Language of document : ECLI:EU:C:2024:64

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C450/22

Caixabank, S.A., ως διάδοχος των Bankia, S.A. και Banco Mare Nostrum, S.A.,

Caixa Ontinyent, S.A.,

Banco Santander, S.A., ως διάδοχος των Banco Popular Español, S.A. και Banco Pastor, S.A.,

Targobank, S.A.,

Credifimo, S.A.U.,

Caja Rural de Teruel, S.C.C.,

Caja Rural de Navarra, S.C.C.,

Cajasiete Caja Rural, S.C.C.,

Caja Rural de Jaén, Barcelona και Madrid, S.C.C.,

Caja Laboral Popular, S.C.C. (Kutxa),

Caja Rural de Asturias, S.C.C.,

Arquia Bank, S.A., πρώην Caja de Arquitectos, S.C.C.,

Nueva Caja Rural de Aragón, S.C.C.,

Caja Rural de Granada, S.C.C.,

Caja Rural del Sur, S.C.C.,

Caja Rural de Albacete, Ciudad Real και Cuenca, S.C.C. (Globalcaja),

Caja Rural Central, S.C.C. κ.λπ.,

Unicaja Banco, S.A., ως διάδοχος των Liberbank, S.A. και Banco Castilla la Mancha, S.A.,

Banco de Sabadell, S.A.,

Banca March, S.A.,

Ibercaja Banco, S.A.,

Banca Pueyo, S.A.

κατά

ADICAE,

M.A.G.G.,

M.R.E.M.,

A.B.C.,

Óptica Claravisión, S.L.,

A.T.M.,

F.A.C.,

A.P.O.,

P.S.C.,

J.V.M.B., ως διαδόχου της C.M.R.

[αίτηση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών – Συλλογικές αγωγές – Αγωγή παραλείψεως και επιστροφής ποσών – Συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων που συνήφθησαν μεταξύ μεγάλου αριθμού τραπεζών και καταναλωτών – Ρήτρα κατώτατου επιτοκίου για τον περιορισμό της διακύμανσης του επιτοκίου – Αφηρημένος έλεγχος διαφάνειας – Έννοια του “μέσου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος”»






 I. Εισαγωγή

1.        Η επιταγή περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών κατά την έννοια της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (2). Η εκτίμηση της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών δεν βασίζεται μόνον σε τυπικά, αλλά και σε ουσιαστικά κριτήρια. Ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε θέση να κατανοεί πλήρως τις συμβατικές ρήτρες και τις οικονομικές συνέπειές τους. Η υιοθέτηση από τη νομολογία του Δικαστηρίου ουσιαστικής προσέγγισης ως προς την επιταγή περί διαφάνειας έχει περιγραφεί στη θεωρία ως «σταδιακή μετατόπιση προς μια πιο […] προνοιακή προσέγγιση του ζητήματος των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών» (3).

2.        Η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει το ζήτημα εάν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής και, εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποια μέθοδο. Το Δικαστήριο θα πρέπει επίσης να αναλύσει την έννοια του «μέσου καταναλωτή» στο πλαίσιο συλλογικών δικών που έχουν τα χαρακτηριστικά δικαστικών διαφορών μεγάλης κλίμακας και αφορούν σημαντικό αριθμό χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και συμβάσεων.

 II. Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 93/13

3.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

4.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.»

5.        Το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«1.       Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.

2.       Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.

3.       Τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, οι προσφυγές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να ασκούνται, κατά πλειόνων επαγγελματιών, χωριστά ή από κοινού, του αυτού επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.»

 Το ισπανικό δίκαιο

 Ο νόμος 7/1998

6.        Το άρθρο 12 του Ley 7/1998 sobre condiciones generales de la contratación (νόμου 7/1998 περί γενικών όρων συναλλαγών), της 13ης Απριλίου 1998 (BOE αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: LCGC), ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά της χρήσης ή της σύστασης για χρήση γενικών όρων αντίθετων προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή προς άλλες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ή απαγορευτικές διατάξεις μπορεί να ασκηθεί, αντιστοίχως, αγωγή παραλείψεως και αποχής από τη σύσταση.

2.      Η αγωγή παραλείψεως τείνει στην έκδοση απόφασης με την οποία ο εναγόμενος υποχρεώνεται να εξαλείψει από τους γενικούς όρους του εκείνους που λογίζονται άκυροι και να απόσχει από τη χρήση τους στο μέλλον, προσδιορίζοντας και διευκρινίζοντας, αναλόγως των περιστάσεων, το περιεχόμενο της σύμβασης που πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι έγκυρο και παράγει αποτελέσματα.

Στην αγωγή παραλείψεως μπορεί να σωρευθεί, ως παρεπόμενη αγωγή, αγωγή με αίτημα την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει των όρων τους οποίους αφορά η απόφαση, καθώς και αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από την εφαρμογή των όρων αυτών.»

7.        Το άρθρο 17 του LCGC ορίζει τα εξής:

«1.       Η αγωγή παραλείψεως ασκείται κατά οποιουδήποτε επαγγελματία που χρησιμοποιεί γενικούς όρους οι οποίοι λογίζονται άκυροι.

[…]

4.       Οι προβλεπόμενες στις προηγούμενες παραγράφους αγωγές μπορούν να ασκηθούν από κοινού κατά πλειόνων επαγγελματιών του ίδιου οικονομικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρήση πανομοιότυπων γενικών όρων οι οποίοι λογίζονται άκυροι.»

 Το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007

8.        Κατά το άρθρο 53 του texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias (ενοποιημένου κειμένου του γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων), το οποίο κυρώθηκε με το Real Decreto Legislativo 1/2007 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007), της 16ης Νοεμβρίου 2007 (BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η αγωγή παραλείψεως τείνει στην έκδοση απόφασης με την οποία ο εναγόμενος υποχρεώνεται να παύσει συγκεκριμένη συμπεριφορά και να απέχει από την επανάληψή της στο μέλλον. Με την αγωγή μπορεί επίσης να ζητηθεί η αποχή από συμπεριφορά η οποία είχε παύσει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η συμπεριφορά μπορεί να επαναληφθεί στο άμεσο μέλλον. Σε κάθε αγωγή παραλείψεως μπορεί να σωρευθεί, εφόσον υπάρξει αίτημα κήρυξης ακυρότητας και ακυρωσίας, αγωγή λόγω αθετήσεως υποχρεώσεων, αγωγή λύσης ή καταγγελίας της σύμβασης ή αγωγή επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί εξαιτίας των πράξεων, των ρητρών ή των γενικών όρων που κρίθηκαν καταχρηστικοί ή αδιαφανείς.

 Ο νόμος 1/2000

9.        Το άρθρο 72 του Ley 1/2000 de Enjuiciamiento Civil (νόμου 1/2000 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει ότι αγωγές ενός ενάγοντος κατά πλειόνων εναγομένων ή πλειόνων εναγόντων κατά ενός εναγομένου είναι δυνατόν να σωρευθούν και να συνεκδικαστούν, εφόσον μεταξύ των αγωγών υφίσταται συνάφεια λόγω του αιτήματος ή της αιτίας της διαφοράς. Θεωρείται ότι υπάρχει ταυτότητα ή συνάφεια του αιτήματος ή της αιτίας της διαφοράς όταν οι αγωγές βασίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά.

 III. Συνοπτική παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών και της διαδικασίας της κύριας δίκης

10.      Η Asociación de Usuarios de Bancos, Cajas de Ahorros y Seguros de España (στο εξής: ADICAE) (Ισπανική ένωση χρηστών τραπεζών, ταμιευτηρίων και ασφαλιστικών εταιριών) άσκησε συλλογική αγωγή παραλείψεως κατά σαράντα τεσσάρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ισπανία. Με το δικόγραφο της αγωγής της, η ADICAE αιτήθηκε να υποχρεωθούν τα ιδρύματα αυτά να απέχουν από τη χρήση, στις συμβάσεις τους ενυπόθηκων δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, της γενικής συμβατικής ρήτρας που συνίσταται στον περιορισμό της μείωσης του κυμαινόμενου επιτοκίου κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο (στο εξής: ρήτρα κατώτατου επιτοκίου). Επιπλέον, η ADICAE σώρευσε στην αγωγή παραλείψεως και αγωγή ανάκτησης με αίτημα την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί κατ’ εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας. Η ADICAE αιτήθηκε δύο φορές να προσθέσει στην αγωγή της και επιπλέον εναγομένους, αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό των εναγομένων σε εκατόν έναν.

11.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την αγωγή. Κατόπιν προσκλήσεων διά της χρήσης των μέσων επικοινωνίας εθνικής εμβέλειας, οκτακόσιοι είκοσι καταναλωτές παρενέβησαν ατομικώς, προς στήριξη των αιτημάτων της συλλογικής αγωγής.

12.      Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, με εξαίρεση το μέρος που αφορούσε τρία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αναγνωρίστηκε δε η ακυρότητα των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» («clausulas suelo») που περιέχονταν στους γενικούς όρους των συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων. Δυνάμει της απόφασης αυτής, τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεώθηκαν να εξαλείψουν τις επίμαχες ρήτρες από τις συμβάσεις και να παύσουν να τις χρησιμοποιούν κατά τρόπο μη διαφανή. Υποχρεώθηκαν επίσης να επιστρέψουν τα ποσά που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογή των ρητρών αυτών, από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) της 9ης Μαΐου 2013.

13.      Οι εναγόμενες τράπεζες άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του Audiencia Provincial de Madrid (εφετείου Μαδρίτης, Ισπανία), το οποίο απέρριψε την πλειονότητα των εφέσεων. Με την απόφασή του, το εν λόγω δικαστήριο καθόρισε τη μέθοδο ελέγχου διαφάνειας των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο συλλογικών αγωγών (αφηρημένος έλεγχος). Ειδικότερα, αποφάνθηκε ότι είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα απέκρυψε ή εξέθεσε εσφαλμένα τις οικονομικές συνέπειες της επίμαχης ρήτρας. Έκρινε ότι τέτοια απόκρυψη ή εσφαλμένη έκθεση υφίσταται όταν η τράπεζα δεν εμφανίζει τη «ρήτρα κατώτατου επιτοκίου» κατά τρόπο παρόμοιο με άλλους όρους τους οποίους προσέχει ο μέσος καταναλωτής, ιδίως δε τους όρους που καθορίζουν την τιμή της σύμβασης.

