Language of document : ECLI:EU:C:2021:459

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 3ης Ιουνίου 2021 (1)

Υπόθεση C162/20 P

WV

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 60, πρώτο εδάφιο – Παράτυπη απουσία – Περιεχόμενο – Υπάλληλος ο οποίος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ – Κράτηση επί των αποδοχών»






I.      Εισαγωγή

1.        Με το πείραμα της γάτας στον θάλαμο, ο φυσικός Schrödinger (2) απέδειξε ότι, με εξαίρεση το πεδίο της κβαντικής φυσικής, ένα ον ή ένα αντικείμενο μπορεί να βρίσκεται σε μία μόνον κατάσταση. Όσον αφορά τη γάτα, θα μπορούσε να είναι είτε νεκρή είτε ζωντανή. Ομοίως, και τα πρόσωπα, με εξαίρεση εκείνα που έχουν το χάρισμα να μπορούν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε τόπο, χάρισμα το οποίο ωστόσο επιφυλάσσεται στους θεούς, μπορούν είτε να είναι παρόντα σε ένα μέρος είτε απόντα από το μέρος αυτό. Δεν είναι επομένως δυνατό να απουσιάζουν και να είναι παρόντα ταυτοχρόνως. Πλην όμως, σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2020, WV κατά ΕΥΕΔ (3), κρίνοντας ότι υπάλληλος, καίτοι είναι φυσικά παρών στον τόπο εργασίας του, μπορεί εντούτοις να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση «αδικαιολόγητης απουσίας», καθόσον δεν εκτελούσε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του εκ του ΚΥΚ, και, κατά συνέπεια, λόγω αυτής της «παράτυπης απουσίας», δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει τις αποδοχές του.

2.        Η αίτηση αναιρέσεως κατά της ως άνω διατάξεως ασκήθηκε από την WV, υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετημένη στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εις βάρος της οποίας αποφασίστηκε, για τους προαναφερθέντες λόγους, παρακράτηση επί των αποδοχών της ποσού που αντιστοιχούσε σε 72 ημερολογιακές ημέρες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως (στο εξής: ΚΥΚ)(4).

3.        Μολονότι ο όρος «παράτυπη απουσία» υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου έχει τύχει ερμηνείας από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, η νομολογία τους, εντούτοις, αφορά καταστάσεις στις οποίες ο υπάλληλος απουσίαζε από τη θέση εργασίας του για ιατρικούς λόγους εικαζόμενους ή αποδεδειγμένους ή λόγω της ασκήσεως του δικαιώματός του σε απεργία ή ακόμη για σκοπούς συνδικαλιστικής εκπροσωπήσεως (5). Το ζήτημα που τίθεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νέο, καθόσον το Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να διευκρινίσει την έννοια και το περιεχόμενο της «απουσίας» του υπαλλήλου από την εργασία του όταν αυτός έχει εκδηλώσει στον τόπο εργασίας του (6) τόσο την πρόθεσή του να μην εργαστεί εντός της υπηρεσίας του όσο και τη βούλησή του να μην εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται ούτε να επικουρεί τους ανωτέρους του ή να είναι διαρκώς στη διάθεσή τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 21 και 55 του ΚΥΚ.

4.        Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως.

5.        Μετά το πέρας της αναλύσεώς μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι οι αιτιάσεις που προέβαλε η αναιρεσείουσα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ την οποία έκανε δεκτή το Γενικό Δικαστήριο είναι βάσιμες. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι ο υπάλληλος που παραβαίνει τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απών από τον τόπο εργασίας του κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

II.    Το νομικό πλαίσιο

6.        Στον τίτλο II του ΚΥΚ, ο οποίος αφορά τα «[δ]ικαιώματα και υποχρεώσεις του υπαλλήλου», το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

«Ο υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του. Είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί.»

7.        Στον τίτλο IV του ΚΥΚ, ο οποίος τιτλοφορείται «Όροι εργασίας του υπαλλήλου», το άρθρο 55 ορίζει τα εξής:

«1.      Οι εν ενεργεία υπάλληλοι είναι διαρκώς στη διάθεση του οργάνου, στο οποίο ανήκουν.

2.      Η κανονική διάρκεια εργασίας κυμαίνεται μεταξύ 40 και 42 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ το ωράριο εργασίας καθορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή [στο εξής: ΑΔΑ] […]

3.      Επίσης, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφάλειας στον τόπο της εργασίας, ο υπάλληλος είναι δυνατό να υποχρεωθεί να παραμείνει στη διάθεση της υπηρεσίας στον τόπο της εργασίας ή στην οικία του πέρα από την κανονική διάρκεια της εργασίας του […]

[…]»

8.        Το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.»

9.        Στον τίτλο VI του ΚΥΚ, ο οποίος τιτλοφορείται «Πειθαρχικό καθεστώς», το άρθρο 86 ορίζει τα εξής:

«1. Κάθε παράλειψη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει υπάλληλος ή τέως υπάλληλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία γίνεται εκουσίως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο πειθαρχικής κυρώσεως.

[…]

3.      Οι πειθαρχικοί κανόνες, διαδικασίες και μέτρα, καθώς και οι κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τις διοικητικές έρευνες, καθορίζονται στο Παράρτημα IX.»

