Language of document : ECLI:EU:T:2014:669

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2014

Υπόθεση T‑356/13 P

Giorgio Lebedef

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Πειθαρχική διαδικασία — Πειθαρχική ποινή — Υποβιβασμός — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 24ης Απριλίου 2013, Lebedef κατά Επιτροπής (F‑56/11, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2013:49).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Giorgio Lebedef φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

Υπαλληλικές προσφυγές — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πειθαρχική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη και η οποία είχε ληφθεί πριν από την προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση — Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και  91)

Στο πλαίσιο προσφυγής βάλλουσας κατά αποφάσεως περί επιβολής πειθαρχικής κυρώσεως σε υπάλληλο, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά προγενέστερης πειθαρχικής αποφάσεως δεν μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης όταν η τελευταία αυτή απόφαση δεν συνιστά τη νομική βάση της επίδικης αποφάσεως, ο δε υπάλληλος έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της πρώτης αυτής πειθαρχικής αποφάσεως σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ και εντός των προθεσμιών που αυτά προβλέπουν.

Πράγματι, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί την έκφραση γενικής αρχής η οποία διασφαλίζει σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως κατά της οποίας μπορεί να ασκήσει προσφυγή, το κύρος προγενέστερης πράξεως θεσμικού οργάνου η οποία αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον ο διάδικος αυτός δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά της εν λόγω πράξεως, της οποίας υφίσταται, ως εκ τούτου, τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή της.

Συναφώς, οι προθεσμίες για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι ή ο δικαστής δεν μπορούν να τις μεταβάλλουν κατά την κρίση τους, δεδομένου ότι έχουν θεσπιστεί για να εξασφαλίσουν τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων. Η δυνατότητα υπαλλήλου να αμφισβητήσει την πρώτη απόφαση παρεμπιπτόντως, επ’ ευκαιρία προσφυγής ασκουμένης κατά της δεύτερης πειθαρχικής αποφάσεως, θα ήταν ασύμβατη προς τις αρχές που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται από τον ΚΥΚ και θα έθιγε τη σταθερότητα του συστήματος αυτού, καθώς και προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου από την οποία το σύστημα αυτό εμπνέεται.

(βλ. σκέψεις 23, 24, 31 και 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, Συλλογή, EU:C:1979:53, σκέψη 39, και της 19ης Ιανουαρίου 1984, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, 262/80, Συλλογή, EU:C:1984:18, σκέψη 6

ΓΔΕΕ: δάταξη της 21ης Ιουνίου 2010, Meister κατά ΓΕΕΑ, T‑284/09 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2010:246, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία