Language of document : ECLI:EU:T:2021:925

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία – Δέσμευση κεφαλαίων – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων – Διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Υποχρέωση του Συμβουλίου να διακριβώσει ότι η απόφαση της αρχής τρίτου κράτους ελήφθη με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»

Στην υπόθεση T‑195/21,

Oleksandr Viktorovych Klymenko, κάτοικος Μόσχας (Ρωσία), εκπροσωπούμενος από την M. Phelippeau, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Lejeune και τον A. Vitro,

καθού,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2021/394 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2021, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2021, L 77, σ. 29), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/391 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2021, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2021, L 77, σ. 2), στο μέτρο που το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε, με τις ως άνω πράξεις, στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά αυτά μέτρα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann, πρόεδρο, R. Mastroianni (εισηγητή) και M. Brkan, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των διαφορών που αφορούν τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, κατόπιν της καταστολής των διαδηλώσεων στην πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου (Ουκρανία) τον Φεβρουάριο του 2014.

2        Ο προσφεύγων Oleksandr Viktorovych Klymenko διετέλεσε Υπουργός Εσόδων και Δαπανών της Ουκρανίας.

3        Στις 5 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων εν όψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 26). Το Συμβούλιο εξέδωσε αυθημερόν τον κανονισμό (ΕΕ) 208/2014, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων ενόψει της κατάστασης στην Ουκρανία (ΕΕ 2014, L 66, σ. 1).

4        Με τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της απόφασης 2014/119 διευκρινίζονται τα εξής:

«(1)      Στις 20 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο καταδίκασε εντονότατα κάθε χρήση βίας στην Ουκρανία. Ζήτησε τον άμεσο τερματισμό της βίας στην Ουκρανία και τον πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Κάλεσε την ουκρανική κυβέρνηση να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση και τους ηγέτες της αντιπολίτευσης να αποστασιοποιηθούν από όσους καταφεύγουν σε ακραίες ενέργειες, περιλαμβανομένης της βίας.

(2)      Στις 3 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο αποφάσισε να εστιάσει τα περιοριστικά μέτρα στη δέσμευση και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προσώπων που έχουν οριστεί ως υπεύθυνα για την κατάχρηση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, με σκοπό την παγίωση και την υποστήριξη του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ουκρανία.»

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης 2014/119 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν αναγνωριστεί ως υπεύθυνα για την[υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

2.      Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάθεση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα, ή προς όφελος αυτών.»

6        Οι όροι εφαρμογής της εν λόγω δέσμευσης κεφαλαίων καθορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 έως 6, της απόφασης 2014/119.

7        Σύμφωνα με την απόφαση 2014/119, ο κανονισμός 208/2014 επιβάλλει τη λήψη των μέτρων δέσμευσης κεφαλαίων και πόρων που προβλέπονται από την εν λόγω απόφαση (στο εξής: επίμαχα περιοριστικά μέτρα) και καθορίζει τους όρους εφαρμογής της εν λόγω δέσμευσης κεφαλαίων χρησιμοποιώντας, κατ’ ουσίαν, διατύπωση πανομοιότυπη με εκείνη της ως άνω απόφασης.

8        Τα ονόματα των προσώπων τα οποία αφορούν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 περιλαμβάνονται στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα της απόφασης και στο παράρτημα I του κανονισμού (στο εξής: κατάλογος), συνοδευόμενα, μεταξύ άλλων, από αιτιολογία για την καταχώρισή τους. Αρχικώς, το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο.

9        Η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 τροποποιήθηκαν με την εκτελεστική απόφαση 2014/216/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για την εφαρμογή της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2014, L 111, σ. 91 και διορθωτικό ΕΕ L 350, σ. 16), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 381/2014 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2014, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2014, L 111, σ. 33 και διορθωτικό ΕΕ L 350, σ. 16) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Απριλίου 2014).

10      Με τις πράξεις του Απριλίου 2014, το όνομα του προσφεύγοντος προστέθηκε στον κατάλογο, συνοδευόμενο από τα αναγνωριστικά στοιχεία «πρώην Υπουργός Εσόδων και Δαπανών» και την ακόλουθη αιτιολογία:

«Πρόσωπο σε σχέση με το οποίο διεξάγεται έρευνα στην Ουκρανία για συμμετοχή σε εγκλήματα σχετιζόμενα με την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και την παράνομη μεταφορά τους εκτός Ουκρανίας.»

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2014, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑494/14 και είχε ως αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των πράξεων του Απριλίου 2014 κατά το μέρος που τον αφορούσαν.

12      Στις 29 Ιανουαρίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/143, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 16), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/138, για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2015, L 24, σ. 1).

13      Με την απόφαση 2015/143 διευκρινίστηκαν, από 31ης Ιανουαρίου 2015, τα κριτήρια καταχώρισης των προσώπων εις βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση κεφαλαίων, το δε κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, της απόφασης 2014/119 αντικαταστάθηκε με το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων και προσώπων υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων [στην Ουκρανία], καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, στα πρόσωπα που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων συγκαταλέγονται και πρόσωπα για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες για:

α)      την υπεξαίρεση ουκρανικών κρατικών κεφαλαίων ή στοιχείων ενεργητικού ή συνέργεια· ή

β)      κατάχρηση εξουσίας από μέρους κρατικού λειτουργού με σκοπό την εξασφάλιση οφέλους για τον ίδιο/α ή τρίτους, προκαλώντας έτσι ζημία στα ουκρανικά δημόσια κεφάλαια ή στοιχεία του ενεργητικού, ή για συνέργεια.»

14      Ο κανονισμός 2015/138 τροποποίησε με παρόμοιο τρόπο τον κανονισμό 208/2014.

15      Στις 5 Μαρτίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/364, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 25), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/357, περί εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2015, L 62, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2015). Με την απόφαση 2015/364, αφενός, αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 της απόφασης 2014/119, παρατεινομένης της ισχύος των περιοριστικών μέτρων, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, ως τις 6 Μαρτίου 2016 και, αφετέρου, αντικαταστάθηκε το παράρτημα της τελευταίας αυτής απόφασης. Ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/357 αντικατέστησε συνακόλουθα το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014.

16      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2015, το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο, με τα αναγνωριστικά στοιχεία «πρώην [Υ]πουργός Εσόδων και Δαπανών» και με την ακόλουθη νέα αιτιολογία:

«Πρόσωπο για το οποίο έχει κινηθεί ποινική διαδικασία από τις ουκρανικές αρχές για κατάχρηση δημόσιων κονδυλίων ή περιουσιακών στοιχείων και για κατάχρηση αξιώματος ως κρατικού λειτουργού προκειμένου να παρασχεθεί αδικαιολόγητο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή για τρίτο, και, ως εκ τούτου, προκαλώντας απώλεια δημόσιων πόρων ή περιουσιακών στοιχείων της Ουκρανίας.»

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2015, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑245/15 και είχε ως αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2015 κατά το μέρος που τον αφορούσαν.

18      Στις 4 Μαρτίου 2016, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/318, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 76), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/311, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2016, L 60, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2016).

19      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2016, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, μεταξύ άλλων εις βάρος του προσφεύγοντος, έως τις 6 Μαρτίου 2017, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί, σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου 2015, η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματός του.

20      Στις 28 Απριλίου 2016, ο προσφεύγων προσάρμοσε τα αιτήματά του στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑245/15, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ούτως ώστε ζήτησε επίσης την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2016 κατά το μέρος που τον αφορούσαν.

