Language of document : ECLI:EU:T:2016:568

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 28ης Σεπτεμβρίου 2016 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης FITNESS – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα – Περιγραφικός χαρακτήρας – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Κανόνας 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, και κανόνας 50, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 – Προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών»

Στην υπόθεση T‑476/15,

European Food SA, με έδρα το Drăgănești (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από την I. Speciac, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την M. Rajh,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Société des produits Nestlé SA, με έδρα το Vevey (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους A. Jaeger‑Lenz, A. Lambrecht και S. Cobet‑Nüse, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 19ης Ιουνίου 2015 (υπόθεση R 2542/2013‑4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της European Food και της Société des produits Nestlé,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, A. M. Collins (εισηγητή) και V. Valančius, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Αυγούστου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2015,

έχοντας υπόψη ότι οι κύριοι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από της επιδόσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 20 Νοεμβρίου 2001 η παρεμβαίνουσα, Société des produits Nestlé SA, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο FITNESS.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 29, 30 και 32, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 29: «Γάλα, κρέμα γάλακτος, βούτυρα, τυριά, γιαούρτια και άλλα είδη διατροφής που παρασκευάζονται από γάλα, υποκατάστατα γαλακτοκομικών προϊόντων, αβγά, ζελατίνες, φρούτα, λαχανικά, παρασκευάσματα πρωτεϊνών για την ανθρώπινη διατροφή»·

–        κλάση 30: «Δημητριακά και παρασκευάσματα δημητριακών· δημητριακά έτοιμα προς κατανάλωση· δημητριακά για το πρωινό· προϊόντα διατροφής με βάση το ρύζι ή άλευρα»·

–        κλάση 32: «Μη αεριούχα νερά, νερά αεριούχα ή νερά στα οποία έχει προστεθεί ανθρακικό, νερά πηγής, μεταλλικά νερά, νερά στα οποία έχουν προστεθεί αρωματικές ουσίες, ποτά με φρούτα, χυμοί φρούτων, νέκταρ, γκαζόζες, σόδες και άλλα μη οινοπνευματώδη ποτά, σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για παρασκευή σιροπιών και για ποτοποιία».

4        Στις 30 Μαΐου 2005 το σήμα καταχωρίστηκε ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τον αριθμό 2470326, για τα προϊόντα που παρατίθενται στη σκέψη 3 ανωτέρω (στο εξής: επίδικο σήμα).

5        Στις 2 Σεπτεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα, European Food SA, υπέβαλε αίτηση για την κήρυξη της ακυρότητας του επίδικου σήματος, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του ίδιου κανονισμού.

6        Στις 18 Οκτωβρίου 2013 το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στο σύνολό της.

7        Στις 16 Δεκεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

8        Με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

9        Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, ο αιτών την κήρυξη της ακυρότητας φέρει το βάρος να αποδείξει ότι το επίδικο σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα ή είναι περιγραφικό, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009. Προσέθεσε ότι το κρίσιμο χρονικό σημείο το οποίο έπρεπε να αφορούν τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν η ημερομηνία καταθέσεως του επίδικου σήματος, ήτοι η 20ή Νοεμβρίου 2001. Επίσης, κατά το τμήμα προσφυγών, δεδομένου ότι επρόκειτο για προϊόντα ευρείας καταναλώσεως με χαμηλή τιμή, ο βαθμός προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού ήταν χαμηλότερος του μέσου όρου.

10      Όσον αφορά τον φερόμενο ως περιγραφικό χαρακτήρα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα περισσότερα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων ήταν μεταγενέστερα από το κρίσιμο χρονικό σημείο ή αφορούσαν την επικράτεια της Ρουμανίας πριν από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς τα αντίγραφα από λεξικά σχετικά με τον όρο «fitness», έκρινε ότι ο όρος αυτός δεν προσδιόριζε κάποιο στοιχείο των οικείων προϊόντων το οποίο το 2001 αποτελούσε, για τους καταναλωτές, εγγενές χαρακτηριστικό των προϊόντων αυτών. Εκτίμησε ότι για τα επίμαχα προϊόντα ο όρος αυτός είχε υποδηλωτικό χαρακτήρα και περιείχε μια αόριστη νύξη. Συνεπώς, κατά το τμήμα προσφυγών, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων δεν επαρκούσαν για να αποδειχθεί ο περιγραφικός χαρακτήρας του επίδικου σήματος.

