Language of document : ECLI:EU:T:2011:510

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Χαρακτηρισμός του βορικού οξέος και του τετραβορικού άνυδρου νατρίου ως ουσιών λίαν ανησυχητικών – Ο χαρακτηρισμός δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑346/10,

Borax Europe Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον K. Nordlander, δικηγόρο, και την H. Pearson, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου από την M. Heikkilä και τον W. Broere, επικουρούμενους από τους J. Stuyck και A.-M. Vandromme, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Oliver και E. Manhaeve, επικουρούμενους από την K. Sawyer, barrister,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουνίου 2010, περί χαρακτηρισμού του βορικού οξέος (ΕΚ αριθ. 233-139-2) και του τετραβορικού άνυδρου νατρίου (ΕΚ αριθ. 215-540-4) ως ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), και περί εγγραφής των ουσιών αυτών στον κατάλογο των ουσιών που είναι υποψήφιες προς ενδεχόμενη εγγραφή στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Borax Europe Ltd, είναι εταιρία αγγλικού δικαίου. Δραστηριοποιείται στην εισαγωγή και πώληση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βορικού οξέος (ΕΚ αριθ. 233-139-2) και τετραβορικού άνυδρου νατρίου (ΕΚ αριθ. 215-540-4) (στο εξής, από κοινού: βορικά άλατα) τα οποία προμηθεύεται από εταιρία αμερικανικού δικαίου.

2        Μεταξύ των εφαρμογών των βορικών αλάτων είναι το γυαλί και το μονωτικό υαλόνημα. Τα βορικά άλατα χρησιμοποιούνται επίσης στα απορρυπαντικά και στα προϊόντα καθαρισμού καθώς και στην επεξεργασία του ξύλου με σκοπό τη συντήρηση.

3        Τα βορικά άλατα ενεγράφησαν στο παράρτημα I της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ 196, σ. 1), με την οδηγία 2008/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2008, για τροποποίηση, με σκοπό την προσαρμογή της στην τεχνική πρόοδο, για 30ή φορά, της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 246, σ. 1), η οποία άρχισε να ισχύει στις 5 Οκτωβρίου 2008. Με την εγγραφή τους αυτή, τα βορικά άλατα ταξινομήθηκαν ως ουσίες τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 2.

4        Με την έναρξη ισχύος, στις 20 Ιανουαρίου 2009, του κανονισμού (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/EΟΚ και 1999/45/EΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 1907/2006 (ΕΕ L 353, σ. 1), το παράρτημα I της οδηγίας 67/548 καταργήθηκε και το περιεχόμενό του, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την οδηγία 2008/58, μεταφέρθηκε στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Το τελευταίο αυτό παράρτημα δεν περιελάμβανε, κατά συνέπεια, τα βορικά άλατα κατά τον χρόνο της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1272/2008.

5        Με την έναρξη ισχύος, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, του κανονισμού (ΕΚ) 790/2009 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2009, περί τροποποίησης, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, του κανονισμού 1272/2008 (ΕΕ L 235, σ. 1), η ταξινόμηση των βορικών αλάτων στις τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες κατηγορίας 2 επαναλήφθηκε στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 790/2009, η ταξινόμηση αυτή άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 2010, αλλά μπορούσε να εφαρμοστεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

6        Στις 8 Μαρτίου 2010, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Σλοβενίας διαβίβασαν στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) φάκελο που είχαν εκπονήσει για τον χαρακτηρισμό του βορικού οξέος ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), ο οποίος τροποποιήθηκε εν συνεχεία, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό 1272/2008, αναφερόμενες στην ταξινόμηση του βορικού οξέος μεταξύ των ουσιών που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή της κατηγορίας 2 στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008.

7        Το Βασίλειο της Δανίας απέστειλε την ίδια ημέρα στον ΕΟΧΠ φάκελο που είχε καταρτίσει για τον χαρακτηρισμό του τετραβορικού άνυδρου άλατος ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, αναφερόμενο στην ταξινόμηση του τετραβορικού άνυδρου άλατος μεταξύ των ουσιών που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2, στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008.

