Language of document : ECLI:EU:F:2015:37

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Απριλίου 2015 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2011 — Μη εγγραφή στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων — Άρθρο 45 του ΚΥΚ — Συμπλήρωση διετούς προϋπηρεσίας στον βαθμό — Μη συνυπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας με την ιδιότητα εκτάκτου υπαλλήλου — Διαφορετική μεταχείριση λόγω της νομικής φύσεως της εργασιακής σχέσεως των συγκεκριμένων εργαζομένων — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Ρήτρα 4 — Δυνατότητα επικλήσεως — Αποκλείεται»

Στην υπόθεση F‑78/12,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη EKAE βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Viara Todorova Androva, υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτοικος Rhode-Saint-Genèse (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον M. Velardo, δικηγόρο,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J. Herrmann και M. Bauer,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall και G. Gattinara,

και

το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους T. Kennedy, N. Scafarto και την K. Zavřelová, στη συνέχεια από τον N. Scafarto,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Bradley (εισηγητή), πρόεδρο, H. Kreppel και M. I. Rofes i Pujol, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 25 Ιουλίου 2012, η V. Todorova Androva άσκησε προσφυγή‑αγωγή, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί μη εγγραφής του ονόματός της στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων για την περίοδο προαγωγών 2011 και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει τα εξής:

«Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 2. Συνεπάγεται για τον υπάλληλο τον διορισμό του στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν διανύσει ελάχιστο διάστημα δύο ετών στο βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. […]»

3        Στις 28 Ιουνίου 1999, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).

4        Σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η οποία προσαρτάται στην οδηγία 1999/70 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), σκοπός αυτής της συμφωνίας-πλαισίου είναι:

«[…]

α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

5        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιγράφεται «Αρχή της μη διάκρισης», ορίζει τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

[…]

4.      Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης θα είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] προσελήφθη από το Συμβούλιο από 1ης Ιουλίου 2006 ως έκτακτη υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο (στο εξής: ΚΛΠ). Κατατάχθηκε στον βαθμό AD 5 και τοποθετήθηκε ως «administrateur linguiste» (γλωσσομαθής διοικητικός υπάλληλος) στη μονάδα βουλγαρικής γλώσσας της διευθύνσεως «Μετάφραση και Παραγωγή κειμένων» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Προσωπικό και Διοίκηση» της Γενικής Γραμματείας. Η σύμβαση εργασίας της, όπως τροποποιήθηκε με διαδοχικές συμπληρωματικές συμφωνίες, προβλεπόταν να λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 2010.

7        Έχοντας επιτύχει εν τω μεταξύ στον διαγωνισμό EPSO/AD/166/09, η προσφεύγουσα διορίστηκε ως δόκιμη υπάλληλος βαθμού AD 5, με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1ης Δεκεμβρίου 2010. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η προσφεύγουσα διατήρησε την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που είχε αποκτήσει ως έκτακτη υπάλληλος και, ως εκ τούτου, κατατάχθηκε στο κλιμάκιο 4.

8        Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, μετά τον διορισμό της ως δόκιμης υπαλλήλου, η προσφεύγουσα συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα που ασκούσε ήδη ως έκτακτη υπάλληλος.

9        Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1ης Σεπτεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα μονιμοποιήθηκε.

10      Με την υπ’ αριθ. 87/11 ανακοίνωση προς το προσωπικό της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) δημοσίευσε τον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων για την περίοδο προαγωγών 2011. Το όνομα της προσφεύγουσας δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα αυτόν.

11      Στις 17 Οκτωβρίου 2011, δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 100/11 ανακοίνωση προς το προσωπικό με τον πίνακα των προαχθέντων υπαλλήλων για την περίοδο προαγωγών 2011. Το όνομα της προσφεύγουσας δεν περιλαμβανόταν στον πίνακα αυτόν.

12      Στις 9 Δεκεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως να μην περιληφθεί στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων, όπως προέκυπτε από την υπ’ αριθ. 87/11 ανακοίνωση προς το προσωπικό.

13      Με απόφαση της 18ης Απριλίου 2012, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Συμβουλίου, ενεργώντας ως ΑΔΑ, απέρριψε τη διοικητική ένσταση με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε διετή προϋπηρεσία στον βαθμό από τον διορισμό της ως μόνιμης υπαλλήλου, όπως απαιτείται από το άρθρο 45 του ΚΥΚ προκειμένου να περιληφθεί κάποιος στους προαγώγιμους υπαλλήλους (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Στις 6 Μαΐου 2013, κατόπιν της παραιτήσεως του εισηγητή δικαστή στον οποίον είχε ανατεθεί αρχικώς η υπόθεση και της τροποποιήσεως στη σύνθεση των τμημάτων, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης όρισε νέο εισηγητή δικαστή.

