Language of document : ECLI:EU:T:2015:500

Υποθέσεις T‑413/10 και T‑414/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Socitrel — Sociedade Industrial de Trefilaria, SA

και

Companhia Previdente — Sociedade de Controle de Participações Financeiras, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Εύλογη προθεσμία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως — Απαίτηση διασαφηνίσεως όλων των ουσιωδών πραγματικών και νομικών στοιχείων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Αποτρεπτικός χαρακτήρας — Εφαρμογή συντελεστή προσαυξήσεως επί του βασικού ποσού — Παραπομπή στις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο εξετάσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως — Επαρκής αιτιολογία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 25)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Παραβίαση — Συνέπειες — Ακύρωση της αποφάσεως που διαπιστώνει παράβαση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας — Προϋπόθεση — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων — Παράγοντες που δύνανται να εξηγήσουν τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Παραβίαση — Προϋποθέσεις — Έκδοση από την Επιτροπή τροποποιητικής αποφάσεως μετά την άσκηση προσφυγής κατά της αρχικής αποφάσεως — Τήρηση του καθήκοντος επιμέλειας και σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

5.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών, των οποίων το κεφάλαιο αυτή κατέχει στο σύνολο ή σχεδόν στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως εταιρίας χαρτοφυλακίου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

6.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών, των οποίων το κεφάλαιο αυτή κατέχει στο σύνολο ή σχεδόν στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως εταιρίας χαρτοφυλακίου — Υποχρεώσεις αποδείξεως που βαρύνουν την εταιρία η οποία επιθυμεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό — Ανεπαρκή στοιχεία για την ανατροπή του τεκμηρίου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

7.      Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών, των οποίων το κεφάλαιο αυτή κατέχει στο σύνολο ή σχεδόν στο σύνολό του — Μαχητό τεκμήριο — Συνεκτίμηση στο πλαίσιο τηρήσεως των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας, του προσωποπαγούς των ποινών, της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας των όπλων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Υπολογισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Συνολικός κύκλος εργασιών όλων των εταιριών οι οποίες συνιστούν την οικονομική οντότητα που ενεργεί ως επιχείρηση κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής του προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Υπολογισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Κύκλος εργασιών του οικονομικού έτους που προηγείται της ημερομηνίας επιβολής του προστίμου — Συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών άλλου προγενέστερου οικονομικού έτους — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Σοβαρότητα της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως — Διάκριση — Σύμπραξη η οποία έχει πολλές πτυχές — Τήρηση των αρχών της αναλογικότητας και της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13 και 22)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κλιμακωτός καθορισμός του ποσοστού σοβαρότητας βάσει των διαφόρων κατηγοριών επιχειρήσεων που διέπραξαν ενιαία παράβαση — Μικρή απόκλιση μεταξύ των ποσοστών που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις οι οποίες διέπραξαν την παράβαση — Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Εκτίμηση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

12.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Εσφαλμένη εκτίμηση εκ μέρους της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως της νομικής καταστάσεώς της — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

13.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθήσει την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

14.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Επιχείρηση που επέδειξε παθητική συμπεριφορά ή μιμήθηκε άλλες επιχειρήσεις — Ελαφρυντική περίσταση που δεν περιλαμβάνεται στις νέες κατευθυντήριες γραμμές — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημεία 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

15.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Συνεργασία της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιείκειας — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

16.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Μέγιστο ύψος — Υπολογισμός — Εταιρίες που αποτέλεσαν μια επιχείρηση κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου και εταιρία η οποία εξαγόρασε συμμέτοχο μετά την παράβαση — Εφαρμογή διαφορετικών τρόπων υπολογισμού του ανωτάτου ορίου — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν συντρέχει

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 106)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 135-137)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας των διοικητικών διαδικασιών μπορεί να έχει δύο ειδών συνέπειες.

