Language of document : ECLI:EU:C:2024:60

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Άρθρο 2, παράγραφος 3, και άρθρο 2α, παράγραφος 2 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν διαδικασία προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα – Πρωτοβάθμιο όργανο προσφυγής – Προσφυγή που αφορά την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης – Άρθρο 2, παράγραφος 9 – Υπεύθυνο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο το οποίο δεν είναι δικαστικό – Σύναψη δημόσιας σύμβασης πριν την άσκηση ένδικης προσφυγής κατά απόφασης τέτοιου οργάνου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία»

Στην υπόθεση C‑303/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Krajský soud v Brně (περιφερειακό δικαστήριο του Brno, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαΐου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

CROSS Zlín a.s.

κατά

Úřad pro ochranu hospodářské soutěže

παρισταμένου του:

Statutární město Brno,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei, J.-C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Lamote, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Μαΐου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η CROSS Zlín a.s., εκπροσωπούμενη από τον M. Šimka και την L. Vaculínová, advokáti,

–        η Úřad pro ochranu hospodářské soutěže, εκπροσωπούμενη από τον P. Mlsna και την I. Pospíšilíková,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την L. Halajová, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

–        η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Ν. Ιωάννου, Δ. Καλλή και Έ. Ζαχαριάδου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara, P. Ondrůšek και G. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, και του άρθρου 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2016 L 140, σ. 26) (στο εξής: οδηγία 89/665), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η ως άνω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της CROSS Zlín a.s. και της Úřad pro ochranu hospodářské soutěže (Αρχής Ανταγωνισμού, Τσεχική Δημοκρατία) (στο εξής: Αρχή) με αντικείμενο την επιβεβαίωση, εκ μέρους του προέδρου της Αρχής, της απόρριψης της προσφυγής που άσκησε η CROSS Zlín κατά της απόφασης του Statutární město Brno (Δήμου του Brno, Τσεχική Δημοκρατία) να αποκλείσει την εταιρία αυτή από τη διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης σχετικά με την επέκταση των λειτουργιών του δημοτικού κέντρου ελέγχου κυκλοφορίας (σχετικά με το σύστημα φωτεινής σηματοδότησης).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665 έχει ως εξής:

«[…] [Δ]εδομένης της συντομίας των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων του δημοσίου, οι αρμόδιες για την προσφυγή αρχές πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένες να λαμβάνουν προσωρινά μέτρα αναστολής της διαδικασίας σύναψης της συμβάσεως ή της εκτέλεσης των αποφάσεων που έχουν ενδεχομένως ληφθεί από την αναθέτουσα αρχή· […] λόγω της συντομίας των διαδικασιών αυτών, απαιτείται η επείγουσα αντιμετώπιση των προαναφερομένων παραβάσεων».

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 36 της οδηγίας 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων (ΕΕ 2007, L 335, σ. 31), έχουν ως εξής:

«(3)      Οι διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη καθώς και η νομολογία του Δικαστηρίου απεκάλυψαν ορισμένες αδυναμίες στους μηχανισμούς προσφυγής που υπάρχουν στα κράτη μέλη. Λόγω των αδυναμιών αυτών, οι μηχανισμοί που προβλέπουν οι οδηγίες 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1992, L 76, σ. 14),] δεν επιτρέπουν πάντοτε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τις κοινοτικές διατάξεις, ιδίως σε στάδιο στο οποίο μπορούν ακόμη να διορθωθούν οι παραβιάσεις. Ως εκ τούτου, οι εγγυήσεις διαφάνειας και αποφυγής των διακρίσεων που επιδιώκονται με τις εν λόγω οδηγίες θα πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Κοινότητα, ως σύνολο, μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από τα θετικά αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού και της απλούστευσης των κανόνων περί δημόσιων συμβάσεων, που έχουν επιτευχθεί με τις οδηγίες 2004/18/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114),] και 2004/17/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1)]. […]

(4)      Στις αδυναμίες που εντοπίστηκαν περιλαμβάνεται συγκεκριμένα η απουσία προθεσμίας που θα καθιστά δυνατή την αποτελεσματική προσφυγή μεταξύ της απόφασης για ανάθεση σύμβασης και της σύναψης της σχετικής σύμβασης. Αυτό μερικές φορές έχει ως αποτέλεσμα οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς, που επιθυμούν να καταστήσουν αμετάκλητες τις συνέπειες της αμφισβητούμενης απόφασης για ανάθεση, να επισπεύδουν την υπογραφή της σύμβασης. Για να αντιμετωπιστεί η αδυναμία αυτή, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την αποτελεσματική έννομη προστασία των ενδιαφερομένων προσφερόντων, ήτοι εκείνων που δεν έχουν αποκλεισθεί ακόμη οριστικά, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ελάχιστη ανασταλτική προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας αναστέλλεται η σύναψη της σχετικής σύμβασης, ασχέτως του αν η σύναψη γίνεται τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης ή όχι.

[…]

(36)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον [Χάρτη]. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση του δικαιώματος πραγματικής επανόρθωσης και δίκαιης δίκης, σύμφωνα με το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 47 του [Χ]άρτη.»

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και διαθεσιμότητα των διαδικασιών προσφυγής», ορίζει τα εξής:

«1.      […]

[…]

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όσον αφορά τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65 και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120),] ή της οδηγίας [2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1)], οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων αναθεωρήσεων, υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν [τ]α άρθρα 2 έως 2στ της παρούσας οδηγίας, λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν την ενωσιακή νομοθεσία περί διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων ή τους εθνικούς κανόνες μεταφοράς της εν λόγω νομοθεσίας.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους κανόνες που είναι δυνατό να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.

[…]

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει καταρχάς προσφυγή στην αναθέτουσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η άσκηση της εν λόγω προσφυγής να συνεπάγεται την άμεση αναστολή της δυνατότητας σύναψης της σύμβασης.