15      Με επιστολή της 24ης Ιουνίου 2013, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ενημέρωσε τους διαδίκους για την πρόθεσή του να καλέσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβουν στη δίκη και τους ζήτησε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού.

16      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν προέβαλαν αντιρρήσεις για την προτεινόμενη πρόσκληση προς παρέμβαση, με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 4ης Δεκεμβρίου 2013 (Todorova Androva κατά Συμβουλίου, F‑78/12, EU:F:2013:206), επετράπη στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο να παρέμβουν στη δίκη. Το Κοινοβούλιο και το Δικαστήριο δεν παρενέβησαν στην κρινομένη υπόθεση.

17      Τα υπομνήματα παρεμβάσεως της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιήλθαν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 14 και στις 15 Ιανουαρίου 2014 αντίστοιχα.

18      Με επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο ενημέρωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι δεν είχε παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις 10 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να ακυρώσει την απόφαση, όπως αυτή προκύπτει από την υπ’ αριθ. 87/11 ανακοίνωση προς το προσωπικό της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, περί μη εγγραφής της προσφεύγουσας στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων για την περίοδο προαγωγών 2011,

–        να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως,

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο στην καταβολή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που εκτιμώνται προσωρινώς σε 40 000 ευρώ, ποσό το οποίο θα προσδιοριστεί ακριβέστερα κατά τη διάρκεια της δίκης, καθώς και αντισταθμιστικών τόκων και τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 6,75 %,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

20      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο ζητούν από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί των αιτημάτων που στρέφονται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

22      Κατά τη νομολογία, τα αιτήματα ακυρώσεως που βάλλουν ρητώς κατά αποφάσεως με την οποία έχει απορριφθεί διοικητική ένσταση έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται ο δικαστής της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, όταν τα αιτήματα καθεαυτά δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (απόφαση Balionyte‑Merle κατά Επιτροπής, F‑113/12, EU:F:2013:191, σκέψη 24, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως επικυρώνει την απόφαση περί μη εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων, αιτιολογώντας ταυτόχρονα και την απόφαση αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξεως, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιέχεται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καθώς η εν λόγω αιτιολογία λογίζεται ότι συμπίπτει με αυτή της αρχικής ως άνω πράξεως (βλ. συναφώς απόφαση Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 58 και 59, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Κατά συνέπεια, το ακυρωτικό αίτημα που βάλλει κατά της απορριπτικής της διοικητικής ενστάσεως αποφάσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου και η προσφυγή-αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της αποφάσεως, όπως αυτή προκύπτει από την υπ’ αριθ. 87/11 ανακοίνωση προς το προσωπικό της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, περί μη εγγραφής της προσφεύγουσας στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων για την περίοδο προαγωγών 2011 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), της οποίας η αιτιολογία εξειδικεύεται με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως (βλ. συναφώς αποφάσεις Eveillard κατά Επιτροπής, T‑258/01, EU:T:2004:177, σκέψεις 31 και 32, και Buxton κατά Κοινοβουλίου, F‑50/11, EU:F:2012:51, σκέψη 21).

 Επί των αιτημάτων περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

25      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τυπικώς τρεις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται αντιστοίχως:

–        ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως,

–        ο δεύτερος, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

–        και ο τρίτος, από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας.

26      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η προσφεύγουσα προς στήριξη των αιτημάτων της και των διευκρινίσεων στις οποίες προέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να νοηθεί ως αντλούμενος κυρίως από παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και επικουρικώς από τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 45 του ΚΥΚ, προβαλλόμενο με ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον το άρθρο αυτό παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή κατοχυρώνεται με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και από τον παράνομο χαρακτήρα της διατάξεως αυτής που προβάλλεται με ένσταση ελλείψεως νομιμότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι υπήρξε θύμα αδικαιολόγητα δυσμενούς, σε σχέση με τους προαγώγιμους υπαλλήλους, μεταχειρίσεως, καθόσον, ως έκτακτη υπάλληλος, εκτελούσε τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με εκείνα ενός μόνιμου υπαλλήλου, αλλά, παρά ταύτα, ο χρόνος υπηρεσίας που είχε συμπληρώσει με την ιδιότητα αυτή δεν ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό των δύο ετών προϋπηρεσίας στον βαθμό, τα οποία είναι αναγκαία για να θεωρηθεί υπάλληλος προαγώγιμος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ασκούσε πάντοτε τα ίδια καθήκοντα από όταν ανέλαβε υπηρεσία ως έκτακτη υπάλληλος.

