Language of document : ECLI:EU:C:2024:53

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Εργατικό ατύχημα – Ολική μόνιμη ανικανότητα – Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας – Άρθρο 5 – Εύλογες προσαρμογές»

Στην υπόθεση C‑631/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de las Islas Baleares (ανώτερο δικαστήριο των Βαλεαρίδων Νήσων, Ισπανία) με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

J.M.A.R.

κατά

Ca Na Negreta SA,

παρισταμένου του:

Ministerio Fiscal,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ca Na Negreta SA, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Roa Ruiz, abogado,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Morales Puerta,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. Μπαρούτα και τη Μ. Τασσοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Clotuche‑Duvieusart, I. Galindo Martín και E. Schmidt,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του άρθρου 4, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 26 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και των άρθρων 2 και 27 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 13 Δεκεμβρίου 2006 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2010, L 23, σ. 35, στο εξής: Σύμβαση του ΟΗΕ).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του J.M.A.R. και της Ca Na Negreta SA σχετικά με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του J.M.A.R. από τη Ca Na Negreta λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητάς του να ασκήσει το σύνηθες επάγγελμά του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Η Σύμβαση του ΟΗΕ ορίζει στο στοιχείο εʹ του προοιμίου της τα εξής:

«[α]ναγνωρίζοντας ότι η αναπηρία είναι έννοια που εξελίσσεται και είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα άτομα με μειωμένες δυνατότητες και στα συμπεριφορικά και περιβαλλοντικά εμπόδια που δυσχεραίνουν την πλήρη, πραγματική και ισότιμη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στην κοινωνία».

4        Κατά το άρθρο 1 της Συμβάσεως, το οποίο τιτλοφορείται «Σκοπός»:

«Ο σκοπός της παρούσας σύμβασης είναι η προώθηση, προστασία και διασφάλιση της πλήρους και ισότιμης απόλαυσης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών από όλα τα άτομα με αναπηρία και η προάσπιση του σεβασμού της έμφυτης αξιοπρέπειάς τους.

Στα άτομα με αναπηρία περιλαμβάνονται τα άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές αναπηρίες, οι οποίες, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα.»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω Συμβάσεως, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης:

[…]

ο όρος “διάκριση λόγω αναπηρίας” δηλώνει κάθε διάκριση, αποκλεισμό ή περιορισμό λόγω αναπηρίας, που έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα να ελαττώνει ή να ακυρώνει την αναγνώριση, την απόλαυση ή την άσκηση, σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή κάθε άλλο τομέα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, ακόμη και την άρνηση εύλογης διευκόλυνσης·

ο όρος “εύλογη διευκόλυνση” σημαίνει την απαραίτητη και κατάλληλη τροποποίηση και προσαρμογή, η οποία δεν επιφέρει δυσανάλογο ή περιττό φόρτο εργασίας, όταν αυτό είναι απαραίτητο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να μπορέσουν άτομα με αναπηρία να απολαύσουν ή να ασκήσουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα·

[…]».

6        Το άρθρο 27, παράγραφος 1, της ίδιας Συμβάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εργασία και απασχόληση», ορίζει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να εργάζονται σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα. Αυτό περιλαμβάνει και το δικαίωμα να κερδίζουν τα προς το ζην με εργασία την οποία επιλέγουν ή αποδέχονται ελεύθερα στην αγορά εργασίας και σε εργασιακό περιβάλλον ανοικτό, δεκτικό και προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρία. Τα συμβαλλόμενα κράτη διασφαλίζουν και προωθούν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία και για τα άτομα που αποκτούν αναπηρία κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους, λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων των νομοθετικών, που μεταξύ άλλων έχουν ως στόχο:

[…]

η)      να ευνοούν την απασχόληση ατόμων με αναπηρία στον ιδιωτικό τομέα, εφαρμόζοντας κατάλληλες πολιτικές και μέτρα, όπως προγράμματα θετικής δράσης, παροχή κινήτρων και άλλα μέτρα·

θ)      να διασφαλίζουν την παροχή εύλογων διευκολύνσεων στα άτομα με αναπηρία στο χώρο εργασίας·

[…]

ια)      να προωθούν την εφαρμογή προγραμμάτων επαγγελματικής αποκατάστασης, διατήρησης της εργασίας και επανόδου στην εργασία των ατόμων με αναπηρία.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

7        Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 17, 20 και 21 της οδηγίας 2000/78:

«(16)      Η θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον εργασιακό χώρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω ειδικών αναγκών.

