Language of document : ECLI:EU:C:2024:57

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Οδηγία 2006/126/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3 – Άδεια οδήγησης – Χορήγηση, ισχύς και ανανέωση – Σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης – Ιατρικές εξετάσεις – Συχνότητα – Έγγραφο που πιστοποιεί την ψυχολογική καταλληλότητα των οδηγών»

Στην υπόθεση C‑227/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad – Gabrovo (διοικητικό πρωτοδικείο Gabrovo, Βουλγαρία) με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

IL

κατά

Regionalna direktsia «Avtomobilna administratsia» Pleven,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαΐου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο IL, εκπροσωπούμενος από τον M. Hristov, advokat,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova, S. Ruseva και L. Zaharieva,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Messina, καθώς και από τις N. Nikolova και N. Yerrell,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης (ΕΕ 2006, L 403, σ. 18).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του IL, Βούλγαρου υπηκόου, και της Regionalna direktsia «Avtomobilna administratsia» Pleven (περιφερειακής διεύθυνσης μηχανοκίνητων οχημάτων του Pleven, Βουλγαρία), σχετικά με απόφαση δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε στον IL διοικητική κύρωση για τον λόγο ότι, στο πλαίσιο οδικού ελέγχου, δεν ήταν σε θέση να επιδείξει έγκυρο πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας, όπως απαιτείται από το εθνικό δίκαιο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2006/126 έχουν ως ακολούθως:

«(8)      Για λόγους οδικής ασφάλειας, θα πρέπει να καθορισθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις για την έκδοση άδειας οδήγησης. Θα πρέπει να εναρμονισθούν οι κανόνες οι σχετικοί με τις εξετάσεις στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι οδηγοί. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να προσδιορισθούν οι γνώσεις, τα προσόντα και η συμπεριφορά που συνδέονται με την οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων, επίσης δε να καταρτισθούν οι εξετάσεις οδήγησης με βάση τις έννοιες αυτές και να επανακαθορισθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις σωματικής και διανοητικής ικανότητας κατά την οδήγηση των οχημάτων αυτών.

(9)      Η απόδειξη της πλήρους τήρησης των ελάχιστων προδιαγραφών σωματικής και διανοητικής ικανότητας κατά την οδήγηση για τους οδηγούς οχήματος που προορίζεται για μεταφορά επιβατών ή αγαθών θα πρέπει να παρέχεται κατά τη στιγμή της έκδοσης της άδειας οδήγησης και περιοδικά στη συνέχεια. Ο περιοδικός αυτός έλεγχος σύμφωνα με εθνικούς κανόνες συμμόρφωσης με ελάχιστες απαιτήσεις θα συντελέσει στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στην αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και στο να ληφθεί περισσότερο υπόψη η ευθύνη των οδηγών αυτών των οχημάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση ελάχιστων απαιτήσεων σωματικής και διανοητικής ικανότητας για την οδήγηση άλλων μηχανοκίνητων οχημάτων. Για λόγους διαφάνειας, οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να συμπίπτουν με την ανανέωση της άδειας οδήγησης και να καθορίζονται συνεπώς από την διάρκεια ισχύος της άδειας.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εκδίδουν τις εθνικές άδειες οδήγησης που βασίζονται στο κοινοτικό υπόδειγμα του Παραρτήματος I, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Το διακριτικό σήμα του εκδώσαντος την άδεια κράτους μέλους τίθεται εντός του εμβλήματος που απεικονίζεται στη σελίδα 1 του κοινοτικού υποδείγματος άδειας οδήγησης.»

5        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν.»

6        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«Η άδεια οδήγησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρέχει δικαίωμα οδήγησης μηχανοκίνητων οχημάτων των κατηγοριών που ορίζονται κατωτέρω. Μπορεί να εκδίδεται από το κατώτατο όριο ηλικίας που ορίζεται για κάθε κατηγορία. […]»

7        Το άρθρο 7 της οδηγίας 2006/126, το οποίο επιγράφεται «Χορήγηση, ισχύς και ανανέωση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους:

α)      έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων και πληρούν τις απαιτήσεις υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των Παραρτημάτων II και ΙΙΙ·

[…]

2.

[…]

β)      Από την 19 Ιανουαρίου 2013, οι άδειες που εκδίδονται από τα κράτη μέλη για τις κατηγορίες C, CΕ, C1, C1Ε, D, DΕ, D1, D1Ε έχουν 5ετή διοικητική ισχύ.

