Language of document : ECLI:EU:C:2021:373

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 6ης Μαΐου 2021(1)

Υπόθεση C819/19

Stichting Cartel Compensation,

Equilib Netherlands BV,

κατά

Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV,

Martinair Holland NV,

Deutsche Lufthansa AG,

Lufthansa Cargo AG,

British Airways plc,

Société Air France SA,

Singapore Airlines Ltd,

Singapore Airlines Cargo Pte Ltd,

Swiss International Air Lines AG,

Air Canada,

Cathay Pacific Airways Ltd,

Scandinavian Airlines System Denmark-Norway-Sweden,
SAS AB,
SAS Cargo Group A/S

[αίτηση του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ και άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Εκτελεστικοί κανόνες θεσπιζόμενοι κατ’ άρθρον 103 ΣΛΕΕ – Μεταβατικό καθεστώς των άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν ορισμένα στοιχεία της τιμολόγησης υπηρεσιών αερομεταφορών εμπορευμάτων (επιβολή επιναύλων καυσίμου και ασφαλείας, άρνηση καταβολής προμήθειας επί των επιναύλων) – Αγωγή αποζημίωσης – Άμεσο αποτέλεσμα – Αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι εταιρίες Stichting Cartel Compensation και Equilib Netherlands BV (στο εξής: ενάγουσες) ζητούν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης κατά των εναγομένων, καθώς και την καταβολή αποζημίωσης από αυτές (2), λόγω παράβασης του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), συνιστάμενης στον συντονισμό διαφόρων στοιχείων της πολιτικής τιμολόγησης που εφάρμοζαν κατά την παροχή υπηρεσιών αερομεταφορών εμπορευμάτων σε δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (στο εξής: ΕΟΧ) ή από τα αεροδρόμια αυτά.

2.        Η πρακτική αυτή φέρεται να εφαρμόστηκε σε χρονική περίοδο κατά την οποία το Συμβούλιο δεν είχε ακόμη θεσπίσει εκτελεστικές διατάξεις για ορισμένες πτυχές του τομέα των αεροπορικών μεταφορών προκειμένου να εξασφαλίσει την «πλήρη εφαρμογή» των αρχών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Για τον λόγο αυτόν, οι εναγόμενες υποστηρίζουν ότι αποκλειστικά αρμόδιες για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ήταν οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του «μεταβατικού καθεστώτος» που προβλέπουν τα άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ.

3.        Στην υπό κρίση υπόθεση τίθεται το ζήτημα αν τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να εφαρμόσουν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ σε περιπτώσεις πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες συνέβησαν κατά τη διάρκεια του εν λόγω «μεταβατικού καθεστώτος». Εντούτοις, αυτό το μάλλον τεχνικό και προσωρινού χαρακτήρα ζήτημα εγείρει και ένα άλλο ζήτημα πιο θεμελιώδους σημασίας, το οποίο αφορά τη σχέση (αλληλ)εξάρτησης μεταξύ της δημόσιας (διοικητικής) και ιδιωτικής (δικαστικής) διαδικασίας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Η ΣΛΕΕ

4.        Τα άρθρα 101 έως 105 ΣΛΕΕ θεσπίζουν τους κανόνες ανταγωνισμού. Κρίσιμες, εν προκειμένω, είναι οι ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 101

(πρώην άρθρο 81 της ΣΕΚ)

1. Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται:

[…]

2. Οι απαγορευόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες:

–        σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων,

–        σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, και

–        σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών,

η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία:

α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και

β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.

[…]

Άρθρο 103

(πρώην άρθρο 83 της ΣΕΚ)

1. Οι αναγκαίοι κανονισμοί ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 101 και 102 θεσπίζονται από το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

2. Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 διατάξεις έχουν ως σκοπό ιδίως:

[…]

β)      να καθορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη της εξασφαλίσεως αποτελεσματικής επιβλέψεως και της απλουστεύσεως κατά το δυνατόν του διοικητικού ελέγχου,

γ)      να ορίσουν, εφόσον είναι ανάγκη, το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 επί των διαφόρων οικονομικών κλάδων,

[…]

Άρθρο 104

(πρώην άρθρο 84 της ΣΕΚ)

Μέχρις ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων που θα θεσπισθούν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 103, οι αρχές των κρατών μελών αποφασίζουν σχετικά με το επιτρεπτό των συμφωνιών, αποφάσεων και περιπτώσεων εναρμονισμένης πρακτικής, καθώς και με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως εντός της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας τους και με τις διατάξεις του άρθρου 101, και ιδίως της παραγράφου 3, και του άρθρου 102.

Άρθρο 105

(πρώην άρθρο 85 της ΣΕΚ)

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 104, η Επιτροπή μεριμνά για την πραγμάτωση των αρχών που καθορίζονται στα άρθρα 101 και 102. Εξετάζει, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή αυτεπαγγέλτως, συνεργαζομένη με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που οφείλουν να της παρέχουν τη συνδρομή τους, τις περιπτώσεις εικαζομένων παραβάσεων των ανωτέρω αρχών. Αν διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό της.

2. Αν δεν τερματισθούν οι παραβάσεις, η Επιτροπή βεβαιώνει την παράβαση των ανωτέρω αρχών με αιτιολογημένη απόφαση. Δύναται να δημοσιεύσει την απόφασή της και να επιτρέψει στα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες.

3. Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κανονισμούς σχετικά με τις κατηγορίες συμφωνιών για τις οποίες το Συμβούλιο έχει εκδώσει κανονισμό ή οδηγία σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ.»

Β.      Η Συμφωνία ΕΟΧ

5.        Σκοπός της Συμφωνίας ΕΟΧ είναι «να προωθήσει τη συνεχή και ισόρροπη ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, με ίσους όρους ανταγωνισμού και με την τήρηση των ιδίων κανόνων, με σκοπό τη δημιουργία ομοιογενούς [ΕΟΧ][…]» (3).

6.        Το άρθρο 6 της Συμφωνίας ΕΟΧ ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των μελλοντικών εξελίξεων της νομολογίας, εφόσον οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες με τους αντίστοιχους κανόνες της συνθήκης [για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και με τις πράξεις που εγκρίνονται κατ’ εφαρμογήν αυτών των δύο συνθηκών, ερμηνεύονται, κατά τη θέση σε ισχύ και την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], που έχουν εκδοθεί πριν από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας.»

7.        Το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημο με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

8.        Κατά το άρθρο 55 της Συμφωνίας ΕΟΧ:

«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων εφαρμογής των άρθρων 53 και 54, όπως περιλαμβάνονται στο πρωτόκολλο 21 και στο παράρτημα XIV της παρούσας συμφωνίας, η Επιτροπή των ΕΚ και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 1, μεριμνούν για την πραγμάτωση των αρχών που καθορίζονται στα άρθρα 53 και 54.

Η αρμόδια Εποπτεύουσα Αρχή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 56, εξετάζει τις περιπτώσεις εικαζομένων παραβάσεων των ανωτέρω αρχών, με δική της πρωτοβουλία, ή κατόπιν αιτήσεως κράτους όσον αφορά το έδαφος του ή κατόπιν αιτήσεως της άλλης Εποπτεύουσας Αρχής. Η αρμόδια Εποπτεύουσα Αρχή πραγματοποιεί τις έρευνες αυτές σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές στο συγκεκριμένο έδαφος και σε συνεργασία με την άλλη Εποπτεύουσα Αρχή, η οποία την επικουρεί σύμφωνα με τους εσωτερικούς της κανόνες.

Εάν η αρχή αυτή διαπιστώσει παράβαση, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό της.

2. Εάν δεν τερματισθεί η παράβαση, η αρμόδια Εποπτεύουσα Αρχή βεβαιώνει την παράβαση των ανωτέρω αρχών με αιτιολογημένη απόφαση.

Η αρμόδια Εποπτεύουσα Αρχή δύναται να δημοσιεύσει την απόφασή της και να επιτρέψει στα κράτη στο συγκεκριμένο έδαφος, να λάβουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες. Μπορεί επίσης να ζητήσει από την άλλη Εποπτεύουσα Αρχή να επιτρέψει στα κράτη, στο συγκεκριμένο έδαφος, να λάβουν παρόμοια μέτρα.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και το προδικαστικό ερώτημα

9.        Στις 9 Νοεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2010) 7694 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 8 της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (4) (Υπόθεση COMP/39258 – Αερομεταφορές εμπορευμάτων) (στο εξής: απόφαση του 2010) (5).

10.      Η απόφαση του 2010 περιείχε, στα άρθρα 1 έως 4, διαπιστώσεις κατά τις οποίες ορισμένοι αερομεταφορείς εμπλέκονταν στον συντονισμό διαφόρων στοιχείων της πολιτικής τιμολόγησης των υπηρεσιών αερομεταφορών εμπορευμάτων που παρείχαν σε δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του ΕΟΧ· μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ένωσης και/ή του ΕΟΧ και αεροδρομίων τρίτων χωρών· και μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ένωσης και αεροδρομίων της Ελβετίας, κατά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, και του άρθρου 8 της Συμφωνίας Ελβετίας, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους (στο εξής: επίμαχη συμπεριφορά). Κατά την απόφαση του 2010, η συνολική διάρκεια της παράβασης αυτής ήταν από τον Δεκέμβριο του 1999 έως τον Φεβρουάριο του 2006.

11.      Με τις αποφάσεις του της 16ης Δεκεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του 2010, στο μέτρο που αφορούσε τις προσφεύγουσες των αντίστοιχων ενώπιόν του υποθέσεων (6). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση του 2010 ενείχε αντιφάσεις μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού (7).

12.      Στις 17 Μαρτίου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2017) 1742 τελικό σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 8 της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Υπόθεση AT.39258 – αερομεταφορές εμπορευμάτων) (στο εξής: απόφαση του 2017) (8). Η απόφαση του 2017 διατήρησε, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο της απόφασης του 2010. Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι η συνολική διάρκεια της παράβασης ήταν από τον Δεκέμβριο του 1999 έως τον Φεβρουάριο του 2006.

13.      Κατά την περίληψη της απόφασης του 2017, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ορισμένοι αερομεταφορείς συμμετείχαν σε σύμπραξη η οποία αφορούσε την επίμαχη συμπεριφορά. Η συμπεριφορά αυτή συνιστούσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 8 της Συμφωνίας Ελβετίας. Αφορούσε (i) δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: δρομολόγια εντός της ΕΕ)· (ii) δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ένωσης και αεροδρομίων εκτός του ΕΟΧ (στο εξής: δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών)· (iii) δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός του ΕΟΧ (στο εξής: δρομολόγια εντός του ΕΟΧ)· (iv) δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας ΕΟΧ αλλά δεν είναι κράτη μέλη της ΕΕ και αεροδρομίων τρίτων χωρών (στο εξής: δρομολόγια μεταξύ χωρών ΕΟΧ πλην ΕΕ και τρίτων χωρών)· και (v) δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ένωσης και αεροδρομίων στην Ελβετία (στο εξής: δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και Ελβετίας).

