ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 28ης Απριλίου 2022 (1)
Υπόθεση C‑202/21 P
ABLV Bank AS, υπό εκκαθάριση
κατά
Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ)
«Αίτηση αναιρέσεως – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 (κανονισμός ΕΜΕ) – Ενιαίο Tαμείο Eξυγίανσης (ΕΤΕ) – Εκ των προτέρων εισφορές πιστωτικού ιδρύματος προς το ΕΤΕ κατά την αρχική περίοδο – Ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια έτους εισφοράς – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής – Άρνηση μερικής επιστροφής εκ των προτέρων εισφορών – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου»
I. Εισαγωγή
1. Για την επίτευξη ενός από τους σκοπούς της Τραπεζικής Ένωσης –αποκλεισμός της διάσωσης τραπεζών, πλέον, με έξοδα των φορολογουμένων– επιβάλλεται, σε περίπτωση πτωχεύσεως τράπεζας, πέραν της συμμετοχής των επενδυτών στη ζημία, η ύπαρξη εναλλακτικών μηχανισμών χρηματοδοτήσεως, ώστε να εξασφαλισθεί, ενδεχομένως, η ομαλή εξυγίανσή της (2).
2. Επομένως, από την 1η Ιανουαρίου 2016 συστάθηκε, με τον κανονισμό ΕΜΕ (3), Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (Single Resolution Fund, στο εξής: ΕΤΕ) με σκοπό τη χρηματοδότηση διαδικασιών εξυγίανσης των οποίων οι πόροι προέρχονται από τον ίδιο τον τραπεζικό τομέα στα κράτη μέλη της τραπεζικής ένωσης (4). Παράλληλα, η οδηγία 2014/59 υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη, ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2015, να θεσπίσουν εθνικούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς με ανάλογο σκοπό και χρηματοδότηση (5).
3. Η εξασφάλιση αποτελεσματικής και επαρκούς χρηματοδοτήσεως του ΕΤΕ έχει πρωταρχική σημασία για την αξιοπιστία του ΕΜΕ (6). Κατά τον νομοθέτη, τούτο προϋποθέτει τη συγκέντρωση πόρων που ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων (7) όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών (αποκαλούμενος επίπεδο-στόχος). Εντούτοις, τόσο μεγάλο ποσό –που εκτιμάται σε 55 έως 70 δισεκατομμύρια ευρώ– δεν δύναται να συγκεντρωθεί, άνευ ετέρου, από τον τραπεζικό τομέα. Για τον λόγο αυτόν, προβλέφθηκε ότι το ταμείο θα συμπληρωνόταν προοδευτικά, κατά τη διάρκεια αρχικής περιόδου οκτώ ετών (2016 έως 2023), με εκ των προτέρων εισφορές των τραπεζών, ώστε το επίπεδο-στόχος να είναι πλήρως διαθέσιμο από το 2024.
4. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο αυτή, συγκεντρώνεται ετησίως το 1/8 του (εκτιμώμενου) ποσού του επιπέδου-στόχου του ΕΤΕ για το έτος 2024. Τούτο, μάλιστα, ισχύει για τις τράπεζες που διαθέτουν άδεια λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου του έτους εισφοράς στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και η υποχρέωση ατομικής συνεισφοράς τους σταθμίζεται σε συνάρτηση με το μέγεθος και το προφίλ κινδύνου.
5. Επιπλέον, για να είναι δυνατή η λειτουργία του ΕΤΕ εξαρχής, οι εισφορές που εισέπραξαν τα κράτη μέλη της τραπεζικής ένωσης το 2015 –ήτοι πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού ΕΜΕ– αποκλειστικώς με βάση την οδηγία 2014/59, μεταβιβάσθηκαν ήδη στο ΕΤΕ ως «αρχικό κεφάλαιο» στις 31 Ιανουαρίου 2016. Κατά την αρχική περίοδο, οι εισφορές αυτές συμψηφίζονται με τις ετήσιες εκ των προτέρων εισφορές που καταβάλλουν οι τράπεζες στο ΕΤΕ (8) ως εξής: το 1/8 της εισφοράς του 2015 αφαιρείται, ετησίως, από το ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς για το οικείο έτος.
6. Το 2018 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της πρωτοδίκως προσφεύγουσας και αναιρεσείουσας, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ως πιστωτικού ιδρύματος. Κατά το χρονικό εκείνο σημείο, αυτή είχε καταβάλει ήδη την εκ των προτέρων εισφορά της στο ΕΤΕ για το 2018. Επομένως, υποστηρίζει ότι η εν λόγω εισφορά, καθώς και το τμήμα της εισφοράς της του 2015 το οποίο δεν είχε συμψηφισθεί ακόμη με τις μελλοντικές εισφορές, πρέπει να της επιστραφούν αναλογικά. Η σχετική προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν ευδοκίμησε εν τέλει.
7. Βεβαίως, το Δικαστήριο είχε ήδη εξετάσει διάφορες πτυχές της εισπράξεως εκ των προτέρων εισφορών προς το ΕΤΕ (9). Ωστόσο, η κρίση της προκειμένης αιτήσεως αναιρέσεως επιβάλλει ενδελεχέστερη διερεύνηση της λειτουργίας του συστήματος των εκ των προτέρων εισφορών για τη σύσταση του ΕΤΕ και της φύσεως των εισφορών αυτών.
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Η συμφωνία για τη μεταφορά εισφορών στο ΕΤΕ
8. Η διακυβερνητική συμφωνία για τη μεταφορά και την αμοιβαιοποίηση των εισφορών στο ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (στο εξής: διακυβερνητική συμφωνία) της 14ης Μαΐου 2014 ορίζει, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές της σκέψεις τα εξής:
«(7) Ο κανονισμός [ΕΜΕ] προβλέπει, συγκεκριμένα, τη σύσταση του Ταμείου καθώς και τις λεπτομέρειες για τη χρήση του. Η οδηγία [2014/59] και ο κανονισμός [ΕΜΕ] θεσπίζουν τα γενικά κριτήρια για τον καθορισμό και τον υπολογισμό των […] εισφορών […], καθώς και την υποχρέωση των κρατών μελών να εισπράττουν τις εισφορές σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη τα οποία εισπράττουν τις εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων που βρίσκονται στην επικράτειά τους, σύμφωνα με την οδηγία [2014/59] και τον κανονισμό [ΕΜΕ], εξακολουθούν να είναι αρμόδια για τη μεταφορά των εν λόγω εισφορών στο Ταμείο. Η υποχρέωση μεταφοράς των εισφορών που συγκεντρώνονται σε εθνικό επίπεδο στο Ταμείο δεν απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή θα θεσπιστεί μέσω της παρούσας συμφωνίας, η οποία καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές τους υποχρεώσεις, συμφωνούν από κοινού να μεταφέρουν στο Ταμείο τις εισφορές που συγκεντρώνουν σε εθνικό επίπεδο.
[…]
(12) Οι εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις για την εφαρμογή της οδηγίας [2014/59], περιλαμβανομένων όσων αφορούν τη θέσπιση εθνικών ρυθμίσεων χρηματοδότησης, θα εφαρμόζονται από 1ης Ιανουαρίου 2015. Οι διατάξεις που αφορούν τη σύσταση του Ταμείου σύμφωνα με τον κανονισμό [ΕΜΕ] θα εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, από την 1η Ιανουαρίου 2016. Κατά συνέπεια, τα συμβαλλόμενα μέρη θα εισπράττουν τις εισφορές που προορίζονται για την εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, που πρέπει να συστήσουν έως την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού [ΕΜΕ], ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσουν να εισπράττουν τις εισφορές που προορίζονται για το Ταμείο. Για την ενίσχυση της οικονομικής δυνατότητας του Ταμείου από τη σύστασή του, τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται να μεταφέρουν στο Ταμείο τις εισφορές που έχουν εισπράξει δυνάμει της οδηγίας [2014/59] έως την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού [ΕΜΕ].»
9. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της διακυβερνητικής συμφωνίας ορίζει τα εξής:
«Διά της παρούσας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την ακόλουθη δέσμευση:
α) να μεταφέρουν τις εισφορές που εισπράττουν σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με την οδηγία [2014/59] και τον κανονισμό [ΕΜΕ] στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης που θεσπίζεται βάσει του ανωτέρω κανονισμού […],
β) να κατανέμουν τις εισφορές που εισπράττουν σε εθνικό επίπεδο, κατά τον κανονισμό [ΕΜΕ] και την οδηγία [2014/59], σε χωριστά τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος, για μεταβατική περίοδο που […] λήγει την ημερομηνία που το Ταμείο θα επιτύχει το σκοπούμενο επίπεδο χρηματοδότησης που καθορίζεται στο άρθρο 68 του κανονισμού [ΕΜΕ], αλλά όχι αργότερα από 8 έτη από την έναρξη εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας […]. Η χρήση των τμημάτων θα καθίσταται προοδευτικά αλληλέγγυα, ώστε ο διαχωρισμός να παύσει να υφίσταται κατά το τέλος της μεταβατικής περιόδου,
στηρίζοντας με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματική δράση και λειτουργία του Ταμείου.»