Αφενός, εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας επηρέασε την έκβαση της διαδικασίας, η πλημμέλεια αυτή μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας συνιστά λόγο ακυρώσεως μόνο σε περίπτωση αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεων και εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής έθιξε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Εκτός της ειδικής αυτής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου δεν επηρεάζει το κύρος της διοικητικής διαδικασίας δυνάμει του κανονισμού 17. Εντούτοις, καθόσον ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας σε διοικητικές διαδικασίες στον τομέα του ανταγωνισμού, πρέπει να αποφευχθεί τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα αυτά να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του ερευνητικού σταδίου όσο και το ενδεχόμενο η εν λόγω διάρκεια να δυσχεράνει τη συγκέντρωση αποδείξεων που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της υπάρξεως συμπεριφορών ικανών να στοιχειοθετήσουν ευθύνη των σχετικών επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, η εξέταση του ενδεχομένου παρακωλύσεως της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο στάδιο κατά το οποίο τα δικαιώματα αυτά παράγουν τα πλήρη αποτελέσματά τους, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, το οποίο εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων έως την έκδοση της τελικής αποφάσεως. Η εξέταση των αιτίων ενδεχόμενης μειωμένης αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να επεκτείνεται σε ολόκληρη τη διαδικασία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής διάρκειάς της.

Αφετέρου, εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας δεν επηρεάζει την έκβαση της διαδικασίας, η πλημμέλεια αυτή μπορεί να οδηγήσει τον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, να επανορθώσει δεόντως τη βλάβη που απορρέει από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, μειώνοντας, ενδεχομένως, το ποσό του επιβληθέντος προστίμου.

Συναφώς, προκειμένου να εξηγηθεί η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στην περίπτωση συμπράξεων πρέπει να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, η διάρκεια της συμπράξεως, η ιδιαιτέρως εκτενής γεωγραφική εμβέλειά της, η οργάνωση της συμπράξεως από γεωγραφικής και χρονολογικής απόψεως, ο αριθμός των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της συμπράξεως, ο αριθμός των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, ο αριθμός των αιτήσεων περί επιείκειας και ο όγκος των καταρτισθέντων σε διάφορες γλώσσες εγγράφων, τα οποία είτε προσκομίστηκαν στο πλαίσιο αυτό είτε κατασχέθηκαν κατά τους ελέγχους και πρέπει να εξεταστούν από την Επιτροπή, οι διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ο αριθμός των αποδεκτών της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ο αριθμός των γλωσσών διαδικασίας, καθώς και οι διάφορες αιτήσεις που αφορούν την ικανότητα καταβολής προστίμου.

(βλ. σκέψεις 151-155, 168, 169)

4.      Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης. Το δικαίωμα επικλήσεως της εν λόγω αρχής προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να είναι ικανές να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

Εξάλλου, το καθήκον επιμέλειας συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Είναι, επίσης, θεμιτό και προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της διοικήσεως τα θεσμικά όργανα να διορθώνουν τα σφάλματα και τις παραλείψεις αποφάσεων. Η Επιτροπή δεν μπορεί, πράγματι, να επιτρέπει να υφίσταται στην έννομη τάξη μια απόφαση που πάσχει από σφάλματα ή παραλείψεις και, στο μέτρο αυτό, είναι θεμιτό και προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της διοικήσεως το θεσμικό όργανο να διορθώσει τα σφάλματα και τις παραλείψεις της αρχικής αποφάσεως. Συνεπώς, εάν η Επιτροπή εξέδωσε, για τον σκοπό αυτό, τροποποιητική απόφαση μετά την άσκηση ένδικης προσφυγής κατά της αρχικής αποφάσεως και οι προσφεύγοντες κλήθηκαν να προσαρμόσουν τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά τους μετά την έκδοση της τροποποιητικής αποφάσεως, τότε δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας.