21      Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2016, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑494/14, EU:T:2016:360), εκδοθείσα βάσει του άρθρου 132 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τη μνημονευθείσα στη σκέψη 11 ανωτέρω προσφυγή, κρίνοντάς την προδήλως βάσιμη και ακυρώνοντας, κατά συνέπεια, τις πράξεις του Απριλίου 2014 κατά το μέρος που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

22      Στις 3 Μαρτίου 2017, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/381, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 34), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/374, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2017, L 58, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2017).

23      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2017, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, μεταξύ άλλων εις βάρος του προσφεύγοντος, έως τις 6 Μαρτίου 2018, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί, σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου 2015, η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος.

24      Στις 27 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων προσάρμοσε εκ νέου τα αιτήματά του στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑245/15, ούτως ώστε ζήτησε επίσης την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου του 2017 κατά το μέρος που τον αφορούσαν.

25      Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:792), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των αιτημάτων του προσφεύγοντος που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 17, 20 και 24 ανωτέρω.

26      Στις 5 Ιανουαρίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά της απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:792), η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως C‑11/18 P.

27      Στις 5 Μαρτίου 2018, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/333, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2018, L 63, σ. 48), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/326, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2018, L 63, σ. 5) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2018).

28      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου του 2018, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, μεταξύ άλλων εις βάρος του προσφεύγοντος, έως τις 6 Μαρτίου 2019, τούτο δε χωρίς να τροποποιηθεί, σε σχέση με τις πράξεις του Μαρτίου 2015, η αιτιολογία περί της καταχωρίσεως του ονόματος του προσφεύγοντος.

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Απριλίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑274/18 και είχε ως αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2018, κατά το μέρος που τον αφορούσαν.

30      Στις 4 Μαρτίου 2019, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2019/354, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2019, L 64, σ. 7), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/352, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2019, L 64, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2019).

31      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2019, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2020 και το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με την ίδια αιτιολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, συνοδευόμενη από διευκρίνιση όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο.

32      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2019, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή, η οποία πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T‑295/19 και η οποία είχε ως αίτημα την ακύρωση των πράξεων του Μαρτίου 2019, κατά το μέρος που τον αφορούσαν.

33      Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑274/18, EU:T:2019:509), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις πράξεις του Μαρτίου 2018, κατά το μέρος που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

34      Με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, Klymenko κατά Συμβουλίου (C‑11/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:786), το Δικαστήριο, αφενός, αναίρεσε την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑245/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:792) (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω), και, αφετέρου, ακύρωσε τις πράξεις του Μαρτίου 2015, του Μαρτίου 2016 και του Μαρτίου 2017, κατά το μέρος που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

35      Στις 5 Μαρτίου 2020, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/373, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2020, L 71, σ. 10), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/370, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2020, L 71, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του Μαρτίου 2020).

36      Βάσει των πράξεων του Μαρτίου 2020, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε έως τις 6 Μαρτίου 2021 και το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με την ίδια αιτιολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, συνοδευόμενη από διευκρίνιση όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο.

37      Στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2020 έως τον Ιανουάριο του 2021, το Συμβούλιο και ο προσφεύγων είχαν εκτενή αλληλογραφία σχετικά με την ενδεχόμενη παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, το Συμβούλιο διαβίβασε στον προσφεύγοντα πλείονα έγγραφα του γραφείου του γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας (στο εξής: ΓΓΕ) όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις ποινικές διαδικασίες που είχαν κινηθεί κατά του προσφεύγοντος και στις οποίες στηριζόταν το Συμβούλιο για να εξετάσει το ενδεχόμενο της εν λόγω παράτασης.

38      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑258/20, EU:T:2021:52), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις πράξεις του Μαρτίου 2020, κατά το μέρος που αφορούσαν τον προσφεύγοντα.

39      Στις 4 Μαρτίου 2021, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2021/394, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119 (ΕΕ 2021, L 77, σ. 29), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/391, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 208/2014 (ΕΕ 2021, L 77, σ. 2) (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

40      Βάσει των προσβαλλόμενων πράξεων, η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρατάθηκε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, έως τις 6 Σεπτεμβρίου 2021 και το όνομα του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στον κατάλογο με την ίδια αιτιολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω. Εξάλλου, το παράρτημα της απόφασης 2014/119 και το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014 υποδιαιρέθηκαν σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το δεύτερο φέρει τον τίτλο «Δικαιώματα υπεράσπισης και δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας». Στο εν λόγω τμήμα περιέχεται, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, η ακόλουθη μνεία:

«Η ποινική διαδικασία σχετικά με την υπεξαίρεση κρατικών κεφαλαίων ή περιουσιακών στοιχείων είναι ακόμη σε εξέλιξη. Από τις πληροφορίες που περιέχονται στον φάκελο του Συμβουλίου προκύπτει ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του κ. Klymenko, συμπεριλαμβανομένου του θεμελιώδους δικαιώματος για εκδίκαση της υπόθεσής του εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, έγιναν σεβαστά στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στην οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο. Αυτό αποδεικνύεται ιδίως από τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018 σχετικά με την έναρξη ειδικής προανάκρισης ερήμην. Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η υπεράσπιση ενημερώθηκε για την περάτωση της [προκαταρκτικής] εξέτασης το 2017 και το 2018, αντιστοίχως, και έλαβε από τότε προς μελέτη το υλικό της ποινικής διαδικασίας. Ο έλεγχος και η εξέταση εκ μέρους της υπεράσπισης του μεγάλου όγκου διαθέσιμου υλικού σε σχέση με την [προκαταρκτική] εξέταση στην ποινική διαδικασία είναι σε εξέλιξη. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η μακρά περίοδος μελέτης του υλικού πρέπει να καταλογιστεί στην υπεράσπιση.»

41      Με έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2021, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα τη διατήρηση σε ισχύ των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του. Το Συμβούλιο απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στο πλαίσιο της προηγούμενης αλληλογραφίας της 11ης Δεκεμβρίου 2020, της 22ας και της 27ης Ιανουαρίου 2021, και του διαβίβασε τις προσβαλλόμενες πράξεις. Επιπλέον, του υπενθύμισε την προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων πριν από τη λήψη απόφασης σχετικά με την ενδεχόμενη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

 Πραγματικό περιστατικό μεταγενέστερο της άσκησης της υπό κρίση προσφυγής

42      Με έγγραφο της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, το Συμβούλιο ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο για τη λήξη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος και για το γεγονός ότι, συνακόλουθα, το όνομά του δεν περιλαμβανόταν πλέον στον κατάλογο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Απριλίου 2021, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων.

44      Στις 25 Ιουνίου 2021, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

45      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του πέμπτου τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε άλλον δικαστή για τη συμπλήρωση του τμήματος.

46      Ο προσφεύγων δεν κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

47      Την 31η Αυγούστου 2021, περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία.

48      Βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, εν απουσία αιτήσεως διαδίκου για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υποβληθείσας εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιείται η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τη δικογραφία, αποφάσισε, εν απουσία τέτοιας αιτήσεως, να αποφανθεί χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

49      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέρος που τον αφορούν,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

50      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2021/394, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2021/391,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

51      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο δεύτερος, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και κατάχρηση εξουσίας, ο τρίτος, κατ’ ουσίαν, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και, ο τέταρτος, έλλειψη νομικής βάσης.