14.      Το Audiencia Provincial de Madrid (εφετείο Μαδρίτης) απαρίθμησε ορισμένες πρακτικές οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν ένδειξη της έλλειψης διαφάνειας της επίμαχης ρήτρας. Τέτοιες πρακτικές είναι, ιδίως, οι εξής: πρώτον, η παρουσίαση της «ρήτρας κατώτατου επιτοκίου» μαζί με πληροφορίες που δεν σχετίζονται με την τιμή της σύμβασης, ή μαζί με δευτερεύουσες πληροφορίες οι οποίες μειώνουν δυνητικώς την τιμή, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι η ρήτρα υπόκειται σε ορισμένους όρους ή προϋποθέσεις που καθιστούν δυσχερή την εφαρμογή της στην πράξη· δεύτερον, η τοποθέτηση της ρήτρας στο μέσον ή στο τέλος μακροσκελών παραγράφων, στην αρχή των οποίων εξετάζονται άλλα ζητήματα, ώστε να εκφεύγει της προσοχής του μέσου καταναλωτή, και τρίτον, η παρουσίαση της «ρήτρας κατώτατου επιτοκίου» μαζί με τη ρήτρα περιορισμού της αύξησης του επιτοκίου (ρήτρα ανώτατου επιτοκίου), ώστε η προσοχή του καταναλωτή να επικεντρώνεται στη φαινομενική ασφάλεια της ύπαρξης μέγιστου ανώτατου ορίου στην υποθετική περίπτωση ανόδου του δείκτη αναφοράς, με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή του από τη σημασία του κατώτατου ορίου.

15.      Οι τράπεζες προσέβαλαν την απόφαση του Audiencia Provincial de Madrid (εφετείου Μαδρίτης) ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

16.      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο θέτει δύο κύρια ζητήματα. Το πρώτο αφορά το κατά πόσο μια συλλογική αγωγή παραλείψεως συνιστά κατάλληλο δικονομικό μηχανισμό για τη διενέργεια ελέγχου διαφάνειας των συμβατικών ρητρών. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στην αγωγή παραλείψεως απαιτείται, εξ ορισμού, αφηρημένος έλεγχος της επίμαχης ρήτρας, ενώ ο έλεγχος διαφάνειας απαιτεί ειδική εξέταση της συγκεκριμένης συμβατικής σχέσης στην οποία εντάσσεται η επίμαχη ρήτρα, με έμφαση στην προσυμβατική ενημέρωση που παρέχεται στους καταναλωτές. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν η συλλογική αγωγή είναι κατάλληλη για τον έλεγχο διαφάνειας μιας ρήτρας. Επιπλέον, διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο δύναται να εγερθεί συλλογική αγωγή για τον έλεγχο διαφάνειας σε βάρος όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που απαρτίζουν το τραπεζικό σύστημα μιας ολόκληρης χώρας (άνω των εκατό), εάν ο μόνος κοινός παρονομαστής μεταξύ των ιδρυμάτων αυτών είναι η χρήση παρόμοιας ρήτρας στις συμβάσεις τους ενυπόθηκων δανείων.

17.      Το δεύτερο ζήτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο αφορά τον ορισμό του μέσου καταναλωτή σε συνθήκες υπό τις οποίες υπάρχουν διαφορές μεταξύ των πολυάριθμων εμπλεκόμενων στη διαφορά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των συμβατικών προτύπων που έχουν χρησιμοποιηθεί και των οικείων πελατών και υπό τις οποίες οι επίμαχες ρήτρες χρησιμοποιήθηκαν επί μακρό χρονικό διάστημα.

18.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εθνική νομολογία καταδεικνύει τις δυσχέρειες που ενέχει ο αφηρημένος έλεγχος διαφάνειας. Συναφώς, παραπέμπει στη νομολογία του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία). Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η επέκταση των αποτελεσμάτων συλλογικής αγωγής παραλείψεως στο σύνολο των συμβάσεων θα έθιγε ενδεχομένως τη συμβατική ελευθερία του καταναλωτή ο οποίος δεν επιθυμεί την ακύρωση της σύμβασης. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στη δική του νομολογία. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε στο παρελθόν ότι είναι δυνατός ο αφηρημένος έλεγχος των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου», λαμβανομένου υπόψη του ορισμού του μέσου καταναλωτή και των χαρακτηριστικών της σύναψης τυποποιημένων συμβάσεων. Εντούτοις, στις οικείες υποθέσεις, η συλλογική αγωγή ασκήθηκε σε βάρος ενός μόνο χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή σε βάρος πολύ μικρού αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Κατά συνέπεια, ήταν ευχερέστερη η κατηγοριοποίηση των επίμαχων πρακτικών και ρητρών σε περιορισμένο αριθμό τυποποιημένων περιπτώσεων, καθώς και πρακτικότερη η αξιολόγηση από τη σκοπιά του μέσου καταναλωτή.

19.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ένα πρόσθετο στοιχείο πολυπλοκότητας κατά την άσκηση αφηρημένου ελέγχου διαφάνειας υφίσταται όταν στην αγωγή παραλείψεως σωρεύεται αγωγή ανάκτησης ποσών. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο καθορισμός των συγκεκριμένων οικονομικών συνεπειών που μπορεί να έχει η κήρυξη της ακυρότητας για καθέναν από τους ενδιαφερόμενους καταναλωτές προσήκει περισσότερο σε αγωγές ασκούμενες από μεμονωμένους καταναλωτές.

20.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Επιτρέπουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13], καθόσον παραπέμπει στις περιστάσεις που περιβάλλουν τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, καθόσον αναφέρεται σε παρόμοιες ρήτρες, τον αφηρημένο δικαστικό έλεγχο, προς τον σκοπό του ελέγχου διαφάνειας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, ρητρών που χρησιμοποιούνται από περισσότερα από εκατό χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε εκατομμύρια τραπεζικές συμβάσεις, χωρίς να ληφθούν υπόψη το επίπεδο προσυμβατικής πληροφόρησης που παρασχέθηκε σχετικά με τις νομικές και οικονομικές επιπτώσεις της ρήτρας ή οι λοιπές περιστάσεις που υφίσταντο σε κάθε περίπτωση κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης;

2)      Συνάδει προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της [οδηγίας 93/13] η διενέργεια αφηρημένου ελέγχου διαφάνειας με χρήση του κριτηρίου του μέσου καταναλωτή όταν πλείονες προσφορές συμβάσεων απευθύνονται σε διάφορες συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών ή όταν υπάρχουν πλείονες οντότητες δραστηριοποιούμενες σε πολύ διαφορετικούς οικονομικούς και γεωγραφικούς τομείς οι οποίες κατήρτισαν συμβάσεις με προδιατυπωμένες ρήτρες, τούτο δε κατά τη διάρκεια πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο οι γνώσεις του κοινού σχετικά με τις εν λόγω ρήτρες εξελίσσονταν;»

21.      Τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις: Caixabank, S.A., Banco Santander, S.A., Targobank, S.A., Caja Rural de Teruel, S.C.C., Caja Rural de Navarra, S.C.C., Caja Rural de Jaén, Barcelona και Madrid, S.C.C., Caja Rural de Asturias, S.C.C., Arquia Bank, S.A., πρώην Caja de Arquitectos, S.C.C., Nueva Caja Rural de Aragón, S.C.C., Caja Rural de Granada, S.C.C., Caja Rural del Sur, S.C.C., Caja Rural de Albacete, Ciudad Real και Cuenca, S.C.C. (Globalcaja), Caja Rural Central, S.C.C. κ.λπ., Unicaja Banco, S.A., Banco de Sabadell, S.A. και Ibercaja Banco S.A. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν επίσης η ADICAE, η Ισπανική, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις προς απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι ίδιοι διάδικοι, πλην της Πολωνικής και της Πορτογαλικής Κυβέρνησης, εκπροσωπήθηκαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023.

 IV. Ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί του δικαστικού ελέγχου των επίμαχων «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» («clausulas  suelo»)

22.      Πριν εξετάσω τα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» τόσο στην Ισπανία όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

23.      Οι «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» ήταν τυποποιημένες ρήτρες που περιέχονταν στους γενικούς όρους των συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου που συνάπτονταν με καταναλωτές από μεγάλο αριθμό χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ισπανία. Οι ρήτρες αυτές καθόριζαν ένα ελάχιστο επιτόκιο, κάτω από το οποίο δεν μπορούσε να μειωθεί το κυμαινόμενο επιτόκιο, ακόμη και εάν το επιτόκιο αναφοράς μειωνόταν κάτω από το ελάχιστο αυτό όριο. Το ελάχιστο επιτόκιο που καθοριζόταν στις συμβάσεις αυτές κυμαινόταν συνήθως μεταξύ του δύο και του πέντε τοις εκατό (4). Όταν τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνταν στις συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων (συνήθως το Euribor) έπεσαν πολύ κάτω από το όριο που καθόριζαν οι «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου», οι καταναλωτές οι οποίοι είχαν συνάψει δανειακές συμβάσεις που περιείχαν τέτοιες ρήτρες συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τη μείωση αυτή και ότι όφειλαν ακόμη να καταβάλλουν το ελάχιστο επιτόκιο, μολονότι το ενυπόθηκο δάνειό τους ήταν κυμαινόμενου επιτοκίου (5). Μεμονωμένοι καταναλωτές και ενώσεις καταναλωτών άσκησαν αρκετές χιλιάδες αγωγές στην Ισπανία, με επίκληση του παράνομου χαρακτήρα των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» και με αίτημα την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων τόκων.

24.      Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), σε μία θεμελιώδη απόφαση της 9ης Μαΐου 2013 (η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 25ης Μαρτίου 2015), εξέτασε τη νομιμότητα των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής ασκηθείσας από ένωση καταναλωτών κατά διαφόρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιες ρήτρες, οι οποίες αφορούσαν τον ορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, ήταν κατανοητές για τους καταναλωτές από γραμματικής απόψεως και, ως εκ τούτου, πληρούσαν την απαίτηση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, κατά την οποία οι ρήτρες αυτές πρέπει να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Μολονότι αποφάνθηκε ότι οι «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν, αυτές καθεαυτές, νόμιμες, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνταν η επιταγή περί ουσιαστικής διαφάνειας (6). Η κρίση αυτή στηρίχθηκε στο ότι δεν παρασχέθηκαν στους καταναλωτές, κατά τη σύναψη της σύμβασης, επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις νομικές και οικονομικές συνέπειες των επίμαχων ρητρών. Αφού αξιολόγησε τις ρήτρες αυτές με γνώμονα τα γενικά κριτήρια της καλής πίστης, της ισορροπίας των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και της διαφάνειας, που ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) τις κήρυξε άκυρες.

