Language of document : ECLI:EU:T:2011:410

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 31ης Αυγούστου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Τέταρτο πρόγραμμα-πλαίσιο για τις δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως – Αίτημα επιστροφής των προκαταβολών που δόθηκαν σε εκτέλεση συμβάσεως για τη χρηματοδότηση έρευνας – Ρήτρα διαιτησίας – Έγγραφο που γνωστοποιεί την έκδοση χρεωστικού σημειώματος – Επιστολή υπομνήσεως – Πράξεις αναπόσπαστες από τη σύμβαση – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑435/10,

ΙΕΜ – Έργα – Έρευνες – Μελέτες Περιβάλλοντος και Χωροταξίας ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Ν. Σοφοκλέους, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Sauka,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, αφενός, του εγγράφου της Επιτροπής της 7ης Μαΐου 2010, που γνωστοποιεί την έκδοση χρεωστικού σημειώματος για την επιστροφή ποσού 105 416,47 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις δοθείσες στην προσφεύγουσα προκαταβολές από την Παρθενών ΑΕ Οικοδομικών – Τεχνικών – Τουριστικών – Βιομηχανικών – Εμπορικών και Εξαγωγικών Εργασιών, σε εκτέλεση της συμβάσεως FAIR-CT98-9544 η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του τετάρτου προγράμματος-πλαισίου για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως, και, αφετέρου, του εγγράφου της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2010, το οποίο έχει ως αντικείμενο την υπόμνηση της κύριας χρεωστούμενης οφειλής, η οποία αναζητείται με το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241004968,


ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 6 Αυγούστου 1998, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνήψε με επτά αντισυμβαλλομένους σύμβαση αφορώσα τη χορήγηση προς αυτούς οικονομικής συνδρομής για την υλοποίηση σχεδίου τιτλοφορούμενου «Εξεύρεση νέας μεθόδου για τον καθαρισμό και το ξεφλούδισμα φρούτων» (στο εξής: σύμβαση FAIR-CT98-9544), στο πλαίσιο της αποφάσεως 1110/94/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1994, περί του τέταρτου προγράμματος-πλαισίου επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (1994-1998) (ΕΕ L 126, σ. 1).

2        Η σύμβαση FAIR-CT98-9544 είχε υπογραφεί από την Παρθενών AE Οικοδομικών – Τεχνικών – Τουριστικών – Βιομηχανικών – Εμπορικών και Εξαγωγικών Εργασιών, ενεργούσα ιδίω ονόματι και υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου και συντονιστή των λοιπών αντισυμβαλλομένων, μεταξύ των οποίων ήταν η προσφεύγουσα ΙΕΜ – Έργα – Έρευνες – Μελέτες Περιβάλλοντος και Χωροταξίας AE (πρώην ΙΕΜ – Έργα – Έρευνες – Μελέτες Περιβάλλοντος και Χωροταξίας ΕΠΕ) υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου των προσώπων που θα αναλάμβαναν την πραγματοποίηση εργασιών έρευνας και αναπτύξεως («R&D Performer’s representative»), και από την Επιτροπή.

3        Με την ιδιότητα του συντονιστή σύμφωνα με το σημείο 4.2 της συμβάσεως FAIR-CT98-9544 και το σημείο 2.1, στοιχείο b, των γενικών όρων που έχουν τεθεί ως παράρτημα της εν λόγω συμβάσεως, η Παρθενών θα ελάμβανε το σύνολο των πληρωμών, ως θεματοφύλακας, διαβιβάζοντας αμέσως τα αναλογούντα στους αντισυμβαλλομένους ποσά, χωρίς να καθίσταται η ίδια κυρία των χρημάτων.

4        Κατά τη ρήτρα διαιτησίας η οποία περιλαμβάνεται στο σημείο 7 των γενικών όρων της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για την εκδίκαση, σε πρώτο βαθμό, των σχετικών με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής διαφορών.