10. Το άρθρο 3 της διακυβερνητικής συμφωνίας προβλέπει τα εξής:
«1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν από κοινού τη δέσμευση για την αμετάκλητη μεταφορά προς το Ταμείο των εισφορών που εισπράττουν από τα ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας στην επικράτειά τους δυνάμει των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού [ΕΜΕ] και σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα και τις προβλεπόμενες σε αυτά κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις. Η μεταφορά των εισφορών πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στα άρθρα 4 έως 10 της παρούσας συμφωνίας.
[…]
3. Οι εισφορές που εισπράττουν τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τα άρθρα 103 και 104 της οδηγίας [2014/59] πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας μεταφέρονται στο Ταμείο το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου 2016 ή, αν η συμφωνία δεν έχει τεθεί σε ισχύ τη συγκεκριμένη ημερομηνία, το αργότερο ένα μήνα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της.
[…]»
Β. Το δίκαιο της Ένωσης
1. Ο κανονισμός ΕΜΕ
11. Το άρθρο 67, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ (10) ιδρύει το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ). Δυνάμει της διατάξεως αυτής, το ΕΤΕ τροφοδοτείται σύμφωνα με τους κανόνες για τη μεταβίβαση των χρηματοδοτικών πόρων που εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο προς το Ταμείο όπως αυτοί ορίζονται στη διακυβερνητική συμφωνία. Βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, ιδιοκτήτης του ΕΤΕ είναι το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Single Resolution Board, στο εξής: ΕΣΕ).
12. Το άρθρο 69 του κανονισμού ΕΜΕ ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Έως το τέλος μιας αρχικής περιόδου οκτώ ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016 […] τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του Ταμείου ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.
2. Κατά την αρχική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι εισφορές στο Ταμείο, που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70 και εισπράττονται σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4, κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου προκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων.
[…]
4. Εάν, μετά την αρχική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μειωθούν κάτω του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στην εν λόγω παράγραφο, οι τακτικές εισφορές που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70 αυξάνονται έως ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου για πρώτη φορά και εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα έχουν μετέπειτα μειωθεί σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, οι εν λόγω εισφορές καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών. […]»
13. Το άρθρο 70 του κανονισμού ΕΜΕ προβλέπει τα εξής:
«1. Η ατομική εισφορά κάθε ιδρύματος εισπράττεται τουλάχιστον ετησίως και υπολογίζεται κατ’ αναλογία προς το ύψος των υποχρεώσεών του (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σχέση με το σύνολο των υποχρεώσεων (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.
2. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης υπολογίζει ετησίως, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ ή την εθνική αρμόδια αρχή και σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, τις επιμέρους εισφορές, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου. […]
3. Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 69 μπορεί να περιλαμβάνουν αμετάκλητες αναλήψεις πληρωμών οι οποίες καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις με περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών, στην απόλυτη διάθεση του Συμβουλίου Εξυγίανσης και προοριζόμενα για αποκλειστική χρήση από το Συμβούλιο Εξυγίανσης, για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1. Το μερίδιο των εν λόγω αμετάκλητων αναλήψεων πληρωμών δεν υπερβαίνει το 30 % του συνολικού ποσού των εισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
4. Οι δεόντως εισπραχθείσες εισφορές κάθε οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεν επιστρέφονται στις οντότητες αυτές.
[…]
6. Εφαρμόζονται οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59, στις οποίες προσδιορίζεται η έννοια της προσαρμογής των εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων.
[…]»
2. Η οδηγία 2014/59
14. Με βάση το άρθρο 100, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59 (11), τα κράτη μέλη καθιερώνουν εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των οποίων το επίπεδο-στόχος, κατά το άρθρο 102, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59, αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους.
15. Το άρθρο 103, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/59 ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνεισφορές καταβάλλονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση.
2. Η συνεισφορά κάθε ιδρύματος καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των υποχρεώσεών του (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σύγκριση με τις συνολικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους.
Οι συνεισφορές αυτές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 7.»
16. Κατά το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, στους παράγοντες κινδύνου συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους, συμπεριλαμβανομένης της σπουδαιότητας των εμπορικών του δραστηριοτήτων, των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων και του βαθμού μόχλευσής του, η σταθερότητα και η ποικιλία των πηγών χρηματοδοτήσεως της εταιρίας, η χρηματοοικονομική κατάσταση, η πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης, η πολυπλοκότητα της δομής του ιδρύματος και η δυνατότητα εξυγίανσής του, καθώς και η σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή της Ένωσης.
3. Ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81
17. Η αιτιολογική σκέψη 6 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 (12) προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Οι εισφορές που συγκεντρώνονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα 103 και 104 της οδηγίας 2014/59 και μεταφέρονται […] δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3 της [διακυβερνητικής] συμφωνίας πρέπει να προσμετρώνται στον υπολογισμό των εισφορών κάθε ιδρύματος και, ως εκ τούτου, να εκπίπτουν από το ποσό που οφείλει το ίδρυμα αυτό. […]»
18. Η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:
«Στο πλαίσιο ενός ενιαίου ταμείου εξυγίανσης με επίπεδο-στόχο σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η ετήσια εισφορά καθενός εκ των ιδρυμάτων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών εξαρτάται από εκείνες όλων των ιδρυμάτων που υπόκεινται στον ΕΜΕ. Ο κυριότερος παράγοντας για την αποτελεσματική λειτουργία του ΕΜΕ και την ομαλή διαδικασία σχηματισμού του Ταμείου είναι να καταβάλλονται έγκαιρα και στο ακέραιο από όλα τα ιδρύματα οι ετήσιες εισφορές τους στο Ταμείο.»
19. Το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 έχει ως εξής:
«Για κάθε περίοδο εισφοράς, το Συμβούλιο Εξυγίανσης υπολογίζει την ετήσια εισφορά που οφείλεται από κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο του Ταμείου, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ ή τις αρμόδιες εθνικές αρχές και σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης. Το ετήσιο επίπεδο-στόχος καθορίζεται σε συνάρτηση με το επίπεδο-στόχο του Ταμείου που αναφέρεται στο άρθρο 69 παράγραφος 1 και στο άρθρο 70 του κανονισμού [ΕΜΕ] και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/63.»
20. Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:
«Οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής ιδρύματος που δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [ΕΜΕ] ακυρώνονται και οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν τις εν λόγω δεσμεύσεις επιστρέφονται.».
21. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Στη διάρκεια της αρχικής περιόδου, κατά τον υπολογισμό των εισφορών κάθε ιδρύματος, το Ταμείο λαμβάνει υπόψη τις εισφορές που συγκεντρώνονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα 103 και 104 της οδηγίας 2014/59 και μεταφέρονται στο [ΕΤΕ] δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3 της [διακυβερνητικής] συμφωνίας, αφαιρώντας τις εισφορές αυτές από το ποσό που οφείλει κάθε ίδρυμα.»
4. Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63
22. Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (στο εξής: κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63) (13), εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59. Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:
«[…]
5) ως “ετήσια συνεισφορά” νοείται το ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59, αντλούμενο από την αρχή εξυγίανσης για την εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς για έκαστο των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού·
6) ως “περίοδος συμμετοχής” νοείται ημερολογιακό έτος·
[…]».
23. Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:
«1. Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν τις ετήσιες συνεισφορές που πρέπει να καταβληθούν από κάθε ίδρυμα ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 14 και εφαρμόζοντας τη μέθοδο που παρατίθεται στο παρόν τμήμα.
2. Η αρχή εξυγίανσης ορίζει την ετήσια συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο-στόχο που πρέπει να επιτευχθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59 και με βάση το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός της.»
24. Το άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει τα εξής:
«1. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά καθορίζεται με εφαρμογή της μεθοδολογίας που παρατίθεται στο τμήμα 3 για το ποσό της ετήσιας συνεισφοράς του, που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου συνεισφοράς με παραπομπή στον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους εποπτεύεται το ίδρυμα.
2. Μια αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζει την ετήσια καταβλητέα συνεισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.»
25. Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί σε κάθε ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 2 την απόφασή της για τον καθορισμό της ετήσιας συνεισφοράς που οφείλεται από κάθε ίδρυμα, το αργότερο την 1η Μαΐου κάθε έτους.
[…]
5. Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνον για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά εισπράττεται ταυτόχρονα με την ετήσια συνεισφορά που οφείλεται για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.»
26. Το άρθρο 14 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:
«1. Τα ιδρύματα παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης τις τελευταίες εγκεκριμένες διαθέσιμες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς, μαζί με τη γνωμοδότηση που υποβάλλεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο, σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
[…]
4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 παρέχονται στο αργότερο την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους σε σχέση με το έτος που έληξε την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, ή του εφαρμοστέου σχετικού οικονομικού έτους. Εάν η 31η Ιανουαρίου δεν είναι εργάσιμη, οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
[…]»
27. Με βάση το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ισχύουν τα εξής:
«3. Εφόσον οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τα ιδρύματα στην αρχή εξυγίανσης υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις, η αρχή εξυγίανσης προσαρμόζει την ετήσια συνεισφορά σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες πληροφορίες κατά τον υπολογισμό της ετήσιας συνεισφοράς του εν λόγω ιδρύματος για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.