[…]

3.      Η ανανέωση της άδειας οδήγησης τη στιγμή της λήξης της διοικητικής της ισχύος υπόκειται στα ακόλουθα:

α)      σε συνεχή εκπλήρωση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ για τις άδειες οδήγησης των κατηγοριών C, CΕ, C1, C1Ε, D, DΕ, D1, D1Ε· και

[…]

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν τη διάρκεια διοικητικής ισχύος που ορίζεται στην παράγραφο 2, αδειών οδήγησης που χορηγούνται σε νέους οδηγούς για οποιαδήποτε κατηγορία προκειμένου να εφαρμόζουν στους οδηγούς αυτούς ειδικά μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν τη διάρκεια διοικητικής ισχύος της πρώτης άδειας που χορηγείται σε νέους οδηγούς για τις κατηγορίες C και D σε 3 έτη προκειμένου να μπορούν να εφαρμόζουν στους οδηγούς αυτούς ειδικά μέτρα για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειάς τους.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν τη διάρκεια διοικητικής ισχύος που ορίζεται στην παράγραφο 2, επιμέρους αδειών οδήγησης για οποιαδήποτε κατηγορία στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η συχνότερη διεξαγωγή ιατρικών ελέγχων ή η λήψη άλλων ειδικών μέτρων, όπως οι περιορισμοί για τους παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας.

[…]»

8        Το παράρτημα II, τίτλος I, της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελάχιστες απαιτήσεις για τις εξετάσεις οδήγησης», ορίζει στο σημείο 9 τα εξής:

«9.1.      Για κάθε μία από τις προαναφερθείσες καταστάσεις οδήγησης, η αξιολόγηση πρέπει να αντανακλά το βαθμό άνεσης με τον οποίο ο υποψήφιος χειρίζεται τα χειριστήρια του οχήματος και την ικανότητα που επέδειξε κατά την οδήγηση στην κυκλοφορία με πλήρη ασφάλεια. Ο εξεταστής οφείλει να αισθάνεται ασφαλής καθ’ όλη τη διάρκεια της δοκιμασίας. […]

Οι εξεταστές οφείλουν να είναι εκπαιδευμένοι ούτως ώστε να αξιολογούν ορθά την ικανότητα ασφαλούς οδήγησης των υποψηφίων. […]

9.2.      Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, οι εξεταστές οφείλουν να προσέχουν ιδιαίτερα εάν ο υποψήφιος επιδεικνύει αμυντική και κοινωνική συμπεριφορά οδήγησης. Η συμπεριφορά αυτή πρέπει να αντανακλάται σε όλον τον τρόπο οδήγησης και ο εξεταστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη γενική εικόνα του υποψηφίου. Στην εικόνα αυτή περιλαμβάνεται η προσαρμοσμένη και αποφασιστική (ασφαλής) οδήγηση, λαμβανομένων υπόψη των οδικών και καιρικών συνθηκών, της υπόλοιπης κυκλοφορίας, των συμφερόντων των υπόλοιπων χρηστών της οδού (ιδιαίτερα των πλέον ευάλωτων) και της πρόβλεψης των κινήσεων.

[…]»

9        Το παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελάχιστες προδιαγραφές για τη σωματική και τη διανοητική ικανότητα οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος», ορίζει τα εξής:

«Ορισμοί

1.      Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, οι οδηγοί κατατάσσονται σε δύο ομάδες:

[…]

1.2.      Ομάδα 2

οδηγοί οχημάτων των κατηγοριών C, CΕ, C1, C1Ε, D, DΕ και D1 και D1Ε.

[…]

Ιατρικές εξετάσεις

[…]

4.      Ομάδα 2

Οι υποψήφιοι πρέπει να υποβάλλονται σε ιατρική εξέταση πριν από την αρχική χορήγηση άδειας και στη συνέχεια, οι οδηγοί ελέγχονται δυνάμει του ισχύοντος εθνικού συστήματος στο κράτος μέλος της κανονικής διαμονής στα πλαίσια κάθε ανανέωσης της άδειας οδήγησης.

5.      Κατά τη χορήγηση ή για κάθε μεταγενέστερη ανανέωση μιας άδειας οδήγησης, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν την τήρηση αυστηρότερων κανόνων από αυτούς που προβλέπει το παρόν παράρτημα.

[…]

Διανοητικές διαταραχές

Ομάδα 1

13.1.      Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς:

–        που πάσχουν από σοβαρές διανοητικές διαταραχές, συγγενείς ή επίκτητες λόγω ασθενειών, τραυματισμών ή νευρο-χειρουργικών παρεμβάσεων,

–        που παρουσιάζουν σοβαρή διανοητική καθυστέρηση,

–        που παρουσιάζουν σοβαρές διαταραχές της συμπεριφοράς λόγω γήρατος, ή σοβαρές διαταραχές της κριτικής και προσαρμοστικής ικανότητας και της συμπεριφοράς, οι οποίες συνδέονται με την προσωπικότητα,

εκτός εάν η αίτηση υποστηρίζεται από έγκυρη ιατρική γνωμάτευση και υπό την προϋπόθεση, εάν υπάρχει ανάγκη, τακτικού ιατρικού ελέγχου.

Ομάδα 2

13.2.      Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση των οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

[…]»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

10      Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 4, του Zakon za balgarskite lichni dokumenti (νόμου περί βουλγαρικών εγγράφων ταυτότητας):

«Η διάρκεια ισχύος των αδειών οδήγησης των κατηγοριών С, CE, C1, C1E, D, DE, D1, D1E και Т είναι πενταετής.»