[…]

Η αναστολή στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο δεν λήγει πριν την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον 10 ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή απέστειλε απάντηση με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικά μέσα ή, εφόσον χρησιμοποιούνται άλλα μέσα επικοινωνίας, πριν την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον 15 ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή απέστειλε απάντηση ή τουλάχιστον 10 ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημέρας παραλαβής της απάντησης.»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/665, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για τις διαδικασίες προσφυγής», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέτρα που λαμβάνονται όσον αφορά τις διαδικασίες προσφυγής που ορίζει το άρθρο 1 να προβλέπουν τις αναγκαίες εξουσίες προκειμένου:

α)      να λαμβάνονται, το συντομότερο δυνατόν και με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινά μέτρα για να επανορθωθεί η εικαζόμενη παράβαση ή να αποτραπεί η περαιτέρω ζημία των θιγομένων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που αναστέλλουν ή επιτρέπουν την αναστολή της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης ή της εκτέλεσης οιασδήποτε απόφασης λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές·

β)      να ακυρώσουν ή να διασφαλίσουν την ακύρωση των παράνομων αποφάσεων, και ιδίως να καταργούν τις τεχνικές, οικονομικές και χρηματοδοτικές προδιαγραφές που εισάγουν διακρίσεις και περιλαμβάνονται στα έγγραφα με τα οποία καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, στις συγγραφές υποχρεώσεων ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχει σχέση με τη διαδικασία σύναψης της συγκεκριμένης σύμβασης·

γ)      να επιδικάζουν αποζημίωση στα ζημιωθέντα από την παράβαση πρόσωπα.

2.      Οι εξουσίες που προβλέπονται με την παράγραφο 1 και με τα άρθρα 2δ και 2ε μπορούν να ανατίθενται σε ξεχωριστά όργανα υπεύθυνα για διαφορετικές πτυχές των διαδικασιών προσφυγής.

3.      Όταν πρωτοβάθμιο όργανο, ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή, εξετάζει προσφυγή κατά αποφάσεως σχετικά με την ανάθεση σύμβασης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να συνάψει τη σύμβαση πριν αποφασίσει το όργανο προσφυγής την εφαρμογή προσωρινών μέτρων ή επί της προσφυγής. Η αναστολή δεν λήγει πριν από την εκπνοή της ανασταλτικής προθεσμίας του άρθρου 2α παράγραφος 2 και του άρθρου 2δ παράγραφοι 4 και 5.

4.      Με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 και του άρθρου 1 παράγραφος 5, οι διαδικασίες προσφυγής δεν χρειάζεται απαραιτήτως να έχουν αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα επί των διαδικασιών σύναψης των συμβάσεων τις οποίες αφορούν.

5.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο μπορεί να συνυπολογίσει τις πιθανές συνέπειες των προσωρινών μέτρων για όλα τα συμφέροντα που ενδέχεται να ζημιωθούν, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, και να αποφασίσει να μην προβεί στη χορήγηση τέτοιων μέτρων, αν οι αρνητικές τους συνέπειες είναι περισσότερες από τα οφέλη τους.

Η απόφαση να μη χορηγηθούν προσωρινά μέτρα δεν θίγει τις λοιπές αξιώσεις που προβάλλει το πρόσωπο που έχει ζητήσει τη χορήγηση των εν λόγω μέτρων.

6.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ζητείται αποζημίωση για το λόγο ότι απόφαση ελήφθη παρανόμως, πρέπει πρώτα να ακυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση από αρμόδιο προς τούτο όργανο.

7.      […]

Επιπλέον, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία μια απόφαση πρέπει να ακυρωθεί προτού χορηγηθεί αποζημίωση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, αφού συναφθεί σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 5, την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή τα άρθρα 2α έως 2στ, οι εξουσίες του υπεύθυνου για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνου περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης σε οιονδήποτε υπέστη ζημία λόγω παράβασης.

[…]

9.      Όταν τα υπεύθυνα για τις διαδικασίες προσφυγής όργανα δεν είναι δικαστικά, οι αποφάσεις τους πρέπει πάντα να αιτιολογούνται γραπτώς. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει επίσης να θεσπίζονται διατάξεις που να εγγυώνται την ύπαρξη διαδικασιών με τις οποίες κάθε μέτρο του οργάνου προσφυγής που εικάζεται ότι είναι παράνομο, ή κάθε εικαζόμενη παράλειψή του κατά την άσκηση των εξουσιών που του έχουν ανατεθεί, να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον άλλου οργάνου, το οποίο θεωρείται δικαιοδοτικό κατά την έννοια του άρθρου [267 ΣΛΕΕ] και είναι ανεξάρτητο και από την αναθέτουσα αρχή και από το όργανο προσφυγής.

[…]»

7        Το άρθρο 2α της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανασταλτική προθεσμία», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα κατά το άρθρο 1 παράγραφος 3 πρόσωπα να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο που εξασφαλίζει αποτελεσματικές προσφυγές κατά των αποφάσεων για την ανάθεση σύμβασης που λαμβάνονται από τις αναθέτουσες αρχές, με τη θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων που πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 2γ.

2.      Δεν επιτρέπεται να συναφθεί σύμβαση κατόπιν αποφάσεως για την ανάθεση σύμβασης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2014/24] ή της οδηγίας [2014/23] πριν από την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον 10 ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία απεστάλη η απόφαση ανάθεσης στους ενδιαφερόμενους προσφέροντες και υποψηφίους, εφόσον χρησιμοποιούνται φαξ ή ηλεκτρονικά μέσα ή, εφόσον χρησιμοποιούνται άλλα μέσα επικοινωνίας, πριν από την εκπνοή προθεσμίας τουλάχιστον 15 ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία απεστάλη η απόφαση ανάθεσης στους ενδιαφερόμενους προσφέροντες και υποψηφίους ή τουλάχιστον 10 ημερολογιακών ημερών από την επομένη της ημερομηνίας παραλαβής της απόφασης ανάθεσης.

Οι προσφέροντες θεωρούνται ως ενδιαφερόμενοι εφόσον δεν έχουν αποκλεισθεί ακόμη οριστικά. Ο αποκλεισμός είναι οριστικός εφόσον έχει κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους προσφέροντες και έχει θεωρηθεί νόμιμος από ανεξάρτητο όργανο προσφυγής ή, εάν δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί προσφυγή.