11      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε ως εκπρόθεσμα, χωρίς να τα λάβει υπόψη, διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του. Εφάρμοσε για τον σκοπό αυτόν αναλογικά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1995, L 303, σ. 1), σε συνδυασμό με τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του ίδιου κανονισμού.

12      Το τμήμα προσφυγών έκρινε, επίσης, ότι δεδομένου ότι το περιεχόμενο του όρου «fitness» είναι υπαινικτικό και ασαφές, μπορεί να προσδιορίσει ότι τα προϊόντα που αφορά το επίδικο σήμα προέρχονται από την παρεμβαίνουσα και συνεπώς να τα διακρίνει από τα προϊόντα λοιπών επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι το επίδικο σήμα στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει το επίδικο σήμα·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

14      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

16      Κατά το άρθρο 173, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο κατά τις παραγράφους 1 και 2 παρεμβαίνων έχει τα ίδια δικονομικά δικαιώματα με τους κύριους διαδίκους. Έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει τα αιτήματα ενός των κύριων διαδίκων καθώς και να προβάλει αιτήματα και ισχυρισμούς αυτοτελείς σε σχέση προς εκείνους των κύριων διαδίκων.

17      Η παρεμβαίνουσα βάλλει κατά του από τυπικής απόψεως παραδεκτού της προσφυγής βασιζόμενη σε παράβαση του άρθρου 177 του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδείξεις σχετικά με τη νομική της υπόσταση ούτε εντολή που έχει νομίμως δοθεί προς τους δικηγόρους της.

18      Όσον αφορά την απόδειξη της νομικής υποστάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι με το δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα προσκόμισε και απόσπασμα του μητρώου εμπορικών εταιριών, όπως απαιτείται από το άρθρο 177, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν απαιτεί το απόσπασμα να περιλαμβάνει ένα σύνολο στοιχείων, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα.

19      Όσον αφορά την εντολή, επισημαίνεται ότι, πρώτον, το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, σε αντίθεση με το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, δεν απαιτεί πλέον να αποδεικνύεται ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο. Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, η εντολή αναφέρεται ονομαστικά στο πρόσωπο που υπέγραψε το δικόγραφο της προσφυγής ως δικηγόρος, ήτοι στην I. Speciac. Τρίτον, όσον αφορά το ότι η προσφεύγουσα δεν επικαιροποίησε τον κατάλογο των παραρτημάτων προκειμένου να περιλάβει σε αυτόν και την εντολή, επισημαίνεται ότι τυχόν παράβαση του άρθρου 97 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαΐου 2015 (ΕΕ 2015, L 152, σ. 1) δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής. Τέταρτον, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η παρεμβαίνουσα, από τον Κανονισμό Διαδικασίας δεν προκύπτει ότι η εντολή του δικηγόρου ο οποίος υπέγραψε την προσφυγή πρέπει να αποδεικνύεται πριν από την κατάθεση του δικογράφου. Αντιθέτως, δεδομένου ότι μια τέτοια παρατυπία μπορεί να θεραπευθεί βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τίποτα δεν εμποδίζει το έγγραφο που βεβαιώνει ότι υφίσταται εντολή να εκδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2015, KSR κατά ΓΕΕΑ – Lampenwelt (Moon), T‑374/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:69, σκέψεις 11 έως 13].

20      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, τα επιχειρήματα της παρεμβαίνουσας που αφορούν το από τυπικής απόψεως απαράδεκτο της προσφυγής πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της ουσίας

21      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά τη μη λήψη υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ο δεύτερος τον περιγραφικό χαρακτήρα του επίδικου σήματος και ο τρίτος την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αυτού.

 Επί του πρώτου λόγου της προσφυγής, ο οποίος αφορά τη μη λήψη υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

22      Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το EUIPO, αρνούμενο να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, παρέβη το άρθρο 76 του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, και τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95.

23      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 76 του κανονισμού 207/2009, στις υποθέσεις με αντικείμενο απόλυτους λόγους ακυρότητας, το EUIPO υποχρεούται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά. Κατά την προσφεύγουσα, το EUIPO δεν προέβη εν προκειμένω σε τέτοιον αυτεπάγγελτο έλεγχο και μάλιστα αρνήθηκε, κακώς, να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε καταθέσει η προσφεύγουσα.

