Language of document : ECLI:EU:T:2016:739

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2016 (*)

«Τελωνειακή ένωση – Εισαγωγή προϊόντων τόνου προελεύσεως Ισημερινού – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών – Αίτηση περί μη εισπράξεως εισαγωγικών δασμών – Άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και άρθρο 236 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 – Ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα – Καλή πίστη – Αίτηση διαγραφής εισαγωγικών δασμών – Άρθρο 239 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92»

Στην υπόθεση T‑548/14,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον A. Rubio González, στη συνέχεια δε από την V. Ester Casas, abogado del Estado,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Arenas, A. Caeiros και B.‑R. Killmann,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση του άρθρου 2 της αποφάσεως C(2014) 3007 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2014, με την οποία διαπιστώνεται ότι, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διαγραφή εισαγωγικών δασμών είναι δικαιολογημένη για ορισμένο ποσό, αλλά δεν είναι δικαιολογημένη για άλλο ποσό (REM 03/2013),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

Συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και V. Tomljenović, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της συνεδριάσεως της 6ης Απριλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Μεταξύ της 30ής Ιουνίου 2009 και της 24ης Σεπτεμβρίου 2010, η ACTEMSA SA (στο εξής: υπόχρεη εταιρία), επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ισπανία, εισήγαγε στην Ευρωπαϊκή Ένωση προϊόντα μεταποιημένου τόνου, ήτοι κονσερβοποιημένο τόνο και φιλέτα κατεψυγμένου τόνου, τα οποία διασαφήθηκαν ως καταγωγής Ισημερινού (στο εξής: επίδικες εισαγωγές).

2        Η υπόχρεη εταιρία ζήτησε από τις ισπανικές τελωνειακές αρχές την εφαρμογή του συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων (στο εξής: ΣΓΠ) για τις επίδικες εισαγωγές, προσκομίζοντας προς στήριξη των τελωνειακών διασαφήσεών της πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A», χορηγηθέντα από τις αρχές του Ισημερινού βάσει εντύπου κατατεθέντος από τον εξαγωγέα, όπου δηλωνόταν ότι η καταγωγή των προϊόντων ήταν πράγματι ο Ισημερινός και ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις κτήσεως των πιστοποιητικών καταγωγής.

3        Βάσει των πιστοποιητικών καταγωγής τα οποία προσκόμισε η υπόχρεη εταιρία, οι ισπανικές τελωνειακές αρχές υπήγαγαν τις επίδικες εισαγωγές σε προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση.

4        Κατά το χρονικό διάστημα των επίδικων εισαγωγών, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 1 ανωτέρω, ήτοι στις 21 Μαΐου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς με τίτλο «Εισαγωγές τόνου από την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ [στην Ένωση]» (ΕΕ 2010, C 132, σ. 15, στο εξής: ανακοίνωση), της οποίας τα κρίσιμα για την παρούσα υπόθεση χωρία, προκειμένου να προσδιορισθούν οι χώρες τις οποίες αφορά η ανακοίνωση και να διαπιστωθεί αν αφορά τις επίδικες εισαγωγές, είναι τα εξής:

«Η [...] Επιτροπή ενημερώνει τις εισαγωγικές επιχειρήσεις της [...] Ένωσης ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την σωστή εφαρμογή της προτιμησιακής μεταχείρισης και της αποδοχής των αποδείξεων καταγωγής που προσκομίζονται στην [...] Ένωση για τον κονσερβοποιημένο τόνο και τα φιλέτα κατεψυγμένου τόνου που υπάγονται στη διάκριση 1604 14 του ΕΣ και εισάγονται από την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ.

Από διάφορες έρευνες προέκυψε ότι σημαντικές ποσότητες κονσερβοποιημένου τόνου και φιλέτων κατεψυγμένου τόνου της διάκρισης 1604 14 του ΕΣ δηλώνονται ως έχοντα καταγωγή από την Κολομβία ή το Ελ Σαλβαντόρ, για την οποία δεν είναι επιλέξιμα.

Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι γίνονται εισαγωγές και από άλλες χώρες οι οποίες επωφελούνται από το [ΣΓΠ] χωρίς να πληρούν τους όρους των κανόνων του ΣΓΠ σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής.»

5        Από την 14η έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2010, κοινή αποστολή με εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) και ορισμένων κρατών μελών μετέβη στον Ισημερινό προκειμένου να διαπιστώσει την καταγωγή των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών για την παρασκευή προϊόντων μεταποιημένου τόνου τα οποία προέρχονται από τη χώρα αυτή και εξάγονται στην Ένωση με πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» εκδοθέντα στην εν λόγω χώρα προκειμένου να υπαχθούν σε προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση.

6        Η τελική έκθεση της OLAF διαπίστωσε ότι οι αρχές του Ισημερινού είχαν κακώς χορηγήσει πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» για προϊόντα τόνου μεταποιημένα στον Ισημερινό από πρώτες ύλες αλιευθείσες από αλιευτικά σκάφη του Ελ Σαλβαντόρ και του Παναμά, καθώς δεν είχαν τηρηθεί οι κανόνες βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα εμπορεύματα ήταν καταγωγής Ισημερινού.

7        Η OLAF παρατήρησε, όσον αφορά τα αλιευθέντα ψάρια από τα σκάφη του Ελ Σαλβαντόρ, ότι οι αρχές της χώρας αυτής δεν είχαν αποδείξει την καταγωγή των ψαριών σύμφωνα με τα άρθρα 72Α και 80 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1), και, όσον αφορά τα ωμά ψάρια που έχουν αλιευθεί από σκάφη του Παναμά, ότι τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» είχαν μεν χορηγηθεί από τις αρχές του Παναμά, αλλά ο περί της προστιθέμενης αξίας κανόνας του άρθρου 70 του κανονισμού 2454/93 δεν είχε τηρηθεί.

8        Στον βαθμό που οι επίδικες εισαγωγές δεν μπορούσαν να υπαχθούν στην προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση, οι ισπανικές αρχές κίνησαν, το 2012, διαδικασία εκ των υστέρων εισπράξεως των εισαγωγικών δασμών και εφήρμοσαν στις οικείες πράξεις εισαγωγής τον κοινό δασμολογικό συντελεστή 24 %, οπότε το ποσό των απαιτηθέντων τελωνειακών δασμών ανήλθε σε 2 094 850,62 ευρώ.

9        Με σειρά εγγράφων, το τελευταίο των οποίων φέρει ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2013, η υπόχρεη εταιρία ζήτησε από τις ισπανικές αρχές τη διαγραφή των εισαγωγικών δασμών βάσει του άρθρου 236, σε συνδυασμό με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1, στο εξής: ΚΤΚ) ή, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 239 του ΚΤΚ.