(17)      Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί την πρόσληψη, προαγωγή ή διατήρηση στη θέση απασχολήσεως ή την παροχή εκπαίδευσης σε άτομο που δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της εν λόγω θέσης απασχόλησης, ή να παρακολουθήσει έναν δεδομένο κύκλο εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες.

[…]

(20)      Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες, παραδείγματος χάριν με τη διαμόρφωση του χώρου ή με προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης.

(21)      Για να διαπιστώνεται αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενίσχυσης.»

8        Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Η έννοια των διακρίσεων», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή

ii)      για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία, υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική.»

9        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,

[…]».

10      Το άρθρο 4 της ιδίας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικές απαιτήσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.»

11      Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2007/78, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες»:

«Για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι προσώπων με ειδικές ανάγκες, προβλέπονται εύλογες προσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Η επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής ενός κράτους μέλους υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες.»

 Το ισπανικό δίκαιο

 Ο Εργατικός Κώδικας

12      Το άρθρο 49 του Estatuto de los Trabajadores (Εργατικού Κώδικα), υπό την κωδικοποιημένη μορφή του που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 2/2015, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 2/2015, περί εγκρίσεως του αναδιατυπωμένου νόμου περί Εργατικού Κώδικα), της 23ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 255, της 24ης Οκτωβρίου 2015, σ. 100224) (στο εξής: Εργατικός Κώδικας), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1.      Η σύμβαση εργασίας λύεται:

[…]

e)      λόγω θανάτου, βαριάς αναπηρίας, ολικής ή πλήρους μόνιμης ανικανότητας του εργαζομένου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 48, παράγραφος 2.

[…]»

 Ο LGSS

13      Ο Ley General de la Seguridad Social (γενικός νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως), υπό την κωδικοποιημένη μορφή του που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2015), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103291, και διορθωτικό σε BOE αριθ. 36, της 11ης Φεβρουαρίου 2016, σ. 10898) (στο εξής: LGSS), προβλέπει στο άρθρο 193 τα εξής:

«Ως “μόνιμη ανικανότητα προς εργασία” νοείται η κατάσταση του εργαζομένου ο οποίος, αφού υποβλήθηκε στην προβλεπόμενη θεραπεία, παρουσιάζει σοβαρές ανατομικές ή λειτουργικές βλάβες, δυνάμενες να διαπιστωθούν αντικειμενικά, για τις οποίες υπάρχει η πρόβλεψη ότι είναι οριστικές και μειώνουν ή αίρουν πλήρως την ικανότητά του προς εργασία. Η δυνατότητα του εργαζομένου να ανακτήσει την ικανότητά του προς εργασία δεν εμποδίζει την αναγνώριση της μόνιμης ανικανότητας προς εργασία αν η δυνατότητα αυτή κρίνεται ιατρικώς αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα.

[…]»

14      Το άρθρο 194 του LGSS ορίζει τα εξής:

«1.      Η μόνιμη ανικανότητα, όποια και αν είναι η γενεσιουργός αιτία της, διακρίνεται, αναλόγως του ποσοστού μειώσεως της ικανότητας προς εργασία του ενδιαφερομένου το οποίο προσδιορίζεται βάσει καταλόγου νόσων εγκρινόμενου με κανονιστική πράξη, στις ακόλουθες κατηγορίες:

a)      Μερική μόνιμη ανικανότητα.

b)      Ολική μόνιμη ανικανότητα.

c)      Πλήρης μόνιμη ανικανότητα.

d)      Βαριά αναπηρία.

2.      Η μόνιμη ανικανότητα διακρίνεται στις διάφορες κατηγορίες αναλόγως του ποσοστού μειώσεως της ικανότητας προς εργασία το οποίο καθορίζεται με κανονιστική πράξη.

Για τον καθορισμό του βαθμού ανικανότητας, λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση της μειώσεως της ικανότητας προς εργασία στην εκτέλεση του επαγγέλματος που ασκούσε ο ενδιαφερόμενος ή στην επαγγελματική ομάδα στην οποία υπαγόταν το επάγγελμα αυτό πριν από την επέλευση του γεγονότος που προκάλεσε τη μόνιμη ανικανότητα.»