52      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι δεν ήλεγξε δεόντως αν οι ουκρανικές αρχές σεβάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, με αποτέλεσμα να ενέχει, κατά τον προσφεύγοντα, η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

53      Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο δεν ήλεγξε αν κατά τις εις βάρος του ποινικές διαδικασίες, με κωδικούς αναφοράς 42017000000000113 (στο εξής: διαδικασία 113) και 42014000000000521 (στο εξής: διαδικασία 521), αντιστοίχως, στις οποίες στήριξε την απόφασή του να διατηρήσει σε ισχύ τα εις βάρος του προσφεύγοντος περιοριστικά μέτρα, είχαν γίνει σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του.

54      Κατά τον προσφεύγοντα, οι απαντήσεις του ΓΓΕ στις ερωτήσεις του Συμβουλίου σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος, περιλαμβανομένης της τήρησης του εύλογου χρονικού διαστήματος εκ μέρους των ουκρανικών αρχών, την εξέλιξη των ποινικών διαδικασιών που τον αφορούν καθώς και την αρμοδιότητα των διαφόρων εμπλεκόμενων ανακριτικών αρχών, τις μεταξύ τους σχέσεις και τη μεταβίβαση της ευθύνης για τη διενέργεια των ερευνών από τη μία στην άλλη, δεν ήταν ικανοποιητικές. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Συμβούλιο ότι διενήργησε ανεπαρκείς ελέγχους και ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκόμισε, όσον αφορά τις διαδικαστικές παρατυπίες που διέπραξαν οι ουκρανικές αρχές και την έλλειψη ανεξαρτησίας τους.

55      Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το όνομά του δεν περιλαμβανόταν στον καταρτισθέντα από τον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ) κατάλογο των διεθνώς καταζητουμένων (στο εξής: κατάλογος καταζητουμένων από την Ιντερπόλ), όπως διαπίστωσε το τμήμα εφέσεων του ουκρανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταπολέμηση της διαφθοράς με την απόφαση της 13ης Μαΐου 2020 (στο εξής: απόφαση της 13ης Μαΐου 2020) με την οποία ακυρώθηκε προληπτικό μέτρο κράτησης εις βάρος του, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο ουκρανικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (στο εξής: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) για την έκδοση τέτοιας απόφασης, ήτοι να περιλαμβάνεται το όνομα του ενδιαφερομένου σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων. Η εν λόγω απόφαση έχει επίσης σημασία όσον αφορά την εκτίμηση της απόφασης του τακτικού ανακριτή του δικαστηρίου της περιφέρειας Petchersk του Κιέβου (στο εξής: δικαστήριο του Petchersk) της 5ης Οκτωβρίου 2018 (στο εξής: απόφαση του τακτικού ανακριτή της 5ης Οκτωβρίου 2018), περί ενάρξεως ειδικής ανάκρισης ερήμην του, στο μέτρο που η έκδοση της εν λόγω απόφασης προϋπέθετε επίσης, μεταξύ άλλων, την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων.

56      Δεύτερον, ο προσφεύγων θεωρεί ότι η χρονική διάρκεια των ποινικών διώξεων οι οποίες ασκήθηκαν εις βάρος του στην Ουκρανία δεν είναι εύλογη, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), και ότι η υπέρμετρη χρονική διάρκεια των ποινικών διαδικασιών επί των οποίων στηρίχθηκε το Συμβούλιο, χωρίς να προβεί σε οποιονδήποτε έλεγχο, δεν μπορεί να καταλογιστεί παρά μόνο στις αρμόδιες για τις εν λόγω διαδικασίες αρχές, οι οποίες δεν εξέδωσαν κανένα παραπεμπτικό βούλευμα προκειμένου να παραταθεί η δέσμευση κεφαλαίων.

57      Τρίτον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν προέβη σε κανέναν έλεγχο όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του όσον αφορά την ανάθεση των προκαταρκτικών εξετάσεων, οι οποίες είχαν ήδη περατωθεί, στην ουκρανική εθνική υπηρεσία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, και μάλιστα αφού είχε παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των έξι ετών από την έναρξή τους, παρότι η εν λόγω υπηρεσία ήταν ενεργή από τον Απρίλιο του 2015.

58      Τέταρτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση του τακτικού ανακριτή της 5ης Οκτωβρίου 2018 δεν εκδόθηκε κατά τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων του άμυνας και του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

59      Πέμπτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των παρατυπιών που διέπραξαν οι ουκρανικές αρχές, δεν είναι βέβαιο ότι οι έρευνες διενεργήθηκαν κατά τρόπο διασφαλίζοντα τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων και ότι, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνον στις πληροφορίες που προέρχονταν από το γραφείο του γενικού εισαγγελέα της Ουκρανίας, ο οποίος ορίζεται από την Κυβέρνηση και ο οποίος, στο πλαίσιο κλίματος πολιτικού «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών», προσέβαλε δημοσίως και επανειλημμένως τα θεμελιώδη δικαιώματά του.

60      Εν τέλει, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο παρέβη τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τον έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων του άμυνας και του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, παρότι ο ίδιος επανειλημμένως κατήγγειλε την προσβολή τους.

61      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον προσφεύγοντα, έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις του τελευταίου, ήλεγξε το βάσιμό τους, υποβάλλοντας, επίσης, στις ουκρανικές αρχές συγκεκριμένες ερωτήσεις και λαμβάνοντας από αυτές περαιτέρω διευκρινίσεις, και ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έλαβε από τις εν λόγω αρχές, μπόρεσε να κρίνει, αφενός, ότι δεν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος και, αφετέρου, ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι για τη διατήρηση του ονόματός του στον κατάλογο.

62      Κατά τα λοιπά, ο προσφεύγων άσκησε, κατά το Συμβούλιο, το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο στην Ουκρανία όσον αφορά τις εις βάρος του διαδικασίες και επικαλέστηκε την απουσία του από τη χώρα για να προβάλει διαδικαστικές πλημμέλειες και να αποφύγει να εμφανιστεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Επιπλέον, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας παρέχει στον προσφεύγοντα δικονομικά μέσα για την προβολή αντιρρήσεων ή την προσβολή πράξεων και, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο προσφεύγων χρησιμοποίησε τα εν λόγω μέσα λυσιτελώς, με αποτέλεσμα οι προσφυγές του ενίοτε να ευδοκιμήσουν.

63      Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλεί ο προσφεύγων από την, κατά την άποψή του, υπέρμετρη χρονική διάρκεια των προκαταρκτικών εξετάσεων και τη μη απαγγελία κατηγοριών εις βάρος του, το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι ζήτησε και έλαβε σχετικές διευκρινίσεις από τις ουκρανικές αρχές, ότι οι έρευνες σχετικά με τη διαδικασία 113 και τη διαδικασία 521 περατώθηκαν το 2017 και τον Οκτώβριο του 2018, αντιστοίχως, και ότι η υπεράσπιση του προσφεύγοντος μελετά τον φάκελο της υπόθεσης, στοιχείο το οποίο επιβεβαιώνει εξέλιξη της διαδικασίας. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η διαδικασία μελέτης του υλικού της δικογραφίας επιβραδύνθηκε λόγω της περιπλοκότητας της υπόθεσης, του μεγάλου όγκου της δικογραφίας, της υγειονομικής κρίσης, καθώς και της απουσίας του προσφεύγοντος από την ουκρανική επικράτεια. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν επιβάλλουν στις ουκρανικές αρχές να περατώσουν τις επίμαχες ποινικές διαδικασίες, δεδομένου ότι η μεταρρύθμιση του 2017 του εν λόγω κώδικα, η οποία θέσπισε μέγιστη διάρκεια για τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης, είναι μεταγενέστερη της καταχώρισης του ονόματος του προσφεύγοντος στο μητρώο των υπόπτων και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή στις εν λόγω διαδικασίες.