[…]

Η κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης σε όλους τους ενδιαφερομένους προσφέροντες και υποψήφιους συνοδεύεται από:

–        σύνοψη των σχετικών λόγων […] και,

–        σαφή δήλωση της επακριβούς ανασταλτικής προθεσμίας που ισχύει σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της παρούσας παραγράφου.»

8        Το άρθρο 2δ της οδηγίας 89/665, το οποίο επιγράφεται «Ανενεργό της σύμβασης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μια σύμβαση να κηρύσσεται ανενεργή από όργανο προσφυγής ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή ή το ανενεργό της να προκύπτει από απόφαση του εν λόγω ανεξάρτητου οργάνου σε οιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

[…]

β)      σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 1 παράγραφος 5, του άρθρου 2 παράγραφος 3 ή του άρθρου 2α παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, αν λόγω της παράβασης αυτής ο προσφέρων ο οποίος ασκεί προσφυγή στερήθηκε της δυνατότητας άσκησης προσυμβατικών διαδικασιών προσφυγής, εφόσον η παράβαση αυτή συνδυάζεται με παράβαση της οδηγίας [2014/24] ή της οδηγίας [2014/23], όταν η εν λόγω παράβαση επηρέασε τις πιθανότητες του προσφέροντος που ασκεί προσφυγή να του ανατεθεί η σύμβαση·

[…]

2.      Οι συνέπειες της κήρυξης του ανενεργού των συμβάσεων προσδιορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Το εθνικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει την αναδρομική ακύρωση όλων των συμβατικών υποχρεώσεων ή να περιορίζει την εμβέλεια της ακύρωσης στις υποχρεώσεις εκείνες που δεν έχουν εκπληρωθεί ακόμη. Στην τελευταία περίπτωση, τα κράτη μέλη προβλέπουν την εφαρμογή άλλων κυρώσεων κατά την έννοια του άρθρου 2ε παράγραφος 2.»

 Το τσεχικό δίκαιο

9        Όπως προκύπτει από τα άρθρα 241 και 242 του zákon č. 134/2016 Sb., o zadávání veřejných zakázek (νόμου 134/2016 περί σύναψης δημόσιων συμβάσεων), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 134/2016), κατά των πράξεων της αναθέτουσας αρχής μπορεί να υποβληθεί ένσταση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενιστάμενος έλαβε γνώση της παράβασης της αναθέτουσας αρχής.

10      Κατά το άρθρο 245, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, η αναθέτουσα αρχή κοινοποιεί στον ενιστάμενο, εντός δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της ένστασης, απόφαση στην οποία αναφέρει αν δέχεται ή απορρίπτει την ένσταση. Η απόφαση πρέπει να περιλαμβάνει αιτιολογία στο πλαίσιο της οποίας η αναθέτουσα αρχή πρέπει να αποφαίνεται κατά τρόπο λεπτομερή και κατανοητό επί όλων των στοιχείων που επικαλέστηκε ο ενιστάμενος με την ένστασή του. Εάν η αναθέτουσα αρχή κάνει δεκτή την ένσταση, αναφέρει στην απόφασή της και τα διορθωτικά μέτρα που θα λάβει.

11      Κατά το άρθρο 245, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου, όταν η αναθέτουσα αρχή απορρίπτει την ένσταση, ενημερώνει τον ενιστάμενο με την απόφαση επί της ένστασης για τη δυνατότητά του να καταθέσει διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αρχής, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 251, παράγραφος 2, προθεσμίας, ζητώντας να κινηθεί διαδικασία ελέγχου των πράξεων της αναθέτουσας αρχής, καθώς και για την υποχρέωση που υπέχει να επιδώσει εντός της ίδιας προθεσμίας αντίγραφο της διοικητικής προσφυγής και στην αναθέτουσα αρχή.

12      Το άρθρο 246, παράγραφος 1, του νόμου 134/2016 προβλέπει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να συνάψει σύμβαση με τον ανάδοχο:

«(a)      πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή ένστασης κατά της απόφασης περί αποκλεισμού διαγωνιζομένου από τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης ή περί επιλογής αναδόχου ή κατά της εκούσιας ανακοίνωσης της πρόθεσης σύναψης σύμβασης·

(b)      εάν έχει υποβληθεί ένσταση, έως την επίδοση της απόφασης επί της ένστασης στους ενισταμένους·

(c)      σε περίπτωση απόρριψης της ένστασης, πριν από τη λήξη της προθεσμίας διοικητικής προσφυγής για την κίνηση διαδικασίας ελέγχου των πράξεων της αναθέτουσας αρχής·

(d)      εντός των 60 ημερών από την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας ελέγχου των πράξεων της αναθέτουσας αρχής, εφόσον η διοικητική προσφυγή υποβλήθηκε εμπρόθεσμα. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί όμως να συνάψει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, εάν η Αρχή απορρίψει τη διοικητική προσφυγή ή αν περατώθηκε η διαδικασία επί της διοικητικής προσφυγής και η εκδοθείσα απόφαση είναι οριστική.»

13      Δυνάμει του άρθρου 246, παράγραφος 2, του ως άνω νόμου, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να συνάψει σύμβαση με ανάδοχο εντός των 60 ημερών από την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας ελέγχου των πράξεων της, εάν η Αρχή έχει κινήσει την εν λόγω διαδικασία αυτεπαγγέλτως. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, εντούτοις, να συνάψει σύμβαση και εντός του χρόνου αυτού, εφόσον η διοικητική διαδικασία περατώθηκε και η εκδοθείσα απόφαση κατέστη οριστική στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

14      Κατά το άρθρο 254, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, το αίτημα απαγόρευσης εκτέλεσης της δημόσιας σύμβασης μπορεί να υποβληθεί από διαγωνιζόμενο ο οποίος ισχυρίζεται ότι η αναθέτουσα αρχή συνήψε σύμβαση, μεταξύ άλλων, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ή παρά την απαγόρευση σύναψης σύμβασης, δυνάμει του εν λόγω νόμου ή ασφαλιστικών μέτρων, ή με άλλη διαδικασία και όχι με τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

15      Κατά το άρθρο 257, στοιχείο j, του νόμου 134/2016, η Αρχή περατώνει τη διαδικασία με διάταξη, αν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας η αναθέτουσα αρχή συνήψε σύμβαση για την εκτέλεση της υπό εξέταση δημόσιας σύμβασης.

