Language of document : ECLI:EU:T:2005:254

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2005 (*)

«Κοινοτικό σήμα − Εικονιστικό σήμα CANAL JEAN CO. NEW YORK − Ανακοπή του δικαιούχου του εθνικού λεκτικού σήματος CANALI − Κίνδυνος συγχύσεως»

Στην υπόθεση T‑301/03,

Canali Ireland Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους C. Gielen και O. Schmutzer, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγορά (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους A. Αποστολάκη και S. Laitinen,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνoυσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Canal Jean Co. Inc., με έδρα τη Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον Μ. Cover, solicitor,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος του ΓΕΕΑ της 17ης Ιουνίου 2003 (υπόθεση R 103/2002‑2), σχετικά με τη διαδικασία ανακοπής 78859 μεταξύ των εταιριών Canali SpA. και Canal Jean Co. Inc.,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, I. Labucka και V. Trstenjak, δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Αυγούστου 2003,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Δεκεμβρίου 2003,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Δεκεμβρίου 2003,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Φεβρουαρίου 2004,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 15ης Φεβρουαρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 22 Νοεμβρίου 1996, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγορά (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος βάσει του κανονισμού 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

2        Το εικονιστικό σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το ακόλουθο:

Image not foundImage not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος υπάγονται στην κλάση 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με την κατάταξη προϊόντων και υπηρεσιών για την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

4        Η αίτηση δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 42/98 της 8ης Ιουνίου 1998.

5        Στις 3 Σεπτεμβρίου 1998, η Canali SpA άσκησε, δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος, επικαλούμενη κίνδυνο συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση με το προγενέστερο σήμα, του οποίου δικαιούχος ήταν η ίδια.

6        Το προγενέστερο σήμα στο οποίο στηρίχθηκε η ανακοπή είναι το λεκτικό σήμα CANALI και καλύπτει προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 3, 6, 9, 14, 16, 18, 20, 25, 34 και 42.

7        Η ανακοπή της Canali SpA βάλλει κατά όλων των προϊόντων τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

8        Με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2001, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε την ανακοπή, απορρίπτοντας την αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος, με την αιτιολογία ότι, λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας των προϊόντων που αφορά καθένα από τα σήματα και του έντονου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, ο σοβαρός κίνδυνος συσχετίσεως των εν λόγω σημάτων υπερίσχυε της μειωμένης ομοιότητας μεταξύ των επίδικων σημείων και προκαλούσε κίνδυνο συγχύσεως.

9        Στις 25 Ιανουαρίου 2002, η παρεμβαίνουσα άσκησε προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 57, 58 και 59 του κανονισμού 40/94 και του κανόνα 48 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), με την οποία ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

10      Με απόφαση της 17ης Ιουνίου 2003 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Πρώτον, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του παραδεκτού της προσφυγής, λαμβανομένου υπόψη ότι την παρέμβαση ενώπιον του ΓΕΕΑ άσκησε η Canali SpA και όχι η προσφεύγουσα. Οι διάδικοι υπέβαλαν εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις τους. Το Πρωτοδικείο ζήτησε επίσης από το ΓΕΕΑ και από την προσφεύγουσα να επιβεβαιώσουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Canali Ireland Ltd είχε όντως διαδεχθεί την Canali SpA. όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώθηκε από το ΓΕΕΑ. Η παρεμβαίνουσα δεν προέβαλε αντιρρήσεις επί του σημείου αυτού.

12      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Φεβρουαρίου 2005.

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί την ανακοπή κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος και να απορρίψει την εν λόγω αίτηση στο σύνολό της και/ή να διατάξει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει πρόσφορο·

–        να καταδικάσει την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί υπέρ αυτής όσον αφορά τα σχετικά με την παρέμβαση δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16      Κατά την έγγραφη διαδικασία, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα επισήμαναν ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν διάδικος στην ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία και ότι ισχυριζόταν ότι αποτελεί τον νέο δικαιούχο του προγενέστερου σήματος CANALI. Όπως υποστηρίζουν, αφενός, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι νομιμοποιούνταν να ασκήσει την παρούσα προσφυγή και, αφετέρου, η πράξη μεταβιβάσεως που επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν αφορά το προγενέστερο σήμα για το οποίο έγινε λόγος στη διαδικασία ανακοπής.