15      Κατά το άρθρο 196, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του LGSS:

«Το ποσό της αποζημιώσεως για ολική μόνιμη αναπηρία λόγω μη επαγγελματικής ασθένειας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 55 % της εκάστοτε ισχύουσας ελάχιστης βάσεως εισφορών κατ’ έτος για τους ενήλικες οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους.»

 Ο γενικός νόμος περί των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία

16      Ο Ley General de derechos de las personas con discapacidad y de su inclusión social (γενικός νόμος περί των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία και της κοινωνικής ένταξής τους), υπό την κωδικοποιημένη μορφή του που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 1/2013 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General de derechos de las personas con discapacidad y de su inclusión social (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2013 περί εγκρίσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του γενικού νόμου περί των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία και της κοινωνικής ένταξής τους), της 29ης Νοεμβρίου 2013 (BOE αριθ. 289, της 3ης Δεκεμβρίου 2013, σ. 95635) (στο εξής: γενικός νόμος περί των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία), προβλέπει στο άρθρο 2, με τίτλο «Ορισμοί», υπό το στοιχείο m, τα εξής:

«Εύλογες προσαρμογές: αναγκαίες και ενδεδειγμένες τροποποιήσεις και προσαρμογές του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και του τρόπου συμπεριφοράς στις ειδικές ανάγκες των ατόμων με αναπηρία, οι οποίες δεν συνεπάγονται δυσανάλογη ή αδικαιολόγητη επιβάρυνση, εφόσον απαιτούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τρόπο αποτελεσματικό και πρακτικό, προκειμένου να διευκολυνθεί η προσβασιμότητα και η συμμετοχή και να εξασφαλισθεί στα άτομα με αναπηρία η ισότιμη απόλαυση ή άσκηση όλων των δικαιωμάτων.»

17      Το άρθρο 4 του νόμου, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαιούχοι», προβλέπει τα εξής:

«1.      Ως “άτομα με αναπηρία” νοούνται τα πρόσωπα που εμφανίζουν πιθανώς μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές μειονεξίες οι οποίες, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τους άλλους.

2.      Πέραν των ατόμων τα οποία εμπίπτουν στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, τα άτομα στα οποία έχει αναγνωρισθεί ποσοστό ανικανότητας ίσο προς ή ανώτερο του 33 % έχουν από κάθε άποψη την ιδιότητα των ατόμων με αναπηρία. Θεωρείται ότι παρουσιάζουν ποσοστό ανικανότητας ίσο προς ή ανώτερο του 33 % οι ασφαλισμένοι στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως στους οποίους καταβάλλεται σύνταξη λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας, λόγω πλήρους μόνιμης ανικανότητας ή λόγω βαριάς αναπηρίας […].

[…]»

18      Το άρθρο 40 του ίδιου νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λήψη μέτρων για την πρόληψη ή την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων τα οποία προκαλούνται από την αναπηρία ως εγγύηση για την πλήρη ισότητα στην εργασία», ορίζει τα εξής:

«1.      Προκειμένου να κατοχυρωθεί η πλήρης ισότητα στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη θέσπιση ειδικών μέτρων για την πρόληψη ή την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων τα οποία προκαλούνται από την αναπηρία.

2.      Οι εργοδότες οφείλουν να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για να προσαρμόσουν τη θέση εργασίας και να διευκολύνουν την προσβασιμότητα στην επιχείρηση αναλόγως των αναγκών της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, προκειμένου να παράσχουν στα άτομα με αναπηρία τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στην απασχόληση, να εκτελούν την εργασία τους, να προάγονται και να έχουν πρόσβαση σε κατάρτιση, εκτός αν τα μέτρα αυτά συνιστούν δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η επιβάρυνση είναι δυσανάλογη, επιβάλλεται να εξετασθεί αν αυτή μετριάζεται επαρκώς από τα δημόσια μέτρα, ενισχύσεις και επιχορηγήσεις για τα πρόσωπα με αναπηρία και να ληφθεί υπόψη το οικονομικό και το λοιπό κόστος των μέτρων αυτών, καθώς και το μέγεθος της επιχειρήσεως ή του οργανισμού και ο συνολικός κύκλος εργασιών τους.»