64      Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η απόφαση της 13ης Μαΐου 2020 δεν επηρεάζει τη διαδικασία 113 και ότι προληπτικό μέτρο κράτησης υφίσταται επίσης στο πλαίσιο της διαδικασίας 521, παρότι δεν μπορεί να εκτελεστεί διότι ο προσφεύγων αναχώρησε από τη χώρα. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνει ότι ο προσφεύγων επιτυγχάνει την προστασία των δικαιωμάτων του.

65      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη εκτιμήσεως και όχι πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως για να κρίνει αν είχε επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει τον σεβασμό, εκ μέρους των ουκρανικών αρχών, των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος και αν τα στοιχεία αυτά ήταν ικανά να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑303/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:334, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν, κατά τον έλεγχο των περιοριστικών μέτρων, να διασφαλίζουν τον, κατ’ αρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης, μεταξύ των οποίων καταλέγονται, ιδίως, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και τα δικαιώματα άμυνας, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη επιτάσσει, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί καταχωρίσεως ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στον κατάλογο των προσώπων εις βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, να διακριβώνει το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ότι η απόφαση αυτή, η οποία έχει ατομική ισχύ για το εν λόγω πρόσωπο, στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση της απόφασης, έτσι ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση του βασίμου των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται το ζήτημα αν οι ως άνω λόγοι ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών ο οποίος θεωρείται αφ’ εαυτού επαρκής για να στηρίξει τις σχετικές πράξεις, είναι τεκμηριωμένοι (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Η λήψη και η διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως αυτών που προβλέπουν η απόφαση 2014/119 και ο κανονισμός 208/2014 όπως έχουν τροποποιηθεί, εις βάρος προσώπου το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως υπεύθυνο για την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος τρίτου κράτους στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στην απόφαση αρμόδιας συναφώς αρχής του κράτους αυτού να κινήσει και να διεξαγάγει διαδικασία ποινικής έρευνας κατά του ως άνω προσώπου σχετική με την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Ως εκ τούτου, μολονότι, βάσει του κριτηρίου καταχώρισης το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 13 ανωτέρω, το Συμβούλιο δύναται να στηρίξει περιοριστικά μέτρα στην απόφαση τρίτου κράτους, εντούτοις η υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, την οποία υπέχει το θεσμικό όργανο, συνεπάγεται ότι αυτό οφείλει να βεβαιωθεί ότι οι αρχές του τρίτου κράτους που εξέδωσαν τη σχετική απόφαση σεβάστηκαν τα προαναφερθέντα δικαιώματα (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Η απαίτηση να ελέγχει το Συμβούλιο ότι κατά την έκδοση των αποφάσεων τρίτων κρατών στις οποίες προτίθεται να στηριχθεί έγιναν σεβαστά τα ως άνω δικαιώματα έχει ως σκοπό να διασφαλίζεται ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ των μέτρων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι δυνατή μόνον οσάκις στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία και, επομένως, να προστατεύονται τα οικεία πρόσωπα ή οι οικείες οντότητες. Επομένως, το Συμβούλιο δύναται να θεωρήσει ότι η λήψη ή η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων μέτρων στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία μόνον αφού ελέγξει το ίδιο κατά πόσον τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έγιναν σεβαστά κατά την έκδοση της αποφάσεως του οικείου τρίτου κράτους στην οποία προτίθεται να στηριχθεί (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εξάλλου, μολονότι, βεβαίως, το γεγονός ότι το τρίτο κράτος καταλέγεται μεταξύ των κρατών που έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ συνεπάγεται έλεγχο, εκ μέρους του ΕΔΔΑ, του σεβασμού των κατοχυρωμένων στην ΕΣΔΑ θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, τούτο δεν καθιστά, εντούτοις, περιττή την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 70 απαίτηση ελέγχου εκ μέρους του Συμβουλίου (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει, έστω και συνοπτικώς, στην αιτιολογική έκθεση της απόφασης με την οποία λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας ή παρατείνεται η ισχύς των μέτρων αυτών, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η απόφαση του τρίτου κράτους επί της οποίας προτίθεται να στηριχθεί ελήφθη κατά τρόπο που διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ως εκ τούτου, για να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, το Συμβούλιο οφείλει να μεριμνά ώστε να προκύπτει από την απόφαση περί επιβολής περιοριστικών μέτρων ότι διακρίβωσε πράγματι ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία στηρίζει τα μέτρα αυτά ελήφθη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Εν τέλει, οσάκις το Συμβούλιο στηρίζει τη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω, στην απόφαση τρίτου κράτους να κινήσει και να διεξαγάγει ποινική διαδικασία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου εκ μέρους του οικείου προσώπου, οφείλει, αφενός, να βεβαιωθεί ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω αποφάσεως, οι αρχές αυτού του τρίτου κράτους είχαν σεβαστεί τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσώπου κατά του οποίου κινήθηκε η επίμαχη ποινική διαδικασία και, αφετέρου, να μνημονεύσει στην απόφαση επιβολής των περιοριστικών μέτρων τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η απόφαση του τρίτου κράτους εκδόθηκε με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Εν προκειμένω, οι υποχρεώσεις αυτές είναι ακόμη πιο επιτακτικές δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της απόφασης 2014/119, η απόφαση αυτή και οι επακόλουθες αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο πολιτικής αποσκοπούσας στην παγίωση και την υποστήριξη του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουκρανία (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), σύμφωνα με τους στόχους που προβλέπονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο των εν λόγω αποφάσεων, το οποίο είναι, μεταξύ άλλων, να διευκολυνθούν οι ουκρανικές αρχές στη διαπίστωση των διαπραχθεισών υπεξαιρέσεων δημόσιου χρήματος και να διατηρηθεί η δυνατότητά τους να ανακτήσουν το προϊόν των υπεξαιρέσεων αυτών, δεν είναι λυσιτελές, σε σχέση με τους εν λόγω σκοπούς, εάν η διαπίστωση αυτή βαρύνεται με αρνησιδικία, ή ακόμη με αυθαιρεσία (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Ben Ali κατά Συμβουλίου, T‑151/18, EU:T:2020:514, σκέψη 95).

75      Το ζήτημα κατά πόσον το Συμβούλιο τήρησε τις εν λόγω υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε στο πλαίσιο της έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων στο μέτρο που αυτές αφορούν τον προσφεύγοντα πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα τις προεκτεθείσες νομολογιακές αρχές.