28      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, όπως αυτός διευκρινίστηκε από την προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει κυρίως ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 45 του ΚΥΚ. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο ερμήνευσε τη διάταξη αυτή υπό την έννοια ότι, κατά τον υπολογισμό των δύο ετών προϋπηρεσίας στον βαθμό, την οποία πρέπει να διαθέτουν οι υπάλληλοι προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα σε προαγωγή, δεν έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία που αποκτήθηκε ενδεχομένως από τους υπαλλήλους οι οποίοι, όπως η προσφεύγουσα, ήταν έκτακτοι υπάλληλοι πριν μονιμοποιηθούν. Κατά την προσφεύγουσα, το γράμμα του άρθρου 45 του ΚΥΚ επιτρέπει έναν τέτοιο συνυπολογισμό και η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη σύμφωνη προς την οδηγία 1999/70.

29      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν το άρθρο 45 του ΚΥΚ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας που αποκτήθηκε με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου στα δύο έτη προϋπηρεσίας στον βαθμό, τα οποία είναι αναγκαία για τη δυνατότητα προαγωγής στον ανώτερο βαθμό, τότε είναι αντίθετο προς την οδηγία 1999/70 και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως της οποίας η οδηγία αυτή αποτελεί έκφραση και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί παράνομο.

30      Κατά την προσφεύγουσα, με την απόφαση Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557), το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία‑πλαίσιο έπρεπε να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύει οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ «τακτικών δημοσίων υπαλλήλων» και «εκτάκτων δημοσίων υπαλλήλων», εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, και ότι, ως εκ τούτου, ήταν αντίθετος προς τη συμφωνία‑πλαίσιο ο μη συνυπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας που συμπλήρωσε ένα πρόσωπο ως «έκτακτος υπάλληλος» πριν διοριστεί ως μόνιμος υπάλληλος, προκειμένου να κριθεί αν το πρόσωπο αυτό μπορεί να ζητήσει προαγωγή.

31      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η οδηγία 1999/70 δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στις σχέσεις με το προσωπικό τους. Η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, βάσει της οποίας το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος προϋπηρεσίας που διανύεται με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου έπρεπε να συνυπολογιστεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίον συνυπολογίζεται ο διανυθείς με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου χρόνος προϋπηρεσίας, αποτελεί έκφραση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία συνιστά «θεμελιώδη αρχή».

32      Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν της αναγνωρίσει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ύπαρξη θεμελιώδους αρχής, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται πάντως να ερμηνεύσουν το άρθρο 45 του ΚΥΚ υπό το πρίσμα της οδηγίας 1999/70, δυνάμει του καθήκοντος της καλόπιστης συνεργασίας, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

33      Εν πάση περιπτώσει, επειδή το άρθρο 45 του ΚΥΚ επιδέχεται πολλές ερμηνείες, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το Συμβούλιο έπρεπε να λάβει υπόψη την οδηγία 1999/70 και, στη συνέχεια, τις διατάξεις της συμφωνίας‑πλαισίου προκειμένου να αποφασίσει ποια ερμηνεία έπρεπε να δώσει στην έννοια της προϋπηρεσίας «ελάχιστο[υ] δι[αστήματος] δύο ετών στον βαθμό», όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 45 του ΚΥΚ.

34      Εξάλλου, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το γεγονός ότι η απόφαση Rosado Santana (EU:C:2011:557) αφορούσε διαδικασία εσωτερικής επιλογής και όχι διαδικασία προαγωγής δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση της λύσεως που έδωσε το Δικαστήριο. Ειδικότερα, η διαδικασία προαγωγής, όπως και η διαδικασία εσωτερικής επιλογής, επηρεάζει την πρόοδο της σταδιοδρομίας των δημοσίων υπαλλήλων και, υπ’ αυτή την έννοια, εμπίπτει στις συνθήκες απασχολήσεως στις οποίες αναφέρεται η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου.