10      Με έγγραφο της 18ης Απριλίου 2013, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να εξετάσει αν ήταν δικαιολογημένη η διαγραφή εισαγωγικών δασμών βάσει του άρθρου 236, σε συνδυασμό με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ και με τα άρθρα 869 και 871 του κανονισμού 2454/93 ή, επικουρικώς, βάσει του άρθρου 239 του ΚΤΚ και του άρθρου 905 του κανονισμού 2454/93.

11      Με έγγραφα της 8ης Μαΐου και της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες οι ισπανικές αρχές παρέσχον με έγγραφα της 28ης Μαΐου και της 21ης Οκτωβρίου 2013. Η υπόχρεη εταιρία έλαβε γνώση αυτών των δύο αιτήσεων για παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών και υπέβαλε παρατηρήσεις επί της απαντήσεως την οποία επρόκειτο να αποστείλουν οι ισπανικές αρχές.

12      Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή κάλεσε την υπόχρεη εταιρία, σύμφωνα με τα άρθρα 873 και 906α του κανονισμού 2454/93, να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί κάθε νομικού ή πραγματικού ζητήματος το οποίο, κατά την άποψή της, θα μπορούσε να επιφέρει την απόρριψη της αιτήσεώς της. Η υπόχρεη εταιρία απάντησε με έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2014, στο οποίο διατύπωνε την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να φέρει την ευθύνη για σφάλματα των αρχών του Ισημερινού. Τόνισε επίσης την καλή πίστη που επέδειξε καθώς και τη διαφωνία της με της διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την εκ μέρους της έλλειψη επιμέλειας ως προς τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά την 21η Μαΐου 2010.

13      Στις 8 Μαΐου 2014, σύμφωνα με τα άρθρα 873 και 907 του κανονισμού 2454/93, συστήθηκε ομάδα εμπειρογνωμόνων απαρτιζόμενη από εκπροσώπους των κρατών μελών προκειμένου να εξετάσει τον φάκελο.

14      Με την απόφαση C(2014) 3007 τελικό, της 15ης Μαΐου 2014, η Επιτροπή έκρινε ότι, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διαγραφή εισαγωγικών δασμών ήταν δικαιολογημένη για ορισμένο ποσό, ενώ δεν ήταν δικαιολογημένη για ορισμένο άλλο ποσό (REM 03/2013) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

15      Κατά την εξέταση της στηριζόμενης στο άρθρο 236, σε συνδυασμό με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ αιτήσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αφενός, οι τελωνειακές αρχές του Ισημερινού είχαν προβεί σε εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων χορηγήσεως πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου Α» και ότι, αφετέρου, το γεγονός ότι οι ανακριβείς διασαφήσεις είχαν λάβει χώρα κατόπιν αιτήσεως πιστοποιητικών από την εξαγωγική εταιρία δεν αρκούσε για να αποκλειστεί η ύπαρξη σφάλματος καταλογιζόμενου στις αρχές του Ισημερινού. Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να εξακριβώσει αν το σφάλμα μπορούσε ευλόγως να διαγνωσθεί από την υπόχρεη εταιρία, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, της φύσεως του σφάλματος, της επαγγελματικής εμπειρίας και της επιμέλειας της υπόχρεης εταιρίας.

16      Όσον αφορά τη φύση του σφάλματος, η Επιτροπή έκρινε, στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επανάληψη του σφάλματος, η οποία οφειλόταν στη χορήγηση πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου Α» από τις αρχές του Ισημερινού για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνηγορούσε υπέρ της καλής πίστεως της υπόχρεης εταιρίας και ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιορισθεί εάν το σφάλμα που διαπράχθηκε με τον τρόπο αυτό μπορούσε να διαγνωσθεί από την εν λόγω εταιρία ως προς τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν την 21η Μαΐου 2010.

17      Στην αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η υπόχρεη εταιρία είχε μεγάλη επαγγελματική εμπειρία, καθώς δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των εισαγωγών-εξαγωγών προϊόντων αλιείας προερχόμενων από τη Λατινική Αμερική, την Αφρική και χώρες της Ανατολικής Ασίας.

18      Όσον αφορά την επιμέλεια της υπόχρεης εταιρίας, στις αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέκρινε μεταξύ των εισαγωγών που πραγματοποίησε η υπόχρεη εταιρία πριν την 21η Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση, και εκείνων που πραγματοποίησε μετά την ημερομηνία αυτή. Αναφερόμενη στο γεγονός ότι η ανακοίνωση διαπίστωνε ότι «δεν [μπορούσε] να αποκλειστεί ότι γίνονται εισαγωγές και από άλλες χώρες οι οποίες επωφελούνται από το [ΣΓΠ] χωρίς να πληρούν τους όρους των κανόνων του ΣΓΠ σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής», θεώρησε ότι η υπόχρεη εταιρία όφειλε, μετά την 21η Μαΐου 2010, να λάβει κάθε δυνατή προφύλαξη προκειμένου να ελέγξει τα αποδεικτικά καταγωγής ώστε να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή των κανόνων της προτιμησιακής μεταχειρίσεως και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα των κανόνων της περιφερειακής σωρεύσεως. Επομένως, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως, δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ότι η υπόχρεη εταιρία ενεργούσε καλόπιστα. Αντιθέτως, για τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της ανακοινώσεως δεν συνέτρεχαν λόγοι αμφισβητήσεως της καλής πίστης της υπόχρεης εταιρίας ή της επιμέλειάς της.

19      Ακολούθως, στις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 239 του ΚΤΚ για τη διαγραφή δασμών όσον αφορά τις εισαγωγές μετά την 21η Μαΐου 2010. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η υπόχρεη εταιρία δεν τελούσε σε ιδιαίτερη κατάσταση έναντι άλλων επιχειρηματιών που ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, καθώς υπενθύμισε ότι η εμπιστοσύνη στο κύρος πιστοποιητικών καταγωγής, τα οποία αποδείχθηκαν μη έγκυρα, δεν συνεπαγόταν την ύπαρξη ιδιαίτερης καταστάσεως. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι δεν πληρούνταν η δεύτερη προϋπόθεση σχετικά με την αναμενόμενη από έμπειρο εισαγωγέα επιμέλεια και παρέπεμψε στις αιτιολογικές σκέψεις οι οποίες αφορούσαν την επιμέλεια της υπόχρεης εταιρίας, που εξετάσθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 220 του ΚΤΚ.

20      Κατά συνέπεια, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

«Άρθρο πρώτο

Διαγράφονται εισαγωγικοί δασμοί ποσού 999 863,58 ευρώ, κατόπιν αιτήματος του Βασιλείου της Ισπανίας της 18ης Απριλίου 2013, σχετικά με εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2009 και της 20ής Μαΐου 2010.

