Language of document : ECLI:EU:T:2017:339

Υπόθεση T480/15

Agria Polska sp. z o.o. κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Σύμπραξη – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αγορά διανομής φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας – Προβαλλόμενη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά παραγωγών και διανομέων – Συμφωνηθείσα ή συντονισθείσα δράση των παραγωγών και διανομέων συνιστάμενη στην κατάθεση καταγγελιών ενώπιον των διοικητικών και ποινικών αρχών – Καταγγελία περί παραβάσεων της εφαρμοστέας νομοθεσίας από τους παράλληλους εισαγωγείς – Μεταγενεστέρως διεξαχθέντες διοικητικοί έλεγχοι από τις διοικητικές αρχές – Επιβολή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στους παράλληλους εισαγωγείς από τις εθνικές αρχές – Εξομοίωση των καταγγελιών των παραγωγών και διανομέων προς κακόβουλες αγωγές ή καταχρήσεις διοικητικών διαδικασιών – Έλλειψη συμφέροντος της Ένωσης – Δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2017

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Απόφαση της Επιτροπής περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Αιτιολογία της αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο – Περιεχόμενο – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρa 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 105 § 1 ΣΛΕΕ)

2.      Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού – Ταυτόχρονες καταγγελίες ανταγωνίστριας επιχειρήσεως ενώπιον των αρμοδίων εθνικών αρχών – Επιτρέπονται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

3.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Έλεγχοι και διώξεις εκ μέρους των εθνικών αρχών κατόπιν καταγγελιών από ανταγωνίστριες επιχειρήσεις – Δεν εμπίπτουν

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

4.      Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Καταγγελία ανταγωνίστριας επιχειρήσεως ενώπιον των αρμοδίων εθνικών αρχών – Εμπίπτει – Κριτήρια εκτιμήσεως – Στενή ερμηνεία

(Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Καθορισμός των προτεραιοτήτων από την Επιτροπή – Συνεκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης προς διερεύνηση ορισμένης υποθέσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Υπόθεση δυνάμενη να συμβάλει στην ανάπτυξη του δικαίου του ανταγωνισμού

(Άρθρa 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

6.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια – Αγωγή προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού

(Άρθρa 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας και εκδόσεως αποφάσεως όσον αφορά την ύπαρξη παραβάσεως – Δεν υφίσταται – Προγενέστερη απόρριψη ανάλογης καταγγελίας από την εθνική αρχή ανταγωνισμού – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρa 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7· ανακοίνωση 2004/C 101/03 της Επιτροπής)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αντικείμενο – Διαπίστωση παραβάσεων των κρατών μελών – Αποκλείεται

(Άρθρa 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 34-39)

2.      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύει αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επικοινωνία μεταξύ των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, με αντικείμενο ή αποτέλεσμα την άσκηση επιρροής στη συμπεριφορά υφιστάμενου ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, ή τη γνωστοποίηση στον ανταγωνιστή αυτόν της συμπεριφοράς την οποία η επιχείρηση έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να τηρήσει στην αγορά.

Πάντως, οι επιχειρηματίες διατηρούν το δικαίωμα να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους. Επομένως, οι επιχειρήσεις μπορούν, μεταξύ άλλων, να ενεργούν προς υπεράσπιση των νομίμων συμφερόντων τους σε περίπτωση ενδεχόμενης παραβάσεως, εκ μέρους των ανταγωνιστών τους, των εφαρμοστέων διατάξεων, όπως οι ρυθμίσεις, σχετικά με το εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να είναι θεμιτό για τις επιχειρήσεις να ενημερώσουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές για ενδεχόμενες παραβιάσεις των ισχυουσών διατάξεων και, εν ανάγκη, να συνεργασθούν με τις αρχές αυτές στο πλαίσιο των ελέγχων τους οποίους αυτές μπορούν να διενεργήσουν.

(βλ. σκέψεις 44, 47, 48)

3.      Οι αποφάσεις των αρμοδίων εθνικών αρχών περί διεξαγωγής ελέγχων βάσει εγγράφων ή επιτόπου και περί κινήσεως διοικητικών και ποινικών διώξεων κατά επιχειρήσεων που είναι ύποπτες παρανόμων πρακτικών είναι καταλογιστέες στις εν λόγω εθνικές αρχές, οι οποίες ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον και των οποίων οι αποφάσεις εμπίπτουν, συναφώς, στην εξουσία εκτιμήσεώς τους. Συνεπώς, τέτοιες συμπεριφορές και αποφάσεις των αρχών των κρατών μελών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, εφόσον τα άρθρα αυτά αποσκοπούν στη ρύθμιση μόνο της συμπεριφοράς επιχειρήσεων.

Το γεγονός ότι οι αρχές αυτές επηρεάστηκαν όσον αφορά τις επιλογές τους να προβούν σε ελέγχους λόγω των αιτήσεων που τους υποβλήθηκαν από ανταγωνίστριες επιχειρήσεις δεν μπορεί να αφαιρέσει από τις αποφάσεις τους τον χαρακτήρα αποφάσεων εθνικών αρχών.

(βλ. σκέψεις 49, 55)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 65-72)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 73)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 80-84)

7.      Το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003 δεν παρέχει στον καταγγέλλοντα το δικαίωμα να απαιτήσει από την Επιτροπή την έκδοση οριστικής αποφάσεως ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της προβαλλομένης παραβάσεως των άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ, όπως και δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να συνεχίσει οπωσδήποτε τη διαδικασία μέχρι το στάδιο της τελικής αποφάσεως, έστω και αν καταγγελία ανάλογη προς αυτή που υποβλήθηκε ενώπιόν της έχει ήδη απορριφθεί προηγουμένως, ενδεχομένως εσφαλμένως, από εθνική αρχή ανταγωνισμού.

Εξάλλου, αποδοχή της απόψεως ότι η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει συστηματικά στην κίνηση διαδικασίας έρευνας σε μια τέτοια περίπτωση δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, που συνίσταται στην καθιέρωση, για λόγους αποτελεσματικότητας, ενός συστήματος για τη βέλτιστη δυνατή κατανομή των πόρων εντός του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η ανακοίνωση της Επιτροπής για τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού δημιουργούν δικαιώματα ή προσδοκίες για μια επιχείρηση όσον αφορά την εξέταση της υποθέσεώς της από συγκεκριμένη αρχή ανταγωνισμού προκειμένου, εάν καταστεί αναγκαίο, να επωφεληθεί από τη συλλογή αποδείξεων που πέτυχε η αρχή αυτή μέσω των εξουσιών έρευνας που διαθέτει.

(βλ. σκέψεις 94, 95)

8.      Δεν συνάδει με τη διαδικασία του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 η διατύπωση διαπιστώσεων ενδεχομένων παραβάσεων των αρχών, περιλαμβανομένων και των δικαστικών, των κρατών μελών, εφόσον αυτό εμπίπτει στη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Συναφώς, δεν επιτρέπεται η καταστρατήγηση των όντως εφαρμοστέων κανόνων με προσπάθεια αποκλεισμού από το άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασίας που διέπεται από τη Συνθήκη ώστε να υπαχθεί τεχνητώς στους κανόνες του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψη 97)