10.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία, προβλέπει ότι η ΑΔΑ μπορεί να επιβάλει μία από τις ακόλουθες κυρώσεις: έγγραφη προειδοποίηση, επίπληξη, αναστολή της προαγωγής κατά κλιμάκιο για διάστημα μεταξύ ενός μηνός και είκοσι τριών μηνών, τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο, προσωρινό υποβιβασμό για περίοδο μεταξύ 15 ημερών και ενός έτους, υποβιβασμό στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας καθηκόντων, κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς υποβιβασμό, παύση με ενδεχόμενη μείωση κατά το ανάλογο χρονικό διάστημα της σύνταξης ή με παρακράτηση, για συγκεκριμένο διάστημα, από το ποσό του επιδόματος αναπηρίας, χωρίς όμως οι συνέπειες του μέτρου αυτού να θίγουν τους έλκοντες δικαιώματα από τον υπάλληλο.

III. Το ιστορικό της διαφοράς

11.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 48 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

12.      Η νυν αναιρεσείουσα υπηρετεί στην ΕΥΕΔ από την 1η Ιανουαρίου 2011. Η ίδια είχε μετατεθεί πολλές φορές πριν τοποθετηθεί στις 16 Νοεμβρίου 2016 στο τμήμα PRISM προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Η νυν αναιρεσείουσα, αφού ενημερώθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2017 ότι οι απουσίες της είχαν θεωρηθεί «παράτυπες» και δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στο γραφείο της, απευθύνθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2017 στους ιεραρχικώς ανωτέρους της για το ζήτημα των απουσιών της. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Απριλίου 2017, η νυν αναιρεσείουσα απέστειλε ιατρικό πιστοποιητικό προς δικαιολόγηση των απουσιών της κατά τις ημερομηνίες της 30ής και 31ης Μαρτίου 2017 και της 3ης Απριλίου 2017. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Απριλίου 2017, η νυν αναιρεσείουσα επισήμανε στους ιεραρχικώς ανωτέρους της ότι είχαν εισαχθεί λανθασμένα απουσίες στο ηλεκτρονικό σύστημα διαχειρίσεως του προσωπικού Sysper, ορισμένες δε εκ των οποίων αφορούσαν μελλοντικές ημερομηνίες.

13.      Στις 25 και 26 Απριλίου 2017 η νυν αναιρεσείουσα αντάλλαξε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον προϊστάμενο της μονάδας της, σχετικά με το ότι ο προϊστάμενος του τμήματός της εκτιμούσε ότι η παρουσία της στο γραφείο εθεωρείτο από τη διοίκηση ως παράτυπη απουσία. Ο προϊστάμενος μονάδας εξέθεσε στην νυν αναιρεσείουσα, μεταξύ άλλων, τους όρους που πρέπει να πληρούνται προκειμένου η ίδια να θεωρείται ως «παρούσα» στην εργασία.

14.      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2017 ο προϊστάμενος μονάδας της νυν αναιρεσείουσας της απηύθυνε σημείωμα με το οποίο επισήμανε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 14 Ιουλίου 2017, η νυν αναιρεσείουσα είχε συμπληρώσει ογδόντα πέντε ημερολογιακές ημέρες αδικαιολόγητων απουσιών οι οποίες θα αφαιρούνταν από τις αποδοχές της σύμφωνα με το άρθρο 60 του ΚΥΚ.

15.      Στις 27 Νοεμβρίου 2017, με την επίδικη απόφαση, η ΕΥΕΔ ενημέρωσε την νυν αναιρεσείουσα ότι ο υπολογισμός των αδικαιολόγητων απουσιών της είχε αναθεωρηθεί, συγκεκριμένα 9 ημέρες επρόκειτο να μετατραπούν σε ετήσια άδεια και το ισοδύναμο των 72 ημερών θα αφαιρούνταν από τον μισθό της. Στις 7 Δεκεμβρίου 2017 η νυν αναιρεσείουσα ενημερώθηκε για το ποσό που θα παρεκρατείτο από τις αποδοχές της αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2018.

16.      Στις 3 Ιανουαρίου 2018 η νυν αναιρεσείουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της επίδικης αποφάσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, προτού το Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της Επιτροπής προβεί στις 6 Φεβρουαρίου 2018 στην αφαίρεση από τις αποδοχές της βάσει της αποφάσεως αυτής.

17.      Στις 2 Μαΐου 2018 η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση της νυν αναιρεσείουσας (7).

IV.    Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

18.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Αυγούστου 2018, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και, αφετέρου, την επιστροφή των ποσών τα οποία είχαν αδικαιολογήτως αφαιρεθεί από τις αποδοχές της, πλέον τόκων υπερημερίας.

19.      Η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε έναν μοναδικό λόγο αναιρέσεως, στο πλαίσιο του οποίου επικαλέστηκε πολλές περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο, που αφορούν τόσο την παραβίαση του ΚΥΚ όσο και γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (8). Μεταξύ των προβαλλομένων περιπτώσεων πλάνης περί το δίκαιο, η νυν αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι οι εν λόγω αποφάσεις παραβίασαν τα άρθρα 21, 55 και 60 του ΚΥΚ, καθόσον η ίδια απέδειξε ότι ήταν παρούσα στον τόπο εργασίας και στην υπηρεσία της κατά τις ημέρες που είχαν θεωρηθεί ως παράτυπες απουσίες.

20.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή στο σύνολό της ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

21.      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της νυν αναιρεσείουσας σχετικά με την προβαλλόμενη παράβαση των άρθρων 21, 55 και 60 του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ήταν προδήλως αβάσιμα.

