Language of document : ECLI:EU:T:2016:368

Υπόθεση T‑208/13

Portugal Telecom SGPS, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Πορτογαλική και ισπανική αγορά τηλεπικοινωνιών – Ρήτρα περί μη ανταγωνισμού στην ιβηρική αγορά, η οποία έχει περιληφθεί στη σύμβαση για την απόκτηση εκ μέρους της Telefónica του μεριδίου που κατείχε η Portugal Telecom στον βραζιλιάνικο πάροχο κινητής τηλεφωνίας Vivo – Επιφύλαξη “στο μέτρο που επιτρέπεται από τον νόμο” – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ως εκ του αντικειμένου παράβαση – Παρεπόμενος περιορισμός – Δυνητικός ανταγωνισμός – Ως εκ του αποτελέσματος παράβαση – Υπολογισμός του ύψους του προστίμου – Αίτηση εξετάσεως μαρτύρων»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 28ης Ιουνίου 2016

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Νομικοί ισχυρισμοί που δεν περιέχονται στο δικόγραφο – Ανακριβείς αναφορές που υποχρεώνουν το καθού θεσμικό όργανο και τον δικαστή της Ένωσης να προβεί σε εικασίες και συναγωγές συμπερασμάτων – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έννοια – Στοιχεία προσφυγής που περιλαμβάνονται στο τμήμα όπου συνοψίζεται η απόφαση – Εμπίπτουν – Προϋπόθεση – Σαφής και μονοσήμαντη αμφισβήτηση του κύρους των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1)

3.      Ένδικη διαδικασία – Αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων – Περιεχόμενο – Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μια έμμεση αιτιολογία – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

4.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

5.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

6.      Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Περιεχόμενο και σκοπός μιας συμπράξεως καθώς και οικονομικό και νομικό πλαίσιο αυτής – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εξ αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος – Πρόθεση των συμβαλλομένων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό – Δεν αποτελεί αναγκαίο – Παράβαση ως εκ του αντικειμένου – Αρκούντος επιβλαβής χαρακτήρας – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Συμπράξεις – Απαγόρευση – Εξαίρεση – Ρήτρα που χαρακτηρίζεται ως παρεπόμενος περιορισμός – Έννοια του παρεπόμενου περιορισμού – Περιεχόμενο – Περιορισμός άμεσα συνδεόμενος με την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως και αναγκαίος γι’ αυτήν –Αντικειμενικός και ανάλογος χαρακτήρας – Περίπλοκη οικονομική εκτίμηση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Συνέπειες του χαρακτηρισμού

(Άρθρο 101 §§ 1 και 3 ΣΛΕΕ)

8.      Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων – Κριτήρια – Δηλώσεις επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

9.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Υποχρέωση οριοθετήσεως της αγοράς – Δεν υφίσταται σε περίπτωση συμφωνίας με αντικείμενο την κατανομή των αγορών

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

10.    Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Χαρακτηρισμός επιχειρήσεως ως δυνητικού ανταγωνιστή – Κριτήρια

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Βαρύτητα της παραβάσεως – Μη δεσμευτική ή εξαντλητική απαρίθμηση των κριτηρίων – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

12.    Πράξεις των οργάνων – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού – Νομική φύση – Ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς ο οποίος συνεπάγεται αυτοπεριορισμό της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής – Υποχρέωση σεβασμού των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 2006/C 210/02)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο

(Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17 , άρθρο 17, και 1/2003, άρθρο 31)

14.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Επαρκής ένδειξη

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2006/C 210/02 και 2006/C 298/11)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνολικός κύκλος εργασιών της συγκεκριμένης επιχειρήσεως – Κύκλος εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί με τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως – Συνεκτιμώνται – Όρια – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση – Κριτήρια

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση της Επιτροπής 2006/C 210/02, σημεία 6 και 13)

16.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού – Έλεγχος νομιμότητας και έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας, εκτεινόμενος τόσο στα νομικά όσο και στα πραγματικά ζητήματα – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