16      Το άρθρο 264, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινείται με την υποβολή του αιτήματος του άρθρου 254, η Αρχή απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να εκτελέσει τη σύμβαση, αν η δημόσια σύμβαση ή η σύμβαση-πλαίσιο συνήφθη με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 254, παράγραφος 1. Η σύμβαση της οποίας η εκτέλεση απαγορεύεται από την Αρχή είναι εξ αρχής άκυρη, χωρίς να απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία της παραγράφου 3. Κατά το άρθρο 264, παράγραφος 2, η δημόσια σύμβαση καθίσταται άκυρη λόγω παράβασης του εν λόγω νόμου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή απαγορεύει την εκτέλεσή της σύμφωνα με το άρθρο 264, παράγραφος 1.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2019 ο Δήμος του Brno προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης για την επέκταση των λειτουργιών του δημοτικού κέντρου ελέγχου κυκλοφορίας (σχετικά με το σύστημα φωτεινής σηματοδότησης). Η εκτιμώμενη αξία της δημόσιας σύμβασης ήταν 13 805 000 τσεχικές κορόνες (CZK) χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) (περίπου 560 000 ευρώ).

18      Στον Δήμο του Brno, ως αναθέτουσα αρχή, υποβλήθηκαν δύο προσφορές, μία από την CROSS Zlín, της οποίας η τιμή ήταν η χαμηλότερη, και μία από τη Siemens Mobility s. r. o. Με πράξη της 6ης Απριλίου 2020, η αναθέτουσα αρχή απέκλεισε την CROSS Zlín λόγω μη τήρησης της συγγραφής υποχρεώσεων. Στις 7 Απριλίου 2020, η σύμβαση ανατέθηκε στη Siemens Mobility.

19      Η CROSS Zlín υπέβαλε ένσταση κατά της πράξης αποκλεισμού, η οποία απερρίφθη με απόφαση της αναθέτουσας αρχής της 4ης Μαΐου 2020. Εν συνεχεία, η εταιρία αυτή υπέβαλε, ενώπιον της Αρχής, διοικητική προσφυγή για τον έλεγχο των πράξεων της αναθέτουσας αρχής, ζητώντας να ακυρωθεί η πράξη αποκλεισμού, καθώς και η απόφαση ανάθεσης της επίμαχης σύμβασης στη Siemens Mobility.

20      Στις 3 Ιουλίου 2020, η Αρχή έλαβε αυτεπάγγελτα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιόν της, προσωρινό μέτρο με το οποίο απαγόρευσε στην αναθέτουσα αρχή να συνάψει την επίμαχη δημόσια σύμβαση έως την οριστική περάτωση της διοικητικής διαδικασίας.

21      Με απόφαση της 5ης Αυγούστου 2020, η Αρχή απέρριψε τη διοικητική προσφυγή της CROSS Zlín. Εν συνεχεία, η εταιρία αυτή υπέβαλε ένσταση κατά της απόφασης αυτής, την οποία ο πρόεδρος της Αρχής, ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο, απέρριψε με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2020. Στις 18 Νοεμβρίου 2020 η αναθέτουσα αρχή συνήψε τη δημόσια σύμβαση με τη Siemens Mobility.

22      Στις 13 Ιανουαρίου 2021 η CROSS Zlín άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της απόφασης του προέδρου της Αρχής ενώπιον του Krajský soud v Brně (περιφερειακού δικαστηρίου του Brno, Τσεχική Δημοκρατία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Παράλληλα, η CROSS Zlín υπέβαλε αίτηση, ζητώντας να αναγνωριστεί στην προσφυγή ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη σύναψη της σύμβασης και να ληφθεί προσωρινό μέτρο με το οποίο να απαγορευθεί στην αναθέτουσα αρχή η σύναψη ή η εκτέλεση της επίμαχης σύμβασης.

23      Στις 11 Φεβρουαρίου 2021, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή, κατ’ ουσίαν με την αιτιολογία ότι, όταν η δημόσια σύμβαση έχει ήδη συναφθεί, δεν μπορεί να επιβληθεί στην οικεία αναθέτουσα αρχή απαγόρευση σύναψης της σύμβασης. Ειδικότερα, κατά το ισχύον τσεχικό δίκαιο, ακόμη και αν η ένδικη προσφυγή γινόταν δεκτή, η επίδικη απόφαση ακυρωνόταν και η υπόθεση αναπεμπόταν στην Αρχή, η τελευταία θα περάτωνε τη διαδικασία βάσει του άρθρου 257, στοιχείο j, του νόμου 134/2016, χωρίς να εξετάσει την υπόθεση επί της ουσίας.

24      Ομοίως, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε το αίτημα να επιβληθεί στην αναθέτουσα αρχή απαγόρευση εκτέλεσης της σύμβασης, δεδομένου ότι η τσεχική νομοθεσία δεν απαγορεύει τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον η απόφαση του προέδρου της Αρχής έχει προηγουμένως καταστεί οριστική στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

25      Στο ως άνω πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν η οδηγία 89/665, καθώς και η απαίτηση διασφάλισης αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου η οποία απορρέει από το άρθρο 47 του Χάρτη, αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιτρέπει σε αναθέτουσα αρχή να συνάψει δημόσια σύμβαση πριν τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας για την άσκηση ένδικης προσφυγής κατά της απόφασης της δευτεροβάθμιας διοικητικής αρχής ή πριν το επιληφθέν δικαστήριο αποφανθεί επί αιτήσεως λήψης προσωρινού μέτρου με το οποίο να απαγορεύεται στην αναθέτουσα αρχή η σύναψη της σύμβασης έως την τελεσιδικία της απόφασης επί της ένδικης προσφυγής.