4. Τυχόν διαφορά μεταξύ της ετήσιας συνεισφοράς που υπολογίζεται και καταβάλλεται βάσει των πληροφοριών που υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις και της ετήσιας συνεισφοράς που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί ύστερα από την προσαρμογή της ετήσιας συνεισφοράς διακανονίζεται στο ποσό της ετήσιας συνεισφοράς που οφείλεται για την επόμενη περίοδο. Η προσαρμογή αυτή γίνεται με μείωση ή αύξηση των συνεισφορών κατά την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.»
5. Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2017/2361
28. Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/2361, της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με το οριστικό σύστημα των εισφορών για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (στο εξής: κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2017/2361) (14), προβλέπει, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, τα ακόλουθα:
«Σε περίπτωση που μια οντότητα ή ένας όμιλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του κανονισμού [ΕΜΕ] μόνο για ένα μέρος του οικονομικού έτους, η επιμέρους ετήσια εισφορά της (του) για το εν λόγω οικονομικό έτος υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον αριθμό των ολόκληρων μηνών κατά τη διάρκεια των οποίων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.»
III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
29. Η ABLV Bank AS, προσφεύγουσα πρωτοδίκως και πλέον αναιρεσείουσα (στο εξής: αναιρεσείουσα), ήταν πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Λεττονία και ως «σημαντική οντότητα», κατά την έννοια του κανονισμού ΕΕΜ (15), υπέκειτο στην εποπτεία της ΕΚΤ έως την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της το 2018.
30. Τον Δεκέμβριο του 2015 η αναιρεσείουσα έλαβε πράξη επιβολής εισφοράς από την Finanšu un kapitāla tirgus komisija (επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, Λεττονία, στο εξής: FKMK), όσον αφορά οφειλόμενο ποσό εκ των προτέρων εισφοράς προς τον εθνικό μηχανισμό χρηματοδοτήσεως για το 2015 το οποίο καθορίσθηκε με βάση το άρθρο 103, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59. Το ποσό που κατέβαλε στη συνέχεια η αναιρεσείουσα μεταφέρθηκε στο ΕΤΕ σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, της διακυβερνητικής συμφωνίας.
31. Στις 23 Φεβρουαρίου 2018 η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα έπρεπε να θεωρηθεί ως ευρισκόμενη σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ. Αυθημερόν, το ΕΣΕ έκρινε ότι, ελλείψει δημοσίου συμφέροντος για εξυγίανση από δημόσια αρχή, δεν επιβαλλόταν η λήψη μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του κανονισμού ΕΜΕ (16).
32. Στις 26 Φεβρουαρίου 2018 οι μέτοχοι της αναιρεσείουσας κίνησαν διαδικασία που της παρείχε τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την εκκαθάρισή της και υπέβαλαν στην FKMK αίτηση εγκρίσεως του σχεδίου εκούσιας εκκαθαρίσεώς της.
33. Με απόφαση της 12ης Απριλίου 2018 περί υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για το 2018, το ΕΣΕ ενέκρινε τις σχετικές ετήσιες εισφορές προς το ΕΤΕ (17). Στις 27 Απριλίου 2018 η αναιρεσείουσα έλαβε από το FKMK την αντίστοιχη πράξη επιβολής εισφοράς για το 2018. Στις 3 Ιουλίου 2018 η αναιρεσείουσα εξόφλησε την απαίτηση που μνημονεύεται στο εν λόγω έγγραφο.
34. Με απόφαση της ΕΚΤ της 11ης Ιουλίου 2018, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της αναιρεσείουσας ως πιστωτικού ιδρύματος.
35. Με έγγραφο της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, η αναιρεσείουσα ζήτησε από το ΕΣΕ να της επιστρέψει το «υπόλοιπο» της εκ των προτέρων εισφοράς που είχε καταβάλει για το 2015, καθώς και να υπολογίσει εκ νέου την εισφορά που όφειλε για το 2018 και να προβεί σε μερική επιστροφή, δεδομένης της αποχωρήσεώς της από τον ΕΕΜ κατά το έτος εισφοράς.
36. Το ΕΣΕ απέρριψε το αίτημα αυτό με πράξη της 17ης Οκτωβρίου 2018 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Προς αιτιολόγηση, επισήμανε ότι το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ δεν προβλέπει εκ νέου υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς του 2018 και ορίζει ρητώς ότι οι δεόντως εισπραχθείσες εισφορές δεν επιστρέφονται. Κατά το ΕΣΕ, η ανάκληση της άδειας συνιστά αλλαγή καθεστώτος κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, η οποία δεν επηρεάζει το ύψος της οφειλόμενης εισφοράς για το οικείο έτος δυνάμει της διατάξεως αυτής. Ούτε η εκ των προτέρων εισφορά του 2015 μπορεί να επιστραφεί κατ’ αναλογία σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας πιστωτικού ιδρύματος πριν από το πέρας της αρχικής περιόδου. Συναφώς, με βάση το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ ισχύει το ίδιο όπως και για όλες τις δεόντως εισπραχθείσες εισφορές.
37. Στις 21 Δεκεμβρίου 2018 η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω πράξεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
38. Προς στήριξη της προσφυγής της, προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι η απώλεια της ιδιότητάς της ως πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια του έτους 2018 της στέρησε τη δυνατότητα να επωφεληθεί της καλύψεως του ΕΤΕ καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Επιπλέον, η ταυτόχρονη εξάλειψη του κινδύνου που προκαλούσε η αναιρεσείουσα, ως πιστωτικό ίδρυμα, για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μείωσε αναλογικά και την ανάγκη χρηματοδοτήσεως του ΕΤΕ. Η εισφορά, λοιπόν, στερείται νομικής βάσης και, ως εκ τούτου, δεν εισπράχθηκε «δεόντως» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ και πρέπει να επιστραφεί εν μέρει. Επομένως, σε περίπτωση αποχωρήσεως από το σύστημα δεν συντρέχει «αλλαγή καθεστώτος» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, διότι το καθεστώς του πιστωτικού ιδρύματος και, κατ’ επέκταση, η υποχρέωση εισφοράς εξαλείφεται πλήρως. Ως προς την εισφορά του 2015, η οποία εισπράχθηκε αποκλειστικά βάσει της οδηγίας 2014/59, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ. Η εισφορά αυτή συνιστά είδος «προκαταβολής» για το ΕΤΕ. Συναφώς, από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προκύπτει ότι η εισφορά για το 2015 πρέπει να επιστραφεί στην εκάστοτε τράπεζα το αργότερο έως τη λήξη της αρχικής περιόδου.
39. Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, επετράπη στην Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του ΕΣΕ.
40. Με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ (T‑758/18, EU:T:2021:28) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και έκρινε ότι η αναιρεσείουσα πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα του ΕΣΕ, ενώ η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.
IV. Η αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
41. Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στις 30 Μαρτίου 2021, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,
– να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας και της αναιρετικής διαδικασίας,
– στο μέτρο που η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, να την αναπέμψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
42. Το ΕΣΕ και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
43. Η αναιρεσείουσα, το ΕΣΕ και η Επιτροπή συμμετείχαν στην έγγραφη διαδικασία επί της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφού αναπτυχθούν οι σχετικές προτάσεις.
V. Νομική εκτίμηση
44. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διατηρεί σε ισχύ την απόφαση του ΕΣΕ με την οποία αυτό αρνήθηκε, αφενός, τη μερική επιστροφή της εκ των προτέρων εισφοράς της ABLV Bank για το 2018 και, αφετέρου, την επιστροφή του «υπολοίπου» της εισφοράς για το 2015 –το οποίο δεν είχε συμψηφισθεί ακόμη με μελλοντικές εισφορές.
Α. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
45. Το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε, εν τέλει, την απόφασή του στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνοντας ότι το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ αποκλείει την επιστροφή από το ΕΣΕ όλων των εισφορών που εισπράττονται δεόντως, ακόμη και σε περίπτωση που η άδεια πιστωτικού ιδρύματος το οποίο έχει υποχρέωση καταβολής εισφορών ανακληθεί κατά τη διάρκεια έτους εισφοράς στην αρχική περίοδο.
46. Όσον αφορά την εισφορά του 2018, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι εισφορές που εισπράττονται εκ των προτέρων, μολονότι εισπράττονται ετησίως, δεν καταβάλλονται ως αντιπαροχή για την κάλυψη από το ΕΤΕ ή τη χρήση αυτού εντός συγκεκριμένου έτους και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να επιστραφούν δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, σε περίπτωση που εξαλειφθεί η δυνατότητα χρήσης του ΕΤΕ κατά τη διάρκεια ορισμένου έτους ως αποτέλεσμα της αποχωρήσεως πιστωτικού ιδρύματος από το εν λόγω σύστημα. Αντιθέτως, με βάση το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΜΕ, η ετήσια είσπραξη σκοπεί απλώς στην ισομερή χρονική κατανομή του συνολικού ποσού του επιπέδου-στόχου που πρέπει να επιτευχθεί μέχρι το πέρας της αρχικής περιόδου το έτος 2024. Προκειμένου να μπορεί να προσδιορισθεί κατά τρόπο αξιόπιστο και νομικά ασφαλή η ετήσια εισφορά για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, το ύψος της θα πρέπει να καθορίζεται σε συγκεκριμένο χρόνο κατά τη διάρκεια του οικείου έτους (18). Επομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι η εισφορά δεν μπορεί να υπολογισθεί εκ νέου και να επιστραφεί εν μέρει αν αλλάξει το καθεστώς κατά τη διάρκεια του έτους εισφοράς και τούτο καλύπτει επίσης την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος (19). Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στο σύνολό τους, τις διατάξεις τις οποίες επικαλέστηκε και τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η αναιρεσείουσα πρωτοδίκως, με τα οποία στήριξε την άποψη ότι υφίσταται η δυνατότητα νέου υπολογισμού και επιστροφής σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας κατά τη διάρκεια έτους εισφοράς (20).
