Language of document : ECLI:EU:C:2016:250

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 13ης Απριλίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑226/15 P

Apple and Pear Australia Ltd

Star Fruits Diffusion

κατά

EUIPO


«Αίτηση αναιρέσεως — Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ανακοπή κατά αιτήσεως καταχωρίσεως —Απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO— Αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, η οποία έχει ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στηρίζεται σε προγενέστερα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Σχέση μεταξύ ενδίκων διαδικασιών — Δεδικασμένο — Καλόπιστη συνεργασία»





I –    Εισαγωγή

1.        Οι Apple and Pear Australia Limited (APAL) και Star Fruits Diffusion (στο εξής: αναιρεσείουσες) είναι από κοινού δικαιούχοι τριών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μήλα Pink Lady. Οι αναιρεσείουσες κίνησαν δύο διαφορετικές ένδικες διαδικασίες προκειμένου να αποτρέψουν τη χρήση του λεκτικού σημείου «English Pink» από την εταιρία Carolus C. BVBA (στο εξής: Carolus). Πρώτον, άσκησαν ανακοπή κατά της αιτήσεως την οποία υπέβαλε η Carolus στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: EUIPO ή Γραφείο), πρώην Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), για καταχώριση του λεκτικού σημείου «English Pink» ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεύτερον, κατέθεσαν, ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγωγή κατά της Carolus για παραποίηση/απομίμηση του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pink Lady» του οποίου ήταν δικαιούχοι. Αυτές οι διαδικασίες κατέληξαν στην έκδοση δύο αποφάσεων που διέφεραν μεταξύ τους ως προς την κρίση του ζητήματος του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του προγενέστερου λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pink Lady» και του λεκτικού σημείου «English Pink».

2.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εγείρει, μεταξύ άλλων, ένα σημαντικό ζήτημα αρχής: σε ποιον βαθμό δεσμεύεται το EUIPO, όταν καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τελεσίδικη απόφαση η οποία έχει εκδοθεί από δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν αγωγής που ασκήθηκε για παραποίηση/απομίμηση ήδη καταχωρισμένου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

II – Νομικό πλαίσιο

3.        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: ΣΕΕ), «[σ]ύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας».

4.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) έχουν ως εξής:

«(16) Οι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των σημάτων της ΕΕ είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Ένωσης, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του Γραφείου και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των σημάτων της ΕΕ. Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις που αφορούν κοινοτικά σήματα, εκτός εάν προβλέπεται παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό.

(17)      Θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση σήμα της ΕΕ και παράλληλα εθνικά σήματα. Προς τούτο, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όταν οι αγωγές ασκούνται μέσα στο ίδιο κράτος μέλος, πρέπει να αναζητηθούν στους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τους οποίους δεν θίγει ο παρών κανονισμός, ενώ, όταν οι αγωγές ασκούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, μάλλον ενδείκνυνται διατάξεις που θα βασίζονται στους κανόνες περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001.»

5.        Το άρθρο 56, παράγραφος 3, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι «[η] αίτηση έκπτωσης ή κήρυξης της ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν αίτηση μεταξύ των αυτών διαδίκων με το αυτό αντικείμενο και την αυτή αιτία έχει κριθεί επί της ουσίας, είτε από το Γραφείο είτε από δικαστήριο σημάτων της ΕΕ όπως αναφέρεται στο άρθρο 95, και η απόφαση του Γραφείου ή του εν λόγω δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης αίτησης έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου».

6.        Κατά το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «[ε]φόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, στις διαδικασίες που αφορούν τα σήματα της ΕΕ και τις αιτήσεις σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στις δίκες που αφορούν τις ταυτόχρονες ή διαδοχικές αγωγές που ασκούνται με βάση σήματα της ΕΕ και εθνικά σήματα, εφαρμόζονται οι κανόνες της Ένωσης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».

7.        Το άρθρο 96 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι:

«[τ]α δικαστήρια σημάτων της ΕΕ έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση:

α)      όλων των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση και —εάν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο— για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση σήματος της ΕΕ·

[…]      

δ)      των ανταγωγών για έκπτωση ή ακυρότητα του σήματος της ΕΕ που προβλέπονται στο άρθρο 100.»

8.        Το άρθρο 100 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως εξής:

«[…]

2.      Το δικαστήριο σημάτων της ΕΕ απορρίπτει ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αν το Γραφείο έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση, επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων.

[…]

7.      Το δικαστήριο σημάτων της ΕΕ το οποίο έχει επιληφθεί ανταγωγής έκπτωσης ή ακυρότητας, μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεως με αίτηση του δικαιούχου του σήματος της ΕΕ και κατόπιν ακροάσεως των άλλων διαδίκων και να καλέσει τον εναγόμενο να υποβάλει στο Γραφείο, μέσα σε προθεσμία που του τάσσει, αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας. Αν η αίτηση αυτή δεν υποβληθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τότε η διαδικασία συνεχίζεται· η ανταγωγή θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί. Εφαρμόζεται το άρθρο 104, παράγραφος 3.»

9.        Κατά το άρθρο 104 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

«1.      Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, ένα δικαστήριο σημάτων της ΕΕ που έχει επιληφθεί αγωγής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 96, εκτός της αναγνωριστικής αγωγής μη παραποίησης/απομίμησης, αναστέλλει τη διαδικασία, είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του σήματος της ΕΕ έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον άλλου δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ ή εάν έχει ήδη υποβληθεί ενώπιον του Γραφείου αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας.

2.      Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, το Γραφείο, όταν έχει επιληφθεί αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, αναστέλλει τη διαδικασία είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του σήματος της ΕΕ έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ. Ωστόσο, αν το ζητήσει ένας από τους διαδίκους στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αφού ακούσει τη γνώμη και των άλλων διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, το Γραφείο συνεχίζει τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του.»