76      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο μνημόνευσε στις προσβαλλόμενες πράξεις τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι η απόφαση των ουκρανικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν ποινικές διαδικασίες εις βάρος του προσφεύγοντος για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου είχε εκδοθεί με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων του άμυνας και του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω). Πρέπει, εντούτοις, να εξακριβωθεί αν ορθώς το Συμβούλιο θεώρησε ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

77      Συγκεκριμένα, η εξέταση του βασίμου της αιτιολογίας, η οποία άπτεται της ουσιαστικής νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων και συνίσταται, εν προκειμένω, στη διερεύνηση του ζητήματος αν τα στοιχεία που επικαλέστηκε το Συμβούλιο έχουν αποδειχθεί και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τον έλεγχο του σεβασμού, εκ μέρους των ουκρανικών αρχών, των δικαιωμάτων αυτών, πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της αιτιολογίας, το οποίο αφορά ουσιώδη τύπο και το οποίο αποτελεί απλώς αναγκαία συνέπεια της υποχρεώσεως του Συμβουλίου να βεβαιώνεται, εκ των προτέρων, για τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Εν προκειμένω, τα προηγουμένως ληφθέντα περιοριστικά μέτρα παρατάθηκαν και διατηρήθηκαν σε ισχύ εις βάρος του προσφεύγοντος δυνάμει των προσβαλλόμενων πράξεων βάσει του κριτηρίου καταχώρισης το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της απόφασης 2014/119, όπως διευκρινίσθηκε με την απόφαση 2015/143, και στο άρθρο 3 του κανονισμού 208/2014, όπως διευκρινίσθηκε με τον κανονισμό 2015/138 (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω). Το εν λόγω κριτήριο αφορά τα πρόσωπα που έχουν ταυτοποιηθεί ως υπεύθυνα για πράξεις υπεξαίρεσης ουκρανικού δημοσίου χρήματος, περιλαμβανομένων των προσώπων για τα οποία οι ουκρανικές αρχές διεξάγουν έρευνες.

79      Από την αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, που υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, και από το έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2021 προκύπτει ότι το Συμβούλιο στηρίχθηκε, για να αποφασίσει ότι το όνομα του προσφεύγοντος θα διατηρηθεί στον κατάλογο, στο γεγονός ότι έχουν κινηθεί εις βάρος του ποινικές διαδικασίες από τις ουκρανικές αρχές για αδικήματα που συνιστούσαν υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και συνδέονταν με παράβαση καθήκοντος, όπως αποδεικνυόταν, μεταξύ άλλων, από τα έγγραφα του ΓΓΕ καθώς και από ορισμένες δικαστικές αποφάσεις.

80      Η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος στηριζόταν, επομένως, όπως και στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, Klymenko κατά Συμβουλίου (C‑11/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:786), της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287), και της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑258/20, EU:T:2021:52), στην απόφαση των ουκρανικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν διαδικασίες ποινικών ερευνών σχετικά με την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ουκρανικού δημοσίου χρήματος.

81      Επισημαίνεται επίσης ότι, τροποποιώντας, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, το παράρτημα της απόφασης 2014/119 και το παράρτημα I του κανονισμού 208/2014, το Συμβούλιο πρόσθεσε σε αυτά, όπως είχε πράξει κατά την έκδοση των πράξεων του Μαρτίου 2019 και του Μαρτίου 2020, ένα επιπλέον τμήμα, το οποίο αφορά εξ ολοκλήρου τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και υποδιαιρείται σε δύο μέρη.

82      Το πρώτο μέρος περιέχει απλώς γενικόλογη υπόμνηση των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, υπενθυμίζονται τα διάφορα δικονομικά δικαιώματα των οποίων απολαύει κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Εν συνεχεία, γίνεται μνεία του άρθρου 303 του ίδιου κώδικα, το οποίο κάνει διάκριση μεταξύ αποφάσεων και παραλείψεων που μπορούν να προσβληθούν κατά τη διάρκεια της προδικασίας, αφενός, και αποφάσεων, πράξεων και παραλείψεων που μπορούν να εξεταστούν στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, αφετέρου. Επιπλέον, αφενός, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 306 του εν λόγω κώδικα προβλέπει ότι τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων του προανακριτικού υπαλλήλου ή του εισαγγελέα πρέπει να εξετάζονται από τον τακτικό ανακριτή τοπικού δικαστηρίου παρουσία του ασκήσαντος αυτά ή του συνηγόρου υπεράσπισής του ή του νόμιμου εκπροσώπου του. Αφετέρου, μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, ότι στο άρθρο 309 του εν λόγω κώδικα προσδιορίζονται οι αποφάσεις του τακτικού ανακριτή κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή. Τέλος, διευκρινίζεται ότι ορισμένα μέτρα στο πλαίσιο των ερευνών, όπως η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και τα μέτρα κράτησης, μπορούν να ληφθούν μόνον κατόπιν αποφάσεως του τακτικού ανακριτή ή δικαστηρίου.

83      Το δεύτερο μέρος του τμήματος αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κάθε προσώπου του οποίου το όνομα έχει καταχωρισθεί στον κατάλογο. Όσον αφορά ειδικότερα τον προσφεύγοντα, διευκρινίζεται ότι, βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στον φάκελο του Συμβουλίου, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένου του θεμελιώδους δικαιώματος για εκδίκαση της υπόθεσής του εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, έγιναν σεβαστά στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών στις οποίες στηρίχτηκε το Συμβούλιο, όπως αποδεικνύεται, ιδίως, από «τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018 σχετικά με την έναρξη ειδικής προανάκρισης ερήμην». Επιπλέον, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι «η υπεράσπιση ενημερώθηκε για την περάτωση της [προκαταρκτικής] εξέτασης το 2017 και το 2018, αντιστοίχως, και έλαβε από τότε προς μελέτη το υλικό της ποινικής διαδικασίας», ότι η διαδικασία μελέτης του υλικού της δικογραφίας από την υπεράσπιση του προσφεύγοντος βρισκόταν σε εξέλιξη και ότι η μακρά περίοδος μελέτης του υλικού πρέπει να καταλογιστεί στην υπεράσπιση (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω).

84      Με το έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2021 που απηύθυνε στον προσφεύγοντα (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω), κατ’ αρχάς, το Συμβούλιο επισήμανε ότι από τις πληροφορίες που προέρχονταν από το ΓΓΕ και εκείνες που αντλούνταν από τον φάκελο της υπόθεσης προέκυπτε ότι ο προσφεύγων εξακολουθούσε να υπόκειται σε ποινικές διαδικασίες στην Ουκρανία για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Εν συνεχεία, αφενός, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η απόφαση της 13ης Μαΐου 2020 επιβεβαίωσε ότι η ειδοποίηση ότι θεωρείται ύποπτος είχε επιδοθεί δεόντως στο πλαίσιο της διαδικασίας 113 και ότι, επομένως, ο προσφεύγων είχε την ιδιότητα του υπόπτου. Αφετέρου, όσον αφορά την προβαλλόμενη υπέρμετρη διάρκεια των προκαταρκτικών εξετάσεων, το Συμβούλιο αντέταξε ότι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής δικονομίας που επιβάλλουν στον εισαγγελέα να περατώσει τη διαδικασία όταν το σχετικό με την έρευνα χρονικό διάστημα έχει παρέλθει τέθηκαν σε ισχύ στις 3 Οκτωβρίου 2017, ήτοι μετά την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στο μητρώο των υπόπτων και ότι, ως εκ τούτου, δεν έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο των διαδικασιών 113 και 521. Επιπλέον, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι το στάδιο μελέτης της δικογραφίας από την υπεράσπιση του προσφεύγοντος δεν περιλαμβάνεται στην προθεσμία για την προκαταρκτική εξέταση και, επομένως, οι ενδεχόμενες καθυστερήσεις στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας δεν μπορούσαν να καταλογιστούν στις επιφορτισμένες με την έρευνα ουκρανικές αρχές. Τέλος, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να ελέγξει αν οι ποινικές έρευνες ήταν βάσιμες, αλλά μόνον αν υπήρχε επαρκής λόγος για τη λήψη περιοριστικού μέτρου υπό το πρίσμα των εγγράφων στα οποία βασίστηκε η λήψη του εν λόγω μέτρου.