8        Στη συνέχεια, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του ανακοινώσεις με τις οποίες κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των φακέλων που καταρτίστηκαν για τα βορικά άλατα. Αφού παρέλαβε τις παρατηρήσεις επί των φακέλων εκ μέρους, ιδίως, της ευρωπαϊκής ενώσεως βορικών αλάτων, της οποίας είναι μέλος η προσφεύγουσα, ο ΕΟΧΠ παρέπεμψε τους φακέλους στην επιτροπή των κρατών μελών. Η εν λόγω επιτροπή κατέληξε, στις 9 Ιουνίου 2010, σε ομόφωνη απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό των βορικών αλάτων ως ουσιών λίαν ανησυχητικών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006.

9        Στις 18 Ιουνίου 2010, ο κατάλογος των υποψήφιων ουσιών για εγγραφή στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 (στο εξής: κατάλογος υποψήφιων ουσιών), ο οποίος περιελάμβανε τα βορικά άλατα, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουνίου 2010, περί χαρακτηρισμού των βορικών αλάτων ως ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 και περί εγγραφής των ουσιών αυτών στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών κατά το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

11      Με έγγραφο που καταχωρίστηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Δεκεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του ΕΟΧΠ. Αφού άκουσε τις απόψεις των κυρίων διαδίκων, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή με διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2011.

12      Με χωριστό έγγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2010, ο ΕΟΧΠ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Η προσφεύγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 31 Ιανουαρίου 2011.

13      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των υπομνημάτων της έναντι της παρεμβαίνουσας. Το αίτημα αυτό δεν αμφισβητήθηκε.

14      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως αποκλειστικά για το παραδεκτό της προσφυγής.

15      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που χαρακτηρίζει τα βορικά άλατα ως ουσίες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006 και διατάσσει την εγγραφή τους στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών·

–        να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα.

16      Με την ένσταση απαραδέκτου, ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Με τις παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να υποχρεώσει τον ΕΟΧΠ να της κοινοποιήσει αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που χαρακτηρίζει τα βορικά άλατα ως ουσίες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006 και τα συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

 Σκεπτικό

18      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφοι 1 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν συντρέχει λόγος να κινήσει την προφορική διαδικασία.

19      Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο ΕΟΧΠ προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου, αντλούμενους από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα και από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν είναι νομοθετική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν την αφορά ατομικά.

 Επί του λόγου απαραδέκτου που αντλείται από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα

20      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

21      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στην προσφεύγουσα, η οποία επομένως δεν είναι αποδέκτρια της πράξεως αυτής. Στην περίπτωση αυτή, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως μόνον εάν η πράξη την αφορά άμεσα.

22      Ως προς το ζήτημα του κατά πόσον ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, κατά πάγια νομολογία η εν λόγω προϋπόθεση απαιτεί, πρώτον, το επίμαχο μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43· της 29ης Ιουνίου 2004, C‑486/01 P, Front national κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑6289, σκέψη 34, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑445/07 P και C‑455/07 P, Επιτροπή κατά Ente per le Ville vesuviane και Ente per le Ville vesuviane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7993, σκέψη 45).

23      Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα καθόσον η νομική της κατάσταση επηρεάζεται από την υποχρέωση, που απορρέει από την εν λόγω απόφαση, να προσκομίσει δελτίο δεδομένων ασφάλειας ή να επικαιροποιήσει το δελτίο αυτό, δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1907/2006. Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, του κανονισμού αυτού, οι προμηθευτές της ουσίας πρέπει να παρέχουν στον αποδέκτη της δελτίο δεδομένων ασφαλείας όταν η ουσία πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης στις επικίνδυνες ουσίες κατά την οδηγία 67/548, όταν είναι ανθεκτική, βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ή άκρως ανθεκτική και άκρως βιοσυσσωρεύσιμη κατά τα κριτήρια του παραρτήματος XIII του εν λόγω κανονισμού, ή όταν περιλαμβάνεται στον κατάλογο που καταρτίζεται κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται ανωτέρω. Το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού ορίζει, συναφώς, ότι το εν λόγω δελτίο δεδομένων ασφαλείας πρέπει να επικαιροποιείται αμελλητί από τους προμηθευτές μόλις υπάρξουν νέες πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου ή νέες πληροφορίες για την επικινδυνότητα.