Άρθρο 2

Δεν διαγράφονται εισαγωγικοί δασμοί ποσού 1 094 987,04 ευρώ, όπως ζητήθηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας στις 18 Απριλίου 2013, σχετικά με εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 21ης Μαΐου 2010 και της 24ης Σεπτεμβρίου 2010.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιουλίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στις 7 Οκτωβρίου 2014. Στις 22 Δεκεμβρίου 2014, το Βασίλειο της Ισπανίας υπέβαλε υπόμνημα απαντήσεως και, στις 17 Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή υπόμνημα ανταπαντήσεως.

22      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

23      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Απριλίου 2016.

24      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του. Ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 239 του ΚΤΚ και, ο τρίτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ όσον αφορά τον κανόνα της περιφερειακής σωρεύσεως που προβλέπει ο κανονισμός 2454/93.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ

27      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ εξαρτά από τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις τη μη είσπραξη εκ των υστέρων εισαγωγικών δασμών από τις εθνικές αρχές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, Ilumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, οι δασμοί πρέπει να μην εισπράχθηκαν κατόπιν σφάλματος των ίδιων των αρμόδιων αρχών. Περαιτέρω, το σφάλμα των αρχών αυτών πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε ευλόγως να μην ήταν δυνατό να διαγνωσθεί από τον καλόπιστο υπόχρεο, παρά την επαγγελματική του πείρα και την επιμέλεια που έπρεπε να επιδείξει. Τέλος, ο υπόχρεος πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας ρυθμίσεως όσον αφορά την τελωνειακή του διασάφηση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, Ilumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τον σκοπό του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υπόχρεου ως προς το βάσιμο όλων των στοιχείων που υπεισέρχονται στην απόφαση να εισπραχθούν ή να μην εισπραχθούν τελωνειακοί δασμοί (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, Illumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Πάντως, βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ, ο υπόχρεος δεν μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη όταν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδατης Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς στην οποία εκτίθεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος εκ μέρους της τρίτης χώρας η οποία τυγχάνει του καθεστώτος αυτού (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 1ης Οκτωβρίου 2009, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, C‑552/08 P, EU:C:2009:605, σκέψεις 56 και 57), καθώς δεν προβλέπεται στη διάταξη αυτή δυνατότητα του υποχρέου να αποδείξει την καλή του πίστη λαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει τη γνησιότητα και την ακρίβεια των πιστοποιητικών για την προτιμησιακή μεταχείριση (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, T‑51/07, EU:T:2008:420, σκέψη 42).

31      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

32      Κατ’ αρχάς, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, όταν προτίθεται να αποκλίνει από τη θέση των εθνικών αρχών, πρέπει να αποδείξει, βάσει κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, την ύπαρξη προδήλως αμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους του επιχειρηματία. Η Επιτροπή αναφέρθηκε μόνον στην υποχρέωση των εισαγωγέων να λαμβάνουν κάθε δυνατή προφύλαξη για τον έλεγχο των αποδεικτικών καταγωγής, υποχρέωση στην οποία αναφέρεται η ανακοίνωση, χωρίς να αποδείξει ως προς τι η υπόχρεη εταιρία παρέβη την υποχρέωσή της επιμέλειας ή καλής πίστεως. Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, όμως, η δημοσίευση της ανακοινώσεως δεν αποκλείει την επίκληση από την υπόχρεη εταιρία της καλής της πίστεως, καθώς η ανακοίνωση αυτή αφορά μόνον τις εισαγωγές καταγωγής Κολομβίας και Ελ Σαλβαντόρ και οι συνέπειές της δεν μπορούν να επεκταθούν στις άλλες χώρες που ανήκουν στην περιφερειακή ομάδα II, όπως είναι ο Ισημερινός, μεταξύ των οποίων εφαρμόζεται ο κανόνας της περιφερειακής σωρεύσεως (βλ., επίσης, σκέψη 48 κατωτέρω).

33      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Ισπανίας πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζει εκ προοιμίου ότι, κατ’ αρχήν, εφόσον εμπόρευμα το οποίο ενδεχομένως είχε υπαχθεί στην προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση δεν έχει την προβαλλόμενη καταγωγή ή εφόσον η καταγωγή του εμπορεύματος αυτού δεν μπορεί να εξακριβωθεί, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να προβούν σε εκ των υστέρων βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών.

34      Κατά την Επιτροπή, η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ για τη μη εκ των υστέρων είσπραξη πληρούται στον βαθμό που οι αρχές του Ισημερινού υπέπεσαν σε σφάλμα χορηγώντας τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου Α», παρά τη μη τήρηση των κανόνων της περιφερειακής σωρεύσεως.

35      Αν οι δύο άλλες προϋποθέσεις του άρθρου αυτού πληρούνταν πριν την 21η Μαΐου 2010, πάντως έπαυσαν να πληρούνται στη συνέχεια. Από της ημερομηνίας αυτής, η υπόχρεη εταιρία δεν μπορούσε πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ, να επικαλεστεί την καλή της πίστη, καθόσον η ανακοίνωση ίσχυε και ως προς τον Ισημερινό και η υπόχρεη εταιρία δεν επέδειξε επιμέλεια ώστε να διασφαλίσει την τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με την προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση.

36      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η νομολογία της Ένωσης δεν έχει επιλύσει το ζήτημα αν το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο. Η Επιτροπή φρονεί ότι, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, ένας επιχειρηματίας μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη αφού αποδείξει ότι είχαν πραγματοποιηθεί πρόσθετοι έλεγχοι κατόπιν της δημοσιεύσεως ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς.

37      Περαιτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε περίπτωση δημοσιεύσεως ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς, ο υπόχρεος φέρει το βάρος αποδείξεως της καλής πίστης και της επιμέλειας. Εν προκειμένω, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι η υπόχρεη εταιρία έλαβε πρόσθετα μέτρα προκειμένου να επιβεβαιώσει την καταγωγή των εμπορευμάτων μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως.

38      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ανακοίνωση μνημονεύει την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ και, για τις εννέα άλλες χώρες της περιφερειακής ομάδας II, το ενδεχόμενο παρατυπιών για τα προϊόντα που εμπίπτουν στην ίδια δασμολογική διάκριση με τις επίδικες εισαγωγές. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, η ανακοίνωση αναφέρεται σε αυτές τις εννέα άλλες χώρες χωρίς να τις κατονομάσει. Ένας έμπειρος επιχειρηματίας θα μπορούσε να συναγάγει από την ανακοίνωση την ύπαρξη κινδύνων για όλες τις χώρες της περιφερειακής ομάδας II όσον αφορά την περιφερειακή σώρευση. Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι μπορεί θεμιτώς να αναφέρεται με γενικό τρόπο σε περισσότερες χώρες σε ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς, όπερ έπραξε δύο φορές στο παρελθόν.