47. Όσον αφορά την εισφορά του 2015, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν προβλέπει υποχρέωση επιστροφής σε περίπτωση αποχωρήσεως πιστωτικού ιδρύματος από το σύστημα κατά την αρχική περίοδο. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη διακυβερνητική συμφωνία, οι εισφορές για το 2015 μεταφέρονται οριστικά στο ΕΤΕ και συνιστούν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναπόσπαστο μέρος του ποσού του επιπέδου-στόχου που πρέπει να επιτευχθεί έως το 2024. Συναφώς, ο κανόνας συμψηφισμού που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού διασφαλίζει μόνον ότι η μεταφορά των εισφορών στο ΕΤΕ για το 2015 δεν θα προκαλέσει ανισορροπίες μεταξύ των οικείων τραπεζών σε σχέση με την κατανομή της χρηματοοικονομικής επιβαρύνσεως. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, για τις εισφορές του 2015 ισχύει ακριβώς ό,τι ισχύει και για τις εισφορές που εισπράχθηκαν κατά τα επόμενα έτη (21).
Β. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
48. Η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της εν λόγω αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με 13, συνολικά, λόγους αναιρέσεως που αφορούν, επί της ουσίας, πρώτον, τη δυνατότητα μερική επιστροφής της εισφοράς του 2018 (σχετικά υπό 1), δεύτερον, τη δυνατότητα επιστροφής του «υπολοίπου» της εισφοράς του 2015 (σχετικά υπό 2) και, τρίτον, την τυπική νομιμότητα της αποφάσεως του ΕΣΕ (σχετικά υπό 3).
1. Επί της δυνατότητας μερικής επιστροφής της εισφοράς του 2018
49. Με τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, καθώς και τον έβδομο και όγδοο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί κάθε τμήμα της νομικής συλλογιστικής στην οποία το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την εκ μέρους του ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ και του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, βάσει της οποίας οι διατάξεις αυτές αποκλείουν την επιστροφή της εισφοράς του 2018 κατόπιν ανακλήσεως άδειας. Στη συνέχεια, με τον πέμπτο, τον δέκατο, τον ενδέκατο και τον δωδέκατο λόγο αναιρέσεως, υποστηρίζει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων αυτών αντιβαίνει σε υπέρτερες αρχές. Οι λόγοι αυτοί, λοιπόν, πρέπει να εξετασθούν από κοινού.
α) Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως
50. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη δεόντως το γεγονός ότι το ΕΤΕ ασφαλίζει τις τράπεζες που υποχρεούνται να καταβάλουν εισφορά έναντι του κινδύνου της πτωχεύσεως. Συναφώς, η εκ των προτέρων εισφορά του 2018 πρέπει να θεωρηθεί ως ένα είδος ασφαλίστρου για την κάλυψη από το ΕΤΕ κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. Κατά συνέπεια, η διατήρηση της εν λόγω ασφαλίσεως και η αύξηση του κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέει από τη δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος συνιστούν τη νομική βάση της υποχρεώσεως καταβολής εισφοράς. Η αποχώρησή της από το σύστημα όμως εξάλειψε και τα δύο αυτά δεδομένα. Ως εκ τούτου, η εισφορά του 2018 που αναλογεί στο χρονικό διάστημα το οποίο έπεται της ανακλήσεως της άδειας, στις 11 Ιουλίου 2018, δεν εισπράχθηκε «δεόντως» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ και πρέπει να της επιστραφεί. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, κατά τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, κατ’ εφαρμογήν των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι η εισφορά είχε καταβληθεί, συναφώς, χωρίς νομική βάση (22). Επομένως, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, κατά την οποία το άρθρο αυτό απαγορεύει τη μερική επιστροφή της εισφοράς του 2018, πάσχει πλάνη περί το δίκαιο (23).
51. Αντιθέτως, η ύπαρξη του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μαρτυρά ότι πρέπει να υφίστανται περιπτώσεις στις οποίες η εκ των προτέρων εισφορά προσαρμόζεται εκ των υστέρων. Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει μόνον ότι η αλλαγή καθεστώτος κατά τη διάρκεια της περιόδου εισφοράς δεν επηρεάζει το ύψος της καταβλητέας εισφοράς. Τούτο υποδηλώνει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλες μεταβολές. Ωστόσο, η αποχώρηση ιδρύματος από το σύστημα, κατόπιν ανακλήσεως της άδειάς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς ως «αλλαγή καθεστώτος» κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, λοιπόν, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη στο μέτρο που εκτίμησε ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού είναι κρίσιμο εν προκειμένω (24).
52. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε, κατ’ ουσίαν, την εκτίμησή του, η οποία αναπτύσσεται στις σκέψεις 61, 62 καθώς και 68 έως 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη λειτουργία και στους σκοπούς του συστήματος εισπράξεως εισφορών κατά την αρχική περίοδο, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η εξέταση αυτών των παραγόντων (σχετικά υπό 1). Πράγματι, κατόπιν τούτου, μπορεί να αποδειχθεί, σε δεύτερο στάδιο, ότι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και της φύσεως των εκ των προτέρων εισφορών (σχετικά υπό 2).
1) Επί της λειτουργίας και των σκοπών του συστήματος εισπράξεως εισφορών κατά την αρχική περίοδο
53. Ο σκοπός της εισπράξεως εισφορών δυνάμει του άρθρου 69 και του άρθρου 70 του κανονισμού ΕΜΕ είναι η επίτευξη ορισμένου ποσού, του επιπέδου-στόχου, το οποίο όμως δεν μπορεί να εισπραχθεί αμέσως εξ ολοκλήρου λόγω του σημαντικού ύψους του. Επομένως, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΜΕ, οι εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά –δηλαδή τουλάχιστον ετησίως (25)– ώστε κατά τη λήξη της περιόδου αυτής να έχει επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος του 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου δεν θα εισπράττονται πλέον εισφορές (26).
54. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ισομερής κατανομή των εισφορών, το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού ΕΜΕ ορίζει ότι δεν μπορούν να εισπραχθούν από τις υπόχρεες τράπεζες εισφορές οι οποίες να υπερβαίνουν σε ένα έτος, συνολικά, το 1/8 του επιπέδου-στόχου για το έτος 2024. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το επίπεδο-στόχος για το 2024 μπορεί να προσδιορισθεί μόνον κατ’ εκτίμηση, διότι δεν είναι γνωστό επί του παρόντος το ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων το 2024. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (27), το ΕΣΕ προσανατολίζεται ως εκ τούτου με βάση το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών και συγκεντρώνει λίγο περισσότερο από 1 %, διότι οι καλυπτόμενες καταθέσεις τείνουν να αυξάνονται (28).
55. Οι ατομικές συνεισφορές των μεμονωμένων τραπεζών στο ετήσιο ποσό-στόχο, που έχει καθορισθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπολογίζονται στη συνέχεια σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφοι 1 και 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού ΕΜΕ ανάλογα με το μέγεθός τους και το προφίλ κινδύνου τους. Ως βάση για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούνται τα στοιχεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 14 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 πρέπει να υποβληθούν στο ΕΣΕ έως το τέλος του προηγούμενου έτους (29).
56. Η εισφορά που καθορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο βάσει των στοιχείων του προηγούμενου έτους καταβάλλεται εν τέλει, κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, από τις τράπεζες που διαθέτουν άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι οι αλλαγές καθεστώτος κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζουν την ετήσια καταβλητέα συνεισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.
57. Ωστόσο, οι τράπεζες δεν απαιτείται να καταβάλλουν τη συνεισφορά σε μετρητά· αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΜΕ, μπορούν να καταβάλλουν έως και το 30 % του συνολικού ποσού που οφείλουν σε ένα έτος εισφοράς μέσω των λεγόμενων αμετάκλητων αναλήψεων πληρωμής, οι οποίες πρέπει να καλύπτονται από εξασφαλίσεις σε μετρητά.
58. Το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ ορίζει ότι οι δεόντως εισπραχθείσες εισφορές δεν επιστρέφονται.
2) Επί των συνεπειών για τη δυνατότητα επιστροφής της εισφοράς του 2018
59. Η λειτουργία και οι σκοποί της εισπράξεως της εισφοράς που περιγράφηκαν ανωτέρω αποδεικνύουν, πρώτον, ότι –αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως– η εισφορά του 2018, για παράδειγμα, δεν «αφορά» το έτος 2018, αλλά εισπράττεται απλώς κατά τη διάρκεια του 2018.