10.      Το άρθρο 109 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι:

«1.      Αν έχουν ασκηθεί αγωγές παραποίησης/απομίμησης με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών που έχουν επιληφθεί το ένα με βάση σήμα της ΕΕ και το άλλο με βάση εθνικό σήμα:

α)      κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του υπέρ του πρώτου επιληφθέντος, όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες· το δικαστήριο που πρέπει να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η αρμοδιότητα του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται·

β)      κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες, καθώς επίσης και όταν τα εν λόγω σήματα είναι ομοειδή και ισχύουν για ταυτόσημα ή ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες.

2.      Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής παραποίησης/απομίμησης με βάση σήμα της ΕΕ απορρίπτει την αγωγή εάν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ουσίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με βάση ταυτόσημο εθνικό σήμα, που ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες.

3.      Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής παραποίησης/απομίμησης με βάση εθνικό σήμα απορρίπτει την αγωγή εάν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ουσίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με βάση ταυτόσημο σήμα της ΕΕ, που ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες.»

III – Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

11.      Οι αναιρεσείουσες είναι από κοινού δικαιούχοι τριών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μήλα Pink Lady. Το ένα εξ αυτών είναι λεκτικό σημείο και τα άλλα δύο είναι εικονιστικά σημεία. Η Carolus είναι βελγική επιχείρηση, η οποία ζήτησε να καταχωριστεί το λεκτικό σημείο «English Pink» ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δική της ποικιλία μήλων. Από το 2009, το «English Pink» έχει καταχωριστεί ως σήμα Benelux, δικαιούχος του οποίου είναι η Carolus.

12.      Στις 13 Οκτωβρίου 2009, η Carolus υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου «English Pink» ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατόπιν της υποβολής της αιτήσεως αυτής, οι αναιρεσείουσες κίνησαν κατά της Carolus δύο διαφορετικά είδη ενδίκων διαδικασιών προκειμένου να προστατεύσουν τα ήδη υφιστάμενα δικά τους σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

13.      Αρχικά, στις 20 Απριλίου 2010, οι αναιρεσείουσες άσκησαν ενώπιον του EUIPO ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος «English Pink», βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, και 5, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

14.      Ακολούθως, στις 8 Ιουνίου 2010, οι αναιρεσείουσες κατέθεσαν ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles (δικαστηρίου των Βρυξελλών για τις εμπορικές διαφορές, Βέλγιο), ως δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγωγή κατά της Carolus για παραποίηση/απομίμηση. Οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι η χρήση του λεκτικού σημείου «English Pink» ήταν παράνομη διότι δημιουργούσε κίνδυνο συγχύσεως με το προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pink Lady». Ως εκ τούτου, ζήτησαν να κηρυχθεί άκυρο το σήμα Benelux «English Pink», δικαιούχος του οποίου ήταν η Carolus.

15.      Αυτές οι δύο ένδικες διαδικασίες κατέληξαν στην έκδοση δύο αποφάσεων, μίας από το EUIPO και μίας από το Tribunal de commerce de Bruxelles, οι οποίες διέφεραν μεταξύ τους ως προς την κρίση του ζητήματος του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pink Lady» και του λεκτικού σημείου «English Pink».

16.      Αφενός, στις 27 Μαΐου 2011, το τμήμα ανακοπών του EUIPO απέρριψε την ανακοπή που είχαν ασκήσει οι αναιρεσείουσες. Έκρινε ότι μεταξύ του λεκτικού σημείου «English Pink» και του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pink Lady» δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως.

17.      Αφετέρου, με απόφαση την οποία εξέδωσε στις 28 Ιουνίου 2012, το Tribunal de commerce de Bruxelles έκρινε ότι η χρήση του λεκτικού σημείου «English Pink» δημιουργούσε κίνδυνο συγχύσεως με το προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Pink Lady». Ως εκ τούτου, κήρυξε άκυρο το σήμα Benelux «English Pink», υποχρέωσε την Carolus να παύσει αμέσως να χρησιμοποιεί το σημείο «English Pink» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την καταδίκασε να καταβάλει στις αναιρεσείουσες ως αποζημίωση το ποσό των 5 000 ευρώ.

18.      Το καλοκαίρι του 2012, οι αναιρεσείουσες ενημέρωσαν με επιστολές τους το EUIPO για την απόφαση που είχε εκδοθεί από το Tribunal de commerce de Bruxelles.

19.      Στις 29 Μαΐου 2013, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή την οποία είχαν ασκήσει οι αναιρεσείουσες κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στην απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles.

20.      Κατόπιν τούτου, οι αναιρεσείουσες κατέθεσαν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το τμήμα προσφυγών του EUIPO. Κύριο αίτημά τους ήταν να μεταρρυθμίσει το Γενικό Δικαστήριο την προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή τους κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του σημείου «English Pink» ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επικουρικώς, ζήτησαν να ακυρωθεί η απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO.

IV – Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21.      Με απόφαση την οποία εξέδωσε στις 25 Μαρτίου 2015 (3), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO. Κατά τα λοιπά, απέρριψε την προσφυγή.

22.      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά δεδικασμένο για τυχόν μεταγενέστερη απόφαση του τμήματος προσφυγών του EUIPO. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι οι διαδικασίες ενώπιον του EUIPO και του Tribunal de commerce de Bruxelles δεν είχαν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία. Κατά συνέπεια, η απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles δεν ήταν δεσμευτική για το τμήμα προσφυγών.

23.      Παρά ταύτα, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών διότι αυτό δεν έλαβε καθόλου υπόψη την απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles ούτε εξέτασε τις ενδεχόμενες συνέπειες της τελευταίας αυτής αποφάσεως για την έκβαση της διαδικασίας ανακοπής. Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μεταρρύθμισε την απόφαση του EUIPO. Σημείωσε ότι το ίδιο δεν ήταν σε θέση να κρίνει ποια απόφαση θα έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών βάσει των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών και της ισχύουσας νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να υποκαταστήσει το EUIPO στην κρίση του.