26      Από τη νομολογία των τσεχικών δικαστηρίων προκύπτει ότι το επιληφθέν δικαστήριο, αν η δημόσια σύμβαση συναφθεί πριν αυτό αποφανθεί επί της προσφυγής ή της εν λόγω αίτησης, δεν διατάσσει πλέον προσωρινά μέτρα, δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει λόγος προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης των διαδίκων.

27      Συνεπώς, στην περίπτωση που το επιληφθέν δικαστήριο κρίνει ότι η Αρχή υπέπεσε σε σφάλμα κατά την εκτίμηση της νομιμότητας του αποκλεισμού συγκεκριμένου προσφέροντος, πρέπει να ακυρώσει λόγω παρανομίας την απόφαση του προέδρου της Αρχής για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της διοικητικής αυτής αρχής. Τούτου δοθέντος, αν η επίμαχη δημόσια σύμβαση έχει συναφθεί πριν αποφανθεί το επιληφθέν δικαστήριο, η Αρχή, όταν της αναπεμφθεί η υπόθεση, δεν θα εξετάσει εκ νέου το βάσιμο του αιτήματος ελέγχου των πράξεων της αναθέτουσας αρχής σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου και θα περατώσει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 257, στοιχείο j, του νόμου 134/2016.

28      Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αποκλεισθείς προσφέρων μπορεί να ασκήσει αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που του προξένησε η παράνομη συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής, αλλά, κατά το αιτούν δικαστήριο, δυσχερώς πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης.

29      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, κατά την τσεχική νομοθεσία, η Αρχή είναι «όργανο προσφυγής», κατά την έννοια της οδηγίας 89/665. Συναφώς, το άρθρο 246 του νόμου 134/2016 προβλέπει τα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια των οποίων, ενόσω διεξάγεται η διαδικασία ενώπιον της Αρχής, απαγορεύεται στην αναθέτουσα αρχή να συνάπτει σύμβαση. Εντούτοις, η Αρχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο.

30      Συνεπώς, αν, όπως κατά το αιτούν δικαστήριο προκύπτει από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia (C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 73), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ανεξάρτητο όργανο προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, ή του άρθρου 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665, πρέπει να είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, η τσεχική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει τη σύναψη δημόσιας σύμβασης αμέσως μετά την απόφαση του προέδρου της Αρχής, παραβιάζει την οδηγία αυτή και δεν διασφαλίζει αποτελεσματική ένδικη προσφυγή στους προσφέροντες που αποκλείονται από διαγωνισμό για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης.

31      Τέλος, για την περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ελλιπή μεταφορά της οδηγίας 89/665 στην τσεχική έννομη τάξη, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υποχρεούται, εάν κρίνει ότι η απόφαση της αναθέτουσας αρχής είναι παράνομη, να επιβάλει στην Αρχή να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του τσεχικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται παραβίαση της οδηγίας.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Krajský soud v Brně (περιφερειακό δικαστήριο του Brno) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 2, παράγραφος 3, και 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας [89/665], ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η τσεχική, η οποία παρέχει στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα σύναψης δημόσιας σύμβασης πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου για την εξέταση της νομιμότητας απόφασης περί αποκλεισμού ορισμένου προσφέροντος, η οποία εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό από την [Αρχή];»

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

33      Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η CROSS Zlín, ζήτησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 2023, να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

34      Προς στήριξη του αιτήματός της, η CROSS Zlín υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, υπάρχει το ενδεχόμενο η υπόθεση να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, η τσεχική έννομη τάξη δεν επιτρέπει σε διοικητικό δικαστήριο ούτε de facto ούτε de jure να ακυρώσει μια σύμβαση, ακόμη και αν αυτή έχει συναφθεί βάσει παράνομης απόφασης της αναθέτουσας αρχής. Πλην όμως, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν ελήφθη υπόψη το στοιχείο αυτό, επί του οποίου η CROSS Zlín επιθυμεί να παράσχει εξηγήσεις στο πλαίσιο της επανάληψης της προφορικής διαδικασίας.

35      Η εταιρία αυτή επισημαίνει, εξάλλου, ότι επιθυμεί ιδίως να σχολιάσει, ενώπιον του Δικαστηρίου, τον λόγο για τον οποίο το Krajský soud v Brně (περιφερειακό δικαστήριο του Brno) απέρριψε το αίτημά της για τη λήψη προσωρινού μέτρου για την απαγόρευση της εκτέλεσης της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης, την αρμοδιότητα των τσεχικών διοικητικών δικαστηρίων να αποφαίνονται επί του κύρους των συμβάσεων που συνάπτονται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης σε σχέση με τις αποφάσεις που εκδίδει σε πρώτο βαθμό η Αρχή, καθώς και τα πραγματικά αποτελέσματα της ακύρωσης απόφασης της Αρχής από διοικητικό δικαστήριο και τις συνέπειές τους επί της εκτέλεσης της ήδη συναφθείσας δημόσιας σύμβασης. Προτείνει συναφώς τη συμπλήρωση, ως προς πλείονα σημεία, της προταθείσας εκ μέρους του γενικού εισαγγελέα απάντησης στο προδικαστικό ερώτημα.

36      Υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, LACD, C‑133/22, EU:C:2023:710, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των μετεχόντων στη διαδικασία να απαντούν στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα. Συνεπώς, η διαφωνία ενός διαδίκου της κύριας δίκης ή ενός ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, ανεξαρτήτως των ζητημάτων που εξετάζονται με τις προτάσεις αυτές, δεν συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (αποφάσεις της 28ης Μαΐου 2020, Interseroh, C‑654/18, EU:C:2020:398, σκέψη 33, και της 9ης Νοεμβρίου 2023, Všeobecná úverová banka, C‑598/21, EU:C:2023:845, σκέψη 50).

38      Επομένως, η CROSS Zlín δεν μπορεί να δικαιολογήσει βασίμως το αίτημά της για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, προτείνοντας να συμπληρωθεί η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα την οποία πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του.