19      Κατά το άρθρο 63 του ίδιου νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσβολή του δικαιώματος ίσων ευκαιριών»:

«Το δικαίωμα της ισότητας ευκαιριών για τα άτομα με αναπηρία, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, θεωρείται ότι προσβάλλεται όταν, εξ αφορμής της αναπηρίας ή ένεκα αυτής, υπάρχει άμεση ή έμμεση διάκριση, δυσμενής διάκριση εξ αντανακλάσεως, παρενόχληση, μη τήρηση των απαιτήσεων προσβασιμότητας και διενέργειας εύλογων προσαρμογών, και μη τήρηση των προβλεπόμενων από τον νόμο μέτρων θετικής δράσεως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Ο J.M.A.R. εργαζόταν με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως στη Ca Na Negreta, από τον Οκτώβριο του 2012, ως οδηγός φορτηγού αποκομιδής οικιακών απορριμμάτων. Τον Δεκέμβριο του 2016 υπέστη επιπλεγμένο κάταγμα στη δεξιά του πτέρνα λόγω εργατικού ατυχήματος.

21      Κατόπιν του εν λόγω εργατικού ατυχήματος, ο J.M.A.R. περιήλθε σε κατάσταση προσωρινής ανικανότητας προς εργασία. Στις 18 Φεβρουαρίου 2018, το Instituto Nacional de la Seguridad Social (Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ισπανία) (στο εξής: INSS) έλαβε την απόφαση να παύσει η ισχύς του εν λόγω καθεστώτος προσωρινής ανικανότητας, χορηγώντας του κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για μόνιμη βλάβη, ύψους 3 120 ευρώ. Εντούτοις, με την ανωτέρω απόφαση, το INSS αρνήθηκε να αναγνωρίσει στον J.M.A.R. μόνιμη ανικανότητα προς εργασία, κατά την έννοια του άρθρου 193 του LGSS.

22      Στις 6 Αυγούστου 2018, ο J.M.A.R. ζήτησε από τη Ca Na Negreta τη μετακίνησή του σε θέση προσαρμοσμένη στις συνέπειες του εργατικού ατυχήματος το οποίο είχε υποστεί. Δεδομένου ότι η Ca Na Negreta δέχθηκε το αίτημά του, ο J.M.A.R. μετακινήθηκε από τη θέση του οδηγού βαρέων μηχανοκίνητων οχημάτων υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως σε θέση οδηγού στον τομέα των κινητών σημείων συλλογής, η οποία απαιτούσε μικρότερη σωματική προσπάθεια, συνεπαγόταν μειωμένο χρόνο οδηγήσεως και ήταν συμβατή με τους σωματικούς περιορισμούς του.

23      Ο J.M.A.R. άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία το INSS αρνήθηκε να του αναγνωρίσει μόνιμη ανικανότητα προς εργασία ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο, με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2020, αναγνώρισε στον J.M.A.R. ολική μόνιμη ανικανότητα ασκήσεως του συνήθους επαγγέλματός του, κατά την έννοια του άρθρου 194 του LGSS. Η απόφαση της 2ας Μαρτίου 2020 ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, «ανεξαρτήτως του ότι ο εργαζόμενος μετακινήθηκε από την επιχείρηση σε άλλη θέση και μπορεί επί του παρόντος να εργάζεται, δεδομένου ότι πρέπει να οδηγεί μόνον 40 λεπτά ημερησίως, γεγονός παραμένει ότι η υφιστάμενη επί του παρόντος κατάσταση του δεξιού αστραγάλου και του δεξιού ποδιού του θα τον εμπόδιζε να οδηγεί κατά τρόπο συνεχή αν υποχρεωνόταν σε οδήγηση υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, όπως το απαιτεί το σύνηθες επάγγελμά του ως οδηγού φορτηγού». Η εν λόγω απόφαση αναγνώρισε επίσης στον J.M.A.R. το δικαίωμα να λαμβάνει μηνιαία αποζημίωση ίση προς το 55 % του ημερομισθίου του.

24      Στις 13 Μαρτίου 2020, η Ca Na Negreta κοινοποίησε στον J.M.A.R. καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, βάσει του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο e, του Εργατικού Κώδικα, λόγω της ολικής μόνιμης ανικανότητάς του προς άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του.

25      Επιληφθέν της αγωγής που άσκησε ο J.M.A.R. κατά της ως άνω καταγγελίας, το Juzgado de lo Social n° 1 de Ibiza (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 1 της Ίμπιζα, Ισπανία), με απόφαση της 24ης Μαΐου 2021, την απέρριψε με το σκεπτικό ότι η αναγνώριση της ολικής μόνιμης ανικανότητας προς άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του δικαιολογεί τη λύση της συμβάσεως εργασίας του, χωρίς να υφίσταται νομική υποχρέωση του εργοδότη να μετακινήσει τον εργαζόμενο σε άλλη θέση εντός της επιχειρήσεώς του.