24.      Εν προκειμένω, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στηριζόμενες, βασικά, σε τρεις λόγους.

25.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει επτά αιτιάσεις. Μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι από μόνη της η τελεσίδικη απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles δεν αρκούσε για να κρίνει ποια ακριβώς απόφαση όφειλε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών. Κατά τις αναιρεσείουσες, μολονότι ο κανονισμός για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει ρητή διάταξη επ’ αυτού, εντούτοις η απόφαση του δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν δεσμευτική για το EUIPO διότι επρόκειτο για δικαστική απόφαση. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι οι δύο ένδικες διαδικασίες, ήτοι η διαδικασία ανακοπής ενώπιον του EUIPO και η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση που ασκήθηκε ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles, ήταν πανομοιότυπες δεδομένου ότι ταυτίζονταν ως προς την αιτία, το αντικείμενο και τους διαδίκους τους. Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η νομιμότητα της αποφάσεως του EUIPO δεν θα έπρεπε να έχει κριθεί με γνώμονα απλώς και μόνον τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά, πρωτίστως, τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης όπως είναι η αρχή του δεδικασμένου.

26.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το συμπέρασμα ότι τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι δεσμευτική για το EUIPO συνιστά προσβολή της δικαιολογημένης τους εμπιστοσύνης και ισοδυναμεί με παραβίαση των γενικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοικήσεως.

27.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το αίτημα μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, παρέβη το άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

V –    Ανάλυση

28.      Μολονότι προβλήθηκαν ως χωριστοί λόγοι αναιρέσεως, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος συνδέονται στενά. Με αμφότερους αμφισβητείται, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles δεν είχε ισχύ δεδικασμένου και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν δεσμευτική για το τμήμα προσφυγών του EUIPO. Ως εκ τούτου, πριν προχωρήσω στην ανάλυση του τρίτου λόγου (τμήμα Β), θα εξετάσω από κοινού τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως (τμήμα Α).

 Α —      Πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως

29.      Το δεδικασμένο αποτελεί αναγκαία οργανωτική αρχή οποιασδήποτε συνεκτικής έννομης τάξεως. Δικαστήρια (και σε ορισμένες περιπτώσεις, διοικητικές αρχές) που επιλαμβάνονται υποθέσεων στις οποίες έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση οφείλουν να διαπιστώσουν την αναρμοδιότητά τους. Ωστόσο, για να ανακύψει το δικονομικό αυτό κώλυμα, θα πρέπει η πρώτη και η δεύτερη υπόθεση να ταυτίζονται. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει ταυτότητα της διαφοράς στις δύο υποθέσεις. Στην υπό κρίση υπόθεση, θα μπορούσε να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου μόνο αν διαπιστωνόταν ότι υπήρχε τέτοια ταυτότητα στην περίπτωση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles και της ανακοπής ενώπιον του EUIPO.

30.      Επομένως, το στοιχείο που έχει αποφασιστική σημασία για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι ο ορισμός της ταυτότητας της διαφοράς σύμφωνα με τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.      Ταυτότητα της διαφοράς και αρχή του δεδικασμένου

31.      Σκοπός του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να αποτραπεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων από τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις εθνικές αρχές ή το EUIPO, ώστε να διασφαλιστεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι δεν θα θίγεται ο ενιαίος χαρακτήρας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4). Ο σκοπός αυτός διαπνέει αρκετές ειδικές διαδικαστικές διατάξεις στον κανονισμό, οι οποίες έχουν ως στόχο να αποτρέψουν την έκδοση πιθανώς αντικρουόμενων αποφάσεων.

32.      Η αρχή του δεδικασμένου αποτυπώνεται στα άρθρα 56, παράγραφος 3, και 100, παράγραφος 2, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διατάξεις αυτές καθορίζουν τα κριτήρια βάσει των οποίων διαπιστώνεται αν υπάρχει ταυτότητα της διαφοράς, καθώς και τις συνέπειες που απορρέουν από την οικεία διαπίστωση.

33.      Το άρθρο 56, παράγραφος 3, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι η υποβαλλόμενη ενώπιον του EUIPO αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν μια αίτηση με το αυτό αντικείμενο και για την αυτή αιτία έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους.

34.      Ομοίως, σκοπός του άρθρου 100 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να κληθούν τόσο το EUIPO όσο και ένα δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφανθούν επί του κύρους του ίδιου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 100, παράγραφος 2, απαιτεί από τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορρίπτουν ανταγωγές εκπτώσεως ή ακυρότητας αν το EUIPO έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, την αυτή αιτία και τους αυτούς διαδίκους.

35.      Είναι σαφές ότι καμία από τις δύο προαναφερθείσες διατάξεις δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές παρέχουν έναν λειτουργικό ορισμό του τι συνιστά ταυτότητα της διαφοράς, βάσει του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ταυτότητα λόγω της οποίας μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου αποτελείται από τρία στοιχεία: το ίδιο αντικείμενο, την ίδια αιτία και τους ίδιους διαδίκους (5).

36.      Αυτή η ερμηνεία της ταυτότητας της διαφοράς δεν συνάγεται μόνον από τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απορρέει και από ρυθμίσεις σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης, όπως ο κανονισμός για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (6) ή, κατά μείζονα λόγο, ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (7).

37.      Όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η ταυτότητα της διαφοράς δυνάμει του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύ δεδικασμένου αποκτά η πρώτη τελεσίδικη απόφαση η οποία εκδίδεται είτε υπό τη μορφή δικαστικής αποφάσεως είτε υπό τη μορφή διοικητικής αποφάσεως του EUIPO. Κατά συνέπεια, μεταγενέστερες αξιώσεις που αφορούν τους ίδιους διαδίκους, το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία πρέπει είτε να κριθούν απαράδεκτες είτε να απορριφθούν.