24      Πρώτον, όσον αφορά τη φερόμενη υποχρέωση παροχής δελτίου δεδομένων ασφαλείας βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να τονιστεί ότι τα βορικά άλατα ενεγράφησαν στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών για τον λόγο ότι πληρούσαν, βάσει του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, τα κριτήρια ταξινόμησης ως ουσίες τοξικές στην αναπαραγωγή, κατηγορίας 2, σύμφωνα με την οδηγία 67/548. Δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά μόνο τις περιπτώσεις που η ουσία εγγράφεται στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών για λόγους διαφορετικούς από εκείνους του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄. Η προσφεύγουσα δεν είχε επομένως υποχρέωση, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να παράσχει δελτίο δεδομένων ασφαλείας βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006.

25      Όσον αφορά, δεύτερον, τη φερόμενη υποχρέωση επικαιροποιήσεως του δελτίου δεδομένων ασφαλείας, η οποία απορρέει από το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να εξεταστεί αν ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων με την προσβαλλόμενη απόφαση, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών συνιστά νέα πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, η οποία ενδέχεται να ενεργοποιήσει την υποχρέωση που προβλέπει η διάταξη αυτή, δηλαδή την επικαιροποίηση του δελτίου δεδομένων ασφαλείας, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

26      Όσον αφορά το δελτίο δεδομένων ασφαλείας, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι αυτό πρέπει να συντάσσεται σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού αυτού. Κατά το παράρτημα αυτό, που περιλαμβάνει οδηγό συντάξεως των δελτίων δεδομένων ασφαλείας, τα εν λόγω δελτία πρέπει να παρέχουν ένα μηχανισμό για τη μετάδοση των κατάλληλων πληροφοριών ασφαλείας για τις ταξινομημένες ουσίες στους χρήστες σε όλο το μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού έως τους άμεσους μεταγενέστερους χρήστες. Σκοπός του εν λόγω παραρτήματος είναι να εξασφαλισθεί η συνοχή και η ακρίβεια του περιεχομένου καθενός από τα υποχρεωτικά σημεία που αναγράφονται στο άρθρο 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, ώστε τα σχετικά δελτία δεδομένων ασφαλείας να παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και της ασφάλειας στο χώρο εργασίας, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος.

27      Ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών, θα μπορούσε να συνιστά νέα πληροφορία σχετική με τα σημεία 2 (προσδιορισμός των κινδύνων) και 15 (πληροφορίες σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις) του άρθρου 31, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

28      Όσον αφορά το σημείο 2 (προσδιορισμός των κινδύνων), κατά το παράρτημα II, σημείο 2, του κανονισμού 1907/2006, η ταξινόμηση της ουσίας που προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων ταξινόμησης της οδηγίας 67/548 πρέπει να αναφέρεται. Οι κυριότεροι κίνδυνοι που ενέχει η ουσία για τον άνθρωπο και το περιβάλλον πρέπει να αναφέρονται επακριβώς και με συντομία.

29      Εν προκειμένω, ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών δεν αφορά την ταξινόμηση των ουσιών αυτών σύμφωνα με την οδηγία 67/548. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός αποφασίστηκε διότι τα βορικά άλατα πληρούσαν, δυνάμει του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, τα κριτήρια ταξινόμησης στις ουσίες που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2, κατά την οδηγία 67/548. Πάντως, το ότι τα βορικά άλατα πληρούν τα κριτήρια αυτά είχε ήδη καθοριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας 67/548, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 2008/58, και, στη συνέχεια, στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009 (βλ. σκέψεις 3 έως 5 ανωτέρω). Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναφέρθηκαν, στους φακέλους που διαβίβασαν στον ΕΟΧΠ στις 8 Μαρτίου 2010, στην εγγραφή των βορικών αλάτων στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008 (βλ. σκέψεις 6 και 7 ανωτέρω).

30      Είναι αληθές ότι, κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή στις 18 Ιουνίου 2010, η προσφεύγουσα δεν είχε υποχρέωση ταξινόμησης των βορικών αλάτων. Συγκεκριμένα, κατά την έναρξη ισχύος, στις 20 Ιανουαρίου 2009, του κανονισμού 1272/2008, το παράρτημα I της οδηγίας 67/548 που περιελάμβανε τα βορικά άλατα είχε καταργηθεί και η υποχρέωση ταξινόμησης των βορικών αλάτων σύμφωνα με τις εναρμονισμένες ταξινομήσεις του παραρτήματος VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009, δεν είχε εφαρμογή εφόσον το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 790/2009 όριζε, συναφώς, την 1η Δεκεμβρίου 2010 ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της υποχρεώσεως.