35      Κατά την προσφεύγουσα, η ύπαρξη συνέχειας μεταξύ της προϋπηρεσίας που αποκτήθηκε με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου και εκείνης που αποκτήθηκε με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου όχι μόνο δεν αποκλείεται από τον ΚΥΚ, αλλά και προκύπτει από ορισμένες διατάξεις του. Ειδικότερα, το άρθρο 45 του ΚΥΚ δεν αναφέρει ρητώς ότι η προϋπηρεσία την οποία αφορά πρέπει να έχει αποκτηθεί μόνον με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου. Εξάλλου, το άρθρο αυτό δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση άλλων εκθέσεων βαθμολογίας πέραν εκείνων που συντάχθηκαν μετά τη μονιμοποίηση του οικείου υπαλλήλου. Αντιθέτως, από το άρθρο 32, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ρητώς ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι που μονιμοποιήθηκαν μπορούν να διατηρήσουν την αρχαιότητα που απέκτησαν προηγουμένως και τούτο μολονότι απασχολούνταν υπό διαφορετικό νομικό καθεστώς.

36      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η άποψη της προσφεύγουσας είναι αντίθετη προς την πρόθεση του νομοθέτη να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 45 του ΚΥΚ μόνον ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου, πρόθεση η οποία προκύπτει από την έκφραση «έχουν διανύσει ελάχιστο διάστημα [στον] βαθμό», η οποία περιέχεται στο ίδιο το κείμενο του άρθρου 45 του ΚΥΚ.

37      Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, η άποψη της προσφεύγουσας συνεπάγεται την ύπαρξη νομικής συνέχειας μεταξύ του καθεστώτος του έκτακτου και εκείνου του μόνιμου υπαλλήλου. Από την ανάλυση, όμως, τόσο του ΚΥΚ όσο και της νομολογίας, ιδίως των διατάξεων Κυριαζή κατά Επιτροπής (F‑66/06, EU:F:2006:92) και Pereira Sequeira κατά Επιτροπής (F‑65/06, EU:F:2006:124), καθώς και της αποφάσεως Toronjo Benitez κατά Επιτροπής (F‑33/07, EU:F:2008:25), προκύπτει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να αποκλείσει μια τέτοια νομική συνέχεια.

38      Τέλος, κατά το Συμβούλιο πάντοτε, η επιλογή του νομοθέτη να λαμβάνεται υπόψη, στο πλαίσιο του άρθρου 45, μόνον ο χρόνος υπηρεσίας που διανύεται με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την επίκληση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ειδικότερα, κατά τη νομολογία, και ιδίως τις αποφάσεις Chetcuti κατά Επιτροπής (C‑16/07 P, EU:C:2008:549, σκέψη 40) και Wasmeier κατά Επιτροπής (T‑381/00, EU:T:2002:190, σκέψη 122), δεν συνιστά δυσμενή διάκριση η διαφορετική μεταχείριση των μονίμων υπαλλήλων σε σχέση με τους εκτάκτους υπαλλήλους, καθώς ο ορισμός καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτές ανταποκρίνεται σε δικαιολογημένες ανάγκες της Διοικήσεως και στη φύση των μονίμων ή εκτάκτων καθηκόντων που ανατίθενται σε καθεμιά.

39      Εξάλλου, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η λύση που ακολουθήθηκε στην απόφαση Rosado Santana (EU:C:2011:557) δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην κρινομένη υπόθεση.

40      Κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η απόφαση Rosado Santana (EU:C:2011:557) αφορά την ερμηνεία οδηγίας που έπρεπε να εφαρμοστεί σε κράτος μέλος και ότι επίκληση οδηγίας έναντι θεσμικού οργάνου είναι δυνατή μόνον εμμέσως, στις περιπτώσεις που περιγράφονται στην απόφαση Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (F‑65/07, EU:F:2009:43, σκέψεις 113 έως 116). Η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, ωστόσο, δεν εμπίπτει σε καμιά από τις περιπτώσεις αυτές. Ειδικότερα, η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με την οδηγία 1999/70, δεν αποτελεί έκφραση γενικής αρχής του δικαίου και, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 45 είναι σαφές, δεν απαιτείται αναγωγή στην οδηγία για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής.

41      Στη συνέχεια, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της καταστάσεως της προσφεύγουσας και εκείνης του F. J. Rosado Santana: ο τελευταίος υπαγόταν ανέκαθεν στο ίδιο βασικό νομικό καθεστώς, καθώς ήταν «έκτακτος δημόσιος υπάλληλος» προτού γίνει «τακτικός δημόσιος υπάλληλος», ενώ η προσφεύγουσα υπήχθη διαδοχικά σε δύο διαφορετικά καθεστώτα, δηλαδή στο ΚΛΠ, ως έκτακτη υπάλληλος, και στη συνέχεια στον ΚΥΚ, ως μόνιμη υπάλληλος.

42      Με την απάντησή του στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Συμβούλιο διευκρίνισε τη θέση του στηριζόμενο στη διάταξη Rivas Montes (C‑178/12, EU:C:2013:150). Κατά το Συμβούλιο, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της ρήτρας 4 της συμφωνίας‑πλαισίου προκειμένου να θεμελιωθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 45 του ΚΥΚ. Ειδικότερα, η ρήτρα αυτή αναφέρεται στη δυσμενή μεταχείριση των εργαζομένων που έχουν σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου λόγω της διάρκειας της σχέσεως αυτής και μόνον, ενώ, στην κρινομένη υπόθεση, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εκτάκτων και μονίμων υπαλλήλων στηρίζεται στη νομική φύση της εργασιακής τους σχέσεως με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

43      Ακόμη και αν η λύση που επελέγη με την απόφαση Rosado Santana (EU:C:2011:557) μπορούσε να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι δικαιολογημένες ανάγκες της Διοικήσεως και η φύση των μονίμων ή εκτάκτων καθηκόντων που έχει ως αποστολή να εκτελεί αποτελούν αντικειμενικούς λόγους οι οποίοι δικαιολογούν τον μη συνυπολογισμό, για τις ανάγκες της προαγωγής, του χρόνου υπηρεσίας που συμπλήρωσε η προσφεύγουσα ως έκτακτη υπάλληλος.

44      Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να απορρίψει αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, καθώς η ένσταση αυτή δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση.

45      Επί της ουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει το σύνολο των επιχειρημάτων του Συμβουλίου, υπογραμμίζοντας ότι το καθεστώς του εκτάκτου υπαλλήλου και εκείνο του μονίμου υπαλλήλου έχουν εντελώς διαφορετική φύση.

46      Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εκτελούσε ως έκτακτη υπάλληλος τα ίδια καθήκοντα με εκείνα που της ανατέθηκαν μετά τον διορισμό της ως δόκιμης υπαλλήλου δεν ασκεί καμιά απολύτως επιρροή. Κατά την Επιτροπή, η άποψη της προσφεύγουσας αποδίδει υπερβολική σημασία σε εντελώς τυχαία πραγματικά στοιχεία και αναγνωρίζει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στα μέλη του προσωπικού που ασκούσαν συνεχώς τα ίδια καθήκοντα, αρχικώς ως έκτακτοι και στη συνέχεια ως μόνιμοι υπάλληλοι, σε σχέση με το προσωπικό γενικών καθηκόντων.

47      Με το υπόμνημά του παρεμβάσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο συντάσσεται με τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της ρήτρας 4 της συμφωνίας‑πλαισίου έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης σε ό,τι αφορά τον μη συνυπολογισμό, για την εφαρμογή του άρθρου 45 του ΚΥΚ, της προϋπηρεσίας που απέκτησε μόνιμος υπάλληλος όσο ήταν έκτακτος. Το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί ότι στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει ούτε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ούτε κατάχρηση προκαλούμενη από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε τέτοια κατάχρηση.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

48      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα εξετάσει κατ’ αρχάς αν το Συμβούλιο εκτίμησε εσφαλμένως το περιεχόμενο του άρθρου 45 του ΚΥΚ, ερμηνεύοντάς το υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει τον συνυπολογισμό του χρόνου προϋπηρεσίας που συμπλήρωσε η προσφεύγουσα ως έκτακτη υπάλληλος κατά τον υπολογισμό των δύο ετών προϋπηρεσίας που έπρεπε να διαθέτει στον βαθμό της ώστε να είναι προαγώγιμη. Πράγματι, το ζήτημα της νομιμότητας του άρθρου 45 του ΚΥΚ, το οποίο έθεσε επικουρικώς η προσφεύγουσα, ασκεί επιρροή εν προκειμένω μόνον εφόσον το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

49      Κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (απόφαση Hoštická κ.λπ., C‑561/13, EU:C:2014:2287, σκέψη 29).