24      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι ο κανόνας 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95 δεν εμποδίζει τον αιτούντα την κήρυξη της ακυρότητας να καταθέσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

25      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από το γράμμα του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 προκύπτει σαφώς ότι η διάταξη αυτή αφορά τις διαδικασίες ανακοπής. Επικουρικώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διάταξη αυτή τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το EUIPO όφειλε να έχει λάβει υπόψη τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία, διότι συμπλήρωναν τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν κατατεθεί προηγουμένως ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων.

26      Κατά το EUIPO ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι το τμήμα προσφυγών εξετάζει την προσφυγή μόνον βάσει των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν παρουσιαστεί εντός των προθεσμιών που τίθενται για την πρωτοβάθμια διαδικασία. Κατά τη διάταξη αυτή, το τμήμα προσφυγών διαθέτει διακριτική ευχέρεια προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να λάβει υπόψη πρόσθετα ή συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δεν παρουσιάστηκαν εντός των προθεσμιών οι οποίες ορίστηκαν ή εξειδικεύθηκαν από το τμήμα ανακοπών.

27      Το EUIPO επισημαίνει, επίσης, ότι ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 δεν αποτελεί εξαίρεση από το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, βάσει του οποίου διαθέτει διακριτική ευχέρεια να κάνει δεκτές ή να απορρίψει τις αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν εγκαίρως. Συνεπώς, δεν υφίσταται απόλυτο δικαίωμα των διαδίκων βάσει του οποίου το EUIPO οφείλει να λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά ή αποδείξεις που έχουν υποβληθεί εκπροθέσμως.

28      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν μετά την πάροδο της προθεσμίας του κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95. Ως προς το ζήτημα αυτό, το EUIPO επισημαίνει ότι επρόκειτο για τα πρώτα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την κρίσιμη χρονική στιγμή, ήτοι την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος. Επίσης, υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι δεν υφίσταται προθεσμία για την κίνηση της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, η προσφεύγουσα διέθετε τον χρόνο να συλλέξει τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία και να τα υποβάλει ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων. Προσθέτει ότι η προσφεύγουσα δεν ανέφερε για ποιον λόγο τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούσαν να κατατεθούν πριν από το στάδιο της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

29      Τέλος, το EUIPO επισημαίνει ότι στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, ακόμη και όταν η διαδικασία αφορά απόλυτους λόγους ακυρότητας.

30      Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι ο κανόνας 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95 υποχρεώνει τον αιτούντα την κήρυξη ακυρότητας να παρουσιάσει τις αποδείξεις προς στήριξη των λόγων ακυρότητας που επικαλείται, ήδη κατά την υποβολή του αρχικού αιτήματος κηρύξεως της ακυρότητας. Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι η υποχρέωση του EUIPO να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 ισχύει για τη διαδικασία καταχωρίσεως και όχι για τη διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας. Τέλος, φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών έκανε, ορθώς, χρήση της διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 για να απορρίψει τα επίμαχα εκπρόθεσμα αποδεικτικά στοιχεία.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

31      Κατά πάγια νομολογία, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου της καταχωρίσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 υπηρετούν σκοπό γενικού συμφέροντος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2014, Pi-Design κ.λπ. κατά Yoshida Metal Industry, C‑337/12 P έως C‑340/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:129, σκέψη 44, και της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 45). Εξάλλου, το γενικό συμφέρον που δικαιολογεί κάθε έναν από αυτούς τους λόγους απαραδέκτου μπορεί και μάλιστα πρέπει να αντανακλά διαφορετικές εκτιμήσεις, ανάλογα με τον επίμαχο κάθε φορά λόγο απαραδέκτου (απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 46).

32      Ο σκοπός γενικού συμφέροντος τον οποίο υπηρετεί το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι να εγγυάται στον καταναλωτή την ταυτότητα της προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας την οποία προσδιορίζει το σήμα, πράγμα που του επιτρέπει να διακρίνει, χωρίς το ενδεχόμενο συγχύσεως, το προϊόν ή την υπηρεσία από τα αντίστοιχα άλλης προελεύσεως [(βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 48, και της 14ης Ιουλίου 2014, NIIT Insurance Technologies κατά ΓΕΕΑ (SUBSCRIBE), T‑404/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:645, σκέψη 57].