17      Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η προσφεύγουσα εξηγεί ότι, μολονότι η πράξη μεταβιβάσεως δεν αναφέρει τον αρχικό αριθμό καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος CANALI, αναφέρεται, εν πάση περιπτώσει, στον αριθμό και την ημερομηνία του πιστοποιητικού ανανεώσεως (αριθ. 822 119 της 3ης Μαΐου 1999) του εν λόγω σήματος. Η τράπεζα δεδομένων του Ufficio marchi e brevetti (ιταλικού Γραφείου σημάτων και υποδειγμάτων) επισήμαινε τον τελευταίο αριθμό ανανεώσεως, καθόσον στο πιστοποιητικό ανανεώσεως αναφέρονταν οι προγενέστερες ανανεωθείσες καταχωρίσεις. Το πιστοποιητικό ανανεώσεως αναφέρει ρητώς ότι αφορά την ανανέωση του ιταλικού σήματος CANALI, που καταχωρίστηκε αρχικώς με αριθμό 513 948 στις 2 Οκτωβρίου 1989, ήτοι του προγενέστερου σήματος επί του οποίου στηρίχθηκε η ανακοπή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

18      Το άρθρο 63, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών «έχει κάθε διάδικος της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, εφόσον η απόφαση του τμήματος αυτού δεν τον δικαιώνει».

19      Το Πρωτοδικείο εκτιμά πάντως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, οι νέοι δικαιούχοι προγενέστερου σήματος μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και πρέπει να τους επιτρέπεται να μετέχουν ως διάδικοι στη διαδικασία, εφόσον έχουν αποδείξει ότι είναι κάτοχοι του δικαιώματος που προβάλλουν ενώπιον του ΓΕΕΑ.

20      Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι, δεδομένου ότι ο νέος δικαιούχος του προγενέστερου ιταλικού σήματος παρέσχε αποδείξεις όσον αφορά τη μεταβίβαση του επίδικου σήματος στον ίδιο και το ΓΕΕΑ καταχώρισε τη μεταβίβαση του ιταλικού σήματος CANALI της Canali SpA στην προσφεύγουσα κατόπιν της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα υπέχει θέση διαδίκου στην ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία.

 Επί της ουσίας

21      Όσον αφορά το πρώτο αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

22      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη, στο μέτρο που το τμήμα προσφυγών κακώς διαπίστωσε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως των δύο σημάτων.

23      Όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ των σημείων, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των επίδικων προϊόντων και των επίδικων σημάτων, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως πρέπει να αποδεικνύεται με κριτήριο το ενδιαφερόμενο κοινό, ήτοι, εν προκειμένω, τον μέσο καταναλωτή στην Ιταλία.

24      Όσον αφορά τα επίδικα σημεία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος «canal» είναι το κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με το προγενέστερο σήμα. Κατά την προσφεύγουσα, τα επιπλέον στοιχεία του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση χρησιμοποιούνται σε υπερβολικά ευρεία κλίμακα, ώστε να μπορεί να κριθεί καθοριστική η σημασία τους και να θεωρηθούν από τον μέσο Ιταλό καταναλωτή ως διακριτικά γνωρίσματα.

25      Πρώτον, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι, οπτικώς, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά στοιχεία του προγενέστερου σήματος.

26      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ηχητικώς, τα επίδικα σημεία προσομοιάζουν μεταξύ τους. Όταν οι καταναλωτές συζητούν για τα προϊόντα της παρεμβαίνουσας είτε μεταξύ τους είτε με ένα πωλητή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αναφέρονται σε αυτά χρησιμοποιώντας τις λέξεις «canal» ή «canal jean(s)». Η λέξη «canal» είναι επίσης, κατά την προσφεύγουσα, το καθοριστικότερο στοιχείο του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

27      Τρίτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, εννοιολογικώς, τα σημεία προσομοιάζουν μεταξύ τους. Ο όρος «canali» σημαίνει «κανάλια» και μεγάλος αριθμός καταναλωτών συσχετίζει τον όρο «canal» που περιλαμβάνεται στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση με την έννοια του καναλιού, η οποία αποδίδεται στον εν λόγω όρο σε ορισμένες διαλέκτους της Βόρειας Ιταλίας.

28      Τέταρτον, λαμβανομένης υπόψη της εννοιολογικής και ηχητικής ομοιότητας των επίδικων σημείων, τα στοιχεία που διαφέρουν οπτικώς και περιλαμβάνονται στην αίτηση δεν μπορούν να αποκλείσουν τον κίνδυνο συγχύσεως.

