Language of document : ECLI:EU:F:2015:115

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2015

Υπόθεση F‑132/14

CH

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί – Άρθρο 266 ΣΛΕΕ – Μέτρα εκτελέσεως ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Ακύρωση αποφάσεως περί απολύσεως – Ακύρωση αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήματος αρωγής υποβληθέντος δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ – Έκταση της υποχρεώσεως αρωγής σε περίπτωση αρχής αποδείξεως περί παρενοχλήσεως – Υποχρέωση της ΑΣΣΠΑ να διεξαγάγει διοικητική έρευνα – Δυνατότητα του μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού να κινήσει διαδικασία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου – Συμβουλευτική επιτροπή για την ηθική παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας η οποία εξετάζει καταγγελίες διαπιστευμένων κοινοβουλευτικών βοηθών κατά μελών του Κοινοβουλίου – Ρόλος και προνόμια – Υλική ζημία και ηθική βλάβη»

Αντικείμενο:      Προσφυγή‑αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η CH ζητεί: να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2014, καθόσον το όργανο αυτό αρνήθηκε, στο πλαίσιο των μέτρων που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203, στο εξής: απόφαση CH), υπό την έννοια του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να κινήσει διοικητική έρευνα με αντικείμενο την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται σε βάρος μέλους του Κοινοβουλίου, όπως καταγγέλθηκαν με την αίτηση αρωγής την οποία υπέβαλε στις 22 Δεκεμβρίου 2011· να ακυρωθεί η απόφαση του Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014, καθόσον, με την απόφαση αυτή, το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ποσό 5 686 ευρώ που αντιστοιχούσε στη διαφορά αποδοχών την οποία εδικαιούτο κατά τις εκτιμήσεις της βάσει των μέτρων που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως CH, υπό την έννοια του άρθρου 266 ΣΛΕΕ· να ακυρωθεί η απόφαση του Κοινοβουλίου της 4ης Αυγούστου 2014, με την οποία το Κοινοβούλιο απέρριψε τη διοικητική ένσταση που υπέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατά των δύο προαναφερθεισών αποφάσεων της 3ης Μαρτίου και της 2ας Απριλίου 2014· να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τα ποσά των 144 000 ευρώ και των 60 000 ευρώ, αντιστοίχως, ως αποζημίωση για την υλική ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 2ας Απριλίου 2014, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 4ης Αυγούστου 2014 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ακυρώνεται στο μέτρο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρνήθηκε, κατά παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να καταβάλει στη CH συμπληρωματικό ποσό 5 686 ευρώ, σε εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203). Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2014, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 4ης Αυγούστου 2014 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ακυρώνεται στο μέτρο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν της ακυρώσεως με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου (F‑129/12, EU:F:2013:203), της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Μαρτίου 2012, περί απορρίψεως του από 22 Δεκεμβρίου 2011 αιτήματος αρωγής της CH, δεν αποφάσισε την κίνηση διοικητικής έρευνας επί των φερομένων πράξεων ηθικής παρενοχλήσεως κατά παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ. Τα αιτήματα ακυρώσεως απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποχρεώνεται να καταβάλει στη CH το ποσό των 5 686 ευρώ, προσαυξημένο από την 1η Ιουλίου 2014, ημερομηνία λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως της CH, με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους με το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποχρεώνεται να καταβάλει στη CH το ποσό των 25 000 ευρώ ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, προσαυξημένο, από την 4η Αυγούστου 2014, με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους με το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Τα αποζημιωτικά αιτήματα απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της CH.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Ακύρωση αποφάσεως περί απολύσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού – Υπολογισμός των οφειλομένων αποδοχών – Αφαίρεση του επιδόματος αδείας που εισεπράχθη από ιδιώτη εργοδότη – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Ακύρωση αποφάσεως περί απολύσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού – Απαλλαγή από την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Υποχρέωση επιστροφής στον ενδιαφερόμενο των μέσων για την εκτέλεση των εργασιών που συνδέονται με τη θέση εργασίας του – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Απόρριψη εκ μέρους της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής αιτήματος αρωγής χωρίς διεξαγωγή διοικητικής έρευνας – Μη συνεκτίμηση των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών και εκείνων που ήταν γνωστά στη Διοίκηση – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 24)

4.      Υπαλληλικές προσφυγές – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως που δεν εξασφαλίζει προσήκουσα αποκατάσταση της υλικής ζημίας – Αποκατάσταση απώλειας ευκαιρίας – Κριτήρια

(Άρθρο 340 ΣΛΕΕ)

1.      Κατόπιν της ακυρώσεως από τον δικαστή της Ένωσης αποφάσεως περί απολύσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το καθού θεσμικό όργανο οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως αναγόμενο στην ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί απολύσεως που ακυρώθηκε με την εν λόγω δικαστική απόφαση. Συναφώς, στην περίπτωση ενδιαφερομένου που είχε συνάψει σύμβαση προσλήψεως ως διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός (ΔΚΒ), η αποκατάσταση της νομικής καταστάσεως στην οποία αυτός βρισκόταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας αποφάσεως περί απολύσεως επέβαλλε να του καταβληθεί η διαφορά μεταξύ, αφενός, του ποσού των αποδοχών που θα μπορούσε να αξιώσει ο ενδιαφερόμενος εάν είχε παραμείνει εν ενεργεία και είχε πράγματι ασκήσει τις δραστηριότητες ΔΚΒ και, αφετέρου, της αμοιβής ή των επιδομάτων ανεργίας που είχε πράγματι εισπράξει από άλλες πηγές. Όμως, η συνεκτίμηση του ποσού του εισπραχθέντος από ιδιώτη εργοδότη επιδόματος αδείας ως αμοιβής ή επιδόματος υποκαταστάσεως που εισπράττεται κατά την περίοδο διπλών αποδοχών, δηλαδή κατά την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας της παράνομης απολύσεως και της ημερομηνίας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να εισπράττει αποδοχές από τον ιδιώτη εργοδότη, θα ισοδυναμούσε με συνεκτίμηση εισοδήματος το οποίο, βεβαίως, ήδη προκαταβλήθηκε, αλλά, στην πραγματικότητα, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να αφαιρεθεί στη συνέχεια από τον εισπραττόμενο μισθό και το οποίο καταλήγει, έτσι, να καταβάλλεται ως αμοιβή για άδεια που θα ληφθεί εκτός της περιόδου διπλών αποδοχών και την οποία το επίδομα αυτό υποτίθεται ότι καλύπτει ως αμοιβή

(βλ. σκέψεις 61, 62 και 65)

2.      Στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως που ακύρωσε απόφαση περί απολύσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού (ΔΚΒ) και στο μέτρο που οι ΔΚΒ δεν μπορούν, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού καθεστώτος τους το οποίο χαρακτηρίζεται και δικαιολογείται από την ύπαρξη σχέσεως εμπιστοσύνης με το μέλος του Κοινοβουλίου το οποίο είναι επιφορτισμένοι να επικουρούν, να καταλάβουν μόνιμη θέση, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή του θεσμικού οργάνου ορθώς εκτίμησε ότι δεν όφειλε να τοποθετήσει τον ενδιαφερόμενο, προσωρινώς ή σε μόνιμη βάση, σε θέση εντός των υπηρεσιών της η οποία μπορεί να καταληφθεί από έκτακτο υπάλληλο υπό την έννοια του άρθρου 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού ή από συμβασιούχο υπάλληλο υπό την έννοια του άρθρου 3α του εν λόγω Καθεστώτος.

Συναφώς, έστω και αν οι εν ενεργεία μόνιμοι υπάλληλοι και μέλη του λοιπού προσωπικού του οικείου θεσμικού οργάνου διαθέτουν κανονικά, για την άσκηση των καθηκόντων τους, δικαίωμα μόνιμης προσβάσεως στις εγκαταστάσεις του θεσμικού οργάνου και έστω και αν τους χορηγείται ειδικό δελτίο εισόδου, υπό τη μορφή υπηρεσιακής ταυτότητας, καθώς και, ενδεχομένως, σήμα προσβάσεως στους χώρους σταθμεύσεως του θεσμικού οργάνου που τους παρέχουν τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, λόγω της απαλλαγής του ενδιαφερομένου από την άσκηση των καθηκόντων του ως ΔΚΒ για την υπολειπόμενη διάρκεια της συμβάσεώς του εργασίας, το οικείο θεσμικό όργανο δεν ήταν υποχρεωμένο να επιστρέψει την υπηρεσιακή ταυτότητα και το σήμα προσβάσεως που του ζητούσε ο ενδιαφερόμενος ως μέτρο εκτελέσεως απορρέον άμεσα από την ακυρωτική απόφαση.

