Language of document : ECLI:EU:T:2000:246

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 26ης Οκτωβρίου 2000 (1)

«Κοινοτικό σήμα - Λέξη TRUSTEDLINK - Απόλυτος λόγος απαραδέκτου - Αρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T-345/99,

Harbinger Corporation, με έδρα την Ατλάντα, Γεωργία (ΗΠΑ), εκπροσωπούμενη από τους R. Collin, M.-C. Mitchell και É. Logeais, δικηγόρους Παρισιού, με αντίκλητους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Decker και Braun, 16, avenue Marie-Thérèse,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (Γραφείο), εκπροσωπούμενου από τους J. Miranda de Sousa, προϊστάμενο της υπηρεσίας συντονισμού του νομικού τμήματος, και A. Di Carlo, μέλος του ίδιου τμήματος, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως του τρίτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 17ης Σεπτεμβρίου 1999 (υπόθεση R 163/1998-3), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση καταχωρήσεως της λέξεως TRUSTEDLINK ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tiili, Πρόεδρο, R. M. Moura Ramos και P. Mengozzi, δικαστές,

γραμματέας: G. Herzig, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την προσφυγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Δεκεμβρίου 1999,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 25 Φεβρουαρίου 2000,

κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 4ης Μαΐου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1.
    Στις 29 Μαρτίου 1996 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο).

2.
    Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώρηση είναι η λέξη TRUSTEDLINK.

3.
    Σύμφωνα με την αίτηση που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 29 Μαρτίου 1996, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώρηση ενέπιπταν, κατά τον διακανονισμό της Νίκαιας που αφορά την κατάταξη των προϊόντων και τωνυπηρεσιών με σκοπό την καταχώρηση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, στις ακόλουθες κατηγορίες:

«Κατηγορία 9:    Λογισμικά για το ηλεκτρονικό εμπόριο, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής ηλεκτρονικών εγγράφων, ηλεκτρονικών εγγράφων οικονομικού περιεχομένου, φακέλων και εγγράφων συναλλαγών. Λογισμικά για την επικοινωνία με ηλεκτρονικά έντυπα και ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Εργαλεία για δίκτυο και για το διαδίκτυο. Προγράμματα προσβάσεως σε δίκτυο, στο διαδίκτυο και σε βάσεις δεδομένων, προγράμματα εφαρμογής διαδικτύου και δικτύου και προγράμματα χειρισμού διαδικτύου και δικτύου.

Κατηγορία 35:    Υπηρεσίες παροχής συμβουλών στις επιχειρήσεις για τη χρήση τεχνολογικών εφαρμογών και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Υπηρεσίες παροχής τεχνικών συμβουλών για τις τεχνολογίες και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου (τεχνική στήριξη για την εκτέλεση ή τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων ή των εμπορικών λειτουργιών βιομηχανικής ή εμπορικής επιχειρήσεως).

Κατηγορία 38:    Υπηρεσίες ενσωματώσεως λογισμικών για την ενσωμάτωση τεχνολογικών εφαρμογών και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου στα συστήματα εφαρμογών των επιχειρήσεων. Υπηρεσίες επικοινωνίας για τη διαβίβαση ηλεκτρονικών εγγράφων, ηλεκτρονικών εγγράφων οικονομικού περιεχομένου, φακέλων και μηνυμάτων για συναλλαγές τα οποία περιέχονται σε ηλεκτρονικά έγγραφα, σε ηλεκτρονικά έγγραφα οικονομικού περιεχομένου, σε φακέλους και σε μηνύματα για συναλλαγές σχετικές με το ηλεκτρονικό εμπόριο.

Κατηγορία 41:    Υπηρεσίες εκπαιδεύσεως στις τεχνολογίες και στις υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου.