38.      Επιβάλλεται πάντως να σημειωθεί ότι ο κανονισμός για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ρυθμίζει μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες συντρέχουν και τα τρία επιμέρους στοιχεία (το ίδιο αντικείμενο, η ίδια αιτία και οι ίδιοι διάδικοι) και, ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου. Ο κανονισμός περιέχει επίσης αρκετές άλλες διατάξεις οι οποίες έχουν ως στόχο να αποτρέψουν την έκδοση αντικρουόμενων αποφάσεων εντός του συστήματος σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και αν, υπό στενή έννοια, δεν συντρέχουν και τα τρία στοιχεία της ταυτότητας των διαδικασιών.

39.      Πρώτον, το άρθρο 104 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες συνάφειας», υποχρεώνει τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το EUIPO, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνεχίσεως της δίκης, να αναστείλουν τις ενώπιόν τους διαδικασίες αν το κύρος του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη αμφισβητηθεί ενώπιον άλλου δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ανταγωγή εκπτώσεως ή ακυρότητας.

40.      Τόσο από τον τίτλο όσο και από το περιεχόμενο του άρθρου 104 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγεται με σαφήνεια ότι το οικείο άρθρο διέπει περιπτώσεις στις οποίες δεν συντρέχει ταυτότητα της διαφοράς υπό την έννοια που αναλύθηκε ανωτέρω. Η διάταξη αυτή αφορά ρητώς «συναφείς αγωγές», και όχι αγωγές που είναι ίδιες. Η συγκεκριμένη διατύπωση υποδηλώνει ότι οι σχετικές αγωγές είναι διαφορετικές μεταξύ τους παρά το γεγονός ότι στο επίκεντρο αμφότερων των διαδικασιών βρίσκεται το κύρος του ίδιου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

41.      Δεύτερον, το άρθρο 109 του κανονισμού καλύπτει συναφείς αγωγές, υπό τη μορφή ταυτόχρονων και διαδοχικών αστικών αγωγών βάσει σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εθνικών σημάτων. Προβλέπει ότι αν έχουν ασκηθεί αγωγές για παραποίηση/απομίμηση με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, που έχουν επιληφθεί το ένα με βάση σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άλλο με βάση εθνικό σήμα, το δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε δεύτερο οφείλει να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του ή να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπλέον, το δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί αγωγής για παραποίηση/απομίμηση με βάση σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίπτει την αγωγή αν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη επί της ουσίας απόφαση μεταξύ των ιδίων διαδίκων.

42.      Επομένως, κατά το άρθρο 109, ο ηττηθείς διάδικος δεν επιτρέπεται να φέρει εκ νέου προς εκδίκαση το ίδιο ζήτημα έναντι του αυτού διαδίκου ακόμη και αν το αντικείμενο της αγωγής είναι διαφορετικό, καθόσον, από τυπικής απόψεως, η νέα αγωγή έχει ως βάση σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι εθνικό σήμα, ή το αντίστροφο.

43.      Και τα δύο άρθρα που παρατέθηκαν ανωτέρω καταδεικνύουν ότι, πέραν της (πλήρους) ταυτότητας της διαφοράς όπου το αντικείμενο, η αιτία και οι διάδικοι ταυτίζονται, ο κανονισμός για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει και περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σημαντική ουσιαστική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ ταυτόχρονων ή διαδοχικών ένδικων διαφορών σχετικών με σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, ο κανονισμός αναγνωρίζει ότι τα έννομα αποτελέσματα που έχουν, αφενός, τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, τα εθνικά σήματα είναι αλληλένδετα.

44.      Επαναλαμβάνω ότι οι αρχές αυτές δεν εντοπίζονται αποκλειστικά και μόνο στον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Μηχανισμοί για την αναστολή της διαδικασίας ή ακόμη και για την κήρυξη αναρμοδιότητας προβλέπονται επίσης από τον κανονισμό 44/2001, στον οποίο παραπέμπουν ρητώς τόσο οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 όσο και το άρθρο 94 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός 44/2001 είναι, κατ’ αναλογία, ο πλησιέστερος προς τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς ζητήματα σχετικά με το δεδικασμένο και τις συναφείς διαδικασίες.

45.      Κατά το άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001, «[α]ν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα την διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο» και «[ό]ταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου».

46.      Το άρθρο 28 του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι «[ό]ταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση […]», διευκρινίζοντας παράλληλα ότι «[ε]ίναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά» (8).

47.      Όπως προκύπτει από τα άρθρα 27 και 28 του κανονισμού 44/2001, υπάρχει σαφής καταμερισμός των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων. Πρώτον, όταν υπάρχει ταυτότητα της διαφοράς, οποιοδήποτε δικαστήριο πέραν αυτού που επελήφθη πρώτο πρέπει να απεκδυθεί την αρμοδιότητά του υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο της υποθέσεως. Δεύτερον, σε άλλες περιπτώσεις αγωγών οι οποίες μολονότι δεν ταυτίζονται εντούτοις συνδέονται στενά, αφήνεται στα δικαστήρια περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσουν αν θα αναστείλουν τη διαδικασία καθ’ όσον χρόνο διαρκεί η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

48.      Συνοψίζοντας, στον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνονται δύο κατηγορίες περιπτώσεων, ανάλογα με τον βαθμό αλληλεξαρτήσεως των διαδικασιών. Πρώτον, οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 56, παράγραφος 3, και 100 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και κατ’ αναλογίαν το άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001). Οι περιπτώσεις αυτές αφορούν υποθέσεις όπου υπάρχει ταυτότητα της διαφοράς, ήτοι υποθέσεις στις οποίες συντρέχουν και τα τρία στοιχεία: ίδιο αντικείμενο, ίδια αιτία και ίδιοι διάδικοι. Αν τα στοιχεία αυτά συντρέχουν σωρευτικώς, τότε μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου. Τούτο έχει ως συνέπεια ότι οποιοδήποτε δικαιοδοτικό ή διοικητικό όργανο, όπως είναι το EUIPO, πέραν αυτού που επελήφθη πρώτο της υποθέσεως οφείλει να κρίνει εαυτό αναρμόδιο ή να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.