14.      Στην περίληψη της απόφασης του 2017 εξειδικεύονται οι παραβάσεις και επιβάλλονται πρόστιμα για διαφορετικές χρονικές περιόδους που αφορούν διαφορετικά δρομολόγια, ως εξής:

–        Για δρομολόγια εντός της ΕΕ, η Επιτροπή ήταν αρμόδια να διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης και να επιβάλλει πρόστιμα για συμπεριφορά σχετική με αεροπορικές μεταφορές μεταξύ αεροδρομίων της ΕΕ πριν από την 1η Μαΐου 2004. Και τούτο διότι, πριν από την 1η Μαΐου 2004, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3975/87 (9) ανέθετε στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ αεροδρομίων της ΕΕ και μόνον. Ωστόσο, οι αεροπορικές μεταφορές μεταξύ αεροδρομίων της ΕΕ και αεροδρομίων τρίτων χωρών αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

–        Για τους ίδιους λόγους, και όσον αφορά τα δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών, η αρμοδιότητα της Επιτροπής περιοριζόταν σε συμπεριφορές που ανάγονταν στο χρονικό διάστημα μετά την 1η Μαΐου 2004.

–        Όσον αφορά τα δρομολόγια εντός του ΕΟΧ, η Επιτροπή ήταν αρμόδια να διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης και να επιβάλλει πρόστιμα για ολόκληρη την περίοδο από το 1999 έως το 2006.

–        Όσον αφορά τα δρομολόγια μεταξύ χωρών ΕΟΧ πλην ΕΕ και τρίτων χωρών, οι αποφάσεις 130/2004 (10) και 40/2005 (11) τέθηκαν σε ισχύ στις 19 Μαΐου 2005. Και από την ημερομηνία αυτή άρχισαν να εφαρμόζονται, στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΟΧ, ο κανονισμός (ΕΚ) 411/2004 (12) και ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 (13). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράβαση ούτε επέβαλε πρόστιμα για συμπεριφορά σχετική με δρομολόγια μεταξύ χωρών του ΕΟΧ που δεν ήταν κράτη μέλη της ΕΕ και τρίτων χωρών πριν από τις 19 Μαΐου 2005.

15.      Κατά της απόφασης του 2017 έχουν επίσης ασκηθεί προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (14). Η έκδοση αποφάσεως στις εν λόγω υποθέσεις εκκρεμεί ακόμη.

16.      Παράλληλα, οι ενάγουσες άσκησαν αγωγές κατά των εναγομένων ενώπιον του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες). Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι ενάγουσες εταιρίες συστάθηκαν ειδικώς με σκοπό να επιδιώξουν την ικανοποίηση των –εκχωρηθεισών σε αυτές– απαιτήσεων αποζημίωσης, οι οποίες απέρρεαν από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής περί παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού.

17.      Οι ενάγουσες ζητούν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης και την επιδίκαση αποζημίωσης. Κατ’ αρχάς, ζητούν να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς των εναγομένων κατά τη χρονική περίοδο από το 1999 έως το 2006. Ήτοι, και για χρονικές περιόδους προγενέστερες (i) της 1ης Μαΐου 2004 (όσον αφορά δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών)· (ii) της 19ης Μαΐου 2005 (όσον αφορά δρομολόγια μεταξύ χωρών ΕΟΧ πλην ΕΕ και τρίτων χωρών)· και (iii) της 1ης Ιουνίου 2002 όσον αφορά δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και Ελβετίας (στο εξής: επίμαχες χρονικές περίοδοι). Περαιτέρω, ζητούν από το αιτούν δικαστήριο να υποχρεώσει τις εναγόμενες να τους καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, αποζημίωση, και δη εντόκως, για την επίμαχη αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά.

18.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι ενάγουσες επικαλούνται με τις αγωγές τους το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ προκειμένου να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου κατά τις επίμαχες χρονικές περιόδους, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη λήψη διοικητικών μέτρων επιβολής των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού.

19.      Στην απόφασή του περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αρμόδιο να εφαρμόσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στην περίπτωση της επίμαχης συμπεριφοράς και για τις επίμαχες χρονικές περιόδους. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ρητώς ότι η θέση αυτή αποκλίνει από την απόφαση του High Court of Justice (England and Wales) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία)] στην υπόθεση Emerald Supplies Ltd κατά British Airways Plc (15), η οποία επικυρώθηκε με απόφαση του Court of Appeal (England & Wales) [εφετείου (Αγγλία και Ουαλία)] στην υπόθεση La Gaitana Farms SA κ.λπ. κατά British Airways Plc (16).

20.      Διατηρώντας αμφιβολίες σχετικά με την αρμοδιότητά του να εφαρμόσει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ για τις επίμαχες χρονικές περιόδους, το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι τα εθνικά δικαστήρια αρμόδια να εφαρμόζουν πλήρως σε ένδικη διαφορά μεταξύ ζημιωθέντων (εν προκειμένω των ναυλωτών, αγοραστών υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών φορτίου) και αεροπορικών εταιριών –είτε λόγω του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή, εν πάση περιπτώσει, του άρθρου 53 της [Συμφωνίας ΕΟΧ], είτε λόγω του (άμεσου αποτελέσματος) του άρθρου 6 του κανονισμού 1/2003– το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ή, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 53 της [Συμφωνίας ΕΟΧ], επί συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών των αεροπορικών εταιριών αναφορικά με υπηρεσίες μεταφορών φορτίου στις πραγματοποιηθείσες πριν από την 1η Μαΐου 2004 πτήσεις μεταξύ αερολιμένων εντός της [Ένωσης] και αερολιμένων εκτός του ΕΟΧ ή στις πραγματοποιηθείσες πριν από την 19η Μαΐου 2005 πτήσεις μεταξύ Ισλανδίας, Λιχτενστάιν και Νορβηγίας και αερολιμένων εκτός του ΕΟΧ ή στις πραγματοποιηθείσες πριν από την 1η Ιουνίου 2002 πτήσεις μεταξύ αερολιμένων εντός της [Ένωσης] και της Ελβετίας, ακόμη και αν πρόκειται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ίσχυε το μεταβατικό καθεστώς των άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ, ή μήπως το μεταβατικό καθεστώς αποκλείει κάτι τέτοιο;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι ενάγουσες, οι εναγόμενες, η Νορβηγική Κυβέρνηση, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ καθώς και η Επιτροπή. Οι εν λόγω μετέχουσες στη διαδικασία, με εξαίρεση τη Νορβηγική Κυβέρνηση, ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 21 Ιανουαρίου 2021.

IV.    Ανάλυση

22.      Οι παρούσες προτάσεις είναι διαρθρωμένες ως εξής. Θα ξεκινήσω πρώτα με την περιγραφή του νομικού πλαισίου της υπό κρίση υποθέσεως (Α). Στη συνέχεια, θα ασχοληθώ με το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από το αιτούν δικαστήριο (Β). Κατόπιν, θα εξετάσω τους αντίστοιχους κανόνες της Συμφωνίας ΕΟΧ (Γ). Τέλος, θα διατυπώσω ορισμένες γενικότερες καταληκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού από τα δικαστήρια (Δ).

Α.      Επί του πλαισίου της Συνθήκης και του «μεταβατικού καθεστώτος»

23.      Με δεδομένη τη σημασία που έχει για την υπό κρίση υπόθεση το πλαίσιο των κανόνων ανταγωνισμού που ορίζει η Συνθήκη, θεωρώ ως αναγκαίο σημείο αφετηρίας των παρουσών προτάσεων την περιγραφή των διαφόρων στοιχείων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και την προσεκτική εξέταση του προβαλλόμενου «μεταβατικού» χαρακτήρα του καθεστώτος εφαρμογής που προβλέπουν τα άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ (1). Στη συνέχεια, θα συνοψίσω τους ισχυρισμούς των διαδίκων, τοποθετώντας τους εντός του πλαισίου του προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο (2).

1.      Πού έγκειται ο «μεταβατικός» χαρακτήρας

24.      Η δομή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι απλή. Η πρώτη παράγραφος απαγορεύει όλες τις συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Η δεύτερη παράγραφος ορίζει τη συνέπεια της ως άνω απαγόρευσης: όλες οι συμφωνίες που εμπίπτουν στην πρώτη παράγραφο είναι αυτοδικαίως άκυρες. Κατόπιν, η τρίτη παράγραφος εισάγει εξαίρεση στην απαγόρευση της πρώτης παραγράφου: σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, «[ο]ι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες».

25.      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ είναι διάταξη ουσιαστικά πλήρης και αυτοτελής. Είναι διατυπωμένο με γενικούς όρους. Δεν παραπέμπει σε εκτελεστικά μέτρα, ούτε υπάρχει εγγενώς στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ κάποιο στοιχείο που να υποδηλώνει ότι το πεδίο εφαρμογής του είναι περιορισμένο. Το πιο σημαντικό δε, εν προκειμένω, είναι ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ είναι ουδέτερο από θεσμική άποψη. Δεν δίνει προβάδισμα σε έναν θεσμό (ή σε μια κατηγορία θεσμών) έναντι άλλων. Στο πλαίσιο αυτό, το γράμμα της διατάξεως αυτής μπορεί να εξεταστεί σε αντιδιαστολή προς το γράμμα του άρθρου 65, παράγραφος 4, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Η τελευταία αυτή διάταξη διευκρίνιζε ότι «η Ανωτάτη Αρχή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα» να αποφαίνεται αν οι απαγορευμένες συμφωνίες συμβιβάζονται με αυτήν.

26.      Είναι συνεπώς δύσκολο να συναχθεί, με βάση το γράμμα του και μόνον, ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ θα έπρεπε να εφαρμόζεται διαφορετικά από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Συνθήκης η οποία αφορά θεσμικό όργανο που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, είτε πρόκειται για θεσμικό όργανο κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

27.      Στοιχεία διαφοροποιήσεως και «μεταβατικότητας» όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εισάγουν μόνον τα άρθρα 103 έως 105 ΣΛΕΕ.

28.      Ειδικότερα, το άρθρο 103, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο να θεσπίσει «[τους] αναγκαί[ους] κανονισμ[ούς] ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται» στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Η δε παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου παρέχει ενδεικτική απαρίθμηση παραδειγμάτων σχετικών με τον τρόπο ασκήσεως της αρμοδιότητας αυτής. Για τις ανάγκες της υπό κρίση υπόθεσης, τα στοιχεία βʹ και γʹ παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τα στοιχεία αυτά αφορούν, αντίστοιχα, «τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη της εξασφαλίσεως αποτελεσματικής επιβλέψεως και της απλουστεύσεως […] του διοικητικού ελέγχου» και τον καθορισμό «επί των διαφόρων οικονομικών κλάδων» του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, το άρθρο 103 ΣΛΕΕ αναθέτει στο Συμβούλιο την ευθύνη καθορισμού του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και των ζητημάτων διοικητικού ελέγχου της εφαρμογής του.

29.      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τι συμβαίνει όμως μέχρις ότου το Συμβούλιο αποφασίσει να ασκήσει την κατά το άρθρο 103 ΣΛΕΕ αρμοδιότητά του;

30.      Στο σημείο αυτό έρχονται σε επικουρία τα άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ. Οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν το «μεταβατικό καθεστώς». Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, ανατέθηκε στις (διοικητικές) αρχές των κρατών μελών η ευθύνη της εφαρμογής των αρχών που διαλαμβάνονται (πλέον) στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Στην ευθύνη αυτή περιλαμβανόταν και η χορήγηση των απαλλαγών που προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 3. Κατά την περίοδο εφαρμογής του συστήματος αυτού, ο ρόλος της Επιτροπής στην εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού ήταν μόνον ήσσονος σημασίας, και δη «με την επιφύλαξη» των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στις εθνικές αρχές των κρατών μελών.

31.      Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω πλαισίου της Συνθήκης, η έννοια του «μεταβατικού» καθεστώτος είναι, κατά κάποιον τρόπο, ανακριβής. Είναι γεγονός ότι, στην αρχική του διατύπωση, το άρθρο 87 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (στο εξής: Συνθήκη ΕΟΚ) όριζε ότι το Συμβούλιο οφείλει να ασκήσει την κατά το (νυν) άρθρο 103 ΣΛΕΕ αρμοδιότητά του εντός τριών ετών. Το διάστημα αυτό παρήλθε χωρίς το Συμβούλιο να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή. Εντούτοις, η Συνθήκη του Άμστερνταμ αντικατέστησε την (ήδη τότε παρωχημένη) τριετή προθεσμία εφαρμογής της άνω διάταξης με το γενικό καθήκον του Συμβουλίου να θεσπίζει τους αναγκαίους κανονισμούς και οδηγίες «για την εφαρμογή» των αρχών που αναφέρονται στο (νυν) άρθρο 101 ΣΛΕΕ (17). Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκε de jure αυτό που ίσχυε ήδη επί μακρόν de facto, ότι δηλαδή απαλείφθηκε ο υποτιθέμενος «μεταβατικός» χαρακτήρας του «μεταβατικού» καθεστώτος που προέβλεπαν τα (νυν) άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ.

32.      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 104 ΣΛΕΕ θέσπισε, πράγματι, έναν γενικό κανόνα για την εξέταση του επιτρεπτού των συμφωνιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Κατά την εν λόγω διάταξη, οι αρχές των κρατών μελών ήταν αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης για αόριστο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου αναλάβει το Συμβούλιο να θεσπίσει έναν διαφορετικό διοικητικό μηχανισμό για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης.

33.      Με άλλα λόγια, αν και, αρχικά, το περί ου ο λόγος «μεταβατικό» καθεστώς είχε πράγματι θεσπιστεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με την πάροδο του χρόνου κατέστη όλο και λιγότερο «μεταβατικό», διότι δεν υπήρξε «μετάβαση» –με τη συνήθη του όρου έννοια– από μια κατάσταση σε άλλη. Αντιθέτως, το καθεστώς αυτό υπήρξε μάλλον «δυνητικά ευέλικτο» όσον αφορά τα συγκεκριμένα στοιχεία αποκέντρωσης (και ανακατανομής) των αρμοδιοτήτων εφαρμογής ορισμένων σημείων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η τελευταία αυτή διαπίστωση επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη του όλου συστήματος, το οποίο εξακολούθησε επί μακρόν να αμφιταλαντεύεται: από την πλήρη αποκέντρωση στην εκ νέου συγκέντρωση ορισμένων στοιχείων, και πάλι πίσω σε μια μερική αποκέντρωση, χωρίς το γράμμα των κανόνων του άρθρου 103, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ περί αρμοδιότητας να θέτει προσκόμματα στις μεταβολές αυτές.

2.      Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο του «μεταβατικού καθεστώτος»

34.      Τα άρθρα 103 έως 105 ΣΛΕΕ σιωπούν όσον αφορά τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων στην εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, είτε στο πλαίσιο του λεγόμενου «μεταβατικού» καθεστώτος είτε εκτός αυτού. Αυτό είναι και το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Αυτό που κατ’ ουσίαν ερωτά το αιτούν δικαστήριο είναι αν η απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί από τα εθνικά δικαστήρια στην περίπτωση που οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές συνέβησαν, κατά κύριο λόγο, κατά τη διάρκεια ισχύος του «μεταβατικού καθεστώτος».

35.      Εκ πρώτης όψεως, η συζήτηση αυτή αφορά το παρελθόν. Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία συνομολογούν ότι ο κανονισμός 1/2003 είτε παρείχε στα εθνικά δικαστήρια την αρμοδιότητα να εφαρμόζουν πλήρως το άρθρο 101 ΣΛΕΕ είτε τουλάχιστον επιβεβαίωσε ότι η αρμοδιότητα αυτή υπήρχε ήδη. Στην πράξη, ωστόσο, η επίλυση του ζητήματος που θέτει το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) θα έχει ευρύτερο αντίκτυπο στην άσκηση δικαιωμάτων του ιδιωτικού δικαίου για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ζημιών οι οποίες προκλήθηκαν από συμπεριφορές που ευθύνονται για τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο συνέβησαν οι συμπεριφορές αυτές και ανεξαρτήτως της διοικητικής αρχής που ανέλαβε τη διερεύνησή τους.

36.      Οι ενάγουσες στην υπόθεση της κύριας δίκης επιδιώκουν, ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, την άσκηση δικαιωμάτων του ιδιωτικού δικαίου. Και τούτο διότι, με την απόφαση του 2017, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχαν αποδείξεις διαρκούς παράβασης συνιστάμενης σε πρακτικές συντονισμένης πολιτικής τιμολόγησης στον τομέα των αερομεταφορών εμπορευμάτων μεταξύ των ετών 1999 και 2006. Εντούτοις, λόγω των διατάξεων του παράγωγου δικαίου που είχε θεσπίσει το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 103 ΣΛΕΕ, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, περιορίστηκαν, όσον αφορά τα μεν δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών, στη χρονική περίοδο από 1ης Μαΐου 2004 και μετά και, όσον αφορά δε τα δρομολόγια μεταξύ χωρών ΕΟΧ πλην ΕΕ και τρίτων χωρών, στη χρονική περίοδο από 19ης Μαΐου 2005 και μετά. Κατά συνέπεια, αν γίνονταν δεκτές οι ενστάσεις των εναγομένων περί αναρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου, δεν θα μπορούσαν ουσιαστικά να εξεταστούν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως ιδιωτών λόγω συμπεριφοράς αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αξιώσεις που αφορούν χρονικές περιόδους προγενέστερες των ως άνω ημερομηνιών.

37.      Επομένως, σε μεγάλο βαθμό, το γενικό ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια μπορεί να περιοριστεί, ή και να αποκλειστεί τελείως, διά πράξεων του παράγωγου δικαίου οι οποίες επιβάλλουν περιορισμούς στην εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης από τη διοίκηση.

38.      Στις παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία, η απάντηση στο ερώτημα αυτό επικαλύπτεται από αλλεπάλληλες στρώσεις νομολογίας και παράγωγου δικαίου. Οι ενάγουσες, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Νορβηγική Κυβέρνηση διευκρινίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το «μεταβατικό καθεστώς» περιόριζε την εφαρμογή των αρχών στις οποίες στηρίζεται το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνο μέσω της «διοικητικής οδού». Αυτό, ωστόσο, δεν περιόριζε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, στο μέτρο που γινόταν επίκληση των διατάξεων αυτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ήτοι μέσω της ανεξάρτητης «δικαστικής οδού».

39.      Οι εναγόμενες, υποστηριζόμενες εν πολλοίς και από την Επιτροπή, αμφισβητούν την άποψη αυτή. Θεωρούν ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν ήταν αρμόδια να εφαρμόσουν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, για δύο λόγους. Πρώτον, το Συμβούλιο, ενεργώντας βάσει του άρθρου 103 ΣΛΕΕ, περιόρισε το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, ο τομέας των αεροπορικών μεταφορών δεν διέπονταν πλήρως από τις «αρχές» που κατοχυρώνει η εν λόγω διάταξη. Δεύτερον, στο πλαίσιο του «μεταβατικού καθεστώτος», μόνον οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορούσαν να αποφανθούν επί της συμβατότητας με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας. Λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς αυτούς του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η αρχή της ομοιογένειας επιβάλλει τον κατ’ όμοιο τρόπο περιορισμό του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ.

40.      Φρονώ ότι η ορθή απάντηση στην άποψη αυτή απορρέει ευθέως από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και από τους κανόνες ανταγωνισμού εν γένει. Γι’ αυτό, στη συνέχεια, θα ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό.

Β.      Επί της εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση

41.      Σε γενικές γραμμές, τρία είναι τα ζητήματα που χρήζουν εξετάσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια. Πρώτον, οι περιορισμοί που επιβάλλει, ενδεχομένως, το «μεταβατικό καθεστώς» των άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ στην εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της συνήθους αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων (1). Δεύτερον, το ζήτημα αν ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, μπορεί να επικαλεστεί το άμεσο αποτέλεσμα των αρχών που διαλαμβάνονται πλέον στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (2). Τρίτον, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συγκεκριμένα στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (3). Θα εξετάσω χωριστά καθένα από τα ζητήματα αυτά.

1.      Οι συνέπειες του «μεταβατικού καθεστώτος» όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

42.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι εναγόμενες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το «μεταβατικό καθεστώς» των άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ στερεί από τα εθνικά δικαστήρια την αρμοδιότητά τους να εφαρμόσουν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ενστερνίστηκε τη θέση αυτή. Όπως δήλωσε η ίδια, από τα άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ μπορεί να συναχθεί ότι ο εθνικός δικαστής «παύει» να έχει αρμοδιότητα να εφαρμόσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ υπό συγκεκριμένες περιστάσεις.

43.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

44.      Εξετάζοντας το γράμμα των άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ, αδυνατώ να εντοπίσω τον μηχανισμό που παύει την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα, καμία από τις δύο αυτές διατάξεις δεν θέτει περιορισμούς όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια. Τα άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ καθορίζουν απλώς τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τις διοικητικές αρχές μέχρις ότου το Συμβούλιο αποφασίσει να ενεργήσει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 103 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, οι εν λόγω ενέργειες του Συμβουλίου δεν αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια.

45.      Ακριβέστερα: κατά τη γνώμη μου, η εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από τα δικαστήρια δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στον δικαστικό έλεγχο προηγούμενων διοικητικών αποφάσεων για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Βεβαίως, ο έλεγχος διοικητικής απόφασης η οποία εφαρμόζει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αποτελεί μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται να κληθούν να εφαρμόσουν τη διάταξη αυτή. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι τομείς του δικαίου ή άλλα μέσα ένδικης προστασίας, στο πλαίσιο των οποίων τα εθνικά δικαστήρια ενδέχεται, είτε δυνάμει του δικαίου της Ένωσης είτε δυνάμει του εθνικού δικαίου, να κληθούν να εφαρμόσουν την εν λόγω διάταξη: όπως, για παράδειγμα, άλλες μορφές διοικητικού ελέγχου, ένδικα βοηθήματα του αστικού δικαίου, ή ακόμη και ποινικές διώξεις.

