    Ομοίως, όσον αφορά το επιχείρημα ότι ήταν αναγκαίο να εξεταστεί αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούσαν να θεωρηθούν, από κοινού με την Eulex Κοσσυφοπέδιο, ως συνεργοδότες του L. Jenkinson, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι βάσιμο, δεν είναι ικανό να καταδείξει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω θεσμικών οργάνων στις Βρυξέλλες συνιστά καθοριστική περίσταση για τον προσδιορισμό της χώρας με την οποία συνδέονταν στενότερα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, οι δύο τελευταίες ΣΟΧ.

156    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν εφάρμοσε το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι με σκοπό να καθορίσει το δίκαιο που διέπει τις δύο τελευταίες ΣΟΧ που είχαν συναφθεί μεταξύ του ίδιου και της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

157    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στις εννέα πρώτες ΣΟΧ που συνήφθησαν μεταξύ του L. Jenkinson και του Αρχηγού της Eulex Κοσσυφοπέδιο, οι οποίες διαλαμβάνονται στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα περί μη τηρήσεως, αφενός, της νομολογίας που αφορά τη δυνατότητα αντιτάξεως των συμβατικών όρων στα ασθενέστερα συμβαλλόμενα μέρη και, αφετέρου, του δικαίου της Ένωσης περί του κύρους των γενικών όρων που μονομερώς καταρτίζει μια επιχείρηση, καθώς και τα επιχειρήματα που αφορούν τα άρθρα 10, 11 και 12 του κανονισμού Ρώμη Ι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως, διότι ο L. Jenkinson δεν τεκμηριώνει κατά τρόπο αρκούντως ακριβή τα νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται τα επιχειρήματα αυτά που πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθούν ως απαράδεκτα.

158    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο L. Jenkinson, υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την πρόθεση των διαδίκων σε σχέση με τη χώρα καταγωγής τους, ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 124 της παρούσας αποφάσεως, δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του όταν επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως.

159    Επισημαίνεται, κατά τρίτον, ότι η ορθή εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού Ρώμη Ι συνεπάγεται, σε πρώτο στάδιο, ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς εντοπίζει το δίκαιο που θα είχε εφαρμογή ελλείψει επιλογής και καθορίζει, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, τους κανόνες από τους οποίους δεν χωρεί παρέκκλιση με συμφωνία και, σε επόμενο στάδιο, το εθνικό δικαστήριο συγκρίνει το επίπεδο προστασίας που παρέχουν οι εν λόγω κανόνες στον εργαζόμενο με αυτό που προσφέρει το επιλεγέν από τα μέρη δίκαιο. Εάν το επίπεδο προστασίας που παρέχουν οι εν λόγω κανόνες είναι υψηλότερο, τότε αυτοί είναι εφαρμοστέοι (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, SC Gruber Logistics, C‑152/20 και C‑218/20, EU:C:2021:600, σκέψη 27).

160    Εντούτοις, εν προκειμένω, ο L. Jenkinson αναφέρεται, γενικώς, στο βελγικό δίκαιο, αλλά δεν προσδιορίζει κανέναν συγκεκριμένο κανόνα που θα έπρεπε να λάβει υπόψη το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου και, ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν του παρέσχε το ευεργέτημα της εφαρμογής αυτού του υποτιθέμενου ευνοϊκότερου κανόνα.

161    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν έλεγξε ούτε εφάρμοσε ευνοϊκότερο κανόνα δικαίου ο οποίος θα εφαρμοζόταν εν προκειμένω ελλείψει επιλογής. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την επιχειρηματολογία σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού Ρώμη Ι.

162    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στις εννέα πρώτες ΣΟΧ που διαλαμβάνονται στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως και στις δύο τελευταίες ΣΟΧ και, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που συνοψίζονται στη σκέψη 112 της παρούσας αποφάσεως και τα οποία αφορούν τη σειρά που επέλεξε το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση των εν λόγω ΣΟΧ, για τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην επίμαχη συμβατική σχέση δικαίου δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ευδοκιμήσουν.

163    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

 Επί της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

164    Με τη δεύτερη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε το ιρλανδικό δίκαιο στο πλαίσιο της ερμηνείας και της εφαρμογής του άρθρου 9 του Protection of Employees (Fixed – Term Work) Act 2003 [νόμου του 2003 περί προστασίας των μισθωτών (εργασία ορισμένου χρόνου), στο εξής: νόμος του 2003].

165    Υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν έκρινε ότι μόνον το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να καθορίζει τους όρους προσλήψεως του προσωπικού των αποστολών. Τούτο αντιβαίνει, κατά την άποψή του, και στην ανακοίνωση C(2009) 9502, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένα είδη συμβάσεων για κάθε καθήκον. Επισημαίνει επίσης ότι το άρθρο 9 του νόμου του 2003 παραπέμπει στην έννοια των «συνεργαζόμενων εργοδοτών».

166    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την ανάλυση του σκοπού που επικαλείται η Eulex Κοσσυφοπέδιο για να δικαιολογήσει τη διαδοχική σύναψη ΣΟΧ, ο L. Jenkinson εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στις σκέψεις 152, 154 και 155 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να εφαρμόσει όχι τη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά τη νομολογία των ιρλανδικών δικαστηρίων. Το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε, επομένως, παρανόμως την προστασία που παρέχει στους εργαζομένους το ιρλανδικό δίκαιο. Ειδικότερα, κατά τον L. Jenkinson, στις σκέψεις 157 έως 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, εσφαλμένα και αναιτιολόγητα, περιόρισε την ανάλυση των αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούσαν τη χρήση διαδοχικών ΣΟΧ μόνο στην ανάλυση της προσωρινής διάστασης της Eulex Κοσσυφοπέδιο, ενώ τα ιρλανδικά δικαστήρια παραθέτουν, για να δικαιολογήσουν τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ, διάφορους αντικειμενικούς λόγους, όπως η σημαντική αναδιάρθρωση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο εργοδότης, η ανάγκη διενέργειας προσωρινής πραγματογνωμοσύνης σε συγκεκριμένο τομέα, η ανάγκη προσλήψεως εργαζομένων για βραχυπρόθεσμο έργο το οποίο είναι σαφώς προσδιορισμένο και προσωρινό, καθώς και η έλλειψη προσωπικού που οφείλεται, για παράδειγμα, σε αναρρωτική άδεια εργαζομένου. Επομένως, η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου είναι προδήλως αντίθετη προς τη νομολογία των ιρλανδικών δικαστηρίων την οποία επικαλέστηκε ο L. Jenkinson ενώπιον αυτού.

167    Ειδικότερα, όσον αφορά, πρώτον, τη συνεκτίμηση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της διάρκειας των εντολών της Eulex Κοσσυφοπέδιο, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη τη φύση της εργασίας που εκτελούσε ο ενάγων στην Eulex Κοσσυφοπέδιο, η οποία ανταποκρινόταν σε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, αντί να αναφερθεί, στις σκέψεις 157 έως 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις δραστηριότητες της Eulex Κοσσυφοπέδιο ή να λάβει υπόψη, στις σκέψεις 177 έως 180 της αποφάσεως αυτής, πτυχές άνευ σημασίας, όπως η προτεραιότητα προσλήψεως αποσπασμένου προσωπικού. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την έννοια των «πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη». Ο L. Jenkinson παραπέμπει, συναφώς, σε απόσπασμα αποφάσεως ενός «adjudication officer» (διαιτητή).

168    Όσον αφορά, δεύτερον, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 161 και 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τις περιόδους που καλύπτουν τα ποσά δημοσιονομικής αναφοράς, οι οποίες παρατίθενται στα διαδοχικά κείμενα του άρθρου 16 της κοινής δράσης 2008/124, ο L. Jenkinson φρονεί ότι η συνεκτίμηση της περιορισμένης διάρκειας των περιόδων αυτών, ως λόγου που δικαιολογεί τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ, αντιβαίνει στη νομολογία των ιρλανδικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, ο L. Jenkinson παραπέμπει σε αποσπάσματα αποφάσεων των ιρλανδικών δικαστηρίων από τα οποία προκύπτει, προδήλως, ότι η απαίτηση να υφίσταται διαθέσιμος προϋπολογισμός για την πληρωμή εργαζομένου στο πλαίσιο συγκεκριμένης δραστηριότητας δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη σύναψη ΣΟΧ. Εξάλλου, αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν αναγνωρισθεί, μαζί με την Eulex Κοσσυφοπέδιο, ως συνεργοδότες του L. Jenkinson, τα επιχειρήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση της Eulex Κοσσυφοπέδιο δεν θα είχαν γίνει δεκτά από το Γενικό Δικαστήριο.

169    Τρίτον, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 163 έως 169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αρμοδιότητες και το πεδίο δράσης της Eulex Κοσσυφοπέδιο υπέκειντο σε προσαρμογές αναλόγως της εξέλιξης της κατάστασης στην περιοχή και των σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και των αρχών του Κοσσυφοπεδίου δεν λαμβάνει υπόψη τις τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας (Standard Operating Procedures, SOP) που προβλέπουν κανόνες αναδιάταξης του προσωπικού είτε εντός της Eulex Κοσσυφοπέδιο είτε εντός άλλης διεθνούς αποστολής της Ένωσης.

170    Τέταρτον, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι πρέπει να απορριφθεί το διαλαμβανόμενο στις σκέψεις 170 έως 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κριτήριο που αφορά τη διάρκεια της θητείας των διαδοχικών Αρχηγών της Eulex Κοσσυφοπέδιο, διότι το κριτήριο αυτό παρέχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να συνάπτει μόνο συμβάσεις περιορισμένης διάρκειας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδειξε, συναφώς, ότι ήταν, στο πλαίσιο αυτό, δυνατή η εφαρμογή ενός τέτοιου κριτηρίου. Στέρησε, συνεπώς, από τον εργαζόμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας εφαρμογής ενός τέτοιου κριτήριου, υπό το πρίσμα ιδίως του άρθρου 9 του νόμου του 2003. Επιπλέον, η σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έρχεται προδήλως σε αντίφαση προς τη διαπίστωση ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο δεν είχε νομική προσωπικότητα και ότι οι Αρχηγοί της αποστολής αυτής στερούνταν αρμοδιότητας.

171    Πέμπτον, όσον αφορά τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την τελευταία ΣΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, κατά την άποψη του L. Jenkinson, να αποφανθεί βασίμως, στις σκέψεις 185 και 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι λόγοι στους οποίους στηριζόταν η εκτίμησή του ήταν οι ίδιοι με τους λόγους που αφορούσαν τις προηγούμενες ΣΟΧ, μολονότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε διευκρινίσει ότι σκοπός της τελευταίας ΣΟΧ ήταν να συντονίσει τον χρόνο λήξης των ΣΟΧ που είχαν συναφθεί με διάφορους υπαλλήλους της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

172    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αναλύσει αν η χρήση διαδοχικών ΣΟΧ ήταν πρόσφορη υπό το πρίσμα του ιρλανδικού δικαίου. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο στήριξε τη νομιμότητα της σύναψης διαδοχικών ΣΟΧ στη δυνατότητα λύσεως αυτού του είδους συμβάσεων χωρίς οικονομικές συνέπειες, μολονότι κανένας από τους εναγομένους δεν είχε αποδείξει ότι η σύναψη ΣΑΧ θα είχε τέτοιες συνέπειες. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εσφαλμένως, στις σκέψεις 181 και 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την πρόταση του L. Jenkinson για λήψη άλλου μέτρου, χωρίς να εξετάσει αν υφίστατο άλλη δυνατότητα που θα ήταν λιγότερο επιζήμια για τη σταθερότητα και τα δικαιώματα του εργαζομένου, κατά την έννοια της νομολογίας των ιρλανδικών δικαστηρίων. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως που φέρει ο εργοδότης.

173    Στη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση της τελευταίας ΣΟΧ ήταν αναγκαία και πρόσφορη, παραμορφώνοντας το ιρλανδικό δίκαιο, διότι τούτο δεν προέκυπτε βάσει συγκεκριμένης εξετάσεως της επίμαχης κατάστασης και υπό το πρίσμα άλλων, λιγότερο δυσμενών και επισφαλών, μέσων για την ικανοποίηση των συμφερόντων αμφοτέρων των συμβαλλομένων.

174    Επικουρικώς, ο L. Jenkinson προβάλλει παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αρχής της ενότητας του δικαίου. Διατείνεται δε ότι ήταν αναγκαίο να εξεταστεί αν οι ανάγκες του εργοδότη ήταν πάγιες και διαρκείς υπό το πρίσμα του ιρλανδικού δικαίου, κατά τα οριζόμενα στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψεις 58 έως 75). Η εξέταση αυτή έπρεπε να γίνει σύμφωνα με την εξέταση στην οποία είχε προβεί ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο της θεσπίσεως του ΚΛΠ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 336 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, ο L. Jenkinson βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή ερμήνευσε πολύ ευρύτερα τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, από την ερμηνεία που υιοθέτησαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο του ΚΛΠ, περιορίζοντας σε δύο μόνον τον αριθμό των ανανεώσεων των ΣΟΧ. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, ο L. Jenkinson παραπέμπει επίσης στις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Maag κατά Επιτροπής (43/84, EU:C:1985:328), και της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223).

175    Με την τρίτη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο δεν είχε νομική προσωπικότητα και τους ισχυρισμούς του περί εκχώρησης αρμοδιοτήτων, μεταξύ άλλων και στον δημοσιονομικό τομέα.

176    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

177    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει ο L. Jenkinson κατά της σκέψεως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συγχέονται με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος απορρίφθηκε στις σκέψεις 45 έως 55 της παρούσας αποφάσεως, διότι, με αυτά, ο L. Jenkinson επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του άρθρου 9, παράγραφος 3, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, της κοινής δράσης 2008/124, καθόσον οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο μπορεί επίσης να προσλαμβάνει, ανάλογα με τις ανάγκες, το διεθνές πολιτικό προσωπικό επί συμβάσει και ότι οι όροι εργασίας καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εν λόγω προσωπικού καθορίζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του Αρχηγού της Eulex Κοσσυφοπέδιο ή της ίδιας της Eulex Κοσσυφοπέδιο και των μελών του προσωπικού.

178    Επιπλέον, ο L. Jenkinson δεν καταδεικνύει ότι η ανακοίνωση C(2009) 9502 εφαρμοζόταν στους διαδοχικούς Αρχηγούς της Eulex Κοσσυφοπέδιο και στην αποστολή αυτή για τους σκοπούς καθορισμού του είδους της συμβάσεως που του προτάθηκε. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα.

179    Όσον αφορά, κατά πρώτον, το επιχείρημα περί παραμορφώσεως της νομολογίας των ιρλανδικών δικαστηρίων σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ, υπενθυμίζεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως, ότι, όσον αφορά τον έλεγχο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας του εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να εξακριβώσει μόνον αν υπήρξε παραμόρφωση του δικαίου αυτού, η οποία πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω.

180    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 156 έως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διάφορες παραμέτρους για να κρίνει, κατόπιν συνολικής εκτίμησης, ότι ο L. Jenkinson είχε εκτελέσει, εντός συγκεκριμένου νομικού και επαγγελματικού πλαισίου το οποίο είχε προσωρινό χαρακτήρα, τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν εντός της Eulex Κοσσυφοπέδιο, η οποία, άλλωστε, επρόκειτο να εκλείψει εν τέλει.

181    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στο μέτρο που το επιχείρημα του L. Jenkinson πρέπει να εκληφθεί ως ισχυρισμός περί πλάνης στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν εξέτασε κατά πόσον, εν προκειμένω, μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο L. Jenkinson είχε συνάψει ΣΟΧ με «συνεργαζόμενους εργοδότες», ο L. Jenkinson δεν προβάλλει κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι το γεγονός ότι δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο αυτό σημαίνει ότι δεν ελήφθη υπόψη το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής του ιρλανδικού δικαίου και, επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμο.

182    Όσον αφορά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη την προσωρινή διάσταση της Eulex Κοσσυφοπέδιο προκειμένου να κρίνει ότι η σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους, από τα αποσπάσματα των δικαστικών αποφάσεων τις οποίες επικαλείται ο L. Jenkinson, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων ικανών να δικαιολογήσουν, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ, δεν προκύπτει ότι η διάσταση αυτή δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο για να δικαιολογήσει τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ.