50      Εν προκειμένω, το άρθρο 45 του ΚΥΚ προβλέπει ότι η προαγωγή «απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν διανύσει ελάχιστο διάστημα δύο ετών στο βαθμό τους». Χρησιμοποιώντας, όμως, την έκφραση «ελάχιστο διάστημα δύο ετών στον βαθμό τους» και την κτητική αντωνυμία «τους», η οποία αναφέρεται στους «υπαλλήλους», το γράμμα της διατάξεως αυτής υποδηλώνει ότι η ΑΔΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνον την προϋπηρεσία που αποκτήθηκε στον βαθμό με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου.

51      Υπέρ αυτής της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 45 του ΚΥΚ συνηγορεί και η ανάλυση του ΚΥΚ στο σύνολό του. Πράγματι, σύμφωνα με τον νομοθέτη, δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά νομική συνέχεια στη σταδιοδρομία εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος μονιμοποιήθηκε (βλ. συναφώς αποφάσεις Bellantone κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, F‑85/06, EU:F:2007:171, σκέψη 51, και Toronjo Benitez κατά Επιτροπής, EU:F:2008:25, σκέψη 87, καθώς και διάταξη Prieto κατά Κοινοβουλίου, F‑42/07, EU:F:2011:159, σκέψη 61).

52      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει συναφώς ότι, κατά το άρθρο 34 του ΚΥΚ, «[κ]άθε υπάλληλος, πριν να μπορέσει να μονιμοποιηθεί, πρέπει να διανύσει δοκιμαστική περίοδο εννέα μηνών». Η διάταξη αυτή δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων που διορίστηκαν ως δόκιμοι υπάλληλοι αφού εργάστηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι και των λοιπών υπαλλήλων, ακόμη και αν άσκησαν τα ίδια καθήκοντα υπό το ένα και το άλλο καθεστώς. Αν η άποψη της προσφεύγουσας περί νομικής συνέχειας ήταν βάσιμη, η διάταξη αυτή δεν θα είχε καμία πρακτική χρησιμότητα για τους διορισμένους υπαλλήλους που έχουν ήδη εργαστεί ως έκτακτοι υπάλληλοι.

53      Επιπλέον, όποτε ο νομοθέτης θέλησε να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος εργασίας που έχει συμπληρώσει κάποιος ως έκτακτος υπάλληλος για τη συναγωγή συνεπειών όσον αφορά τη σταδιοδρομία του ως μονίμου υπαλλήλου, το διατύπωσε ρητώς. Τέτοια είναι η περίπτωση του άρθρου 32, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά το οποίο «[ο] έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από το όργανο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που είχε αποκτήσει ως έκτακτος υπάλληλος όταν διορίστηκε υπάλληλος στον ίδιο βαθμό αμέσως μετά την περίοδο αυτή» και τούτο κατά παρέκκλιση από το άρθρο 32, πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του. Κατά την ίδια έννοια, το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει ότι «[ο] χρόνος υπηρεσίας του ως εκτάκτου υπαλλήλου της Ένωσης λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξίμων ετών της συντάξεως αρχαιότητος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα VIII του κανονισμού».

54      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη ερμηνεύοντας το άρθρο 45 του ΚΥΚ υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής, μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η προϋπηρεσία στον βαθμό που συμπληρώθηκε με την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον το ΚΛΠ δεν προβλέπει ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην περίπτωση των εκτάκτων υπαλλήλων.

55      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση περί πλάνης κατά την ερμηνεία του άρθρου 45 του ΚΥΚ και να εξεταστεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλει επικουρικώς η προσφεύγουσα και σύμφωνα με την οποία, μη επιτρέποντας τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που έχει συμπληρώσει μονιμοποιηθείς υπάλληλος με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου, το άρθρο 45 του ΚΥΚ έρχεται σε αντίθεση με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου.

56      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να εξεταστεί η εν λόγω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας επί της ουσίας, χωρίς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού της, καθόσον, σε κάθε περίπτωση και για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω, η εν λόγω ένσταση στερείται νομικής βάσεως (απόφαση AT κατά EACEA, F‑113/10, EU:F:2012:20, σκέψη 49).

57      Πρέπει, κατ’ αρχάς, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου έχει εφαρμογή εν προκειμένω και, επομένως, αν η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 45 του ΚΥΚ μπορεί να στηριχθεί στην παράβαση της ρήτρας αυτής.

58      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας‑πλαισίου η οποία περιέχεται στο παράρτημά της επιβάλλουν αυτές καθεαυτές υποχρεώσεις στα όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους (απόφαση Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2009:43, σκέψη 111).