33      Σκοπός του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι να διασφαλίσει ότι σημεία περιγραφικά ενός ή περισσοτέρων χαρακτηριστικών των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία ζητείται να καταχωρισθούν ως σήμα μπορούν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από το σύνολο των επιχειρηματιών που προσφέρουν αυτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες [αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, BSH κατά ΓΕΕΑ, C‑126/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2065, σκέψη 19· της 12ης Απριλίου 2011, Euro-Information κατά ΓΕΕΑ (EURO AUTOMATIC PAYMENT), T‑28/10, EU:T:2011:158, σκέψη 44, και της 12ης Απριλίου 2016, Choice κατά EUIPO (Choice chocolate & ice cream), T‑361/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:214, σκέψη 13]. Πράγματι, η καταχώριση ενός περιγραφικού σημείου ως σήματος δεν θα ήταν συμβατή με ένα σύστημα ανόθευτου ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων διότι θα υπήρχε ο κίνδυνος να προσπορίσει αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μία μόνο επιχείρηση.

34      Όσον αφορά τους σχετικούς λόγους του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009, από την οικονομία του κανονισμού αυτού καθώς και από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η διάταξη αυτή σκοπεί στη ρύθμιση τυχόν συγκρούσεων μεταξύ σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και των δικαιωμάτων του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, παραδείγματος χάριν όταν τα επίμαχα σήματα και προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή όταν είναι παρόμοια και υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως. Συνεπώς, το συμφέρον το οποίο μπορεί να προστατευθεί με το άρθρο αυτό είναι ιδίως ιδιωτικής φύσεως, ακόμη και αν προστατεύεται συγχρόνως κάποιο δημόσιο συμφέρον, όπως η ανάγκη να αποτρέπεται ο κίνδυνος συγχύσεως των καταναλωτών.

35      Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν τις ακόλουθες τέσσερις συνέπειες.

36      Πρώτον, παρότι οι τρίτοι μπορούν να απευθύνουν γραπτές παρατηρήσεις στο EUIPO σχετικά με τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως η καταχώριση του σήματος βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 207/2009, το άρθρο 40 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει ότι δεν αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου στη διαδικασία ενώπιον του EUIPO. Αντιθέτως, από τα άρθρα 41 και 42 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι ο αιτών την καταχώριση του σήματος και ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος που έχει ασκήσει ανακοπή έχουν την ιδιότητα του διαδίκου στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής.

37      Η νομολογία έχει επιβεβαιώσει ότι η διαδικασία ανακοπής αποτελεί διαδικασία inter partes [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2004, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ – DaimlerChrysler (PICARO), T‑185/02, EU:T:2004:189, σκέψη 31, και της 4ης Φεβρουαρίου 2013, Marszałkowski κατά ΓΕΕΑ – Mar-Ko Fleischwaren (WALICHNOWY MARKO), T‑159/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:56, σκέψη 48], γεγονός που συνεπάγεται την ανάγκη να τηρείται πλήρως η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και η αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, DEF-TEC Defense Technology κατά ΓΕΕΑ – Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), T‑6/05, EU:T:2006:241, σκέψη 43]. Σε μια τέτοια διαδικασία υπενθυμίζεται ότι η χορήγηση πλεονεκτήματος στον έναν διάδικο αποτελεί μειονέκτημα για τον έτερο διάδικο, οπότε το EUIPO οφείλει να μεριμνά ώστε να τηρεί αμερόληπτη στάση έναντι των διαδίκων [απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, K & L Ruppert Stiftung κατά ΓΕΕΑ – Lopes de Almeida Cunha κ.λπ. (CORPO livre), T‑86/05, EU:T:2007:379, σκέψη 21].

38      Δεύτερον, με την επιφύλαξη του άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο οι αποφάσεις του EUIPO μπορούν να στηρίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση, το EUIPO εξετάζει αυτεπαγγέλτως τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου. Δεδομένης της αρχής της λειτουργικής συνέχειας του EUIPO, τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια να εξετάσουν εν νέου την αίτηση καταχωρίσεως ως προς όλους τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, χωρίς να περιορίζονται από τη συλλογιστική του εξεταστή. Συνεπώς, μπορούν να λάβουν αυτεπαγγέλτως υπόψη νέους απόλυτους λόγους απαραδέκτου [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (BABY-DRY), T‑163/98, EU:T:1999:145, σκέψεις 38 και 43, και της 16ης Φεβρουαρίου 2000, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα σαπουνιού), T‑122/99, EU:T:2000:39, σκέψεις 26 έως 28], με την επιφύλαξη του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

39      Αντιθέτως, από το άρθρο 8 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, in fine, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου εξετάζονται μόνο κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος και δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως από το EUIPO [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Henkel κατά ΓΕΕΑ – LHS (UK) (KLEENCARE), T‑308/01, EU:T:2003:241, σκέψη 32].