39      Η ανακοίνωση εφιστούσε την προσοχή των εισαγωγέων στην ανάγκη λήψεως προφυλάξεων έναντι των εισαγωγών από οποιαδήποτε χώρα της ομάδας II. Συγκεκριμένα, οι πρώτες ύλες καταγωγής Κολομβίας και Ελ Σαλβαντόρ θα μπορούσαν να εξαχθούν προς άλλη χώρα της ομάδας II, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν κατά την επεξεργασία προϊόντων μεταποιημένου τόνου ώστε να εξαχθούν προς την Ένωση. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής της περιφερειακής σωρεύσεως, τα προϊόντα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταγωγής Ισημερινού, χωρίς η καταγωγή της πρώτης ύλης να είναι γνωστή στον εισαγωγέα εντός της Ένωσης.

40      Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ ούτε από τις ανακοινώσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2000 για καθορισμό των όρων πληροφόρησης των οικονομικών φορέων και των διοικήσεων των κρατών μελών όσον αφορά τα προτιμησιακά δασμολογικά καθεστώτα σε περίπτωση βάσιμης αμφιβολίας σχετικά με την καταγωγή των εμπορευμάτων (ΕΕ 2000, C 348, σ. 4) και της 30ής Οκτωβρίου 2012 για καθορισμό των όρων πληροφόρησης των οικονομικών φορέων και των διοικήσεων των κρατών μελών όσον αφορά τα προτιμησιακά δασμολογικά καθεστώτα σε περίπτωση βάσιμης αμφιβολίας σχετικά με την καταγωγή των εμπορευμάτων (ΕΕ 2012, C 332, σ. 1), στις οποίες παρέπεμψε το Βασίλειο της Ισπανίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι βάσιμες αμφιβολίες πρέπει να αφορούν τις χώρες ή τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως, καθώς οι αμφιβολίες αυτές, οι οποίες διατυπώνονται έναντι ορισμένων χωρών, συνεπάγονται επίσης την ύπαρξη παρατυπιών που αφορούν τις άλλες χώρες της ίδιας περιφερειακής ομάδας.

41      Όσον αφορά το διάστημα μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι η υπόχρεη εταιρία όφειλε να λάβει μέτρα προκειμένου να επιβεβαιώσει την καταγωγή των εμπορευμάτων. Θεωρεί ότι η ανακοίνωση καλούσε σε ενίσχυση των προφυλάξεων όσον αφορά τις εισαγωγές από οποιαδήποτε χώρα της περιφερειακής ομάδας II, καθώς ένα προϊόν το οποίο φέρεται ότι κατάγεται από τον Ισημερινό θα μπορούσε να περιέχει πρώτη ύλη προερχόμενη από την Κολομβία ή το Ελ Σαλβαντόρ, ενδεχομένως παρατύπως. Λόγω του πολύ περιορισμένου αριθμού των ανακοινώσεων προς τους εισαγωγείς που δημοσιεύει η Επιτροπή, υπόχρεος ο οποίος εισάγει προϊόντα από χώρα ανήκουσα στην ίδια περιφερειακή ομάδα με εκείνη που αποτελεί αντικείμενο της ανακοινώσεως χωρίς να τη λάβει υπόψη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί επιμελής. Εν πάση περιπτώσει, η υπόχρεη εταιρία δεν έλαβε τις αναγκαίες προφυλάξεις ώστε να διασφαλίσει έναν επαρκή έλεγχο των αποδεικτικών καταγωγής για την εφαρμογή της προτιμησιακής δασμολογικής μεταχειρίσεως.

42      Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καίτοι η τελική έκθεση της OLAF προβλέπει τη δυνατότητα καταργήσεως ή τροποποιήσεως της ανακοινώσεως αν το Ελ Σαλβαντόρ μεταβάλει τη συμπεριφορά του, εντούτοις τούτο αφορά μόνον την εν λόγω χώρα, ενώ η ανακοίνωση παραμένει σε ισχύ για τις λοιπές χώρες της περιφερειακής ομάδας II. Κατά την Επιτροπή, οι ανακοινώσεις προς τους εισαγωγείς τις οποίες αναφέρει δεν συνεπάγονται ανασφάλεια δικαίου και δεν αποτελούν εξαίρεση από το γενικό καθεστώς. Όσον αφορά την επιμέλεια του επιχειρηματία, η Επιτροπή προσθέτει ότι, καθόσον με την ανακοίνωση διατυπώθηκαν αμφιβολίες ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων περί περιφερειακής σωρεύσεως, εναπέκειτο, κατά τη νομολογία, στην υπόχρεη εταιρία να ενημερωθεί και να αναζητήσει όλες τις δυνατές διευκρινίσεις ώστε να μην παραβεί τις σχετικές διατάξεις, όπερ δεν έπραξε.

43      Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι, ακόμη και αν εναπέκειτο στην ίδια να αποδείξει την έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους της υπόχρεης εταιρίας, ανταποκρίθηκε πάντως στο βάρος αυτό, δεδομένου ότι επεξήγησε το περιεχόμενο της ανακοινώσεως, παρέπεμψε στη μεγάλη εμπειρία της υπόχρεης εταιρίας στην εισαγωγή των οικείων προϊόντων, λόγω της οποίας η εταιρία αυτή έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων καταγωγής, και υπογράμμισε τη μη λήψη πρόσθετων προφυλάξεων εκ μέρους της υπόχρεης εταιρίας μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως.

44      Κατά πάγια νομολογία, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να τηρούνται, μεταξύ άλλων, από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εκ τούτου συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής, η δε εφαρμογή της προβλέψιμη για τους πολίτες, καθώς η επιταγή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, οσάκις πρόκειται για ρύθμιση που ενδέχεται να έχει οικονομικές επιπτώσεις, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει η νομοθεσία της Ένωσης (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1987, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, 325/85, EU:C:1987:546, σκέψη 18, και της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 31).

45      Εξάλλου, έχει κριθεί ότι ο απόλυτος αποκλεισμός της καλής πίστεως σε περίπτωση δημοσιεύσεως ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς εξασφαλίζει πολύ υψηλό επίπεδο ασφαλείας δικαίου (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Agrar‑Invest‑Tatschl κατά Επιτροπής, T‑51/07, EU:T:2008:420, σκέψη 43).