49.      Δεύτερον, ακόμη και αν δεν συντρέχει πλήρης ταυτότητα της διαφοράς, υπάρχει μια ευρύτερη κατηγορία συναφών ή συνδεδεμένων αγωγών, όπως αυτές για τις οποίες γίνεται λόγος στα άρθρα 104, 109, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 109, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και πάλι, κατ’ αναλογίαν, στο άρθρο 28 του κανονισμού 44/2001). Στις υποθέσεις αυτής της ευρύτερης κατηγορίας, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της αρχής που καλείται να αποφασίσει αν θα αναστείλει την εκκρεμή διαδικασία αναμένοντας την έκδοση της αποφάσεως της αρχής που επελήφθη πρώτη της υποθέσεως.

2.      Ταυτότητα της διαφοράς στην προκειμένη περίπτωση

50.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, θα προχωρήσω πλέον στην εξέταση της υπό κρίση υποθέσεως.

51.      Η προκειμένη υπόθεση αφορά μια συγκεκριμένη διαδικαστική κατάσταση που δεν καλύπτεται από καμία διάταξη του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: την αλληλεπίδραση μεταξύ, αφενός, αγωγής για παραποίηση/απομίμηση ασκηθείσας ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με ένα προγενέστερο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με ένα εθνικό σήμα και, αφετέρου, διαδικασίας ανακοπής ενώπιον του EUIPO, η οποία στηριζόταν στο προαναφερθέν προγενέστερο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ασκήθηκε κατά της καταχωρίσεως, σε επίπεδο Ένωσης, σημείου ίδιου με το ως άνω εθνικό σήμα.

52.      Έστω και αν ο κανονισμός για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει διάταξη η οποία να ρυθμίζει ειδικώς την περίπτωση αυτή, για να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου θα πρέπει να διαπιστωθεί ταυτότητα της διαφοράς στις διαδικασίες της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση και της ανακοπής.

53.      Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει εν προκειμένω. Κατά την άποψή μου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι τα δύο είδη διαδικασιών δεν ταυτίζονταν και ότι, ως εκ τούτου, το EUIPO δεν δεσμευόταν από την απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles.

54.      Στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «[…] τα αντίστοιχα αντικείμενα —ήτοι οι αξιώσεις— των υποθέσεων που εξετάστηκαν από το Tribunal de commerce de Bruxelles και από το EUIPO δεν είναι […] ίδια. Συγκεκριμένα, η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ενώπιον του βελγικού δικαστηρίου είχε ως αντικείμενο την ακύρωση του σήματος Benelux English pink και την απαγόρευση της χρήσεως του σήματος αυτού στην επικράτεια της Ένωσης, ενώ η διαδικασία ενώπιον του EUIPO είχε ως αντικείμενο την ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος English pink».

55.      Επιπλέον, στη σκέψη 66 της αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «[ο]ι αιτίες —ήτοι οι βάσεις των αξιώσεων— των δύο αυτών υποθέσεων είναι επίσης διαφορετικές. Αφενός, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Τribunal de commerce de Bruxelles, η βάση της αξιώσεως των προσφευγουσών να εκδοθεί διαταγή που να εμποδίζει την παραποίηση/απομίμηση των κοινοτικών σημάτων […] ήταν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009. Ομοίως, η βάση της αξιώσεως να κηρυχθεί άκυρο το σήμα Benelux English pink βρισκόταν στο άρθρο 2.3 και στο άρθρο 2.28, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως Benelux περί διανοητικής ιδιοκτησίας […]. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο πράξη παραποίησης/απομίμησης των προαναφερθέντων κοινοτικών σημάτων. Αποφάσισε συνεπώς την ακύρωση του σήματος Benelux English pink και απαγόρευσε τη χρήση του σημείου αυτού στο σύνολο της επικράτειας της Ένωσης. Αφετέρου, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του EUIPO, οι προσφεύγουσες αντιτάχθηκαν στην καταχώριση ενός νέου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στηρίχθηκαν, προς τούτο, σε άλλες διατάξεις του κανονισμού 207/2009, ήτοι στα άρθρα 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και 5 του εν λόγω κανονισμού».

56.      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπογράμμισε ότι, ως προς το αντικείμενο και την αιτία, οι δύο διαδικασίες δεν ήταν ίδιες.

57.      Πρώτον, όσον αφορά το αντικείμενο (9), οι αγωγές για παραποίηση/απομίμηση και οι διαδικασίες ανακοπής επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Αφενός, η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από δικαιούχο προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά του χρήστη σήματος το οποίο δημιουργεί κίνδυνο συγχύσεως με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να ζητηθεί η απαγόρευση αυτής της επιζήμιας χρήσεως στο έδαφος ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφετέρου, η διαδικασία ανακοπής συνδέεται με τη διαδικασία καταχωρίσεως συγκεκριμένου σημείου ως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το EUIPO. Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να αποτραπεί η καταχώριση του σήματος, η οποία είναι διοικητική πράξη. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι δύο διαδικασίες έχουν, αναμφίβολα, αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, εντούτοις, δεν είναι ίδιες (10).