60. Αφενός, δηλαδή, η ετήσια είσπραξη εξυπηρετεί απλώς την ισομερή χρονική κατανομή που επιδιώκει το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΜΕ. Βεβαίως, θα μπορούσε να προγραμματισθεί και σε βραχύτερα χρονικά διαστήματα, παραδείγματος χάρη ανά τρίμηνο. Τούτο όμως θα συνεπαγόταν υπερβολικό διοικητικό φόρτο ο οποίος ενδεχομένως δεν θα ήταν σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, δεν υφίστανται ενδείξεις ότι η κατανομή σε οκτώ ετήσιες εισφορές, σε σύγκριση με 32 αντίστοιχες χαμηλότερες τριμηνιαίες εισφορές, επιφέρει υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση των υπόχρεων τραπεζών. Η αποφυγή τέτοιας επιβαρύνσεως συνιστά ακριβώς το πνεύμα και τον σκοπό της κατανομής (30). Επομένως, η επιλογή της ετήσιας εισφοράς καλύπτεται χωρίς πρόβλημα από την ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως που διαθέτει, στον τομέα αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης (31).
61. Αφετέρου, στο πλαίσιο αυτό, η 1η Ιανουαρίου είναι απλώς η κρίσιμη ημερομηνία αναφοράς για τον καθορισμό του κύκλου των τραπεζών που έχουν υποχρέωση καταβολής εισφοράς (32). Από την ημερομηνία αυτή δεν προκύπτει κανένα στοιχείο για την αντιστοίχιση της εισφοράς στο συγκεκριμένο έτος. Ομοίως, ο νομοθέτης θα μπορούσε να στηριχθεί και στα πιστωτικά ιδρύματα που διέθεταν άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Τούτο ισχύει ιδίως για τον λόγο ότι οι καταβλητέες εισφορές κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους υπολογίζονται βάσει των στοιχείων του προηγουμένου έτους (33).
62. Για τον λόγο αυτόν, η εισφορά που εισπράχθηκε κατά τη διάρκεια του 2018 δεν μπορεί να υπολογισθεί εκ νέου ή να επιστραφεί λόγω μεταβολών που επήλθαν κατά το συγκεκριμένο έτος. Συνεπώς, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.
63. Δεύτερον, η λειτουργία και οι σκοποί του συστήματος μαρτυρούν ότι οι εκ των προτέρων εισφορές –όπως ορθώς επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως– δεν είναι συγκρίσιμες με ασφάλιστρα.
64. Πράγματι, αφενός, ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν αποκτά δικαίωμα χρήσης του ΕΤΕ μέσω της καταβολής εισφοράς. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, το ΕΤΕ σκοπεί στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της τραπεζικής ένωσης καθεαυτήν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ταμείο διασώσεως μεμονωμένων τραπεζών (34). Η εξυγίανση πραγματοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ αποκλειστικά για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το ΕΤΕ σκοπεί, συναφώς, στη διασφάλιση της αξιοπιστίας και της εύρυθμης λειτουργίας του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (35): ο νομοθέτης προσδοκά ότι η ύπαρξη του μηχανισμού αυτού θα έχει ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα, δεδομένου ότι η ύπαρξη τέτοιων δομών καθιστά δυνατό τον περιορισμό συστημικών επιπτώσεων που οφείλονται σε δυσχέρειες μεμονωμένων ιδρυμάτων (36).
65. Αφετέρου, το ύψος των ατομικών εισφορών μιας τράπεζας δεν προκύπτει από την εφαρμογή συγκεκριμένου συντελεστή σε μια βάση υπολογισμού, μολονότι ο υπολογισμός του στηρίζεται σε στάθμιση του κινδύνου στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου (37). Αντ’ αυτού, το ύψος των εισφορών εξαρτάται εν τέλει από το επίπεδο-στόχο το οποίο πρέπει να επιτευχθεί από το άθροισμα του συνόλου των εισφορών που θα εισπραχθούν έως το τέλος του έτους 2023.
66. Επομένως, οι εκ των προτέρων εισφορές μιας τράπεζας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους συνιστούν κυρίως τμήμα του ποσού του επιπέδου-στόχου και μόνον «δευτερευόντως» αντικατοπτρίζουν το προφίλ κινδύνου της οικείας τράπεζας. Με άλλα λόγια: εάν, αιφνιδίως, όλες οι τράπεζες διατηρούσαν σταθερό επίπεδο καταθέσεων, αλλά το προφίλ κινδύνου τους θεωρούνταν χαμηλό, –αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα– δεν θα εισπράττονταν χαμηλότερο συνολικό ποσό εκ των προτέρων εισφορών για το συγκεκριμένο έτος. Αντιθέτως, πάντοτε, εισπράττεται συνολικό ποσό ίσο με το 1/8 ποσοστού κατά τι μεγαλύτερου του 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγουμένου έτους, προκειμένου να επιτευχθεί, στο τέλος της αρχικής περιόδου, η συγκέντρωση συνολικού ποσού που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του συνόλου των καλυπτόμενων καταθέσεων του 2024 (38).
67. Τούτο σημαίνει, συγχρόνως, ότι η ατομική συνεισφορά μιας τράπεζας εξαρτάται πάντοτε καθοριστικά από το πλήθος και τις ατομικές συνεισφορές των λοιπών τραπεζών που υποχρεούνται σε εισφορά κατά τη διάρκεια του οικείου έτους, δηλαδή κατά την κρίσιμη ημερομηνία αναφοράς (39). Επομένως, η αναπροσαρμογή της συνεισφοράς μιας τράπεζας απαιτεί πάντοτε διόρθωση των συνεισφορών των λοιπών τραπεζών. Ως εκ τούτου, εάν οι συνεισφορές αναπροσαρμόζονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια ενός έτους εισφοράς, θα ήταν αδύνατο να καθοριστούν κατά τρόπο νομικά ασφαλή οι ατομικές συνεισφορές όλων των τραπεζών (40). Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι η αλλαγή καθεστώτος κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζει το ύψος της καταβλητέας συνεισφοράς. Κατά συνέπεια, το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ αποκλείει, κατ’ αρχήν, την επιστροφή των ήδη εισπραχθεισών εισφορών, διότι άλλως το ποσό της διαφοράς θα έπρεπε να καταβληθεί από τις λοιπές τράπεζες. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια της «αλλαγής καθεστώτος» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (41) ως περιλαμβάνουσα, στο πλαίσιο αυτό, όλες τις καταστάσεις που μπορούν να επηρεάσουν το ύψος της εισφοράς άλλων τραπεζών, μεταξύ άλλων, και την αποχώρηση υπόχρεης τράπεζας από το σύστημα.
68. Επομένως, η ετήσια εκ των προτέρων εισφορά στο ΕΤΕ δεν ποσοτικοποιεί τον κίνδυνο που απορρέει συνεχώς, κατά τη διάρκεια ενός έτους, από εποπτευόμενη τράπεζα, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή τη χρησιμοποίηση των πόρων του ΕΤΕ. Για τον λόγο αυτόν, η χρονική διάρκεια κατά την οποία μια τράπεζα που οφείλει να καταβάλει εισφορές εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ΕΜΕ κατά τη διάρκεια του έτους εισπράξεως των εισφορών, δεν επηρεάζει, κατ’ αρχήν, το ύψος της οφειλόμενης εισφοράς.
69. Ως εκ τούτου, μια τράπεζα δεν απαιτείται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ΕΜΕ καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους κατά το οποίο εισπράττονται οι εισφορές, προκειμένου να θεωρηθεί ότι η ετήσια εισφορά έχει εισπραχθεί «δεόντως» κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ. Το γεγονός αυτό –αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως– δεν συνιστά τη νομική βάση της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών. Αντιθέτως, καθοριστική σημασία για την υποχρέωση καταβολής εισφοράς έχει το γεγονός ότι πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών κατά την κρίσιμη ημερομηνία. Τούτο αποτελεί έκφραση της αρχής κατά την οποία η χρηματοδότηση από τον τραπεζικό τομέα άπτεται συνολικά του δημοσίου συμφέροντος και όχι του συμφέροντος μεμονωμένων τραπεζών (42).
70. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια τράπεζα θα συμβάλει περισσότερο ή λιγότερο στο επίπεδο-στόχο του ΕΤΕ, ανάλογα με το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα λάβει την άδεια λειτουργίας της κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου του ΕΤΕ. Τράπεζες που προστίθενται μετά την αρχική περίοδο, μάλιστα, δεν υποχρεούνται καν (σε πρώτη φάση) υπό ορισμένες περιστάσεις να καταβάλλουν εισφορές. Τούτο μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, άδικο. Ωστόσο, δεν υφίσταται άλλη δυνατότητα πέραν της εισπράξεως των εισφορών από τους παράγοντες που δραστηριοποιούνται επί του παρόντος στην αγορά. Ο αριθμός των παραγόντων αυτών παρουσιάζει ασφαλώς διακυμάνσεις.
71. Συναφώς, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 επιβεβαιώνει την αρχή που περιέχεται στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, κατά την οποία οι εκ των προτέρων εισφορές υπολογίζονται σύμφωνα με την αρχή της ημερομηνίας αναφοράς, διότι άλλως καθίσταται αδύνατος ο αξιόπιστος υπολογισμός και είσπραξη της εκ των προτέρων εισφοράς (43).