25.      Με την απόφασή του της 9ης Μαΐου 2013, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) περιόρισε τα περί επιστροφής αποτελέσματα που συνδέονται με την κρίση περί ακυρότητας στις αχρεώστητες καταβολές που έγιναν μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών διαταραχών που θα επέφερε στον τραπεζικό τομέα η αναδρομικότητα των περί επιστροφής αποτελεσμάτων. Αυτός ο χρονικός περιορισμός των περί επιστροφής αποτελεσμάτων κρίθηκε αντίθετος προς το άρθρο 6 της οδηγίας 93/13, στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Gutiérrez Naranjo κ.λπ.  (7).

26.      Στο πλαίσιο αυτό θα εξετάσω τα δύο προδικαστικά ερωτήματα.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

27.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο να προβεί σε αφηρημένη εκτίμηση της διαφάνειας συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, σε συνθήκες υπό τις οποίες η σχετική αγωγή ασκείται κατά μεγάλου αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αφορά μεγάλο αριθμό συμβάσεων.

28.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο μια συλλογική αγωγή προσφέρεται για την αφηρημένη εκτίμηση των συμβατικών ρητρών απορρέουν, πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Κατά τη διάταξη αυτή, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει τον διαφορετικό χαρακτήρα των ατομικών και των συλλογικών δικών: οι πρώτες περιλαμβάνουν ειδική εξέταση της συμβατικής σχέσης στην οποία εντάσσεται η επίμαχη ρήτρα, ενώ οι δεύτερες αφορούν αφηρημένο έλεγχο της επίμαχης ρήτρας. Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα των περιστάσεων της κύριας δίκης, εξαιτίας του πολύ μεγάλου αριθμού εναγόμενων και συμβάσεων που αφορά, καθώς και λόγω των πολλών διαφορετικών διατυπώσεων της «ρήτρας κατώτατου επιτοκίου».

29.      Για την εξέταση των αμφιβολιών αυτών, πρέπει να υπομνησθεί πρωτίστως η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη φύση του δικαστικού ελέγχου στις συλλογικές και ατομικές δίκες, καθώς και σχετικά με την εξέταση της επιταγής περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών. Βάσει της νομολογίας αυτής, θα εξετάσω εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατός ο έλεγχος διαφάνειας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής τέτοιας κλίμακας όπως αυτή της κύριας δίκης.

 a) Ο χαρακτήρας του δικαστικού ελέγχου στις συλλογικές και τις ατομικές δίκες

30.      Το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται σε δύο κατηγορίες αγωγών: τις ατομικές αγωγές και τις συλλογικές αγωγές. Οι δύο αυτές κατηγορίες αγωγών τελούν σε σχέση συμπληρωματικότητας (8). Παραλλήλως προς το δικαίωμα του καταναλωτή να ασκήσει ατομική αγωγή προκειμένου να εξεταστεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας συμβάσεως που συνήψε, ο μηχανισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 καθιστά δυνατόν για τα κράτη μέλη να καθιερώσουν έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών οι οποίες περιλαμβάνονται σε τυποποιημένες συμβάσεις, μέσω αγωγών παραλείψεως οι οποίες ασκούνται προς τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος από ενώσεις προστασίας των καταναλωτών (9).

31.      Ο σκοπός της παύσης της χρήσης καταχρηστικών ρητρών επιδιώκεται επίσης με την οδηγία 2009/22/ΕΚ (10), η οποία συμπληρώνει την προστασία των καταναλωτών που θεσπίζεται με την οδηγία 93/13, με την πρόβλεψη κατάλληλων διαδικαστικών μέσων σε σχέση με τις αγωγές παραλείψεως (11).

32.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ατομικές και συλλογικές αγωγές έχουν, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, διαφορετικό αντικείμενο και έννομες συνέπειες, ο δε χαρακτήρας τους διαφέρει (12). Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αγωγής που αφορά μεμονωμένο καταναλωτή, το δικαστήριο οφείλει να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιέχεται σε ήδη συναφθείσα σύμβαση. Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασης. Στην περίπτωση της αγωγής παραλείψεως, το δικαστήριο οφείλει να διενεργήσει αφηρημένο έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών που ενσωματώνουν οι επαγγελματίες στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές. Επιπλέον, λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των αγωγών παραλείψεως, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (13).

33.      Επισημαίνεται ότι ο αφηρημένος έλεγχος καταχρηστικών ρητρών είναι ειδικό χαρακτηριστικό των συλλογικών μηχανισμών επανόρθωσης του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13 (14). Η εκτίμηση όλων των ατομικών περιστάσεων της σύμβασης ενδείκνυται μόνο στο πλαίσιο ατομικής αγωγής (15). Τούτο προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η εκτίμηση όλων των περιστάσεων που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασης γίνεται «με την επιφύλαξη του άρθρου 7». Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος στις συλλογικές δίκες είναι πάντοτε αφηρημένος, ανεξαρτήτως του εάν οι υπό εξέταση ρήτρες χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένες συμβάσεις ή όχι.

34.      Όσον αφορά τα αποτελέσματα των ατομικών και συλλογικών αγωγών, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα στο πλαίσιο ατομικής αγωγής είναι δεσμευτική μόνον για τον καταναλωτή που είναι διάδικος στη σχετική δίκη. Στις συλλογικές αγωγές, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μπορεί να ισχύει ευρύτερα. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να προβλέπει ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα σε αγωγή παραλείψεως κατά επαγγελματία έχει αποτέλεσμα ultra partes (16).

35.      Οι μηχανισμοί αφηρημένου ελέγχου στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής συμπληρώνουν το υποκειμενικό δικαίωμα του καταναλωτή να ασκήσει ατομική αγωγή και να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασής του. Δεδομένου ότι η συλλογική και η ατομική αγωγή τελούν σε σχέση συμπληρωματικότητας, στο πλαίσιο του συστήματος δικαστικής προστασίας που καθιερώνει η οδηγία 93/13 πρέπει να διασφαλίζεται η δυνατότητα άσκησης αμφοτέρων των κατηγοριών αγωγών. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις που ισχύουν στην ατομική αγωγή, και ιδίως η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των ατομικών περιστάσεων της σύμβασης, δεν εμποδίζουν την άσκηση συλλογικής αγωγής, η οποία είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε συγκεκριμένη διαφορά και από ατομικές περιστάσεις.

36.      Οι ατομικές και οι συλλογικές αγωγές αποτελούν στοιχεία του ολοκληρωμένου συστήματος προστασίας που θεσπίστηκε με την οδηγία 93/13.

β)       Έλεγχος διαφάνειας των συμβατικών ρητρών

37.      Η επιταγή περί διαφάνειας εκφράζεται με τον κανόνα ότι οι συμβατικές ρήτρες πρέπει να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (άρθρο 4, παράγραφος 2, και άρθρο 5 της οδηγίας 93/13) (17). Επιπλέον, από την εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, καθώς και από το σημείο 1, στοιχείο θʹ, του παραρτήματος της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει εκ των προτέρων γνώση όλων των ρητρών της σύμβασης προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει, έχοντας πλήρη επίγνωση των δεδομένων, αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τις εν λόγω ρήτρες (18).

38.      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα δεν πρέπει να αφορά ούτε τον καθορισμό του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» ούτε το «ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι σαφείς και κατανοητές». Επομένως, η εξαίρεση του μηχανισμού ελέγχου του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών όσον αφορά τις ουσιώδεις ρήτρες (στο εξής: εξαίρεση των ουσιωδών ρητρών) προϋποθέτει τη διαφάνεια των ρητρών αυτών.

39.      Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 θεσπίζει έναν γενικότερο κανόνα περί διαφάνειας, ορίζοντας ότι οι έγγραφες συμβατικές ρήτρες «πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο». Η διάταξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι διατυπώνει, όπως υποστηρίζεται στη θεωρία, μια «υπέρτερη αρχή» διαφάνειας (19).

40.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση περί διαφάνειας που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 έχει το ίδιο περιεχόμενο με την απαίτηση του άρθρου 5 της ίδιας οδηγίας (20).

41.      Κατά το Δικαστήριο, η απαίτηση περί διαφάνειας πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς (21), βάσει τόσο τυπικών όσο και ουσιαστικών κριτηρίων (22). Γενικώς, η τυπική διαφάνεια αφορά τη διατύπωση και τη μέθοδο παρουσίασης των σχετικών πληροφοριών στον καταναλωτή. Επί παραδείγματι, στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τις καταχρηστικές ρήτρες απαριθμούνται οι ακόλουθες πτυχές της παρουσίασης των συμβατικών ρητρών ως παράγοντες που επηρεάζουν την εκτίμηση της διαφάνειας: η ευκρίνεια της οπτικής παρουσίασης, το κατά πόσον μια ρήτρα έχει λογικό ειρμό και το κατά πόσον σημαντικοί όροι έχουν λάβει την εξέχουσα θέση που τους αρμόζει και δεν έχουν κρυφτεί ανάμεσα σε άλλες διατάξεις, ή το κατά πόσον οι ρήτρες περιλαμβάνονται σε ευλόγως αναμενόμενο σημείο της σύμβασης ή πλαίσιο, μεταξύ άλλων σε συνδυασμό με άλλες συναφείς συμβατικές ρήτρες (23).

42.      Η εκτίμηση της ουσιαστικής διαφάνειας των συμβατικών ρητρών (24) βαίνει πέραν της εκτίμησης του σαφούς και κατανοητού χαρακτήρα της διατύπωσης μιας ρήτρας και εκτείνεται στο κατά πόσο η ρήτρα παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να κατανοήσει τις πραγματικές της συνέπειες.