183    Ειδικότερα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι στο απόσπασμα της αποφάσεως του διαιτητή, το οποίο επικαλείται ο L. Jenkinson για να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τη νομολογία των ιρλανδικών δικαστηρίων, επισημαίνεται ότι αντικειμενικούς λόγους για τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ συνιστούν λόγοι οι οποίοι αφορούν την ύπαρξη ειδικού και χρονικώς περιορισμένου σχεδίου που αποτελεί αντικείμενο ειδικής χρηματοδότησης και όχι της γενικής χρηματοδότησης που χορηγείται σε μόνιμη οντότητα.

184    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 157 έως 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε συσταθεί για ορισμένη χρονική διάρκεια, η οποία παρατάθηκε. Επομένως, από το απόσπασμα της εν λόγω αποφάσεως που επικαλείται ο L. Jenkinson δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 157 έως 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε προδήλως εσφαλμένα το ιρλανδικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, παραμόρφωσε το περιεχόμενο ή το πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού.

185    Δεύτερον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη των όσων επισημάνθηκαν στη σκέψη 180 της παρούσας αποφάσεως, το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα που αφορούν τις σκέψεις 161 και 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μνημονεύονται στη σκέψη 168 της παρούσας αποφάσεως.

186    Πράγματι, από τα αποσπάσματα των αποφάσεων που επικαλείται ο L. Jenkinson προκύπτει ότι το γεγονός ότι για την αμοιβή εργαζομένου στο πλαίσιο συγκεκριμένης δραστηριότητας πρέπει να υφίσταται διαθέσιμος προϋπολογισμός δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ. Εντούτοις, από τα αποσπάσματα αυτά δεν μπορεί να συναχθεί ότι η συνεκτίμηση του γεγονότος ότι οι χρηματοδοτήσεις της Eulex Κοσσυφοπέδιο ήταν οριοθετημένες και χρονικά περιορισμένες δεν ασκεί καμία επιρροή στο πλαίσιο συνολικής εκτίμησης των περιστάσεων που οδήγησαν έναν εργοδότη να προτείνει στον υπάλληλό του τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ.

187    Επομένως, ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως που υπομνήσθηκε στη σκέψη 180 της παρούσας αποφάσεως, τον χρονικά περιορισμένο χαρακτήρα του προϋπολογισμού που τέθηκε στη διάθεση της Eulex Κοσσυφοπέδιο, προδήλως δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο ή την έκταση εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων αυτών.

188    Τρίτον, ο L. Jenkinson δεν προβάλλει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ούτε οι εξελίξεις στον τομέα των αρμοδιοτήτων της Eulex Κοσσυφοπέδιο ούτε οι μεταβολές του πεδίου δράσης της. Το επιχείρημα που προβάλλει ο αναιρεσείων σε βάρος της συνεκτίμησης από το Γενικό Δικαστήριο του στοιχείου αυτού αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, σε νέα εκτίμηση εκ μέρους του Δικαστηρίου ορισμένων στοιχείων της δικογραφίας, ήτοι των στοιχείων που αφορούν τους κανόνες της SOP. Το Δικαστήριο, όμως, δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Επομένως, το ως άνω επιχείρημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

189    Τέταρτον, το επιχείρημα ότι η τελευταία ΣΟΧ είχε ως σκοπό τον συντονισμό του χρόνου λήξης των ΣΟΧ που είχαν συναφθεί με διάφορους υπαλλήλους της Eulex Κοσσυφοπέδιο στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 187 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η λήξη της τελευταίας ΣΟΧ συνέπιπτε με την ημερομηνία κατάργησης της θέσης που κατείχε έως τότε ο L. Jenkinson, και δη στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως της Eulex Κοσσυφοπέδιο που είχε αποφασίσει το Συμβούλιο. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του πλαισίου στο οποίο εντασσόταν η τελευταία ΣΟΧ, χωρίς να στηριχθεί αποκλειστικώς, όπως εσφαλμένως εκτιμά ο L. Jenkinson, στους λόγους που οδήγησαν στη σύναψη των ΣΟΧ που προηγήθηκαν της τελευταίας ΣΟΧ. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

190    Όσον αφορά, πέμπτον, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη διάρκεια της θητείας των διαδοχικών Αρχηγών της Eulex Κοσσυφοπέδιο, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 170 έως 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, εξετάζοντας αν υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν τη σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ, το γεγονός ότι η διάρκεια των θητειών των διαδοχικών Αρχηγών της Eulex Κοσσυφοπέδιο ήταν χρονικά περιορισμένη και αφορούσε «μεταβλητές και απρόβλεπτες περιόδους» και έκρινε ότι το γεγονός αυτό καταδείκνυε την προσωρινή διάσταση της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

191    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι λόγοι αυτοί που εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένοι, μια τέτοια πλάνη δεν θα μπορούσε να επιφέρει την αναίρεσή της. Πράγματι, οι λόγοι αυτοί αποτελούν απλώς ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησής του, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 180 της παρούσας αποφάσεως, βάσει των οποίων έκρινε ότι η σύναψη διαδοχικών ΣΟΧ εντασσόταν σε πλαίσιο χαρακτηριζόμενο από την προσωρινή διάσταση της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

192    Λαμβανομένης υπόψη της συνολικής εκτιμήσεως που στηρίζεται στην ανάλυση των παραμέτρων που εξετάστηκαν, ειδικότερα, στις σκέψεις 156 έως 169 και στις σκέψεις 185 έως 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταντο αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν τη σύναψη των υπό εξέταση ΣΟΧ. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που αφορούν τις σκέψεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελή. Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα που αφορούν τις σκέψεις 177 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 167 της παρούσας αποφάσεως.

193    Κατά δεύτερον, από τα αποσπάσματα των αποφάσεων που επικαλείται ο L. Jenkinson, προς στήριξη του επιχειρήματός του ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν το προτεινόμενο μέτρο προσλήψεως ήταν πρόσφορο, προκύπτει ότι, για την απόδειξη της ύπαρξης αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν το μέτρο αυτό, o εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι υφίσταται θεμιτός σκοπός για τη λήψη του και ότι το μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Από τα αποσπάσματα αυτά προκύπτει επίσης ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένας λόγος είναι αντικειμενικός, ο δικαστής πρέπει να εξετάσει αν το επίμαχο μέτρο επάγεται τη λιγότερο δυσμενή για τον εργαζόμενο μεταχείριση, παρέχοντας ταυτόχρονα στον εργοδότη τη δυνατότητα να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό.

194    Συναφώς, στη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 7 του νόμου του 2003 απαιτεί, κατ’ ουσίαν, για να είναι αντικειμενικός ο προβαλλόμενος λόγος να στηρίζεται σε εκτιμήσεις που δεν αφορούν τον εργαζόμενο, η δε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση την οποία επάγεται η ΣΟΧ για τον εργαζόμενο πρέπει να αποβλέπει στην επίτευξη θεμιτού σκοπού του εργοδότη, κατά τρόπο πρόσφορο και αναγκαίο.

195    Στη συνέχεια της συλλογιστικής του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 181 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η ίδια η φύση της Eulex Κοσσυφοπέδιο επηρέαζε αναπόφευκτα τους όρους εργασίας και τις προοπτικές απασχόλησης του προσωπικού της. Συναφώς, απέκλεισε τη δυνατότητα αποδοχής της πρότασης του L. Jenkinson ότι θα μπορούσε να είχε συναφθεί ΣΑΧ περιέχουσα διαλυτική αίρεση σε περίπτωση λήξης της εντολής της Eulex Κοσσυφοπέδιο και έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η χρήση δέκατης ΣΟΧ συνιστούσε το αναγκαίο και πρόσφορο μέσο που θα εξασφάλιζε στην Eulex Κοσσυφοπέδιο τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση της εντολής της, για την οποία προβλέπονταν οριοθετημένες και χρονικά περιορισμένες χρηματοδοτήσεις.

196    Επιπλέον, στη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από το ειδικό πλαίσιο που συνδέεται, ειδικότερα, με την αναδιάρθρωση της Eulex Κοσσυφοπέδιο μπορούσε να συναχθεί ότι η σύναψη της τελευταίας ΣΟΧ αποτελούσε αναγκαίο και πρόσφορο μέσο για την ικανοποίηση των αναγκών που εξυπηρετούσε η σύναψη της συμβατικής σχέσης.