26      Ο J.M.A.R. άσκησε έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de las Islas Baleares (ανώτερου δικαστηρίου των Βαλεαρίδων Νήσων, Ισπανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο οικείος εργαζόμενος είναι άτομο με ειδικές ανάγκες, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78. Υπογραμμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του γενικού νόμου περί των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία, το οποίο αναγνωρίζει στα άτομα με ολική μόνιμη ανικανότητα την ιδιότητα των «ατόμων με αναπηρία».

28      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο e, του Εργατικού Κώδικα, το οποίο δεν έχει τροποποιηθεί από τις 10 Μαρτίου 1980 και, ως εκ τούτου, δεν έχει προσαρμοσθεί για να ληφθούν υπόψη η οδηγία 2000/78 και η Σύμβαση του ΟΗΕ, η διαπίστωση της ολικής μόνιμης ανικανότητας προς άσκηση του συνήθους επαγγέλματος παρέχει αυτομάτως τη δυνατότητα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, χωρίς να επιβάλλεται η τήρηση οιασδήποτε διατυπώσεως ή η καταβολή αποζημιώσεως, πέραν της μηνιαίας αποζημιώσεως, ίσης, εν προκειμένω, προς το 55 % του μισθού του εργαζομένου. Επιπλέον, η καταγγελία αυτή δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση οιασδήποτε προηγούμενης υποχρεώσεως όσον αφορά τις «εύλογες προσαρμογές», ενώ, εν προκειμένω, η ίδια η Ca Na Negreta είχε αποδείξει το εφικτό των προσαρμογών αυτών, δεδομένου ότι η ίδια μετακίνησε τον J.M.A.R. σε άλλη θέση εντός της επιχειρήσεως.

29      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail (C‑485/20, EU:C:2022:85), από την οποία προκύπτει, κατά την άποψή του, ότι ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

30      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), από την οποία προκύπτει ότι, μολονότι η ολική μόνιμη ανικανότητα δεν υποχρεώνει τον εργοδότη να απολύσει τον εργαζόμενο και δεν εμποδίζει, μεταξύ άλλων, την μετακίνησή του σε άλλη θέση εργασίας εντός της επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η ανικανότητα αυτή επηρεάζει μόνον την ικανότητά του να ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του και δεν τον εμποδίζει, επομένως, να εκτελέσει άλλα καθήκοντα, εντούτοις ο εν λόγω εργοδότης δεν υποχρεούται να μετακινήσει τον εργαζόμενο σε άλλη θέση, εκτός αν τούτο προβλέπεται ρητώς από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από σύμβαση.

31      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας με το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail (C‑485/20, EU:C:2022:85).

32      Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunal Superior de Justicia de las Islas Baleares (ανώτερο δικαστήριο των Βαλεαρίδων Νήσων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 5 της [οδηγίας 2000/78], υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 16, 17, 20 και 21, των άρθρων 21 και 26 του [Χάρτη] και των άρθρων 2 και 27 της [Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών], την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω αναπηρίας του εργαζομένου (όταν αυτός κηρυχθεί σε κατάσταση μόνιμης και ολικής ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του), χωρίς να απαιτεί από τον εργοδότη την προηγουμένη συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση προβλέψεως “εύλογων προσαρμογών” όπως επιβάλλει το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ούτως ώστε να διατηρηθεί η θέση εργασίας (ή την απόδειξη ότι η συμμόρφωση προς την υποχρέωση αυτή συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση);

2.      Έχουν το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2000/78], υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 16, 17, 20 και 21, των άρθρων 21 και 26 του [Χάρτη] και των άρθρων 2 και 27 της [Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών], την έννοια ότι η αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως εργασίας εργαζομένου λόγω αναπηρίας (όταν αυτός κηρυχθεί σε κατάσταση μόνιμης και ολικής ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός του), χωρίς να απαιτείται η προηγουμένη συμμόρφωση προς την υποχρέωση προβλέψεως “εύλογων προσαρμογών” όπως επιβάλλει το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ούτως ώστε να διατηρηθεί η θέση εργασίας (ή η προηγουμένη απόδειξη ότι η συμμόρφωση προς την υποχρέωση αυτή συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση), συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση, ακόμη και όταν η λύση της συμβάσεως εργασίας προβλέπεται από εθνική ρύθμιση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