46.      Θεωρώ σημαντικό να δοθεί, εξαρχής, έμφαση στο σημείο αυτό. Και τούτο διότι, όσον αφορά το ζήτημα αυτό, στις έγγραφες παρατηρήσεις των εναγομένων και της Επιτροπής διακρίνεται μια σαφής τάση συσταλτικής ερμηνείας. Κατά την άποψή τους, ως «εφαρμογή» του άρθρου 101 ΣΛΕΕ νοείται, κατ’ ουσίαν, η «επιβολή» της διατάξεως αυτής, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται «διερεύνηση και επιβολή διοικητικών κυρώσεων». Η ευθύνη αυτή έχει ανατεθεί στην Επιτροπή ή στις εθνικές διοικητικές αρχές κατ’ αποκλειστικότητα. Με βάση τη συλλογιστική αυτή υπονοείται ότι, στο πλαίσιο του «μεταβατικού καθεστώτος», τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσαν να είναι αρμόδια μόνο για την –κατόπιν προσφυγής– άσκηση δικαστικού ελέγχου επί των μέτρων εφαρμογής που έλαβαν οι εθνικές διοικητικές αρχές.

47.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο είχε κληθεί να εφαρμόσει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εντός των ορίων της αρμοδιότητάς του και στο πλαίσιο υφιστάμενης διαδικασίας, προτού το Συμβούλιο θεσπίσει παράγωγο δίκαιο «για την εφαρμογή» των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, τότε εξυπακούεται ότι το εν λόγω εθνικό δικαστήριο θα όφειλε να εφαρμόσει πλήρως τη διάταξη αυτή (18).

48.      Τούτο καταδεικνύει ένα κοινό χαρακτηριστικό του άρθρου 101 ΣΛΕΕ με άλλες διατάξεις της Συνθήκης, όπως τα άρθρα 45 και 46 ΣΛΕΕ (περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων), τα άρθρα 49 και 50, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως) και το άρθρο 157 ΣΛΕΕ (περί της αρχής της ισότητας της αμοιβής για όμοια εργασία). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και σε άλλες επίσης, η εκάστοτε διάταξη της Συνθήκης πρώτα καθορίζει την εφαρμοστέα αρχή και στη συνέχεια αναθέτει στο κατάλληλο θεσμικό όργανο της Ένωσης (σε ένα ή περισσότερα όργανα) την «πραγμάτωση» της αρχής αυτής μέσω της θέσπισης πρόσθετων, ειδικών κανόνων, οι οποίοι ενίοτε φτάνουν μέχρι του σημείου να υποδεικνύουν επακριβώς τι θα πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω «εκτελεστικών» κανόνων. Ωστόσο, εδώ και δεκαετίες η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν ότι, ακόμη και αν δεν έχουν προσώρας θεσπιστεί οι αναγκαίοι «εκτελεστικοί» κανόνες, η «βασική αρχή» που διαλαμβάνεται στην οικεία διάταξη της Συνθήκης πρέπει –εφόσον είναι δεκτική άμεσης εφαρμογής– να εφαρμόζεται αυτοτελώς από όλες τις αρμόδιες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των εθνικών δικαστηρίων, όταν καλούνται να εφαρμόσουν τις διατάξεις αυτές σε εκκρεμείς ενώπιόν τους υποθέσεις.

49.      Το άρθρο 157 ΣΛΕΕ και η αρχή της ισότητας της αμοιβής για όμοια εργασία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα καλό παράδειγμα επ’ αυτού: ακόμη και πριν από τη θέσπιση, εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης, συναφούς παράγωγου δικαίου, ήταν σαφές ότι στα εθνικά δικαστήρια είχε ανατεθεί η ευθύνη να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αρχής αυτής, την οποία καλούνταν να εφαρμόζουν στις εκκρεμείς ενώπιόν τους (αστικές) υποθέσεις, ανεξάρτητα από τα όποια τυχόν μέτρα «διοικητικής εφαρμογής» (19). Το συμπέρασμα αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει: κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απουσία εκτελεστικών μέτρων, οιουδήποτε είδους, δεν κωλύει την εκ μέρους ιδιώτη επίκληση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα (20).

50.      Ομοίως, και από άποψη διαρθρώσεως της Συνθήκης, η δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το (νυν) άρθρο 101 ΣΛΕΕ υφίστατο ήδη από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον, το (νυν) άρθρο 101, παράγραφοι 1 και 2, παρήγε όλα τα αποτελέσματά του ακόμη και πριν ενεργήσει το Συμβούλιο δυνάμει της «εξουσιοδότησης» που του παρέχει το άρθρο 103, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (21).

51.      Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είχε πράγματι άμεσο αποτέλεσμα προτού το Συμβούλιο καθορίσει «τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3» ΣΛΕΕ.

2.      Το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

52.      Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, οι εναγόμενες και η Επιτροπή εξέθεσαν την άποψη ότι το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα προτού το Συμβούλιο ενεργήσει βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Διαφορετικό συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί δεδομένου ότι, ήδη από το 1962, το Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ως «ενιαίο σύνολο» (22). Εξάλλου, από την απόφαση Courage και Crehan (23) του Δικαστηρίου προκύπτει η αναγκαιότητα προηγούμενης ενέργειας του Συμβουλίου, δεδομένου ότι στην απόφαση εκείνη η ύπαρξη άμεσου αποτελέσματος αναγνωρίστηκε, πράγματι, μόνο μετά τη θέσπιση, εκ μέρους του Συμβουλίου, εκτελεστικών μέτρων για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν θα μπορούσε να έχει άμεσο αποτέλεσμα αφ’ εαυτής.

53.      Αντιθέτως, οι ενάγουσες αμφισβητούν την άποψη αυτή, επικαλούμενες κυρίως την απόφαση SABAM (24) προς στήριξη του επιχειρήματος ότι δεν απαιτείται η προηγούμενη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων προκειμένου να έχει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ άμεσο αποτέλεσμα.

54.      Συμμερίζομαι την άποψη των εναγουσών. Φρονώ ότι η άποψη των εναγομένων και της Επιτροπής αντιστρέφει την ορθή σειρά των πραγμάτων.

55.      Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη άμεσου αποτελέσματος πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της οικονομίας και της διατύπωσης των οικείων διατάξεων (25). Η διάταξη θα έχει άμεσο αποτέλεσμα εφόσον είναι αρκούντως σαφής και ακριβής (26) και απαλλαγμένη αιρέσεων (27). Σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι ανάγκη να έχει ολόκληρη η διάταξη άμεση εφαρμογή ή να ισχύει άμεσα κατά γράμμα. Αντ’ αυτού, το Δικαστήριο αναπτύσσει παραγωγικό συλλογισμό: ήτοι προσπαθεί να κρίνει κατά πόσον μπορεί να συναχθεί ένας συγκεκριμένος, εφαρμόσιμος κανόνας συμπεριφοράς από την (ίσως εκτενέστερη και περιπλοκότερη) διάταξη του δικαίου της Ένωσης (28).

56.      Η απόφαση SABAM και η απόφαση Courage και Crehan αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της εν λόγω «σχεσιακής» προσέγγισης του άμεσου αποτελέσματος. Στην απόφαση SABAM, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ) μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «ασπίδα» σε σχέση με το ειδικό δικαίωμα ενός τραγουδοποιού να μην εφαρμοστεί σε βάρος του ρήτρα αποκλειστικής εκχώρησης, περιληφθείσα σε σύμβαση την οποία είχε συνάψει με εταιρία συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (29). Αντίστοιχα, στην απόφαση Courage και Crehan, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ίδια αυτή διάταξη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως «ξίφος» σε σχέση με αξίωση αποζημίωσης απορρέουσα από την εκτέλεση συμβατικής ρήτρας αντίθετης προς το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ) (30). Επομένως, σε αμφότερες τις ως άνω υποθέσεις, το Δικαστήριο, εξετάζοντας το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ως ενιαίο σύνολο, ανέπτυξε παραγωγικά τον μερικότερο συλλογισμό που παράγει άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ ιδιωτών: την απαγόρευση ορισμένων αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών, η οποία διαλαμβάνεται στην πρώτη παράγραφο του εν λόγω άρθρου (31).

57.      Η απαγόρευση αυτή δεν επιδέχεται αμφισβητήσεων και η νομική υποχρέωση που γεννά είναι σαφής και εκτελεστή: «ου συμπράξεις». Δεν τίθεται καμία προϋπόθεση: όλες ανεξαιρέτως οι συμφωνίες αυτού του είδους μεταξύ επιχειρήσεων είναι «ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά». Αυτό ακριβώς είναι το δικαίωμα άμεσης εφαρμογής που αντλούν οι ιδιώτες ευθέως από τη Συνθήκη, το οποίο μπορούν να επικαλούνται προς στήριξη της αξίωσής τους και το οποίο οφείλουν να προασπίζουν τα εθνικά δικαστήρια (32).

58.      Αντιθέτως προς όσα ισχυρίστηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η φύση των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν επηρεάζεται από το διαδικαστικό ζήτημα σε ποιο θεσμικό όργανο παρέχεται, βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, η δυνατότητα να «εγκρίνει» μια συμφωνία βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Πράγματι, είναι αυτονόητο ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρκεί το δικαστήριο να εφαρμόσει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για να επιδικάσει αποζημίωση λόγω αντίθετης προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητας (33). Ομοίως, ενδέχεται να αρκεί το δικαστήριο να καταφύγει στο άρθρο 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ για να διαχωρίσει τυχόν ασυμβίβαστες συμβατικές ρήτρες (34). Με άλλα λόγια, και αναλόγως της συγκεκριμένης φύσης των αξιώσεων που προβάλλονται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ μπορούν κάλλιστα να τύχουν χωριστής εφαρμογής. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι αναγκαίο να προσφύγει το εθνικό δικαστήριο στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

59.      Η απόφαση SABAM και η απόφαση Courage και Crehan καταδεικνύουν όντως εύγλωττα τη σχέση αυτοτέλειας που διατηρούν μεταξύ τους οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Οι δύο αυτές υποθέσεις ανέκυψαν σε χρόνο κατά τον οποίο το Συμβούλιο είχε ασκήσει την κατά το άρθρο 103, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, αρμοδιότητά του, και είχε αναθέσει στην Επιτροπή την αποκλειστική αρμοδιότητα να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ). Το γεγονός ότι η ευθύνη λήψης αποφάσεων σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του τότε άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ είχε ανατεθεί σε άλλο θεσμικό όργανο (την Επιτροπή) δεν παρακώλυε την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που αναγνώριζε το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ (35).

60.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ περιγράφεται στην απόφαση de Geus (36) ως «ενιαίο σύνολο». Στην υπόθεση εκείνη Γερμανός διανομέας ψυγείων μάρκας Bosch επικαλέστηκε το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ στο πλαίσιο προβολής ενστάσεως με σκοπό την αναγνώριση της ακυρότητας ρήτρας «απαγόρευσης εξαγωγών» η οποία είχε περιληφθεί σε συμφωνία αποκλειστικής διανομής που είχε συνάψει με την εταιρία Bosch. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως εκείνης ανάγονται όμως σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος του κανονισμού 17/62. Τούτο σημαίνει ότι δεν είχε ακόμη καθοριστεί συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία για την αντιμετώπιση των συνεπειών που απορρέουν από το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 101, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να συνεχίσει να αναγνωρίζει το κύρος της επίμαχης στην υπόθεση εκείνη συμφωνίας, μέχρις ότου καθοριστεί διοικητική διαδικασία για την αντιμετώπιση του ζητήματος της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ) (37).