197    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 154 των προτάσεών του, ότι η πρόσληψη του L. Jenkinson βάσει διαδοχικών ΣΟΧ ήταν ο μόνος τρόπος για να καλυφθούν οι ανάγκες της Eulex Κοσσυφοπέδιο, οι οποίες ήταν χρονικώς περιορισμένες και εξαρτώνταν από εξωγενείς παράγοντες που δεν είχαν σχέση με την αποστολή αυτή.

198    Πάντως, δεν προκύπτει προδήλως ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το ορθό περιεχόμενο και την έκταση της υποχρεώσεως που, κατά τον L. Jenkinson, υπέχει ο δικαστής να εξακριβώσει αν το επίμαχο μέτρο επάγεται τη λιγότερο δυσμενή για τον εργαζόμενο μεταχείριση, παρέχοντας ταυτόχρονα στον εργοδότη τη δυνατότητα να επιτύχει τον σκοπό του. Επομένως, ο L. Jenkinson δεν απέδειξε την εκ μέρους του προβαλλόμενη παραμόρφωση του ιρλανδικού δικαίου.

199    Όσον αφορά δε το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας μόνο στη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία των ιρλανδικών δικαστηρίων, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε τη νομολογία αυτή κατά την εφαρμογή εν προκειμένω του ιρλανδικού δικαίου. Επομένως, δεδομένου ότι ο L. Jenkinson δεν προέβαλε κανένα άλλο συγκεκριμένο στοιχείο με την αίτησή του αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

200    Όσον αφορά την επικουρικώς προβληθείσα από τον L. Jenkinson αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αρχής της ενότητας του δικαίου, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η ερμηνεία της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443), αντικατοπτρίζεται επίσης στην απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2012, Kücük (C‑586/10, EU:C:2012:39), στην οποία παρέπεμψε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

201    Επιπλέον, οι παραπομπές στις αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Maag κατά Επιτροπής (43/84, EU:C:1985:328), και της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223), δεν είναι ικανές να αποδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, η σημασία των αποφάσεων αυτών για την ανάλυση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν διευκρινίστηκε από τον L. Jenkinson στην αίτησή του αναιρέσεως και δεν προκύπτει άνευ ετέρου από το περιεχόμενό τους.

202    Στο μέτρο που ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να ερμηνεύσει ποιες ανάγκες πληρούν τις απαιτήσεις της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σύμφωνα με την ερμηνεία στην οποία προέβη ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο της θεσπίσεως του ΚΛΠ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως.

203    Τέλος, ο L. Jenkinson δεν αναφέρει με ακρίβεια τους θεσπισθέντες από τον νομοθέτη της Ένωσης κανόνες που θα έπρεπε να λάβει υπόψη το Γενικό Δικαστήριο.

204    Ειδικότερα, όσον αφορά την επίκληση του ορίου των δύο ανανεώσεων ΣΟΧ το οποίο ισχύει για τους υπαλλήλους της Ένωσης, ο L. Jenkinson δεν καταδεικνύει ότι ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

205    Επομένως, ελλείψει άλλου επιχειρήματος ικανού να τεκμηριώσει την αιτίαση που προέβαλε επικουρικώς ο L. Jenkinson, η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

206    Κατά τρίτον, δεδομένου ότι η αιτίαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 175 της παρούσας αποφάσεως δεν αφορά κανένα συγκεκριμένο τμήμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν περιλαμβάνει νομική επιχειρηματολογία που να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, καθόσον, μεταξύ άλλων, δεν εκθέτει τις συνέπειες που θα απέρρεαν από την παροχή νομικής προσωπικότητας στην Eulex Κοσσυφοπέδιο, πρέπει να κριθεί ότι είναι απαράδεκτη διότι δεν πληροί τις απαιτήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως.

207    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η δεύτερη και η τρίτη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει αβάσιμες.

 Επί του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

208    Με το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τη σκέψη 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε εσφαλμένως τα επιχειρήματά του. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, την απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita, όταν απέκλεισε τη χορήγηση δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης στον L. Jenkinson λόγω παραβάσεως του άρθρου 8 του νόμου του 2003.

209    Παρά το γεγονός ότι από την εν λόγω σκέψη 197 προκύπτει ότι ο L. Jenkinson είχε ρητώς επισημάνει ότι η συνδεόμενη με την παράνομη λύση της συμβατικής του σχέσης αξίωση για αποκατάσταση των συμβατικών ζημιών που υπέστη στηριζόταν στον επαναχαρακτηρισμό της σχέσης αυτής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του νόμου του 2003, ο L. Jenkinson φρονεί ότι, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε σε απάντηση μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επισήμανε ρητώς ότι, «[ε]ντούτοις, ως εκ τούτου, [το άρθρο] 8 του [εν λόγω] νόμου […] δεν αποτελεί την αποκλειστική νομική βάση για την παροχή αποζημίωσης λόγω παράνομης λύσης της εργασιακής σχέσης του, η οποία στηρίζεται κυρίως στην παράβαση της νομοθεσίας που διέπει τους όρους καταγγελίας σύμβασης η οποία, κατά την εκτίμησή του, πρέπει να επαναχαρακτηριστεί ως [ΣΑΧ], κατ’ εφαρμογήν [του άρθρου] 9 [του εν λόγω νόμου]».

210    Επιπλέον, ο L. Jenkinson υποστηρίζει ότι επισήμανε, σχολιάζοντας μια ιρλανδική απόφαση, ότι η κύρωση λόγω παραβάσεως του άρθρου 8 του ως άνω νόμου πρέπει να έγκειται στην παροχή εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης.

211    Ο L. Jenkinson προσάπτει, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν άντλησε τις αποζημιωτικές συνέπειες που απέρρεαν από την επίκληση του άρθρου αυτού, μολονότι όφειλε, μεταξύ άλλων, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως θα έπραττε ένα ιρλανδικό δικαστήριο. Δεδομένου δε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραβίασε την αρχή κατά την οποία ο δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita και εφάρμοσε εσφαλμένως τα άρθρα 76 και 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

212    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

213    Οσάκις το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται ως αρμόδιο για την επίλυση διαφοράς εκ συμβάσεως βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να αποφανθεί μόνον εντός του νομικού και πραγματικού πλαισίου, όπως αυτό προσδιορίζεται από τους διαδίκους (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑623/19 P, EU:C:2020:734, σκέψη 41).

214    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι ο L. Jenkinson είχε προβάλει, στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματός του, αξιώσεις αποζημιώσεως στο πλαίσιο αντισταθμιστικής αποζημίωσης λόγω καταγγελίας, χωρίς προειδοποίηση, της συμβατικής σχέσης του η οποία, κατά την εκτίμησή του, έπρεπε να επαναχαρακτηριστεί ως ΣΑΧ, λόγω παράνομης λύσης της σχέσης αυτής και μη διαβίβασης των εγγράφων κοινωνικής ασφάλισης κατά τη λήξη της συμβάσεως.

215    Από κανένα όμως στοιχείο του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο L. Jenkinson ζήτησε αποζημίωση λόγω προσβολής του δικαιώματός του να ενημερωθεί εγγράφως για τους λόγους που δικαιολογούν τη σύναψη ΣΟΧ αντί της σύναψης ΣΑΧ.

216    Βεβαίως, απαντώντας σε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου 2020, ο L. Jenkinson επισήμανε, όπως υπενθυμίζει στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι το άρθρο 8 του νόμου του 2003 αυτό καθεαυτό δεν συνιστά την αποκλειστική νομική βάση στην οποία προτίθεται να στηρίξει την αξίωσή του αποζημιώσεως λόγω λύσης της συμβατικής σχέσης του, αξίωση η οποία στηρίζεται κυρίως στη μη τήρηση της νομοθεσίας που διέπει τις προϋποθέσεις απολύσεως που έπρεπε να εφαρμοστούν στην εργασιακή σχέση του, η οποία πρέπει κατά την άποψή του να επαναχαρακτηριστεί ως ΣΑΧ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του νόμου αυτού.