46      Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ προκύπτει ότι η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς στην οποία επισημαίνεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος εκ μέρους της τρίτης χώρας η οποία τυγχάνει του καθεστώτος αυτού εμποδίζει τους εισαγωγείς, από της δημοσιεύσεως, να επικαλούνται την καλή τους πίστη, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό πολύ υψηλό επίπεδο ασφάλειας δικαίου και προκαλώντας την εκ μέρους των εθνικών αρχών ή της Επιτροπής απόρριψη της αιτήσεως περί μη εισπράξεως των εισαγωγικών δασμών.

47      Εν προκειμένω, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίπτει την αίτηση περί μη εισπράξεως εισαγωγικών δασμών για το χρονικό διάστημα από 21ης Μαΐου 2010, ημερομηνία δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως.

48      Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητώντας την εφαρμογή της ανακοινώσεως επί των επίδικων εισαγωγών, που προέρχονται από τον Ισημερινό και όχι από την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ, χώρες τις οποίες αφορά η ανακοίνωση, εκτιμά ότι πρέπει να προσδιορισθούν οι χώρες τις οποίες αφορά η ανακοίνωση, πριν δοθεί ενδεχομένως απάντηση στα επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζεται ότι η υπόχρεη εταιρία ενήργησε με καλή πίστη. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, προκαταρκτικώς και λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 72, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2454/93, ότι, προκειμένου να εφαρμοσθεί η περιφερειακή σώρευση, η περιφερειακή ομάδα II απαρτίζεται από τις ακόλουθες χώρες: Βολιβία, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Ισημερινός, Ελ Σαλβαντόρ, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Νικαράγουα, Παναμάς, Περού και Βενεζουέλα.

49      Πρώτον, επισημαίνεται ότι η ανακοίνωση απευθύνεται σε επιχειρηματίες οι οποίοι εισάγουν στην Ένωση προϊόντα τόνου, ήτοι σε επαγγελματίες εκ των οποίων ορισμένοι μπορεί να είναι έμπειροι ή πολύ έμπειροι.

50      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η ανακοίνωση δεν αναφέρει τον Ισημερινό ούτε στον τίτλο της ούτε στο κείμενό της. Αντιθέτως, προκύπτει σαφώς από το πρώτο εδάφιο της ανακοινώσεως ότι γίνεται αναφορά σε εισαγωγές προϊόντων τόνου στην Ένωση τα οποία διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ.

51      Τρίτον, η ανακοίνωση αναφέρεται, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, σε «βάσιμες αμφιβολίες» όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος και στη δυνατότητα αποδοχής των αποδεικτικών καταγωγής που υποβάλλονται στην Ένωση, καθώς διάφορες έρευνες αποκάλυψαν ότι σημαντικές ποσότητες προϊόντων τόνου είχαν διασαφηθεί ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ και ότι δεν υπάγονταν στο προτιμησιακό καθεστώς.

52      Τέταρτον, η ανακοίνωση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι εισαγωγές που προέρχονται από άλλες χώρες να υπάγονται στο ΣΓΠ και να μην πληρούν τους όρους των κανόνων καταγωγής του ΣΓΠ σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής. Επισημαίνεται συναφώς ότι δεν παρέχεται καμία ρητή πρόσθετη διευκρίνιση ως προς το οικείο ΣΓΠ.

53      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα δύο αυτά στοιχεία δεν είναι σαφή, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι απευθύνονται προς έμπειρους ή πολύ έμπειρους επαγγελματίες. Συγκεκριμένα, αφενός, δεν καθίστανται αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους οι εισαγωγές που διασαφήθηκαν ως προερχόμενες από την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ δεν υπάγονται στο προτιμησιακό καθεστώς και, αφετέρου, δεν είναι σαφές αν η έκφραση σχετικά με τις εισαγωγές από άλλες χώρες αφορά προϊόντα τα οποία διασαφήθηκαν ως τέτοια κατά την εισαγωγή τους στην Ένωση ή προϊόντα τα οποία διασαφήθηκαν μεν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ, αλλά στην πραγματικότητα προέρχονται από άλλες χώρες που υπάγονται στο ΣΓΠ. Τέλος, όπως ορθώς υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, είναι δυνατό να τεθεί το ζήτημα αν, με τη μνεία του ΣΓΠ, η ανακοίνωση αφορά όλες τις χώρες που υπάγονται σε τέτοιο καθεστώς ή μόνον εκείνες που ανήκουν στην ίδια περιφερειακή ομάδα με την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ, ήτοι στην περιφερειακή ομάδα II.

54      Προκειμένου να ορισθούν επακριβώς η έννοια της ανακοινώσεως και οι χώρες τις οποίες αφορά, πρέπει να εξεταστούν οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της, οι οποίες ενδεχομένως αποσαφηνίζουν περαιτέρω το περιεχόμενο των πληροφοριών που δόθηκαν στους εισαγωγείς. Πάντως, το γεγονός και μόνον ότι είναι αναγκαία η σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων μιας ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς για την ορθή κατανόηση της εμβέλειάς της συνιστά ήδη αρνητική ένδειξη όσον αφορά τη σαφήνεια και την ακρίβειά της. Πράγματι, κατ’ αρχήν, όλες οι γλωσσικές αποδόσεις πρέπει, αυτές καθαυτές, να παρέχουν στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να είναι επαρκώς ενήμεροι σχετικά με τα κρίσιμα σημεία και τους κινδύνους στους οποίους αναφέρεται η Επιτροπή, καθώς δεν είναι δυνατό να απαιτείται εν γένει από τους επιχειρηματίες να προβαίνουν σε συγκριτική ερμηνεία της έννοιας μιας ανακοινώσεως λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της.

55      Εν προκειμένω, όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο της ανακοινώσεως, η έννοια και η εμβέλεια του οποίου δεν προκύπτουν σαφώς από την απόδοσή της στη γαλλική γλώσσα [(«Il ressort de diverses enquêtes que des quantités importantes de conserves de thon et de longes de thon congelées relevant de la sous‑position 1604 14 du SH sont déclarées être originaires de Colombie ou d’El Salvador et qu’elles ne bénéficient pas du régime préférentiel.»)] (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω), η απόδοση στην ισπανική, η οποία είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη εν προκειμένω λόγω των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών και χωρών, έχει ως εξής: «Diversas investigaciones han permitido constatar que cantidades importantes de atún en conserva y de lomos de atún congelados de la subpartida 1604 14 del SA se declaran como originarias de Colombia o El Salvador, sin cumplir las condiciones para ello». Εντεύθεν συνάγεται ότι οι εισαγωγές οι οποίες διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να διασαφηθούν ως καταγωγής μίας εκ των δύο αυτών χωρών. Η απόδοση στην αγγλική επισημαίνει τα ίδια: «From various investigations, it results that significant quantities of canned tuna and frozen tuna loins of HS subheading 1604 14 are declared as having origin of Colombia or El Salvador, for which they are not eligible».