11      Το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 2 και 4, της naredba no 36 za iziskvaniyata za psikhologicheska godnost i usloviyata i reda za provezhdane na psikhologicheskite izsledvaniya na kandidati za pridobivane na pravosposobnost za upravlenie na MPS, na vodachi na MPS i na predsedateli na izpitni komisii i za izdavane na udostovereniya za registratsiya za izvarshvane na psikhologicheski izsledvaniya (κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 36, σχετικά με τις απαιτήσεις ψυχολογικής καταλληλότητας, καθώς και σχετικά με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία διεξαγωγής των ψυχολογικών εξετάσεων των υποψηφίων για άδεια οδήγησης, των οδηγών και των προέδρων των επιτροπών εξέτασης οδηγών καθώς και σχετικά με τη χορήγηση βεβαιώσεων εγγραφής για τη διεξαγωγή ψυχολογικών εξετάσεων), της 15ης Μαΐου 2006 (στο εξής: κανονιστική απόφαση αριθ. 36/2006), ορίζει τα εξής:

«1.      Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να προσκομίζουν πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας σε κάθε περίπτωση έναρξης απασχόλησης και εκτέλεσης καθηκόντων οδηγού ταξί ή οδηγού οχήματος δημόσιων οδικών μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων, καθώς και προέδρου επιτροπών εξέτασης οδηγών.

2.      Το πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας έχει διάρκεια ισχύος τριών ετών από την ημερομηνία εκδόσεώς του.

[…]

4.      Τα πρόσωπα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 υποβάλλονται σε ψυχολογική εξέταση κάθε τρία έτη από την ημερομηνία εκδόσεως του τελευταίου πιστοποιητικού ψυχολογικής καταλληλότητας.»

12      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της naredba no 1-157 za usloviyata i reda za izdavane na svidetelstvo za upravlenie na motorni prevozni sredstva, otcheta na vodachite i tyahnata distsiplina (κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 1-157, σχετικά με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία έκδοσης αδειών οδήγησης, το μητρώο οδηγών και το πειθαρχικό καθεστώς τους), της 1ης Οκτωβρίου 2002, προβλέπει τα εξής:

«Η αρχική έκδοση άδειας οδήγησης πραγματοποιείται βάσει πρωτότυπου πρακτικού επιτυχίας στις εξετάσεις οδήγησης το οποίο αποστέλλεται από το αρμόδιο περιφερειακό τμήμα της Drzhavna avtomobilna inspektsiya [(κρατικής επιθεώρησης αυτοκινήτων, Βουλγαρία)], ο δε ενδιαφερόμενος οφείλει να προσκομίζει τα εξής:

1.      έντυπο αίτησης και τα προσαρτημένα έγγραφα σύμφωνα με την Pravilnik za izdavane na balgarskite lichni dokumenti [(κανονιστική απόφαση για την έκδοση βουλγαρικών εγγράφων ταυτότητας)]·

[…]

3.      βεβαίωση σχετικά με τη σωματική ικανότητα του οδηγού/του υποψηφίου για την απόκτηση άδειας οδήγησης η οποία εκδίδεται από ιατρό ασκούντα γενική ιατρική, από τις επιτροπές ιατρικών εμπειρογνωμόνων των περιφερειακών υπηρεσιών μεταφορών (TOLEK) ή από την κεντρική επιτροπή ιατρικών εμπειρογνωμόνων για τις μεταφορές (TTSLEK)·

4.      αντίγραφο του πιστοποιητικού ψυχολογικής καταλληλότητας για τη χορήγηση άδειας οδήγησης των κατηγοριών C1, С, D1, D και Ttm (τροχιοδρομικά οχήματα)·

5.      αντίγραφο της βεβαίωσης ολοκλήρωσης σεμιναρίου για οδηγούς οχημάτων σχετικά με την παροχή πρώτων βοηθειών σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος·

6.      δήλωση του ενδιαφερομένου ότι δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι δεν κατέχει έγκυρη άδεια οδήγησης εκδοθείσα από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

[…]».

13      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 1-157, της 1ης Οκτωβρίου 2002:

«Για την ανανέωση της άδειας οδήγησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι οδηγοί οφείλουν να επιδεικνύουν τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, σημεία 1, 3 και 6, καθώς και την αντικατασταθείσα άδεια οδήγησης.»

14      Σύμφωνα με το άρθρο 178c, παράγραφος 5, του Zakon za dvizhenieto po patishtata (νόμου περί οδικής κυκλοφορίας), ο οδηγός ο οποίος εκτελεί μεταφορές με ταξί, μεταφορές για ίδιο λογαριασμό ή δημόσιες μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων χωρίς να διαθέτει έγκυρο πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας τιμωρείται με πρόστιμο ύψους 500 βουλγαρικών λεβ (BGN) (περίπου 255 ευρώ).

15      Κατά την παράγραφο 35, σημείο 3, των Dopalnitelnite razporedbi na Zakona za izmenenie i dopalnenie na Zakona za dvizhenieto po patishtata (συμπληρωματικών διατάξεων του νόμου για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του νόμου περί οδικής κυκλοφορίας), ο νόμος περί οδικής κυκλοφορίας αποσκοπεί στη μεταφορά των απαιτήσεων της οδηγίας 2006/126 στην εθνική έννομη τάξη.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Ο IL είναι κάτοχος άδειας οδήγησης, μεταξύ άλλων, για μηχανοκίνητα οχήματα των κατηγοριών С, CE, C1, C1E, D, DE, D1, D1E και TCT. Η άδειά του οδήγησης έχει διάρκεια ισχύος από τις 28 Νοεμβρίου 2019 έως τις 28 Νοεμβρίου 2024.