17.    Ένδικη διαδικασία – Αποδεικτικά μέσα – Εξέταση μαρτύρων – Εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου – Επιρροή που ασκεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 91)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 68-70, 270)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 71)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 75)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 78)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 78, 220)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 86-91, 173, 174, 178, 190, 191)

7.      Αν συγκεκριμένη πράξη ή δραστηριότητα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως που θεσπίζεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω του ουδέτερου ή θετικού αποτελέσματός της στον ανταγωνισμό, τότε περιορισμός της εμπορικής αυτονομίας ενός ή περισσοτέρων από τους μετέχοντες στην εν λόγω πράξη ή δραστηριότητα δεν εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω αρχής της απαγορεύσεως, αν ο περιορισμός αυτός είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση της πράξεως ή της δραστηριότητας αυτής και ανάλογος με τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει.

Πράγματι, όταν δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί ένας τέτοιος περιορισμός από την κύρια πράξη ή δραστηριότητα χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξη και το αντικείμενό τους, τότε η συμβατότητα του περιορισμού αυτού με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ πρέπει να κριθεί από κοινού με τη συμβατότητα της κύριας πράξεως ή δραστηριότητας της οποίας αποτελεί παρεπόμενο, ακόμη κι αν, εξεταζόμενος αυτοτελώς ένας τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ότι εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγορεύσεως που θεσπίζει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η έννοια του παρεπόμενου περιορισμού στο δίκαιο του ανταγωνισμού καλύπτει κάθε περιορισμό που συνδέεται άμεσα με την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως και είναι αναγκαίος για αυτή.

Ως περιορισμός άμεσα συνδεόμενος με την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως νοείται κάθε περιορισμός δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τη διενέργεια αυτής της πράξεως ο οποίος έχει προφανή σχέση με αυτή.

Η προϋπόθεση που αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα ενός περιορισμού συνεπάγεται ότι πρέπει να εξετάζονται δύο ζητήματα. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζεται, αφενός, αν ο περιορισμός είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση της κύριας πράξεως και, αφετέρου, αν είναι αναλογικός προς αυτή. Η εξέταση του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα ενός περιορισμού σε σχέση με την κύρια πράξη δεν μπορεί παρά να είναι κάπως αφηρημένη. Το ζήτημα δεν είναι να εξακριβωθεί αν, βάσει της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην επίμαχη αγορά, ο περιορισμός είναι αναγκαίος για την εμπορική επιτυχία της κύριας πράξεως, αλλά αντιθέτως να εξακριβωθεί αν, στο ιδιαίτερο πλαίσιο της κύριας πράξεως, ο περιορισμός είναι αναγκαίος για την υλοποίηση αυτής της πράξεως. Αν χωρίς τον περιορισμό είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η υλοποίηση της κύριας πράξεως, ο περιορισμός μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίησή της.

Όταν ένας περιορισμός είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση της κύριας πράξεως, πρέπει ακόμη να επαληθεύεται αν η διάρκειά του και το καθ’ ύλην και κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για την υλοποίηση της εν λόγω πράξεως. Σε τέτοια περίπτωση, ο περιορισμός πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο χωριστής αναλύσεως στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

Εξάλλου, καθόσον η εκτίμηση αυτή του παρεπόμενου χαρακτήρα μιας πράξεως προϋποθέτει περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής, ο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της επάρκειας της αιτιολογήσεως και της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών, της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

Τέλος, όταν διαπιστώνεται ότι ένας περιορισμός συνδέεται άμεσα με την υλοποίηση της κύριας πράξεως και είναι αναγκαίος γι’ αυτήν, το συμβατό του περιορισμού αυτού προς τους κανόνες ανταγωνισμού πρέπει να εξετάζεται μαζί με το συμβατό της κύριας πράξεως. Έτσι, όταν η κύρια πράξη δεν εμπίπτει στην απαγόρευση που θεσπίζεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το ίδιο ισχύει για τους περιορισμούς που συνδέονται άμεσα με την πράξη αυτή και είναι αναγκαίοι γι’ αυτήν. Αν πάλι η κύρια πράξη συνιστά περιορισμό κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, αλλά εμπίπτει σε εξαίρεση βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η εξαίρεση αυτή καλύπτει και τους εν λόγω παρεπόμενους περιορισμούς.