33      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 26 του Χάρτη, καθώς και των άρθρων 2 και 27 της Συμβάσεως του ΟΗΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας λόγω μόνιμης ανικανότητας του εργαζομένου προς εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται από τη σύμβαση, συνεπεία αναπηρίας επελθούσας κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, χωρίς ο εργοδότης να υποχρεούται προηγουμένως να προβλέψει ή να διατηρήσει σε ισχύ εύλογες προσαρμογές ώστε να μπορέσει ο εργαζόμενος να διατηρήσει την εργασία του, ούτε να υποχρεούται να αποδείξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ότι τέτοιες προσαρμογές θα συνιστούσαν δυσανάλογη επιβάρυνση.

34      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον τυγχάνει εφαρμογής η οδηγία 2000/78, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο όρος «ειδικές ανάγκες» υπό την έννοια της ανωτέρω οδηγίας υποδηλώνει περιορισμό της ικανότητας, οφειλόμενο, ιδίως, σε χρόνιες σωματικές, διανοητικές ή ψυχικές παθήσεις, ο οποίος, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail, C‑485/20, EU:C:2022:85, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Αφετέρου, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους όρους απολύσεως.

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ως «απόλυση» νοείται, μεταξύ άλλων, η μονομερής παύση κάθε μορφής δραστηριότητας που μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, TP (Επιμελητής οπτικοακουστικού υλικού για τη δημόσια τηλεόραση), C‑356/21, EU:C:2023:9, σκέψη 62]. Συνεπώς, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα οποιαδήποτε περίπτωση λήξεως της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, χωρίς τη συναίνεσή του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά τον εκκαλούντα της κύριας δίκης, η ανικανότητά του οφείλεται σε μόνιμη σωματική βλάβη συνδεόμενη με εργατικό ατύχημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχουν το αιτούν δικαστήριο και η Ισπανική Κυβέρνηση, μολονότι η εν λόγω ανικανότητα δεν εμποδίζει την εκ μέρους του οικείου εργαζομένου άσκηση άλλων καθηκόντων στην επιχείρηση του εργοδότη του ή σε άλλη επιχείρηση, εντούτοις στον εν λόγω εργαζόμενο αναγνωρίζεται η ιδιότητα του «ατόμου με αναπηρία», κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78 στην εσωτερική έννομη τάξη, ήτοι των άρθρων 4, 40 και 63 του γενικού νόμου περί των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία. Ο περιορισμός της ικανότητας του εκκαλούντος της κύριας δίκης, λόγω μόνιμης σωματικής βλάβης, φαίνεται ικανός να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο, οπότε η κατάστασή του εμπίπτει στην έννοια των «ειδικών αναγκών» της οδηγίας 2000/78 και της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως.

38      Αφετέρου, δεν αμφισβητείται ούτε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία παρέχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας του εργαζομένου να ασκήσει το σύνηθες επάγγελμά του εντός της επιχειρήσεως. Το γεγονός ότι ο οικείος εργαζόμενος ζήτησε να αναγνωρισθεί η εν λόγω ολική μόνιμη ανικανότητα και ότι γνώριζε ότι η ανωτέρω νομοθεσία παρείχε στον εργοδότη του το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του κατόπιν της αναγνωρίσεως αυτής δεν σημαίνει, συναφώς, ότι ο εργαζόμενος αυτός είχε συναινέσει στη λύση της συμβάσεως εργασίας. Κατά συνέπεια, η καταγγελία δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας εμπίπτει στους «όρους απόλυσης», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, καθόσον συνιστά λήξη της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου.

39      Επομένως, κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

40      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η οδηγία 2000/78 εξειδικεύει, στον τομέα τον οποίο καλύπτει, τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη, το οποίο απαγορεύει, μεταξύ άλλων, κάθε διάκριση λόγω αναπηρίας. Επιπλέον, το άρθρο 26 του Χάρτη προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο (πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail, C‑485/20, EU:C:2022:85, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν συνεχεία, πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων της Συμβάσεως του ΟΗΕ για την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2000/78, οπότε η τελευταία πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς την εν λόγω Σύμβαση (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Komisia za zashtita ot diskriminatsia, C‑824/19, EU:C:2021:862, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Κατά το άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω Συμβάσεως, ως «διάκριση λόγω αναπηρίας» νοείται κάθε διάκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός λόγω αναπηρίας που έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα να ελαττώνει ή να ακυρώνει την αναγνώριση, την απόλαυση ή την άσκηση, σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή κάθε άλλο τομέα. Η έννοια αυτή περιλαμβάνει όλες τις μορφές διακρίσεων, ακόμη και την άρνηση εύλογης διευκολύνσεως.