Περαιτέρω, στο μέτρο που η Επιτροπή δικαιούται, προς το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως, να διορθώσει την αρχική απόφαση που πάσχει από σφάλματα και παραλείψεις, καμία συγκεκριμένη, ανεπιφύλακτη και συγκλίνουσα διαβεβαίωση από αξιόπιστες και αρμόδιες πηγές δεν μπορεί να έχει παρασχεθεί από τη διοίκηση για τη διατήρηση μιας τέτοιας αποφάσεως έως την ενδεχόμενη ακύρωσή της από τον δικαστή της Ένωσης.

Εξάλλου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή καμία αθέμιτη και κακόπιστη συμπεριφορά για τον λόγο και μόνον ότι τροποποίησε απόφαση, η οποία έπασχε, κατά δική της ομολογία, από διάφορα σφάλματα και παραλείψεις.

(βλ. σκέψεις 174-176, 179, 182, 185, 187-189)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 197-208, 220, 228, 238)

6.      Στο πλαίσιο παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, όταν μια μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου που ελήφθη υπόψη εις βάρος της, η Επιτροπή δικαιούται να επικαλεστεί το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής. Το εν λόγω τεκμήριο δεν μπορεί να ανατραπεί διά της αποδείξεως και μόνον του γεγονότος ότι η θυγατρική είναι αυτή που διαχειρίζεται τις συγκεκριμένες πτυχές της εμπορικής πολιτικής της χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες. Ως εκ τούτου, η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν μπορεί να αποδειχθεί διά της αποδείξεως και μόνον του γεγονότος ότι διαχειρίζεται αυτοτελώς συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής της σχετικά με την εμπορία των προϊόντων τα οποία αφορά η παράβαση.

Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν εκτιμάται με γνώμονα μόνον τις πτυχές της επιχειρησιακής διαχειρίσεως της επιχειρήσεως, το γεγονός ότι η θυγατρική ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή, προς όφελος της μητρικής εταιρίας, μια ειδική πολιτική παροχής πληροφοριών επί της σχετικής αγοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρκεί για να αποδειχθεί η αυτοτέλειά της. Ομοίως, το γεγονός ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η μητρική εταιρία έδωσε εντολές στη θυγατρική της δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν τέτοιες εντολές. Συναφώς, η εκπροσώπηση της μητρικής εταιρίας στα όργανα διοικήσεως της θυγατρικής της συνιστά πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο της ασκήσεως πραγματικού ελέγχου επί της εμπορικής πολιτικής της.

Περαιτέρω, στη μητρική εταιρία μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη για παράβαση θυγατρικής, ακόμη κι αν στον όμιλο υπάρχουν πολλές εταιρίες που ασκούν δραστηριότητες. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία είναι απλώς εταιρία χαρτοφυλακίου που δεν ασκεί δραστηριότητα δεν αρκεί για να ανατρέψει το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής και ουδόλως αντιστρέφει το βάρος αποδείξεως. Συναφώς το γεγονός ότι η μητρική εταιρία περιορίζεται στη διαχείριση των συμμετοχών της, δεδομένης της εταιρικής μορφής της και του καταστατικού σκοπού της, δεν αρκεί από μόνο του για να ανατρέψει το τεκμήριο που εφαρμόζει η Επιτροπή.

Επίσης, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία και η θυγατρική της είναι εταιρίες με διαφορετική νομική προσωπικότητα και έχουν διαφορετικούς μετόχους και εταιρικές έδρες είναι άνευ σημασίας, καθόσον αποτελούν την ίδια επιχείρηση.

Ομοίως, είναι άνευ σημασίας η ύπαρξη εθνικής ρυθμίσεως κατά την οποία οι διαχειριστές της μητρικής εταιρίας δεν την εκπροσωπούν όταν μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της θυγατρικής της. Πράγματι, μια εταιρία δεν μπορεί να επικαλείται την εθνική νομοθεσία για να αποφύγει τους κανόνες της Ένωσης, καθόσον οι νομικές έννοιες που χρησιμοποιούνται στο δίκαιο της Ένωσης πρέπει κατ’ αρχήν να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλη την Ένωση.