43.      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της εν λόγω συνάψεως είναι ουσιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Βάσει ιδίως της πληροφορήσεως αυτής ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί συμβατικώς με επαγγελματία προσχωρώντας στους όρους που αυτός έχει διατυπώσει εκ των προτέρων (25). Κατά συνέπεια, η απαίτηση αυτή περί διαφάνειας πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβάλλει όχι μόνον να είναι η οικεία ρήτρα κατανοητή για τον καταναλωτή από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά και να δύναται ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός, να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία της εν λόγω ρήτρας και, συνεπώς, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις (26).

44.      Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο έχει εξετάσει την απαίτηση περί διαφάνειας στο πλαίσιο ατομικών δικών, υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, και κατά κύριο λόγο σε σχέση με δανειακές συμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα εάν η απαίτηση περί διαφάνειας τηρήθηκε πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων και περιστατικών, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών και ενημερωτικών ενεργειών, στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως των επίμαχων συμβάσεων δανείου, όχι μόνον από τον ίδιο τον δανειστή, αλλά και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμμετέσχε, για λογαριασμό του επαγγελματία αυτού, στην εμπορία των οικείων δανείων (27). Ειδικότερα, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει αν στην υπό κρίση υπόθεση ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να μπορεί να υπολογίσει, μεταξύ άλλων, το συνολικό κόστος του δανείου του (28). Μεταξύ των κρίσιμων στοιχείων για την εκτίμηση αυτή περιλαμβάνεται και η φρασεολογία που χρησιμοποιεί το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στα προσυμβατικά και στα συμβατικά έγγραφα (29).

45.      Επομένως, στο πλαίσιο ατομικών δικών για τον έλεγχο διαφάνειας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασης δανείου. Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται ότι πολλά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν τη δικαστική εκτίμηση περί διαφάνειας βασίζονται σε αντικειμενική εκτίμηση. Το εθνικό δικαστήριο προβαίνει στην εκτίμηση τυποποιημένης συμβατικής ρήτρας που περιέχεται σε προδιατυπωμένα, τυποποιημένα συμβατικά και προσυμβατικά έγγραφα, τα οποία έχουν προδιατυπωθεί από τον δανειστή για δάνεια προσφερόμενα σε αόριστο αριθμό καταναλωτών. Επιπλέον, το σημείο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της διαφάνειας δεν είναι ο συγκεκριμένος επιμέρους καταναλωτής, αλλά ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός (30).

46.      Η έννοια του μέσου καταναλωτή αποτελεί πλάσμα δικαίου, το οποίο τείνει να συγκεράσει σε έναν κοινό παρονομαστή μια ιδιαίτερα ποικιλόμορφη πραγματικότητα (31). Ως τέτοιο, συνιστά αντικειμενικό σημείο αναφοράς. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η τήρηση της επιταγής περί διαφάνειας πρέπει να ελέγχεται σε σχέση με το αντικειμενικό επίπεδο του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (32). Στο επίπεδο αυτό δεν αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, ούτε ο καταναλωτής που είναι λιγότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή ούτε ο καταναλωτής που είναι περισσότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή (33).

47.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που διαμορφώνουν τον έλεγχο διαφάνειας, όπως αναπτύχθηκαν στη νομολογία του Δικαστηρίου, έχει παρατηρηθεί ορθώς στη θεωρία ότι ο «βαθμός δυσκολίας πλήρωσης του κριτηρίου της διαφάνειας» αυξήθηκε σημαντικά (34), καθιστώντας το πρότυπο του μέσου καταναλωτή «καλύτερα ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα της συμπεριφοράς των καταναλωτών κατά τη σύναψη τυποποιημένων συμβάσεων» (35).

48.      Εν είδει επιπλέον παραδείγματος, σε υπόθεση που αφορούσε συμβάσεις συνομολογούμενες σε ξένο νόμισμα, μολονότι στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή είχε παρασχεθεί σημαντικός όγκος πληροφοριών, εντούτοις το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι δυνατόν να πληροί την απαίτηση διαφάνειας η απλή παροχή στον εν λόγω καταναλωτή πληροφοριών, έστω και πολυάριθμων. Ο καταναλωτής πρέπει επίσης να έχει προειδοποιηθεί για το οικονομικό πλαίσιο που ενδέχεται να επηρεάσει τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και να είναι σε θέση να κατανοήσει συγκεκριμένα τις δυνητικά σοβαρές συνέπειες που μπορεί να έχουν στη χρηματοοικονομική του κατάσταση (36).

49.      Όσο υψηλότερος ο βαθμός δυσκολίας πλήρωσης της επιταγής περί διαφάνειας, τόσο χαμηλότερες οι προσδοκίες έναντι του μέσου καταναλωτή (37). Επιπλέον, εναπόκειται στον επαγγελματία να αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου την ορθή εκπλήρωση των προσυμβατικών και συμβατικών υποχρεώσεών του που συνδέονται ιδίως με την απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών και απορρέουν ιδίως από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 (38).

50.      Ένεκα του αντικειμενικού επιπέδου ως προς το πρότυπο του μέσου καταναλωτή και του καθορισμού υψηλού βαθμού δυσκολίας πλήρωσης της επιταγής περί διαφάνειας, ο δικαστικός έλεγχος της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών κατέστη αντικειμενικότερος, στηριζόμενος στην τυποποίηση της σύναψης συμβάσεων.

51.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, θα εξετάσω στη συνέχεια εάν η συλλογική αγωγή συνιστά κατάλληλο δικαστικό μηχανισμό ελέγχου της διαφάνειας.

γ)       Η καταλληλότητα της συλλογικής αγωγής για τον έλεγχο της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών

52.      Στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας που θεσπίζεται με την οδηγία 93/13, ο δικαστικός έλεγχος του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών και της διαφάνειάς τους δεν εξαρτάται από το είδος της χρησιμοποιούμενης αγωγής, ατομικής ή συλλογικής. Στην αρχή του ίδιου του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το οποίο προβλέπει την εξατομικευμένη εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, ορίζεται ότι η εκτίμηση αυτή γίνεται «με την επιφύλαξη του άρθρου 7». Σύμφωνα με την προαναφερθείσα προσέγγιση βάσει συμπληρωματικότητας, η εξατομικευμένη εκτίμηση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συγκεκριμένη σύμβαση δεν αποκλείει την αφηρημένη εκτίμηση της ίδιας ρήτρας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής.

53.      Όσον αφορά την επιταγή περί διαφάνειας, από κανένα στοιχείο της οδηγίας 93/13 δεν προκύπτει ότι αποκλείεται η εξέτασή της στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής. Αφενός, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, η διαφάνεια αποτελεί προαπαιτούμενο για την εφαρμογή της «εξαίρεσης των ουσιωδών ρητρών». Εάν δεν ήταν δυνατή η εκτίμηση της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών στις συλλογικές δίκες, τούτο θα σήμαινε ότι, στις δίκες αυτές, οι «ουσιώδεις ρήτρες» θα εξέφευγαν πάντοτε του ελέγχου. Πράγματι, δεν θα ήταν αλλιώς δυνατόν να εξεταστεί εάν οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.

54.      Αφετέρου, στο άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 (39) δεν γίνεται διάκριση μεταξύ ατομικών και συλλογικών αγωγών, με την εξαίρεση του εφαρμοστέου ερμηνευτικού κανόνα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επικράτηση του ευνοϊκότερου για τον καταναλωτή ερμηνευτικού κανόνα δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο των συλλογικών διαδικασιών που προβλέπονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2 (40).

55.      Η στενή εξαίρεση που θεσπίζεται στο άρθρο 5 καταδεικνύει ότι η επιταγή περί διαφάνειας αφορά την τυποποιημένη ρήτρα και όχι το είδος της αγωγής που ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων, με σκοπό τον έλεγχο της ρήτρας αυτής. Όπως προανέφερα (41), το άρθρο 5 αποτελεί βασική διάταξη, η οποία καθιερώνει μια «υπέρτερη αρχή» που δεν μπορεί να περιοριστεί αποκλειστικά στις ατομικές δίκες. Εξαιτίας της σημασίας της στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας που θεσπίζεται με την οδηγία 93/13, η επιταγή περί διαφάνειας εφαρμόζεται, επομένως, ομοίως και όσον αφορά τους προβλεπόμενους από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας μηχανισμούς (42).

56.      Αντί να αποκλείεται ο έλεγχος της διαφάνειας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να προσαρμόζεται στον σκοπό και τα έννομα αποτελέσματα των συλλογικών αγωγών.

57.      Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, διαφορετική ερμηνεία θα ακύρωνε τον σκοπό των συλλογικών αγωγών, εξαιρώντας την επιταγή περί διαφάνειας από τον δικαστικό έλεγχο, μολονότι η συλλογική αγωγή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συστήματος προστασίας που θεσπίστηκε με την οδηγία 93/13.

58.      Επιπλέον, μια τέτοια εξαίρεση δεν θα ήταν συμβατή με τη δικαστική προστασία που παρέχεται από την οδηγία 2009/22, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, συμπληρώνει την προστασία των καταναλωτών που θεσπίστηκε με την οδηγία 93/13. Με την οδηγία 2009/22 εναρμονίστηκαν οι αγωγές παραλείψεως οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και οι οποίες καλύπτονται από τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η οδηγία 93/13. Οι αγωγές παραλείψεως μπορούν να στραφούν κατά της παράβασης οποιασδήποτε από τις διατάξεις της οδηγίας 93/13, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τη διαφάνεια.

59.      Ο αποκλεισμός της εκτίμησης της διαφάνειας των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο των συλλογικών δικών δεν θα ήταν επίσης σύμφωνος με τις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις για την ενίσχυση των δικονομικών μηχανισμών που αποσκοπούν στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, ήτοι με την έκδοση της οδηγίας 2020/1828 σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές (43). Η οδηγία 2020/1828 εφαρμόζεται σε αντιπροσωπευτικές αγωγές (44) κατά παραβάσεων των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, όπως αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η οδηγία 93/13 (45). Η μη συνεκτίμηση των εξελίξεων αυτών και η ερμηνεία της οδηγίας 93/13 υπό την έννοια ότι ο έλεγχος της διαφάνειας δεν ενδείκνυται στις συλλογικές δίκες θα διασπούσε  και θα έθιγε σημαντικά την αποτελεσματικότητα του συστήματος προστασίας των καταναλωτών, το οποίο πλέον συμπληρώνεται από την οδηγία 2020/1828. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε σημαντικό πλήγμα στην προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.