5        Με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή κατήγγειλε τη σύμβαση FAIR-CT98-9544 και προχώρησε, στις 20 Ιουνίου 2002, στην έκδοση χρεωστικού σημειώματος για το σύνολο των προκαταβολών που είχαν δοθεί στην Παρθενών, ανερχομένων σε 259 800 ευρώ. Καθόσον, όμως, δεν επεστράφη το απαιτηθέν ποσό και αφού απηύθυνε στην Παρθενών δύο επιστολές υπομνήσεως, η Επιτροπή άσκησε, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 11 Ιανουαρίου 2005, αγωγή βάσει ρήτρας διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ.

6        Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑7/05, Επιτροπή κατά Παρθενών (που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, μειώνοντας το ποσό της απαιτήσεως της Επιτροπής εις βάρος της Παρθενών στα 154 383,53 ευρώ, με το επιτόκιο που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα για το χρονικό διάστημα από 31 Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2002 και κατά δύο μονάδες από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής. Έκρινε, στη σκέψη 107 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η διαφορά μεταξύ του συνολικού απαιτηθέντος από την Επιτροπή ποσού και του ανωτέρω ποσού, δηλαδή, 105 416,47 ευρώ, αντιστοιχεί στο ποσό που είχε πράγματι καταβληθεί από την Παρθενών στην προσφεύγουσα και, κατά συνέπεια, η Επιτροπή είχε δικαίωμα να αναζητήσει από την Παρθενών το σύνολο της προκαταβολής, αφαιρουμένης της ανωτέρω διαφοράς.

7        Με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή όχλησε την προσφεύγουσα να της επιστρέψει το ποσό των 105 416,47 ευρώ, γνωστοποιώντας ταυτοχρόνως την πρόθεσή της να εκδώσει χρεωστικό σημείωμα για το εν λόγω ποσό.

8        Με έγγραφο της 8ης Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα απέκρουσε την όχληση, υποστηρίζοντας ότι οι πληρωμές που είχε λάβει από την Παρθενών είχαν γίνει στο πλαίσιο συμβάσεως έργου συναφθείσας με τη δεύτερη, και όχι στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544.

9        Με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή επεσήμανε στην προσφεύγουσα ότι διέθετε δήλωση κόστους και φύλλα χρόνου εργασίας υπογεγραμμένα από τη δεύτερη και αποδεικνύοντα ότι η πληρωμή από την Παρθενών είχε γίνει στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544. Ζήτησε επίσης από την προσφεύγουσα να της υποβάλει δικαιολογητικά πιστοποιούντα την εκπλήρωση των περιγραφομένων στο τεχνικό παράρτημα της ανωτέρω συμβάσεως υποχρεώσεων, αφού η επιστημονική έκθεση της 3ης Σεπτεμβρίου 2001 που είχε στη διάθεσή της ήταν απλό αντίγραφο εκθέσεως που είχε υποβληθεί στο πλαίσιο παλαιότερου σχεδίου σχετικού με το πρόγραμμα FAIR-CT95-9502.

10      Με έγγραφο της 9ης Ιουλίου 2008, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε την πραγματοποίηση των εργασιών, χωρίς εντούτοις να παράσχει τα απαιτούμενα συναφώς δικαιολογητικά. Επίσης, τόνισε ότι δεν μπορούσε να αναλάβει καμία ευθύνη για τις απορρέουσες από τη σύμβαση FAIR-CT98-9544 υποχρεώσεις.

11      Δεδομένου ότι δεν έλαβε τα ζητηθέντα δικαιολογητικά (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), η Επιτροπή, με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2009, κάλεσε εκ νέου την προσφεύγουσα να προσκομίσει αντίγραφα των σχετικών επιστημονικών εκθέσεων και της απέστειλε αντίγραφο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, από το οποίο προέκυπτε ότι είχε επίσης υπογραφεί από την προσφεύγουσα. Επιπλέον, της έταξε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία λήψεως του ανωτέρω εγγράφου, κατά τη λήξη της οποίας η επιστροφή του ποσού που προέκυπτε από την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Παρθενών, ανερχόμενου σε 105 416,47 ευρώ θα θεωρούνταν δικαιολογημένη και θα εκδιδόταν χρεωστικό σημείωμα.