72. Η εν λόγω διευκρίνιση είναι αναγκαία, διότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, προβλέπει εξαίρεση από την αρχή της ημερομηνίας αναφοράς. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά καθορίζεται με παραπομπή στον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους εποπτεύεται το ίδρυμα. Το άρθρο 13, παράγραφος 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι η μερική ετήσια συνεισφορά τέτοιου ιδρύματος εισπράττεται ταυτόχρονα με την ετήσια συνεισφορά που οφείλεται για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους εισφοράς, τα νέα ιδρύματα καταβάλλουν μερική συμπληρωματική εισφορά «για το προηγούμενο έτος». Τούτο επισήμανε ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
73. Αντιθέτως, από το 2019, η αναιρεσείουσα δεν κατέβαλε καμία άλλη εισφορά, μολονότι εξακολούθησε να ασκεί τη δραστηριότητά της κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου του 2018, αυξάνοντας, μεταξύ άλλων, το ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό του ετήσιου ποσού-στόχου για το 2019. Πράγματι, κατά την κρίσιμη ημερομηνία αναφοράς, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 2019, δεν περιλαμβανόταν πλέον στον κύκλο των τραπεζών που είχαν υποχρέωση καταβολής εισφορών. Τούτο επιβεβαιώνει ότι δεν είναι πρωτίστως κρίσιμος ο συγκεκριμένος κίνδυνος που απορρέει από μια τράπεζα κατά τη διάρκεια ενός έτους.
74. Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν προκύπτει ότι όλες οι μεταβολές κατά τη διάρκεια ενός έτους εισφοράς οι οποίες δεν είναι αλλαγές καθεστώτος πρέπει να οδηγούν σε (αναδρομική) αναπροσαρμογή των εισφορών. Η διάταξη αυτή απλώς επιβεβαιώνει την αρχή της ημερομηνίας αναφοράς από την οποία παρεκκλίνει η παράγραφος 1.
75. Επιπλέον, για λόγους πληρότητας, θα πρέπει να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν συνεπάγεται αδικαιολόγητο μειονέκτημα για τις νέες τράπεζες.
76. Το σύστημα που προβλέπουν τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού ΕΜΕ και το οποίο διαμορφώνουν περαιτέρω ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, εξασφαλίζει ότι τα βάρη εντός του τραπεζικού τομέα κατανέμονται όσο το δυνατόν πιο δίκαια, ακόμη και αν δεν κατανέμονται απολύτως ίσα (44). Ως προς τούτο, συμβάλλει, μεταξύ άλλων, η ρύθμιση στο άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά την οποία νέα τράπεζα πρέπει να καταβάλει «για το παρελθόν», ενώ μια τράπεζα που αποχωρεί από το σύστημα δεν επιβαρύνεται πλέον στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, μια νέα τράπεζα ενδέχεται να παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στον τραπεζικό τομέα, στη σταθερότητα του οποίου σκοπεί, κατά τρόπο αφηρημένο, ο ενιαίος μηχανισμός εποπτείας. Η επιλογή της διευθετήσεως αυτής καλύπτεται επίσης από την ευρεία ευχέρεια εκτιμήσεως του νομοθέτη στον τομέα αυτόν (45).
3) Ενδιάμεσο συμπέρασμα
77. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η εισφορά για το έτος 2018 δεν μπορεί να υπολογιστεί εκ νέου και να επιστραφεί εν μέρει λόγω ανακλήσεως της άδειας της αναιρεσείουσας κατά το έτος 2018. Επομένως, ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
β) Επί του τρίτου, του έβδομου και του όγδοου λόγου αναιρέσεως
78. Το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητείται από τις λοιπές διατάξεις τις οποίες επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα, πρωτοδίκως, προς στήριξη της νομικής της θέσεως και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή των οποίων προσάπτει πλέον στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του τρίτου, του έβδομου και του όγδοου λόγου αναιρέσεως.
79. Παραδείγματος χάρη, το άρθρο 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 προβλέπει ρητώς υποχρέωση μερικής καταβολής μόνο για τις διοικητικές εισφορές στο ΕΣΕ όταν πιστωτικό ίδρυμα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ΕΜΕ μόνο για μέρος του οικονομικού έτους. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι οι εισφορές αυτές δεν ήταν συγκρίσιμες με τις εκ των προτέρων εισφορές στο ΕΤΕ και απέκλεισε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 ως προς τις τελευταίες εισφορές (46).
80. Ωστόσο, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι οι διοικητικές εισφορές στο ΕΣΕ –σε αντίθεση με τις εισφορές στο ΕΤΕ– καταβάλλονται για ένα έτος ως αντιπαροχή για τις διοικητικές δραστηριότητες του ΕΣΕ. Δηλαδή, αντιστοιχούν σε επιβάρυνση εξαρτώμενη από τον χρόνο. Υπό αυτή την έννοια, οι εν λόγω εισφορές «αφορούν» όντως συγκεκριμένο έτος. Αντιθέτως, οι εκ των προτέρων εισφορές στο ΕΤΕ έχουν ως σκοπό τη σταδιακή επίτευξη του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στο άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου και δεν απαιτούνται πλέον στη συνέχεια (κατ’ αρχάς τουλάχιστον) παρά την πάροδο του χρόνου (47). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τη συγκρισιμότητα των δύο αυτών ειδών εισφορών.
81. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί.
82. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συνήγαγε, επίσης, το συμπέρασμα, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν επιβάλλει υποχρέωση επανυπολογισμού της συνεισφοράς για το 2018.
83. Το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον επανυπολογισμό της συνεισφοράς, εάν οι πληροφορίες που πρέπει να υποβάλουν τα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού, πρέπει να τροποποιηθούν αναδρομικά. Εντούτοις, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα επικαλείται τη διάταξη αυτή, στο πλαίσιο του έβδομου λόγου αναιρέσεως, ως απόδειξη της (αφηρημένης) δυνατότητας αναδρομικού επανυπολογισμού των εισφορών, τα επιχειρήματά της είναι ατελέσφορα. Πιο συγκεκριμένα, για να ευδοκιμήσει η αίτηση αναιρέσεως σημασία έχει μόνον αν το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εσφαλμένως τη δυνατότητα μερικής επιστροφής της εισφοράς για το 2018.
84. Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει με ποιον τρόπο η ανάκληση της άδειας το 2018 καθιστά αναγκαία την αναδιατύπωση ή αναθεώρηση των δεδομένων που αυτή όφειλε να διαβιβάσει στο ΕΣΕ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017. Επιπλέον, το γεγονός ότι το άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν προβλέπει επανυπολογισμό σε περίπτωση τροποποιήσεως δεδομένων κατά το επόμενο έτος οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι η ετήσια εισφορά δεν υπολογίζεται βάσει των δεδομένων που αφορούν το έτος εισπράξεως κάθε εισφοράς (48).
85. Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.
86. Τέλος, με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αρνήθηκε εσφαλμένως, στην περίπτωσή της, την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 (49). Δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής ακυρώνονται σε περίπτωση αποχωρήσεως πιστωτικού ιδρύματος από το σύστημα. Δεδομένου ότι το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΜΕ παρέχει τη δυνατότητα αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής αντί της καταβολής της εισφοράς σε μετρητά, οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να έχουν «την ίδια τύχη» με τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής σε περίπτωση αποχωρήσεως από το σύστημα: δηλαδή, εάν οι τελευταίες καταργούνται στην περίπτωση αυτή, οι εισφορές σε μετρητά θα πρέπει να επιστραφούν.
87. Ωστόσο, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει απλώς την κατάργηση αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής και την επιστροφή των σχετικών εξασφαλίσεων. Τούτο δεν σημαίνει ότι το ΕΤΕ στερείται το ποσό που αφορά η αμετάκλητη δέσμευση πληρωμής. Πιο συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, η χρήση αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής ουδόλως επηρεάζει τη χρηματοδοτική ικανότητα και ρευστότητα του Ταμείου. Σκοπός του εργαλείου αυτού είναι μόνον η μη άμεση καταβολή του ποσού και η υποχρέωση καταβολής μόνον κατόπιν σχετικού αιτήματος. Από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προκύπτει ότι η ακύρωση αμετάκλητης δεσμεύσεως πληρωμής και η επιστροφή της εξασφαλίσεως πραγματοποιούνται μόνο μετά τη λήψη της εισφοράς. Το ίδιο πρέπει συνεπώς να ισχύει και σε περίπτωση αποχωρήσεως από το σύστημα δυνάμει της παραγράφου 3, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτύχουν τον σκοπό τους. Επομένως, η ακύρωση της αμετάκλητης δεσμεύσεως πληρωμής και η επιστροφή της εξασφαλίσεως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταβληθεί η εισφορά την οποία αφορά το εν λόγω εργαλείο. Αντιθέτως, η αποχώρηση από το σύστημα πρέπει να οδηγεί σε αίτημα εκπληρώσεως της αμετάκλητης δεσμεύσεως πληρωμής, όπως επιβεβαίωσε και το ΕΣΕ στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας.
88. Ως εκ τούτου, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη (μερική) επιστροφή εισφορών σε περίπτωση αποχωρήσεως πιστωτικού ιδρύματος από το σύστημα κατ’ επίκληση της ανάγκης ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής και εισφορών που καταβάλλονται σε μετρητά.
89. Συνεπώς, και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
γ) Επί του δέκατου λόγου αναιρέσεως
90. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων, επιβάλλεται να απορριφθεί και ο δέκατος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς έκρινε ως σαφή τη διάταξη του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με αποτέλεσμα να μη λάβει δεόντως υπόψη τις απαιτήσεις της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
91. Όπως μόλις αποδείχθηκε, η σημασία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ απορρέει από τη λειτουργία και τους σκοπούς του συστήματος εισπράξεως εισφορών προς το ΕΤΕ.