29      Η προσφεύγουσα επισημαίνει, περαιτέρω, ότι στον τομέα της ενδύσεως είναι σύνηθες το ίδιο σήμα να αποδίδεται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το είδος προϊόντος που προσδιορίζει και ότι είναι επίσης σύνηθες ο ίδιος παραγωγός ενδυμάτων να χρησιμοποιεί παράγωγα σήματα.

30      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, τέλος, ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως των επίδικων σημείων, λόγω του έντονου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος και της ταυτότητας ή της υψηλού βαθμού ομοιότητας μεταξύ των επίδικων προϊόντων.

31      Το ΓΕΕΑ διατείνεται, αντιθέτως, ότι τα δύο σήματα εμφανίζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα διαπιστώνει ομοιότητα μεταξύ των σημείων επικεντρώνοντας αποκλειστικώς την προσοχή της στο λεκτικό στοιχείο «canal» του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και αγνοώντας, τουλάχιστον από ηχητικής και εννοιολογικής απόψεως, τα λοιπά στοιχεία του εν λόγω σήματος.

32      Πρέπει να τονιστεί ότι αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα του τμήματος προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος, κρίνοντας ότι η αντίθετη θέση προϋποθέτει τη ριζική διάσπαση του σήματος, διαδικασία στην οποία οι καταναλωτές δεν επιθυμούν να προβούν, πολλώ δε μάλλον να την ολοκληρώσουν. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, τα επιπλέον στοιχεία του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της συγκρίσεως των σημείων, δεδομένου ότι ορισμένα από αυτά έχουν, σε ορισμένο βαθμό, ιδιαιτέρως διακριτικό χαρακτήρα.

33      Το ΓΕΕΑ, συγκρίνοντας τα επίδικα σημεία, επισημαίνει ότι, από οπτικής απόψεως, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχει ορισμένα στοιχεία διαφορετικά από το προγενέστερο σήμα. Τα καρό στο σχέδιο του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και οι πρόσθετες λέξεις «jean co. New York» που περιλαμβάνονται σ’ αυτό αντισταθμίζουν σαφώς την ομοιότητα μεταξύ του προγενέστερου σήματος CANALI και της λέξεως «canal» του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση.

34      Από ηχητικής απόψεως, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προφέρεται «Canal Jean Co. New York», καθόσον είναι ασύνηθες τα εικονιστικά στοιχεία να αποδίδονται προφορικώς κατά την επίκληση ενός σημείου. Βεβαίως, υφίστανται ορισμένες ηχητικές ομοιότητες μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, δεδομένου ότι, στα πέντε από τα έξι γράμματά του, το προγενέστερο σήμα CANALI συμπίπτει με τη λέξη «canal» του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Εντούτοις, δεδομένου ότι αυτό το σήμα περιλαμβάνει τέσσερις επιπλέον λέξεις, οι καταναλωτές τις έχουν, σε ορισμένο βαθμό, υπόψη όταν αναφέρονται στο σήμα, διακρίνοντάς το με τον τρόπο αυτό ηχητικώς από το προγενέστερο σήμα.

35      Από εννοιολογικής απόψεως, το προγενέστερο σήμα μπορεί να θεωρηθεί ως επώνυμο ή ως ο πληθυντικός αριθμός της ιταλικής λέξης «canale». Λαμβανομένων ιδίως υπόψη των επίδικων προϊόντων, ήτοι των ενδυμάτων, και της επίδικης αγοράς, ήτοι του τομέα της μόδας στην Ιταλία, στον οποίο τα επώνυμα χρησιμοποιούνται ευρέως, είναι πολύ πιθανό ο Ιταλός καταναλωτής να αντιληφθεί το εν λόγω σήμα μάλλον ως επώνυμο παρά ως τον προαναφερθέντα όρο. Αφετέρου, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, εκτιμώμενο στο σύνολό του και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κυρίαρχα στοιχεία του, μπορεί να θεωρηθεί ως επωνυμία εταιρίας και ως τοπωνύμιο.

36      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, τα προϊόντα που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως σήματος είναι ενδύματα, υποδήματα και προϊόντα πιλοποιίας, δηλαδή προϊόντα που γενικώς δεν παραγγέλλονται ή προσδιορίζονται προφορικώς, αλλά επιλέγονται από τους καταναλωτές με κριτήριο την όψη τους, την ποιότητά τους, το χρώμα τους και το μέγεθός τους. Οι καταναλωτές επισημαίνουν και δοκιμάζουν τα προϊόντα αυτά ή, εν πάση περιπτώσει, τα εξετάζουν επιμελώς πριν από την αγορά. Είναι προφανές ότι η ηχητική και εννοιολογική επίδραση του σήματος είναι λιγότερο σημαντική. Κατά συνέπεια, οι οπτικές διαφορές μεταξύ των επίδικων σημείων είναι ιδιαιτέρως σημαντικές.