60.      Όσον αφορά τα στοιχεία του δικαστικού ελέγχου της επιταγής περί διαφάνειας στις συλλογικές δίκες, είναι δυνατή η εφαρμογή της νομολογίας που παρουσιάζεται στο προηγούμενο τμήμα των παρουσών προτάσεων, με τις προσαρμογές που είναι αναγκαίες υπό το πρίσμα του χρησιμοποιούμενου δικονομικού μηχανισμού. Τα στοιχεία που αφορούν ειδικώς την ατομική αγωγή, ήτοι η εξέταση όλων των περιστάσεων που περιέβαλαν τη σύναψη κάθε σύμβασης, δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Αντιθέτως, τα αντικειμενικά στοιχεία του ελέγχου της διαφάνειας μπορούν να εφαρμοστούν κατά την αφηρημένη εκτίμηση της διαφάνειας. Στο πλαίσιο αυτό, όπως το έθεσε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκτίμηση της συμβατικής ρήτρας πρέπει να είναι εφικτή ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες ατομικές περιστάσεις κάθε σύμβασης. Τούτο οφείλεται στην τυποποίηση των συμβάσεων, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντικειμενική ερμηνεία του επιπέδου του μέσου καταναλωτή, ανεξάρτητα από τον δικονομικό μηχανισμό που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της διαφάνειας.

61.      Ειδικότερα, για την εκτίμηση της τυπικής και ουσιαστικής διαφάνειας μιας ρήτρας σύμβασης δανείου, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να επικεντρώνεται στα τυποποιημένα έγγραφα και τις τυποποιημένες συμβατικές και προσυμβατικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται από τον οικείο επαγγελματία έναντι του μέσου καταναλωτή, κατά τη διαφήμιση και προσφορά της σύμβασης. Ο έλεγχος καλύπτει τις συμβατικές πρακτικές του οικείου επαγγελματία, αλλά και τις προσυμβατικές πρακτικές του, ήτοι τις απευθυνόμενες στο σύνολο των καταναλωτών διαφημιστικές ενέργειες και τις τυποποιημένες προσυμβατικές πληροφορίες ή κατευθυντήριες γραμμές που παρέχονται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμμετέχει, για λογαριασμό του επαγγελματία αυτού, στην εμπορία του οικείου δανείου. Όλα αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν αυτό που το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο περιέγραψε εύστοχα ως «τυποποιημένο πρότυπο» σύναψης σύμβασης (46). Ανάλογα με το είδος της συμβατικής ρήτρας, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να προσδιορίσει τα κρίσιμα κριτήρια πλήρωσης της επιταγής περί διαφάνειας. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων αυτών, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει εάν ο μέσος καταναλωτής είναι σε θέση να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία της εν λόγω ρήτρας και, επομένως, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις.

62.      Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τον έλεγχο των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» στην κύρια δίκη, πρέπει να εξακριβωθεί εάν η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών αποτελούσε γενική πρακτική στα τυποποιημένα συμβατικά έγγραφα. Εν συνεχεία, ο δικαστικός έλεγχος επικεντρώνεται στις τυποποιημένες συμβατικές και προσυμβατικές πρακτικές των οικείων επαγγελματιών, προκειμένου να προσδιοριστούν τα κριτήρια που καθιστούν διαφανή ή μη τη συγκεκριμένη ρήτρα.

63.      Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο εντόπισε ορισμένες πρακτικές που είναι κρίσιμες για τον έλεγχο διαφάνειας των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου». Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν την απόκρυψη ή την παραποίηση των αποτελεσμάτων της ρήτρας, τη θέση της εντός της σύμβασης ή την παρουσίασή της μαζί με τη ρήτρα περιορισμού της αύξησης του επιτοκίου (47). Εάν ο δικαστικός έλεγχος αφορά περισσότερους του ενός εναγομένους, είναι σημαντικό να προσδιορίζεται για καθεμία τράπεζα εάν, στη συμβατική πρακτική της, τηρήθηκαν τα κριτήρια διαφάνειας (48).

64.      Επιπλέον, ένα κρίσιμο κριτήριο για την εκτίμηση της διαφάνειας της «ρήτρας κατώτατου επιτοκίου» στις τυποποιημένες συμβάσεις μπορεί να αφορά το ερώτημα εάν η διάρκεια της σύμβασης αποτυπώθηκε στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν στον καταναλωτή. Η σύμβαση ενυπόθηκου δανείου είναι μακροχρόνια σύμβαση, ή ακόμη, όπως αναφέρεται στη θεωρία, σύμβαση «εφ’ όρου ζωής» (49). Ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσει τη σχέση μεταξύ της οικείας ρήτρας, των μελλοντικών εξελίξεων στην οικονομία και των οικονομικών συνεπειών στη χρηματοοικονομική του κατάσταση, μέσω προσομοιώσεων. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να πληροί την απαίτηση διαφάνειας η παροχή στον καταναλωτή πληροφοριών σχετικά με τη «ρήτρα κατώτατου επιτοκίου», όταν οι πληροφορίες αυτές στηρίζονται στην υπόθεση ότι το οικονομικό πλαίσιο θα παραμείνει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της οικείας σύμβασης (50). Ο καταναλωτής πρέπει να πληροφορείται ότι οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες μπορούν να έχουν δυνητικά σοβαρές συνέπειες στη χρηματοοικονομική του κατάσταση, εξαιτίας της ενεργοποίησης της «ρήτρας κατώτατου επιτοκίου».

65.      Συνοψίζοντας, ο δικαστικός έλεγχος της διαφάνειας στις συλλογικές δίκες είναι ενδεδειγμένος και εφικτός. Η μέθοδος που ακολούθησε το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο, όπως περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο, αποτελεί απτό παράδειγμα προς τούτο. Ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να προσαρμόζεται, ως προς το αφηρημένο αυτού, στο επίπεδο που απαιτείται στις συλλογικές αγωγές και να επικεντρώνεται στην τυποποιημένη συμβατική πρακτική του επαγγελματία έναντι του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

δ)       Ο έλεγχος διαφάνειας στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής που ασκείται κατά μεγάλου αριθμού επαγγελματιών

66.      Το ζήτημα που θέτει στη συνέχεια το αιτούν δικαστήριο είναι το ερώτημα εάν οι «ποσοτικές» ιδιαιτερότητες της διαφοράς της κύριας δίκης θα πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν ενδείκνυται ο αφηρημένος έλεγχος της διαφάνειας. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, σε αντίθεση με τις συλλογικές αγωγές που ασκούνται κατά ενός μόνον χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή κατά ενός πολύ μικρού αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μεγάλο αριθμό εναγομένων και μεγάλο αριθμό συμβάσεων, με πολλές διαφορετικές διατυπώσεις και λεξιλογικές επιλογές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν επί μακρό χρονικό διάστημα.

67.      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 προβλέπεται ότι, τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, οι (συλλογικές) προσφυγές μπορούν να ασκούνται, «κατά πλειόνων» επαγγελματιών, «χωριστά ή από κοινού», του αυτού επαγγελματικού τομέα, που χρησιμοποιούν τις αυτές ή «παρόμοιες» ρήτρες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το κρίσιμο κριτήριο, όσον αφορά τους εναγομένους σε συλλογική αγωγή, δεν είναι ο ακριβής αριθμός τους, αλλά το να ανήκουν στον αυτό επαγγελματικό τομέα. Όσον αφορά το αντικείμενο της αγωγής, ο δικαστικός έλεγχος καλύπτει τις παρόμοιες ρήτρες.

68.      Τα εναγόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, καθώς και η Ισπανική Κυβέρνηση, επισήμαναν ότι η «ομοιογένεια» των περιστάσεων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση συλλογικής αγωγής. Από τις παρατηρήσεις τους προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν οι διαφορετικές επιμέρους περιπτώσεις δύνανται να κριθούν συλλογικά, διότι παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτήρα σε βαθμό που να είναι δυνατή η από κοινού εκτίμησή τους. Υποστήριξαν ότι η συλλογική αγωγή της κύριας δίκης δεν θα έπρεπε να κριθεί παραδεκτή διότι δεν τηρήθηκε η απαίτηση περί ομοιογένειας.

69.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ούτε η οδηγία 93/13 ούτε η οδηγία 2009/22 προβλέπουν την «ομοιογένεια» των περιστάσεων ως προϋπόθεση για την εφαρμογή μηχανισμών συλλογικής προσφυγής. Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 μνημονεύει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της ταυτότητας του επαγγελματικού τομέα και της ομοιότητας των συμβατικών ρητρών. Δεν περιλαμβάνει δικονομικές προϋποθέσεις όσον αφορά τον βαθμό ομοιότητας των επιμέρους αξιώσεων που απαιτείται για να ασκηθεί συλλογική αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων, ζήτημα που εμπίπτει στο εθνικό δικονομικό δίκαιο. Μολονότι το Δικαστήριο έχει κατά τα ως άνω προσδιορίσει, επανειλημμένως και λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που οι καταναλωτές αντλούν από την οδηγία αυτή, εντούτοις το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει καταρχήν τις διαδικασίες εξετάσεως του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υποκείμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (51).

70.      Συνεπώς, το εθνικό δικονομικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει ότι η «ομοιογένεια» των σχετικών αγωγών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού μιας συλλογικής αγωγής για τον έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών. Εντούτοις, δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τον δικαστικό έλεγχο παρόμοιων συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο συλλογικών δικών, η απαίτηση περί ομοιογένειας δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει όλες οι περιστάσεις της σχετικής αγωγής να είναι πανομοιότυπες. Όταν μια συλλογική αγωγή αφορά την ίδια κατηγορία εναγομένων, το ίδιο είδος ρητρών, που έχουν τα ίδια αποτελέσματα, και το ίδιο είδος εννόμων σχέσεων, όλα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να αποτελούν ισχυρή ένδειξη επαρκούς ομοιότητας της αιτίας της αγωγής για την άσκηση της εν λόγω συλλογικής αγωγής. Εάν είναι δυνατή η αντικειμενική δικαστική εκτίμηση των τυποποιημένων συμβατικών ρητρών, δεν θα πρέπει να απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία αφορούν καθεμία από τις συμβάσεις και καθέναν από τους καταναλωτές που θίγονται από τις ρήτρες αυτές.