39      Αφετέρου, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί βεβαίως οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή, ακόμη, όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

40      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η CROSS Zlín καθώς και οι ενδιαφερόμενοι που έλαβαν μέρος στην παρούσα διαδικασία είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν, κατά τη διάρκεια τόσο της έγγραφης όσο και της προφορικής διαδικασίας, τα νομικά στοιχεία τα οποία ήταν κατά την άποψή τους κρίσιμα για να μπορέσει το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία 89/665, προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και ότι κανένα από τα στοιχεία που επικαλείται η CROSS Zlín προς στήριξη του αιτήματός της δεν δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν απαιτείται να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

42      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί και, υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Universiteit Antwerpen κ.λπ., C‑265/20, EU:C:2022:361, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Στο προδικαστικό ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί, γίνεται λόγος για την ερμηνεία μεταξύ άλλων του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665 σε σχέση με νομοθεσία κράτους μέλους που επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να συνάψει τη δημόσια σύμβαση πριν το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο μπορέσει να ελέγξει τη νομιμότητα της απόφασης της εν λόγω αναθέτουσας αρχής για τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης.

44      Πλην όμως, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν αφορά την περίπτωση προσφυγής κατά απόφασης αποκλεισμού ενός προσφέροντος από διαγωνισμό για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης, αλλά την περίπτωση προσφυγής κατά της απόφασης σχετικά με την ανάθεση της δημόσιας σύμβασης. Συνεπώς, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η CROSS Zlín ζήτησε, ενώπιον της Αρχής, όχι μόνο να ακυρωθεί η πράξη σχετικά με τον αποκλεισμό της, αλλά επίσης και η απόφαση για την ανάθεση της επίμαχης σύμβασης στην κύρια δίκη σε άλλη προσφέρουσα, ήτοι τη Siemens Mobility, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα μόνον αυτής της απόφασης ανάθεσης.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 3, και το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να συνάψει δημόσια σύμβαση μόνον έως ότου το κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρωτοβάθμιο όργανο το οποίο, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, δεν είναι δικαστικό αποφανθεί επί της προσφυγής κατά της απόφασης ανάθεσης της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης.

46      Επισημαίνεται ευθύς εξ αρχής ότι η οδηγία 89/665 περιέχει λεπτομερείς διατάξεις που προβλέπουν συνεκτικό σύστημα διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων οι οποίες, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας πρέπει να είναι διαθέσιμες τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση.

47      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 2α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρόσωπα να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο που εξασφαλίζει αποτελεσματικές προσφυγές κατά των αποφάσεων για την ανάθεση σύμβασης που λαμβάνονται από τις αναθέτουσες αρχές, με τη θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων που πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 2α, παράγραφος 2.

48      Η τελευταία αυτή διάταξη ορίζει τις ελάχιστες ανασταλτικές προθεσμίες κατά τη διάρκεια των οποίων, κατόπιν της απόφασης για την ανάθεση, δεν επιτρέπεται να συναφθεί η σχετική δημόσια σύμβαση. Οι προθεσμίες αυτές είναι, κατά περίπτωση, δέκα ή δεκαπέντε ημερολογιακές ημέρες, από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία απεστάλη η απόφαση ανάθεσης στους ενδιαφερόμενους προσφέροντες ή παρελήφθη από αυτούς, ανάλογα με τον τρόπο αποστολής της απόφασης αυτής.

49      Το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665 ορίζει συνεπώς τις προθεσμίες αυτοδίκαιης αναστολής της σύναψης δημόσιας σύμβασης προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της προσφυγής την οποία μπορούν να ασκήσουν κατά της απόφασης ανάθεσης τα κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας πρόσωπα.

50      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όταν τα πρόσωπα αυτά ασκούν προσφυγή, εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας.

51      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Sambre & Biesme και Commune de Farciennes, C‑383/21 και C‑384/21, EU:C:2022:1022, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Ως προς το ζήτημα αυτό, από το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665 προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι, όταν πρωτοβάθμιο όργανο, ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή, εξετάζει προσφυγή κατά απόφασης σχετικά με την ανάθεση σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να συνάψει τη σύμβαση πριν αποφασίσει το πρωτοβάθμιο αυτό όργανο την εφαρμογή προσωρινών μέτρων ή επί της προσφυγής.

53      Συνεπώς, αφενός, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η προσφυγή κατά της απόφασης ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, όσον αφορά την υπογραφή της σύμβασης, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του επιληφθέντος της προσφυγής αυτής πρωτοβάθμιου οργάνου ή τουλάχιστον έως ότου το όργανο αυτό αποφανθεί επί τυχόν αίτησης προσωρινών μέτρων. Αφετέρου, η εν λόγω διάταξη, μολονότι επιτάσσει το πρωτοβάθμιο όργανο να είναι ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή, δεν περιέχει καμία ένδειξη από την οποία να προκύπτει ότι πρέπει να είναι δικαστικό.

54      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, στην παράγραφο 9 του άρθρου 2 γίνεται ρητά λόγος για την περίπτωση κατά την οποία «τα υπεύθυνα για τις διαδικασίες προσφυγής όργανα δεν είναι δικαστικά» και εξ αυτού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε μη δικαστικά όργανα την αρμοδιότητα για την εξέταση των προσφυγών κατά των αποφάσεων ανάθεσης δημόσιας σύμβασης. Σε μια τέτοια περίπτωση, το άρθρο 2, παράγραφος 9, της οδηγίας ορίζει ειδικότερα ότι κάθε μέτρο μη δικαστικού οργάνου προσφυγής που εικάζεται ότι είναι παράνομο ή κάθε εικαζόμενη παράλειψή του κατά την άσκηση των εξουσιών που του έχουν ανατεθεί, πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον άλλου οργάνου το οποίο θεωρείται δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και είναι ανεξάρτητο και από την αναθέτουσα αρχή και από το όργανο προσφυγής που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό.