(βλ. σκέψεις 97-101, 104-107)

8.      Στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, ακόμη και αν η μαρτυρία ενός άμεσου μάρτυρα των περιστατικών που κατέθεσε πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο με υψηλή αποδεικτική αξία, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η επίμαχη δήλωση έγινε από πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να έχει άμεσο συμφέρον στην υπόθεση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο από τον προσφεύγοντα. Πράγματι, όσον αφορά την αποδεικτική αξία που πρέπει να αναγνωρίζεται στα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, το μόνο πρόσφορο κριτήριο για την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ελεύθερα έγκειται στην αξιοπιστία τους. Βάσει των γενικών κανόνων που διέπουν την απόδειξη, η αξιοπιστία και, άρα, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, τον αποδέκτη του και το κατά πόσον το περιεχόμενό του είναι λογικό και αξιόπιστο.

(βλ. σκέψεις 149, 150)

9.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή δεν οφείλει να προβαίνει πάντα σε ακριβή ορισμό της επίμαχης αγοράς ή των επίμαχων αγορών. Πράγματι, ο προσδιορισμός της σχετικής αγοράς δεν έχει την ίδια σημασία όταν εφαρμόζεται το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και όταν εφαρμόζεται το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Έτσι, στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν επιβάλλεται προηγούμενος καθορισμός της σχετικής αγοράς, όταν το ίδιο το αντικείμενο της συμφωνίας είναι αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, δηλαδή όταν η Επιτροπή ορθώς κατέληξε, χωρίς προηγούμενη οριοθέτηση της αγοράς, ότι η εν λόγω συμφωνία νοθεύει τον ανταγωνισμό και μπορεί να επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αν το ίδιο το αντικείμενο μιας συμφωνίας είναι να περιορίσει τον ανταγωνισμό με μια κατανομή των αγορών, δεν απαιτείται να οριστούν οι επίμαχες αγορές με ακρίβεια, από τη στιγμή που ο πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός έχει κατ’ ανάγκην περιοριστεί.

(βλ. σκέψεις 175, 176)

10.    Η σύναψη συμφωνίας περί μη ανταγωνισμού αποτελεί αναγνώριση εκ μέρους των μερών ότι ήταν έστω δυνητικοί ανταγωνιστές ως προς ορισμένες υπηρεσίες. Συναφώς, όταν πρόκειται για απελευθερωμένη αγορά, όπως στην περίπτωση του τομέα τηλεπικοινωνιών, η Επιτροπή δεν οφείλει να προβεί σε ανάλυση της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς και του ζητήματος κατά πόσον η είσοδος στην αγορά αυτή αποτελούσε για καθένα από τα μέρη, βιώσιμη οικονομική στρατηγική, αλλά οφείλει να εξετάσει αν υφίστανται ανυπέρβλητα εμπόδια εισόδου στην αγορά, κάτι που θα απέκλειε κάθε δυνητικό ανταγωνισμό.

Μολονότι η πρόθεση της επιχειρήσεως να διεισδύσει σε αγορά αποτελεί ενδεχομένως κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά, εντούτοις το βασικό στοιχείο επί του οποίου πρέπει να στηρίζεται ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ικανότητά της να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά.

(βλ. σκέψεις 180, 181, 186)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 195, 196)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 197-200)

13.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

Η άσκηση, όμως, της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Με την εξαίρεση των λόγων δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η απουσία αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών. Η κατά τα ανωτέρω δικονομικής φύσεως απαίτηση δεν προσκρούει στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, όσον αφορά τις παραβιάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να προσκομίσει τα στοιχεία που μπορούν να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη των περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Αυτό που ουσιαστικά ζητείται από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο δικαστικής προσφυγής είναι να προσδιορίσει τα αμφισβητούμενα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, να διατυπώσει τις σχετικές αιτιάσεις και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μπορεί να συνίστανται σε σοβαρές ενδείξεις, πρόσφορες να αποδείξουν το βάσιμο των αιτιάσεων.