Επιπλέον, αν και το θεσμικό όργανο μπορεί, για λόγους σκοπιμότητας, να παρέχει στους μονίμους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού του τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν, εκτός των ωρών εργασίας, τις υποδομές του, περιλαμβανομένων και των υποδομών πληροφορικής, για σκοπούς ξένους προς την υπηρεσία, η εν λόγω ευχέρεια του θεσμικού οργάνου δεν μπορεί να αναχθεί σε προκύπτον από τον ΚΥΚ δικαίωμα των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού, ιδίως σε μια περίπτωση στην οποία ο ενδιαφερόμενος απηλλάγη της υποχρεώσεως εκτελέσεως των επαγγελματικών καθηκόντων του προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 68, 70, 71 και 74)

3.      Η υποχρέωση αρωγής περιλαμβάνει, ιδίως όταν προβάλλεται ότι έλαβε χώρα παρενόχληση, το καθήκον της Διοικήσεως να εξετάζει με σοβαρότητα, ταχύτητα και πλήρη εμπιστευτικότητα την καταγγελία περί παρενοχλήσεως και να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για τη συνέχεια που δίδεται στην καταγγελία του. Όσον αφορά τα ληπτέα μέτρα, η Διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, ως προς την επιλογή των μέτρων και των μέσων για την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης συνίσταται έτσι αποκλειστικά στην εκτίμηση κατά πόσον το οικείο θεσμικό όργανο παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

Τούτο δοθέντος, σε περίπτωση παρενοχλήσεως, όταν το πρόσωπο το οποίο αφορά η καταγγελία κατέχει προβλεπόμενο από τις Συνθήκες αιρετό αξίωμα, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να επιβάλει πειθαρχικές ή άλλες κυρώσεις στο πρόσωπο κατά του οποίου υποβλήθηκε καταγγελία για παρενόχληση, είτε πρόκειται περί ιεραρχικώς προϊσταμένου του φερομένου ως παθόντος είτε όχι, παρά μόνον εάν από τη διαταχθείσα έρευνα αποδεικνύεται με βεβαιότητα η ύπαρξη συμπεριφοράς του προσώπου το οποίο κατηγορείται από τον μόνιμο υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού, η οποία παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας ή θίγει την τιμή και την υπόληψη του φερομένου θύματος της παρενοχλήσεως.

Συνεπώς, οσάκις τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκομίσθηκαν κατά την υποβολή του αιτήματος αρωγής, το οποίο απορρίφθηκε χωρίς να κινηθεί διοικητική έρευνα, και αυτά που αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα, επ’ ευκαιρία υποβολής του αιτήματος περί λήψεως μέτρων εκτελέσεως ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, συνιστούν ενδείξεις ικανές να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 12α του ΚΥΚ, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή επιλαμβάνεται, συνεπεία της ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής, εκ νέου του αιτήματος αρωγής που εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Κατά συνέπεια, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή του Κοινοβουλίου είναι υποχρεωμένη, στο πλαίσιο των μέτρων εκτελέσεως της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, να δώσει προσηκόντως συνέχεια στο αίτημα αρωγής, κινώντας, μεταξύ άλλων, διοικητική έρευνα, κατά μείζονα λόγο διότι τίποτε δεν εμποδίζει το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο το άρθρο 9, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του, να καλέσει μέλος του Κοινοβουλίου να συμπράξει σε διοικητική έρευνα, προκειμένου να εξακριβωθεί η προβαλλόμενη ως αντίθετη προς το άρθρο 12α του ΚΥΚ συμπεριφορά, της οποίας ο ενδιαφερόμενος υποστήριζε ότι υπήρξε θύμα.

(βλ. σκέψεις 86, 88 έως 90, 93 και 94)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1989, Κατσούφρος κατά Δικαστηρίου, 55/88, EU:C:1989:409, σκέψη 16

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1996, Δημητριάδης κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑294/94, EU:T:1996:24, σκέψη 39· της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Haas κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑3/96, EU:T:1998:202, σκέψη 54· της 4ης Μαΐου 2005, Schmit κατά Επιτροπής, T‑144/03, EU:T:2005:158, σκέψεις 98 και 108· της 25ης Οκτωβρίου 2007, Lo Giudice κατά Επιτροπής, T‑154/05, EU:T:2007:322, σκέψη 137

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, Klug κατά EMEA, F‑35/07, EU:F:2008:150, σκέψη 74· της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Faita κατά ΕΟΚΕ, F‑92/11, EU:F:2013:130, σκέψη 98· της 26ης Μαρτίου 2015, CN κατά Κοινοβουλίου, F‑26/14, EU:F:2015:22, σκέψη 56, και της 26ης Μαρτίου 2015, CW κατά Κοινοβουλίου, F‑124/13, EU:F:2015:23, σκέψεις 38, 39 και 143, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑309/15 P

4.      Όταν ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας που απορρέει από απώλεια ευκαιρίας προσλήψεως, αφενός, η απολεσθείσα ευκαιρία πρέπει να ήταν πραγματική και, αφετέρου, η απώλεια αυτή πρέπει να είναι οριστική. Συνεπώς, όσον αφορά τον βαθμό βεβαιότητας της αιτιώδους συναφείας, αυτός επιτυγχάνεται όταν η παρανομία που διέπραξε θεσμικό όργανο της Ένωσης στέρησε, με βεβαιότητα, από ένα πρόσωπο όχι κατ’ ανάγκην την πρόσληψη, την πραγματοποίηση της οποίας ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδείξει, αλλά μια σοβαρή ευκαιρία να προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού, με συνέπεια να υποστεί ο ενδιαφερόμενος υλική ζημία που συνίσταται σε απώλεια εισοδήματος.

Σε μια περίπτωση όπως αυτή ενός διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού (ΔΚΒ), στην οποία είναι προφανές ότι η πρόσληψη και η ενδεχόμενη συνέχιση της εργασιακής σχέσεως του ενδιαφερομένου ή η ανανέωση της συμβάσεώς του εργασίας εξαρτώνται, εξ ορισμού, από την ύπαρξη σχέσεως εμπιστοσύνης με το μέλος του Κοινοβουλίου που επικουρεί, ένας ΔΚΒ που ασκεί καθήκοντα στην υπηρεσία μέλους του Κοινοβουλίου δεν μπορεί ούτε να έχει τη βεβαιότητα ότι θα προσληφθεί για να επικουρήσει άλλο μέλος του Κοινοβουλίου ούτε να είναι σίγουρος ότι, κατόπιν της προσλήψεώς του, το ίδιο μέλος του Κοινοβουλίου, εφόσον εκλεγεί εκ νέου, θα εξακολουθήσει να κάνει χρήση των υπηρεσιών του. Όσον αφορά τη μείωση των πιθανοτήτων προσλήψεως του ενδιαφερομένου από νεοεκλεγέν μέλος του Κοινοβουλίου λόγω του ότι τέθηκαν στη διάθεσή του με καθυστέρηση τα μέσα για την εκτέλεση της εργασίας του, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν και οι πτυχές αυτές μπορούν να διευκολύνουν τις επαφές, ουδόλως συνιστούν ούτε παρέχουν εγγύηση απασχολήσεως ή προσβάσεως σε θέση εργασίας. Επομένως, δεν μπορούν να αναχθούν, βάσει εικασιών, σε στοιχεία συστατικά πραγματικής και βέβαιης ευκαιρίας προσλήψεως.

(βλ. σκέψεις 109 έως 112)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 21ης Φεβαρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Girardot, C‑348/06 P, EU:C:2008:107, σκέψη 54

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑144/02, EU:T:2004:290, σκέψη 165, και της 6ης Ιουνίου 2006, Girardot κατά Επιτροπής, T‑10/02, EU:T:2006:148, σκέψη 96

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, V κατά Κοινοβουλίου, F‑46/09, EU:F:2011:101, σκέψη 159· της 17ης Οκτωβρίου 2013, BF κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, F‑69/11, EU:F:2013:151, σκέψη 73, και της 19ης Μαΐου 2015, Brune κατά Επιτροπής, F‑59/14, EU:F:2015:50, σκέψη 76