Κατηγορία 42:    Υπηρεσίες προς διαφόρους φορείς σχετικά με τη δημιουργία, την ανάπτυξη ή τη διαχείριση τεχνολογικών εφαρμογών και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Υπηρεσίες παροχής τεχνικών συμβουλών για τις τεχνολογίες και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου, όχι υπό μορφή άμεσης τεχνικής στήριξης για τις δραστηριότητες ή τις λειτουργίες εμπορικής επιχειρήσεως. Προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών προς ενσωμάτωση λογισμικών για την ενσωμάτωση τεχνολογικώνεφαρμογών και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου στα συστήματα εφαρμογών των επιχειρήσεων.»

4.
    Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 1998 ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση βάσει του άρθρου 38 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, με το αιτιολογικό ότι το στοιχείο TRUSTEDLINK δεν είχε διακριτικό χαρακτήρα.

5.
    Στις 8 Οκτωβρίου 1998 η προσφεύγουσα άσκησε, βάσει του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94, προσφυγή ενώπιον του Γραφείου κατά της αποφάσεως του εξεταστή.

6.
    Η προσφυγή υποβλήθηκε στον εξεταστή για προδικαστική αναθεώρηση βάσει του άρθρου 60 του κανονισμού 40/94.

7.
    Στις 6 Νοεμβρίου 1998 η προσφυγή παραπέμφθηκε στο τρίτο τμήμα προσφυγών.

8.
    Η προσφυγή απορρίφθηκε με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1999 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με το αιτιολογικό ότι η λέξη TRUSTEDLINK στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε σχέση με τα οικεία προϊόντα και τις οικείες υπηρεσίες.

Αιτήματα των διαδίκων

9.
    H προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    κυρίως, να μεταρρυθμίσει ή να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

-    να διατάξει την αναπομπή της αιτήσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο, ώστε η αίτηση αυτή να δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94,

-    επικουρικώς, να κρίνει ότι η λέξη TRUSTEDLINK είναι σύμφωνη προς το άρθρο 7 του κανονισμού 40/94 για τα εξής προϊόντα και τις εξής υπηρεσίες:

    -    υπηρεσία «παροχής συμβουλών» εμπορικού χαρακτήρα,

    -    υπηρεσία «παροχής συμβουλών» τεχνικού χαρακτήρα,

    -    υπηρεσίες επιμορφώσεως,

    -    προγραμματισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών,

-    στην περίπτωση αυτή, να διατάξει, κατόπιν μεταρρυθμίσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, την αναπομπή της αιτήσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο, ώστε η αίτηση αυτή να δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94, για τα προϊόντα αυτά και τις υπηρεσίες αυτές,

-    να καταδικάσει το Γραφείο στα δικαστικά έξοδα.

10.
    Το Γραφείο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την προσφυγή,

-    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

11.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα παραιτήθηκε τόσο από το κύριο όσο και από το επικουρικό αίτημά της περί αναπομπής της αιτήσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο προς δημοσίευσή της σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94, την παραίτηση δε αυτή έλαβε υπόψη του το Πρωτοδικείο.

Σκεπτικό

12.
    Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, από τους οποίους ο πρώτος αφορά την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 40/94 και ο δεύτερος την παραβίαση της υποχρεώσεως παραθέσεως αιτιολογίας.

Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά την παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 40/94

Επιχειρήματα των διαδίκων

13.
    Κατά την προσφεύγουσα, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι η λέξη TRUSTEDLINK δεν μπορεί να χρησιμεύσει για να διακρίνονται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της προσφεύγουσας έναντι των προϊόντων και υπηρεσιών άλλων επιχειρήσεων ενέχει νομικό σφάλμα.

14.
    Κατά την προσφεύγουσα, οι διάφοροι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου, τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β´, γ´ και δ´, του κανονισμού 40/94, πρέπει να ερμηνευθούν ως σύνολο και από την ερμηνεία αυτή προκύπτει ότι ένα σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα, όταν δεν είναι ούτε περιγραφικό ούτε σύνηθες. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ένα σημείο είναι σύνηθες ή γενικό όταν αποτελείται από λέξη άμεσα συνδεδεμένη με τη φύση ή τη λειτουργία του προϊόντος ή με τους γλωσσικούς κανόνες και τις γλωσσικές συνήθειες. Ένα σημείο είναι περιγραφικό, όταν περιγράφει τον χρονικά και τοπικά άμεσο προορισμό του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αφορά. Επιπλέον, ένα σημείο δεν είναι αποκλειστικά περιγραφικό, αν περιλαμβάνει περιγραφικούς και ασυνήθιστα εντυπωσιακούς όρους. Κατά συνέπεια, για να προβληθεί απόλυτος λόγος απαραδέκτου, το σημείο πρέπει να αποτελείται μόνον από συνήθεις ή περιγραφικούς όρους.