17      Στις 4 Αυγούστου 2021 οι αρχές σταμάτησαν τον IL για έλεγχο ενώ οδηγούσε ένα σύνολο συζευγμένων οχημάτων που αποτελείτο από έλκον όχημα (τράκτορα) και από ημιρυμουλκούμενο, με το οποίο παρείχε υπηρεσίες δημόσιας μεταφοράς εμπορευμάτων. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει έγκυρο πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας. Το τελευταίο πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας που του είχε χορηγηθεί είχε εκδοθεί στις 7 Οκτωβρίου 2017 και ίσχυε έως τις 7 Οκτωβρίου 2020.

18      Οι ελεγκτικές αρχές βεβαίωσαν διοικητική παράβαση λόγω παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 36/2006, για τον λόγο ότι ο IL δεν επέδειξε έγκυρο πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας. Επί τη βάσει του άρθρου 178c, παράγραφος 5, του νόμου περί οδικής κυκλοφορίας, ο διευθυντής της περιφερειακής διεύθυνσης μηχανοκίνητων οχημάτων του Pleven εξέδωσε στις 24 Αυγούστου 2021 απόφαση επιβολής προστίμου ύψους 500 BGN (περίπου 255 ευρώ) εις βάρος του IL, για τη διαπιστωθείσα παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1.

19      Ο IL προσέβαλε το πρόστιμο αυτό ενώπιον του Rayonen sad Sevlievo (περιφερειακού δικαστηρίου Sevlievo, Βουλγαρία), υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 36/2006 και το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 178c, παράγραφος 5, του νόμου περί οδικής κυκλοφορίας αντιβαίνουν στις διατάξεις της οδηγίας 2006/126.

20      Το εν λόγω δικαστήριο, παραπέμποντας στο σημείο 4 του παραρτήματος III της οδηγίας, έκρινε ότι ένα κράτος μέλος δύναται να επιβάλει στους οδηγούς επιπρόσθετες, αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά τη συχνότητα διεξαγωγής των περιοδικών εξετάσεων και, με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2021, επικύρωσε την απόφαση της 24ης Αυγούστου 2021.

21      Ο IL άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Administrativen sad – Gabrovo (διοικητικού πρωτοδικείου Gabrovo, Βουλγαρία), το οποίο εκτιμά ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2006/126 ενέχουν αμφισημία και ότι, σε ορισμένο βαθμό, είναι αντιφατικές.

22      Αφενός, υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 9 της εν λόγω οδηγίας, η απόδειξη της πλήρους τήρησης των ελάχιστων προδιαγραφών σωματικής και διανοητικής ικανότητας κατά την οδήγηση για τους οδηγούς οχήματος που προορίζεται για μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων θα πρέπει να παρέχεται κατά τη στιγμή της έκδοσης της άδειας οδήγησης και στη συνέχεια περιοδικά. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη συνιστάται ρητώς οι σχετικές ιατρικές εξετάσεις να συμπίπτουν με την ανανέωση της άδειας οδήγησης και να καθορίζονται, συνεπώς, από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το σημείο 4 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν στην εθνική νομοθεσία την ενδεδειγμένη κατά την άποψή τους συχνότητα των ιατρικών εξετάσεων για τους οδηγούς οχημάτων της ομάδας 2 (κατηγορίες C, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E) και ότι η συχνότητα αυτή μπορεί να διαφοροποιείται από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης.

23      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/126, τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους οδηγούς της ομάδας 2 να υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις για τη διαπίστωση της διανοητικής και ψυχικής ικανότητάς τους σε χρονικά διαστήματα συντομότερα από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης και να απαιτούν χωριστό έγγραφο, πέραν της άδειας οδήγησης, για την πιστοποίηση της ικανότητάς τους αυτής, ή εάν η κατοχή έγκυρης άδειας οδήγησης των προμνησθεισών κατηγοριών πιστοποιεί και την ψυχική και διανοητική ικανότητα του οδηγού, δεδομένου ότι η ικανότητα αυτή έχει ήδη διαπιστωθεί κατά την αρχική έκδοση και/ή ανανέωση της άδειας οδήγησης.

24      Με διάταξη της 27ης Μαΐου 2022, η οποία καταχωρήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 2022, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει συμπλήρωμα στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στο οποίο επισημαίνει ότι τέθηκε επίσης ενώπιόν του το ζήτημα αν η προβλεπόμενη στη βουλγαρική νομοθεσία επιβολή κυρώσεων σε οδηγό ο οποίος είναι κάτοχος άδειας οδήγησης για τις κατηγορίες C, CE, C1, C1E, D, DE, D1, D1E και TCT (ελκυστήρες), αλλά δεν μπορεί να προσκομίσει στις ελεγκτικές αρχές πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας, επειδή έχει λήξει η ισχύς του, αντιβαίνει στη συγχρονισμένη διάρκεια διοικητικής ισχύος των αδειών οδήγησης και των ιατρικών εξετάσεων για τη διαπίστωση της σωματικής και διανοητικής ικανότητας, κατά την οδηγία 2006/126, ή αν η εφαρμογή των εθνικών διατάξεων από την επιβάλλουσα τις κυρώσεις αρχή έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές το Administrativen sad – Gabrovo (διοικητικό πρωτοδικείο Gabrovo) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Παρέχουν οι διατάξεις της οδηγίας 2006/126 στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να απαιτούν από τους οδηγούς οχημάτων των κατηγοριών С, CE, C1, C1E, D, DE, D1, D1E να υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις για τη διαπίστωση της ψυχικής και της διανοητικής ικανότητάς τους, σε χρονικά διαστήματα συντομότερα από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης, και να απαιτούν, στο πλαίσιο αυτό, χωριστό έγγραφο (πέραν της άδειας οδήγησης) για την πιστοποίηση της ικανότητάς τους; Ή μήπως η κατοχή έγκυρης άδειας οδήγησης των προμνησθεισών κατηγοριών πιστοποιεί και την ψυχική και διανοητική ικανότητα του οδηγού, δεδομένου ότι η ικανότητα αυτή έχει ήδη διαπιστωθεί κατά την αρχική έκδοση και/ή ανανέωση της άδειας οδήγησης;

2)      Συνάδει με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [2006/126], καθώς και με τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της εν λόγω οδηγίας, εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία προβλέπει, εκτός από τις ελάχιστες απαιτήσεις για τις εξετάσεις οδήγησης (παράρτημα II της οδηγίας [2006/126]) και τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη σωματική και διανοητική ικανότητα (παράρτημα III της οδηγίας [2006/126]), πρόσθετες προϋποθέσεις για τη διαπίστωση της ψυχολογικής καταλληλότητας των οδηγών που μεταφέρουν επιβάτες και/ή εμπορεύματα;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [δεύτερο] προδικαστικό ερώτημα: Υπόκεινται οι απαιτήσεις αυτές στο προβλεπόμενο στην οδηγία [2006/126] –και ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 9, τέταρτη περίοδος, καθώς και στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας [2006/126]– καθεστώς σχετικά με την ισόχρονη διάρκεια της διοικητικής ισχύος των αδειών οδήγησης και των ιατρικών εξετάσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής των ελάχιστων προδιαγραφών για τη σωματική και τη διανοητική ικανότητα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2006/126 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να απαιτεί κράτος μέλος από τους κατόχους άδειας οδήγησης για τα οχήματα των κατηγοριών С, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E, χορηγηθείσας σύμφωνα με την οδηγία αυτή, των οποίων η σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης έχει ελεγχθεί κατά την αρχική έκδοση της άδειας οδήγησης και οι οποίοι προσβλέπουν στην άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού μηχανοκίνητων οχημάτων μεταφοράς επιβατών ή εμπορευμάτων, να κατέχουν, πέραν της άδειας οδήγησης, και πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας, του οποίου η διάρκεια ισχύος είναι συντομότερη από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 8, η οδηγία 2006/126 προβαίνει σε ελάχιστη εναρμόνιση των προϋποθέσεων που διέπουν την έκδοση της προβλεπόμενης στο άρθρο 1 αυτής άδειας οδήγησης. Οι προϋποθέσεις αυτές ορίζονται ιδίως στα άρθρα 4 και 7 και αφορούν, μεταξύ άλλων, το κατώτατο όριο ηλικίας, την ικανότητα οδήγησης, τις δοκιμασίες στις οποίες οφείλει να επιτύχει ο υποψήφιος, καθώς και τη διαμονή του στο κράτος μέλος που εκδίδει την άδεια. Σκοπός αυτής της εναρμόνισης των προϋποθέσεων απόκτησης της άδειας οδήγησης είναι να καθιερωθούν ορισμένα προαπαιτούμενα για την αμοιβαία αναγνώριση της άδειας οδήγησης, ενώ συγχρόνως έχει ως σκοπό να συμβάλει στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, I, C‑195/16, EU:C:2017:815, σκέψεις 43, 44 και 51).

28      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/126, η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς, καθώς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων, και πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη σωματική και διανοητική ικανότητα, συμφώνως προς τις διατάξεις των παραρτημάτων II και ΙΙΙ της οδηγίας. Περαιτέρω, το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί η ανανέωση της άδειας οδήγησης να υπόκειται στην εκπλήρωση των ελάχιστων αυτών προδιαγραφών για τη σωματική και διανοητική ικανότητα από τους κατόχους αδειών οδήγησης των κατηγοριών C, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E.

29      Επομένως, από τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2006/126 προκύπτει ότι η διανοητική ικανότητα των κατόχων άδειας οδήγησης οχήματος των κατηγοριών C, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που εργάζονται ως επαγγελματίες οδηγοί, έχει ήδη αξιολογηθεί και πιστοποιηθεί κατά την αρχική έκδοση και ανανέωση των αδειών αυτών, και τούτο προκειμένου να τηρείται ιδίως η σχετική με την οδική ασφάλεια επιταγή.