56      Από τις εν λόγω γλωσσικές αποδόσεις της ανακοινώσεως προκύπτει ότι στις εισαγωγές προϊόντων τόνου οι οποίες διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ δεν μπορούσε, ορθώς, να αναγνωρισθεί τέτοια καταγωγή, όπερ επεξηγεί τη μη υπαγωγή στο προτιμησιακό καθεστώς, η απόδοση, όμως, στη γαλλική γλώσσα είναι ανεπαρκής για την ορθή κατανόηση της εμβέλειας της ανακοινώσεως. Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λοιπές προαναφερθείσες γλωσσικές αποδόσεις ουδέν προσθέτουν ως προς τα ακριβή ερείσματα της εν λόγω μη υπαγωγής. Συγκεκριμένα, δεν παρατίθεται ο ακριβής λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε, ορθώς, να αναγνωρισθεί η καταγωγή αυτή στις επίμαχες εισαγωγές.

57      Ως εκ τούτου, από τα δύο πρώτα εδάφια της ανακοινώσεως πρέπει να συναχθεί αποκλειστικώς και μόνον ότι, λόγω βάσιμων αμφιβολιών σχετικά με τη δυνατότητα αποδοχής των αποδεικτικών καταγωγής που υποβλήθηκαν στην Ένωση, οι εισαγωγές προϊόντων τόνου που διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ θεωρήθηκαν ως μη επιλέξιμες για το προτιμησιακό καθεστώς, λόγω του ότι τα συγκεκριμένα αποδεικτικά δεν καταδείκνυαν ότι, κατ’ εφαρμογήν του ΣΓΠ, μπορούσε να αναγνωρισθεί τέτοια καταγωγή στα επίμαχα προϊόντα.

58      Τούτο σημαίνει ότι η ανακοίνωση ενημερώνει τους εισαγωγείς ότι τα προϊόντα τα οποία διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έχοντα τέτοια καταγωγή, η οποία θα συναγόταν από το ότι τα προϊόντα αυτά είχαν αλιευθεί και μεταποιηθεί στις χώρες αυτές ή από το ότι είχαν θεωρηθεί ως καταγωγής αυτών των δύο χωρών αφού αλιεύθηκαν ή μεταποιήθηκαν σε άλλη χώρα η οποία υπάγεται στο ΣΓΠ. Όπως διαπιστώθηκε, η ανακοίνωση μνημονεύει το προτιμησιακό καθεστώς ΣΓΠ χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ιδίως ως προς την οικεία ομάδα χωρών.

59      Επομένως, καίτοι βεβαίως μπορεί να συναχθεί από μία εκ των δύο πιθανών ερμηνειών της ανακοινώσεως ότι με τη μνεία αυτή γίνεται κατ’ ουσίαν παραπομπή στην περιφερειακή ομάδα II, στην οποία ανήκουν οι δύο επίμαχες χώρες, και τούτο βάσει ιδίως της αναφοράς στη «σώρευση της καταγωγής», εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, λόγω της αόριστης διατυπώσεως της ανακοινώσεως, ωσαύτως δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ορισμένοι επιχειρηματίες, ακόμη και πολύ έμπειροι, να ερμηνεύσουν την ανακοίνωση υπό την έννοια ότι αφορά όλες τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα υπάγεται σε ΣΓΠ οι οποίες, όμως, δεν πληρούν τα κριτήρια των κανόνων καταγωγής αυτού του ΣΓΠ σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής, αν και έχουν διασαφηθεί ως προερχόμενες από την Κολομβία ή το Ελ Σαλβαντόρ. Η ερμηνεία αυτή παραμένει δυνατή καθώς, αφενός, απλώς επισημαίνεται στην ανακοίνωση ότι οι επίμαχες εισαγωγές «[δεν] πληρούν τους όρους των κανόνων [καταγωγής] του ΣΓΠ σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις και ότι, αφετέρου, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το τρίτο εδάφιο της ανακοινώσεως ερμηνεύεται κατ’ ανάγκην με γνώμονα τα δύο πρώτα εδάφιά της, από τα οποία διαφαίνεται ότι τα προβλήματα συνδέονται με τις εισαγωγές που διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας και Ελ Σαλβαντόρ.

60      Συναφώς, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, σύμφωνα με όσα διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω, οι ανακοινώσεις προς τους εισαγωγείς πρέπει να είναι ιδιαιτέρως σαφείς, ιδίως ως προς το ζήτημα των χωρών τις οποίες αφορούν. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι προκύπτει ευθέως από το γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ ότι η ανακοίνωση πρέπει να επισημαίνει ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος «από τη δικαιούχο χώρα». Επομένως, η επίμαχη διάταξη δεν παραπέμπει ούτε σε «ομάδα χωρών» ούτε σε περισσότερες χώρες, τις οποίες οφείλουν να προσδιορίσουν διά συναγωγής οι επιχειρηματίες, βάσει των γενικών δηλώσεων της Επιτροπής περί ενδεχόμενης υπάρξεως άλλων, μη προσδιοριζόμενων κινδύνων. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, να προσδιορίσει ανά χώρα την εμβέλεια της ανακοινώσεως, ιδίως καθόσον, όπως η ίδια αναγνώρισε, είχε στο παρελθόν δημοσιεύσει πολύ περιορισμένο αριθμό ανακοινώσεων προς τους εισαγωγείς (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω), γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε ανάγκη διοικητικής διευκολύνσεως που θα την υποχρέωνε, για λόγους ταχύτητας, να προβεί σε προσδιορισμό ανά ομάδα χωρών.

61      Υπό τις περιστάσεις αυτές, όσον αφορά το τρίτο εδάφιο της ανακοινώσεως, είναι ιδιαίτερα επιβεβλημένη η διαπίστωση ότι η έννοιά του δεν είναι αρκούντως σαφής ώστε να καθίσταται αντιληπτή η ακριβής εμβέλεια της ανακοινώσεως, είτε στην απόδοσή της στη γαλλική γλώσσα [(«Par ailleurs, il ne peut être exclu que les importations proviennent d’autres pays bénéficiant du [SPG] et qu’elles ne répondent pas aux règles d’origine du SPG relatives au cumul de l’origine)], η οποία έχει πολύ γενική διατύπωση, είτε σε ορισμένες άλλες κρίσιμες γλωσσικές αποδόσεις.