61.      Η κρίση του Δικαστηρίου ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ αποτελεί «ενιαίο σύνολο» εντάσσεται ακριβώς εντός του συγκεκριμένου αυτού πλαισίου πραγματικών περιστατικών (38). Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε σε απαράδεκτο αποτέλεσμα: «να πλήττονται με αυτοδικαία ακυρότητα ορισμένες συμφωνίες πριν ακόμη γίνει γνωστό και, επομένως, διαπιστωθεί σε ποιες συμφωνίες έχει εφαρμογή το σύνολο του άρθρου 85» (39).

62.      Η απόφαση de Geus εκδόθηκε, επομένως, υπό το πρίσμα της θεσμικής ελλείψεως μιας διοικητικής διαδικασίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών «[της] εφαρμογ[ής] [του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ] αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης» (40). Όπως ορθώς επισημαίνει η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, κατά τον χρόνο εκείνο δεν ετίθετο ζήτημα άμεσου αποτελέσματος (ούτε, κατά συνέπεια, και αυτοτελούς επικλήσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων), δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της υποθέσεως de Geus προτού διευκρινίσει την έννοια του άμεσου αποτελέσματος των διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ (41).

63.      Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι είναι περιορισμένα τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε το έτος 1962 και υπό πολύ διαφορετικές νομικές και συνταγματικές περιστάσεις. Ειδικότερα, και ελλείψει άμεσου αποτελέσματος των διατάξεων της Συνθήκης, φυσικά μόνον το ζήτημα της ρητής ανάθεσης της αρμοδιότητας για τη λήψη μέτρων διοικητικού καταναγκασμού, ή μάλλον της παράλειψής της, ήταν πράγματι καθοριστικής σημασίας.

64.      Εξάλλου, δεν θεωρώ πειστικούς ούτε τους ισχυρισμούς των εναγομένων σχετικά με τις αποφάσεις Asjes κ.λπ. (42) καθώς και Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro (43), τις οποίες επικαλούνται προς στήριξη των απόψεών τους επί του ζητήματος του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Στις συγκεκριμένες υποθέσεις δεν ετίθετο ζήτημα διαδίκου που να επικαλείται το άμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω διατάξεως. Αντ’ αυτού, το κρίσιμο ζήτημα ήταν η κατά το άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ αυτοδίκαιη ακυρότητα κυβερνητικά εγκεκριμένων ναύλων τακτικών αεροπορικών γραμμών, προτού λάβει απόφαση η διοικητική αρχή περί του ασυμβίβαστου αυτών με το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, είτε σύμφωνα με το εφαρμοστέο κατά τη «μεταβατική περίοδο» των άρθρων 88 και 89 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ) καθεστώς είτε σύμφωνα με τον κανονισμό 3975/87 (44). Δεδομένου ότι ούτε οι «αρχές των κρατών μελών» (45) ούτε η Επιτροπή (46) είχαν αποφανθεί σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ στην περίπτωση των επίμαχων συμφωνιών, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συμφωνίες αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν άνευ ετέρου ως αυτοδικαίως άκυρες απλώς και μόνον επειδή ήταν δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ επί των επίμαχων συμφωνιών.

65.      Οι αποφάσεις Asjes κ.λπ. καθώς και Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro είναι, επομένως, και αυτές εγκλωβισμένες στη λογική της εποχής τους: υπό περιστάσεις κατά τις οποίες δεν είχε εκδοθεί, είτε από τις αρχές των κρατών μελών είτε από την Επιτροπή, διοικητική απόφαση για συμφωνία ή πρακτική φερόμενη ως αντίθετη προς τον ανταγωνισμό κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, εξακολουθούσε όμως να υπάρχει η δυνατότητα μελλοντικής και με αναδρομική ισχύ εγκρίσεως της συμφωνίας αυτής με βάση το ισχύον κατά τον χρόνο εκείνο καθεστώς, ήταν προφανώς αναγκαίο για τους επιχειρηματίες να μπορούν να υποθέσουν, καλή τη πίστει, ότι οι εμπορικές τους σχέσεις δεν θα τερματίζονταν αυτοδικαίως προτού αποφανθούν οι εκάστοτε αρμόδιες διοικητικές αρχές επί των συμφωνιών ή των πρακτικών τους (47).

66.      Εν προκειμένω, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία το ότι οι εναγόμενες δεν μπορούν να επικαλεστούν τον κίνδυνο συγκρούσεως που απορρέει από την ενδεχόμενη αναδρομική έγκριση της επίμαχης συμπεριφοράς. Πράγματι, το σύστημα «απαλλαγών» που καθιέρωσε ο κανονισμός 1/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο κατήργησε το προϊσχύσαν καθεστώς των κανονισμών 17/62 και 3975/87, δεν καταλείπει κανένα περιθώριο αναδρομικότητας. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, συμφωνίες οι οποίες ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 17/62 και 3975/87, και οι οποίες είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, έπαυσαν αυτοδικαίως να ισχύουν από 1ης Μαΐου 2004. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν οι συμφωνίες των εναγομένων είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή (48), οι κοινοποιήσεις αυτές δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να λειτουργήσουν ανασταλτικά όσον αφορά την αντιμετώπιση των εν λόγω συμφωνιών στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1/2003.

67.      Πρέπει, επομένως, για άλλη μια φορά να τονιστεί ιδιαίτερα ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεν υφίσταται ούτε η –κομβικής σημασίας– εσωτερική συνοχή της «επιταγής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ», ούτε η ανάγκη της ασφάλειας δικαίου προς όφελος των επιχειρηματιών. Το παράθυρο αυτό έχει κλείσει προ πολλού.

68.      Επομένως, συνοψίζοντας, είναι σαφές ότι ήδη από ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ ήταν δυνατή η άμεση εφαρμογή τόσο του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσο και των διατάξεων που προηγήθηκαν αυτού. Οι διατάξεις αυτές διατήρησαν το άμεσο αποτέλεσμά τους καθ’ όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα προς όφελος των ιδιωτών που ήθελαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους ενώπιον του εκάστοτε αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Και, προεχόντως, ουδέποτε το Συμβούλιο επέβαλε, διά της εφαρμογής του νυν άρθρου 103 ΣΛΕΕ, περιορισμούς στην αυτοτελή αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ασκώντας την αρμοδιότητά τους αυτή ανάλογα με το είδος της εκάστοτε ενώπιόν τους διαδικασίας του εθνικού δικαίου.

69.      Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα αν υφίστανται, ή αν υφίσταντο στο παρελθόν, περιορισμοί όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στη συγκεκριμένη περίπτωση του τομέα των αεροπορικών μεταφορών.

3.      Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

70.      Οι εναγόμενες και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, καθόσον το Συμβούλιο δεν άσκησε την κατά το άρθρο 103, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ αρμοδιότητά του ώστε να υπαγάγει το σύνολο του τομέα των αεροπορικών μεταφορών στους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούσαν να επιληφθούν αγωγής ερειδόμενης στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και να κρίνουν τέτοιου είδους συμφωνίες ως ασυμβίβαστες με τους κανόνες ανταγωνισμού. Και τούτο, ακόμη και αν η διάταξη αυτή παρήγαγε άμεσο αποτέλεσμα. Οι εν λόγω μετέχουσες στη διαδικασία επικαλούνται την ειδική πρόβλεψη περί μη εφαρμογής του κανονισμού 17/62 στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών συνολικά, αλλά και το γεγονός ότι ο κανονισμός 3975/87 προέβλεψε μερική μόνον εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα αυτόν, και ειδικότερα στα «δρομολόγια εντός ΕΕ». Μόλις την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, όπως έχει τροποποιηθεί, υπήχθη πλήρως ο τομέας των αεροπορικών μεταφορών στους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης (49).

71.      Δεν συμμερίζομαι τα επιχειρήματα αυτά.

72.      Δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «οι αναγκαίοι κανονισμοί ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται» στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ θεσπίζονται από το Συμβούλιο. Εν συνεχεία, το άρθρο 103, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παραθέτει παραδείγματα των μεθόδων των οποίων μπορεί να μετέλθει το Συμβούλιο προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή αυτή. Στο στοιχείο γʹ ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτές που θα θεσπίσει το Συμβούλιο μπορούν «να ορίσουν, εφόσον είναι ανάγκη», το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ «επί των διαφόρων οικονομικών κλάδων».

73.      Ο ρητώς προαιρετικός χαρακτήρας της ευχέρειας αυτής είναι το στοιχείο που διακρίνει το στοιχείο γʹ από το στοιχείο βʹ του άρθρου 103, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και από την υποχρέωση «πραγμάτωσης» του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Πράγματι, η φράση «εφόσον είναι ανάγκη» (50) που περιλαμβάνεται στο στοιχείο γʹ του άρθρου αυτού υποδηλώνει σαφώς την πρόθεση να εμπίπτουν εξ ορισμού όλοι οι κλάδοι της οικονομίας στο πεδίο εφαρμογής των αρχών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, ενώ το Συμβούλιο είναι αυτό που αποφασίζει αν θα εισαγάγει εξαιρέσεις για συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους.

74.      Κατά περίεργο τρόπο, η ρύθμιση αυτή στηρίζεται στις επιταγές της ενιαίας αγοράς: ασφαλώς, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να έχει οριστεί κατά τρόπο που να διευκολύνει την προοδευτική διεύρυνση, με «ανεκτά» βήματα, του πεδίου εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Με τον τρόπο αυτό, θα ήταν δυνατόν και στον ειδικό τομέα των μεταφορών, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της κοινής γεωργικής πολιτικής, να δοθεί προτεραιότητα σε τομεακές (ειδικές) προσεγγίσεις έναντι των (γενικών) κανόνων ανταγωνισμού (51).

75.      Ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο (52). Φρονώ, επομένως, και ιδίως υπό το πρίσμα της οικονομίας των άρθρων 101 και 103 ΣΛΕΕ, ότι σημείο αφετηρίας της Συνθήκης είναι η πλήρης εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε όλους τους οικονομικούς κλάδους. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ορίστηκε κατ’ αρχήν απεριόριστο προς το συμφέρον υλοποίησης μιας λειτουργικής ενιαίας αγοράς (53), με μόνη επιφύλαξη την ενδεχόμενη εξαίρεση, «εφόσον είναι ανάγκη», συγκεκριμένου τομέα, δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 103, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

76.      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι εναγόμενες και η Επιτροπή, οι κανονισμοί 17/62 και 3975/87 δεν καταδεικνύουν ότι το Συμβούλιο επιδίωξε να περιορίσει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, ο κανονισμός 17/62 διαμόρφωσε, πρωτίστως, ένα διαδικαστικό σύστημα εφαρμογής του (τότε) άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρου 101, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ) (54) από την Επιτροπή. Δεν περιείχε καμία πρόβλεψη για το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ομοίως, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 141/62 του Συμβουλίου, ο οποίος τροποποίησε τον κανονισμό 17/62, προέβλεπε απλώς ότι το διοικητικό σύστημα που είχε διαμορφώσει ο κανονισμός 17/62 δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί στον τομέα των μεταφορών (και επομένως ούτε στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών) (55). Εντούτοις, η εξαίρεση αυτή δεν αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οσάκις η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών από τα εθνικά δικαστήρια.