15.
    Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι ο διακριτικός χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται μόνο σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώρηση του σημείου.

16.
    Όσον αφορά τον όρο «trusted», η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν χρησιμοποιείται γενικά στον τομέα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών και ότι δεν προσδιορίζει ούτε καμία ουσιώδη ιδιότητα των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών ούτε τον προορισμό τους. Τούτο ισχύει και για τη λέξη «link», η οποία δεν αποτελεί γενικό όρο στον τομέα των υπηρεσιών πληροφορικής.

17.
    Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός ότι η λέξη TRUSTEDLINK έχει καταχωρηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες ως σήμα αποδεικνύει ότι ο όρος «link» δεν είναι συνήθης στον τομέα των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών.

18.
    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός των λέξεων «trusted» και «link» για τον προσδιορισμό των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών αποτελεί καρπό μιας πλήρως αυθαίρετης επιλογής, διότι η λέξη TRUSTEDLINK δεν περιέχεται στα λεξικά. Επιπλέον, η λέξη αυτή δεν αποτελείται αποκλειστικά από περιγραφικές ή συνήθεις λέξεις. Τέλος, αυτός ο συνδυασμός λέξεων μπορεί να ισχύει για πληθώρα προϊόντων και υπηρεσιών που να μην ανήκουν στον τομέα της πληροφορικής.

19.
    Η προσφεύγουσα τονίζει ότι τα οικεία προϊόντα και οι οικείες υπηρεσίες προορίζονται για πελάτες που έχουν την αναγκαία πληροφόρηση και για τους οποίους ο κίνδυνος συγχύσεως είναι μικρότερος από ό,τι για τον μέσο καταναλωτή.

20.
    Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι η λέξη TRUSTEDLINK υποδηλώνει, το πολύ, την εγγύηση που παρέχει σε μια επιχείρηση η δημιουργία ενός τόπου στο διαδίκτυο για την πραγματοποίηση εμπορικών συναλλαγών, χωρίς όμως να περιγράφει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες ή τις ουσιώδεις ιδιότητές τους.

21.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα υποστήριξε επίσης ότι η εκ μέρους του Γραφείου εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα των σημείων που περιέχουν τον όρο «link» στερείται λογικής συνοχής.

22.
    Τέλος, η προσφεύγουσα ενέμεινε επί του επικουρικού αιτήματός της, με το οποίο ζητεί να κριθεί η λέξη TRUSTEDLINK σύμφωνη με το άρθρο 7 του κανονισμού 40/94 για ένα μέρος των οικείων προϊόντων και υπηρεσιών, και συγκεκριμένα για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρατίθενται στην αίτησή της της 29ης Μαρτίου 1996 ως ανήκοντα στις κατηγορίες 35, 38, 41 και 42.

23.
    Το Γραφείο αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας κατά την οποία το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 40/94 δεν έχει αυτοτελές πεδίο εφαρμογής.

24.
    Το Γραφείο υπενθυμίζει ότι ένα σημείο στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 7, δεν μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία σήματος, διότι το κοινό δεν το θεωρεί ως σήμα (εκτός της περιπτώσεως κατά την οποία ο διακριτικός χαρακτήρας έχει αποκτηθεί λόγω της πραγματοποιηθείσας χρήσεως του σήματος). Συγκεκριμένα, το εν λόγω σημείο δεν μπορεί να αποτελεί σύμβολο για τον συσχετισμό του προϊόντος ή της υπηρεσίας προς την επιχείρηση που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή ή τη διανομή του.