40      Τρίτον, βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατά την εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου, οι εξεταστές και, εφόσον χρειαστεί, τα τμήματα προσφυγών του EUIPO, οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να εξακριβωθεί αν για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση συντρέχει κάποιος από τους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7 του ιδίου κανονισμού. Συνεπώς, τα αρμόδια όργανα του EUIPO οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θα μπορούσαν να εφαρμόσουν κάποιον απόλυτο λόγο απαραδέκτου και ενδέχεται να στηρίξουν τελικά τις αποφάσεις τους σε πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν είχε επικαλεστεί ο αιτών [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Fürstlich Castell’sches Domänenamt κατά ΓΕΕΑ – Castel Frères (CASTEL), T‑320/10, EU:T:2013:424, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2015, Actega Terra κατά ΓΕΕΑ – Heidelberger Druckmaschinen (FoodSafe), T‑766/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:913, σκέψη 31].

41      Σε περίπτωση, όμως, διαδικασίας που αφορά σχετικό λόγο απαραδέκτου, το EUIPO μπορεί να στηρίξει την απόφασή του μόνο στα πραγματικά περιστατικά που έχουν επικαλεσθεί οι διάδικοι και στις αποδείξεις που έχουν προσκομίσει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, KLEENCARE, T‑308/01, EU:T:2003:241, σκέψη 32). Ωστόσο, ο περιορισμός της πραγματικής βάσεως της εξετάσεως την οποία διενεργεί το τμήμα προσφυγών δεν αποκλείει να ληφθούν υπόψη από το τμήμα αυτό παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά, ήτοι περιστατικά τα οποία είναι πιθανό να γνωρίζει οποιοσδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές [απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Wolf Oil κατά EUIPO – SCT Lubricants (CHEMPIOIL), T‑34/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:330, σκέψη 64]. Επιπλέον, κατά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95, στην περίπτωση που η προσφυγή ασκείται κατά αποφάσεως τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών εξετάζει την προσφυγή μόνο όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί εντός των προθεσμιών που ορίζονται ή εξειδικεύονται από το τμήμα ανακοπών σύμφωνα με τον κανονισμό και τους παρόντες κανόνες, εκτός εάν το τμήμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη πρόσθετα ή συμπληρωματικά γεγονότα και αποδεικτικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψεις 44, 48 και 64).

42      Πράγματι, στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul (C‑29/05 P, EU:C:2007:162), που αφορά διαδικασία ανακοπής και όχι διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτο λόγο απαραδέκτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να λάβει υπόψη πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά κατά το στάδιο της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Η λύση αυτή είναι σύμφωνη με τον κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1041/2005 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού 2868/95 (ΕΕ 2005, L 172, σ. 4), και εφαρμόστηκε σε απόφαση του τμήματος προσφυγών η οποία είχε εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής πριν από την τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού.

43      Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τη διενέργεια ελέγχου πριν από την καταχώριση, στο πλαίσιο της ex parte εξετάσεως των απόλυτων λόγων απαραδέκτου και της inter partes διαδικασίας ανακοπής για σχετικούς λόγους απαραδέκτου (βλ. ανωτέρω), καθώς και τη διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχου στο πλαίσιο της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους και σχετικούς λόγους απαραδέκτου.

44      Η παρούσα ένδικη διαφορά αφορά αίτηση κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου, η οποία υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του εν λόγω κανονισμού. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τα ισχύοντα στη διαδικασία εξετάσεως των απόλυτων λόγων απαραδέκτου αιτήσεως καταχωρίσεως ή τα ισχύοντα στη διαδικασία ανακοπής για σχετικούς λόγους απαραδέκτου, ειδικότερα όσον αφορά τα ζητήματα αποδείξεως. Συναφώς, είναι χρήσιμο, αφενός, να επισημανθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού παραπέμπει ρητά στο άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού. Αφετέρου, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας κινείται κατόπιν αιτήματος διαδίκου, όπως και η διαδικασία ανακοπής.

45      Ο πρώτος λόγος της προσφυγής πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω. Στο πλαίσιο αυτό διευκρινίζεται ότι, στα σημεία 40 και 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του και ότι, συνεπώς, είχαν υποβληθεί εκπροθέσμως. Στο πλαίσιο αυτό, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, το τμήμα προσφυγών αποφάσισε να μην τα λάβει υπόψη.