92. Επομένως, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της επιταγής περί σαφήνειας των κανόνων δικαίου που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας δικαίου (50). Πράγματι, το γεγονός ότι μια διάταξη χρήζει ερμηνείας και πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με άλλους κανόνες δεν σημαίνει ότι αυτή αντιβαίνει στην εν λόγω επιταγή (51).
93. Ομοίως και ο δέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
δ) Επί του πέμπτου και του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως
94. Με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη δεόντως τη σημασία της αρχής της αναλογικότητας κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου.
95. Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο αυτό στηρίζεται, εν τέλει, σε παρανόηση της αποφάσεως, βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο φέρεται να έκρινε ότι η επιστροφή δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ αποκλείεται πάντοτε και σε κάθε περίπτωση και τούτο, κατά την αναιρεσείουσα, είναι αντίθετο στην αρχή της αναλογικότητας. Τέτοια διαπίστωση όμως θα υπερέβαινε προδήλως το αντικείμενο της διαφοράς και δεν πραγματοποιήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
96. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η εφαρμογή του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας στη δική της περίπτωση, παρά μόνον παρέθεσε υποθετικά παραδείγματα τέτοιου αποτελέσματος.
97. Βεβαίως, ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως, από κοινού με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, στη σκέψη 147, την αιτίασή της σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια που προβάλλει η αναιρεσείουσα, ήτοι ότι η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη, διότι παράγει αποτελέσματα αντίθετα προς την αρχή της αναλογικότητας στα παραδείγματα που παρατίθενται. Πάντως, η αναιρεσείουσα δεν εξήγησε ούτε γιατί συμβαίνει αυτό ούτε γιατί δεν θα ήταν δυνατή η σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΕΜ, ιδίως στα παρατιθέμενα παραδείγματα (52). Τούτο οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα λαμβάνει εσφαλμένως ως δεδομένο ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστροφή εκ των προτέρων εισφορών δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ αποκλείεται σε όλες τις πιθανές περιπτώσεις.
98. Επομένως, ο πέμπτος και ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθούν.
ε) Επί του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως
99. Στο πλαίσιο του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως την αρχή nemo auditur propriam turpitudinem allegans. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε εσφαλμένως ότι ο προβαλλόμενος παράνομος χαρακτήρας της αποφάσεως του ΕΣΕ δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ της 23ης Φεβρουαρίου 2018, κατά την οποία η αναιρεσείουσα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο (πιθανής) πτώχευσης, αλλά δεν απαιτούνται μέτρα εξυγίανσης, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, η απόφαση του ΕΤΕ με βάση το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ οδήγησε στην ανάκληση της τραπεζικής της άδειας στις 11 Ιουλίου 2018. Δεδομένου όμως ότι η απόφαση αυτή του ΕΣΕ είναι παράνομη, αυτό δεν μπορεί να την επικαλεσθεί για να της αρνηθεί, κατόπιν της ανακλήσεως της άδειας, την «προστασία» του ΕΤΕ χωρίς να της επιστρέψει συγχρόνως τις εκ των προτέρων εισφορές.
100. Αφενός όμως από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η συλλογιστική κατά την οποία η αναιρεσείουσα δεν μπόρεσε να κάνει χρήση του ΕΤΕ λόγω της ανακλήσεως της αδείας, ενώ είχε «πληρώσει» για τη δυνατότητα αυτή, δεν είναι ορθή επί της ουσίας (53). Αφετέρου, οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης απολαύουν, μέχρι την ακύρωσή τους, τεκμηρίου νομιμότητας και, επομένως, κύρους (54). Κατά συνέπεια, στη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε ότι η προβαλλόμενη παρανομία της αποφάσεως του ΕΣΕ δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ ουδόλως επηρεάζει τη διαδικασία αυτή, διότι δεν αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας.
101. Ως εκ τούτου, ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.
στ) Συμπέρασμα
102. Επομένως, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αποκλείεται η μερική επιστροφή της εισφοράς για το 2018 λόγω της ανακλήσεως της άδειας της αναιρεσείουσας κατά τη διάρκεια του έτους αυτού, δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.
2. Επί της δυνατότητας καταβολής του «υπολοίπου» της εισφοράς για το 2015 (έκτος και ένατος λόγος αναιρέσεως)
103. Με τον έκτο και τον ένατο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ σε σχέση με την εισφορά για το 2015. Κατά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, η εν λόγω διάταξη, παρά τον κανόνα συμψηφισμού στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, αποκλείει την καταβολή του «υπολοίπου» της εισφοράς για το 2015.
104. Υπενθυμίζεται το εξής: από την 1η Ιανουαρίου 2015 η οδηγία 2014/59 υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη να θεσπίσουν εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης οι οποίες, βάσει των άρθρων 102 και 103 της οδηγίας αυτής, τροφοδοτούνται επίσης με εισφορές που εισπράττονται εκ των προτέρων από τις τράπεζες έως ότου επιτευχθεί ορισμένο επίπεδο-στόχος. Για τα κράτη μέλη της τραπεζικής ένωσης, η πρακτική σημασία της υποχρεώσεως αυτής είναι περιορισμένη, καθόσον, για όλα τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ΕΜΕ, το ΕΤΕ υποκατέστησε τους εθνικούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς από την 1η Ιανουαρίου 2016 (55). Προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική ισχύς του ΕΤΕ από τον χρόνο συστάσεώς του, τα κράτη μέλη της τραπεζικής ένωσης δεσμεύθηκαν ως εκ τούτου στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συμφωνίας, να μεταφέρουν εξ ολοκλήρου στο ΕΤΕ τις εισφορές που κατέβαλαν τα ιδρύματα αυτά το 2015 με βάση το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59 (56) Από την 1η Ιανουαρίου 2016 οι εισφορές των εν λόγω ιδρυμάτων υπολογίζονται, κατ’ αρχήν (57), σύμφωνα με το άρθρο 69 και το άρθρο 70 του κανονισμού ΕΜΕ. Κατά το άρθρο 67, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, οι αρχές των κρατών μελών εισπράττουν τις εισφορές και τις μεταφέρουν στο ΕΤΕ δυνάμει της διακυβερνητικής συμφωνίας.
105. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει ότι η εισφορά που καταβάλλουν οι τράπεζες το έτος 2015 συμψηφίζεται σταδιακά, κατά την αρχική περίοδο του ΕΤΕ, με τις εισφορές που εισπράττονται βάσει του άρθρου 69 και του άρθρου 70 του κανονισμού ΕΜΕ. Στην πράξη, το 1/8 της εισφοράς που κατέβαλε πιστωτικό ίδρυμα το 2015 αφαιρείται από την ατομική εισφορά του η οποία υπολογίζεται ετησίως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70 του κανονισμού ΕΜΕ σε συνδυασμό με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 (58).
106. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη δεόντως το γεγονός ότι από τον μηχανισμό αυτόν προκύπτει ότι η εισφορά για το 2015 αποτελεί απλώς «προκαταβολή» για το ΕΤΕ, η οποία πρέπει να επιστραφεί, εν τέλει, στις τράπεζες που την κατέβαλαν. Στο μέτρο που αυτό δεν έχει επιτευχθεί μέσω συμψηφισμού με μέλλουσες εισφορές, όσον αφορά τράπεζα που αποχωρεί από το σύστημα πριν από τη λήξη της αρχικής περιόδου, το υπόλοιπο πρέπει να της καταβληθεί κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως. Το γεγονός ότι τέτοια καταβολή είναι δυνατή αποδεικνύει η απόφαση SRB/ES/SRF/2018/03 περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για το 2018 (59). Κατά την απόφαση αυτή, η διαφορά καταβάλλεται στις τράπεζες για τις οποίες ο συμψηφισμός της ετήσιας εισφοράς τους για το 2018 με το τμήμα της εισφοράς τους του 2015 καταλήγει σε αρνητικό ποσό. Επομένως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επιστροφή του «υπολοίπου» της εισφοράς για το 2015 αποκλείεται βάσει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.
107. Βεβαίως, είναι ορθό ότι η εισφορά για το 2015 συμψηφίζεται με τις ετήσιες εκ των προτέρων εισφορές των τραπεζών που την κατέβαλαν και, επομένως, δεν είναι, εν τέλει, «επιπρόσθετη» για αυτές. Αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, τράπεζα η οποία διέθετε ήδη, την 1η Ιανουαρίου 2015, άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος της τραπεζικής ένωσης και κατέβαλε την εισφορά για το 2015, θα έχει καταβάλει, κατά το πέρας της αρχικής περιόδου, το ίδιο ποσό με μια τράπεζα συγκρίσιμη από απόψεως μεγέθους και προφίλ κινδύνου, η οποία άρχισε τη δραστηριότητά της την 1η Ιανουαρίου 2016 και εξακολουθεί να έχει υποχρέωση καταβολής εισφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχικής περιόδου.
108. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η εισφορά για το 2015 συνιστά «προκαταβολή» η οποία πρέπει να επιστραφεί. Τούτο δεν σημαίνει, επίσης, ότι το «υπόλοιπο» της εισφοράς για το 2015, το οποίο δεν έχει ακόμη συμψηφισθεί με μελλοντικές εισφορές, μπορεί να επιστραφεί σε τράπεζα η οποία αποχωρεί από τον ΕΕΜ πριν από το πέρας της αρχικής περιόδου και, επομένως, δεν καταβάλλει πλέον εισφορές.