59      Ωστόσο, οι εν λόγω διατάξεις μπορούν, μεταξύ άλλων, να εφαρμοστούν εμμέσως σε κοινοτικό όργανο, αν συνιστούν έκφραση γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, την οποία το όργανο πρέπει τότε να εφαρμόσει ως έχει (αποφάσεις Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 56, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2009:43, σκέψη 113, και AI κατά Δικαστηρίου, F‑85/10, EU:F:2012:97, σκέψη 134).

60      Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως, τη δυσμενή αντιμετώπιση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Το σημείο 4 της εν λόγω ρήτρας επιβάλλει την ίδια απαγόρευση όσον αφορά την απαιτούμενη περίοδο προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχολήσεως (αποφάσεις Rosado Santana, EU:C:2011:557, σκέψη 64, και Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 39).

61      Βεβαίως, οι αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως, των οποίων έκφραση αποτελεί η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της Ένωσης (απόφαση Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2009:43, σκέψη 101), με γνώμονα τις οποίες πρέπει να κριθεί η νομιμότητα του άρθρου 45 του ΚΥΚ.

62      Είναι, ωστόσο, σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, σε σχέση με την εφαρμογή της συμφωνίας‑πλαισίου στις διαφορές μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και διοικήσεων των κρατών μελών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ενδεχόμενες διαφορές στη μεταχείριση των μονίμων και των συμβασιούχων υπαλλήλων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνεται από τη συμφωνία‑πλαίσιο, δεδομένου ότι οι διαφορές αυτές στη μεταχείριση δεν θεμελιώνονται στην ορισμένου ή αορίστου χρόνου φύση της σχέσεως εργασίας, αλλά στο κατά πόσον αυτή διέπεται από το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων ή από σύμβαση (διάταξη Rivas Montes, EU:C:2013:150, σκέψεις 44 και 45).

63      Επιβάλλεται εν προκειμένω η διαπίστωση ότι το άρθρο 45 του ΚΥΚ δεν προβλέπει διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου. Πράγματι, το μόνο στοιχείο που λαμβάνει υπόψη το άρθρο 45 του ΚΥΚ είναι η νομική φύση της εργασιακής σχέσεως των οικείων υπαλλήλων, εισάγοντας στην πράξη διαφορετική μεταχείριση της προϋπηρεσίας που αποκτάται από τους μονίμους υπαλλήλους και εκείνης που αποκτάται από το λοιπό προσωπικό. Κατά τη νομολογία, όμως, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνεται με τη συμφωνία‑πλαίσιο (βλ. διάταξη Rivas Montes, EU:C:2013:150, σκέψεις 44 και 47).

64      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεμελιώσει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 45 του ΚΥΚ στην παράβαση της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου ή στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας η ρήτρα αυτή αποτελεί εφαρμογή.

65      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Rosado Santana (EU:C:2011:557). Ειδικότερα, στην υπόθεση εκείνη ο προσφεύγων της κύριας δίκης επιχείρησε, κατ’ ουσίαν, να αποδείξει την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως που συνίστατο στον συνυπολογισμό, στο πλαίσιο διαδικασίας εσωτερικής επιλογής, του χρόνου προϋπηρεσίας που διανύθηκε με την ιδιότητα του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου και όχι με την ιδιότητα του εκτάκτου δημοσίου υπαλλήλου (απόφαση Rosado Santana, EU:C:2011:557, σκέψη 42). Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ μονίμων υπαλλήλων, των οποίων η προϋπηρεσία λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 45 του ΚΥΚ, και εκτάκτων υπαλλήλων, είτε έχουν προσληφθεί στο πλαίσιο συμβάσεως αορίστου χρόνου είτε στο πλαίσιο συμβάσεως ορισμένου χρόνου.

66      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

67      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι στον πίνακα των προαχθέντων υπαλλήλων περιέχονται τα ονόματα «πολλών υπαλλήλων», οι οποίοι, όπως και η ίδια, εργάζονταν ως μεταφραστές με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου και είχαν την ίδια προϋπηρεσία «στα ίδια καθήκοντα», αλλά μονιμοποιήθηκαν πριν από την ίδια. Επομένως, κατά την κατάρτιση του πίνακα των υπαλλήλων που προήχθησαν υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ΑΔΑ δεν προέβη στη συγκριτική εξέταση, η οποία, κατά τη νομολογία, πρέπει να διεξάγεται με επιμέλεια και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, και, πιο συγκεκριμένα, ενήργησε κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

68      Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρει στο δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής της τα ονόματα των υπαλλήλων που υποτίθεται ότι προήχθησαν βάσει συγκριτικής εξετάσεως που διεξήχθη κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και δεν παρέχει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ακρίβεια των επιχειρημάτων της. Βεβαίως, η προσφεύγουσα δηλώνει διατεθειμένη να «αποκαλύψει» τα ονόματα των εν λόγω υπαλλήλων αν της ζητηθεί τούτο από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Ωστόσο, η δήλωση αυτή δεν αρκεί για να θεραπεύσει την αοριστία του δικογράφου της προσφυγής‑αγωγής.