Εξάλλου, για να ανατραπεί το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής δεν αρκεί ούτε το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν δραστηριοποιείται στον κλάδο τον οποίο αφορά η παράβαση.

Επιπροσθέτως, η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι η προγενέστερη εκτελεστική διοίκηση παρέμεινε υπό τις εντολές της επιχειρήσεως μετά την εξαγορά της θυγατρικής από τη μητρική εταιρία.

Τέλος, στο μέτρο που ο καταλογισμός σε επιχείρηση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν προϋποθέτει πράξη ή έστω γνώση της παραβάσεως αυτής εκ μέρους των εταίρων ή των κυριότερων διαχειριστών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, αλλά πράξη προσώπου το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της είναι άνευ σημασίας για την ενδεχόμενη στοιχειοθέτηση εις ολόκληρον ευθύνης της για τη συμπεριφορά της.

(βλ. σκέψεις 210-214, 240-253)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 235-237)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 258-264)

9.      Όσον αφορά τον προσδιορισμό του «προηγούμενου οικονομικού έτους», κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η επιχείρηση έπαυσε τις εμπορικές της δραστηριότητες ή εξέτρεψε δολίως τον κύκλο εργασιών της προκειμένου να αποφύγει την επιβολή βαρέος προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το ανώτατο όριο του προστίμου με βάση τον πλέον πρόσφατο κύκλο εργασιών ο οποίος αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος οικονομικής δραστηριότητας. Συναφώς, η Επιτροπή δεν έχει την αυθαίρετη εξουσία να εφαρμόζει το ανώτατο όριο του 10 % σε οικονομικά έτη προγενέστερα του οικονομικού έτους που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη ένα τέτοιο προγενέστερο οικονομικό έτος μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, για παράδειγμα, η οικεία επιχείρηση δεν πραγματοποίησε κανέναν κύκλο εργασιών κατά το προγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής οικονομικό έτος. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή δεν διαθέτει, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή του οικονομικού έτους που θα χρησιμοποιήσει για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου. Πράγματι, υποχρεούται να παραπέμπει στο τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος που αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος κανονικών οικονομικών δραστηριοτήτων.

Συναφώς, καίτοι, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει, κατ’ αρχήν, να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η οικεία επιχείρηση κατά το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής του προστίμου, εντούτοις, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο και τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας η εν λόγω διάταξη αποτελεί μέρος, όταν ο κύκλος εργασιών του οικονομικού έτους που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής δεν αντιπροσωπεύει μια πλήρη περίοδο κανονικής οικονομικής δραστηριότητας δώδεκα μηνών και, συνεπώς, δεν παρέχει καμία χρήσιμη ένδειξη για την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως και το κατάλληλο ύψος του προστίμου που πρέπει να της επιβληθεί, ο εν λόγω κύκλος εργασιών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου. Στην περίπτωση αυτή, η οποία συντρέχει μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη, για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του προστίμου, το τελευταίο πλήρες οικονομικό έτος που αντικατοπτρίζει ένα πλήρες έτος κανονικών οικονομικών δραστηριοτήτων.

Πράγματι, η αναφορά σε «πλήρες οικονομικό έτος κανονικής οικονομικής δραστηριότητας» αποσκοπεί στο να μη λαμβάνεται υπόψη ένα οικονομικό έτος κατά το οποίο η οικεία επιχείρηση βρισκόταν στο στάδιο περατώσεως των δραστηριοτήτων της, χωρίς όμως να έχει παύσει ακόμη κάθε οικονομική δραστηριότητα, και, γενικότερα, ένα οικονομικό έτος κατά το οποίο η συμπεριφορά της εν λόγω επιχειρήσεως στην αγορά δεν αντιστοιχούσε στη συμπεριφορά επιχειρήσεως που ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά τη συνήθη του όρου έννοια. Αντιθέτως, μόνον το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών ή το κέρδος που έχει πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένη εταιρική χρήση υπολείπονται ή υπερβαίνουν κατά πολύ τον κύκλο εργασιών ή το κέρδος που έχει πραγματοποιηθεί σε προγενέστερες χρήσεις δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη χρήση δεν αποτελεί πλήρες οικονομικό έτος κανονικής οικονομικής δραστηριότητας.