77.      Τέλος, ο κανονισμός 3975/87 υπήγαγε μερικώς τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών στους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης, αποκλειστικά και μόνον από την άποψη της διοικητικής εφαρμογής τους. Όπως διευκρινίζεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, η μερική αυτή υπαγωγή κατέστη αναγκαία διότι «η Επιτροπή δεν [διέθετε] […] κανένα μέσο για την άμεση εξέταση των περιπτώσεων εικαζομένων παραβάσεων των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές» (56). Ωστόσο, ούτε αυτός ο κανονισμός περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά αγωγές αποζημίωσης του αστικού δικαίου που ασκούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

78.      Με άλλα λόγια, η συνολική ρύθμιση της προβαλλόμενης εξαίρεσης του τομέα των αεροπορικών μεταφορών από το πεδίο εφαρμογής του (νυν) άρθρου 101 ΣΛΕΕ αφορούσε μόνον την εφαρμογή των αρχών που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή από τη διοίκηση (57). Οι κανονισμοί 17/62 και 3975/87 δεν επηρέασαν την εφαρμογή των αρχών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια, εντός των ορίων των αντίστοιχων εξουσιών που τους αναθέτει αυτοτελώς το εκάστοτε εθνικό δίκαιο (58). Πράγματι, ως προς το ζήτημα αυτό συμφωνώ με τις ενάγουσες και την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ: αυτή η «παράλληλη οδός» για την ενδεχόμενη εφαρμογή της απαγόρευσης του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ παραμένει ανεπηρέαστη από το παράγωγο δίκαιο που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο.

79.      Κατά συνέπεια, η απουσία συγκεκριμένων κανόνων στο εθνικό δίκαιο που να ρυθμίζουν την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τα δικαστήρια δεν μπορεί να αποκλείσει την εκ μέρους του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ) εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στον τομέα τον αεροπορικών μεταφορών, όταν γίνεται επίκληση της διάταξης αυτής στο πλαίσιο εκδικαζόμενης ενώπιόν του διαφοράς σχετικής με την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως και την επιδίκαση αποζημιώσεως, λόγω αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς των εναγομένων σε δρομολόγια μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών, αναγόμενης σε χρόνο προγενέστερο της 1ης Μαΐου 2004.

Γ.      Επί της σχέσεως μεταξύ του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και των κανόνων ανταγωνισμού του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης

80.      Η Νορβηγική Κυβέρνηση και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ υποστηρίζουν ότι, καθόσον το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημο με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, η αρχή της ομοιογένειας επιβάλλει την ομοιόμορφη ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ διευκρίνισε περαιτέρω ότι η απουσία, από τη Συμφωνία ΕΟΧ, διατάξεως αντίστοιχης προς το άρθρο 104 ΣΛΕΕ δεν ασκεί επιρροή στην ομοιόμορφη ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, διότι εν πάσει περιπτώσει το άρθρο 104 ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει περιορισμούς όσον αφορά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

81.      Η Επιτροπή συνομολογεί ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ πρέπει να ερμηνεύονται κατά ομοιόμορφο τρόπο. Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφισβήτησε την άποψη ότι η απουσία διατάξεως αντίστοιχης προς το άρθρο 104 ΣΛΕΕ δεν ασκεί επιρροή στην ομοιόμορφη αυτή ερμηνεία, κυρίως διότι η εφαρμογή των άρθρων 104 και 105 ΣΛΕΕ συνεπάγεται την αποστέρηση των εθνικών δικαστηρίων από την αρμοδιότητα άμεσης εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

82.      Οι εναγόμενες συμμερίζονται, ουσιαστικά, την άποψη της Επιτροπής επί του ζητήματος αυτού. Θεωρούν ότι, στο πλαίσιο του «μεταβατικού καθεστώτος» που προβλέπουν τα άρθρα 104 έως 105 ΣΛΕΕ, το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στερείται άμεσου αποτελέσματος και ότι, κατά συνέπεια, και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ ορθήν ερμηνεία, ότι δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα προ της 19ης Μαΐου 2005, κατά την οποία ημερομηνία η Μεικτή Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή τον κανονισμό 1/2003 στον ΕΟΧ.

83.      Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων μου που διαλαμβάνονται στην ενότητα (Β) των παρουσών προτάσεων, συμμερίζομαι τις απόψεις της Νορβηγικής Κυβερνήσεως και της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ.

84.      Δεν αμφισβητείται ότι η Συμφωνία ΕΟΧ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης (59). Οι διατάξεις της έχουν άμεσο αποτέλεσμα εντός των κρατών μελών, εφόσον είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως σαφείς (60). Επίσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, με βάση την αρχή της ομοιογένειας (61), οι διατάξεις της Συμφωνίας ΕΟΧ, οι οποίες ταυτίζονται κατ’ ουσίαν με τους κανόνες της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύονται κατά ομοιόμορφο τρόπο (62).

85.      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, όπως αντίστοιχα το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, προβλέπουν μία απαγόρευση, το αποτέλεσμα της απαγόρευσης αυτής και το ενδεχόμενο παρέκκλισης από αυτήν. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ομοιογένειας, οι δύο αυτές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά ομοιόμορφο τρόπο (63). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ παράγει –όπως ακριβώς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ– άμεσο αποτέλεσμα και γεννά δικαιώματα υπέρ των ενδιαφερόμενων ιδιωτών, τα οποία οφείλουν να προασπίζουν τα εθνικά δικαστήρια (64).

86.      Υπό το πρίσμα του ισοδύναμου αποτελέσματος των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, δεν διακρίνω για ποιο λόγο τα συμπεράσματά μου, που διαλαμβάνονται στα σημεία 55 έως 68 των παρουσών προτάσεων, σχετικά με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ θα έπρεπε να διαφέρουν όσον αφορά το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόσουν το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ για να κρίνουν ότι συγκεκριμένη, αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, συμπεριφορά είναι ασυμβίβαστη με τη διάταξη αυτή.

87.      Για λόγους παρόμοιους με εκείνους που αφορούν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, θεωρώ επίσης απορριπτέα τα επιχειρήματα των εναγομένων όσον αφορά τους περιορισμούς του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Είναι γεγονός ότι το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 21 της Συμφωνίας ΕΟΧ διευκρινίζει ότι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ οφείλει κατ’ αρχάς «να εφαρμόζει τις αρχές που διατυπώνονται» στο άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Στο σημείο αυτό, τουλάχιστον, η διάταξη αντανακλά το άρθρο 103 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 21 της Συμφωνίας ΕΟΧ έχει χρησιμοποιηθεί για την επιβολή περιορισμών είτε σχετικών με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ είτε σχετικών με την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν την εν λόγω διάταξη. Πράγματι, όπως εξηγείται στα σημεία 76 έως 78 των παρουσών προτάσεων, οι διάφορες πράξεις του παράγωγου δικαίου που θέσπισε το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, και ενσωματώθηκαν στη Συμφωνία ΕΟΧ από την ημερομηνία της κοινοποιήσεώς τους, ουδέποτε είχαν ως συνέπεια την επιβολή περιορισμών όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

88.      Το γεγονός ότι η Συμφωνία ΕΟΧ δεν περιέχει διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 104 ΣΛΕΕ δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Όπως εξηγείται στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 104 ΣΛΕΕ δεν περιορίζει το διαρθρωτικό πεδίο εφαρμογής ή την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η απουσία αντίστοιχης διάταξης δεν μπορεί να επηρεάσει ούτε το πεδίο εφαρμογής ή την εφαρμογή του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Εν πάση περιπτώσει, σκοπός του άρθρου 104 ΣΛΕΕ ήταν να λειτουργήσει μεταβατικά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της έναρξης ισχύος των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης και του χρονικού σημείου ανάληψης δράσης από το Συμβούλιο για να θεσπίσει τις κατάλληλες διοικητικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ιδίως δε της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού (65).

89.      Ωστόσο, στην περίπτωση της Συμφωνίας ΕΟΧ δεν υπήρξε καν τέτοια μεταβατική περίοδος. Οι κανονισμοί 17/62, 141/62, και 3975/87 αποτέλεσαν μέρος της Συμφωνίας ΕΟΧ, σύμφωνα με το παράρτημα XIV της Συμφωνίας αυτής, από την ημερομηνία κοινοποιήσεώς της. Ομοίως, το άρθρο 56 της Συμφωνίας ΕΟΧ δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό, καθόσον πραγματεύεται απλώς το ζήτημα της κατανομής των αρμοδιοτήτων (δύο οργάνων) για εφαρμογή του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ μεταξύ Επιτροπής και Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ (66).

90.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, δεν υφίστανται περιορισμοί ούτε όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, που να εμποδίζουν την εκ μέρους των εναγόντων επίκληση του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, προκειμένου να ζητήσουν την έκδοση αναγνωριστικής αποφάσεως και την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστησαν λόγω συντονισμού, εκ μέρους των εναγομένων, διαφόρων στοιχείων της πολιτικής τιμολόγησης των υπηρεσιών αερομεταφορών εμπορευμάτων που παρείχαν, σε δρομολόγια μεταξύ χωρών του ΕΟΧ πλην ΕΕ και τρίτων χωρών, πριν από τις 19 Μαΐου 2005.

Δ.      Επί του ευρύτερου ζητήματος των μέσων εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου

91.      Μολονότι αποτελεί και αυτό μέρος του προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων στα οποία έχω ήδη καταλήξει, δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω χωριστά τη φύση του άρθρου 6 του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, όπως εκτέθηκε στις ενότητες που προηγήθηκαν, τα δικαστήρια των κρατών μελών ήταν ανέκαθεν αρμόδια να εφαρμόζουν (την ουσιαστικού περιεχομένου απαγόρευση που θεσπίζει) το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εντός του πλαισίου των νομίμων εξουσιών τους και για τις ανάγκες της εκάστοτε ενώπιόν τους διαδικασίας. Επομένως, παρέλκει η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση, στο πλαίσιο της υπό κρίσης υποθέσεως, του ζητήματος αν, και από ποιο ακριβώς χρονικό σημείο και μετά, υπήρχε μια πρόσθετη «πηγή» εξουσιοδότησης στο πλαίσιο του παράγωγου δικαίου βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 1/2003.

92.      Θα ήθελα και πάλι να επισημάνω τη φράση «εντός του πλαισίου των νομίμων εξουσιών τους» που ήδη απολαύουν τα εθνικά δικαστήρια κατά το εθνικό δίκαιο. Όπως ορθώς επισημαίνουν οι εναγόμενες και η Επιτροπή, το «μεταβατικό καθεστώς» των άρθρων 103 και 104 ΣΛΕΕ δεν ανέθεσε ρητώς καμία εξουσία στα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, και ελλείψει ρητής προς τούτο εθνικής νομοθετικής διάταξης, ούτε το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ούτε το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ παρέχουν στα εθνικά δικαστήρια εξουσίες έρευνας ή δίωξης, παρόμοιες με εκείνες που ανατίθενται στις αρμόδιες διοικητικές αρχές των κρατών μελών, οι οποίες είναι συνήθως επιφορτισμένες με την έρευνα παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού στο πλαίσιο ειδικών διαδικασιών του διοικητικού ή και του ποινικού δικαίου. Ωστόσο, και στο ίδιο πνεύμα, οι διατάξεις αυτές δεν θα μπορούσαν ούτε να αφαιρέσουν εξουσίες από τα εθνικά δικαστήρια. Με απλά λόγια, το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο ούτε έδωσε ούτε πήρε τίποτε από τα εθνικά δικαστήρια. Ούτε το πρωτογενές ούτε το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, υπό οιαδήποτε μορφή τους, επιδίωξαν να περιορίσουν την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν άμεσα το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ οσάκις γίνεται επίκληση των εν λόγω διατάξεων στο πλαίσιο εκδικαζόμενης ενώπιόν τους υποθέσεως, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματα που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης.