31      Εντούτοις, οι κίνδυνοι που οδήγησαν στην ταξινόμηση των βορικών αλάτων είχαν, επαρκώς κατά νόμο, προσδιοριστεί κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αφενός, ήταν προφανές για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν είχαν εκλείψει εκ μόνου του γεγονότος της καταργήσεως του παραρτήματος I της οδηγίας 67/548, το περιεχόμενο του οποίου έπρεπε να μεταφερθεί στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Αφετέρου, με την έναρξη ισχύος του κανονισμού 790/2009, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, η ταξινόμηση των βορικών αλάτων στις ουσίες που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 2 επαναλήφθηκε στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Το γεγονός ότι δεν ήταν υποχρεωτικό να εφαρμοστούν οι ταξινομήσεις πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2010 δεν θέτει εν αμφιβόλω τη νομική υπόσταση της διαπιστώσεως κατά την οποία τα κριτήρια ταξινόμησης πληρούνται από της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 790/2009. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 790/2009 αναβάλλει απλώς για την 1η Δεκεμβρίου 2010 τις νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω ταξινομήσεις βάσει του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 790/2009, οι εναρμονισμένες ταξινομήσεις του παραρτήματος VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009, μπορούσαν να εφαρμοστούν πριν την 1η Δεκεμβρίου 2010.

32      Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων ως ουσιών λίαν ανησυχητικών δεν περιείχε νέα πληροφορία όσον αφορά τις επικίνδυνες ιδιότητες των ουσιών αυτών, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιείχε καμία νέα πληροφορία όσον αφορά τον προσδιορισμό των κινδύνων κατά την έννοια του σημείου 2 του άρθρου 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006.

33      Όσον αφορά το σημείο 15 (πληροφορίες σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις) του άρθρου 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το παράρτημα II, σημείο 15, του εν λόγω κανονισμού, αν η ουσία που καλύπτεται από το δελτίο δεδομένων ασφαλείας υπόκειται σε ειδικές διατάξεις που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος σε επίπεδο Ένωσης, όπως, άδειες δυνάμει του τίτλου VII ή περιορισμοί δυνάμει του τίτλου VIII του ίδιου κανονισμού, οι διατάξεις αυτές πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αναφέρονται.

34      Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 ως λίαν ανησυχητικής ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα υποχρεώσεις κοινοποιήσεως πληροφοριών εκ μέρους των επιχειρήσεων, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η οικεία ουσία εμπίπτει σε ειδικό καθεστώς και αποτελεί κατά συνέπεια αντικείμενο ειδικών διατάξεων. Αντιθέτως, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν έχει καμία επίπτωση στην εμπορία και τη χρήση της ουσίας.

35      Δεύτερον, όσον αφορά τη διαδικασία εγκρίσεως που προβλέπεται στον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006 και τους περιορισμούς που επιβάλλονται δυνάμει του τίτλου VIII του κανονισμού αυτού, το παράρτημα II, σκέψη 15, του εν λόγω κανονισμού αναφέρει ως μόνα παραδείγματα που εμπίπτουν στην παρούσα διάταξη τις αδειοδοτήσεις και τους περιορισμούς. Δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως λίαν ανησυχητικής δεν αφορά τους περιορισμούς που επιβάλλονται δυνάμει του τίτλου VIII του εν λόγω κανονισμού, αλλά αποτελεί μέρος της διαδικασίας αδειοδότησης που προβλέπεται στον τίτλο VII του κανονισμού αυτού, η αναφορά των περιορισμών στο σημείο 15 του παραρτήματος II του κανονισμού 1907/2006 δεν συνηγορεί υπέρ του ότι ο χαρακτηρισμός αυτός εμπίπτει στο σημείο 15 του άρθρου 31, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