30      Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τη σωματική και τη διανοητική ικανότητα οδηγήσεως, επισημαίνεται, αφενός, ότι, κατά το σημείο 5 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126, ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει, για κάθε χορήγηση άδειας οδηγήσεως, ιατρική εξέταση αυστηρότερη από τις αναφερόμενες στο εν λόγω παράρτημα (πρβλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, Akyüz, C‑467/10, EU:C:2012:112, σκέψη 54).

31      Αφετέρου, όσον αφορά τους οδηγούς της ομάδας 2, ήτοι τους οδηγούς οχημάτων των κατηγοριών C, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E, όπως ο IL, το σημείο 13.2 του εν λόγω παραρτήματος ΙΙΙ επιτρέπει στις αρμόδιες ιατρικές αρχές των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση των οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο του καθορισμού των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι οδηγοί της ομάδας 2, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν αυστηρότερες απαιτήσεις για τους οδηγούς της ομάδας 2 από αυτές που ισχύουν για τους οδηγούς της ομάδας 1 προς εντοπισμό τυχόν «διανοητικών διαταραχών», όπως εκείνες για τις οποίες γίνεται λόγος στο σημείο 13.2 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126.

32      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2006/126 διευκρινίζει, στα σημεία 13.1 και 13.2 του παραρτήματος III, τις διανοητικές διαταραχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στις διανοητικές αυτές διαταραχές συγκαταλέγονται, όπως αναφέρει το σημείο 13.1, οι «σοβαρές διανοητικές διαταραχές […] επίκτητες λόγω […] τραυματισμών […]», ο δε όρος «τραυματισμός» μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, ένα σύνολο ψυχικών διαταραχών που προκλήθηκαν τυχαία από εξωτερικό παράγοντα. Η διάταξη αυτή αναφέρεται επίσης σε «σοβαρές διαταραχές της κριτικής και προσαρμοστικής ικανότητας και της συμπεριφοράς, οι οποίες συνδέονται με την προσωπικότητα».

33      Συναφώς, η Βουλγαρική Κυβέρνηση επισήμανε, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι σκοπός της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης βουλγαρικής ρύθμισης είναι η διαπίστωση της ψυχολογικής καταλληλότητας για την οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων χωρίς να ελλοχεύει ο κίνδυνος διάπραξης τροχαίων ατυχημάτων βάσει ορισμένων κρίσιμων ψυχολογικών ιδιοτήτων σε επίπεδο επαγγελματικής δραστηριότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα καθίστατο δυνατόν να επιτευχθεί, μετά το πέρας της προβλεπόμενης από τη ρύθμιση αυτή εξέτασης ψυχολογικής καταλληλότητας, ιδίως πρόβλεψη της μελλοντικής συμπεριφοράς τους επί του δρόμου και του κινδύνου διαπράξεως τροχαίων ατυχημάτων, διενεργούμενη βάσει αμιγώς ψυχολογικών και όχι ιατρικών κριτηρίων.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, εάν το αιτούν δικαστήριο επιβεβαιώσει ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω ρύθμιση δοκιμασία ψυχολογικής καταλληλότητας διαφέρει, ως προς το περιεχόμενο και τους σκοπούς της, από την προβλεπόμενη στην οδηγία 2006/126 εξέταση διανοητικής ικανότητας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ψυχολογική δοκιμασία η οποία δεν στηρίζεται στις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής και η οποία δεν συνιστά, επομένως, ιατρική εξέταση, κατά την έννοια του παραρτήματος III αυτής, συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης. Μια τέτοια δοκιμασία θα έθετε εν αμφιβόλω την καλή λειτουργία του συστήματος που εγκαθιδρύει η οδηγία 2006/126, η οποία αποσκοπεί στο να παράσχει στα πρόσωπα που πληρούν τις τιθέμενες από την οδηγία προϋποθέσεις τη δυνατότητα να πιστοποιήσουν τις ικανότητες που είναι απαραίτητες για την οδήγηση οχημάτων υπαγόμενων σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, οι επαγγελματίες οδηγοί πρέπει απαραιτήτως να διαθέτουν έγκυρη άδεια οδήγησης, γεγονός το οποίο προϋποθέτει ότι πληρούν τις προδιαγραφές για τη σωματική και διανοητική ικανότητα, όπως προβλέπονται στο παράρτημα III της οδηγίας 2006/126, καθώς επίσης και τις απαιτήσεις σχετικά με τα προσόντα και την απαιτούμενη συμπεριφορά στην οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος, όπως ορίζονται στο παράρτημα II αυτής. Οι προδιαγραφές αυτές επιβάλλουν, όμως, μια σφαιρική αξιολόγηση της εικόνας του υποψηφίου υπό το πρίσμα, ιδίως, της συμπεριφοράς του και της ικανότητάς του να οδηγεί με πλήρη ασφάλεια.