25.
    Κατά το Γραφείο, ένα σημείο στερείται διακριτικού χαρακτήρα, αν παρέχει μόνο πληροφορίες σχετικά με τις ιδιότητες ή τα πλεονεκτήματα του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το Γραφείο φρονεί ότι ένα σημείο, για να έχει διακριτικό χαρακτήρα, πρέπει να εξυπηρετεί περισσότερο τη διάκριση της οικείας επιχειρήσεως από τις ανταγωνίστριές της παρά να παρέχει στο κοινό πληροφορίες για προϊόντα ή υπηρεσίες.

26.
    Το Γραφείο ισχυρίζεται ότι ο όρος «link» παραπέμπει, για μεγάλο αριθμό καταναλωτών, στο διαδίκτυο και στο κυριότερο δίκτυό του, το World Wide Web (τον Παγκόσμιο Ιστό), διότι το διαδίκτυο αποτελεί ένα τεράστιο σύνολο διασυνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και τερματικών και το World Wide Web αποτελείται από ένα σύνολο σελίδων γραφικών και πολυμέσων που είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους με συνδέσμους υπερκειμένων. Ο όρος «link» («σύνδεση» ή «σύνδεσμος») είναι ο μόνος χρησιμοποιούμενος όρος για να υποδηλώσει αυτό το ουσιώδες τεχνικό χαρακτηριστικό της εν λόγω τεχνολογίας επικοινωνιών.

27.
    Επιπλέον, ο όρος «trusted» («αξιόπιστο») υποδηλώνει μόνον ένα ευκταίο χαρακτηριστικό κάθε συνδέσεως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών εν γένει και του ηλεκτρονικού εμπορίου ειδικότερα. Ο συσχετισμός του με τον όρο «link» δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο τελευταίος αυτός όρος στερείται διακριτικού χαρακτήρα. Επομένως, ο συνδυασμός των λέξεων «trusted» και «link» δεν καθιστά δυνατή τη διάκριση των προϊόντων και υπηρεσιών της προσφεύγουσας από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

28.
    Όσον αφορά το γεγονός ότι η λέξη TRUSTEDLINK έχει καταχωρηθεί ως σήμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Γραφείο ισχυρίζεται ότι η καταχώρηση σήματος σε χώρα εκτός της Κοινότητας, η οποία όμως εφαρμόζει παρόμοιους κανόνες ως προς τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου και της οποίας η γλώσσα είναι ίδια με τη γλώσσα του αιτουμένου σήματος, μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ένδειξη για το ότι δεν συντρέχουν απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου. Η καταχώρηση όμως αυτή δεν δεσμεύει το Γραφείο.

29.
    Το Γραφείο φρονεί τέλος ότι τα ανωτέρω επιχειρήματα ισχύουν για το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

30.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β´, γ´ και δ´, του κανονισμού 40/94 πρέπει να τύχουν συνολικής ερμηνείας, από την οποία προκύπτει ότι ένα σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα, αν δεν είναι ούτε περιγραφικό (στοιχείο γ´) ούτε σύνηθες (στοιχείο δ´).

31.
    Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως ορθά παρατήρησε το Γραφείο, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου που έχουν σχέση με την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα και τον περιγραφικό και συνήθη χαρακτήρα έχουν διαφορετικά πεδία εφαρμογής και δεν τελούν σε σχέση αλληλεξαρτήσεως ούτε αλληλοαποκλείονται. Έτσι, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι είναι αρκετό να ισχύει ένας από τους απαριθμούμενους απόλυτους λόγους απαραδέκτου προκειμένου ένα σημείο να μην μπορεί να καταχωρηθεί ως κοινοτικό σήμα [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 1999, Τ-163/98, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Baby-Dry), Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2383, σκέψη 29, και της 12ης Ιανουαρίου 2000, T-19/99, DKV κατά ΓΕΕΑ (Companyline), Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-1, σκέψη 30]. Επιπλέον, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί ισχύουν αυτοτελώς, μπορούν επίσης να εφαρμόζονται σωρευτικώς.

