Language of document :

Προσφυγή της 2ας Οκτωβρίου 2009 - 1. Garantovaná κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-392/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: 1. Garantovaná a.s. (Μπρατισλάβα, Σλοβακική Δημοκρατία) (εκπρόσωποι: M. Powell, Solicitor, A. Sutton και G. Forwood, Barristers)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ στην υπόθεση COMP/F/39.396 - Αντιδραστήρια με βάση το ανθρακασβέστιο και το μαγνήσιο για τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής χάλυβα και τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής αερίου, καθόσον απευθύνεται στην προσφεύγουσα·

επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με το άρθρο 2 της αποφάσεως σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ στην υπόθεση COMP/F/39.396 - Αντιδραστήρια με βάση το ανθρακασβέστιο και το μαγνήσιο για τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής χάλυβα και τον βιομηχανικό κλάδο παραγωγής αερίου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως Ε (2009) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2009, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη συμπράξεως στους τομείς του ανθρακασβεστίου και του μαγνησίου, που έχει ως αποτέλεσμα την παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ για την οποία η προσφεύγουσα κρίθηκε ως υπέχουσα ευθύνη αλληλεγγύως και από κοινού με την εταιρία Novácke chemické závody a.s. (στο εξής: NCHZ).

Η προσφεύγουσα στηρίζεται σε δύο εκτενείς ισχυρισμούς.

Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον καταλόγισε τη συμπεριφορά της NCHZ στην προσφεύγουσα, τόσο με το να αντιστρέψει μη συννόμως το βάρος αποδείξεως επιρρίπτοντάς το στην προσφεύγουσα όσο και με το να παραλείψει να ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως, αυτό καθαυτό. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το τεκμήριο, το οποίο ισχύει για τις μητρικές εταιρίες που κατέχουν πλήρως το κεφάλαιο των θυγατρικών τους, επί της προσφεύγουσας, η οποία ήταν μέτοχος που κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών μιας εταιρίας που ενεπλάκη άμεσα σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα άσκησε, πραγματικά και αποτελεσματικά, αποφασιστική επιρροή επί της NCHZ κατά την περίοδο εντός της οποίας τελέσθηκε η παράβαση.

Δεύτερον, και επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία το Πρωτοδικείο αναγνωρίσει ότι η προσφεύγουσα υπέχει ευθύνη, η προσφεύγουσα ζητεί τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε σ' αυτήν, αλληλεγγύως και από κοινού με την NCHZ, σύμφωνα με την πλήρη δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου βάσει του άρθρου 229 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 1, για τον λόγο ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το περιλαμβανόμενο στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 όριο του 10% του κύκλου εργασιών. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη καθόσον χρησιμοποίησε το 2007 ως έτος αναφοράς για τον υπολογισμό του ορίου του 10% του κύκλου εργασιών, αντί του 2008.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση της Επιτροπής να αποκλίνει από τον περιλαμβανόμενο στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 γενικό κανόνα βαρύνεται με παράβαση ουσιώδους διαδικαστικής απαιτήσεως, καθόσον η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας προτού προβεί στη σχετική ενέργεια.

Περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω της παραλείψεως της Επιτροπής να παραθέσει αιτιολογία για την επιλογή της να αποκλίνει από τον γενικό κανόνα ότι λαμβάνεται υπόψη η προηγούμενη λογιστική χρήση προκειμένου να υπολογισθεί το όριο του 10% του κύκλου εργασιών.

Όσον αφορά το ύψος του προστίμου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι αυτό είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι τη διασφάλιση του ότι δεν υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Κατά την προσφεύγουσα, το ύψος του προστίμου θα έχει ως συνέπεια τη μείωση των ανταγωνιστών και την ενίσχυση της δύναμης, εντός της αγοράς, της μεγαλύτερης εταιρίας, ήτοι της Akzo Nobel, πράγμα το οποίο αντιστρατεύεται, ως εκ τούτου, τον στόχο που καθιερώνεται στο άρθρο 3 ΕΚ.

Τέλος, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον παρέλειψε να λάβει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές 2, τις οποίες η ίδια έχει εκδώσει, σε σχέση με την ικανότητα της προσφεύγουσας να καταβάλει το πρόστιμο. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η απόρριψη των ισχυρισμών της σχετικά με την ανικανότητά της να καταβάλει το πρόστιμο πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και είναι προδήλως άτοπη, καθόσον η Επιτροπή φέρεται ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη τα αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία που της προσκομίσθηκαν, βάσει των οποίων η επιβολή του προστίμου θα έθετε ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα της προσφεύγουσας και θα προκαλούσε απώλεια του συνόλου της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 1, σ. 1)

2 - Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ C 210, σ. 2)