35      Αντιθέτως, εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δοκιμασία ψυχολογικής καταλληλότητας εντάσσεται, κατά κάποιον τρόπο, στο περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό αυστηρότερων ιατρικών εξετάσεων, κατά τα λεχθέντα στις σκέψεις 30 και 31 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μια ελάχιστη εναρμόνιση δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα, υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο το επιδιωκόμενο από την επίμαχη οδηγία αποτέλεσμα και ότι συνάδουν προς τη Συνθήκη ΛΕΕ. Συναφώς, τα μέτρα αυτά μπορούν, παρά το περιοριστικό αποτέλεσμά τους, να είναι δικαιολογημένα, εφόσον ικανοποιούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, είναι πρόσφορα για την εξασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν και δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού μέτρου (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Muladi, C‑447/15, EU:C:2016:533, σκέψεις 43 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο συναφώς, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των πρόσθετων κινδύνων που σχετίζονται, ειδικώς, με την οδική ασφάλεια και συνδέονται με τη διανοητική ικανότητα που απαιτείται να διαθέτουν οι οδηγοί της ομάδας 2. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, από τις επεξηγήσεις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δοκιμασία ψυχολογικής καταλληλότητας σκοπεί τον εντοπισμό, με μεγαλύτερη ακρίβεια και διεξοδικότερα, για την εν λόγω ομάδα οδηγών, τυχόν διανοητικών διαταραχών ικανών να υπονομεύσουν την οδική ασφάλεια, όπως εκείνες για τις οποίες γίνεται λόγος στα σημεία 13.1 και 13.2 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση βαίνει πέραν του αναγκαίου για τη διασφάλιση του σκοπού της οδικής ασφάλειας μέτρου και εγκυμονεί τον κίνδυνο να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο το υπαγορευόμενο από την οδηγία 2006/126 αποτέλεσμα, καθόσον επιβάλλει στους οδηγούς να κατέχουν, εκτός από έγκυρη άδεια οδήγησης, και πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας.

37      Συγκεκριμένα, υπό τις περιστάσεις αυτές, το να απαιτείται από τους κατόχους έγκυρης άδειας οδήγησης να κατέχουν, πέραν αυτής, και ξεχωριστό πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας συνιστά μια μη αποδεκτή επιπρόσθετη υποχρέωση, στο μέτρο που η άδεια οδήγησης που έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 πρέπει να θεωρείται ως απόδειξη ότι ο κάτοχος της άδειας αυτής πληρούσε τις προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή προϋποθέσεις κατά τον χρόνο εκδόσεώς της [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2012, Hofmann, C‑419/10, EU:C:2012:240, σκέψη 46, και της 29ης Απριλίου 2021, Stadt Karlsruhe (Αναγνώριση ανανεωθείσας άδειας οδήγησης), C‑47/20, EU:C:2021:332, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία] και ότι διαθέτει την αναγκαία αποδεικτική αξία για την πιστοποίηση της διανοητικής ικανότητας για την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος της οικείας κατηγορίας.

38      Διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2006/126, μολονότι προβλέπει ελάχιστη μόνον εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί άδεια οδήγησης, προβαίνει, αντιθέτως, σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά αποδεικτικά της ύπαρξης δικαιώματος οδήγησης έγγραφα που πρέπει να αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2017, I, C‑195/16, EU:C:2017:815, σκέψη 57, και της 29ης Απριλίου 2021, Stadt Pforzheim (Αναγραφή μνείας επί του σώματος της άδειας οδήγησης), C‑56/20, EU:C:2021:333, σκέψη 42]. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, αποκλείεται, επομένως, η συνύπαρξη της χορηγηθείσας σύμφωνα με την οδηγία 2006/126 άδειας οδήγησης με οποιοδήποτε άλλο εθνικό έγγραφο που επιτελεί, κατ’ ουσίαν, την ίδια λειτουργία.

39      Ομοίως, τα κράτη μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να απαιτούν την απόδειξη διανοητικής ικανότητας για την οδήγηση σε χρονικά διαστήματα συντομότερα από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης.

40      Συγκεκριμένα, πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/126, οι άδειες που εκδίδονται από τα κράτη μέλη για τις κατηγορίες C, CΕ, C1, C1Ε, D, DΕ, D1 και D1Ε έχουν 5ετή διοικητική ισχύ, το δε άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής απαιτεί η ανανέωση της άδειας οδήγησης να υπόκειται στην εκπλήρωση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη σωματική και διανοητική ικανότητα, όπως ορίζονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, για τους κατόχους αδειών των προαναφερθεισών κατηγοριών.