12      Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα, με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2010, το οποίο εκείνη έλαβε στις 12 Ιουλίου 2010 (στο εξής: έγγραφο της 7ης Μαΐου 2010), τελευταία όχληση σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει χρεωστικό σημείωμα για την είσπραξη του ποσού των 105 416,47 ευρώ, την οποία ακολούθησε το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241004968 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241004968), το οποίο εκδόθηκε στις 25 Μαΐου 2010.

13      Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010, το οποίο η προσφεύγουσα έλαβε στις 24 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή της απηύθυνε επιστολή υπομνήσεως (στο εξής: έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010), με το οποίο ζητούσε την επιστροφή ποσού 105 728,39 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό που αφορούσε το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241004968, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας, ανερχόμενους σε 311,92 ευρώ. Στους εκτιθέμενους στο έγγραφο λόγους προς δικαιολόγηση του κυρίου ποσού που αφορούσε το χρεωστικό σημείωμα, επισημαινόταν ότι τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως δεν καλύπτονταν από σχετικές καταστάσεις εξόδων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατάθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

15      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241004968, το οποίο διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα με το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010 το οποίο αυτή έλαβε στις 24 Ιουλίου 2010, καθώς και το έγγραφο της 7ης Μαΐου 2010, το οποίο η προσφεύγουσα έλαβε στις 12 Ιουλίου 2010, με το οποίο η Επιτροπή της γνωστοποίησε την πρόθεσή της να εκδώσει το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα (στο εξής: προσβαλλόμενες κατά την προσφεύγουσα πράξεις),

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την ένσταση απαραδέκτου.

19      Με τις παρατηρήσεις της η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου,

–        να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη.

 Σκεπτικό

20      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν σχετικής αιτήσεως ενός διαδίκου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

21      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, να αποφανθεί επί του αιτήματος της Επιτροπής χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

22      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, για τον λόγο ότι οι προσβαλλόμενες κατά την προσφεύγουσα πράξεις είναι συμβατικής φύσεως και δεν μπορούν να προσβληθούν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσβαλλόμενες κατά την προσφεύγουσα πράξεις αποσπώνται από το πλαίσιο της συναφθείσας με αυτή συμβάσεως, η προσφυγή θα είναι απαράδεκτη λόγω της προπαρασκευαστικής φύσεως των εν λόγω πράξεων.

23      Η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι «προσβαλλόμενο χρεωστικό σημείωμα» αποτελεί διοικητική πράξη εκδοθείσα δυνάμει των άρθρων 71 και 72 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), η προσβολή της οποίας ιδρύει όχι απλώς ακυρωτική διαφορά, αλλά «διοικητική διαφορά ουσίας», η οποία επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο τον έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής βασιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι εκτελεστές, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή προέβη σε μερική εκτέλεσή τους με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2010.

24      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί, σε ό,τι αφορά το αντικείμενο της προσφυγής, ότι, μολονότι η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος υπ’ αριθ. 3241004968 (βλ. σκέψεις 12 και 15 ανωτέρω), χαρακτηρίζει εντούτοις ως προσβαλλόμενη πράξη, εκτός από το έγγραφο της 7ης Μαΐου 2010, το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010, με το οποίο της διαβιβάστηκε το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα. Πλην όμως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010, όπως εξάλλου προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2010 το οποίο επισυνάπτεται στο παράρτημα της ενστάσεως απαραδέκτου, δεν αποτελεί παρά επιστολή υπομνήσεως σε σχέση με το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241004968. Επιπλέον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει δηλωθεί, στον πίνακα παραρτημάτων που υπεβλήθη σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, θα πρέπει να εκτιμηθεί ότι, με την προσφυγή της, δεν ζητεί την ακύρωση του εκδοθέντος στις 25 Μαΐου 2010 χρεωστικού σημειώματος υπ’ αριθ. 3241004968, αλλά την ακύρωση του εγγράφου της 14ης Ιουλίου 2010 το οποίο αναφέρεται στο εν λόγω σημείωμα για σκοπούς υπομνήσεως.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναφορά στις «προσβαλλόμενες πράξεις» πρέπει να νοηθεί ως αφορώσα το έγγραφο της 7ης Μαΐου 2010 και το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010.

26      Πρέπει να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων, των πράξεων του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκτός των συστάσεων και γνωμών, καθώς και των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

27      Αντιθέτως, οι εκδιδόμενες από τα όργανα πράξεις που εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Επομένως, προσφυγές με τις οποίες ζητείται η ακύρωση, βάσει αυτού του άρθρου, πράξεων που έχουν αμιγώς συμβατική φύση δεν είναι παραδεκτές (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, όσον αφορά το άρθρο 230 ΕΚ, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουνίου 2009, T-396/05 και T-397/05, ArchiMEDES κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 256 ΣΛΕΕ και 272 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι μόνο δυνάμει ρήτρας διαιτησίας έχει το Γενικό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών που αφορούν συμβάσεις και υποβάλλονται στην κρίση του από φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Διαφορετικά, θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων η εκδίκαση του ανατίθεται περιοριστικά από το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο παραμένει στα εθνικά δικαστήρια η γενική αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται διαφορών στις οποίες η Ένωση είναι διάδικος (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2004, T-314/03 και T-378/03, Musée Grévin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004. σ. II‑1421, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν επιλαμβάνεται διαφοράς συμβατικής φύσεως, το Γενικό Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε αναχαρακτηρισμό προσφυγής ακυρώσεως τόσο όταν η εκπεφρασμένη βούληση του προσφεύγοντος να μη βασίσει την προσφυγή του στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ αποκλείει τέτοιου είδους αναχαρακτηρισμό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τις διατάξεις του Πρωτοδικείου Musée Grévin κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 88, και της 2ας Απριλίου 2008, T-100/03, Maison de l’Europe Avignon Méditerranée κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 54), όσο και όταν η προσφυγή δεν στηρίζεται σε λόγο που αφορά την παράβαση των κανόνων που διέπουν την επίδικη συμβατική σχέση, είτε πρόκειται για όρους της συμβάσεως είτε πρόκειται για τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που ορίζεται ως εφαρμοστέο στη σύμβαση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑428/07 και T-455/07, CEVA κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 59).

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων οι οποίες μπορούν να ακυρωθούν από τον δικαστή της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ή εάν, αντιθέτως, είναι συμβατικής φύσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2008, T-235/06, Austrian Relief Program κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εντάσσονται στο πλαίσιο της συμβάσεως από το οποίο είναι αναπόσπαστες.

31      Πράγματι, κατά πρώτο λόγο, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει, στη σύμβαση FAIR-CT98-9544 γίνεται μνεία της προσφεύγουσας ως «αντιπροσώπου των παρεχόντων υπηρεσίες R&D (R&D Performer’s representative)», τόσο ως ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό των προσώπων που θα αναλάμβαναν την πραγματοποίηση εργασιών έρευνας, όσο και ως μιας των συμβαλλομένων μερών. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα συνομολογεί, στο δικόγραφο της προσφυγής της, ότι η Παρθενών υπέγραψε τη σύμβαση FAIR-CT98-9544 ως άμεσος αντιπρόσωπός της, καθώς και των άλλων έξι συμβαλλομένων, και ότι, για τον λόγο αυτό, χορηγήθηκε χρηματοδοτική συνδρομή, τόσο προς την Παρθενών όσο και προς τα αντιπροσωπευόμενα μέρη, με σκοπό την πραγματοποίηση του σχεδίου.

32      Κατά δεύτερο λόγο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν σε συνέχεια της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, η οποία καταγγέλθηκε λόγω μη εκτελέσεως του σχεδίου το οποίο ήταν αντικείμενό της.

33      Πράγματι, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι είχε απαίτηση κατά της προσφεύγουσας, την όχλησε προκειμένου να επιστρέψει τα ποσά που είχε λάβει ως προκαταβολές με σκοπό την εκτέλεση του σχεδίου.