58.      Τούτο καθίσταται πρόδηλο στην υπό κρίση υπόθεση αν ληφθούν υπόψη τα αιτήματα που προβλήθηκαν: το αίτημα ενώπιον του Tribunal de commerce de Bruxelles αφορούσε ειδικώς την κήρυξη της ακυρότητας δύο σημάτων Benelux. Σκοπός, όμως, της διαδικασίας ανακοπής ενώπιον του EUIPO ήταν να αποτραπεί η καταχώριση νέου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

59.      Δεύτερον, όσον αφορά την αιτία, τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το EUIPO εφαρμόζουν διαφορετικούς κανόνες. Στην υπό κρίση υπόθεση, ενώ το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφάρμοσε τόσο τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις (δίκαιο Benelux) για να κηρύξει άκυρο το σήμα Benelux «English Pink», το EUIPO εφάρμοσε αποκλειστικώς τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (11).

60.      Εξάλλου, το EUIPO και το Tribunal de commerce de Bruxelles δεν εφάρμοσαν καν τις ίδιες διατάξεις του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Tribunal de commerce de Bruxelles εφάρμοσε τα άρθρα 98 και 102 του εν λόγω κανονισμού ενώ το EUIPO εφάρμοσε το άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, και 5, και τα άρθρα 41 και 42.

61.      Τέλος, μολονότι ο κίνδυνος συγχύσεως είναι στοιχείο το οποίο εξετάζεται τόσο στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής όσο και στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η εκτίμηση αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της διαδικασίας. Αναγκαστικά, η εκτίμηση αυτή θα αφορά το παρελθόν και θα είναι πιο συγκεκριμένη στο πλαίσιο αγωγών με αντικείμενο την απαγόρευση χρήσεως ενός σημείου όταν «[…] η εξέταση [πρέπει να] περιορί[ζεται] στις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την εν λόγω χρήση, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν μία άλλη χρήση του ίδιου σημείου μπορεί ενδεχομένως, υπό άλλες περιστάσεις, να δημιουργήσει κίνδυνο συγχύσεως» (12). Αντιθέτως, είναι βέβαιο ότι η σχετική εκτίμηση θα αφορά το μέλλον και θα είναι γενικότερη στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, «[…] δεδομένου ότι ενδέχεται να μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με τη βούληση των δικαιούχων των συγκρουόμενων σημάτων, τα [συγκεκριμένα πραγματικά] περιστατικά δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση του ενδεχομένου να ανακύψει στο μέλλον κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των εν λόγω σημάτων» (13).

62.      Κατά συνέπεια, εφόσον στην υπό κρίση υπόθεση η αιτία και το αντικείμενο δεν ταυτίζονται, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου.

63.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles δεν ήταν δεσμευτική για το EUIPO.

3.      Πέραν της τυπικής ταυτότητας: η υποχρέωση ειλικρινούς και καλόπιστης συνεργασίας εντός του συστήματος σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

64.      Η εκτίμηση ως προς την ταυτότητα της διαφοράς, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να υφίσταται για να τεθεί ζήτημα εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου, είναι εξ ορισμού τυπική και στενή όσον αφορά την έκτασή της. Τούτο είναι λογικό: δεδομένου ότι η αρχή αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη σαφήνειας και προβλεψιμότητας, η ερμηνεία της απαιτείται να είναι προβλέψιμη και αρκετά στενή, οπότε θα πρέπει να επικεντρώνεται αυστηρά στον έλεγχο της συνδρομής και των τριών συστατικών στοιχείων της. Όπως όμως είναι ήδη προφανές από την ανάλυση που έγινε ανωτέρω, οι υποχρεώσεις τόσο των εθνικών όσο και των ευρωπαϊκών αρχών οι οποίες λειτουργούν εντός του συστήματος σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εξαντλούνται στην αποτροπή της εκδόσεως τυπικά αντικρουόμενων αποφάσεων. Όπως συνάγεται τόσο από την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού όσο και, σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αυτές οι ίδιες αρχές οφείλουν να προνοούν ούτως ώστε να προλαμβάνουν την έκδοση αποφάσεων οι οποίες, καίτοι όχι ίδιες από τυπικής απόψεως, είναι δύσκολο να συμβιβαστούν από απόψεως ουσίας.

65.      Ως προς το σημείο αυτό, η προκειμένη περίπτωση δίνει πρόσφορο έδαφος για πολλά σχόλια. Μολονότι, από τυπικής απόψεως, δεν υπάρχει ταυτότητα της διαφοράς, εντούτοις, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι αποφάσεις, αφενός, του τμήματος προσφυγών του EUIPO και, αφετέρου, του Tribunal de commerce de Bruxelles, επικαλύπτονται μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό από απόψεως ουσίας. Οι δύο διαδικασίες που κατέληξαν στην έκδοση των αποφάσεων αυτών μπορούσαν ασφαλώς να χαρακτηριστούν συναφείς και οι δύο εμπλεκόμενες αρχές οι οποίες έλαβαν τις συγκεκριμένες αποφάσεις σαφώς το γνώριζαν.

66.      Πρώτον, όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 30 έως 34 της αποφάσεώς του, το τμήμα προσφυγών του EUIPO είχε ενημερωθεί δεόντως σχετικά με την προγενέστερη απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles. Εντούτοις, κατά παράβαση του άρθρου 75 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ουδόλως την έλαβε υπόψη του στη μεταγενέστερη απόφαση που εξέδωσε.

67.      Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με το συμπέρασμα αυτό. Τα τμήματα προσφυγών του EUIPO είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα νέα αποδεικτικά στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που υποβάλλονται στην κρίση τους. Δεν διενεργούν περιορισμένο δικαστικό έλεγχο της πρωτόδικης αποφάσεως αλλά, λόγω της λειτουργικής συνέχειας που ισχύει μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας του EUIPO, προβαίνουν εκ νέου σε πλήρη εξέταση της υποθέσεως (14). Οφείλουν δε να στηρίζουν τις αποφάσεις τους, τόσο από νομικής απόψεως όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά, στο σύνολο των στοιχείων που επικαλούνται οι διάδικοι τόσο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας όσο και στο πλαίσιο της προσφυγής. Επομένως, το τέταρτο τμήμα προσφυγών θα έπρεπε, στην αιτιολογία της αποφάσεώς του, να είχε λάβει υπόψη του την απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles.