36      Όσον αφορά τις χορηγηθείσες άδειες, από τον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι αυτές συνιστούν άδειες που δόθηκαν κατά το άρθρο 60 του ίδιου κανονισμού οι οποίες αποτελούν μέρος ενός μεταγενέστερου σταδίου της διαδικασίας αδειοδότησης (άρθρα 60 έως 64 του κανονισμού αυτού). Αιτήσεις αδειοδότησης μπορούν να υποβληθούν προς τον ΕΟΧΠ δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού για μία ή περισσότερες χρήσεις μιας ουσίας η διάθεση της οποίας στην αγορά έχει απαγορευθεί λόγω της εγγραφής της στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού. Πάντως, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τη διαδικασία αδειοδότησης που προβλέπεται στον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού, ως λίαν ανησυχητικής δεν αναφέρεται ρητώς από τον νομοθέτη στο παράρτημα II, σημείο 15, του εν λόγω κανονισμού. Μολονότι η αναφορά των αδειών που χορηγούνται δυνάμει του τίτλου VII του κανονισμού αυτού είναι απλώς ενδεικτική, παρ’ όλ’ αυτά η εν λόγω αναφορά είναι η μόνη για τη διαδικασία αδειοδότησης δυνάμει του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006. Μολονότι δεν αποκλείεται το σημείο 15 του δελτίου δεδομένων ασφαλείας να διέπεται από άλλες ειδικές διατάξεις για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος σε επίπεδο Ένωσης, όσον αφορά τη διαδικασία αδειοδότησης του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006, το ενδεχόμενο αυτό επίσης συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι μόνον οι αδειοδοτήσεις εμπίπτουν στο σημείο αυτό. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το δελτίο δεδομένων ασφαλείας πρέπει να επικαιροποιείται μόλις χορηγηθεί ή απορριφθεί άδεια.

37      Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως λίαν ανησυχητικής δεν σημαίνει ότι η εν λόγω ουσία διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος σε επίπεδο Ένωσης, κατά την έννοια του παραρτήματος II, σκέψη 15, του εν λόγω κανονισμού.

38      Κατόπιν των ανωτέρω, ο προσδιορισμός των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών δεν συνιστούσε νέα πληροφορία η οποία μπορούσε να επηρεάσει τα μέτρα διαχειρίσεως της επικινδυνότητας ή νέα πληροφορία για την επικινδυνότητα κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, οπότε η προσφεύγουσα δεν είχε υποχρέωση να επικαιροποιήσει το δελτίο δεδομένων ασφαλείας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας λόγω της υποχρεώσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.

39      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα καθόσον η νομική της κατάσταση επηρεάζεται από τις υποχρεώσεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 33 του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στους παραγωγούς, στους εισαγωγείς και στους προμηθευτές προϊόντων, όπως αυτά που ορίζονται στο άρθρο 3, σημεία 4, 11 και 33, του ίδιου κανονισμού, υποχρεώσεις κοινοποιήσεως πληροφοριών.

40      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, κάθε παρασκευαστής ή εισαγωγέας προϊόντων κοινοποιεί στον ΕΟΧΠ εάν μια ουσία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 και προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού εάν, αφενός, η περιεκτικότητα της ουσίας στα προϊόντα αντιστοιχεί σε ποσότητα άνω του ενός τόνου ανά παρασκευαστή ή εισαγωγέα ετησίως και εάν, αφετέρου, η ουσία περιέχεται στα εν λόγω προϊόντα σε συγκέντρωση άνω του 0,1 % κατά βάρος (% κ.β.). Εάν η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του κανονισμού 1907/2006 δεν έχει εφαρμογή, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι ο παρασκευαστής ή ο εισαγωγέας οφείλει να παράσχει κατάλληλες πληροφορίες στον αποδέκτη του προϊόντος. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 7, του κανονισμού 1907/2006, από την 1η Ιουνίου 2011, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται 6 μήνες μετά τον χαρακτηρισμό της ουσίας κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

41      Δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, κάθε προμηθευτής προϊόντος το οποίο περιέχει ουσία που ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού και προσδιορίζεται κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού σε συγκέντρωση άνω του 0,1 % κατά βάρος (% κ.β.), παρέχει στον αποδέκτη του προϊόντος επαρκείς πληροφορίες, που έχει στη διάθεσή του, οι οποίες επιτρέπουν την ασφαλή χρήση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένου, τουλάχιστον, του ονόματος της ουσίας. Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, την ίδια υποχρέωση υπέχει ο εν λόγω προμηθευτής έναντι κάθε καταναλωτή που υποβάλλει αίτηση προς τούτο. Οι σχετικές πληροφορίες παρέχονται δωρεάν εντός 45 ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως.