109. Πιο συγκεκριμένα, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη στιγμή που οι εισφορές για το 2015 μεταφέρθηκαν στο ΕΤΕ δυνάμει της διακυβερνητικής συμφωνίας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των πόρων του. Οι εισφορές αυτές τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως όπως όλες οι λοιπές εισφορές που εξακολουθούν να εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο, αλλά μεταβιβάζονται στο ΕΤΕ δυνάμει της διακυβερνητικής συμφωνίας (60). Εξάλλου, τούτο είναι εύλογο στο μέτρο που, για τα κράτη μέλη της τραπεζικής ένωσης, το ΕΤΕ υποκατέστησε του εθνικούς μηχανισμούς χρηματοδοτήσεως (61).
110. Επομένως, το ποσό όλων των εισφορών που εισπράχθηκαν το 2015 περιλαμβάνεται εξ αρχής στον υπολογισμό του συνολικού ποσού που πρέπει να εισπραχθεί για να επιτευχθεί το εκτιμώμενο επίπεδο-στόχος του ΕΤΕ για το έτος 2024. Το ποσό αυτό θα έλειπε, εάν το υπόλοιπο από την καταβολή του 2015 επιστρεφόταν σε κάθε τράπεζα που αποχωρούσε πριν από το πέρας της αρχικής περιόδου. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τις εισφορές για το 2015, επιβάλλεται να εφαρμοσθεί η αρχή που προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού ΕΜΕ, ήτοι ότι οι δεόντως εισπραχθείσες εισφορές δεν μπορούν να επιστραφούν (62).
111. Το γεγονός που επισημαίνεται στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, δηλαδή ότι ο συμψηφισμός των εισφορών βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 ενδέχεται, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, να οδηγήσει σε αρνητικό ποσό το οποίο στη συνέχεια καταβάλλεται στην οικεία τράπεζα, δεν σημαίνει ότι οι εισφορές για το 2015 μπορούν να αφαιρεθούν από το ΕΤΕ.
112. Αντιθέτως, η καταβολή αυτή ανάγεται σε δύο συστημικούς λόγους: πρώτον, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού ΕΜΕ, δεν μπορεί να εισπραχθεί ετησίως ποσό ανώτερο από το 1/8 του επιπέδου-στόχου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ισομερή κατανομή των εισφορών, ώστε αυτές να μην επιφέρουν υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση για τον τραπεζικό τομέα η οποία θα μπορούσε να έχει αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα. Εάν όμως το αρνητικό ποσό που θα προέκυπτε, ενδεχομένως, από συμψηφισμό δεν καταβαλλόταν στην οικεία τράπεζα, το εισπραχθέν ποσό κατά τη διάρκεια του έτους αυτού θα υπερέβαινε το 1/8 του επιπέδου-στόχου. Πράγματι, οι εισφορές για το 2015 αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των πόρων του ΕΤΕ από τη στιγμή της μεταφοράς τους σε αυτό δυνάμει της διακυβερνητικής συμφωνίας (63).
113. Δεύτερον, ο τραπεζικός τομέας, στο σύνολό του, πρέπει να διαθέτει, μετά την περίοδο οκτώ ετών, τουλάχιστον το ποσό του 1 % του συνόλου των καλυπτόμενων καταθέσεων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Ωστόσο, μια μεμονωμένη τράπεζα οφείλει να συνεισφέρει στο ποσό αυτό με ένα ανώτατο ποσό, αποτελούμενο, κατ’ αρχήν, από οκτώ ετήσιες συνεισφορές. Βεβαίως, ο νομοθέτης θα μπορούσε να καθορίσει άλλη ατομική ανώτατη εισφορά, αλλά δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι το ούτως καθορισθέν ανώτατο όριο ενέχει πλάνη εκτιμήσεως (64).
114. Πάντως, για να διαθέτει ο ΕΤΕ επαρκείς πόρους κατά το πρώτο έτος της συστάσεώς του, ήταν αναγκαίο να υφίσταται ήδη κατά το έτος αυτό κεφάλαιο εκκινήσεως υπό τη μορφή εισφοράς για το 2015. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ούτε το επίπεδο-στόχος αυξήθηκε ούτε η διάρκεια της αρχικής περιόδου μειώθηκε.
115. Επομένως, ελλείψει του συμψηφισμού που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, τράπεζα η οποία είχε υποχρέωση καταβολής εισφοράς πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού ΕΜΕ και εξακολουθεί να έχει τέτοια υποχρέωση μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, θα συνεισέφερε ποσό υψηλότερο από την ανώτατη καθορισμένη εισφορά. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο κανόνας συμψηφισμού διασφαλίζει ότι η μεταφορά των εισφορών του 2015 στο ΕΤΕ δεν οδηγεί σε ανισορροπίες μεταξύ των οικείων τραπεζών ως προς την κατανομή της χρηματοοικονομικής επιβαρύνσεως.
116. Συναφώς, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν είναι πλέον υπόχρεη εισφοράς από το έτος 2019, υπολείπεται, εν πάση περιπτώσει, του ανώτατου ποσού συνεισφοράς, μολονότι δεν της έχει καταβληθεί το «υπόλοιπο». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ασφαλώς, κατέβαλε, εν τέλει, περισσότερες εισφορές από μια υποθετική τράπεζα παρόμοιου μεγέθους και προφίλ κινδύνου, η οποία άρχισε τη δραστηριότητά της την 1η Ιανουαρίου 2016 και αποχώρησε από το σύστημα κατά τον ίδιο χρόνο με την αναιρεσείουσα.
117. Όπως διευκρινίστηκε όμως ήδη, οι διαφορές ως προς την ατομική επιβάρυνση της συνεισφοράς ανάλογα με την ημερομηνία εκκίνησης της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του αρχικού σταδίου είναι εγγενείς στο σύστημα και δεν μπορούν να αποφευχθούν πλήρως (65). Τούτο οφείλεται, εν τέλει, στο γεγονός ότι το επίπεδο-στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί αμέσως εξ ολοκλήρου, αλλά μόνον κατόπιν μακράς περιόδου συνδρομής του τραπεζικού τομέα και η σύνθεση του τραπεζικού τομέα μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια ότι κάθε μεταβολή θα προκαλεί εκκίνηση «από την αρχή». Ειδάλλως, θα απειλούνταν σοβαρά ο σκοπός της επίτευξης του επιπέδου-στόχου μέχρι το έτος 2024 (66).
118. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το «υπόλοιπο» της εισφοράς για το 2015 δεν μπορεί να καταβληθεί σε τράπεζα η οποία αποχώρησε από το σύστημα κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου.
119. Ως εκ τούτου, ο έκτος και ο ένατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
3. Επί της τυπικής νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως (δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως).
120. Όσον αφορά την τυπική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 174 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η απόφαση του ΕΣΕ πληροί την απαίτηση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτουν τα ουσιώδη πραγματικά στοιχεία καθώς και η εκ μέρους του ΕΣΕ ερμηνεία της κρίσιμης νομοθεσίας επί της οποίας στηρίζει την απόρριψη του αιτήματος της αναιρεσείουσας.
121. Με τον δέκατο τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε, συναφώς, εσφαλμένο κριτήριο, καθόσον η επιβεβαίωση της αποφάσεως του ΕΣΕ απαιτούσε τη χρήση και άλλων νομικών στοιχείων στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, για τον λόγο αυτόν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκώς αιτιολογημένη. Επιπλέον, οι ερωτήσεις και οι συζητήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατέδειξαν ότι η αιτιολογία του ΕΣΕ δεν ήταν επαρκής.
122. Είναι πρόδηλο ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνει υπόψη δεόντως το πνεύμα και τον σκοπό της απαιτήσεως αιτιολογήσεως. Κατά πάγια νομολογία, σκοπός της είναι να παράσχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να αποφασίσουν, έχοντας πλήρη γνώση των στοιχείων, αν επιθυμούν να ασκήσουν προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής και στο αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία (67). Η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να διακρίνεται από την ουσιαστική ορθότητα της αιτιολογίας (68). Δηλαδή, αιτιολογία εσφαλμένη επί της ουσίας μπορεί να είναι επαρκής υπό το πρίσμα του άρθρου 296 ΣΛΕΕ (69).
123. Κατά συνέπεια, τόσο το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη άλλα νομικά στοιχεία για να επιβεβαιώσει τη νομική ερμηνεία του ΕΣΕ όσο και το γεγονός ότι ορισμένα σημεία προκάλεσαν διαφωνίες δεν μπορούν να αποδείξουν πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.
124. Ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως, λοιπόν, πρέπει επίσης να απορριφθεί.
Γ. Επί των εξόδων
125. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Συνεπώς, το Δικαστήριο αποφαίνεται με βάση το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας σχετικά με τα έξοδα. Κατά το άρθρο 138 παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΕΣΕ υπέβαλε σχετικό αίτημα, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και του ΕΣΕ.
126. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται, επίσης, στην αναιρετική διαδικασία, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αλλά αυτός έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει ότι ο εν λόγω παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.
VI. Πρόταση
127. Συνοψίζοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
1. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2. Καταδικάζει την ABLV Bank AS, υπό εκκαθάριση, να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και τα έξοδα του ΕΣΕ.
3. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.