37      Το ΓΕΕΑ καταλήγει, συνεπώς, ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν προσομοιάζουν, συνολικώς, μεταξύ τους.

38      Όσον αφορά τον κίνδυνο να δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση ότι τα επίδικα προϊόντα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, το ΓΕΕΑ επισημαίνει, καταρχάς, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν αναπαράγει το προγενέστερο σήμα. Ένα παράγωγο σήμα θα έπρεπε, εξ ορισμού, να περιλαμβάνει το αρχικό σήμα, αυτό καθαυτό. Το ΓΕΕΑ επισημαίνει, ακολούθως, ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιλαμβάνει σαφώς υπερβολικά επιπλέον στοιχεία για να δημιουργηθεί στους καταναλωτές η πεποίθηση ότι πρόκειται περί παραγώγου του σήματος της προσφεύγουσας σήματος. Για να συσχετίσουν οι καταναλωτές το κύριο σήμα με το παράγωγο, το παράγωγο σήμα πρέπει να περιλαμβάνει επισήμανση σχετικά με το είδος ενδύματος που καλείται να διαθέσει στο εμπόριο με το εν λόγω παράγωγο σήμα.

39      Τέλος, όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα που αποκτήθηκε μέσω της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, το ΓΕΕΑ επισημαίνει ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αν η σχετική εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα ανακοπών ήταν ορθή, αλλά μάλλον επισήμανε, για «λόγους οικονομίας της διαδικασίας», ότι το προγενέστερο σήμα είχε έντονο διακριτικό χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε αντιρρήσεις επί της προτάσεως αυτής, το εν λόγω ζήτημα δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

40      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, εφόσον τα σημεία δεν προσομοιάζουν μεταξύ τους και παρά την ταυτότητα, ή την ομοιότητα έστω, μεταξύ των επίδικων προϊόντων και τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για το κοινό στον τομέα στον οποίο προστατεύεται το προγενέστερο σήμα.

41      Η παρεμβαίνουσα εκτιμά ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίδικων σημάτων και συμφωνεί με τα επιχειρήματα του ΓΕΕΑ. Η παρεμβαίνουσα προσθέτει ότι καθένα από τα στοιχεία του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση παραπέμπει σε μια επιχείρηση ενδυμάτων στη Νέα Υόρκη που συνδέεται με την ευρύτερη περιοχή της μόδας Canal Street. Ο συνδυασμός όλων των στοιχείων συμβάλλει στη δημιουργία μιας ενιαίας συνολικής εντυπώσεως, η οποία διακρίνεται σαφώς από την εντύπωση που δημιουργεί το προγενέστερο σήμα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

42      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση «εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα», καθόσον ο «κίνδυνος συγχύσεως» περιλαμβάνει και «τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα». Επίσης, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ii, του κανονισμού 40/94, ως «προγενέστερα σήματα» νοούνται τα σήματα που έχουν καταχωριστεί σε κράτος μέλος και των οποίων η ημερομηνία καταθέσεως είναι προγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

43      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνο συγχύσεως αποτελεί ο κίνδυνος να δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση ότι τα επίδικα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από επιχειρήσεις έχουσες κοινά συμφέροντα.

44      Κατά την ίδια αυτή νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σε συνάρτηση με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίδικα σημεία και τα επίδικα προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 31 έως 33, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

45      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί στην Ιταλία και ότι τα προϊόντα που αφορά είναι είδη συνήθους καταναλώσεως, ήτοι ενδύματα, το κοινό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή στην Ιταλία.

46      Είναι γεγονός ότι τα προϊόντα που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και τα προϊόντα που καλύπτει το προγενέστερο σήμα είναι τουλάχιστον παρόμοια. Είναι, συνεπώς, αναγκαία η σύγκριση των επίδικων σημείων οπτικώς, ηχητικώς και εννοιολογικώς.

47      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την ομοιότητα των επίδικων σημάτων οπτικώς, ηχητικώς και εννοιολογικώς, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σήματα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Οκτωβρίου 2003, T‑292/01, Phillips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – Pash Textilvertrieb und Einzelhandel (BASS), Συλλογή 2003, σ. II‑4335, σκέψη 47].