69      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του καθήκοντος μέριμνας

70      Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΑΔΑ δεν έλαβε υπόψη το συμφέρον της προσφεύγουσας, παραβαίνοντας, έτσι το καθήκον μέριμνας που υπέχει απέναντί της.

71      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρατηρεί ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση και δεν συνδέεται με κανέναν από τους λόγους ή τα επιχειρήματα που περιέχονται σε αυτήν· η εν λόγω ένσταση αναφερόταν μόνον στην πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου και εργαζομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου.

72      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον προβλήθηκε το πρώτον με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής, κατά παράβαση του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και της προσφυγής που έπεται αυτής, ο οποίος επιβάλλει, επί ποινή απαραδέκτου, οι λόγοι ακυρώσεως που στρέφονται ευθέως κατά της βλαπτικής αποφάσεως και προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης να έχουν ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, έτσι ώστε να έχει δοθεί στη ΑΔΑ ή στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή η δυνατότητα να λάβουν γνώση των επικρίσεων που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 71).

73      Επομένως, τα αιτήματα ακυρώσεως που στρέφονται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

74      Αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη υλική ζημία, διότι, αν το Συμβούλιο την είχε εγγράψει στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων, λαμβανομένης υπόψη της μέσης διάρκειας παραμονής στον βαθμό που αναφέρει ο ΚΥΚ, της προϋπηρεσίας στα καθήκοντα της μεταφράστριας στο Συμβούλιο, των εγκωμιαστικών εκθέσεων βαθμολογίας της και του γεγονότος ότι ορισμένοι από τους υπαλλήλους που ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα με την προσφεύγουσα προήχθησαν, θα είχε 90 % πιθανότητες να προαχθεί. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα εκτιμά τη ζημία της στο ποσό των 30 000 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της επιβραδύνσεως που υποστηρίζει ότι υπέστη η σταδιοδρομία της και των επιπτώσεων της επιβραδύνσεως αυτής στον μισθό και στα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα.

75      Αφετέρου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ηθική βλάβη, η οποία δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί με την ακύρωση και μόνον της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι, ακόμη και αν είναι δυνατή η λήψη όλων των μέτρων για την αποκατάσταση της διαπραχθείσας παρανομίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το Συμβούλιο να εγγράψει απλώς το όνομα της προσφεύγουσας στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων, χωρίς να δώσει άλλη συνέχεια στην ακυρωτική απόφαση. Η προσφεύγουσα εκτιμά την εν λόγω ηθική βλάβη στο ποσό των 10 000 ευρώ.

76      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν η ζημία την οποία επικαλείται ο προσφεύγων οφείλεται στην έκδοση αποφάσεως της οποίας ζητείται η ακύρωση, η απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως, εφόσον αυτά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους (απόφαση Arguelles Arias κατά Συμβουλίου, F‑122/12, EU:F:2013:185, σκέψη 127, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η υλική ζημία και η ηθική βλάβη που επικαλείται η προσφεύγουσα οφείλονται στην απόφαση του Συμβουλίου να μην την εγγράψει στον πίνακα των προαγώγιμων υπαλλήλων. Ωστόσο, εφόσον το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίφθηκε χωρίς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διαπιστώσει παρανομία στην άσκηση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου, τα αιτήματα αποζημιώσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

78      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή‑αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του όγδοου κεφαλαίου του δέκατου τίτλου του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει μεν τα δικαστικά έξοδά του, πλην όμως καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα του αντιδίκου ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά. Τέλος, κατά το άρθρο 103, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

80      Από το σκεπτικό που παρατίθεται στην παρούσα απόφαση συνάγεται ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου.

81      Τέλος, κατά το άρθρο 103, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή‑αγωγή.

2)      Η V. Todorova Androva φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Bradley

Kreppel

Rofes i Pujol

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Απριλίου 2015.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      K. Bradley


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.