32.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το σημείο TRUSTEDLINK στερείται διακριτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 40/94, σε σχέση με τα προϊόντα για τα οποία ή με τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώρηση του σημείου.

33.
    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 40/94, το καθοριστικό στοιχείο προκειμένου ένα επιδεκτικό γραφικής παράστασης σημείο να μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα συνίσταται στο αν καθιστά δυνατή τη διάκριση των προϊόντων μιας επιχειρήσεως από αυτά μιας άλλης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Baby-Dry, σκέψη 20).

34.
    Το επίμαχο εν προκειμένω σημείο αποτελείται αποκλειστικά από τις λέξεις «trusted» και «link», οι οποίες αμφότερες είναι συνήθεις λέξεις στις αγγλόφωνες χώρες τόσο εντός όσο και εκτός της Κοινότητας.

35.
    Ο όρος «link» σημαίνει αυτό που συνδέει. Έχει ιδιαίτερη έννοια στον χώρο της πληροφορικής, καθόσον υποδηλώνει κυρίως τις συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων διακομιστών δεδομένων του διαδικτύου. Δεδομένου ότι το διαδίκτυο, και ειδικότερα το World Wide Web, είναι απλώς ένα τεράστιο δίκτυο ηλεκτρονικής διαβιβάσεως δεδομένων, το οποίο βασίζεται στις συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων διακομιστών ή στις συνδέσεις που επιτρέπουν τη μετάβαση σε άλλη σελίδα του ίδιου εγγράφου, η λέξη «link» πρέπει να θεωρηθεί ως γενικός όρος στο εν λόγω πλαίσιο. Ο όρος «link» («σύνδεση» ή «σύνδεσμος») είναι ο μόνος χρησιμοποιούμενος όρος για να υποδηλώσει αυτό το ουσιώδες τεχνικό χαρακτηριστικό της εν λόγω τεχνολογίας επικοινωνιών. Επιπλέον, η ειδικευμένη αυτή έννοια είναι σαφής ακόμη και για τους μη αγγλόφωνους, όπως άλλωστε, πράγμα προφανές, και για τους ειδικούς στον τομέα της πληροφορικής.

36.
    Το σημείο TRUSTEDLINK υποδηλώνει συνεπώς έναν αξιόπιστο σύνδεσμο ή μια σύνδεση στην οποία μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη. Συνεπώς, ο συνδυασμός των λέξεων «trusted» και «link», ανεξάρτητα από το αν είναι γραμμένος χωριστά ή ως μία λέξη, περιγράφει απλώς την επιθυμητή ιδιότητα ενός συνδέσμου, και συγκεκριμένα την αξιοπιστία. Έτσι, το επίμαχο σημείο αποτελείται από δύο λέξεις, από τις οποίες η μία είναι γενικός όρος και υποδηλώνει απλώς ένα ουσιώδες τεχνικό χαρακτηριστικό του ηλεκτρονικού εμπορίου, ενώ η άλλη υποδηλώνει την επιθυμητή ιδιότητά του.

37.
    Το ότι οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται ενωμένες, χωρίς καμία γραφική ή εννοιολογική μεταβολή, δεν παρουσιάζει κανένα πρόσθετο στοιχείο ικανό να καταστήσει το σημείο, ως σύνολο, κατάλληλο προς διάκριση των προϊόντων και των υπηρεσιών της προσφεύγουσας από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων. Εξάλλου, το γεγονός ότι η λέξη TRUSTEDLINK δεν περιλαμβάνεται στα λεξικά ως τοιαύτη - είτε γραφόμενη ως μία λέξη είτε όχι - ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή (προπαρατεθείσα απόφαση Companyline, σκέψη 26).

38.
    Κατά συνέπεια, το σημείο TRUSTEDLINK στερείται διακριτικού χαρακτήρα.