48      Καταρχάς, όσον αφορά τη σύγκριση από οπτικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σύγκριση πρέπει να αφορά μόνον τις λέξεις «canal» και «canali», προϋπόθεση είναι η ριζική διάσπαση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση (σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχει σειρά στοιχείων τόσο λεκτικών όσο και εικονιστικών που το διαφοροποιούν από το σήμα στο οποίο στηρίχθηκε η ανακοπή, όπως τα στοιχεία «JEAN», «CO.», «NEW YORK» καθώς και τα καρό του σχεδίου του. Τα στοιχεία αυτά βοηθούν τον λιγότερο προσεκτικό καταναλωτή να διακρίνει τα επίδικα σήματα. Ο εν λόγω καταναλωτής θα μπορεί με τον τρόπο αυτό να ανακαλεί στη μνήμη του τα προϊόντα του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση ως προϊόντα επιχειρήσεως της Νέας Υόρκης ή ως τα προϊόντα με το σχέδιο από καρό.

49      Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι το προγενέστερο σήμα και το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχουν τις λέξεις «canali» και «canal», οι οποίες εμφανίζουν ορισμένου βαθμού ομοιότητα, επηρεάζει ελάχιστα τη σφαιρική σύγκριση των επίδικων σημείων και δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να διαπιστωθεί η από οπτικής απόψεως ομοιότητα των εν λόγω σημείων.

50      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχει και άλλα λεκτικά στοιχεία, ήτοι τις λέξεις «jean», «co.» και «New York», η συνολική εντύπωση που δημιουργεί κάθε σημείο είναι διαφορετική. Επιπλέον, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιλαμβάνει ένα εικονιστικό στοιχείο, ήτοι τα καρό του σχεδίου του. Το Πρωτοδικείο πάντως υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία (προαναφερθείσα απόφαση GIORGIO BEVERLY HILLS, σκέψη 33), ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως ένα σήμα ως σύνολο, χωρίς να εξετάζει τα διάφορα επιμέρους στοιχεία του.

51      Συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι διαφορές μεταξύ των επίδικων σημείων αρκούσαν για να διαπιστωθεί ότι τα σημεία δεν προσομοιάζουν μεταξύ τους όταν εκτιμώνται, από οπτικής απόψεως, στο σύνολό τους.

52      Όσον αφορά, ακολούθως, τη σύγκριση από ηχητικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε ειδικώς τα επίδικα σημεία. Περιορίστηκε στην επισήμανση ότι τα στοιχεία «JEAN», «CO.» και «NEW YORK» ενέτειναν επίσης στις ηχητικές διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων (σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

53      Επιβάλλεται, συναφώς, η επισήμανση ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελείται από έξι συλλαβές, από τις οποίες μία μόνον, ήτοι η συλλαβή «ca», συμπίπτει με μία από τις τρεις συλλαβές του προγενέστερου σήματος. Η λέξη «canali», που περιλαμβάνεται στο προγενέστερο σήμα, συμπίπτει στα πέντε από τα έξι γράμματά της με την πρώτη λέξη του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, ήτοι τη λέξη «canal». Το Πρωτοδικείο εκτιμά, συνεπώς, ότι, καθόσον το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση περιέχει τέσσερις επιπλέον συλλαβές, είναι απίθανο οι καταναλωτές να μη λάβουν υπόψη τις λέξεις αυτές, οπότε θα διακρίνουν το προγενέστερο σήμα όταν επικαλεστούν το σήμα.

54      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι κακώς η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties) (Συλλογή 2002, σ. II‑4359) και T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ – Hukla Germany (MATRATZEN) (Συλλογή 2002, σ. II‑4335), με τις οποίες το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο «fifties» περιλαμβανόταν σε κάθε σημείο. Εν προκειμένω, ωστόσο, μόνον ένα μέρος της πρώτης λέξεως του προγενέστερου σήματος περιλαμβάνεται στο σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση.

55      Συναφώς, όπως ορθώς επισήμανε το ΓΕΕΑ, ο βαθμός ηχητικής ομοιότητας μεταξύ των δύο σημάτων έχει μειωμένη σπουδαιότητα στην περίπτωση προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο κατά τρόπον ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό, κατά την αγορά, να αντιλαμβάνεται κατά κανόνα με οπτικό τρόπο το σήμα που τα προσδιορίζει. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των ενδυμάτων (προαναφερθείσα απόφαση BASS, σκέψη 55).