71.      Εν τέλει, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προσδιορίσει εάν στη διαφορά της κύριας δίκης υφίσταται επαρκής βαθμός ομοιότητας, ώστε να είναι δυνατή η άσκηση της συλλογικής αγωγής. Συναφώς, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να συνεκτιμήσει ότι όλοι οι εναγόμενοι είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ότι οι επίδικες ρήτρες είναι όλες τυποποιημένες «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου», ότι οι έννομες σχέσεις των οποίων μέρος αποτελούν οι «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» είναι συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων και ότι οι ρήτρες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της διακύμανσης του επιτοκίου κάτω από ορισμένο επίπεδο.

72.      Χρήσιμο είναι να επισημανθεί ότι ακόμη και με την οδηγία 2020/1828 –η οποία αποτελεί το σημαντικότερο παράδειγμα εναρμόνισης στον τομέα των συλλογικών προσφυγών– δεν εναρμονίστηκαν όλες οι πτυχές των αντιπροσωπευτικών αγωγών που διέπονται από την οδηγία αυτή. Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίζουν για τον «απαιτούμενο βαθμό ομοιότητας των ατομικών αξιώσεων […] προκειμένου μια υπόθεση να γίνει δεκτή προς εξέταση ως αντιπροσωπευτική αγωγή». Ωστόσο, στην ίδια αιτιολογική σκέψη υπενθυμίζεται ο περιορισμός που επιβάλλει η αρχή της αποτελεσματικότητας, ήτοι ότι «τέτοιοι εθνικοί κανόνες δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία του διαδικαστικού μηχανισμού αντιπροσωπευτικών αγωγών όπως απαιτούνται από την [οδηγία 2020/1828]».

73.      Μολονότι η οδηγία 2020/1828 δεν έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της κύριας δίκης, εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αναφέρθηκαν στη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας σε εθνικά δίκαια και, πιο συγκεκριμένα, στο γερμανικό και το ιταλικό δίκαιο, τα οποία θεσπίζουν αμφότερα την απαίτηση περί «ομοιογένειας» στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών αγωγών.

74.      Ωστόσο, το γεγονός ότι ορισμένες εθνικές νομοθεσίες προβλέπουν την απαίτηση περί «ομοιογένειας» δεν επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, εξαιτίας της απαίτησης αυτής, η συλλογική προσφυγή δεν ενδείκνυται σε περίπτωση που η συλλογική αγωγή στρέφεται κατά πλειόνων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αφορά πλήθος συμβάσεων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να εξεταστεί εάν η εφαρμογή της απαίτησης περί ομοιογένειας επιτυγχάνει την ορθή ισορροπία μεταξύ της ομοιότητας των περιπτώσεων που καλύπτονται από τη συλλογική αγωγή, της δικονομικής οικονομίας και της αποτελεσματικότητας των συλλογικών προσφυγών (52).

75.      Ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προέβαλαν στα δικόγραφά τους ότι η ένδικη διαφορά δεν ήταν διαχειρίσιμη. Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο η εκτίμηση εμπειρικών πτυχών της δικαστικής διαμάχης. Εάν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικές και νομικές συνθήκες της υπόθεσης καθιστούν δυνατή την τυποποιημένη εκτίμηση των επίμαχων συμβατικών ρητρών, σε αυτό εναπόκειται να λάβει τα αναγκαία μέτρα δικαστικής διαχείρισης για την εκδίκαση της αγωγής.

76.      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να επισημανθεί ότι η έκταση της ένδικης διαφοράς δεν πρέπει να θίγει το δικαίωμα κάθε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Δεδομένου ότι οι οδηγίες 93/13 και 2009/22 δεν περιέχουν κάποια διάταξη που να προβλέπει ρητώς ένα σύστημα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας για τον επαγγελματία, αυτές θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (53). Κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η δική του τυποποιημένη πρακτική πληροί τα κριτήρια διαφάνειας.

77.      Ένα τελευταίο ζήτημα που τίθεται από το αιτούν δικαστήριο είναι η πρόσθετη πολυπλοκότητα που ενέχει η υπό κρίση υπόθεση, εξαιτίας του γεγονότος ότι η αγωγή με αίτημα την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών λόγω διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης συμβατικής ρήτρας σωρεύεται με την αγωγή παραλείψεως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο καθορισμός του τρόπου εκτέλεσης της απόφασης στις συλλογικές δίκες εμπίπτει στο εθνικό δικονομικό δίκαιο. Οι ενδεχόμενες δυσχέρειες στο στάδιο της εκτέλεσης δεν αποτελούν νομικό κριτήριο για τον αποκλεισμό των συλλογικών προσφυγών.

78.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθόσον αφορά την εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, καθόσον αφορά παρόμοιες συμβατικές ρήτρες, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να προβεί σε αφηρημένη εκτίμηση της διαφάνειας συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, σε συνθήκες υπό τις οποίες η σχετική αγωγή ασκείται κατά μεγάλου αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αφορά μεγάλο αριθμό συμβάσεων. Για την εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ελέγξει τις τυποποιημένες συμβατικές και προσυμβατικές πρακτικές καθενός από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπό το πρίσμα του αντικειμενικού επιπέδου του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

79.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, εάν ο αφηρημένος έλεγχος διαφάνειας από τη σκοπιά του μέσου καταναλωτή είναι συμβατός με το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13, στην περίπτωση συλλογικής αγωγής στην οποία εμπλέκονται μεγάλος αριθμός χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πολυάριθμες διαφορετικές συμβάσεις και καταναλωτές και εφόσον οι επίμαχες ρήτρες χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις επί μακρό χρονικό διάστημα.

80.      Από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθώς και από την απόφαση περί παραπομπής, προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τη δυνατότητα προσδιορισμού της έννοιας του «μέσου» καταναλωτή στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής που παρουσιάζει τα «ποσοτικά» χαρακτηριστικά της διαφοράς της κύριας δίκης. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στη συλλογική αγωγή εμπλέκονται: πρώτον, πολυάριθμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, διαφορετικών μεγεθών και διαφορετικής δομής, τα οποία δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές (από μικρά τοπικά ταμιευτήρια έως ορισμένες από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε πολυεθνικό επίπεδο)· δεύτερον, διαφορετικά χρησιμοποιούμενα από κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα συμβατικά πρότυπα· τρίτον, μακρό χρονικό διάστημα χρήσης των σχετικών ρητρών, και τέταρτον, διαφορετικές ομάδες καταναλωτών, που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν, όπως καταναλωτές των οποίων τα εξ υποθήκης δικαιώματα υποκαθίστανται σε δάνεια συναφθέντα από κατασκευαστικές εταιρίες, καταναλωτές που πληρούν τις προϋποθέσεις προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας ή προγραμμάτων πρόσβασης σε δημόσια στέγαση βάσει συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας, ή καταναλωτές στους οποίους χορηγείται δάνειο λόγω του επαγγέλματός τους (για παράδειγμα, δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι συγκεκριμένης επιχείρησης).

81.      Όσον αφορά την έννοια του μέσου καταναλωτή, στο πλαίσιο της ανάλυσης επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (54) επισημάνθηκε ήδη ότι η τήρηση της επιταγής περί διαφάνειας πρέπει να ελέγχεται σε σχέση με το αντικειμενικό επίπεδο του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (55). Στο επίπεδο αυτό δεν αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, ούτε ο καταναλωτής που είναι λιγότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή ούτε ο καταναλωτής που είναι περισσότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή (56).

82.      Η υιοθέτηση του μέσου καταναλωτή ως αντικειμενικού σημείου αναφοράς στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13 βασίζεται στην έννοια του «καταναλωτή» βάσει του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13. Από την έννοια αυτή προκύπτει ότι η προστασία την οποία παρέχει η οδηγία εξαρτάται από τους σκοπούς για τους οποίους ενεργεί ένα φυσικό πρόσωπο, ήτοι από αυτούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, και όχι από τις ιδιαίτερες γνώσεις που διαθέτει το εν λόγω πρόσωπο (57). Βάσει της παραδοχής αυτής, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο συνάπτει σύμβαση με την τράπεζα τυγχάνει υπάλληλος της εν λόγω τράπεζας δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του προσώπου αυτού ως καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 (58).

83.      Δεδομένου ότι οι ειδικές γνώσεις τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ένας καταναλωτής στο πλαίσιο ατομικής δίκης δεν μπορούν να δικαιολογήσουν απόκλιση από το επίπεδο του μέσου καταναλωτή, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τα ατομικά χαρακτηριστικά διαφορετικών καταναλωτών στο πλαίσιο συλλογικής δίκης. Η αντικειμενική έννοια του μέσου καταναλωτή αντιστοιχεί στη σύναψη τυποποιημένων συμβάσεων, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών ή του αριθμού των εμπλεκόμενων καταναλωτών.

84.      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν η ADICAE με τις προφορικές παρατηρήσεις της, οι διαφορές στην ηλικία των καταναλωτών, στο μορφωτικό τους επίπεδο ή στο επάγγελμά τους δεν μπορούν να θεωρηθούν καθοριστικοί παράγοντες για τη διάκριση μεταξύ των καταναλωτών αυτών και τη δημιουργία διαφορετικών ομάδων καταναλωτών. Η παρατήρηση αυτή είναι ορθή εφόσον τα εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα ενεργούν για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες (59).

85.      Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ των εμπλεκόμενων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των διαφόρων συμβατικών προτύπων που τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν, φρονώ ότι οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να επηρεάσουν την έννοια του μέσου καταναλωτή. Όπως επισημάνθηκε στην ανάλυση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, στο πλαίσιο της αφηρημένης εξέτασης της επιταγής περί διαφάνειας, ο δικαστικός έλεγχος δεν επικεντρώνεται σε κάθε σύμβαση και κάθε καταναλωτή. Ο δικαστικός έλεγχος επικεντρώνεται στις τυποποιημένες συμβατικές και προσυμβατικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται από κάθε επαγγελματία έναντι του μέσου καταναλωτή, κατά τη διαφήμιση και προσφορά της σύμβασης (60). Εν συνεχεία, εναπόκειται σε κάθε επαγγελματία (στη διαφορά της κύριας δίκης, σε κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα) να αποδείξει ότι οι δικές του πρακτικές πληρούν τα κριτήρια διαφάνειας.