55      Συνεπώς, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ δύο λύσεων για την οργάνωση του συστήματος ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων. Η πρώτη λύση έγκειται στην απονομή της αρμοδιότητας για την εκδίκαση των προσφυγών σε δικαιοδοτικά όργανα. Κατά τη δεύτερη λύση, η αρμοδιότητα αυτή απονέμεται, κατ’ αρχάς, σε όργανα τα οποία δεν συνιστούν δικαστικές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνουν τα εν λόγω όργανα πρέπει να μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο είτε ένδικης προσφυγής είτε προσφυγής η οποία να είναι «ένδικη» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ύπαρξη ενδεδειγμένης προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, HI, C‑258/97, EU:C:1999:118, σκέψεις 16 και 17).

56      Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, προβλέποντας υποχρεωτική αναστολή της σύναψης της δημόσιας σύμβασης, δεν κάνει καμία αναφορά στην κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, ένδικη προσφυγή κατά των αποφάσεων των υπεύθυνων για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνων τα οποία δεν είναι δικαστικά.

57      Υπό τις περιστάσεις αυτές, τόσο αυτή η μη αναφορά όσο και η δυνατότητα επιλογής που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 2, παράγραφος 9, της οδηγίας 89/665, όσον αφορά την απονομή της αρμοδιότητας για τις διαδικασίες προσφυγής κατά των αποφάσεων ανάθεσης δημόσιας σύμβασης σε δικαστικά ή μη πρωτοβάθμια όργανα, συνεπάγονται ότι, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να αναθέσει την αρμοδιότητα αυτή σε μη δικαστικό πρωτοβάθμιο όργανο, ο όρος «όργανο προσφυγής», στο άρθρο 2, παράγραφος 3, αφορά αυτό το μη δικαστικό πρωτοβάθμιο όργανο. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν ότι η σύναψη της επίμαχης δημόσιας σύμβασης αναστέλλεται είτε αυτοδικαίως έως ότου το εν λόγω όργανο προσφυγής αποφασίσει επί της προσφυγής είτε τουλάχιστον έως ότου αποφανθεί επί αιτήσεως προσωρινών μέτρων με τέτοιο αίτημα αναστολής.

58      Αντιθέτως, το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφος 9, δεν επιβάλλει η αναστολή αυτή να εξακολουθεί να ισχύει και μετά το πέρας της διαδικασίας ενώπιον μη δικαστικού οργάνου προσφυγής, για παράδειγμα έως ότου ένα δικαστικό όργανο αποφανθεί επί της προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί κατά της απόφασης του μη δικαστικού οργάνου.

59      Τέλος, το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 89/665. Η οδηγία αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και προσβάσεως σε αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Ως προς το ζήτημα αυτό, έχει κριθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, σκοπός του οποίου είναι η προστασία των οικονομικών φορέων έναντι των αυθαιρεσιών της αναθέτουσας αρχής, επιδιώκει να εξασφαλίσει την ύπαρξη, σε όλα τα κράτη μέλη, αποτελεσματικών μέσων προσφυγής, ώστε να κατοχυρώνεται η εφαρμογή στην πράξη των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ιδίως σε στάδιο κατά το οποίο οι παραβάσεις μπορούν ακόμη να διορθωθούν (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψη 127 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Τούτου δοθέντος, επισημαίνεται επίσης ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιδίωξε, με τις διατάξεις της οδηγίας 89/665, τον συγκερασμό των συμφερόντων του αποκλεισθέντος προσφέροντος με τα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής και του αναδόχου [πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Fastweb, C‑19/13, EU:C:2014:2194, σκέψη 63, και διάταξη της 23ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Vanbreda Risk & Benefits, C‑35/15 P(R), EU:C:2015:275, σκέψη 34].

62      Ως εκ τούτου, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 5, της οδηγίας προβλέπει ότι το αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής όργανο μπορεί να συνυπολογίσει τις πιθανές συνέπειες των προσωρινών μέτρων για όλα τα συμφέροντα που ενδέχεται να ζημιωθούν, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, και να αποφασίσει να μην προβεί στη χορήγηση τέτοιων προσωρινών μέτρων, αν οι αρνητικές τους συνέπειες είναι περισσότερες από τα οφέλη τους. Το συμφέρον για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων χωρίς υπερβολικές καθυστερήσεις συνιστά τέτοιο δημόσιο συμφέρον.

63      Αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 7, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, στην περίπτωση που έχει συναφθεί σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, ήτοι κατόπιν της λήξης της αναστολής σύναψης, οι εξουσίες του υπεύθυνου για τις διαδικασίες προσφυγής οργάνου περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης σε οιονδήποτε υπέστη ζημία λόγω παράβασης των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν τις εν λόγω ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη.

64      Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν, επομένως, την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, υπό το πρίσμα της παραγράφου 9 του άρθρου 2, κατά την οποία η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, αναστολή της σύναψης δημόσιας σύμβασης εξακολουθεί να ισχύει, το αργότερο, έως ότου το πρωτοβάθμιο όργανο αποφανθεί επί της προσφυγής κατά της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό είναι δικαστικό. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, αφού αποφανθεί το πρωτοβάθμιο όργανο, ο ζημιωθείς θα έχει μόνο αξίωση αποζημίωσης.

65      Τρίτον, επισημαίνεται ότι η ως άνω ερμηνεία δεν μπορεί να κλονιστεί από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia (C‑497/20, EU:C:2021:1037). Στη σκέψη 73 της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο «ανεξάρτητο όργανο προσφυγής», κατά το άρθρο 2α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη. Εντούτοις, το Δικαστήριο οριοθέτησε ρητώς την ερμηνεία αυτή, διευκρινίζοντας ότι αυτή ίσχυε «προκειμένου να κριθεί αν ο αποκλεισμός προσφέροντος έχει καταστεί οριστικός», κατά την έννοια του άρθρου 2α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

66      Το Δικαστήριο επισήμανε συναφώς στη σκέψη 74 της εν λόγω απόφασης ότι το γεγονός ότι η απόφαση περί αποκλεισμού δεν κατέστη ακόμη οριστική έχει καθοριστική σημασία όσον αφορά το ζήτημα της νομιμοποίησης των προσφερόντων να προσβάλουν την απόφαση ανάθεσης. Στη σκέψη 75 της απόφασης, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «ο οριστικός αποκλεισμός και μόνον, κατά την έννοια του άρθρου 2α, παράγραφος 2, [δεύτερο εδάφιο,] της οδηγίας 89/665, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη νομιμοποίηση του προσφέροντος να προσβάλει την απόφαση ανάθεσης [της σύμβασης]».