85      Επομένως, από τη συνδυασμένη ερμηνεία της αιτιολογίας που εκτίθεται στις προσβαλλόμενες πράξεις και στο έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2021 προκύπτει ότι το Συμβούλιο βεβαιώνει ότι ήλεγξε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στις δύο διαδικασίες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 84 ανωτέρω.

86      Παρατηρείται, εξαρχής, ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε σε ποιον βαθμό οι προμνησθείσες στη σκέψη 83 ανωτέρω αποφάσεις του τακτικού ανακριτή του δικαστηρίου του Petchersk επιβεβαιώνουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας 113 ή της διαδικασίας 521. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 67 έως 69 ανωτέρω, εν προκειμένω, το Συμβούλιο όφειλε να ελέγξει, προτού αποφασίσει να διατηρήσει σε ισχύ τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, αν η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν διαδικασίες ποινικών ερευνών για αξιόποινες πράξεις σχετικές με την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος ή την ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και την κατάχρηση εξουσίας από κρατικό αξιωματούχο, που ενδεχομένως τέλεσε ο προσφεύγων, είχε ληφθεί κατά τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων του προσφεύγοντος (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Από την άποψη αυτή, οι δικαστικές αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 83 ανωτέρω, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποφάσεις κίνησης και διεξαγωγής της διαδικασίας έρευνας που δικαιολογούν τη διατήρηση σε ισχύ των επίμαχων περιοριστικών μέτρων. Τούτου λεχθέντος, μπορεί να γίνει δεκτό ότι, από ουσιαστικής απόψεως, δεδομένου ότι οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν από δικαστή, ήτοι τον τακτικό ανακριτή του δικαστηρίου του Petchersk, ελήφθησαν πράγματι υπόψη από το Συμβούλιο ως η πραγματική βάση που δικαιολογούσε τη διατήρηση της λήψης των επίμαχων περιοριστικών μέτρων (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν ορθώς έκρινε το Συμβούλιο ότι τέτοιες αποφάσεις, καθώς και το γεγονός ότι το στάδιο μελέτης της δικογραφίας από την υπεράσπιση του προσφεύγοντος βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων και ότι η διάρκεια αυτού ήταν, κατ’ ουσίαν, καταλογιστέα στον προσφεύγοντα, καταδεικνύουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του τελευταίου.

89      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις αποφάσεις του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018 περί ενάρξεως ειδικής ανάκρισης ερήμην στο πλαίσιο της διαδικασίας 113 και της διαδικασίας 521, αντιστοίχως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ελήφθησαν, τέσσερα έτη και δυόμισι έτη, αντιστοίχως, πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων. Ως εκ τούτου, δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω διαδικασίες, επί των οποίων στηρίζεται το Συμβούλιο για να διατηρήσει σε ισχύ, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο του 2021, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος, διεξήχθησαν με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος.

90      Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί, τόσο ως προς την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 όσο και ως προς εκείνη της 5ης Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψεις 78 έως 91), και της 3ης Φεβρουαρίου 2021 Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψεις 83, 93 και 94), σε σχέση με τις οποίες δεν ασκήθηκε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν ήταν ικανές να αποδείξουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των επίμαχων διαδικασιών. Υπογραμμίζεται δε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει πλήρως τη συλλογιστική που ανέπτυξε στις δύο ως άνω αποφάσεις, οι οποίες αφορούν τους ίδιους διαδίκους και εξετάζουν κατ’ ουσίαν τα ίδια νομικά ζητήματα.

91      Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση του τακτικού ανακριτή της 5ης Οκτωβρίου 2018, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας 521, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το Συμβούλιο δεν είχε ελέγξει σε ποιον βαθμό η εν λόγω απόφαση, η οποία δεν ήταν δεκτική προσφυγής, ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που μνημονεύονται στο πρώτο μέρος του τμήματος των προσβαλλόμενων πράξεων σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας και με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι για τους οποίους ο προσφεύγων δεν είχε εκπροσωπηθεί από τους δικηγόρους που όρισε ο ίδιος δεν προέκυπταν από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι το Συμβούλιο δεν είχε εκπληρώσει, συναφώς, την υποχρέωση να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος έγιναν σεβαστά. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, παραβλέποντας όλα τα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν ότι το όνομά του δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των καταζητουμένων από την Ιντερπόλ, το Συμβούλιο είχε αρκεστεί στις απλές διαβεβαιώσεις που παρείχαν συναφώς το ΓΓΕ και ο τακτικός ανακριτής, παρότι η καταχώριση του ονόματος σε διακρατικό ή διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων είναι μία από τις δύο προϋποθέσεις των οποίων την πλήρωση πρέπει να διαπιστώσει ο εισαγγελέας όταν ζητεί τη διεξαγωγή διαδικασίας ερήμην (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑295/19, EU:T:2020:287, σκέψεις 82 έως 88).

92      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη διαδικασία 113. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι το Συμβούλιο δεν είχε εκθέσει τους λόγους για τους οποίους είχε αρκεστεί στις απλές διαβεβαιώσεις που παρείχαν το ΓΓΕ και ο τακτικός ανακριτής σχετικά με την καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος σε διεθνή κατάλογο καταζητούμενων προσώπων, παραβλέποντας τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των καταζητουμένων από την Ιντερπόλ. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι πληροφορίες που διέθετε το Συμβούλιο δεν του παρείχαν τη δυνατότητα να διακριβώσει αν τηρήθηκε η σχετική με την καταχώριση αυτή προϋπόθεση από τον εισαγγελέα και, ως εκ τούτου, αν ο τακτικός ανακριτής σεβάστηκε, κατά την έκδοση της απόφασής του, τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι από την απόφαση της 13ης Μαΐου 2020, η οποία ήταν ωστόσο μεταγενέστερη της έκδοσης των πράξεων του Μαρτίου του 2020, όχι όμως της έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων, προέκυπτε, αφενός, ότι το γεγονός και μόνον ότι ο εισαγγελέας είχε λάβει απόφαση δικονομικού χαρακτήρα, όσον αφορά την καταχώριση ονόματος προσώπου στον διεθνή κατάλογο καταζητουμένων από την Ιντερπόλ, δεν αρκεί, δεδομένου ότι απαιτείται επίσης να έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή τέτοιας απόφασης, στοιχείο το οποίο σε καμία περίπτωση δεν απέδειξε ο εισαγγελέας, και, αφετέρου, ότι μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 193‑6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είχε ήδη δοθεί από το τμήμα εφέσεων του ουκρανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο πλαίσιο πλειόνων δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψεις 86 έως 92) και έπρεπε, επομένως, κατά μείζονα λόγο, να είναι γνωστή στον εισαγγελέα.

93      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρότι η απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑258/20, EU:T:2021:52), εκδόθηκε πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, το Συμβούλιο δεν προέβαλε, με τα υπομνήματά του, κανένα στοιχείο το οποίο να παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να καταλήξει σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία κατέληξε στις αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2020, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑295/19, EU:T:2020:287), και της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου (T‑258/20, EU:T:2021:52), όσον αφορά την αποδεικτική αξία των αποφάσεων του τακτικού ανακριτή της 1ης Μαρτίου 2017 και της 5ης Οκτωβρίου 2018.