217    Εντούτοις, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο L. Jenkinson, στο πλαίσιο της απαντήσεώς του σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, υποστήριξε ότι η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8 του νόμου του 2003 συνεπαγόταν ipso facto τον επαναχαρακτηρισμό των επίμαχων διαδοχικών ΣΟΧ ως ΣΑΧ.

218    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μετέβαλε προδήλως, στη σκέψη 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το αντικείμενο και την ουσία των αξιώσεων του L. Jenkinson, επισημαίνοντας ότι ο L. Jenkinson, προβάλλοντας παράβαση του άρθρου 8 του νόμου του 2003, θεωρούσε ότι η παράβαση αυτή έπρεπε να έχει ως συνέπεια τον επαναχαρακτηρισμό των επίμαχων διαδοχικών ΣΟΧ ως ΣΑΧ και ότι η αξίωση αποκατάστασης των ζημιών που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω λύσης της συμβατικής σχέσης του στηριζόταν στον επαναχαρακτηρισμό της.

219    Επομένως, καθόσον δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως αξίωση αποζημιώσεως στηριζόμενη σε προσβολή του δικαιώματος γραπτής ενημέρωσης, το αργότερο κατά την ημερομηνία ανανέωσης της ΣΟΧ, σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούσαν τη σύναψη νέας ΣΟΧ αντί για ΣΑΧ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιδικάσει αποζημίωση βάσει του άρθρου 8 του νόμου του 2003, χωρίς να αποφανθεί ultra petita, ακόμη και αν ασκούσε πλήρη δικαιοδοσία.

220    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να αποφανθεί επί αξίωσης η οποία, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο L. Jenkinson, δεν είχε προβληθεί από αυτόν, δεν υπερέβη τα όρια της αρχής κατά την οποία ο δικαστής δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita.

221    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του έκτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

222    Με το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί της αξιώσεως αποκατάστασης της συμβατικής ζημίας που προέβαλε, ειδικότερα, στα σημεία 180 έως 186 του δικογράφου της αγωγής.

223    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του έκτου αυτού σκέλους.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

224    Υπενθυμίζεται ότι ο L. Jenkinson είχε προβάλει την αξίωση αποκατάστασης της συμβατικής ζημίας που διαλαμβάνεται στα σημεία 180 έως 186 του δικογράφου της αγωγής του, στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος.

225    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 52 και 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλες οι αξιώσεις αποζημιώσεως που είχε προβάλει ο L. Jenkinson στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος στηρίζονταν στον επαναχαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης του ως ΣΑΧ ή ήταν επακόλουθο αυτού.

226    Αφού απέρριψε την αξίωση επαναχαρακτηρισμού της εν λόγω συμβατικής σχέσης ως ΣΑΧ, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ως εκ τούτου, στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αξίωση αποκαταστάσεως των συμβατικών ζημιών που προέβαλε ο L. Jenkinson στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος.

227    Επομένως, καθόσον ο L. Jenkinson ζήτησε στο πλαίσιο αυτού του αιτήματος να του επιδικαστεί αποζημίωση ex equo et bono ύψους 50 000 ευρώ και η αξίωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι έπεται της αξίωσης επαναχαρακτηρισμού της συμβατικής σχέσης του ως ΣΑΧ, όπερ δεν αμφισβητήθηκε λυσιτελώς στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της εν λόγω αποζημιωτικής αξιώσεως απορρίπτοντάς την από κοινού με τις λοιπές αποζημιωτικές αξιώσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω αιτήματος.

228    Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αποφανθεί επί της αξιώσεως αποκατάστασης της συμβατικής ζημίας που προέβαλε ο L. Jenkinson, ειδικότερα, στα σημεία 180 έως 186 του δικογράφου της αγωγής του.

229    Κατά συνέπεια, το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και της πρώτης αιτιάσεως του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

230    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο L. Jenkinson βάλλει, πρώτον, κατά της σκέψης 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, χωρίς να αιτιολογήσει την επιλογή αυτή, να λάβει υπόψη, προκειμένου να αποφανθεί επί της αξιώσεως επαναχαρακτηρισμού της συμβατικής σχέσης του L. Jenkinson ως ΣΑΧ, μόνον ένδεκα ΣΟΧ, πλην των ΣΟΧ που είχαν συναφθεί προγενεστέρως για την απασχόλησή του στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ. Ο L. Jenkinson εκτιμά ότι η τελευταία ΣΟΧ έπρεπε να θεωρηθεί ότι εντασσόταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμβατικής σχέσης που είχε συνάψει με τους εναγομένους, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι εν λόγω ΣΟΧ.

231    Ο L. Jenkinson υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου εν προκειμένω εθνικού δικαίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των ΣΟΧ που συνήφθησαν για τους σκοπούς της απασχολήσεώς του στις τρεις σχετικές αποστολές. Εξάλλου, στη σκέψη 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τη συνέχεια της απασχολήσεως του L. Jenkinson στις τρεις αυτές αποστολές. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι επίμαχες ΣΟΧ διαδέχονταν η μία την άλλη κατά καταχρηστικό τρόπο, ήταν απολύτως αναγκαία η εξέτασή τους με χρονολογική σειρά, την οποία παρέλειψε το Γενικό Δικαστήριο.

232    Επιπλέον, παραλείποντας να εξετάσει, αφενός, τη συμβατική σχέση μεταξύ του L. Jenkinson και των εναγομένων πλην της Eulex Κοσσυφοπέδιο και, αφετέρου, την εφαρμογή της έννοιας της «συνεχούς απασχόλησης σε έναν ή περισσότερους εργοδότες», κατά το ιρλανδικό δίκαιο, το Γενικό Δικαστήριο εν τέλει παρέβλεψε το περιεχόμενο της σκέψης 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αντλεί ορισμένες συνέπειες από την έλλειψη νομικής προσωπικότητας των τριών σχετικών αποστολών, συμπεριλαμβανομένης της Eulex Κοσσυφοπέδιο προτού η αποστολή αυτή αποκτήσει νομική προσωπικότητα.

233    Δεύτερον, ο L. Jenkinson φρονεί ότι, υπό το πρίσμα του ιρλανδικού δικαίου, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξακριβώσει, καταρχάς, αν η συμβατική σχέση με τις τρεις σχετικές αποστολές μπορούσε να θεωρηθεί ως διαρκής σχέση που είχε συναφθεί με «συνεργαζόμενους εργοδότες» και, στη συνέχεια, να αντλήσει τις εξ αυτής επαγόμενες συνέπειες. Ελλείψει μιας τέτοιας ανάλυσης σε δύο στάδια, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέκλεισε ότι οι ΣΟΧ που είχαν συναφθεί με σκοπό την πρόσληψη και απασχόληση του L. Jenkinson στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διαρκής και ενιαία συμβατική σχέση με την Ένωση.

234    Με την πρώτη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εξέταση των αξιώσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, το σύνολο των ΣΟΧ που αφορούσαν τις δραστηριότητες που είχε ασκήσει ο ενάγων στο πλαίσιο των τριών σχετικών αποστολών. Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως παρέλειψε να ελέγξει, προτού αποκλείσει την εξέταση του συνόλου των ως άνω ΣΟΧ, αν, εν προκειμένω, μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο L. Jenkinson είχε συνάψει ΣΟΧ με «συνεργαζόμενους εργοδότες», παρά το γεγονός ότι η προϋπόθεση αυτή ήταν ουσιώδης βάσει του ιρλανδικού δικαίου.

235    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και της πρώτης αιτιάσεως του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

236    Πρώτον, όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, από τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, στο μέτρο που η τελευταία ΣΟΧ, η οποία ήταν η μόνη που περιείχε ρήτρα διαιτησίας ορίζουσα ως αρμόδιο τον δικαστή της Ένωσης, συγκαταλεγόταν μεταξύ των ένδεκα ΣΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την αξίωση του L. Jenkinson περί επαναχαρακτηρισμού των ένδεκα ΣΟΧ ως ενιαίας ΣΑΧ. Διευκρίνισε δε ότι, σε περίπτωση απορρίψεως της αξίωσης αυτής, δεν θα ήταν αρμόδιο να εξετάσει την αξίωση περί επαναχαρακτηρισμού των διαδοχικών ΣΟΧ που αφορούσαν την απασχόληση του L. Jenkinson στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ ως ΣΑΧ, διότι οι εν λόγω ΣΟΧ δεν περιείχαν ρήτρα διαιτησίας που να ορίζει ως αρμόδιο τον δικαστή της Ένωσης.