(βλ. σκέψεις 205, 206, 272-274)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 220-222)

15.    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, σκοπός του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 είναι να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχείρηση ένα ποσό που αντιστοιχεί προς την οικονομική σημασία της παραβάσεως και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, η έννοια της αξίας των πωλήσεων στην οποία αναφέρεται το σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών περιλαμβάνει τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί αν οι πωλήσεις αυτές πράγματι επηρεάστηκαν από την παράβαση, καθώς το μέρος του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τις πωλήσεις προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως συνιστά την καλύτερη ένδειξη περί της οικονομικής σημασίας της παραβάσεως αυτής.

Παρότι, όμως, ο σκοπός της διατάξεως αυτής θα θιγόταν από μια ερμηνεία της αναφερόμενης στη διάταξη έννοιας της αξίας των πωλήσεων που θα περιλάμβανε μόνο τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε με τις πωλήσεις για τις οποίες αποδεικνύεται ότι πράγματι επηρεάστηκαν από την καταγγελλόμενη σύμπραξη, η έννοια αυτή δεν θα μπορούσε, πάντως, να διευρυνθεί τόσο ώστε να περιλαμβάνει τις πωλήσεις της επίμαχης επιχειρήσεως οι οποίες δεν εμπίπτουν, άμεσα ή έμμεσα, στο πεδίο της συμπράξεως αυτής.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από την Επιτροπή, ενώπιον ενός ως εκ του αντικειμένου περιορισμού, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε εξέταση του δυνητικού ανταγωνισμού για όλες τις αγορές και τις υπηρεσίες τις οποίες αφορά το πεδίο εφαρμογής της παραβάσεως, γιατί τότε θα θεσπιζόταν, μέσω του καθορισμού της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου, η υποχρέωση να εξετάζεται ο δυνητικός ανταγωνισμός, παρότι μια τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην περίπτωση ως εκ του αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού.

Η επιβολή, όμως, σε βάρος της Επιτροπής της υποχρεώσεως να καθοριστούν οι πωλήσεις που συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση δεν συνεπάγεται την επιβολή υποχρεώσεως, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, την οποία δεν υπέχει από την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ για παράβαση με αντικείμενο αντίθετο στον ανταγωνισμό. Μια τέτοια λύσει αντλεί, απλώς, τις συνέπειες του γεγονότος ότι η αξία των πωλήσεων πρέπει να συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση κατά την έννοια του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών και δεν μπορεί να καταλαμβάνει και τις πωλήσεις που δεν εμπίπτουν, άμεσα ή έμμεσα, στο πεδίο της τιμωρούμενης παραβάσεως. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή επιλέγει για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου να στηριχθεί στην αξία των πωλήσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την παράβαση, οφείλει να προσδιορίζει την αξία αυτή με ακρίβεια.

(βλ. σκέψεις 237-241)

16.    Η έλλειψη αυτεπάγγελτου ελέγχου του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Προς τήρηση της αρχής αυτής το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να προβεί αυτεπαγγέλτως σε νέα πλήρη εξέταση της υποθέσεως.

Πράγματι, ο προβλεπόμενος από τις Συνθήκες έλεγχος των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τόσο τα νομικά όσο και τα πραγματικά ζητήματα και ότι έχει εξουσία να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, να ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και να τροποποιεί το ποσό των προστίμων. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι ο έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που συμπληρώνεται από την κατά το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά το ποσό του προστίμου, είναι αντίθετος προς τις απαιτήσεις που επιβάλλει η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Συνεπώς, σε περίπτωση που δεν προβάλλονται επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, αν η Επιτροπή τήρησε την αρχή αυτή κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 245, 275-277)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 280-286)