62      Στην απόδοση στην ισπανική γλώσσα, αναφέρονται τα εξής: «Por otro lado, no se puede excluir que haya importaciones procedentes de otros países que se acojan al sistema de preferencias generalizadas (SPG) sin cumplir los requisitos fijados en las normas de origen del SPG relativas a la acumulación de origen». Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι υπάρχουν εισαγωγές από άλλες χώρες υπαγόμενες στο ΣΓΠ, χωρίς να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις όσον αφορά τους κανόνες καταγωγής σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής. Ωστόσο, μια τέτοια διατύπωση παραμένει ιδιαίτερα ευρεία και αόριστη ως προς τις χώρες που αφορά συγκεκριμένα ή τις ακριβείς προϋποθέσεις που δεν είχαν πληρωθεί, ήτοι ως προς τη βάση επί της οποίας διαπιστώθηκε ότι η σώρευση της καταγωγής δεν μπορούσε να χορηγηθεί.

63      Η απόδοση στην αγγλική γλώσσα δεν παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις: «Moreover, it cannot be excluded that consignments are imported from other countries benefitting from the generalized system of preferences (GSP) without fulfilling requirements of GSP rules of origin concerning cumulation of origin». Οι περί ων ο λόγος εισαγωγές μπορεί να έχουν διασαφηθεί ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ, αλλά στην πραγματικότητα να προέρχονται από άλλη χώρα.

64      Επομένως, τα τρία πρώτα εδάφια της ανακοινώσεως, ακόμη και εξεταζόμενα από κοινού, δεν περιέχουν επαρκή στοιχεία για τον ακριβή προσδιορισμό της εμβέλειάς της.

65      Όπως επισημάνθηκε, απλώς προκύπτει από τα δύο πρώτα εδάφια της ανακοινώσεως ότι, λόγω βάσιμων αμφιβολιών ως προς τη δυνατότητα αποδοχής των αποδεικτικών καταγωγής που υποβλήθηκαν στην Ένωση, οι εισαγωγές προϊόντων τόνου οι οποίες διασαφήθηκαν ως καταγωγής Κολομβίας ή Ελ Σαλβαντόρ θεωρήθηκαν μη επιλέξιμες για το προτιμησιακό καθεστώς, καθώς από τα εν λόγω αποδεικτικά δεν προέκυπτε ότι, κατ’ εφαρμογήν του ΣΓΠ, ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί στα επίμαχα προϊόντα τέτοια καταγωγή (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω). Επομένως, διαπιστώθηκε παράβαση των κανόνων καταγωγής όσον αφορά τις εισαγωγές οι οποίες διασαφήθηκαν ως προερχόμενες από δύο χώρες της περιφερειακής ομάδας II για την εφαρμογή του ΣΓΠ.

66      Περαιτέρω, το τρίτο εδάφιο της ανακοινώσεως επισημαίνει «ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί» ότι γίνονται εισαγωγές και από άλλες χώρες οι οποίες υπάγονται στο ΣΓΠ χωρίς να πληρούν τους όρους των κανόνων καταγωγής του ΣΓΠ σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής, όπως ειδικότερα επισημαίνει η απόδοσή της στην ισπανική γλώσσα. Αφενός, όμως, όπως ήδη υπογραμμίσθηκε, ενώ το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ αναφέρεται ρητά σε «δικαιούχο χώρα», το τρίτο εδάφιο της ανακοινώσεως δεν κατονομάζει οποιαδήποτε χώρα. Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων ως προς το σφάλμα το οποίο διαπράχθηκε συνεπεία του οποίου κατέστη αδύνατη η πλήρωση των προϋποθέσεων της σωρεύσεως της καταγωγής, δεν είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα, τουλάχιστον με επαρκή βεβαιότητα, ότι όλοι οι επιχειρηματίες αντιλαμβάνονται ότι η ανακοίνωση αφορούσε αποκλειστικά τις χώρες της περιφερειακής ομάδας II, ήτοι, τις χώρες της ίδιας ομάδας με την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ.

67      Συγκεκριμένα, ως προς το τελευταίο σημείο, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι εναπέκειτο στην Επιτροπή, εφόσον αυτή ήταν η πρόθεσή της, να διατυπώσει την ανακοίνωση τουλάχιστον κατά τρόπον ώστε να την περιορίσει ακριβώς στην περιφερειακή ομάδα II του ΣΓΠ, προκειμένου να είναι δυνατός ο αδιαμφισβήτητος προσδιορισμός των «δικαιούχων χωρών» από κάθε επιχειρηματία. Τέτοια όμως μνεία δεν περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση ούτε μπορεί κατ’ ανάγκην να συναχθεί, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, από μόνη την αναφορά στη «σώρευση της καταγωγής». Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επιχειρηματίες να ερμηνεύσουν την ανακοίνωση υπό την έννοια ότι περιέχει γενική μνεία στο σύνολο των καταστάσεων που θα μπορούσαν να ανακύψουν σε σχέση με οποιοδήποτε καθεστώς ΣΓΠ και ότι αφορά όλα τα μέτρα για την καταστρατήγηση των κανόνων σχετικά με τη σώρευση της καταγωγής.

68      Ακολούθως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από το γράμμα της ανακοινώσεως, ακόμη και ένας έμπειρος εισαγωγέας δεν θα μπορούσε κατ’ ανάγκην να αντιληφθεί ότι οι επίμαχες εισαγωγές προϊόντων τόνου που προέρχονταν από χώρα της ίδιας περιφερειακής ομάδας με την Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ, ήτοι της περιφερειακής ομάδας II, ήταν οι μόνες για τις οποίες υπήρχαν οι εκφρασθείσες αμφιβολίες περί των αποδεικτικών καταγωγής. Η αοριστία της ανακοινώσεως, η οποία απλώς ανέφερε με γενικό τρόπο ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παρατυπιών σε άλλες χώρες, δεν συντελεί στην εξάλειψη των αμφιβολιών ως προς την εμβέλεια της γεωγραφικής της εφαρμογής.

69      Τέλος, το γεγονός ότι απόκειται στους επιχειρηματίες να προβούν σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της ανακοινώσεως, προσπαθώντας να επισημάνουν όλες τις τυχόν δυνατές ερμηνείες της ή συγκρίνοντας τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της, συνιστά πρόσθετη ένδειξη περί του ότι η διατύπωση της ανακοινώσεως αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως ακριβής, για τους σκοπούς της εφαρμογής των αρχών που θέτει η υπομνησθείσα στις σκέψεις 44 και 45 ανωτέρω νομολογία, ήτοι, προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρηματιών. Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι θα ήταν ακριβέστερο να κατονομάσει τις χώρες τις οποίες αφορούσε η ανακοίνωση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρά την αναφορά του τελευταίου εδαφίου της ανακοινώσεως στο ότι οι επιχειρηματίες της Ένωσης λαμβάνουν «όλα τα απαραίτητα προφυλακτικά μέτρα» σχετικά με τα «εν λόγω προϊόντ[α]», δεν είναι δυνατό να κριθεί ότι οι εκφράσεις αυτές μπορούσαν να ερμηνευθούν, με βάση το γράμμα της ανακοινώσεως, υπό την έννοια ότι αφορούσαν και τις επίδικες εισαγωγές καταγωγής Ισημερινού.