93.      Σαφές παράδειγμα αποτελεί η αγωγή αποζημίωσης που έχει ασκηθεί από τις ενάγουσες στην υπό κρίση υπόθεση. Το αιτούν δικαστήριο, όπως, εν πολλοίς, και κάθε άλλο εθνικό δικαστήριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος της ευθύνης των εναγομένων κατά τις οικείες εθνικές διατάξεις. Για την εκτίμηση του πταίσματος που θεμελιώνει ενδεχομένως την ευθύνη αυτή, το πρώτο στοιχείο που πρέπει, κατά κανόνα, να διαπιστωθεί είναι αν μια επιχείρηση παρέβη τις νόμιμες υποχρεώσεις της ή όχι. Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή κατά κανόνα εντάσσεται στο πλαίσιο έκδοσης απόφασης (του ιδιωτικού δικαίου) επί της αξίωσης αποζημιώσεως, και όχι στο πλαίσιο λήψης μέτρων καταναγκασμού του δημοσίου δικαίου (που επιβάλλονται από διοικητικές αρχές).

94.      Σε αντίθετη περίπτωση, τέτοια ένδικα βοηθήματα θα είχαν πάντοτε απλώς «παρεπόμενο» χαρακτήρα, όντας ουσιαστικά εξαρτώμενα από την προηγούμενη έκδοσης συναφούς (και κατά τεκμήριο πανομοιότυπης από άποψη περιεχομένου) διαπιστωτικής πράξης του δημοσίου δικαίου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα «αυτοτελή» ένδικα βοηθήματα θα παρέμεναν εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

95.      Ωστόσο, η άποψη αυτή (ή ασφαλώς το αποτέλεσμα αυτό) απλώς δεν συμβιβάζεται με τη φύση του συστήματος, αλλά και με τη νομολογία του Δικαστηρίου (67). Βεβαίως, με δεδομένο το μάλλον δυσβάστακτο βάρος αποδείξεως που φέρει συνήθως ο ενάγων ο οποίος ασκεί «αυτοτελή» αγωγή του ιδιωτικού δικαίου για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού, αγωγές αυτού του είδους μάλλον σπανίζουν στην πράξη. Ως εκ τούτου, η απόφαση μιας δημόσιας αρχής, όπως της Επιτροπής, που λαμβάνεται στο πλαίσιο παράλληλης ή προηγούμενης έρευνας μπορεί να έχει εξόχως βαρύνουσα σημασία για τέτοιες «αυτοτελείς» αγωγές (68). Ωστόσο, είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι, από νομικής απόψεως, η ανάγκη για συνέπεια και συντονισμό στον εν λόγω τομέα του δικαίου έχει την έννοια ότι στερεί από τα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων που τους αναθέτουν το δίκαιο της Ένωσης και το εθνικό δίκαιο: ήτοι, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιωτών τα οποία αντλούνται και από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης με άμεσο αποτέλεσμα.

96.      Η ιδιορρυθμία της πρότασης αυτής καθίσταται ακόμη πιο προφανής εάν αναλογιστεί κανείς τα μέτρα καταναγκασμού που επιβάλλονται σε κάθε άλλο τομέα του διοικητικού δικαίου, είτε πρόκειται, π.χ., για το δίκαιο περιβάλλοντος, τη δημόσια υγεία, τη δημόσια ασφάλεια, ή τους κανόνες που αφορούν την ασφάλεια στην εργασία. Στους εν λόγω τομείς, υπάρχει συνήθως μια εθνική δημόσια αρχή με συγκεκριμένο αντικείμενο και εξειδίκευση, η οποία είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία και την επιβολή των αντίστοιχων ουσιαστικών κανόνων και προτύπων. Θα ισχυριζόταν, όμως, άραγε κανείς ότι ορισμένη συμπεριφορά δεν μπορεί να οδηγήσει σε άσκηση αγωγής αποζημίωσης του αστικού δικαίου από τον τυχόν ζημιωθέντα, απλώς και μόνον επειδή η αρμόδια δημόσια αρχή δεν ερεύνησε ή δεν κίνησε διαδικασία δίωξης (ή το έπραξε μεν, αλλά στη συνέχεια έπαυσε ή περιόρισε τη διοικητική διαδικασία για οποιονδήποτε λόγο);

97.      Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την οξυδερκή ανάλυση του High Court of England and Wales [ανωτέρου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία)] στην απόφαση Emerald Supplies Ltd κατά British Airways Plc (69), στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο και η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία. Όπως επιδίωξα να καταδείξω και στις προηγούμενες ενότητες των παρουσών προτάσεων, πρώτον, για την αναγνώριση της αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόσουν αυτοτελώς το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εντός του αντίστοιχου πλαισίου των εξουσιών που τους παρέχει ήδη το εθνικό δίκαιο, όπως στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, δεν απαιτείται ρητή προς τούτο εξουσιοδότηση από το δίκαιο της Ένωσης, αντιθέτως προς τα ισχύοντα για τα μέτρα διοικητικού καταναγκασμού (70). Δεύτερον, φρονώ ότι οι αποφάσεις de Geus, Asjes και Saeed είναι εν μέρει παρωχημένες. Δεν βρίσκουν έδαφος εφαρμογής στις συγκεκριμένες περιστάσεις της κύριας δίκης, διότι, στην πραγματικότητα, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν τίθεται κανένα από τα ζητήματα που διαμόρφωσαν την προσέγγιση που ακολούθησε το Δικαστήριο στις αποφάσεις εκείνες (71).

98.      Με άλλα λόγια, μολονότι αναγνωρίζω πλήρως την ανάγκη εσωτερικής συνέπειας του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εντούτοις δεν μπορώ παρά να διαφωνήσω, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της υπό κρίσης υποθέσεως, με την προσέγγιση που υποστηρίζουν ορισμένοι εκ των ενδιαφερομένων που μετέχουν στη διαδικασία, η οποία προτάσσει το μέρος έναντι του όλου. Το γεγονός ότι μέρος της διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τις διοικητικές αρχές είχε, κάποτε, συγκεντρωτικό χαρακτήρα δεν μπορεί να σημαίνει ότι κανείς άλλος δεν δύναται να εφαρμόσει το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου αυτού, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει προφανώς δυνατότητα χορήγησης απαλλαγών ή εξαιρέσεων.

99.      Η παρούσα διαδικασία αποτέλεσε πράγματι ένα ενδιαφέρον ταξίδι στον χρόνο, αν όχι επίσης άσκηση νομικής αρχαιολογίας, ανατρέχοντας πίσω έως το 1962. Ωστόσο, αν και το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι παρούσες προτάσεις είναι πλέον εν πολλοίς παρωχημένο, δεν ισχύει το ίδιο και για τη λογική στην οποία στηρίζονται. Από διαρθρωτικής απόψεως, είναι εξ ορισμού δυνατή η εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης συγκέντρωσης (μέρους) της διοικητικής αρμοδιότητας για τη λήψη των μέτρων εφαρμογής τους εις χείρας συγκεκριμένων διοικητικών αρχών. Στο ειδικότερο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, τούτο σημαίνει ότι επιχειρήσεις οι οποίες παραβιάζουν τους κανόνες του θεμιτού ανταγωνισμού δεν μπορούν να οχυρωθούν πίσω από την ενδεχόμενη παράλειψη λήψης εις βάρος τους μέτρων διοικητικού καταναγκασμού και πρέπει να αναμένουν την άσκηση αγωγών αποζημίωσης απευθείας ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων των κρατών μελών από τυχόν ζημιωθέντες.

V.      Πρόταση

100. Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) ως εξής:

Ο φερόμενος ως ζημιωθείς λόγω του συντονισμού διαφόρων στοιχείων της πολιτικής τιμολόγησης που εφάρμοζαν ορισμένοι αερομεταφορείς κατά την παροχή υπηρεσιών αερομεταφορών εμπορευμάτων σε δρομολόγια μεταξύ αεροδρομίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς και μεταξύ αεροδρομίων εντός των ανωτέρω εδαφών και τρίτων χωρών, δύναται να προβάλει παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να λάβει αποζημίωση από τους εν λόγω αερομεταφορείς, ακόμη και αν η παράβαση αυτή ανάγεται σε χρονική περίοδο κατά την οποία ήταν ακόμη εφαρμοστέα τα άρθρα 104 και 105 ΣΛΕΕ.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Εταιρίες Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV, Martinair Holland NV, Deutsche Lufthansa AG, Lufthansa Cargo AG, British Airways plc, Société Air France SA, Singapore Airlines Ltd, Singapore Airlines Cargo Pte Ltd, Swiss International Air Lines AG, Air Canada, Cathay Pacific Airways Ltd, Scandinavian Airlines System Denmark-Norway-Sweden, SAS AB και SAS Cargo Group A/S (στο εξής από κοινού: εναγόμενες).


3      Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), άρθρο 1, παράγραφος 1.


4      Στο εξής: Συμφωνία Ελβετίας.


5      Υπόθεση C.39258 – Αερομεταφορές εμπορευμάτων (ΕΕ 2014, C 371, σ. 11).


6      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Air Canada κατά Επιτροπής (T‑9/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:994), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Koninklijke Luchtvaart Maatschappij κατά Επιτροπής (T‑28/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:995), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Japan Airlines κατά Επιτροπής (T‑36/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:992), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Cathay Pacific Airways κατά Επιτροπής (T‑38/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:985), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Cargolux Airlines κατά Επιτροπής (T‑39/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:991), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Latam Airlines Group και Lan Cargo κατά Επιτροπής (T‑40/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:986), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Singapore Airlines και Singapore Airlines Cargo κατά Επιτροπής (T‑43/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:989), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Deutsche Lufthansa κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑46/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:987), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, British Airways κατά Επιτροπής (T‑48/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:988), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, SAS Cargo Group κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑56/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:990), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Air France-KLM κατά Επιτροπής (T‑62/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:996), της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Air France κατά Επιτροπής (T‑63/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:993), και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Martinair Holland κατά Επιτροπής (T‑67/11, EU:T:2015:984).


7      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Air Canada κατά Επιτροπής (T‑9/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:994, σκέψη 60).


8      Η απόφαση του 2017 δεν έχει δημοσιοποιηθεί. Εντούτοις, είναι διαθέσιμη η περίληψη των διαπιστώσεών της. Βλ. περίληψη απόφασης της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 8 της συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (ΕΕ 2017, C 188, σ. 14) (στο εξής: περίληψη της απόφασης του 2017).


9      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ 1987, L 374, σ. 1).


10      Απόφαση της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIV (Ανταγωνισμός), του πρωτοκόλλου 21 (σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις επιχειρήσεις) και του πρωτοκόλλου 23 (σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των αρχών επιτήρησης) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (ΕΕ 2005, L 64, σ. 57).


11      Απόφαση της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ, της 11ης Μαρτίου 2005, για την τροποποίηση του παραρτήματος XIII (Μεταφορές) και του πρωτοκόλλου 21 (σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις επιχειρήσεις) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (ΕΕ 2005, L 198, σ. 38).