(βλ. σκέψεις 265-268)

10.    Για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως και όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με την εκτίμηση της σοβαρότητάς της. Στο πλαίσιο αυτό, η σοβαρότητα των παραβάσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού πρέπει να στηρίζεται σε ικανό αριθμό στοιχείων όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι ιδιομορφίες της υποθέσεως, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, χωρίς όμως να υφίσταται δεσμευτική ή εξαντλητική απαρίθμηση κριτηρίων τα οποία πρέπει υποχρεωτικώς να λαμβάνονται υπόψη. Στα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων συγκαταλέγονται η συμπεριφορά εκάστης των επιχειρήσεων, ο ρόλος τους στη δημιουργία της συμπράξεως, το κέρδος που μπόρεσαν να αποκομίσουν από αυτή, το μέγεθός τους και η αξία των σχετικών εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις αυτού του είδους για τους σκοπούς της Ένωσης.

Συναφώς, καίτοι το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν συμμετέσχε σε όλες τις συστατικές μιας συμπράξεως παραμέτρους ή διαδραμάτισε ήσσονα ρόλο σε όποιες πτυχές συμμετέσχε δεν ασκεί καμία επιρροή στην απόδειξη της διαπράξεως εκ μέρους της παραβάσεως, η περιορισμένη σημασία της συμμετοχής της οικείας επιχειρήσεως μπορεί, εντούτοις, να επηρεάσει την εκτίμηση του περιεχομένου και της σοβαρότητάς της και, επομένως, την επιμέτρηση της κυρώσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της συμμετοχής κάθε παραβάτη σε σύμπραξη, το γεγονός ότι ορισμένοι παραβάτες, ενδεχομένως, δεν έχουν κριθεί υπεύθυνοι για όλες τις πτυχές της εν λόγω συμπράξεως.

Εξάλλου, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, η εν λόγω αρχή επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μη βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων και δεν πρέπει να προσδίδεται σε κανένα από τα στοιχεία αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση με τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως. Η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται στο πλαίσιο αυτό ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, συναφώς, να εφαρμόζει τα στοιχεία αυτά κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο.

(βλ. σκέψεις 277-282)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 283, 288, 290-293)

12.    Στο πλαίσιο καθορισμού του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι το μικρό μέγεθος μιας εμπλεκομένης επιχειρήσεως και η συμμετοχή της σε οικογενειακό όμιλο επηρεάζουν τις νομικές και οικονομικές γνώσεις της και την παρεμπόδισαν να υπολογίσει την ακριβή έκταση της παραβάσεως στην οποία συμμετείχε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Πράγματι, κατ’ αρχήν οι ίδιες οι επιχειρήσεις φέρουν τον κίνδυνο τυχόν εσφαλμένης εκτιμήσεως της νομικής καταστάσεώς τους, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα ότι άγνοια νόμου δεν συγχωρείται.

(βλ. σκέψεις 301, 304)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 307)

14.    Όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, όταν διαπράττεται παράβαση από πλείονες επιχειρήσεις πρέπει να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής καθεμιάς από αυτές, για να καθοριστεί αν υφίστανται, ως προς αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πρέπει να αναγνωριστεί προς όφελος επιχειρήσεως ελαφρυντική περίσταση λόγω μη εφαρμογής παραβατικών συμφωνιών πρέπει να εξεταστεί εάν η επιχείρηση προέβαλε επιχειρήματα τα οποία αποδεικνύουν ότι, την περίοδο κατά την οποία είχε προσχωρήσει στις παραβατικές συμφωνίες, απείχε πράγματι από την εφαρμογή τους ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή τουλάχιστον ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στο να τεθεί σε εφαρμογή η σύμπραξη αυτή σε σημείο που να έχει διαταραχθεί η ίδια η λειτουργία της.