237    Οι εκτιμήσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συλλογιστικής, αποσκοπούσαν στον καθορισμό του πλαισίου εντός του οποίου έπρεπε να εξεταστεί η εν λόγω αξίωση επαναχαρακτηρισμού.

238    Αφενός, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο L. Jenkinson, η αιτιολογία αυτή παρέχει στον ίδιο και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, όχι τις ΣΟΧ που αφορούσαν την απασχόληση του L. Jenkinson στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ, αλλά μόνον τις ένδεκα ΣΟΧ.

239    Αφετέρου, όσον αφορά το βάσιμο της προσέγγισης αυτής του Γενικού Δικαστηρίου, από την εν λόγω αιτιολογία προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, με το πρώτο αίτημα, ο L. Jenkinson ζητούσε να αναγνωριστούν οι συνέπειες της λύσης της τελευταίας ΣΟΧ, στο μέτρο που η σύμβαση αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ότι εντασσόταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμβατικής σχέσης η οποία είχε αρχίσει με την πρόσληψη του L. Jenkinson στην ΑΕΕΕ και ότι, επομένως, οι αξιώσεις του L. Jenkinson στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος εξαρτώνταν από το κατά πόσον η τελευταία ΣΟΧ αποτελούσε τμήμα μιας σειράς διαδοχικών ΣΟΧ οι οποίες έπρεπε, στο σύνολό τους, να θεωρηθούν ως μία μόνο ΣΑΧ.

240    Συγκεκριμένα, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, όσον αφορά το αντικείμενο των αξιώσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, ότι ο L. Jenkinson ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, να επαναχαρακτηρίσει ως μία και μόνο ΣΑΧ τις διαδοχικές ΣΟΧ που ο ίδιος είχε συνάψει με σκοπό να συμβληθεί με τις τρεις σχετικές αποστολές και, αφετέρου, να διαπιστώσει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες είχε λυθεί η εν λόγω ΣΑΧ συνιστούσαν παράβαση του εφαρμοστέου σε αυτό το είδος συμβάσεως εργατικού δικαίου.

241    Στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τις αξιώσεις αυτές που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος, έπρεπε να τις εξετάσει λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις συμβάσεις εργασίας που είχαν προηγηθεί της τελευταίας ΣΟΧ.

242    Εντούτοις, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η διεθνής δικαιοδοσία του απέρρεε από τη ρήτρα διαιτησίας που όριζε ως αρμόδιο τον δικαστή της Ένωσης, η οποία περιλαμβανόταν μόνο στην τελευταία ΣΟΧ.

243    Επιπροσθέτως, στο μέτρο που η προβληθείσα στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος αξίωση, η οποία αφορά τη λύση της συμβατικής σχέσης του ενάγοντος κατά τη λήξη της τελευταίας ΣΟΧ, στηριζόταν στην παραδοχή ότι η σύμβαση αυτή αποτελούσε τμήμα μιας σειράς διαδοχικών ΣΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε κατ’ ανάγκην να αποφανθεί και επί της ΣΟΧ που είχε προηγηθεί της τελευταίας ΣΟΧ.

244    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αποφανθεί λαμβάνοντας υπόψη τη λύση της συμβατικής σχέσης που επήλθε κατά τη λήξη της τελευταίας ΣΟΧ, η οποία αποτελεί κατά την άποψη του L. Jenkinson τμήμα μίας ενιαίας ΣΑΧ, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι άρχισε την ανάλυσή του εξετάζοντας αν τυχόν οι ένδεκα ΣΟΧ συνδέονταν μεταξύ τους αντί να εξετάσει εξαρχής το σύνολο των ΣΟΧ που είχε συνάψει ο L. Jenkinson, συμπεριλαμβανομένων των ΣΟΧ που αφορούσαν την απασχόλησή του στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ.

245    Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι συνέτρεχαν αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούσαν τη σύναψη καθεμιάς από τις ένδεκα ΣΟΧ και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να απορριφθεί η αξίωση επαναχαρακτηρισμού των ένδεκα αυτών ΣΟΧ ως ενιαίας ΣΑΧ, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί του πρώτου αιτήματος, δεν εξέτασε επίσης τις ΣΟΧ που αφορούσαν την απασχόλησή του στην ΑΕΕΕ και στην ΑΑΕΕ.

246    Πράγματι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί βασίμως, ότι η τελευταία σύμβαση μεταξύ του L. Jenkinson και της Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε συναφθεί νομίμως για ορισμένο χρόνο, μπορούσε να συναγάγει εξ αυτού ότι η σύμβαση αυτή δεν εντασσόταν στο πλαίσιο μιας συμβατικής σχέσης αορίστου χρόνου. Καθόσον η εκτίμηση αυτή αρκούσε για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η λήξη της τελευταίας αυτής σύμβασης να συνιστά καταγγελία ΣΑΧ, η εκτίμηση σχετικά με τις ΣΟΧ που αφορούσαν τις δραστηριότητες του L. Jenkinson εντός της ΑΕΕΕ και της ΑΑΕΕ δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να μεταβάλει τη διαπίστωση αυτή.

247    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν αναγκαίο να λάβει υπόψη τις εν λόγω ΣΟΧ για να αποφανθεί επί των αξιώσεων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος.

248    Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονιστεί από το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι, στη σκέψη 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τη συνέχεια της απασχολήσεως στις τρεις σχετικές αποστολές. Στην πραγματικότητα, το Γενικό Δικαστήριο δεν επισήμανε κάτι τέτοιο στη σκέψη αυτή. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω σκέψεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

249    Όσον αφορά το επιχείρημα του L. Jenkinson που διαλαμβάνεται στη σκέψη 232 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι ο αναιρεσείων υποστηρίζει απλώς ότι η παράλειψη εξετάσεως, αφενός, της συμβατικής σχέσης του με τους αντιδίκους του πλην της Eulex Κοσσυφοπέδιο και, αφετέρου, της έννοιας της «συνεχούς απασχολήσεως σε έναν ή περισσότερους εργοδότες» αναιρεί το περιεχόμενο της σκέψης 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να προβάλει κανένα επιχείρημα προς στήριξη του εν λόγω ισχυρισμού. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν πληροί τις απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

250    Δεύτερον, όσον αφορά, αφενός, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν η συμβατική σχέση με τις τρεις σχετικές αποστολές έπρεπε να θεωρηθεί ότι ήταν διαρκής και ότι είχε συναφθεί με «συνεργαζόμενους εργοδότες» και, αφετέρου, την πρώτη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι από τη σκέψη 247 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς ότι δεν όφειλε να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού του συνόλου των διαδοχικών ΣΟΧ που αφορούσαν τη δραστηριότητα του L. Jenkinson εντός της ΑΕΕΕ και της ΑΑΕΕ ως διαρκούς και ενιαίας συμβατικής σχέσης και, επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό και ότι δεν έλαβε υπόψη τις εν λόγω ΣΟΧ στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου αιτήματος και, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

251    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκτιμήσει, πριν καν προσδιορίσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αν οι εναγόμενοι έπρεπε να θεωρηθούν ως «συνεργαζόμενοι εργοδότες», διότι η έννοια αυτή απορρέει από το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο.

252    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και η πρώτη αιτίαση του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

 Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

253    Με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προσάπτει, πρώτον, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε, στη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν το προσωπικό της Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, όχι υπό το πρίσμα των κανόνων που καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο, αλλά βάσει των κανόνων του εφαρμοστέου εθνικού ουσιαστικού δικαίου. Κατά την άποψή του, η αποδοχή της δυνατότητας εφαρμογής διαφορετικών εθνικών δικαίων θα δημιουργούσε προφανείς ανισότητες, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των αρχών του δικαίου της Ένωσης και του Χάρτη. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον επιδιωκόμενο με την εν λόγω άνιση μεταχείριση σκοπό και δεν έλεγξε αν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη.