34      Στη συνέχεια, και μετά από αλληλογραφία που είχε ως αντικείμενο την προσκόμιση από την προσφεύγουσα δικαιολογητικών πιστοποιούντων την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που της είχαν ανατεθεί με τη σύμβαση FAIR-CT98-9544, η Επιτροπή της απηύθυνε, με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2010, μία τελευταία υπόμνηση, με την οποία γνωστοποιούσε την επικείμενη έκδοση χρεωστικού σημειώματος για το ποσό των 105 416,47 ευρώ. Όπως προκύπτει από τα δικόγραφά της και από το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή κατόπιν εξέδωσε, στις 25 Μαΐου 2010, χρεωστικό σημείωμα, το οποίο πληροφορούσε την προσφεύγουσα για την ύπαρξη απαιτήσεως ποσού 105 416,47 ευρώ (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), με την αιτιολογία ότι τα ποσά που εκείνη είχε λάβει στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544 δεν είχαν καλυφθεί από καταστάσεις εξόδων οι οποίες να καταγράφουν τις πραγματοποιηθείσες για την εκτέλεση του σχεδίου δαπάνες. Τέλος, το έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2010 απλώς υπενθύμιζε στην προσφεύγουσα ότι όφειλε το εμφαινόμενο στο χρεωστικό σημείωμα ποσό και ότι εάν το ποσό δεν επιστρεφόταν εντός της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, θα προσαυξανόταν με τόκους υπερημερίας.

35      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καίτοι η προσφεύγουσα συνομολογεί ότι έχει λάβει το ποσό των 105 416,47 ευρώ από την Παρθενών, διατείνεται επίσης, στο δικόγραφο της προσφυγής της, ότι δεν έλαβε αυτό το ποσό στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544. Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι είχε συνάψει, στις 30 Δεκεμβρίου 1998, άλλη σύμβαση με την Παρθενών (στο εξής: συμφωνητικό), δυνάμει της οποίας είχε αναλάβει «την ανέγερση της πιλοτικής εγκατάστασης επεξεργασίας και ανακύκλωσης των υγρών αποβλήτων του σταφιδεργοστασίου της [Παρθενών], που βρίσκεται στη Βιομηχανική Περιοχή στη Λεύκα Πατρών». Συνεπώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έχει λάβει από την Παρθενών το ποσό των 105 416,47 ευρώ ως αμοιβή για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου.

36      Πρέπει, όμως, να επισημανθεί συναφώς ότι τόσο το συμφωνητικό όσο και η συνοδευτική επιστολή με την οποία αυτό διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση FAIR-CT98-9544. Μάλιστα, το συμφωνητικό ορίζει, στο δεύτερο άρθρο του, ότι η ανέγερση και λειτουργία του έργου πραγματοποιείται στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, σύμφωνα με την οποία η Παρθενών είχε ρόλο συντονιστή του σχεδίου και η προσφεύγουσα, σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο Αθηνών, ήταν ο «προμηθευτής τεχνολογίας». Εξάλλου, στο άρθρο 3 του συμφωνητικού ορίζεται ότι ο σκοπός του έργου είχε εγκριθεί και χρηματοδοτούνταν από την Ένωση και, στο άρθρο 4, ότι η προσφεύγουσα έχει την ευθύνη της καλής εκτελέσεως του σχεδίου, σύμφωνα με τη σύμβαση FAIR-CT98-9544. Τέλος, το άρθρο 9 της εν λόγω συμβάσεως αναφέρει ότι αυτή συνάπτεται στο πλαίσιο της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, η οποία είχε συναφθεί μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων μερών (δηλαδή, της Παρθενών και της προσφεύγουσας) και της Επιτροπής, καθώς και ότι συμπληρώνεται από τους όρους της συμβάσεως FAIR-CT98-9544.

37      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, δεν υποβλήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο αίτημα στηριζόμενο στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, αλλά αίτημα ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

38      Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει σαφώς από την ανάλυση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου. Πράγματι, η προσφεύγουσα, αφενός, χαρακτηρίζει τη διαφορά ως «διοικητική διαφορά ουσίας», η οποία επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο τον έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής βασιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων, οι οποίες αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, και, αφετέρου, διατυπώνει αιτήματα με τα οποία, κατ’ ουσίαν, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως, εφόσον ούτε η σύμβαση FAIR-CT98-9544, η οποία είναι σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ούτε το εθνικό δίκαιο, στο οποίο υπόκειται, ούτε καν το άρθρο 299 ΣΛΕΕ, απονέμουν στην Επιτροπή το δικαίωμα μονομερούς προσδιορισμού των χρηματικών υποχρεώσεών της με άσκηση των δημόσιας εξουσίας προνομίων της.