42      Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν έχει την ιδιότητα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα προϊόντος κατά την έννοια του άρθρου 3, σημεία 4, 11 και 33, του κανονισμού 1907/2006. Δραστηριοποιείται στην εισαγωγή και πώληση βορικών αλάτων. Οι υποχρεώσεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 33 του εν λόγω κανονισμού μπορούν, επομένως, ρητώς να αφορούν κατά τρόπο άμεσο μόνον τους πελάτες της προσφεύγουσας εφόσον είναι κατασκευαστές ή εισαγωγείς προϊόντων ή προμηθευτές ενός προϊόντος.

43      Ωστόσο, αναφερόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2008, C‑125/06 P, Επιτροπή κατά Infront WM (Συλλογή 2008, σ. I‑1451, σκέψη 52), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα, εφόσον επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν οι πελάτες της να κατασκευάζουν ή να παρέχουν τα προϊόντα που περιέχουν βορικά άλατα, επιβάλλοντας σ’ αυτούς υποχρεώσεις γνωστοποίησης πληροφοριών και σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων αυτών μπορούν να εναχθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να επιβληθούν ποινικές και αστικές κυρώσεις.

44      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά Infront WM, σκέψη 43 ανωτέρω, τα επίδικα δικαιώματα αποτελούσαν αντικείμενο ορισμένων νόμιμων περιορισμών απορρεόντων από την επίμαχη πράξη, αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω όσον αφορά τα βορικά άλατα. Συγκεκριμένα, με τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης πληροφοριών που υπέχουν οι πελάτες της προσφεύγουσας, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 7 και 33 του κανονισμού 1907/2006 και απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επιβάλλονται στα βορικά άλατα νέα όρια ή περιορισμοί. Είναι αληθές ότι οι παρασκευαστές ή εισαγωγείς προϊόντων και οι προμηθευτές ενός προϊόντος πρέπει να παρέχουν πληροφορίες εάν μια ουσία χαρακτηριστεί ως λίαν ανησυχητική, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006, και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 7 και 33 του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, οι εν λόγω υποχρεώσεις γνωστοποίησης πληροφοριών δεν έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή περιορισμών στην εμπορία και στη χρήση των επίμαχων ουσιών ώστε να επηρεάζεται η νομική κατάσταση του προμηθευτή της ουσίας αυτής. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε ότι οι τυχόν υποχρεώσεις γνωστοποίησης πληροφοριών των πελατών, οι οποίες απορρέουν από τα άρθρα 7 και 33 του κανονισμού 1907/2006, προϋποθέτουν κατ’ ανάγκη ότι αυτή οφείλει να παρέχει πληροφορίες στους πελάτες της προκειμένου να μπορέσουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.

45      Κατά συνέπεια οι υποχρεώσεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 33 του κανονισμού 1907/2006 δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας.

46      Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά άμεσα καθόσον έχει αποτελέσματα στην πραγματική κατάστασή της, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη είναι ικανή να επηρεάσει την πραγματική κατάσταση της προσφεύγουσας δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι την αφορά άμεσα. Μόνον η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων παρέχει στον διοικούμενο, ο οποίος υποστηρίζει ότι η πράξη έχει συνέπειες για τη θέση του στην αγορά, τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 10/68 και 18/68, Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 159, σκέψη 7, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Φεβρουαρίου 1998, T‑189/97, Comité d’entreprise de la Société française de production κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑335, σκέψη 48). Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προβάλλει μόνον ότι οι πελάτες της έπαυσαν να χρησιμοποιούν τα βορικά άλατα, δεν απέδειξε επομένως την ύπαρξη τέτοιων ειδικών περιστάσεων.

47      Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Εφόσον δεν πληρούται το πρώτο κριτήριο, δηλαδή να αφορά η πράξη τον προσφεύγοντα άμεσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.

48      Επομένως, ο παρών λόγος απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτός και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο έτερος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει ο ΕΟΧΠ.

 Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων

49      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει τον ΕΟΧΠ, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, κατά το άρθρο 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

50      Όμως, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί λυσιτελώς επί της προσφυγής χωρίς να διατάξει διεξαγωγή αποδείξεων. Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ και η προσφεύγουσα την επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής, το αίτημα αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου.

51      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας για διεξαγωγή αποδείξεων καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4 αυτού του άρθρου, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

53      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του ΕΟΧΠ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτού. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Borax Europe Ltd φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ).

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 21 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.