254    Ο L. Jenkinson υποστηρίζει, δεύτερον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο να εφαρμόσει εθνικό δίκαιο για την επίλυση διαφοράς που είχε ανακύψει από σύμβαση δημοσίου δικαίου συναφθείσα μεταξύ υπαλλήλου και της Ένωσης, επέβαλε στην Ένωση λιγότερες υποχρεώσεις από αυτές που υπέχει όταν πρόκειται για υπαλλήλους που υπάγονται στο ΚΛΠ. Επομένως, υφίσταται αντίφαση μεταξύ, αφενός, της σκέψεως 95 και, αφετέρου, των σκέψεων 231 και 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

255    Τρίτον, ο L. Jenkinson θεωρεί ότι η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑45/01, EU:T:2004:289), και η απόφαση του tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) της 30ής Ιουνίου 2014, τις οποίες είχε επικαλεστεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι οποίες εξετάστηκαν στις σκέψεις 233 έως 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήταν κρίσιμες, ιδίως διότι καταδεικνύουν την έκταση της δημοσιονομικής εντολής που είχε δοθεί στην Eulex Κοσσυφοπέδιο. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εσφαλμένως οποιαδήποτε αναλογία της υπό κρίση υποθέσεως με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑45/01, EU:T:2004:289), διότι, κατά τον L. Jenkinson, η πρόσληψή του θα έπρεπε να έχει γίνει υπό τους ίδιους όρους, όπως οι ισχύοντες για τους έκτακτους υπαλλήλους, ισχυρισμός ο οποίος ήταν πανομοιότυπος με τον ισχυρισμό που είχαν προβάλει οι αιτούντες στην υπόθεση T‑45/01.

256    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

257    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε παρόμοιες καταστάσεις ούτε όμοια μεταχείριση σε διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 65, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Brown κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑675/20 P, EU:C:2022:686, σκέψη 66).

258    Στη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, ότι δεν υφίστατο δυσμενής διάκριση μεταξύ των μελών του επί συμβάσει προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο, λόγω της εφαρμογής διαφορετικών εθνικών δικαίων στα οποία παρέπεμπαν οι συμβατικοί όροι που απέρρεαν από την ανακοίνωση C(2009) 9502, δεδομένου ότι για τα πρόσωπα αυτά ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, οι οποίοι ορίζονται με πανομοιότυπο τρόπο στις συμβάσεις που τα αφορούν.

259    Επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

260    Πράγματι, από την εν λόγω σκέψη 230 προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να αναφέρει αν θεωρούσε ότι τα μέλη του επί συμβάσει προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο βρίσκονταν σε παρόμοια ή διαφορετική κατάσταση, ότι, λαμβανομένου υπόψη του πανομοιότυπου χαρακτήρα των όρων του συνόλου των συμβάσεων των μελών του εν λόγω προσωπικού, οι οποίοι παρέπεμπαν στην ως άνω ανακοίνωση για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, τα μέλη του προσωπικού αυτού έπρεπε να θεωρηθούν ότι είχαν την ίδια μεταχείριση.

261    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι για την τήρηση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων αρκούσε να προβλέπονται οι ίδιοι κανόνες καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου στα εν λόγω μέλη του προσωπικού.

262    Πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέλη του επί συμβάσει προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή διαφορετικών εθνικών δικαίων ενέχει, στην πράξη, τον κίνδυνο διαφορετικής μεταχείρισης των ενδιαφερομένων όσον αφορά τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται και τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται σε συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να καταστήσει κενή περιεχομένου την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, να διαπιστώσει απλώς ότι οι συμβατικοί όροι που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων ήταν οι ίδιοι για όλα τα μέλη του επί συμβάσει προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο.

263    Τούτου λεχθέντος, η πλάνη περί το δίκαιο που διαπιστώθηκε στη σκέψη 259 της παρούσας αποφάσεως δεν είναι ικανή να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

264    Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η παραβίαση αυτή δεν μπορεί να επιφέρει αναίρεση της οικείας αποφάσεως και πρέπει να γίνει αντικατάσταση αιτιολογίας (απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής, C‑419/18 P, EU:C:2021:367, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

265    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο L. Jenkinson προβάλλει παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των διαφόρων μελών του διεθνούς πολιτικού προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο λόγω της εφαρμογής, στα εν λόγω μέλη του προσωπικού, διαφορετικών εθνικών δικαίων καθοριζομένων κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου σύνδεσης που απορρέει από την ανακοίνωση C(2009) 9502, η οποία παραπέμπει στο δίκαιο της χώρας της οποίας την ιθαγένεια έχει ο ενδιαφερόμενος.

266    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς τούτο να προσβληθεί βασίμως με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ότι επιτρεπόταν ρητώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου που μνημονεύονται στις σκέψεις 226 έως 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στους διαδοχικούς Αρχηγούς της Eulex Κοσσυφοπέδιο και, εν συνεχεία, στην ίδια την Eulex Κοσσυφοπέδιο να προσλαμβάνουν διεθνές πολιτικό προσωπικό επί συμβάσει.

267    Από τη συμβατική φύση των σχέσεων αυτών προκύπτει ότι, ελλείψει κοινού ευρωπαϊκού καθεστώτος εφαρμοστέου επί του προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο, οι ουσιαστικοί κανόνες που συμπληρώνουν τους συμβατικούς όρους απορρέουν από εθνικό δίκαιο το οποίο θα καθοριστεί βάσει των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και με συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων.

268    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει ιδίως από τη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά της οποίας δεν βάλλει ο L. Jenkinson στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το κριτήριο συνδέσεως που απορρέει από την ανακοίνωση C(2009) 9502, η οποία παραπέμπει στο δίκαιο της χώρας της οποίας την ιθαγένεια έχει ο ενδιαφερόμενος, είχε περιληφθεί στις εννέα ΣΟΧ μεταξύ του L. Jenkinson και της Eulex Κοσσυφοπέδιο, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους στις συμβάσεις αυτές κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και με συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

269    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα μέλη του επί συμβάσει προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο, τα οποία προέρχονταν από διάφορα κράτη μέλη, δεν βρίσκονταν, όσον αφορά τη σύναψη των συμβάσεών τους, σε παρόμοια κατάσταση, αλλά σε διαφορετικές νομικές και πραγματικές καταστάσεις, ιδίως λόγω των διαφορετικών νομοθεσιών που εφαρμόζονταν σε καθένα εξ αυτών, βάσει της καταγωγής τους, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμβάσεων αυτών.

270    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή διαφορετικών ουσιαστικών κανόνων επί των μελών του διεθνούς πολιτικού προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι απορρέει από τη συνεκτίμηση αντικειμενικών περιστάσεων που καθορίζονται από το εφαρμοστέο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο και, αφετέρου, ότι αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι τα μέλη του εν λόγω προσωπικού δεν βρίσκονταν σε παρόμοιες καταστάσεις.

271    Κατά συνέπεια, ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η εφαρμογή διαφορετικών εθνικών ουσιαστικών δικαίων στα μέλη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

272    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 231 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κακώς ο L. Jenkinson υποστήριξε ότι υπέστη ζημία λόγω δυσμενούς διάκρισης σε βάρος του σε σύγκριση με τους υπαλλήλους που υπάγονται στο ΚΛΠ, το οποίο θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί και στην περίπτωσή του ως υπαλλήλου της ΕΥΕΔ, προσθέτοντας ότι, σύμφωνα με το μνημόνιο συμφωνίας που υπεγράφη στο Βελιγράδι στις 13 Ιουλίου 1991 περί συστάσεως της ΑΕΕΕ, το προσωπικό έπρεπε να προσλαμβάνεται μόνον ως «ευρωπαϊκό προσωπικό».

273    Στη σκέψη 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, ότι ο L. Jenkinson δεν είχε προσκομίσει ούτε το ως άνω μνημόνιο ούτε κάποιο άλλο πληροφοριακό στοιχείο προς στήριξη των επιχειρημάτων του και ότι, εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω μνημόνιο δεν περιείχε διάταξη ικανή να αποδείξει ότι η πρόσληψη του διεθνούς πολιτικού προσωπικού στην Eulex Κοσσυφοπέδιο δεν ήταν σύννομη.