Εάν αποδειχθεί ότι η αυτουργός της παραβάσεως επιχείρηση έλαβε υπόψη τις μυστικές συνεννοήσεις της συμπράξεως για να καθορίσει τη συμπεριφορά της στην οικεία αγορά, δεν αρκεί η μη συμμετοχή της σε μια ή περισσότερες από τις συνεννοήσεις αυτές αφ’ εαυτής, ακόμη κι αν τούτη έχει αποδειχθεί, προς πλήρωση της απαιτούμενης από τη νομολογία προϋποθέσεως κατά την οποία, για να τύχουν της ελαφρυντικής περιστάσεως που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (κατευθυντήριες γραμμές του 2006), οι αυτουργοί της παραβάσεως πρέπει να αποδεικνύουν ότι ακολούθησαν ανταγωνιστική συμπεριφορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβησαν σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στο να τεθεί σε εφαρμογή η σύμπραξη σε σημείο που να έχει διαταραχθεί η ίδια η λειτουργία της. Πράγματι, η απόδειξη μόνον της μη συμμετοχής σε ορισμένες μυστικές συνεννοήσεις της συμπράξεως δεν μπορεί αφ’ εαυτής να αποκλείσει ότι οι άλλες συνεννοήσεις μπόρεσαν να βλάψουν τον ανταγωνισμό στην οικεία αγορά.

Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προέβλεπαν ότι ο αποκλειστικώς παθητικός ή μιμητικός ρόλος στη διάπραξη της παραβάσεως συνιστούσε ελαφρυντική περίσταση. Ο κατάλογος των ελαφρυντικών περιστάσεων στο σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν αναφέρει όμως πλέον την εν λόγω περίσταση μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη. Εντούτοις, στο μέτρο που ο κατάλογος τον οποίο προβλέπει το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν είναι εξαντλητικός, ο αποκλειστικώς παθητικός ή μιμητικός ρόλος μιας επιχειρήσεως στη διάπραξη της παραβάσεως δεν μπορεί να μη συνεκτιμάται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο των περιστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του βασικού ποσού του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 313-318)

15.    Όσον αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δυνάμει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να μειωθεί, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάζεται αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων τους στις περιπτώσεις συμπράξεων (ανακοινώσεως περί επιείκειας) και πέραν των νομίμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί.

Συναφώς, προκειμένου μια εμπλεκόμενη επιχείρηση να μπορεί να απαιτήσει το ευεργέτημα της διατάξεως αυτής, οφείλει να αποδείξει ότι η συνεργασία της, βαίνοντας πέραν της νομικής υποχρεώσεώς της συνεργασίας, χωρίς εντούτοις να της παρέχει το δικαίωμα μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, υπήρξε αντικειμενικώς χρήσιμη για την Επιτροπή, στο μέτρο που αυτή μπόρεσε να θεμελιώσει την τελική απόφασή της, σε αποδεικτικά στοιχεία που της είχε προσκομίσει στο πλαίσιο της εν λόγω συνεργασίας, ελλείψει των οποίων η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της επίμαχης παραβάσεως.

Συνεπώς, όταν μια επιχείρηση, αφενός, δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά και απάντησε εμπροθέσμως στα αιτήματα που της είχαν υποβληθεί για την παροχή πληροφοριών, γεγονός το οποίο δεν βαίνει πέραν της νομικής υποχρεώσεώς της να συνεργαστεί, αφετέρου δε, δεν δύναται να αποδείξει ότι η Επιτροπή μπόρεσε να θεμελιώσει την τελική απόφασή της σε αποδεικτικά στοιχεία που της είχε προσκομίσει στο πλαίσιο της συνεργασίας της, ελλείψει των οποίων η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της επίμαχης παραβάσεως, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί να απαιτεί μείωση του προστίμου δυνάμει του σημείου 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

(βλ. σκέψεις 327-330)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 334-337)