22.      Το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως και της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, εξέτασε, καταρχάς, στη σκέψη 71 της διατάξεως αυτής και βάσει του γράμματος των άρθρων 21, 55 και 60 του ΚΥΚ, τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι υπάλληλοι από τα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ, καθώς και τη φύση της κυρώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ σε περίπτωση παράτυπης απουσίας. Έκρινε δε τα εξής:

«Από το γράμμα των διατάξεων αυτών συνάγεται, πρώτον, ότι ο υπάλληλος έχει υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί (άρθρο 21 του ΚΥΚ) και, δεύτερον, ότι πρέπει να είναι διαρκώς στη διάθεση του οργάνου (άρθρο 55 του ΚΥΚ). Τέλος, τρίτον, το άρθρο 60 του ΚΥΚ προβλέπει την επιβολή κυρώσεων για κάθε παράτυπη απουσία, καταλογίζοντάς την στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.»

23.      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 73 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, εξέθεσε τα στοιχεία που αποδείκνυαν την εκ μέρους της νυν αναιρεσείουσας παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από τα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ. Το Γενικό Δικαστήριο, αφού επισήμανε το γεγονός ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε εκδηλώσει τόσο την πρόθεσή της να μην εργαστεί στο τμήμα στο οποίο είχε μετατεθεί όσο και τη βούλησή της να μην επικουρεί τους προϊσταμένους της, να μην εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθεντο και να μην είναι διαρκώς στη διάθεση της ΕΥΕΔ, έκρινε ότι η νυν αναιρεσείουσα προδήλως δεν τήρησε τους όρους των άρθρων 21 και 55 του ΚΥΚ.

24.      Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, τα εξής:

«Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι η προσφεύγουσα [νυν αναιρεσείουσα], όπως υποστηρίζει, ήταν πράγματι παρούσα στις εγκαταστάσεις της ΕΥΕΔ, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι η ίδια, εκδηλώνοντας σαφώς την πρόθεσή της να μην εργαστεί στο τμήμα PRISM για τον λόγο ότι επιθυμούσε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στα διοικητικά ζητήματα που συνδέονταν με τη μετάταξή της, προδήλως δεν τήρησε τους όρους των άρθρων 21 και 55 του ΚΥΚ. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΥΕΔ ότι εσφαλμένως θεώρησε ότι η προσφεύγουσα ήταν αδικαιολογήτως απούσα. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι απουσίες που έλαβε υπόψη η ΕΥΕΔ δεν είχαν προηγουμένως εγκριθεί από τους προϊσταμένους της, η παρακράτηση επί του μισθού ποσού που αντιστοιχούσε σε 72 ημερολογιακές ημέρες αποτελεί απλώς συνέπεια της μη τηρήσεως των επιταγών του άρθρου 60 του ΚΥΚ. (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Lebedef κατά Επιτροπής, T‑364/09 P, EU:T:2010:539, σκέψεις 24 έως 26).»

25.      Τέλος, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το συμπέρασμά του δεν αναιρούνταν από το γεγονός ότι η νυν αναιρεσείουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που πιστοποιούσαν την παρουσία της στο γραφείο. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τα στοιχεία αυτά δεν αποδείκνυαν ούτε ότι η νυν αναιρεσείουσα επικουρούσε τους ιεραρχικώς ανωτέρους της εκτελώντας τα καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί ούτε ότι ήταν διαρκώς στη διάθεση του οργάνου σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ.

26.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νυν αναιρεσείουσα τελούσε σε κατάσταση παράτυπης απουσίας η οποία δικαιολογούσε την παρακράτηση επί των αποδοχών της σύμφωνα με το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

V.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

27.      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναιρεσείουσα άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαΐου 2020.

28.      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να καταδικάσει την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής.

29.      Η ΕΥΕΔ ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης ή, τουλάχιστον, ως αβάσιμης και ζητεί από το Δικαστήριο να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

VI.    Επί της εξετάσεως που εστιάζει μόνον στο πέμπτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

30.      Υπενθυμίζεται ότι, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Δικαστηρίου, στις παρούσες προτάσεις θα εξετασθεί μόνον το πέμπτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως και, συγκεκριμένα, η πρώτη αιτίαση του λόγου αυτού.

31.      Για την καλύτερη κατανόηση του πλαισίου της εξετάσεως αυτής, διευκρινίζεται ότι το πέμπτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα αποτελείται από δύο αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίαση, στην οποία θα επικεντρωθούν οι παρούσες προτάσεις, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, καθόσον έκρινε ότι υπάλληλος θεωρείται «αδικαιολογήτως απών» υπό την έννοια του άρθρου αυτού όταν, αν και είναι φυσικά παρών στις εγκαταστάσεις του οργάνου, δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά την τακτική παρουσία και διαθεσιμότητα που προβλέπουν τα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να κινηθεί αποκλειστικά και μόνον πειθαρχική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας δεν προβλέπεται παρακράτηση επί των αποδοχών σε περίπτωση επιβολής κυρώσεως.

32.      Με τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον έκρινε ότι η ίδια ήταν αδικαιολογήτως απούσα, παρά το γεγονός ότι είχε φυσική παρουσία στον τόπο εργασίας της.

33.      Η ΕΥΕΔ ισχυρίζεται ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ορθώς επισημάνθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ότι το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει κυρώσεις για οποιαδήποτε παράτυπη απουσία και υπονοείται ότι υπάρχει πραγματική φυσική παρουσία στον τόπο εργασίας, το οποίο σημαίνει ότι απαιτείται ο υπάλληλος να πληροί σωρευτικά δύο προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ, συγκεκριμένα να επικουρεί τους ανωτέρους του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί και, προς τούτο, να είναι διαρκώς στη διάθεση του οργάνου.

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

34.      Εκ προοιμίου, διευκρινίζεται ότι η ανάλυσή μου θα περιοριστεί στην ερμηνεία της «παράτυπης απουσίας» του υπαλλήλου από την εργασία του, υπό την έννοια του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, αν και το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στην έννοια της «αδικαιολόγητης απουσίας» του εν λόγω υπαλλήλου.

35.      Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως έκρινε, σε πρώτο στάδιο, ότι υπάλληλος ο οποίος δεν τηρεί τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των άρθρων 21 και 55 του ΚΥΚ μπορεί να θεωρηθεί από την ιεραρχία του ότι τελεί σε κατάσταση «αδικαιολόγητης απουσίας», τούτο δε παρά τη φυσική παρουσία του στον χώρο εργασίας του. Εν συνεχεία, σε δεύτερο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια απουσία, εφόσον δεν είχε προηγουμένως εγκριθεί από τον ιεραρχικώς ανώτερο, συνιστά, κατ’ ουσίαν, «παράτυπη απουσία» υπό την έννοια του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει παρακράτηση επί των αποδοχών του υπαλλήλου ποσού αντίστοιχου προς τον αριθμό των ημερών της απουσίας του.

36.      Η αναιρεσείουσα τελούσε επομένως σε κατάσταση «αδικαιολόγητης απουσίας», λόγω παραβάσεως των επαγγελματικών της υποχρεώσεων, πριν περιέλθει σε κατάσταση «παράτυπης απουσίας» υπό την έννοια του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, λόγω του ότι δεν είχε χορηγηθεί προηγούμενη άδεια προς τούτο από τον ιεραρχικώς ανώτερό της.

37.      Πλην όμως, καθεμία από τις έννοιες αυτές παραπέμπει σε ειδικό νομικό καθεστώς προβλεπόμενο στον ΚΥΚ. Ενώ η έννοια της «παράτυπης απουσίας» εμπίπτει στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η παράβαση του οποίου προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αντιθέτως, η έννοια της «αδικαιολόγητης απουσίας» μνημονεύεται στο άρθρο 59 του ΚΥΚ, το οποίο αφορά την άδεια λόγω ασθενείας ή ατυχήματος του υπαλλήλου. Βάσει της διατάξεως αυτής, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη όταν ο εν λόγω υπάλληλος δεν προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όταν, εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου, δεν πραγματοποιηθεί ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από το όργανο ή όταν το πόρισμα της εξετάσεως αυτής ή της πραγματοποιηθείσας από ανεξάρτητο ιατρό εξετάσεως είναι ότι ο υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Υπό τις συνθήκες αυτές, και υπό την επιφύλαξη ενδεχομένως της εφαρμογής πειθαρχικής διαδικασίας, η αδικαιολόγητη απουσία του υπαλλήλου καταλογίζεται στη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του ή, σε περίπτωση που έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του.

38.      Από την ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως δεν μπορούν να προσδιοριστούν οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στην έννοια της «αδικαιολόγητης απουσίας», εάν δηλαδή πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 59 του ΚΥΚ –οπότε το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου είναι, κατά την άποψή μου, εσφαλμένο και αντίθετο προς την απαίτηση αιτιολογήσεως– ή εάν η συγκεκριμένη παραπομπή οφείλεται στις γλωσσικές αποκλίσεις που υφίσταται όσον αφορά το άρθρο 59 του ΚΥΚ μεταξύ των αποδόσεων στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα. Συγκεκριμένα, στην απόδοση του εν λόγω άρθρου στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται ενίοτε η έννοια της «παράτυπης απουσίας» αντί της έννοιας της «αδικαιολόγητης απουσίας» η οποία χρησιμοποιείται στη γαλλική απόδοση (9).

39.      Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας αφορούν αποκλειστικώς εικαζόμενη παράβαση του άρθρου 60 του ΚΥΚ, η ανάλυσή μου θα περιοριστεί στην ερμηνεία της έννοιας της «παράτυπης απουσίας» του υπαλλήλου που μνημονεύεται στο εν λόγω άρθρο.

Β.      Ανάλυση

40.      Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας εσφαλμένως την έννοια της «απουσίας» που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, καθόσον η συγκεκριμένη ερμηνεία οδηγεί σε αρκετά παράδοξες συνέπειες ως προς το περιεχόμενο του άρθρου αυτού. Συγκεκριμένα, από την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου συνάγεται ότι σε κατάσταση «παράτυπης απουσίας», υπό την έννοια του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, βρίσκεται ο υπάλληλος ο οποίος, ενώ είναι φυσικά παρών στον χώρο εργασίας του, δεν έλαβε από τον ιεραρχικά ανώτερό του την προηγούμενη άδεια για να μην εκτελέσει ή να εκτελέσει πλημμελώς την εργασία του και, ως εκ τούτου, να μην τηρήσει τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που υπέχει κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του. Με άλλα λόγια, προκειμένου να μη βρεθεί σε κατάσταση «παράτυπης απουσίας», ο υπάλληλος όφειλε να μεταβεί στην εργασία του και να ζητήσει από τον προϊστάμενό του την άδεια να εκτελέσει πλημμελώς την εργασία του ή να μην εργασθεί.

41.      Καθόσον η έννοια της «απουσίας» δεν ορίζεται στον ΚΥΚ, η σημασία της συνάγεται από το συνηθισμένο νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, καθώς και από την οικονομία και τους σκοπούς της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται (10).

1.      Επί του γράμματος του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ

42.      Το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι, εκτός από την περίπτωση απουσίας λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δύναται να απουσιάσει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως λάβει άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Άλλως, η απουσία θεωρείται παράτυπη και, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής ενδεχομένως πειθαρχικής διαδικασίας, η απουσία αυτή καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ή, σε περίπτωση που έχει εξαντλήσει την άδειά του, ο εν λόγω υπάλληλος στερείται των αποδοχών του.

43.      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η έννοια της «απουσίας» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ μεταφράζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του ΚΥΚ (11). Μόνον η απόδοση στη γερμανική γλώσσα διαφέρει, καθόσον η έννοια της «απουσίας» μεταφράζεται με τον όρο «fernbleiben», ο οποίος έχει την έννοια του «παραμένω μακριά», το οποίο σημαίνει, πιο παραστατικά, φυσική απόσταση του ενδιαφερομένου.

44.      Στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της «απουσίας» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την περίπτωση όπου κάποιος ή κάτι δεν βρίσκεται στον τόπο όπου θα περίμενε κανείς να βρίσκεται (12). Μπορεί, παραδείγματος χάριν, να πρόκειται για πρόσωπο το οποίο έχει εγκαταλείψει την εστία του, για καθηγητή ο οποίος δεν παρέχει το διδακτικό του πρόγραμμα, για μαθητή ο οποίος δεν είναι παρών στην τάξη ή δεν παρίσταται σε δραστηριότητα στην οποία υποχρεούται να παρίσταται, ή ακόμη για πρόσωπο το οποίο δεν παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου. Από νομικής απόψεως, η απουσία ορίζεται ως η κατάσταση ενός προσώπου για το οποίο δεν είναι γνωστό τι έχει συμβεί, καθόσον το πρόσωπο αυτό δεν εμφανίζεται στον τόπο της κατοικίας του ή διαμονής του χωρίς να έχει ενημερώσει τους συγγενείς του (13). Η απουσία ενός προσώπου συνεπάγεται την εφαρμογή ενός ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος, το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα του απόντος, οφείλεται δε στο ότι «κατά τον νόμο ο απών δεν είναι ούτε νεκρός ούτε ζωντανός» (14). Ο απών τεκμαίρεται, κατ’ αρχάς, ότι είναι ζωντανός, προτού, στη συνέχεια θεωρηθεί νεκρός (15). Στην πράξη, η απουσία ενός προσώπου μπορεί επομένως να εκδηλωθεί μόνο με τη φυσική απουσία του προσώπου αυτού. Η φράση «[ε]κτός από περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ καταδεικνύει εξάλλου σαφώς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να παραπέμψει σε καταστάσεις στις οποίες ο υπάλληλος δεν είναι φυσικά παρών στον τόπο εργασίας του λόγω ανικανότητας προς εργασία ενίοτε άμεσης (16).

45.      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ παραπέμπει απλώς στην «απουσία» του υπαλλήλου χωρίς άλλη διευκρίνιση ή μνεία σχετικά με τη συμπεριφορά, την ικανότητα ή την απόδοση που επιδεικνύει ο υπάλληλος κατά το διάστημα που εργάζεται.

46.      Περαιτέρω, ένας υπάλληλος θεωρείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση «παράτυπης απουσίας» για τον λόγο και μόνον ότι δεν έχει λάβει προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικώς ανώτερό του. Ουδεμία μνεία γίνεται σε οποιαδήποτε παράβαση εκ μέρους του υπαλλήλου των επαγγελματικών υποχρεώσεων που υπέχει κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας του υπό την έννοια των άρθρων 21 και 55 του ΚΥΚ.

47.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η φύση των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν αντιστοιχεί στο αντικείμενο και στο σκοπό των πειθαρχικών κυρώσεων του άρθρου 9 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Τα μέτρα που επιβάλλονται σε υπάλληλο ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση παράτυπης απουσίας καθορίζονται περιοριστικώς από τον νομοθέτη της Ένωσης. Η αφαίρεση ημερών αδείας ή, σε περίπτωση εξαντλήσεως αυτής, η στέρηση του δικαιώματος επί των αποδοχών για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα συνιστούν μέτρα τα οποία, λόγω της φύσεως και των συνεπειών τους, αποσκοπούν στο να αντισταθμιστεί η φυσική απουσία του υπαλλήλου από την εργασία του και όχι στο να τον επιπλήξουν ή επικρίνουν εξαιτίας της συμπεριφοράς που επέδειξε ως προς τους κανόνες της υπηρεσίας ή λόγω της έλλειψης ικανοτήτων ή της μη διαθεσιμότητάς του κατά το χρονικό διάστημα που εργάζεται. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 8ης Ιουλίου 1998, Aquilino κατά Συμβουλίου (17), το ζητούμενο εν προκειμένω είναι να ανακτηθεί από τις αποδοχές του υπαλλήλου «το ισοδύναμο σε χρήμα» της απουσίας του (18).

48.      Η φράση «[μ]ε την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ καταδεικνύει εξάλλου σαφέστατα τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να μη συγχέεται η εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ με την εφαρμογή της πειθαρχικής διαδικασίας του άρθρου 86 του ΚΥΚ. Επομένως, η λήψη των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, τα οποία σκοπούν στο να αντισταθμίσουν, με συμμετρικό τρόπο, την παράτυπη απουσία του υπαλλήλου με τις ημέρες της ετησίας αδείας του ή, σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής, με τις αποδοχές του δεν αποκλείει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων κατά την έννοια του άρθρου 86 και του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, εάν η συμπεριφορά του, πέραν της απουσίας του, το δικαιολογεί.

49.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η ερμηνεία που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ και, ειδικότερα, της έννοιας της «απουσίας» του υπαλλήλου από την εργασία του δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα της διατάξεως αυτής.

50.      Φρονώ δε ότι η οικονομία και οι σκοποί του νομοθετικού κειμένου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως ακριβώς και το γράμμα του, επιβεβαιώνουν ότι η απουσία του υπαλλήλου πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει της φυσικής παρουσίας του στον τόπο εργασίας του και όχι βάσει της ικανότητας, της αποδόσεως και της συμπεριφοράς που επιδεικνύει κατά τη διάρκεια της εργασίας του.

2.      Επί της οικονομίας και των σκοπών του ΚΥΚ

51.      Το άρθρο 60 περιλαμβάνεται στον τίτλο IV του ΚΥΚ, ο οποίος επιγράφεται «Όροι εργασίας του υπαλλήλου».

52.      Ο τίτλος IV του ΚΥΚ αποτελείται από τρία κεφάλαια. Το κεφάλαιο 1 αφορά τη «[δ]ιάρκεια εργασίας», το κεφάλαιο 2 αφορά τις «[ά]δειες» και, τέλος, το κεφάλαιο 3 αφορά τις «[α]ργίες». Επομένως, ο ΚΥΚ διακρίνει σαφώς τον χρόνο εργασίας του υπαλλήλου στον οποίο αναφέρεται το πρώτο κεφάλαιο –κατά τον οποίο ο υπάλληλος βρίσκεται στον τόπο εργασίας κατά την περίοδο της εργασίας του– από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπάλληλος απουσιάζει από τον τόπο εργασίας του λόγω αδείας ληφθείσας κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου 2 ή αργιών που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3.

53.      Το άρθρο 60 του ΚΥΚ εντάσσεται στο κεφάλαιο 2, το οποίο αφορά τις «[ά]δειες»(19).

54.      Τα άρθρα που προηγούνται, συγκεκριμένα τα άρθρα 57 έως 59 του ΚΥΚ, καθορίζουν τα διάφορα είδη αδειών που δικαιούται ο υπάλληλος στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως εργασίας του. Όλες οι περιπτώσεις αφορούν καταστάσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος τελεί σε περίοδο που δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και δεν έχει φυσική παρουσία στον τόπο εργασίας του. Ειδικότερα, ο σκοπός της ετησίας αδείας που προβλέπεται στο άρθρο 57 του ΚΥΚ έγκειται στο να παράσχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να τύχει μιας πραγματικής περιόδου αναπαύσεως, και να έχει στη διάθεσή του ένα χρονικό διάστημα ανάπαυλας και αναψυχής (20). Η άδεια μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 58 του ΚΥΚ αποσκοπεί στην προστασία της υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και, μετά τον τοκετό, στην αποφυγή της σώρευσης των βαρών που προκύπτουν από την ταυτόχρονη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας (21). Η άδεια λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του ΚΥΚ, εξασφαλίζει επίσης χρόνο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος δεν οφείλει να έχει φυσική παρουσία στον τόπο εργασίας του, προκειμένου να αναρρώσει από ασθένεια ή ατύχημα συνεπεία των οποίων κατέστη ανίκανος προς εργασία (22).

55.      Το άρθρο 60 του ΚΥΚ περιλαμβάνεται στη συνέχεια των διατάξεων αυτών.

56.      Το συγκεκριμένο άρθρο, απαιτώντας από τον υπάλληλο να έχει λάβει την άδεια του ιεραρχικώς ανωτέρου του προκειμένου να απουσιάσει από τον τόπο εργασίας του, πλην των περιπτώσεων λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, αποσκοπεί να συμβιβάσει την απουσία του υπαλλήλου από τον τόπο εργασίας του με τις απαιτήσεις της υπηρεσίας του και, ενδεχομένως, με τις απαιτήσεις που αφορούν την τήρηση των κανόνων που απορρέουν από το κοινό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως.

57.      Λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και της θέσεως του συγκεκριμένου άρθρου στο εν λόγω κεφάλαιο 2 –πρόκειται για την τελευταία διάταξη του κεφαλαίου–, ο κανόνας που θεσπίζει και τα μέτρα που προβλέπει έχουν, κατά τη γνώμη μου, εφαρμογή όταν ο υπάλληλος απουσιάζει ή οφείλει να απουσιάσει από τον τόπο εργασίας του. Επομένως, τα μέτρα που προβλέπει αποτελούν απλώς συνέπεια της παράτυπης απουσίας του υπαλλήλου από τον τόπο εργασίας του. Δεδομένου ότι η απουσία υπολογίζεται σε ημέρες ή μισές ημέρες, το μέτρο του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ υλοποιείται με την αφαίρεση ορισμένου αριθμού ημερών ή μισών ημερών από την υπολειπόμενη ετήσια άδεια ή, εφόσον απαιτείται, με την παρακράτηση αντίστοιχου ποσού επί των αποδοχών.

58.      Επομένως, σκοπός ενός τέτοιου καθεστώτος δεν είναι να ρυθμίσει και να επιβάλει ποινές για τη συμπεριφορά του υπαλλήλου ή την εργασία που παρέσχε πραγματικά και ουσιαστικά κατά τη διάρκεια του «χρόνου εργασίας» του.

59.      Από τη νομολογία που έχει αναπτύξει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (23), η οποία έχει εφαρμογή στην περίπτωση των θεσμικών οργάνων (24), προκύπτει ότι οι έννοιες των όρων «χρόνος εργασίας» και «περίοδος ανάπαυσης» είναι αλληλοαποκλειόμενες (25). Όπως έχει επισημανθεί από το Δικαστήριο, ως «χρόνος εργασίας» ορίζεται κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές (26).

60.      Στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 21 του ΚΥΚ εντάσσεται ρητώς στον τίτλο II του ΚΥΚ, ο οποίος αφορά τα «[δ]ικαιώματα και υποχρεώσεις του υπαλλήλου», κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας του και επιβάλλει στον υπάλληλο την υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του καθώς και να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί. Όσον αφορά το άρθρο 55 του ΚΥΚ, αυτό εντάσσεται στον τίτλο IV του ΚΥΚ, σχετικά με τους όρους εργασίας του υπαλλήλου, και, ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο αυτού, το οποίο επιγράφεται «Διάρκεια εργασίας». Στο άρθρο αυτό καθορίζεται το περιεχόμενο της υποχρεώσεως του υπαλλήλου όσον αφορά τη διαθεσιμότητά του κατά την περίοδο κατά την οποία ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του με βάση την εβδομαδιαία διάρκεια του χρόνου εργασίας. Από τη νομολογία συνάγεται ότι ως διαθεσιμότητα, υπό την έννοια του άρθρου 55 του ΚΥΚ, νοείται ότι ο υπάλληλος είναι διαρκώς στη διάθεση του οργάνου τόσο από την άποψη της φυσικής παρουσίας όσο και της χρονικής διάρκειας (27).

61.      Ο υπάλληλος που αθετεί τις εν λόγω επαγγελματικές υποχρεώσεις κατά τη διάρκεια του «χρόνου εργασίας» του, επειδή δεν εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 21 και 55 του ΚΥΚ, δεν εμπίπτει στο καθεστώς του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, αλλά στο καθεστώς της πειθαρχικής διαδικασίας του άρθρου 86 του ΚΥΚ.

62.      Εδώ, πρόκειται για δύο διαφορετικά καθεστώτα, η εφαρμογή των οποίων εξαρτάται από ειδικούς λόγους και οδηγεί στη λήψη μέτρων και, ενδεχομένως, σε κυρώσεις των οποίων η φύση και οι συνέπειες προδήλως διαφέρουν.

63.      Υπενθυμίζεται ότι η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας διέπεται από τους κανόνες που θεσπίζονται ειδικώς στο παράρτημα IX του ΚΥΚ, οι οποίοι προβλέπουν διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ των υπαλλήλων. Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι η παρακράτηση επί των αποδοχών του υπαλλήλου δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πειθαρχικών κυρώσεων που προβλέπονται από τον νομοθέτη της Ένωσης στο άρθρο 9 του εν λόγω παραρτήματος. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την περίπτωση κατά την οποία προσάπτεται σε υπάλληλο ότι απουσιάζει παρατύπως από τον τόπο εργασίας του, η περίπτωση τυχόν παραβάσεως των επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς, για τον λόγο δε αυτόν η πειθαρχική κύρωση προσδιορίζεται υπό το πρίσμα των κριτηρίων που ρητώς προβλέπονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και, ειδικότερα, βάσει της φύσεως και της βαρύτητάς της.

64.      Φρονώ, επομένως, ότι το να γίνει δεκτό ότι υπάλληλος ο οποίος είναι φυσικά παρών στον τόπο εργασίας του και εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά του, ακόμη και αν υποπίπτει σε πράξεις που συνιστούν απείθεια, τελεί σε κατάσταση «παράτυπης απουσίας» και, ως εκ τούτου, είναι δυνατό να γίνει παρακράτηση επί των αποδοχών του ή αφαίρεση από τις ημέρες της αδείας του συνιστά καταστρατήγηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο εσφαλμένος αυτός χαρακτηρισμός της «παράτυπης απουσίας» έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή στον συγκεκριμένο υπάλληλο χρηματικής ποινής που δεν προβλέπεται στον ΚΥΚ και χωρίς ο εν λόγω υπάλληλος να απολαύει των εγγυήσεων της προσήκουσας πειθαρχικής διαδικασίας.

65.      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, καθόσον έκρινε ότι η ΕΥΕΔ θεώρησε ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε κατάσταση παράτυπης απουσίας κατά την έννοια του άρθρου 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, λόγω του ότι παρέβη τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 21 και 55 του ΚΥΚ, και επέβαλε εις βάρος της παρακράτηση επί των αποδοχών της.

66.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει βάσιμη την πρώτη αιτίαση του πέμπτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως.