46      Πρώτον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, από το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι, κατά την εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου, τα τμήματα προσφυγών του EUIPO οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να κρίνουν αν για το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση συντρέχει κάποιος από τους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού.

47      Εντούτοις, στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας το EUIPO δεν μπορεί να υποχρεωθεί να προβεί εκ νέου στη διενεργηθείσα από τον εξεταστή αυτεπάγγελτη εξέταση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων θα μπορούσε να εφαρμόσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου. Από τα άρθρα 52 και 55 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείται έγκυρο μέχρις ότου κηρυχθεί άκυρο από το EUIPO κατόπιν διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας. Απολαύει, επομένως, ενός τεκμηρίου εγκυρότητας, το οποίο συνιστά τη λογική συνέπεια του ελέγχου που διενεργεί το EUIPO όταν εξετάζει αίτηση καταχωρίσεως (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, CASTEL, T‑320/10, EU:T:2013:424, σκέψη 27, και διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2015, FoodSafe, T‑766/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:913, σκέψη 32).

48      Λόγω αυτού του τεκμηρίου εγκυρότητας, η κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 υποχρέωση του EUIPO να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θα μπορούσε να εφαρμόσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου περιορίζεται στον έλεγχο της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διενεργείται από τους εξεταστές του EUIPO και, κατόπιν προσφυγής, από τα τμήματα προσφυγών του EUIPO στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας το καταχωρισμένο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τεκμαίρεται έγκυρο, απόκειται στο πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας να προβάλει ενώπιον του EUIPO τα συγκεκριμένα στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος του σήματος (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, CASTEL, T‑320/10, EU:T:2013:424, σκέψη 28, και διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2015, FoodSafe, T‑766/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:913, σκέψη 33).

49      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων θα μπορούσε να εφαρμόσει τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

50      Δεύτερον, παρότι στην παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται υποχρέωση να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να εξετασθεί αν το τμήμα προσφυγών μπορούσε να θεωρήσει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του από την προσφεύγουσα είχαν υποβληθεί εκπροθέσμως, όπως υποστηρίζει το EUIPO.

51      Ως προς το ζήτημα αυτό υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το EUIPO μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν οι διάδικοι ή αποδείξεις που δεν προσκόμισαν εγκαίρως.

52      Συνεπώς, το EUIPO διαθέτει διακριτική ευχέρεια σχετικά με τη λήψη υπόψη αποδεικτικών στοιχείων μόνο σε περίπτωση που αυτά έχουν προσκομισθεί εκπροθέσμως. Αντιθέτως, αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία έχουν προσκομισθεί εγκαίρως, η διάταξη αυτή δεν αναγνωρίζει στο EUIPO τη δυνατότητα να μην τα λάβει υπόψη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψεις 41 έως 43 και 63).

53      Συνεπώς, πρέπει να κριθεί αν, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 36, 38, 40 και 43 ανωτέρω, αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτο λόγο απαραδέκτου πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν προσκομίσθηκαν εγκαίρως και ότι ήταν, συνεπώς, εκπρόθεσμα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 49).

54      Όσον αφορά την ύπαρξη προθεσμίας για την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων, το EUIPO επικαλείται τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95, κατά τον οποίο η αίτηση για την κήρυξη ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποβάλλεται προς το EUIPO περιέχει, όσον αφορά τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, αναφορά των πραγματικών περιστατικών, αποδείξεων και ισχυρισμών που προβάλλονται για την υποστήριξη της αιτήσεως.

55      Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει το EUIPO, από τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95 ουδόλως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών οφείλει να θεωρήσει εκπρόθεσμα τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων. Πράγματι, ο κανόνας αυτός προβλέπει, απλώς, ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας πρέπει να παραθέτει τις αποδείξεις στις οποίες στηρίζεται. Επομένως, ο εν λόγω κανόνας δεν συνεπάγεται ότι κάθε αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζεται μετά την υποβολή της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, είτε ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων είτε ενώπιον του τμήματος προσφυγών, πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμο.