274    Αφετέρου, στην εν λόγω σκέψη 232, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε προβλέψει, στο πλαίσιο των κανονιστικών διατάξεων που αφορούσαν την Eulex Κοσσυφοπέδιο, μια νομική βάση παρέχουσα στον Αρχηγό της Eulex Κοσσυφοπέδιο και, στη συνέχεια, στην εν λόγω αποστολή τη δυνατότητα να προσλαμβάνει διεθνές πολιτικό προσωπικό επί συμβάσει.

275    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο ευρωπαϊκός κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς τον οποίο επικαλείται ο L. Jenkinson εφαρμόζεται μόνο στα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και στις διοικητικές υπηρεσίες και στους υπαλλήλους τους στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το κοινό και ότι, επομένως, αποκλειόταν η δυνατότητα επικλήσεως του κώδικα αυτού από τον L. Jenkinson όσον αφορά την εργασιακή του σχέση.

276    Επομένως, ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ, αφενός, της σκέψεως 95 και, αφετέρου, των σκέψεων 231 και 232 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

277    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο L. Jenkinson, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι επέβαλε στην Ένωση λιγότερες υποχρεώσεις από αυτές που υπέχει όταν πρόκειται για υπαλλήλους που υπόκεινται στο ΚΛΠ, προβάλλει αιτίαση η οποία αφορά την έλλειψη νομικού πλαισίου που να διέπει την περίπτωσή του ως μέλους του διεθνούς πολιτικού προσωπικού της Eulex Κοσσυφοπέδιο και η οποία, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 68 έως 72 της παρούσας αποφάσεως, δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

278    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι είναι κρίσιμες εν προκειμένω η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑45/01, EU:T:2004:289), και η απόφαση του tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών) της 30ής Ιουνίου 2014, τις οποίες είχε επικαλεστεί ο L. Jenkinson ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν αποδεικνύει πώς οι αποφάσεις αυτές είναι κρίσιμες για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς υπό την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, στις σκέψεις 234 και 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να απορρίψει κάθε αναλογία με τις εν λόγω αποφάσεις. Πράγματι, μολονότι υποστηρίζει ότι από τις ως άνω αποφάσεις μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε τη δυνατότητα να λάβει πρόσθετα ποσά και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αφορούσαν τον δημοσιονομικό κανονισμό, ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει, με το επιχείρημα αυτό, ποιες συνέπειες θα έπρεπε να συναχθούν από τις ως άνω αποφάσεις για την υπό κρίση υπόθεση. Κατά συνέπεια, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

279    Όσον αφορά το επιχείρημα του L. Jenkinson ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε οποιαδήποτε αναλογία μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑45/01, EU:T:2004:289), διότι, κατά την άποψή του, έπρεπε να είχε απασχοληθεί στις τρεις σχετικές αποστολές σύμφωνα με τους κανόνες του ΚΛΠ που εφαρμόζονται στους εκτάκτους υπαλλήλους, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Ένωση μπορεί να συνάπτει συμβάσεις εργασίας διεπόμενες από το δίκαιο κράτους μέλους, εντούτοις οφείλει να καθορίζει τους συμβατικούς όρους ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και όχι για να αποφύγει την εφαρμογή του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του ΚΛΠ (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1989, Mulfinger κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑249/87, EU:C:1989:614, σκέψεις 10 και 11).

280    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο L. Jenkinson, από το άρθρο 336 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να συναχθεί δικαίωμα προσλήψεως υπό τους ίδιους όρους με τους ισχύοντες για υπάλληλο υπαγόμενο στο ΚΛΠ. Επιπλέον, ο L. Jenkinson δεν αποδεικνύει ότι, εν προκειμένω, η πρόσληψή του έγινε επ’ αυτή τη βάση ή ότι οι όροι εργασίας του καθορίστηκαν με σκοπό να αποφευχθεί η εφαρμογή του ΚΛΠ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που στηρίζεται σε ένα τέτοιο υποτιθέμενο δικαίωμα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

281    Επομένως, ο L. Jenkinson κακώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις 231 έως 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

282    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

283    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο L. Jenkinson βάλλει κατά της εξέτασης του παραδεκτού του τρίτου αιτήματος από το Γενικό Δικαστήριο.

284    Θεωρεί ότι η έλλειψη σαφήνειας, προβλεψιμότητας, ασφάλειας δικαίου και ίσης μεταχείρισης απορρέει προδήλως από τις ανταλλαγές επιχειρημάτων μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά το πρώτο αίτημα και ότι συνδέεται αναπόφευκτα με αυτές. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και δεν έλεγξε αν ήταν νόμιμη η πρακτική που εφαρμοζόταν για την πρόσληψη διεθνούς πολιτικού προσωπικού στην Eulex Κοσσυφοπέδιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιόρισε παρανόμως το πεδίο ελέγχου της νομιμότητας των ενεργειών των εναγομένων και παρέβη το άρθρο 5 ΣΕΕ.

285    Επιπλέον, κατά τον L. Jenkinson, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, στη σκέψη 244 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε εκτεθεί με σαφήνεια κανένα από τα ζητήματα που αυτός έθεσε και, στη σκέψη 245 της αποφάσεως αυτής, ότι η αξίωση που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου αιτήματος συνδεόταν με συμπεριφορά του Γενικού Δικαστηρίου.

286    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη του πέμπτου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

287    Στις σκέψεις 244 έως 247 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το τρίτο αίτημα στερείτο σαφήνειας και έπρεπε, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο. Ειδικότερα, στις σκέψεις 245 και 246 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο L. Jenkinson προέβαλε πρωτοδίκως την ύπαρξη ζημίας καταλογιστέας στους εναγομένους λόγω απόρριψης από το Γενικό Δικαστήριο του πρώτου και του δεύτερου κυρίου αιτήματος.

288    Ο L. Jenkinson προβάλλει, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ένα σύνολο γενικών ισχυρισμών που αφορούν τη νομική και πραγματική κατάσταση που πλαισιώνει την αγωγή και προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε τα διαφορετικά νομικά ζητήματα που αυτός είχε θέσει, χωρίς ωστόσο να εξηγεί επαρκώς κατά νόμον σε ποιο σφάλμα υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κρίνοντας ότι το τρίτο αίτημα δεν πληρούσε τις απαιτήσεις σαφήνειας που παρατίθενται στη σκέψη 243 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

289    Ειδικότερα, υποστηρίζει μεν ότι σκοπός του αιτήματος αυτού δεν ήταν να διαπιστωθεί παράβαση απορρέουσα από τη συμπεριφορά του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου αιτήματος, πλην όμως υπογραμμίζει επίσης ότι η απόρριψη των δύο πρώτων αιτημάτων μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδεικτική όλων των νομικών προβλημάτων που τέθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου αιτήματος.

290    Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποδεικνύουν ότι ήταν εσφαλμένη η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο L. Jenkinson δεν είχε τεκμηριώσει με σαφήνεια την αξίωση αποζημιώσεως που προέβαλε στο πλαίσιο του τρίτου αιτήματος.

291    Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

292    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο L. Jenkinson προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη κατανομή των δικαστικών εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας. Ο L. Jenkinson θεωρεί ειδικότερα ότι, τουλάχιστον, λόγω της έλλειψης διαφάνειας όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους έγινε χρήση διαδοχικών ΣΟΧ θα έπρεπε να μην έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

293    Το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζητούν την απόρριψη αυτού του λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

294    Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση απορρίψεως όλων των λοιπών λόγων αναιρέσεως, το αίτημα που αφορά την προβαλλόμενη πλημμέλεια της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το οποίο αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος της δικαστικής δαπάνης (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BP κατά FRA, C‑601/19 P, EU:C:2020:1048, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

295    Δεδομένου ότι ο L. Jenkinson ηττήθηκε ως προς όλους τους λόγους που προέβαλε προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως που αφορά την κατανομή των δικαστικών εξόδων πρέπει, συνεπώς, να κριθεί απαράδεκτος.

296    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

297    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση των ενστάσεων του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ που αφορούν το παραδεκτό της αγωγής και οι οποίες διαλαμβάνονται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

298    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και η Eulex Κοσσυφοπέδιο ζήτησαν την καταδίκη του L. Jenkinson στα δικαστικά έξοδα και αυτός ηττήθηκε, ο L. Jenkinson πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Ο Liam Jenkinson φέρει πέραν των δικαστικών εξόδων του και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) και η Eulex Κοσσυφοπέδιο στο πλαίσιο της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.