39.
    Πρέπει να τονιστεί ότι το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας, με το οποίο ζητείται να κριθεί η λέξη TRUSTEDLINK σύμφωνη με το άρθρο 7 του κανονισμού 40/94 για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην αίτηση καταχωρήσεως ως ανήκοντα στις κατηγορίες 35, 38, 41 και 42, πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους με τους ανωτέρω απαριθμούμενους λόγους. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση του απόλυτου λόγου απαραδέκτου που προκύπτει από την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα πρέπει να είναι ακριβώς η ίδια, αφού όλα τα προϊόντα και όλες οι υπηρεσίες που αφορά η αίτηση καταχωρήσεως έχουν σχέση με το ηλεκτρονικό εμπόριο.

40.
    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το Γραφείο έχει επιτρέψει την καταχώρηση ως κοινοτικών σημάτων σημείων που περιλαμβάνουν τη λέξη «link», αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι επρόκειτο για σημεία ή για καταστάσεις που μπορούν να συγκριθούν με το επίμαχο εν προκειμένω σημείο ή την προκειμένη κατάσταση. Επιπλέον, το Γραφείο ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για εικαστικά σήματα. Κατά συνέπεια, ούτε αυτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας μπορεί να γίνει δεκτό.

41.
    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η καταχώρηση της λέξεως TRUSTEDLINK ως σήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες αποδεικνύει τον διακριτικό χαρακτήρα της, πρέπει να υπενθυμιστεί το σκεπτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 16ης Φεβρουαρίου 2000, Τ-122/99, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα σαπουνιού, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-265, σκέψεις 60 έως 63). Με την εν λόγω απόφαση το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το κοινοτικό σήμα έχει ως σκοπό, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, νακαθιστά δυνατό στις επιχειρήσεις «να προσδιορίζουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους κατά τρόπο ενιαίο στο σύνολο της Κοινότητας, ανεξαρτήτως συνόρων» και ότι «οι καταχωρήσεις που πραγματοποιούνται στο εξής στα κράτη μέλη συνιστούν, επομένως, ένα στοιχείο το οποίο, χωρίς να είναι καθοριστικό, μπορεί μόνο να ληφθεί υπόψη για την καταχώρηση κοινοτικού σήματος». Από την απόφαση αυτή του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η καταχώρηση εθνικού σήματος δεν δεσμεύει το Γραφείο και, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη όταν έκρινε ότι δεν δεσμευόταν από την καταχώρηση του σήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.

42.
    Κατά συνέπεια, ορθώς το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε ότι η λέξη TRUSTEDLINK δεν μπορεί, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 40/94, να αποτελέσει κοινοτικό σήμα.

43.
    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

44.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον παρέλειψε, αφενός, να αιτιολογήσει την ανάλυσή του για όλες τις κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών για τα οποία είχε ζητηθεί η προστασία και, αφετέρου, να αναφέρει τα κράτη μέλη στα οποία ισχύει ως λόγος απαραδέκτου η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα.

45.
    Το Γραφείο παρατηρεί ότι το τμήμα προσφυγών ανάλυσε τον διακριτικό χαρακτήρα του σημείου TRUSTEDLINK λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών που μνημονεύονταν στην αίτηση κοινοτικού σήματος.

46.
    Επιπλέον, το Γραφείο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προβλέπει ότι «η παράγραφος 1 [του ίδιου άρθρου] εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας».

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

47.
    Πρώτον, από την απόφαση του τμήματος προσφυγών προκύπτει ότι τα νομικά περιστατικά και οι νομικοί λόγοι τους οποίους δέχθηκε το τμήμα αυτό για να αιτιολογήσει την έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σημείου TRUSTEDLINK ισχύουν για όλες τις κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών που αφορούσε η αίτηση καταχωρήσεως.

48.
    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η ύπαρξη λόγων απαραδέκτου σε τμήμα μόνον της Κοινότητας αρκεί για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου. Στην προκειμένη υπόθεση,η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο γεγονός ότι ο όρος TRUSTEDLINK δεν επιτρέπεται να τυγχάνει προστασίας στις αγγλόφωνες χώρες.

49.
    Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

50.
    Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

51.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του καθού.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)        Απορρίπτει την προσφυγή.

2)        Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Tiili

Moura Ramos
Mengozzi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Οκτωβρίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

P. Mengozzi


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.