56      Τα επίδικα σημεία αποτελούν, επομένως, ηχητικά στοιχεία μάλλον διαφορετικά μεταξύ τους και όχι κοινά. Ως εκ τούτου, τα επίδικα σήματα δεν προσομοιάζουν μεταξύ τους από ηχητικής απόψεως.

57      Τέλος, όσον αφορά τη σύγκριση των δύο σημείων από εννοιολογικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε εκτίμηση των σημείων, αλλά επισήμανε ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία ενέτειναν τις εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των σημάτων.

58      Το προγενέστερο σήμα CANALI εκλαμβάνεται μάλλον ως ο πληθυντικός αριθμός της ιταλικής λέξεως «canale», που σημαίνει «κανάλι» ή ως επώνυμο, όπως συνηθίζεται στον τομέα της μόδας στην Ιταλία.

59      Ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής θα αντιληφθεί τη λέξη «canal» ως αγγλική λέξη η οποία σημαίνει «κανάλι». Η λέξη «jean» θα θεωρηθεί ότι παραπέμπει σε ένα μέρος των προϊόντων που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Το λεκτικό στοιχείο «co.» θα εκληφθεί από το οικείο κοινό ως σύντμηση της αγγλικής λέξης «company». Όσον αφορά τις λέξεις «New York», που αποτελούν γεωγραφικό προσδιορισμό ο οποίος δεν περιγράφει τα επίδικα προϊόντα και έχει σημασιολογική αξία, θα ερμηνευθούν από το ιταλικό κοινό, συνδυαζόμενες με τις λέξεις «canal jean co.», ως ενδεικτικό στοιχείο επιχειρήσεως ενδυμάτων εγκατεστημένης στη Νέα Υόρκη. Όσον αφορά το εικονιστικό στοιχείο που αναπαριστά ένα σχέδιο από καρό, το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι το κοινό θα συσχετίσει το στοιχείο αυτό με τα ταξί ή με τη συνοικία Canal Street της Νέας Υόρκης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Εν πάση περιπτώσει, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, εκτιμώμενο στο σύνολό του, δημιουργεί διαφορετική εντύπωση, από εννοιολογικής απόψεως, από εκείνη που δημιουργεί το προγενέστερο σήμα.

60      Κατά συνέπεια, ορθώς το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των επίδικων σημείων από εννοιολογικής απόψεως.

61      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, στον τομέα των ενδυμάτων, είναι σύνηθες το ίδιο σήμα να αποδίδεται με διαφορετικούς τρόπους και ο ίδιος παραγωγός να χρησιμοποιεί παράγωγα σήματα για το ίδιο ένδυμα, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των επίδικων σημείων δεν είναι αρκετά υψηλός για να διαπιστωθεί ότι μπορεί να δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση ότι τα επίδικα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από επιχειρήσεις κοινών συμφερόντων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 29, και της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 17· προαναφερθείσα απόφαση Fifties, σκέψη 25).

62      Όσον αφορά τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, το γεγονός ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν θεωρήθηκαν παρόμοια από οπτικής, ηχητικής και εννοιολογικής απόψεως δεν μπορεί να επηρεάσει τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 2003, T‑311/01, Éditions Albert René κατά ΓΕΕΑ – Trucco (Starix), Συλλογή 2003, σ. II‑4625, σκέψη 61].

63      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, με το σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υφίστατο για το κοινό που πρέπει να ληφθεί υπόψη κίνδυνος συγχύσεως του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση με το προγενέστερο σήμα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

64      Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των επίδικων σημάτων, αυτή η διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τα προϊόντα που καλύπτει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση είναι όμοια με τα προϊόντα του προγενέστερου σήματος.

65      Ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 είναι, επομένως, αβάσιμος.

66      Κατά συνέπεια, το πρώτο αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απορριπτέο.

67      Όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, με το οποίο ζητείται από το Πρωτοδικείο να δεχθεί την ανακοπή κατά της αιτήσεως και να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος στο σύνολό της, από το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα διάφορα αιτήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι το δεύτερο από τα αιτήματά της προϋποθέτει την έστω και μερική αποδοχή του αιτήματος ακυρώσεως και, επομένως, προβάλλεται μόνον εφόσον γίνει δεκτό το πρώτο αίτημα.

68      Όπως προκύπτει από την ανωτέρω σκέψη 65, δεν υπάρχει λόγος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, παρέλκει η απόφαση επί του παραδεκτού ή επί του βασίμου του δεύτερου αιτήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Cooke

Labucka

Trstenjak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       J. D. Cooke


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.