41      Δεύτερον, μολονότι είναι ακριβές, αφενός, ότι το σημείο 4 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126 προβλέπει, στην απόδοσή του στη γαλλική γλώσσα, ότι «[ο]ι υποψήφιοι πρέπει να υποβάλλονται σε ιατρική εξέταση πριν από την αρχική χορήγηση άδειας και [ότι,] στη συνέχεια, οι οδηγοί ελέγχονται δυνάμει του ισχύοντος εθνικούς συστήματος στο κράτος μέλος της κανονικής διαμονής στα πλαίσια κάθε ανανέωσης της άδειας οδήγησης» και, αφετέρου, ότι το τελευταίο σκέλος της περιόδου αυτής δεν απαντά στην απόδοση στη βουλγαρική γλώσσα, από τη συνεκτίμηση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της διατάξεως αυτής συνάγεται ότι η φράση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η συγκεκριμένη εξέταση πρέπει να διενεργείται κατά την ανανέωση της άδειας οδήγησης, όπως άλλωστε προκύπτει και από τα σημεία 49 και 50 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα.

42      Το γεγονός ότι οι αποδόσεις του σημείου 4 του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126 στη βουλγαρική και στη γαλλική γλώσσα δεν αντιστοιχούν καθ’ ολοκληρίαν στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2006/126 δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως.

43      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής και, ως εκ τούτου, ομοιόμορφης ερμηνείας μιας πράξεως της Ένωσης δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή μεμονωμένα, όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα, αλλά επιτάσσει την ερμηνεία της πράξεως αυτής με γνώμονα τόσο την αληθή βούληση του οργάνου που την εξέδωσε όσο και τον σκοπό που επιδίωκε το τελευταίο, υπό το πρίσμα ιδίως όλων των γλωσσικών αποδόσεών της (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1969, Stauder, 29/69, EU:C:1969:57, σκέψεις 2 και 3, της 12ης Δεκεμβρίου 2013, X, C‑486/12, EU:C:2013:836, σκέψη 19, και της 15ης Μαΐου 2014, Timmel, C‑359/12, EU:C:2014:325, σκέψη 63).

44      Από τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2006/126 προκύπτει σαφώς ότι επιδίωξη του νομοθέτη της Ένωσης είναι οι ιατρικές εξετάσεις να συμπίπτουν χρονικά με την ανανέωση της άδειας οδήγησης, χωρίς οι επίμαχες διατάξεις να αναφέρονται στη δυνατότητα των κρατών μελών να καθορίζουν συντομότερες προθεσμίες μεταξύ των ιατρικών εξετάσεων για τους οδηγούς της ομάδας 2. Όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται και από την αιτιολογική σκέψη 9, τέταρτη περίοδος, της οδηγίας, καθόσον ρητώς αναφέρεται σε αυτήν ότι οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να συμπίπτουν με την ανανέωση της άδειας οδήγησης και να καθορίζονται συνεπώς από τη διάρκεια ισχύος της άδειας.

45      Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 παρέχει κατ’ εξαίρεση τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να περιορίζουν τη διάρκεια διοικητικής ισχύος της άδειας οδήγησης σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την κάθε κατηγορία «στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η συχνότερη διεξαγωγή ιατρικών ελέγχων» προς διασφάλιση της οδικής ασφάλειας, η συγκεκριμένη διάταξη επιβεβαιώνει ότι οι ιατρικές εξετάσεις πρέπει να συμπίπτουν χρονικά με την ανανέωση της άδειας οδήγησης και ότι, επομένως, η συχνότητά τους πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με τη διάρκεια ισχύος της άδειας αυτής.

46      Τέλος, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δίκαιο της Ένωσης περιελάμβανε ήδη, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ρυθμίσεις στον τομέα της αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων, προς κάλυψη των απαιτήσεων ασφαλείας που άπτονται της μεταφοράς εμπορευμάτων και επιβατών, ήτοι την οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου και της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 76/914/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 226, σ. 4), η οποία δεν προέβλεπε ειδικές ή επιπρόσθετες απαιτήσεις για την αξιολόγηση της διανοητικής ικανότητας των επαγγελματιών οδηγών σε σχέση με εκείνες που επιβάλλονται από την οδηγία 2006/126.

47      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2006/126 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να απαιτεί κράτος μέλος από τους κατόχους άδειας οδήγησης για τα οχήματα των κατηγοριών С, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E, χορηγηθείσας σύμφωνα με την οδηγία αυτή, των οποίων η σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης έχει ελεγχθεί κατά την αρχική έκδοση της άδειας οδήγησης και οι οποίοι προσβλέπουν στην άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού μηχανοκίνητων οχημάτων μεταφοράς επιβατών ή εμπορευμάτων, να κατέχουν, πέραν της άδειας οδήγησης, και πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας, του οποίου η διάρκεια ισχύος είναι συντομότερη από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται στο να απαιτεί κράτος μέλος από τους κατόχους άδειας οδήγησης για τα οχήματα των κατηγοριών С, CE, C1, C1E, D, DE, D1 και D1E, χορηγηθείσας σύμφωνα με την οδηγία αυτή, των οποίων η σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης έχει ελεγχθεί κατά την αρχική έκδοση της άδειας οδήγησης και οι οποίοι προσβλέπουν στην άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού μηχανοκίνητων οχημάτων μεταφοράς επιβατών ή εμπορευμάτων, να κατέχουν, πέραν της άδειας οδήγησης, και πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας, του οποίου η διάρκεια ισχύος είναι συντομότερη από τη διάρκεια ισχύος της άδειας οδήγησης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.