68.      Τούτο επ’ ουδενί θίγει την αυτονομία του EUIPO. Ο κανονισμός για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει το καθοριστικό σημείο αναφοράς ως προς την καταχώριση σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, η απόφαση δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία εξετάζεται, από απόψεως ουσίας, το ίδιο ζήτημα, ήτοι ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των ίδιων δύο σημάτων, αποτελεί κρίσιμο πραγματικό περιστατικό στο πλαίσιο του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ δε περισσότερο στον βαθμό που το ίδιο δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδέχεται, λόγω της αρμοδιότητάς του, να κληθεί να εκτιμήσει εκ νέου τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των λεκτικών σημείων «English Pink» και «Pink Lady», δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε προσφάτως ότι ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επίσης τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση κατά του δικαιούχου μεταγενέστερου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15).

69.      Σημειωτέον δε ότι η υποχρέωση «να λάβει υπόψη του» δεν σημαίνει ότι «δεσμεύεται» ως προς την ουσία και ότι, συνεπώς, είναι υποχρεωμένο να καταλήξει στο ίδιο ουσιαστικό συμπέρασμα. Η άβολη, πλην όμως λογική, συνέπεια αυτής της διαφοροποιήσεως είναι ότι το EUIPO ενδέχεται να κρίνει, από απόψεως ουσίας, το ζήτημα του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ δύο σημείων, όσον αφορά την καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαφορετικά απ’ ό,τι ένα δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε το ίδιο ζήτημα όσον αφορά την έκπτωση από δικαίωμα επί προγενέστερου εθνικού σήματος.

70.      Το ενδεχόμενο αυτό είναι άβολο διότι, προφανώς, δεν είναι το επιθυμητό. Ωστόσο, έτσι όπως έχει αυτή τη στιγμή το όλο σχήμα από δικονομικής πλευράς, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πάντως, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει ταυτότητα της διαφοράς κατά την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας, τότε λογικά δεν είναι δυνατό να απαιτείται ομοιομορφία κατά το μεταγενέστερο στάδιο της εφαρμογής. Ειδικότερα, η απαγόρευση της χρήσεως συγκεκριμένου σημείου ως εθνικού σήματος δεν σημαίνει ότι αποκλείεται το ίδιο αυτό σημείο να καταχωριστεί και να χρησιμοποιείται ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

71.      Δεύτερον, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η τελεσίδικη απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles ασφαλώς δεν θίγεται από την υπό κρίση διαφορά. Ωστόσο, σε γενικότερο επίπεδο, μπορεί επίσης να επισημανθεί ότι το φρονιμότερο για όποιο τυχόν δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σε θέση παρόμοια με αυτήν του Tribunal de commerce de Bruxelles είναι να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να αναμείνει την έκδοση της αποφάσεως του EUIPO επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Δεδομένου ότι από τον ίδιο τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απουσιάζει οποιαδήποτε σχετική διάταξη, το εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει οριστεί ως δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε σαφώς να κάνει χρήση της εξουσίας του εκτιμήσεως και να διατάξει την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν των εθνικών δικονομικών κανόνων, παραπέμποντας, κατ’ αναλογίαν, στα άρθρα 100, παράγραφος 7, 104 και 109, παράγραφος 1, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για όλη δε τη διάρκεια της εν λόγω αναστολής, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε ακόμη και να διατάξει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει των άρθρων 104, παράγραφος 3, και 109, παράγραφος 4, του κανονισμού.

72.      Συμπερασματικά, η υπό κρίση υπόθεση ομολογουμένως δεν αποτελεί καλό παράδειγμα ειλικρινούς και καλόπιστης συνεργασίας εντός της Ένωσης γενικότερα και εντός του συστήματος σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκεκριμένα —εκτός και αν η αρχή της αμοιβαίας συνεργασίας έχει παύσει να ισχύει, και εφαρμόζεται πλέον η αρχή της αμοιβαίας αδιαφορίας. Ωστόσο, μολονότι από τον κανονισμό για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απουσιάζει οποιαδήποτε ρητή διαδικαστική διάταξη, και ακόμη και αν δεν υφίσταται ταυτότητα της διαφοράς ώστε να μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής του δεδικασμένου, εντούτοις, θεωρώ ότι το ισχύον σύστημα, αν εφαρμοστεί σοβαρά, ήδη παρέχει μια λύση για τέτοιες περιπτώσεις: τόσο το EUIPO όσο και τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις συναφείς ή συνδεδεμένες διαδικασίες ή αποφάσεις οι οποίες προέρχονται από άλλη αρχή του συστήματος αυτού, όπερ πρέπει εν συνεχεία να αποτυπώνεται τόσο στις ενέργειές τους όσο και στις συνακόλουθες αποφάσεις τους επί της ουσίας.

 Β —      Τρίτος λόγος αναιρέσεως

73.      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως σχετικά με παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι δεν έπρεπε να αποφανθεί το ίδιο επί της υποθέσεως.

74.      Η εξουσία μεταρρυθμίσεως αποφάσεων η οποία αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να υποκαθιστά το τμήμα προσφυγών στην κρίση του ή να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο το εν λόγω τμήμα δεν έχει ακόμη λάβει θέση (16). Η άσκηση της ως άνω εξουσίας πρέπει συνεπώς, κατ’ αρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών, είναι σε θέση να κρίνει, βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου και των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, ποια απόφαση έπρεπε να είχε λάβει το τελευταίο.