39      Συναφώς, πρέπει, ειδικότερα, να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν εκθέτει προς υποστήριξη του αιτήματός της κανέναν λόγο, επιχείρημα ή αιτίαση που να αντλείται από την παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου ή των όρων της συμβάσεως, αλλά προβάλλει λόγους ακυρώσεως τους οποίους αντλεί από την παράβαση κανόνων του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πάσχουν ελαττώματα που προσιδιάζουν σε διοικητικές πράξεις, όπως, μεταξύ άλλων, η έλλειψη αιτιολογίας, η έλλειψη νομικής βάσεως ή η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Πρωτοδικείου Musée Grévin κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 77, της 26ης Φεβρουαρίου 2007, T-205/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 55, και προπαρατεθείσα απόφαση CEVA κατά Επιτροπής, σκέψη 58).

40      Από τα ανωτέρω προκύπτει συνεπώς ότι η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει πράξεις εκδοθείσες από ένα όργανο της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι οποίες, μολονότι εντάσσονται σε συμβατικό πλαίσιο, είναι, κατά την προσφεύγουσα, διοικητικής φύσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα διάταξη Musée Grévin κατά Επιτροπής, σκέψη 79).

41      Κανένα, όμως, στοιχείο των προσβαλλομένων πράξεων δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή έδρασε, εν προκειμένω, ασκώντας τα δημόσιας εξουσίας προνόμιά της. Πράγματι, η Επιτροπή περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, βάσει ερμηνείας των πραγματικών περιστατικών και των σχετικών όρων της συμβάσεως FAIR-CT98-9544, να πληροφορήσει την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να ζητήσει επιστροφή των προκαταβολών που της δόθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου σχεδίου και στη συνέχεια εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα με το οποίο απαιτούσε την επιστροφή του ποσού για τον λόγο ότι τα ποσά που είχε λάβει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως δεν καλύπτονταν από καταστάσεις εξόδων.

42      Πράττοντας τούτο, η Επιτροπή, έδρασε αποκλειστικώς στο πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την επίμαχη σύμβαση, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής να ζητήσει την επιστροφή της χρηματοδοτήσεως της Ένωσης από τον δικαιούχο εάν αυτός έχει δράσει κατά παράβαση της συμβάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2006, T-74/05, International Institute for the Urban Environment κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 35).

43      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίου έχει ως συνέπεια την προσβολή του δικαιώματος της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει τις απόψεις της στο πλαίσιο ενδίκου βοηθήματος βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, δυνάμει της περιλαμβανομένης στη σύμβαση FAIR-CT98-9544 ρήτρας διαιτησίας.

44      Ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα αιτήματα της προσφεύγουσας έχουν την έννοια ότι περιλαμβάνουν την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος υπ’ αριθ. 3241004968, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό είναι αναπόσπαστο από τη σύμβαση όπως και τα έγγραφα της 7ης Μαΐου 2010 και της 14ης Ιουλίου 2010 και ότι, κατά συνέπεια, προσφυγή που ασκείται κατ’ αυτού βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είναι απαράδεκτη για τους ίδιους λόγους.

45      Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, αναφέρεται σε έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2010, προσκομιζόμενο ως παράρτημα των εν λόγω παρατηρήσεων, από το οποίο προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη σε είσπραξη της απαιτήσεώς της με συμψηφισμό, εντούτοις δεν επεκτείνει την προσφυγή της κατά της αποφάσεως με την οποία ασκείται ο συμψηφισμός αυτός.

46      Με βάση το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που διατύπωσε η Επιτροπή σχετικά με το παραδεκτό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την ΙΕΜ – Έργα – Έρευνες – Μελέτες Περιβάλλοντος και Χωροταξίας ΑΕ στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 31 Αυγούστου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Σ. Παπασάββας


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.