94      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι οι προμνησθείσες στη σκέψη 83 ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις εντάσσονται στις ποινικές διαδικασίες βάσει των οποίων περιλήφθηκε και, εν συνεχεία, διατηρήθηκε το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο και είναι απλώς παρεμπίπτουσες ως προς τα δύο τελευταία αυτά στοιχεία, καθόσον έχουν δικονομικό χαρακτήρα. Τέτοιες αποφάσεις, βάσει των οποίων μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να διαπιστωθεί η ύπαρξη αρκούντως βάσιμων πραγματικών στοιχείων, υπό την έννοια ότι είχε, σύμφωνα με το εφαρμοστέο κριτήριο καταχώρισης, κινηθεί κατά του προσφεύγοντος ποινική διαδικασία με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος ή της ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων του ουκρανικού Δημοσίου, δεν δύνανται ως εκ της φύσεώς τους να καταδείξουν, αφ’ εαυτών, ότι η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν τις εν λόγω ποινικές διαδικασίες, στην οποία στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων εις βάρος του προσφεύγοντος, ελήφθη με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του, όπως οφείλει να διακριβώσει το Συμβούλιο, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο αδυνατεί να μνημονεύσει το παραμικρό στοιχείο του φακέλου της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων από το οποίο να προκύπτει ότι εξέτασε τις δικαστικές αποφάσεις που επικαλείται και βάσει του οποίου να συμπέρανε ότι είχαν γίνει σεβαστά επί της ουσίας τα δικονομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος.

96      Η απλή παραπομπή του Συμβουλίου σε έγγραφα και σε επαναλαμβανόμενες θέσεις των ουκρανικών αρχών με τα οποία οι εν λόγω αρχές εξέθεσαν με ποιον τρόπο τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσφεύγοντος έγιναν σεβαστά και παρείχαν διαβεβαιώσεις συναφώς δεν επαρκεί για να θεωρηθεί ότι η απόφαση περί διατήρησης του ονόματός του στον κατάλογο στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Saleh Thabet κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑72/19 P και C‑145/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:992, σκέψη 44).

97      Συναφώς, παρατηρείται επίσης ότι το Συμβούλιο όφειλε να προβεί στον εν λόγω έλεγχο ανεξαρτήτως κάθε αποδεικτικού στοιχείου που προσκόμισε ο προσφεύγων για να αποδείξει ότι, εν προκειμένω, προσεβλήθησαν τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι η απλή δυνατότητα επίκλησης της προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων ενώπιον των ουκρανικών δικαστηρίων, δυνάμει διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν επαρκεί αυτή καθεαυτήν για να αποδειχθεί ο σεβασμός των εν λόγω δικαιωμάτων από τις ουκρανικές δικαστικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑303/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:334, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η ιδιαίτερη κατάστασή του είχε επηρεαστεί από τα προβαλλόμενα προβλήματα όσον αφορά το ουκρανικό δικαιοδοτικό σύστημα. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόκειται στην αρμόδια αρχή της Ένωσης να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος του ενδιαφερομένου, και όχι στον ενδιαφερόμενο να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη του αβασίμου των λόγων αυτών (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Saleh Thabet κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑72/19 P και C‑145/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:992, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη διαδικασία μελέτης του περιεχομένου της δικογραφίας από την υπεράσπιση, η οποία βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη στο πλαίσιο των δύο διαδικασιών κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το Συμβούλιο αρκέστηκε στις λακωνικές επεξηγήσεις του ΓΓΕ, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάρκεια της περιόδου μελέτης εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνον από την υπεράσπιση, χωρίς να παράσχει καμία τεκμηριωμένη πληροφορία σχετικά με τη φύση και τη μέγιστη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, παρότι αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη από την 21η Απριλίου 2017, ημερομηνία περάτωσης της προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο της διαδικασίας 113, και από τις 3 Δεκεμβρίου 2018, ημερομηνία περάτωσης της προκαταρκτικής εξέτασης στο πλαίσιο της διαδικασίας 521.

100    Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται, το Συμβούλιο δεν απέδειξε σε ποιον βαθμό οι πληροφορίες που διέθετε όσον αφορά την εν λόγω διαδικασία μελέτης του υλικού από την υπεράσπιση στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών και οι σχετικές με αυτές δικαστικές αποφάσεις τού παρείχαν τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος είχαν γίνει σεβαστά, ενώ, όπως υποστήριξε ο προσφεύγων, οι εν λόγω διαδικασίες, οι οποίες αφορούσαν πράξεις οι οποίες φέρεται να έχουν τελεσθεί μεταξύ του 2011 και του 2014, βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και, επιπλέον, είχαν περαιτέρω ανατεθεί, παρότι είχαν περατωθεί, σε άλλες ανακριτικές αρχές τον Νοέμβριο του 2019, με αποτέλεσμα οι επίμαχες υποθέσεις να μην έχουν παραπεμφθεί ακόμη σε ουκρανικό δικαστήριο για να κριθούν επί της ουσίας.

101    Το δε άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο αποτελεί τον γνώμονα για να εκτιμήσει το Συμβούλιο κατά πόσον το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έχει γίνει σεβαστό (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

102    Στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 αυτής, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ.

103    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, έχει επισημάνει ότι σκοπός της αρχής του εύλογου χρονικού διαστήματος είναι, μεταξύ άλλων, να προστατεύεται ο κατηγορούμενος κατά των υπερβολικών καθυστερήσεων της διαδικασίας και να αποφεύγεται η υπέρμετρη παράταση της αβεβαιότητας όσον αφορά την έκβαση της υπόθεσής του και ότι η εν λόγω αρχή υπογραμμίζει τη σημασία της έκδοσης απόφασης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες μπορούν να θίγουν την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της απονομής δικαιοσύνης (βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Ιουλίου 2015, Rutkowski κ.λπ. κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2015:0707JUD007228710, § 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η παραβίαση της αρχής αυτής μπορεί να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση κατά την οποία το ανακριτικό στάδιο ποινικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ορισμένων χρονικών διαστημάτων αδράνειας, δυνάμενης να καταλογιστεί στις αρμόδιες για την ανάκριση αρχές (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 6ης Ιανουαρίου 2004, Rouille κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2004:0106JUD005026899, § 29 έως 31, της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Reiner κ.λπ. κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2007:0927JUD000150502, § 57 έως 59, και της 12ης Ιανουαρίου 2012, Borisenko κατά Ουκρανίας, CE:ECHR:2012:0112JUD002572502, § 58 έως 62).