12      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2004, για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3975/87 και τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3976/87 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών (ΕΕ 2004, L 68, σ. 1).


13      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


14      Υποθέσεις Air Canada κατά Επιτροπής (T‑326/17), Koninklijke Luchtvaart Maatschappij κατά Επιτροπής (T‑325/17), Japan Airlines κατά Επιτροπής (T‑340/17), Cathay Pacific Airways κατά Επιτροπής (T‑343/17), Cargolux Airlines κατά Επιτροπής (T‑334/17), Latam Airlines Group και Lan Cargo κατά Επιτροπής (T‑344/17), Singapore Airlines και Singapore Airlines Cargo PTE κατά Επιτροπής (T‑350/17), Deutsche Lufthansa κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑342/17), British Airways κατά Επιτροπής (T‑341/17), SAS Cargo Group κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑324/17), Air France – KLM κατά Επιτροπής (T‑337/17), Air France κατά Επιτροπής (T‑338/17), και Martinair Holland κατά Επιτροπής (T‑323/17).


15      Απόφαση του High Court of Justice of England and Wales (Chancery Division) [ανωτέρου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών], της 4ης Οκτωβρίου 2017, στην υπόθεση Emerald Supplies Ltd κατά British Airways Plc [2017] EWHC 2420 (Ch).


16      Απόφαση του Court of Appeal of England and Wales (Civil Division) [εφετείου (Αγγλία και Ουαλία), πολιτικό τμήμα], της 29ης Ιανουαρίου 2019, στην υπόθεση La Gaitana Farms SA κ.λπ. κατά British Airways Plc [2019] EWCA Civ 37.


17      Άρθρο 6, παράγραφος 46, της Συνθήκης του Άμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς πράξεις (ΕΕ 1997, C 340, σ. 1).


18      Κατά τη νομολογιακή γραμμή της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5).


19      Ήδη στην απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne (43/75, EU:C:1976:56, σκέψεις 12, 24 και 39).


20      Βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 19 και 20), της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C‑413/99, EU:C:2002:493, σκέψη 80), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 59).


21      Όπως θα εξηγηθεί και στη συνέχεια, στα σημεία 58 και 70 έως 78 των παρουσών προτάσεων, το Συμβούλιο ουδέποτε θέσπισε διατάξεις που να περιορίζουν τα αποτελέσματα αυτά.


22      Απόφαση της 6ης Απριλίου 1962, de Geus (13/61, EU:C:1962:11, σ. 52).


23      Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, στο εξής: απόφαση Courage).


24      Απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974, BRT και Société belge des auteurs, compositeurs et éditeurs (127/73, EU:C:1974:6, στο εξής: απόφαση SABAM).


25      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, Van Duyn (41/74, EU:C:1974:133, σκέψη 12).


26      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2010, Gassmayr (C‑194/08, EU:C:2010:386, σκέψη 45), της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, H. (C‑174/16, EU:C:2017:637, σκέψη 69), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth (C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 72).


27      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrárkülkereskedelmi (C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 32), της 12ης Οκτωβρίου 2017, Lombard Ingatlan Lízing (C‑404/16, EU:C:2017:759, σκέψη 36), και της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel (C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 46).


28      Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976,  Defrenne (43/75, EU:C:1976:56, σκέψεις 30 έως 39). Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Trabucchi στην υπόθεση Defrenne (43/75, EU:C:1976:39, πρόταση), και προτάσεις μου στην υπόθεση Klohn (C‑167/17, EU:C:2018:387, σημείο 42).


29      Απόφαση SABAM (σκέψη 16).


30      Απόφαση Courage (σκέψεις 24 έως 26).


31      Απόφαση SABAM (σκέψη 16) και απόφαση Courage (σκέψεις 23 και 24).


32      Πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Kone κ.λπ. (C‑557/12, EU:C:2014:1317, σκέψεις 20 και 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση  Courage (σκέψη 26).


34      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, VAG France (10/86, EU:C:1986:502, σκέψη 15).


35      Βλ. επίσης απόφαση SABAM (σκέψη 21) και απόφαση Courage (σκέψεις 22 και 28).


36      Βλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 1962, de Geus (13/61, EU:C:1962:11, σ. 52), και της 9ης Ιουλίου 1969, Portelange (10/69, EU:C:1969:36, σκέψεις 10 και 13).


37      Απόφαση της 6ης Απριλίου 1962, de Geus (13/61, EU:C:1962:11, σ. 51 έως 53).


38      Όπ.π. (σ. 52).


39      Όπ.π.


40      Όπ.π. (σ. 51).


41      Απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1963, van Gend & Loos (26/62, EU:C:1963:1, σ. 13).


42      Απόφαση της 30ής Απριλίου 1986, Asjes κ.λπ. (209/84 έως 213/84, EU:C:1986:188, στο εξής: απόφαση Asjes).


43      Απόφαση της 11ης Απριλίου 1989, Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro (66/86, EU:C:1989:140, στο εξής: απόφαση Saeed).


44      Απόφαση Saeed (σκέψη 29), και απόφαση Asjes (σκέψεις 52 έως 56 και 59).


45      Απόφαση Saeed (σκέψεις 4 και 29), και απόφαση Asjes (σκέψη 57).


46      Απόφαση Saeed (σκέψεις 4 και 29), και απόφαση Asjes (σκέψη 59).


47      Βλ., κατ’ αναλογίαν, τη συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής (42/59 και 49/59, EU:C:1961:5, σ. 603).


48      Στοιχείο το οποίο αμφισβητούν οι ενάγουσες της κύριας δίκης, το οποίο όμως πρέπει να διακριβώσει, εν τέλει, το αιτούν δικαστήριο.


49      Βλ. άρθρο 45 του κανονισμού 1/2003.


50      Στο ίδιο πνεύμα, «v případě potřeby» στην τσεχική γλωσσική απόδοση, «in voorkomende gevallen» στην ολλανδική, «eventualmente» στην ιταλική, «le cas échéant» στη γαλλική, «gegebenfalls» στη γερμανική ή «eventualmente» στην ισπανική.


51      Βλ., συναφώς, άρθρο 42 ΣΛΕΕ και απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017, APVE κ.λπ. (C‑671/15, EU:C:2017:860, σκέψεις 36 έως 38).


52      Απόφαση Asjes (σκέψη 45).


53      Πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 36).


54      Βλ., για παράδειγμα, τη δεύτερη, έκτη και όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 17/62. Βλ., επίσης, τα άρθρα 2, 6, παράγραφος 1, 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.


55      Όπως διευκρινίζεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 141/62 (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 30). Βλ. επίσης το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού.


56      Δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3975/87.


57      Όπως εξήγησε η ίδια η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Asjes, «η απουσία των μέτρων εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 87 [σχετικά με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ] δεν εμποδίζει τους εθνικούς δικαστές να αποφανθούν, ενδεχομένως, επί του κατά πόσο ορισμένη συμφωνία ή πρακτική συμβιβάζεται με τους κανόνες ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί παράγουν αποτελέσματα».


58      Όπως έχει ήδη εκτεθεί στα σημεία 43 έως 47 των παρουσών προτάσεων, στο μέτρο που οι κανονισμοί εκείνοι ανέθεταν διοικητικές αρμοδιότητες για την εξέταση των περιπτώσεων εικαζόμενων παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, εμμέσως ανέθεταν και την αρμοδιότητα δικαστικού ελέγχου των αντίστοιχων διοικητικών αποφάσεων (βλ. άρθρο 9 του κανονισμού 17/62 και άρθρο 7 του κανονισμού 3975/87, αντίστοιχα). Εντούτοις, για άλλη μια φορά επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν ασκούσαν φυσικά καμία επιρροή σε άλλες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ από τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο οιασδήποτε άλλης διαδικασίας, κατά την οποία θα μπορούσε να τεθεί ενώπιόν τους το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου αυτού.


59      Αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1999,  Andersson και Wåkerås-Andersson (C‑321/97, EU:C:1999:307, σκέψεις 26 και 27), και της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1976, Conceria Bresciani (87/75, EU:C:1976:18, σκέψη 25), και της 26ης Οκτωβρίου 1982, Kupferberg (104/81, EU:C:1982:362, σκέψη 23). Όσον αφορά τη Συμφωνία ΕΟΧ, βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1997, Opel Austria κατά Συμβουλίου (T‑115/94, EU:T:1997:3, σκέψεις 101 και 102).


61      Βλ. άρθρα 6, 105 και 106 της Συμφωνίας ΕΟΧ και άρθρο 3 της Συμφωνίας μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου.


62      Αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Ospelt και Schlössle Weissenberg (C‑452/01, EU:C:2003:493, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑153/08, EU:C:2009:618, σκέψεις 48 και 49).


63      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 30ής Μαΐου 2018, Fjarskipti κατά Síminn (E‑6/17, Συλλογή της νομολογίας του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ 2018, σ. 81, σκέψη 28).


64      Όπ.π. (σκέψεις 29 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, Nye Kystlink AS κατά Color Group AS και Color Line AS (E‑10/17, Συλλογή της νομολογίας του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ 2018, σ. 293, σκέψη 71).


65      Βλ. σημεία 30 έως 33 των παρουσών προτάσεων.


66      Βλ. το σημείο 29 της ανακοίνωσης σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (ΕΕ 1995, C 112, σ.7).


67      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 26), της 13ης Ιουλίου 2006, Manfredi κ.λπ. (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 60), της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 41), της 6ης Ιουνίου 2013, Donau Chemie κ.λπ. (C‑536/11, EU:C:2013:366, σκέψη 21), της 14ης Ιουνίου 2011, Pfleiderer (C‑360/09, EU:C:2011:389, σκέψη 28), της 5ης Ιουνίου 2014, Kone κ.λπ. (C‑557/12, EU:C:2014:1317, σκέψη 21), της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ. (C‑724/17, EU:C:2019:204, σκέψη 25), και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Otis Gesellschaft κ.λπ. (C‑435/18, EU:C:2019:1069, σκέψη 22).


68      Αλλά και για αποτροπή του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων –βλ., εν γένει, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB (C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψεις 59 και 60)–, εν ανάγκη και με υποβολή αιτήματος όπως εκείνου της υπόθεσης Zwartveld –βλ. διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, Zwartveld κ.λπ. (C‑2/88-IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 22).


69      Απόφαση του High Court of Justice of England and Wales (Chancery Division) [ανωτέρου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών], της 4ης Οκτωβρίου 2017, στην υπόθεση Emerald Supplies Ltd κατά British Airways Plc [2017] EWHC 2420 (Ch), η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Court of Appeal of England and Wales (Civil Division) [εφετείου (Αγγλία και Ουαλία) πολιτικό τμήμα], της 29ης Ιανουαρίου 2019, στην υπόθεση La Gaitana Farms SA κ.λπ. κατά British Airways Plc [2019] EWCA Civ 37.


70      Αντιθέτως προς την απόφαση Emerald Supplies Ltd κατά British Airways Plc [2017] EWHC 2420 (Ch), [41] έως [52].


71      Αντιθέτως προς την απόφαση Emerald Supplies Ltd κατάBritish Airways Plc [2017] EWHC 2420 (Ch), [53] έως [63].