VII. Πρόταση

67.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η πρώτη αιτίαση του πέμπτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η WV είναι βάσιμη.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Ο Erwin Schrödinger ήταν Αυστριακός φυσικός ο οποίος το 1935 επινόησε ένα νοητικό πείραμα, γνωστό και ως «παράδοξο του Schrödinger», προκειμένου να αποδείξει τα όρια της κβαντικής μηχανικής, βασική θεώρηση της οποίας είναι ότι ένα σωματίδιο μπορεί να βρίσκεται σε δύο καταστάσεις ταυτοχρόνως. Μπορεί να υποτεθεί ότι μια γάτα κλειδώνεται σε θάλαμο όπου υπάρχει και συσκευή η οποία διαχέει θανατηφόρο αέριο προκαλούμενο από τη διάσπαση ατόμου. Εάν ο θάλαμος είναι κλειστός και δεδομένου ότι η διάσπαση του ατόμου αποτελεί τυχαίο γεγονός, δεν μπορεί ποτέ να είναι γνωστό εάν έγινε διάσπαση του ατόμου. Το άτομο βρίσκεται σε δύο καταστάσεις ταυτοχρόνως: ανέπαφο και διασπασμένο. Ομοίως, η γάτα βρίσκεται σε δύο καταστάσεις ταυτοχρόνως: νεκρή και ζωντανή. Αντιθέτως, εάν ανοιχθεί ο θάλαμος, η γάτα θα βρίσκεται σε μία μόνο κατάσταση: είτε νεκρή είτε ζωντανή. Ο Schrödinger ήθελε να αποδείξει ότι αυτό που μπορεί να είναι νοητό στην κβαντική φυσική για τα άτομα δεν είναι νοητό όταν πρόκειται για ένα κατοικίδιο ζώο όπως η γάτα.


3      T‑471/18, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2020:26.


4      Στο εξής: επίδικη απόφαση.


5      Βλ., ενδεικτικά, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1975, Acton κ.λπ. κατά Επιτροπής (44/74, 46/74 και 49/74, EU:C:1975:42), και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Lebedef κατά Επιτροπής (T‑364/09 P, EU:T:2010:539).


6      Στην απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Stadt Offenbach am Main (Περίοδος επιφυλακής πυροσβεστών) (C‑580/19, EU:C:2021:183, σκέψη 35), το Δικαστήριο έκρινε ότι «ως τόπος εργασίας πρέπει να νοείται κάθε τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος καλείται να ασκήσει μια δραστηριότητα κατ’ εντολήν του εργοδότη του, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία ο τόπος αυτός δεν είναι το μέρος όπου ασκεί συνήθως την επαγγελματική του δραστηριότητα».


7      Στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως.


8      Βλ. σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.


9      Βλ., συναφώς, γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 59, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ.


10      Βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BAKATI PLUS (C‑656/19, EU:C:2020:1045, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ., επί παραδείγματι, τις αποδόσεις στην ισπανική («ausentarse», «ausencia»), αγγλική («absent», «absence»), ιταλική («assentarsi», «assenza»), πορτογαλική («ausentar-se», «ausência»), ή και στη ρουμανική γλώσσα («absenta», «absență»).


12      Ορισμός του λεξικού Larousse.


13      Πρβλ άρθρο 112 του γαλλικού αστικού κώδικα, το οποίο ορίζει ότι, «[ό]ταν ένα πρόσωπο δεν εμφανίζεται στον τόπο της κατοικίας του ή της διαμονής του χωρίς να υπάρχουν νέες πληροφορίες για το εν λόγω πρόσωπο, το juge des tutelles [αρμόδιο για ζητήματα δικαστικής συμπαράστασης δικαστήριο] μπορεί, κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε ενδιαφερομένου ή της εισαγγελικής αρχής, να διαπιστώσει την ύπαρξη τεκμηρίου απουσίας».


14      Βλ. Bellis, K., «La personnalité juridique et le cas de l’absent: le principe de l’unicité du patrimoine n’a pas dit son dernier mot», Revue Juridique de l’Ouest, Persée, Παρίσι, 2015, αριθ. 1, σ. 9 έως 46, ειδικά σημείο 31 και υποσημείωση 127, όπου γίνεται παραπομπή σε Fenet, P. A., Recueil complet des travaux préparatoires du Code civil, Hachette, Παρίσι, 1836, τόμος 8, σ. 373.


15      Το νομικό καθεστώς της απουσίας διαφέρει από το νομικό καθεστώς που ισχύει σε περίπτωση αφάνειας, το οποίο στηρίζεται σε τεκμήριο θανάτου του εξαφανισθέντος, και από το νομικό καθεστώς που ισχύει για τον θάνατο, με την επέλευση του οποίου το πρόσωπο παύει να υπάρχει.


16      Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Dicu (C‑12/17, EU:C:2018:799, σκέψη 32).


17      T‑130/96, EU:T:1998:159.


18      Βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1998, Aquilino κατά Συμβουλίου (T‑130/96, EU:T:1998:159, σκέψη 71).


19      Στην καθημερινή γλώσσα, ο όρος «άδεια» προσδιορίζει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρέχεται στον εργαζόμενο η άδεια να παύσει προσωρινά την εργασία του λόγω, παραδείγματος χάριν, διακοπών ή λόγω ασθενείας. Η έννοια της «άδειας» διαφέρει από την έννοια των «αργιών» του κεφαλαίου 3, για τις οποίες δεν απαιτείται ο εργαζόμενος να έχει λάβει προηγούμενη άδεια προτού απουσιάσει από τον τόπο εργασίας του.


20      Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Kreuziger (C‑619/16, EU:C:2018:872, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 4ης Ιουνίου 2020, Fetico κ.λπ. (C‑588/18, EU:C:2020:420, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Syndicat CFTC (C‑463/19, EU:C:2020:932, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Maestre García (C‑194/12, EU:C:2013:102, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      ΕΕ 2003, L 299, σ. 9.


24      Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack (C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 43), καθώς και άρθρο 1ε, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.


25      Βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Matzak (C‑518/15, EU:C:2018:82, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Stadt Offenbach am Main (Περίοδος επιφυλακής πυροσβεστών) (C‑580/19, EU:C:2021:183, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


27      Βλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 1994, Campogrande κατά Επιτροπής (C‑22/93 P, EU:C:1994:164, σκέψεις 19 και 20).