104    Εξάλλου, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία τα περιοριστικά μέτρα ισχύουν εις βάρος προσώπου επί σειρά ετών, τούτο δε επειδή συνεχίζονταν, κατ’ ουσίαν, οι ίδιες διαδικασίες προκαταρκτικής εξέτασης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το Συμβούλιο οφείλει, πριν από την έκδοση απόφασης περί παράτασης της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων, να βεβαιώνεται για τον σεβασμό του δικαιώματος του εν λόγω προσώπου να εκδικαστεί η υπόθεσή του σε εύλογο χρονικό διάστημα (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 101, και της 9ης Ιουνίου 2021, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑303/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:334, σκέψη 127· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Ben Ali κατά Συμβουλίου, T‑151/18, EU:T:2020:514, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ο προληπτικός χαρακτήρας της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος και ο σκοπός της, ήτοι, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο στα υπομνήματά του, να διευκολύνει τις ουκρανικές αρχές στη διαπίστωση των διαπραχθεισών υπεξαιρέσεων δημόσιου χρήματος κατόπιν των δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί και να διατηρήσει τη δυνατότητα των εν λόγω αρχών να ανακτήσουν, εν τέλει, το προϊόν των εν λόγω υπεξαιρέσεων. Επομένως, το Συμβούλιο πρέπει να αποφύγει την περιττή ανανέωση του εν λόγω μέτρου, το οποίο δικαιολογείται ακριβώς δυνάμει του προσωρινού χαρακτήρα του, εις βάρος των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του προσφεύγοντος, στα οποία αυτό έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο, για τον λόγο και μόνον ότι οι ποινικές διαδικασίες, οι οποίες βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και στις οποίες στηρίζεται το μέτρο, παρατείνονται, κατ’ ουσίαν, επ’ αόριστον και χωρίς πραγματικό δικαιολογητικό λόγο (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Ben Ali κατά Συμβουλίου, T‑151/18, EU:T:2020:514, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ προκύπτει επίσης ότι οι καθυστερήσεις που οφείλονται σε αναστολές της διαδικασίας από τις αρχές, σε αποφάσεις συνεκδίκασης ή χωρισμού των διαφόρων ποινικών διαδικασιών, καθώς και σε αναπομπές υπόθεσης για περαιτέρω έρευνα στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας μπορούν να θεωρηθούν στοιχεία που αναδεικνύουν σοβαρή δυσλειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 23ης Ιουνίου 2016, Krivoshey κατά Ουκρανίας, CE:ECHR:2016:0623JUD000743305, § 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη της μεγάλης διάρκειας και της έλλειψης προόδου των προκαταρκτικών εξετάσεων, από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 104 ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο όφειλε, πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, να βεβαιωθεί ότι η υπέρμετρη διάρκεια των εν λόγω προκαταρκτικών εξετάσεων ήταν δικαιολογημένη. Συνακόλουθα, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να αρκεστεί βασίμως στην αιτιολογία που προέβαλε το ΓΓΕ, η οποία αφορούσε την αδυναμία εφαρμογής, λόγω της μη αναδρομικής ισχύος τους, των νέων διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την περάτωση ποινικών διαδικασιών, στο μέτρο που δεν αποδεικνύεται ούτε καν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που εφαρμόζονται στις επίμαχες διαδικασίες δεν επέτρεπαν την περάτωση των σχετικών προκαταρκτικών εξετάσεων.

107    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία που αντλεί το Συμβούλιο από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017, Mabrouk κατά Συμβουλίου (T‑175/15, EU:T:2017:694), στην οποία η ποινική έρευνα είχε ανασταλεί επί πλείονα έτη. Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017, Mabrouk κατά Συμβουλίου (T‑175/15, EU:T:2017:694), εκδόθηκε πριν από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031), με την οποία το Δικαστήριο παρέσχε σημαντικές διευκρινίσεις όσον αφορά την υποχρέωση του Συμβουλίου να ελέγχει, μεταξύ άλλων, αν το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να εκδικαστεί η υπόθεσή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, αποτελεί συνιστώσα του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, έγινε σεβαστό στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών επί των οποίων στηρίχθηκε η λήψη περιοριστικών μέτρων. Δεύτερον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017, Mabrouk κατά Συμβουλίου (T‑175/15, EU:T:2017:694), η κατάσταση διέφερε από την κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που τα έγγραφα που διέθετε το Συμβούλιο βεβαίωναν την ύπαρξη τόσο πραγματικής διαδικαστικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της ανάκρισης της υπόθεσης στην οποία εμπλεκόταν ο προσφεύγων όσο και, μεταξύ άλλων, διαδικαστικών πράξεων που είχαν πραγματοποιήσει οι αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο διεθνών αιτήσεων δικαστικής συνδρομής (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, Yanukovych κατά Συμβουλίου, T‑303/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:334, σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το Συμβούλιο όφειλε τουλάχιστον να εκτιμήσει όλα τα στοιχεία που παρείχαν το ΓΓΕ και ο προσφεύγων και να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους, κατόπιν αυτοτελούς και διεξοδικής ανάλυσης των εν λόγω στοιχείων, έκρινε ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος ενώπιον των ουκρανικών δικαστικών αρχών έγινε σεβαστό όσον αφορά το δικαίωμά του να εκδικαστεί η υπόθεσή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 102).

109    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία τα οποία διέθετε το Συμβούλιο κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων του παρείχαν τη δυνατότητα να ελέγξει αν η απόφαση των ουκρανικών δικαστικών αρχών να κινήσουν και να διεξαγάγουν τις επίμαχες ποινικές διαδικασίες είχε εκδοθεί και εφαρμοστεί με τρόπο που διασφάλιζε τα δικαιώματα του προσφεύγοντος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και, ειδικότερα, σε εκδίκαση της υπόθεσής του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

110    Επισημαίνεται επίσης, συναφώς, ότι η πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση έκδοσης απόφασης περί δεσμεύσεως κεφαλαίων όπως αυτή που εκδόθηκε εις βάρος του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των προσβαλλομένων πράξεων, δεν απόκειται στο Συμβούλιο ή στον δικαστή της Ένωσης να ελέγχουν το βάσιμο των ερευνών που διενεργούνταν στην Ουκρανία σχετικά με το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχουν επιβληθεί τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα, αλλά αποκλειστικώς το βάσιμο της απόφασης περί δεσμεύσεως κεφαλαίων με γνώμονα το έγγραφο ή τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση αυτή, δεν έχει την έννοια ότι το Συμβούλιο δεν οφείλει να βεβαιωθεί ότι η απόφαση του τρίτου κράτους στην οποία προτίθεται να στηρίξει τη λήψη των εν λόγω περιοριστικών μέτρων ελήφθη με τρόπο που διασφάλιζε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Klymenko κατά Συμβουλίου, T‑258/20, EU:T:2021:52, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, δεν αποδείχθηκε ότι το Συμβούλιο, πριν εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, βεβαιώθηκε ότι οι ουκρανικές δικαστικές αρχές σεβάστηκαν τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του προσφεύγοντος στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών επί των οποίων στηρίχθηκε. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας να διατηρήσει το όνομα του προσφεύγοντος στον κατάλογο, υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

112    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, κατά το μέρος που αφορούν τον προσφεύγοντα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων.

113    Όσον αφορά το αίτημα το οποίο υπέβαλε επικουρικώς το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 50, δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω) ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της απόφασης 2021/394 έως την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση αναιρέσεως κατά της παρούσας απόφασης, καθόσον θα ακυρώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 2021/391 κατά το μέρος που αφορά τον προσφεύγοντα και, σε περίπτωση άσκησης αναιρέσεως συναφώς, έως την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αρκεί η επισήμανση ότι η απόφαση 2021/394 παρήγαγε αποτελέσματα μόνον έως τις 6 Σεπτεμβρίου 2021. Κατά συνέπεια, η ακύρωσή της με την παρούσα απόφαση δεν έχει συνέπειες για το μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής χρονικό διάστημα, οπότε δεν χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων της εν λόγω απόφασης (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Arbuzov κατά Συμβουλίου, T‑289/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:445, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί των δικαστικών εξόδων

114    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2021/394 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2021, για την τροποποίηση της απόφασης 2014/119/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/391 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2021, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 208/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, στο μέτρο που το όνομα του Oleksandr Viktorovych Klymenko διατηρήθηκε στον κατάλογο των προσώπων, οντοτήτων και φορέων κατά των οποίων ισχύουν τα περιοριστικά μέτρα αυτά.

2)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Spielmann

Mastroianni

Brkan

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 21 Δεκεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.