43      Όσον αφορά τις διευκολύνσεις ή προσαρμογές αυτές, από το γράμμα του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 20 και 21, προκύπτει ότι ο εργοδότης οφείλει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ήτοι μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά, κατόπιν συνεκτιμήσεως κάθε ατομικής καταστάσεως, ώστε κάθε πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail, C‑485/20, EU:C:2022:85, σκέψη 37).

44      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν εργαζόμενος καθίσταται οριστικώς ακατάλληλος να απασχοληθεί στη θέση εργασίας του λόγω επελθούσας αναπηρίας, η ανατοποθέτησή του σε άλλη θέση εργασίας μπορεί να συνιστά ενδεδειγμένο μέτρο στο πλαίσιο των εύλογων προσαρμογών, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, δεδομένου ότι παρέχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να διατηρήσει την εργασία του, διασφαλίζοντας την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζομένους (πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail, C‑485/20, EU:C:2022:85, σκέψεις 41 και 43).

45      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78 δεν μπορεί να υποχρεώσει τον εργοδότη να λάβει μέτρα τα οποία θα του επέβαλαν δυσανάλογη επιβάρυνση. Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας προκύπτει ότι, για να διαπιστώνεται αν τα επίμαχα μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχειρήσεως και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενισχύσεως. Επιπλέον, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα τοποθετήσεως ατόμου με αναπηρία σε άλλη θέση εργασίας υφίσταται μόνον εφόσον υπάρχει τουλάχιστον μία κενή θέση στην οποία μπορεί να απασχοληθεί ο οικείος εργαζόμενος (απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail, C‑485/20, EU:C:2022:85, σκέψεις 45 και 48).

46      Κατά συνέπεια, η έννοια των «εύλογων προσαρμογών» σημαίνει ότι εργαζόμενος ο οποίος, λόγω της αναπηρίας του, χαρακτηρίσθηκε ακατάλληλος προς εκτέλεση των βασικών καθηκόντων της θέσεως την οποία κατέχει πρέπει να τοποθετηθεί σε άλλη θέση για την οποία διαθέτει την απαιτούμενη καταλληλότητα, ικανότητα και προθυμία, εφόσον ένα τέτοιο μέτρο δεν συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη του (πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, HR Rail, C‑485/20, EU:C:2022:85, σκέψη 49).

47      Εν προκειμένω, από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία προκύπτει ότι αυτή επιτρέπει την απόλυση εργαζομένου μόλις αναγνωρισθεί τυπικώς η ανικανότητά του προς απασχόληση στη θέση εργασίας του λόγω επελθούσας αναπηρίας, χωρίς να υποχρεώνει τον εργοδότη του να λάβει, προηγουμένως, ενδεδειγμένα μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, ή να διατηρήσει σε ισχύ τα ενδεδειγμένα μέτρα τα οποία έχει ήδη λάβει. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης είχε μετακινηθεί σε άλλη θέση εντός της επιχειρήσεως μεταξύ της 6ης Αυγούστου 2018 και της 13ης Μαρτίου 2020, ημερομηνίας της απολύσεως, η οποία κοινοποιήθηκε από τον εργοδότη ένδεκα ημέρες μετά την επίσημη αναγνώριση της ανικανότητάς του προς άσκηση των προηγούμενων συνήθων καθηκόντων του. Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η νέα θέση εργασίας στην οποία είχε μετακινηθεί ο εργαζόμενος, για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, φαινόταν συμβατή με τους σωματικούς περιορισμούς συνεπεία του εργατικού ατυχήματος που υπέστη.