75.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το τμήμα προσφυγών του EUIPO δεν έλαβε υπόψη του την απόφαση του Tribunal de commerce de Bruxelles, η οποία μπορούσε, δυνητικώς, να έχει καθοριστική σημασία για την υπόθεση. Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το τμήμα προσφυγών στην κρίση του ως προς την απόφαση εκείνη.

76.      Τέλος, εφόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή του EUIPO, το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά το Δικαστήριο. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει το τμήμα προσφυγών στην κρίση του και να αποφανθεί επί της ουσίας της ανακοπής, δυνάμει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο τμήμα προσφυγών.

77.      Για τους λόγους αυτούς, προτείνω να απορριφθεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως.

VI – Επί των δικαστικών εξόδων

78.      Κατά την άποψή μου, η αίτηση αναιρέσεως δεν πρέπει να ευδοκιμήσει. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του EUIPO. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η υπό κρίση διαφορά ανέκυψε εν μέρει λόγω σημαντικών πλημμελειών της αποφάσεως του EUIPO. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι είναι δίκαιο κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά του έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

VII – Πρόταση

79.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

2)      κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 —      Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 78, σ. 1, στο εξής: κανονισμός για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης).


3 —      Απόφαση Apple and Pear Australia και Star Fruits Diffusion κατά ΓΕΕΑ — Carolus C. (English pink) (T‑378/13, EU:T:2015:186).


4 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως προς τον ενιαίο χαρακτήρα του όλου συστήματος των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση DHL Express (C‑235/09, EU:C:2010:595, σημεία 18 έως 26).


5 —      Σημειωτέον ότι η ορολογία που χρησιμοποιείται για τα επιμέρους στοιχεία του δεδικασμένου διαφοροποιείται ελαφρώς μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να προκαλέσει κάποια σύγχυση. Ειδικότερα, στο αγγλικό κείμενο του κανονισμού για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιείται ο όρος «subject matter», ενώ στο γαλλικό ο όρος «l’objet» προκειμένου να αποδοθεί το ίδιο στοιχείο. Στις παρούσες προτάσεις διατηρώ την ορολογία που χρησιμοποιείται στο αγγλικό κείμενο του κανονισμού παρά το γεγονός ότι η φυσική έννοια των λέξεων ενδέχεται να είναι κάπως διαφορετική. Για τους σκοπούς της υπό κρίση υποθέσεως, θεωρώ ότι ο μεν όρος «cause of action» αναφέρεται στα πραγματικά περιστατικά και στις νομικές διατάξεις που αποτελούν τη βάση της αξιώσεως, ο δε όρος «subject matter» στο αντικείμενο, τόσο υπό την έννοια του επιδιωκόμενου από τον ενάγοντα αποτελέσματος όσο και του συγκεκριμένου πράγματος το οποίο αφορά η αγωγή.


6 —      Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ L 3, σ. 1). Βλ., ιδίως, άρθρα 52, παράγραφος 3, και 86, παράγραφος 5.


7 —      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός αναδιατυπώθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 (ΕΕ L 351, σ. 1). Βλ., στο πλαίσιο της συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, αποφάσεις Gubisch Maschinenfabrik κατά Palumbo (144/86, EU:C:1987:528, σκέψεις 14 έως 17), Tatry (C‑406/92, EU:C:1994:400, σκέψεις 38 έως 45), Drouot assurances (C‑351/96, EU:C:1998:242, σκέψη 19), Gantner Electronic (C‑111/01, EU:C:2003:257, σκέψεις 24 έως 32), Gasser (C‑116/02, EU:C:2003:657, σκέψη 41), και Mærsk Olie και Gas (C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψεις 34 έως 39). Βλ., σύμφωνα με τον κανονισμό 44/2001, αποφάσεις Nipponkoa Insurance Co. (Europe) (C‑452/12, EU:C:2013:858, σκέψεις 42 έως 44), Aannemingsbedrijf Aertssen και Aertssen Terrassements (C‑523/14, EU:C:2015:722, σκέψεις 43 έως 46).


8 —      Στον αναδιατυπωμένο κανονισμό, τα άρθρα 27 και 28 έγιναν άρθρα 29 και 30. Οι τροποποιήσεις που έγιναν ουδόλως επηρεάζουν την προκειμένη ανάλυση.


9 —      Βλ. υποσημείωση 5.


10 —      Και πάλι, για μια ευρύτερη αναλογία στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, βλ. αποφάσεις Gubisch Maschinenfabrik κατά Palumbo (144/86, EU:C:1987:528, σκέψεις 15 έως 17), Tatry (C‑406/92, EU:C:1994:400, σκέψεις 41 έως 44), Mærsk Olie και Gas (C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψεις 35 έως 36). Βλ., επίσης, σε ένα διαφορετικό πλαίσιο το οποίο όμως απηχεί παρόμοιες ανησυχίες, αποφάσεις Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29, σκέψη 43), και Total κατά Επιτροπής (C‑597/13 P, EU:C:2015:613, σκέψεις 39 έως 41).


11 —      Βλ., γενικώς, διάταξη Emram κατά ΓΕΕΑ (C‑354/11 P, EU:C:2012:167, σκέψεις 92 επ.)· απόφαση Alcon κατά ΓΕΕΑ (C‑412/05 P, EU:C:2007:252, σκέψη 65).


12 —      Απόφαση O2 Holdings και O2 (UK) (C‑533/06, EU:C:2008:339, σκέψη 67).


13 —      Απόφαση T.I.M.E. ART κατά ΓΕΕΑ (C‑171/06 P, EU:C:2007:171, σκέψη 59).


14 —      Απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul (C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψη 57).


15 —      Απόφαση Fédération Cynologique Internationale (C‑561/11, EU:C:2013:91).


16 —      Απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ (C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72).