86.      Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε με τις παρατηρήσεις της ότι είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφορες κατηγορίες μέσου καταναλωτή για την εκτίμηση διαφόρων ομάδων συμβάσεων. Η εν λόγω κυβέρνηση προέβαλε ότι, όταν μια σύμβαση πίστωσης συνάπτεται βάσει συγκεκριμένου προτύπου, προοριζόμενου για συγκεκριμένη κατηγορία καταναλωτών, η έννοια του μέσου καταναλωτή αντιστοιχεί στο μέσο μέλος της ομάδας με την οποία συνήφθησαν οι σχετικές συμβάσεις.

87.      Εν τέλει, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαχειριστεί τη δικαστική διαμάχη και να καθορίσει σε κάθε περίπτωση τα κατάλληλα προς τούτο εργαλεία. Εάν το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της αγωγής αντικατοπτρίζουν μια τυποποιημένη πρακτική και ότι η κατηγοριοποίηση των καταναλωτών σε διαφορετικές ομάδες συμβάλλει στην εκτίμηση αυτή, πρέπει να είναι σε θέση να προβεί στην κατηγοριοποίηση αυτή. Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια του μέσου καταναλωτή είναι διακριτή από τις γνώσεις ή τις ικανότητες κάθε καταναλωτή. Επομένως, ενδεχόμενη κατηγοριοποίηση των καταναλωτών που εμπλέκονται στις συλλογικές δίκες δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί βάσει κριτηρίων που έρχονται σε αντίθεση με το αντικειμενικό επίπεδο του μέσου καταναλωτή. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η δημιουργία υποκατηγοριών βάσει του διαφορετικού βαθμού γνώσης των καταναλωτών ή της ηλικίας ή του επαγγέλματός τους (στο μέτρο που ενεργούν για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες). Επιπλέον, τα χρησιμοποιούμενα συμβατικά πρότυπα μπορούν να αποτελούν διακριτικό στοιχείο μόνον εφόσον το στοιχείο αυτό επηρεάζει πραγματικά την έννοια του μέσου καταναλωτή που συνάπτει συγκεκριμένο είδος σύμβασης. Εάν η ικανότητα του καταναλωτή να κατανοήσει τις απτές συνέπειες της χρήσης της «ρήτρας κατώτατου επιτοκίου» δεν επηρεάζεται από το είδος της χρησιμοποιούμενης σύμβασης, το είδος της σύμβασης δεν μπορεί να συνιστά κριτήριο για τη διάκριση ορισμένων ομάδων καταναλωτών από όλες τις άλλες.

88.      Το τελευταίο ζήτημα που εγείρεται από το αιτούν δικαστήριο αφορά το κατά πόσο είναι κρίσιμη η πάροδος του χρόνου για την εφαρμογή της έννοιας του μέσου καταναλωτή.

89.      Βεβαίως, οι αντιλήψεις εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, έγινε μνεία της αρχαίας ελληνικής πεποίθησης περί συνεχούς αλλαγής, την οποία πρέσβευε ο Ηράκλειτος και κατά την οποία «τα πάντα μεταβάλλονται και τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο» (61).

90.      Τούτου λεχθέντος, η έννοια του μέσου καταναλωτή, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαιτεί κάποια σταθερότητα προκειμένου να εγγυάται την ασφάλεια δικαίου. Η γενική εξέλιξη των αντιλήψεων με την πάροδο του χρόνου δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να αποδειχθεί ότι έχει μεταβληθεί η κατανόηση της επίμαχης συμβατικής ρήτρας από τον μέσο καταναλωτή. Πρέπει να διαπιστωθεί εάν υπήρξε συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο μετέβαλε εμφανώς την κατανόηση των «ρητρών κατώτατου επιτοκίου» από τον μέσο καταναλωτή. Συναφώς, ιδιαίτερα κρίσιμη μπορεί να είναι μια τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου ή μια σημαντική δικαστική απόφαση σχετικά με την επίμαχη ρήτρα.

91.      Στη διαφορά της κύριας δίκης, η παρέλευση του χρόνου από τη στιγμή σύναψης των επίμαχων συμβάσεων έως την πτώση των επιτοκίων δεν φαίνεται κρίσιμη ή επαρκής για να επηρεάσει την έννοια του μέσου καταναλωτή. Όπως ανέφερε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το 2010 (πριν από την κατακόρυφη πτώση των επιτοκίων) ο μέσος καταναλωτής δεν γνώριζε περισσότερα για τις «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» από όσα γνώριζε ο μέσος καταναλωτής το 2000. Πράγματι, πριν ενεργοποιηθούν στην πράξη οι «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» εξαιτίας της απότομης πτώσης των επιτοκίων, η ύπαρξη και μόνον των ρητρών αυτών στις συμβάσεις δεν είχε πρακτική σημασία.

92.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί δεν είναι τόσο η παρέλευση του χρόνου όσο το ερώτημα εάν ο μέσος καταναλωτής που συνήψε δάνειο μετά το 2009 ή το 2010 πρέπει να τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης από τον μέσο καταναλωτή που συνήψε δάνειο πριν από τον χρόνο αυτόν. Συναφώς, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει κατά πόσο η πτώση των επιτοκίων είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η γνώση σχετικά με τις «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» και κατά πόσο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μετέβαλαν τις πρακτικές τους και πληρούσαν τις απαιτήσεις διαφάνειας. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται επίσης να εξετάσει εάν υπήρξε σύγχυση στην αντίληψη των καταναλωτών αναφορικά με τη νομιμότητα των ρητρών αυτών πριν από τη δικαστική εκτίμησή τους. Το εθνικό δικαστήριο δύναται, εξάλλου, να αποφανθεί εάν η δική του απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, με την οποία έκρινε ότι οι «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» ήταν καταρχήν νόμιμες, πλην όμως έπασχαν από έλλειψη διαφάνειας και είχαν καταχρηστικό χαρακτήρα, συνετέλεσε σε οποιαδήποτε μεταβολή της αντίληψης από την παραπάνω ημερομηνία και εφεξής. Εναπόκειται, εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στις διαπιστώσεις αυτές.

93.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο αφηρημένος έλεγχος της διαφάνειας από τη σκοπιά του μέσου καταναλωτή συνάδει με το άρθρο 4, παράγραφος 2, και με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13. Ο μέσος καταναλωτής συνιστά αντικειμενικό κριτήριο εκτίμησης των τυποποιημένων συμβατικών ρητρών, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών και του πλήθους των εμπλεκόμενων καταναλωτών. Το γεγονός ότι η ασκηθείσα στην υπόθεση της κύριας δίκης συλλογική αγωγή αφορά μεγάλο αριθμό χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μεγάλο αριθμό διαφορετικών συμβάσεων και καταναλωτών και ότι οι επίμαχες ρήτρες χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις επί μακρό χρονικό διάστημα δεν επηρεάζει, αυτό καθεαυτό, την έννοια του μέσου καταναλωτή.

 V. Πρόταση

94.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας του Συμβουλίου 93/13/ΕΟΚ, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, καθόσον αναφέρεται στην εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας, καθόσον αναφέρεται σε παρόμοιες συμβατικές ρήτρες,

έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να προβεί σε αφηρημένη εκτίμηση της διαφάνειας συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής, σε συνθήκες υπό τις οποίες η σχετική αγωγή ασκείται κατά μεγάλου αριθμού χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αφορά μεγάλο αριθμό συμβάσεων. Για την εκτίμηση αυτή, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ελέγξει τις τυποποιημένες συμβατικές και προσυμβατικές πρακτικές καθενός από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπό το πρίσμα του αντικειμενικού επιπέδου του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

2)      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13

έχουν την έννοια ότι συνάδουν με τον αφηρημένο έλεγχο της διαφάνειας από τη σκοπιά του μέσου καταναλωτή. Ο μέσος καταναλωτής συνιστά αντικειμενικό κριτήριο εκτίμησης των τυποποιημένων συμβατικών ρητρών, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών και του πλήθους των εμπλεκόμενων καταναλωτών. Το γεγονός ότι η ασκηθείσα στην υπόθεση της κύριας δίκης συλλογική αγωγή αφορά μεγάλο αριθμό χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μεγάλο αριθμό διαφορετικών συμβάσεων και καταναλωτών και ότι οι επίμαχες ρήτρες χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις επί μακρό χρονικό διάστημα δεν επηρεάζει, αυτό καθεαυτό, την έννοια του μέσου καταναλωτή.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


3      Howells, G., Twigg-Flesner, C., και Wilhelmsson, T., Rethinking EU Consumer Law, Λονδίνο, Routledge, 2017, σ. 153.


4      Βλ. de Elizalde, F., «The Rain does not Stay in the Plain – Or How the Spanish Supreme Court Ruling of 25 March 2015, on Minimum Interest Rate Clauses, affects European Consumers», Journal of European Consumer and Market Law, (EuCML), τόμος 4(5), 2015, σ. 184.


5      Βλ. de Elizalde, F., και Leskinen, C., «The control of terms that define the essential obligations of the parties under the Unfair Contract Terms Directive: Gutiérrez Naranjo», Common Market Law Review, τόμος 55(5), 2018, σ. 1595 έως 1617.


6      Συνοπτική έκθεση του σκεπτικού της απόφασης του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 9ης Μαΐου 2013 γίνεται στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 18 επ.).


7      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980).


8      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:15, σημεία 53 επ.) και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Invitel (C‑472/10, EU:C:2011:806, σημείο 37).


9      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 21).


10      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ 2009, L 110, σ. 30).


11      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner» (C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψη 31). Επισημαίνεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της υπόθεσης της κύριας δίκης, δεν υπήρχε δεσμευτική νομική πράξη της Ένωσης σχετικά με τα δικονομικά μέσα επανόρθωσης. Το ισπανικό δίκαιο προέβλεπε τη δυνατότητα σώρευσης, στην αγωγή παραλείψεως, και σχετικής αγωγής ανάκτησης των πληρωμών που έγιναν υπό τους γενικούς όρους που κρίθηκαν καταχρηστικοί. Στην κύρια δίκη, η ενάγουσα ένωση καταναλωτών έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής.


12      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 30).