48      Όπως επισήμαναν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, μια τέτοια νομοθεσία φαίνεται να έχει ως αποτέλεσμα, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, την απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωσή του να προβεί ή, ενδεχομένως, να διατηρήσει σε ισχύ εύλογες προσαρμογές, όπως είναι η μετακίνηση του οικείου εργαζομένου σε άλλη θέση, ακόμη και αν αυτός διαθέτει την απαιτούμενη καταλληλότητα, ικανότητα και προθυμία για την άσκηση των βασικών καθηκόντων της άλλης αυτής θέσεως εργασίας, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 17 της ίδιας οδηγίας και της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως. Επιπλέον, η εν λόγω νομοθεσία δεν φαίνεται να επιβάλλει στον εργοδότη ούτε να αποδείξει ότι μια τέτοια μετακίνηση θα μπορούσε να του επιβάλει δυσανάλογη επιβάρυνση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, πριν προβεί στην απόλυση του εργαζομένου.

49      Το γεγονός ότι, δυνάμει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας, η ολική μόνιμη ανικανότητα αναγνωρίζεται κατόπιν αιτήσεως του εργαζομένου και του παρέχει δικαίωμα σε παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι σε μηνιαία αποζημίωση, με παράλληλη διατήρηση της δυνατότητας ασκήσεως άλλων καθηκόντων, δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

50      Πράγματι, μια τέτοια εθνική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας εργαζόμενος με αναπηρία είναι αναγκασμένος να διατρέχει τον κίνδυνο απώλειας της εργασίας του προκειμένου να μπορεί να λάβει παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 27, παράγραφος 1, της Συμβάσεως του ΟΗΕ, κατά το οποίο πρέπει να διασφαλίζεται και να διευκολύνεται η άσκηση του δικαιώματος στην εργασία και για τα άτομα με αναπηρία επελθούσα κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς τους, καθώς και η διατήρηση της απασχόλησης. Εξομοιώνοντας την «ολική μόνιμη ανικανότητα», η οποία αφορά μόνον τα συνήθη καθήκοντα, με τον θάνατο εργαζομένου ή με «πλήρη μόνιμη ανικανότητα», η οποία υποδηλώνει, σύμφωνα με τις γραπτές παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, ανικανότητα προς οποιαδήποτε εργασία, η εν λόγω εθνική νομοθεσία αντιβαίνει στον σκοπό της επαγγελματικής εντάξεως των ατόμων με αναπηρία, ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 26 του Χάρτη.

51      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, κατά το οποίο το οικείο κράτος μέλος είναι το μόνο αρμόδιο να οργανώνει το σύστημά του κοινωνικής ασφαλίσεως και να καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, υπενθυμίζεται ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να τηρεί το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, INSS (Σωρευτική χορήγηση παροχών λόγω ολικής ανικανότητας προς εργασία), C‑625/20, EU:C:2022:508, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Επομένως, εθνική κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορεί να αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 26 του Χάρτη, ανάγοντας την αναπηρία του εργαζομένου σε λόγο απολύσεως, χωρίς ο εργοδότης να υποχρεούται προηγουμένως να προβλέψει ή να διατηρήσει σε ισχύ εύλογες προσαρμογές ώστε να μπορέσει ο εργαζόμενος να διατηρήσει την εργασία του, ούτε να υποχρεούται να αποδείξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ότι οι προσαρμογές αυτές θα συνιστούσαν δυσανάλογη επιβάρυνση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.

53      Κατά συνέπεια, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 26 του Χάρτη, καθώς και των άρθρων 2 και 27 της Συμβάσεως του ΟΗΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας λόγω μόνιμης ανικανότητας του εργαζομένου προς εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται από τη σύμβαση, συνεπεία αναπηρίας επελθούσας κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, χωρίς ο εργοδότης να υποχρεούται προηγουμένως να προβλέψει ή να διατηρήσει σε ισχύ εύλογες προσαρμογές ώστε να μπορεί ο εργαζόμενος να διατηρήσει την εργασία του, ούτε να υποχρεούται να αποδείξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ότι τέτοιες προσαρμογές θα συνιστούσαν δυσανάλογη επιβάρυνση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 26 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 2 και 27 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 13 Δεκεμβρίου 2006 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας λόγω μόνιμης ανικανότητας του εργαζομένου προς εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται από τη σύμβαση, συνεπεία αναπηρίας επελθούσας κατά τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, χωρίς ο εργοδότης να υποχρεούται προηγουμένως να προβλέψει ή να διατηρήσει σε ισχύ εύλογες προσαρμογές ώστε να μπορεί ο εργαζόμενος να διατηρήσει την εργασία του, ούτε να υποχρεούται να αποδείξει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ότι τέτοιες προσαρμογές θα συνιστούσαν δυσανάλογη επιβάρυνση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.