56      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι καμία διάταξη των κανονισμών 207/2009 και 2868/95 δεν προβλέπει προθεσμία για την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας για απόλυτο λόγο απαραδέκτου, σε αντίθεση με ορισμένες διατάξεις που διέπουν τις προθεσμίες, καθώς και τις συνέπειες που απορρέουν από τη μη τήρησή τους, οι οποίες ισχύουν για τις διαδικασίες ανακοπής (κανόνας 19, παράγραφος 1, κανόνας 20, παράγραφος 1, και κανόνας 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95· βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, New Yorker SHK Jeans κατά ΓΕΕΑ, C‑621/11 P, EU:C:2013:484, σκέψεις 25 έως 28), κηρύξεως εκπτώσεως (κανόνας 40, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού· βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Centrotherm Systemtechnik κατά ΓΕΕΑ και centrotherm Clean Solutions, C‑610/11 P, EU:C:2013:593, σκέψεις 80 έως 82) και κηρύξεως ακυρότητας για σχετικούς λόγους απαραδέκτου [κανόνας 40, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού· βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Menelaus κατά ΓΕΕΑ – Garcia Mahiques (VIGOR), T‑361/13, EU:T:2015:859, σκέψεις 51 και 52 (μη δημοσιευθείσες)].

57      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι υφίσταται λειτουργική συνέχεια μεταξύ των υπηρεσιών του EUIPO που κρίνουν σε πρώτο βαθμό, δηλαδή του εξεταστή, των τμημάτων ανακοπών και ακυρώσεων, αφενός, και των τμημάτων προσφυγών, αφετέρου [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, KLEENCARE, T‑308/01, EU:T:2003:241, σκέψη 25, και της 11ης Ιουλίου 2006, Caviar Anzali κατά ΓΕΕΑ – Novomarket (Asetra), T‑252/04, EU:T:2006:199, σκέψη 30].

58      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 76 του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με τον κανόνα 37, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2868/95 δεν συνεπάγεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών πρέπει να θεωρηθούν εκπρόθεσμα από το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτο λόγο ακυρότητας.

59      Τρίτον, το EUIPO υποστηρίζει ότι στην υπό κρίση περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά ο κανόνας 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95.

60      Ως προς το ζήτημα αυτό διαπιστώνεται ότι, βάσει του γράμματος του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95, ο κανόνας αυτός αφορά ρητώς τη διαδικασία προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και όχι τη διαδικασία προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων που αφορά απόλυτο λόγο απαραδέκτου.

61      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, μολονότι το πρώτο εδάφιο του κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 θέτει την αρχή σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στη διαδικασία προσφυγής, το τρίτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως συνιστά ειδικό κανόνα που εισάγει παρέκκλιση από την ως άνω αρχή. Ο ειδικός αυτός κανόνας αφορά μόνον τη διαδικασία προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και διευκρινίζει τι ισχύει, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν ή, αντιστοίχως, προσκόμισαν μετά το πέρας των προθεσμιών που ορίστηκαν ή εξειδικεύθηκαν στον πρώτο βαθμό (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 28).

62      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, ο ειδικός αυτός κανόνας προστέθηκε στον κανονισμό 2868/95 στο πλαίσιο της τροποποιήσεως του κανονισμού αυτού από τον κανονισμό 1041/2005, ο οποίος είχε ως σκοπό, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική του σκέψη 7, να αποσαφηνίσει τις έννομες συνέπειες τυχόν παραλείψεων κατά τη διαδικασία ανακοπής. Η ως άνω διαπίστωση επιβεβαιώνει ότι οι συνέπειες που έχει, ως προς τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον του τμήματος ανακοπών πρέπει να ρυθμίζονται βάσει του προαναφερθέντος ειδικού κανόνα (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Rintisch κατά ΓΕΕΑ, C‑120/12 P, EU:C:2013:638, σκέψη 30).

63      Επισημαίνεται ότι, όπως ακριβώς και οι σχετικοί λόγοι απαραδέκτου στις διαδικασίες ανακοπής, οι σχετικοί λόγοι ακυρότητας εξετάζονται από το EUIPO μόνον κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος. Κατά συνέπεια, η διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας που αφορά σχετικό λόγο ακυρότητας διέπεται, κατ’ αρχήν, από τις αρχές που ισχύουν και για τις διαδικασίες ανακοπής [απόφαση της 25ης Μαΐου 2005, TeleTech Holdings κατά ΓΕΕΑ – Teletech International (TELETECH GLOBAL VENTURES), T‑288/03, EU:T:2005:177, σκέψη 65].