67      Συνεπώς, υπάρχει το ενδεχόμενο η απόφαση του «ανεξάρτητου οργάνου προσφυγής», κατά το άρθρο 2α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, να συνεπάγεται τη μη νομιμοποίηση του προσφέροντος να προσβάλει την απόφαση ανάθεσης της σύμβασης. Στο ως άνω πλαίσιο, η τήρηση του δικαιώματος του συγκεκριμένου προσφέροντος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία επιτάσσει το όργανο που αποφαίνεται επί της νομιμότητας του αποκλεισμού του να είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη.

68      Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις αυτές δεν ισχύουν σε σχέση με το πρωτοβάθμιο όργανο προσφυγής για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της παρεχόμενης από την οδηγία δυνατότητας να συστήσει τέτοιο μη δικαστικό όργανο, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας διασφαλίζεται από την απαίτηση του άρθρου 2, παράγραφος 9, να μπορούν όλες οι αποφάσεις ενός μη δικαστικού οργάνου προσφυγής να αποτελέσουν αντικείμενο ένδικης προσφυγής.

69      Τέταρτον και τελευταίον, επισημαίνεται εντούτοις ότι, όπως εξέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ελλείψει αυτοδίκαιης, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους, αναστολής της σύναψης δημόσιας σύμβασης έως ότου το πρωτοβάθμιο όργανο προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, αποφανθεί επί της προσφυγής και εφόσον το εν λόγω όργανο δεν είναι δικαστικό, η απόρριψη εκ μέρους του αίτησης προσωρινών μέτρων με αίτημα να απαγορευθεί η σύναψη της δημόσιας σύμβασης έως την ημερομηνία κατά την οποία αυτό θα αποφανθεί επί της προσφυγής πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ένδικης προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα έως ότου το επιληφθέν δικαστήριο αποφανθεί επί των προσωρινών αυτών μέτρων.

70      Η απαίτηση αυτή απορρέει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των παραγράφων 3 και 9 του άρθρου 2 της οδηγίας 89/665. Συνεπώς, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά της απόφασης μη δικαστικού πρωτοβάθμιου οργάνου με την οποία απορρίπτεται αίτηση προσωρινών μέτρων με αίτημα να απαγορευθεί η σύναψη της δημόσιας σύμβασης έως την ημερομηνία κατά την οποία το όργανο αυτό θα αποφανθεί επί της προσφυγής, αφενός, πρέπει να ισχύει υπέρ του προσφέροντος του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε αναστολή εύλογης διάρκειας η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει την εν λόγω προσφυγή και, αφετέρου, αν η προσφυγή αυτή ασκηθεί, η αναστολή της σύναψης της σύμβασης πρέπει να ισχύει έως ότου το επιληφθέν δικαστήριο αποφανθεί επ’ αυτής.

71      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 246 του νόμου 134/2016 προβλέπει ότι η δημόσια σύμβαση δεν μπορεί να συναφθεί, αφενός, πριν τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή ένστασης ενώπιον της αναθέτουσας αρχής κατά της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης και εν συνεχεία της προθεσμίας για την υποβολή διοικητικής προσφυγής, ενώπιον της Αρχής, για τον έλεγχο των πράξεων της αναθέτουσας αρχής και, αφετέρου, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι ανεξάρτητο από την αναθέτουσα αρχή πρωτοβάθμιο όργανο προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, το οποίο δεν είναι δικαστικό. Ειδικότερα, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, κατά το άρθρο 246, παράγραφος 1, η αυτοδίκαιη απαγόρευση σύναψης δημόσιας σύμβασης εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία το πρωτοβάθμιο όργανο προσφυγής αποφαίνεται επί της προσφυγής κατά της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης.

72      Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, η Αρχή έλαβε, κατ’ αρχάς, στις 3 Ιουλίου 2020 αυτεπαγγέλτως προσωρινό μέτρο με το οποίο απαγόρευσε στην αναθέτουσα αρχή να συνάψει την επίμαχη δημόσια σύμβαση έως την οριστική περάτωση της διοικητικής διαδικασίας ενώπιόν της. Εν συνεχεία, ο πρόεδρος της Αρχής, ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο προσφυγής, απέρριψε με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2020, την ένσταση που υπέβαλε η CROSS Zlín κατά της απόφασης με την οποία η Αρχή απέρριψε το αίτημα ακύρωσης της απόφασης ανάθεσης της επίμαχης σύμβασης και, τέλος, στις 18 Νοεμβρίου 2020, η αναθέτουσα αρχή συνήψε τη σύμβαση με την ανάδοχο. Κατά συνέπεια, η εν λόγω σύμβαση συνήφθη αφού η Αρχή αποφάνθηκε οριστικά σε δύο βαθμούς επί της νομιμότητας της απόφασης ανάθεσης, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

73      Πρέπει συνεπώς να επισημανθεί ότι, με την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω εθνική νομοθεσία όπως και η εφαρμογή της στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης παρίστανται ικανές να διασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, και του άρθρου 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα του προβλεπόμενου στο άρθρο 47 του Χάρτη δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

74      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, και το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να συνάψει δημόσια σύμβαση μόνον έως ότου το κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρωτοβάθμιο όργανο αποφανθεί επί της προσφυγής κατά της απόφασης ανάθεσης της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή αν το εν λόγω όργανο προσφυγής είναι δικαστικό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, και το άρθρο 2α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014,

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να συνάψει δημόσια σύμβαση μόνον έως ότου το κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρωτοβάθμιο όργανο αποφανθεί επί της προσφυγής κατά της απόφασης ανάθεσης της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή αν το εν λόγω όργανο προσφυγής είναι δικαστικό.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.