13      Αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 29), και της 26ης Απριλίου 2012, Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37).


14      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Invitel (C‑472/10, EU:C:2011:806, σημείο 37).


15      Πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba (C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψεις 37 και 40).


16      Απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟΣ, περιλαμβανομένων και των καταναλωτών που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης.


17      Βλ. τμήμα 3.1 της ανακοίνωσης της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 2019, C 323, σ. 4, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τις καταχρηστικές ρήτρες).


18      Πρβλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2023, Ocidental – Companhia Portuguesa de Seguros de Vida (C‑263/22, EU:C:2023:311, σκέψη 31).


19      Grundmann, S., «A Modern Standard Contract Terms Law from Reasonable Assent to Enhanced Fairness Control», European Review of Contract Law, τόμος 15(2), 2019, σ. 148 έως 176, στη σ. 157.


20      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, Caixabank (Προμήθειες για τα έξοδα φακέλου)  (C‑565/21, EU:C:2023:212).


21      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 72).


22      Βλ., γενικά, Ebers, M., «Unfair Contract Terms Directive (93/13)», σε Schulte-Nölke, H., Twigg-Flesner, C., και Ebers, M., EC Consumer Law Compendium: the Consumer Acquis and Its Transposition in the Member States, Sellier European Law Publishers, Μόναχο, 2008. Στο πλαίσιο της καταναλωτικής πίστης, βλ. Luzak, J., και Junuzović, M., «Blurred Lines: Between Formal and Substantive Transparency in Consumer Credit Contracts», EuCML, τόμος 8(3), 2019, σ. 97 έως 107.


23      Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τις καταχρηστικές ρήτρες, τμήμα 3.3.1, σ. 25.


24      Σχετικά με τη χρήση του όρου «ουσιαστική διαφάνεια» στη νομολογία του Δικαστηρίου, βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 49).


25      Αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑609/19, EU:C:2021:469, σκέψη 43), και της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑609/19, EU:C:2021:469, σκέψη 45), της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 66), καθώς και της 16ης Μαρτίου 2023, Caixabank (Προμήθειες για τα έξοδα φακέλου)  (C‑565/21, EU:C:2023:212, σκέψη 33).


28      Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 67).


29      Όπ.π. (σκέψη 75).


30      Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


31      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Fundación Consejo Regulador de la Denominación de Origen Protegida Queso Manchego (C‑614/17, EU:C:2019:11, σημείο 49).


32      Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών ρητρών)  (C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψεις 61 και 66).


33      Όπ.π. (σκέψη 66).


34      Howells, G., Twigg-Flesner, C., και Wilhelmsson, T., όπ.π., υποσημείωση 3, σ. 152.


35      Gardiner, C., Unfair Contract Terms in the Digital Age: The Challenge of Protecting European Consumers in the Online Marketplace, Edward Elgar Publishing, 2022, σ. 96.


36      Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑609/19, EU:C:2021:469, σκέψη 53).


37      Πρβλ. Howells, G., Twigg-Flesner, C., και Wilhelmsson, T., όπ.π., υποσημείωση 3, σ.151, όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «δεν φαίνεται να είναι πολύ απαιτητικό» όταν προσπαθεί να διευκρινίσει τι μπορεί κανείς να αναμένει ειδικότερα από τον μέσο καταναλωτή.


38      Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 86).


39      Όπως προαναφέρθηκε, η απαίτηση περί διαφάνειας που προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 93/13 έχει το ίδιο περιεχόμενο με την απαίτηση του άρθρου 5 της οδηγίας (βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων).


40      Στην απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑70/03, EU:C:2004:505, σκέψη 16), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αντικειμενική ερμηνεία (στο πλαίσιο συλλογικής αγωγής) καθιστά δυνατή τη συχνότερη απαγόρευση της χρήσεως μιας ασαφούς ή διφορούμενης ρήτρας, γεγονός που έχει ως συνέπεια την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών.


41      Σημείο 39 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ., όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 τόσο στις ατομικές όσο και στις συλλογικές δίκες, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Invitel (C‑472/10, EU:C:2011:806, σημείο 50).


43      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/22 (ΕΕ 2020, L 409, σ. 1).


44      Κατά τον ορισμό του άρθρου 3, σημείο 5, της οδηγίας 2020/1828, ως «αντιπροσωπευτική αγωγή» νοείται αγωγή για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών η οποία ασκείται από νομιμοποιούμενο φορέα ως ενάγοντα εξ ονόματος καταναλωτών με σκοπό την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, μέτρου επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης ή αμφότερων.


45      Άρθρο 2 της οδηγίας 2020/1828.


46      Στη σκέψη 83 της απόφασής του 603/2018, της 12ης Νοεμβρίου, που περιλαμβάνεται στον φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, το Audiencia Provincial de Madrid (εφετείο Μαδρίτης) αναφέρεται στην εκτίμηση του «τυποποιημένου προτύπου σύναψης σύμβασης» («patrón estandar de contratacion») έναντι του μέσου καταναλωτή.


47      Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


48      Το εθνικό δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέτασε τον «διαφορετικό βαθμό προσπάθειας» που κατέβαλε καθεμία από τις εναγόμενες τράπεζες προκειμένου να διασφαλίσει αποτελεσματικά τη διαφάνεια ως προς τη χρησιμοποίηση της ρήτρας κατώτατου επιτοκίου [απόφαση του Audiencia Provincial de Madrid (εφετείου Μαδρίτης), σκέψη 28].


49      Βλ., Nogler, L., και Reifner, U., «The Contractual Concept of Life-Time Contracts under Scrutiny», σε Ratti, L., Embedding the Principles of Life Time Contracts (Eleven International Publishing),  Χάγη, 2018, σ. 3, όπου επισημαίνεται η «ανθρώπινη ή υπαρξιακή» πτυχή των μακροχρόνιων συμβάσεων που εξυπηρετούν βασικές ανάγκες.


50      Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance (C‑609/19, EU:C:2021:469, σκέψη 53).


51      Απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ.  (C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Όσον αφορά ειδικότερα τη γερμανική νομοθεσία, ο Γερμανός νομοθέτης αξιοποίησε τη δυνατότητα που παρέχεται από την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2020/1828 και προέβλεψε συγκεκριμένο όρο του παραδεκτού που αφορά την ομοιότητα των περιπτώσεων που καλύπτονται από την αντιπροσωπευτική αγωγή αποκατάστασης δυνάμει του άρθρου 15 του Gesetz zur gebundelten Durchsetzung von Verbraucherrechten (νόμου για τη συλλογική εκτέλεση των δικαιωμάτων του καταναλωτή – στο εξής: VuDuG), της 8ης Οκτωβρίου 2023 (BGBI.2023 I, αριθ. 272). Ο όρος αυτός επιβάλλει τα καλυπτόμενα από την αγωγή δικαιώματα των καταναλωτών να είναι «ουσιωδώς ομοιογενή» (η ακριβής έκφραση στα γερμανικά είναι «im Wesentlichen gleichartig»). Σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες του VuDuG (Gesetzentwurf der Bundesregierung, BT – Drs. 20/6520, σ. 77 και 78), τα οικεία δικαιώματα των καταναλωτών πρέπει να είναι επαρκώς όμοια ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτήρα, ώστε να δύναται το δικαστήριο που θα επιληφθεί να αποφανθεί επί πλήθους αξιώσεων στο πλαίσιο της ίδιας δίκης. Τούτο προϋποθέτει το δικαστήριο να μη χρειαστεί να προβεί σε εκτεταμένες εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών σε υποθέσεις με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή να ασχοληθεί με ποικίλα διαφορετικά νομικά ζητήματα που τίθενται σε επιμέρους περιπτώσεις. Ο βαθμός ομοιότητας των σχετικών αξιώσεων πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε τα εθνικά δικαστήρια να έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε σχηματική εκτίμηση των προϋποθέσεων προβολής της αξίωσης από άποψη πραγματικών περιστατικών και νομικού χαρακτήρα, χωρίς να απαιτείται εξατομικευμένη εκτίμηση ανά υπόθεση. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες προπαρασκευαστικές εργασίες, για την ομοιογένεια δεν απαιτείται οι επίμαχες συμβάσεις να είναι πανομοιότυπες ή να έχουν συναφθεί εντός του ίδιου χρονικού διαστήματος. Αναφέρεται ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι παρόμοια, για παράδειγμα, «όταν πλείονες καταναλωτές συνήψαν ατομικές συμβάσεις ταμιευτηρίου σε διαφορετικές ημερομηνίες, πλην όμως οι διαφορετικές συμβάσεις ή είδη συμβάσεων περιέχουν όλες την ίδια τυποποιημένη ρήτρα». Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ σημαντικό να επισημανθεί ότι ο Γερμανός νομοθέτης «χαλάρωσε» την απαίτηση περί «ομοιογένειας» κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, προσθέτοντας τη λέξη «ουσιωδώς». Η χαλάρωση αυτή επιλέχθηκε για να αποφευχθούν πιθανές ενστάσεις εκ μέρους των επαγγελματιών σχετικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά ή την ατομική συμπεριφορά ορισμένων καταναλωτών, με σκοπό την παρεμπόδιση άσκησης αντιπροσωπευτικής αγωγής επανόρθωσης [βλ. τις συστάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας από το Bundesrat (Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, Γερμανία) BR-Drs. 145/1/23, σ. 4 και 5]. Συναφώς, ο Γερμανός νομοθέτης θεώρησε τον όρο «ουσιωδώς ομοιογενή» αρκούντως ευρύ, ώστε να επιτυγχάνονται επαρκή αποτελέσματα σε κάθε υπόθεση.


53      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner» (C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψη 26).


54      Σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.


55      Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών ρητρών)  (C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψεις 61 και 66).


56      Όπ.π. (σκέψη 66).


57      Όπ.π. (σκέψη 67).


58      Όπ.π. (σκέψη 69).


59      Εάν δεν ίσχυε τούτο, τα εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα δεν θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 13 (βλ. σημείο 82 των παρουσών προτάσεων).


60      Βλ. σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.


61      Στα αρχαία ελληνικά «τα πάντα ῥεῖ, μηδέποτε κατά τ’αυτό μένειν», η κυριολεκτική έννοια του οποίου είναι «τα πάντα είναι ρευστά και τίποτε δεν παραμένει το ίδιο».