64      Ο πρώτος λόγος της προσφυγής αφορά, όμως, διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου, οι οποίοι διακρίνονται από τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου. Η διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας που στηρίζεται σε απόλυτους λόγους απαραδέκτου κινείται, βέβαια, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Εντούτοις, το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού παραπέμπει ευθέως στους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 31 έως 33 ανωτέρω, υπηρετούν σκοπούς γενικού συμφέροντος. Πρέπει να προστεθεί ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπαγόρευσαν τη θέσπιση του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Castel Frères κατά ΓΕΕΑ, C‑622/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:297, σκέψεις 41 και 43 έως 45). Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου έχει ως σκοπό, ιδίως, να δώσει τη δυνατότητα στο EUIPO να επανεξετάζει το κύρος καταχωρίσεως σήματος και να λαμβάνει τη θέση την οποία θα έπρεπε, ενδεχομένως, να έχει λάβει αυτεπαγγέλτως βάσει του άρθρου 37 του εν λόγω κανονισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Castel Frères κατά ΓΕΕΑ, C‑622/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:297, σκέψη 42). Κατά συνέπεια, η αναλογική εφαρμογή του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95 σε διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου θα ήταν αντίθετη προς το γενικό συμφέρον το οποίο υπηρετούν οι διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού 207/2009.

65      Ως εκ τούτου, ούτε το γράμμα του κανόνα 50, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2868/95, που εκφράζει τη ρητή βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, ούτε η φύση και ο σκοπός της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας για απόλυτους λόγους απαραδέκτου επιτρέπουν την αναλογική εφαρμογή του κανόνα αυτού. Κατά συνέπεια, κακώς το EUIPO επικαλέστηκε την εν λόγω διάταξη στην υπό κρίση περίπτωση.

66      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, κρίνοντας ότι δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την προσφεύγουσα για πρώτη φορά ενώπιόν του, επειδή προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

67      Επιβάλλεται, πάντως, η εξέταση των συνεπειών αυτής της πλάνης περί το δίκαιο. Κατά πάγια νομολογία, πλημμέλεια στη διαδικασία μπορεί να επιφέρει την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της αποφάσεως μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι, ελλείψει αυτής της πλημμέλειας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο [αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2006, La Baronia de Turis κατά ΓΕΕΑ – Baron Philippe de Rothschild (LA BARONNIE), T‑323/03, EU:T:2006:197, σκέψη 69, και της 11ης Ιουλίου 2006, Asetra, T‑252/04, EU:T:2006:199, σκέψη 45].

68      Εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που κακώς δεν ελήφθησαν υπόψη από το τμήμα προσφυγών να μπορούσαν να μεταβάλουν το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεδομένου ότι επρόκειτο για τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την κρίσιμη χρονική στιγμή, ήτοι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Δεν απόκειται, πάντως, στο Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει το EUIPO στην εκτίμηση των επίμαχων στοιχείων (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2006, LA BARONNIE, T‑323/03, EU:T:2006:197, σκέψη 70, και της 11ης Ιουλίου 2006, Asetra, T‑252/04, EU:T:2006:199, σκέψη 46).

69      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της προσφυγής και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου της προσφυγής, που αφορούν τον περιγραφικό χαρακτήρα και την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα, και επί του δεύτερου αιτήματος που αφορά τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την ακύρωση του επίδικου σήματος

70      Όπως προκύπτει από την ανάλυση του πρώτου λόγου της προσφυγής, παρέλκει η εξέταση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του δεύτερου και του τρίτου λόγου της προσφυγής, οι οποίοι αφορούν, αντίστοιχα, τον περιγραφικό χαρακτήρα και την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του επίδικου σήματος. Εξάλλου, στο μέτρο που γίνεται δεκτό το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο ήταν το κύριο αίτημα της προσφυγής, παρέλκει η απόφανση επί του δεύτερου αιτήματος για τη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την ακύρωση του επίδικου σήματος, το οποίο είχε προβληθεί επικουρικώς από την προσφεύγουσα και το παραδεκτό του οποίου αμφισβητείται εν μέρει από το EUIPO.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

72      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμα και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να κριθεί ότι η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τέταρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 19ης Ιουνίου 2015 (υπόθεση R 2542/2013‑4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της European Food SA και της Société des produits Nestlé SA.

2)      Το EUIPO φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της European Food.

3)      Η Société des produits Nestlé φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Frimodt Nielsen

Collins

Valančius

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Σεπτεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.