70      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο υποστηρίζοντας ότι η ανακοίνωση αφορά τις επίδικες εισαγωγές, καταγωγής Ισημερινού, χώρας η οποία ανήκει στην περιφερειακή ομάδα II για τους σκοπούς του ΣΓΠ, ανεξαρτήτως του ότι η χώρα αυτή δεν μνημονεύεται στην ανακοίνωση. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των αναλύσεων που απορρέουν από τις σκέψεις 49 έως 69 ανωτέρω, η Επιτροπή υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η υπόχρεη εταιρία δεν μπορούσε ως εκ τούτου να επικαλεστεί την καλή της πίστη.

71      Οι λοιποί ισχυρισμοί της Επιτροπής δεν δύνανται να αναιρέσουν την κρίση αυτή. Συγκεκριμένα, πρώτον, το ζήτημα της πρακτικής της σε άλλες ανακοινώσεις προς τους εισαγωγείς, οι οποίες ούτε αυτές κατονομάζουν πάντοτε τις επίμαχες χώρες, είναι αδιάφορο, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί η πρακτική αυτή, στον βαθμό που, αφενός, οι προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει το γράμμα του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΤΚ είναι σαφείς και, αφετέρου, το ζήτημα αν συγκεκριμένη ανακοίνωση προς τους εισαγωγείς πληροί ή όχι τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας αποτελεί αντικείμενο ad hoc εκτιμήσεως και όχι αναλύσεως με γνώμονα τη φερόμενη προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής.

72      Δεύτερον, στον βαθμό που η Επιτροπή αναφέρεται στον σκοπό των ανακοινώσεων, ο οποίος είναι μεταξύ άλλων, αφενός, η παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας να προστατεύσουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και, αφετέρου, η παροχή στους επιχειρηματίες της δυνατότητας να προστατεύσουν τα οικονομικά συμφέροντά τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αοριστία της επίμαχης ανακοινώσεως δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. Εφόσον η Επιτροπή εκτιμούσε ότι ενδεικνυόταν να ενεργήσει κατά τρόπον ώστε να μην υπονομευθεί ο σκοπός της ανακοινώσεως, η οποία αναφέρεται στην Κολομβία και το Ελ Σαλβαντόρ, όφειλε να διατυπώσει την ανακοίνωση αυτή με μεγαλύτερη ακρίβεια ως προς τις άλλες χώρες τις οποίες αφορά, προκειμένου να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο παράνομων μετακινήσεων των εμπορικών ροών των σχετικών με την αλιεία των επίμαχων προϊόντων.

73      Τρίτον, ως προς τις πολλαπλές αναφορές στο γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες είναι, εν προκειμένω, επαγγελματίες με μεγάλη εμπειρία και δραστηριοποιούνται σε πλήθος γεωγραφικών εδαφών ανά τον κόσμο, επισημαίνεται ότι τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να μετατοπισθεί σε αυτούς η ευθύνη της αόριστης διατυπώσεως εκ μέρους της Επιτροπής μιας ανακοινώσεως η οποία έπρεπε, ακριβώς, να τους καθοδηγήσει στις δραστηριότητές τους.

74      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να υποστηρίξει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η υπόχρεη εταιρία δεν μπορούσε να επικαλεστεί την καλή της πίστη κατά την εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΚΤΚ προκειμένου να επιτύχει τη μη είσπραξη των εισαγωγικών δασμών όσον αφορά την κατάσταση μετά την 21η Μαΐου 2010.

75      Τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση, και δη από τις αιτιολογικές σκέψεις 30 επ., όσο και από τις απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απορρέει ότι, βάσει της εφαρμογής του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, πέμπτο εδάφιο, και εκτιμώντας ότι η ανακοίνωση αφορούσε και τις επίδικες εισαγωγές από τον Ισημερινό, η Επιτροπή απέκλεισε την καλή πίστη της υπόχρεης εταιρίας, καθώς και την επιμέλειά της. Προστίθεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από το άρθρο της 1, η Επιτροπή έκρινε ότι η υπόχρεη εταιρία δεν μπορούσε να διαγνώσει το σφάλμα πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως. Εξάλλου, γίνεται δεκτό από τους διαδίκους ότι η υπόχρεη εταιρία ενήργησε επιδεικνύοντας την ίδια επιμέλεια πριν και μετά την ανακοίνωση της 21ης Μαΐου 2010, καθώς η Επιτροπή της προσάπτει κυρίως ότι δεν προέβη σε πιο εμπεριστατωμένο έλεγχο μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως (βλ., επ’ αυτού, την αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

76      Στον βαθμό, όμως, που, όπως διαπιστώθηκε, η ανακοίνωση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται, με επαρκή ακρίβεια, και στις εισαγωγές προελεύσεως Ισημερινού, δεν μπορούσε να απαιτηθεί από την υπόχρεη εταιρία να μεταβάλει την προσέγγισή της μετά τη δημοσίευση της εν λόγω ανακοινώσεως. Μια διαφορετική προσέγγιση θα περιόριζε την ασφάλεια δικαίου των επιχειρηματιών, καθόσον αυτοί θα ήταν υποχρεωμένοι, σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς την εμβέλεια μιας οποιασδήποτε ανακοινώσεως προς τους εισαγωγείς, να εφαρμόζουν πάντοτε, για προληπτικούς λόγους, πρόσθετα μέτρα προστασίας, και τούτο ακόμη και για εισαγωγές από χώρες που δεν προσδιορίζονται σαφώς ως χώρες ως προς τις οποίες η Επιτροπή έχει αμφιβολίες.

77      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος του Βασιλείου της Ισπανίας, και, ως εκ τούτου, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβεί στη διαγραφή των εισαγωγικών δασμών ποσού ανερχόμενου σε 1 094 987,04 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

79      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα του Βασιλείου της Ισπανίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2014) 3007 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Μαΐου 2014, με την οποία διαπιστώνεται ότι, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η διαγραφή εισαγωγικών δασμών είναι δικαιολογημένη για ορισμένο ποσό, αλλά δεν είναι δικαιολογημένη για άλλο ποσό (REM 03/2013).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2016.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.