Language of document : ECLI:EU:T:2013:168

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 12ης Απριλίου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Δικαιώματα του δημιουργού σχετικά με τη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων μέσω διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Κατανομή της γεωγραφικής αγοράς – Διμερείς συμβάσεις μεταξύ εθνικών εταιριών συλλογικής διαχείρισης – Εναρμονισμένη πρακτική που αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος και πολλαπλών ρεπερτορίων – Απόδειξη – Τεκμήριο αθωότητας»

Στην υπόθεση T‑392/08,

AEΠI Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Π. Ξανθόπουλο και Θ. Ασπρογέρακα-Γρίβα, στη συνέχεια, από τον Θ. Ασπρογέρακα-Γρίβα, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Θ. Χριστοφόρου και F. Castillo de la Torre, επικουρούμενους αρχικώς από τη Μ. Μουστακαλή, στη συνέχεια, από τον Σ. Δεμπεγιώτη, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 – CISAC),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, S. Soldevila Fragoso και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων της 13ης Οκτωβρίου 2011 και της 28ης Ιουνίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

1        Η απόφαση C(2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 – CISAC) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), αφορά τις προϋποθέσεις διαχείρισης των δικαιωμάτων δημόσιας εκτελέσεως μουσικών έργων καθώς και τη χορήγηση αδειών σε σχέση αποκλειστικά και μόνο με τους τρόπους εκμεταλλεύσεως μέσω διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως. Η εν λόγω απόφαση απευθύνεται σε 24 εταιρίες συλλογικής διαχείρισης εγκατεστημένες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο οι οποίες αποτελούν μέλη της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εταιριών Δημιουργών και Συνθετών (CISAC) (στο εξής: ΕΣΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προσφεύγουσα, AEΠI Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE.

2        Οι ΕΣΔ διαχειρίζονται τα δικαιώματα των δημιουργών (στιχουργών και συνθετών) επί των μουσικών τους έργων. Στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την εκμετάλλευση των προστατευομένων έργων. Αυτό ισχύει μεταξύ άλλων όσον αφορά τα δικαιώματα δημόσιας εκτελέσεως. Οι ΕΣΔ αποκτούν αυτά τα δικαιώματα είτε με άμεση μεταβίβαση από τους αρχικούς δικαιούχους είτε με ανάθεση εκ μέρους ΕΣΔ διαχειριζόμενης τις ίδιες κατηγορίες δικαιωμάτων σε άλλη χώρα και παραχωρούν, στο όνομα των μελών τους, άδειες εκμεταλλεύσεως στους εμπορικούς χρήστες, όπως οι ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις ή οι διοργανωτές θεαμάτων (στο εξής: χρήστες).

3        Στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας οι ΕΣΔ οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι κάθε δικαιούχος λαμβάνει την οφειλόμενη σε αυτόν αμοιβή για την εκμετάλλευση των έργων του, ανεξαρτήτως της εδαφικής περιοχής όπου πραγματοποιείται η εκμετάλλευση αυτή, και να μεριμνούν ώστε να μην γίνεται εκμετάλλευση των προστατευόμενων έργων χωρίς άδεια.

4        Σε αυτό το πλαίσιο, η CISAC έχει καταρτίσει μη δεσμευτικό υπόδειγμα συμβάσεως, του οποίου η αρχική εκδοχή ανάγεται στο 1936 και το οποίο έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και πρέπει να συμπληρώνεται από τις συμβαλλόμενες ΕΣΔ, μεταξύ άλλων, σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της εδαφικής περιοχής δραστηριοποιήσεώς τους (στο εξής: υπόδειγμα συμβάσεως). Με βάση το υπόδειγμα συμβάσεως, οι ΕΣΔ έχουν καταρτίσει συμφωνίες αμοιβαίας εκπροσωπήσεως (στο εξής: ΣΑΕ) με τις οποίες παρέχουν η μία στην άλλη το δικαίωμα παραχωρήσεως αδειών εκμεταλλεύσεως. Οι ΣΑΕ καλύπτουν όχι μόνο την άσκηση δικαιωμάτων για τις λεγόμενες «off-line» (εκτός συνδέσεως) παραδοσιακές εφαρμογές (συναυλίες, ραδιόφωνο, δισκοθήκες, κ.λπ.), αλλά επίσης και την εκμετάλλευση μέσω διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως.

 Α – Διοικητική διαδικασία

5        Το 2000 η RTL Group SA, που αποτελεί ραδιοτηλεοπτικό όμιλο, υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταγγελία εις βάρος ΕΣΔ μέλους της CISAC διαμαρτυρόμενη για την άρνηση της δεύτερης να χορηγήσει, για τις σχετικές με τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μουσικής δραστηριότητές της, άδεια εκμεταλλεύσεως κοινοτικής εμβέλειας. Το 2003 η Music Choice Europe Ltd, η οποία παρέχει υπηρεσίες σχετικές με τη ραδιοφωνική μετάδοση και την τηλεόραση μέσω διαδικτύου, υπέβαλε δεύτερη καταγγελία κατά της CISAC η οποία αφορούσε το υπόδειγμα συμβάσεως. Οι ανωτέρω καταγγελίες ώθησαν την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού.

6        Στις 31 Ιανουαρίου 2006 η Επιτροπή απηύθυνε στη CISAC και τις ΕΣΔ ανακοίνωση αιτιάσεων (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων) τάσσοντάς τους δίμηνη προθεσμία απαντήσεως, την οποία η προσφεύγουσα τήρησε.

7        Η CISAC και η πλειονότητα των ΕΣΔ, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, διατύπωσαν τις απόψεις τους ενώπιον της Επιτροπής κατά την ακρόαση που διεξήχθη στις 14, 15 και 16 Ιουνίου 2006.

8        Τον Μάρτιο του 2007 η προσφεύγουσα και άλλες 17 ΕΣΔ καθώς και η CISAC πρότειναν στην Επιτροπή την ανάληψη δεσμεύσεων, βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού (ΕΕ 2007, C 128, σ. 12).

9        Στην αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι, με βάση τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν, οι δεσμεύσεις που αναφέρονται στη σκέψη 9 ανωτέρω δεν θα ήταν η κατάλληλη απάντηση στα προβλήματα ανταγωνισμού τα οποία επισημαίνονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

 Β – Οι επίμαχες ρήτρες του υποδείγματος συμβάσεως

10      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά, μεταξύ άλλων, τις ρήτρες που περιλαμβάνονται στο υπόδειγμα συμβάσεως, τουλάχιστον για ορισμένο χρονικό διάστημα, οι οποίες σχετίζονται, αφενός, με την αποδοχή των δικαιούχων ως μελών στις ΕΣΔ (στο εξής: ρήτρα περί αποδοχής μέλους) και, αφετέρου, με τις αποκλειστικές εξουσίες που οι ΕΣΔ παραχωρούν η μία στην άλλη με τις ΣΑΕ καθώς και το εδαφικό πεδίο ισχύος των εξουσιών αυτών.

11      Όσον αφορά τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του υποδείγματος συμβάσεως προέβλεπε, έως τις 3 Ιουνίου 2004, ότι οι ΕΣΔ δεν μπορούσαν να δέχονται ως μέλος τους δημιουργό ο οποίος ήταν ήδη μέλος άλλης ΕΣΔ, ή είχε την ιθαγένεια μιας από τις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνταν άλλη ΕΣΔ, παρά μόνο με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων (αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 21 και 27 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Δεν αποκλείεται τέτοια ρήτρα να περιλαμβάνεται ακόμη σε ορισμένες ΣΑΕ (αιτιολογικές σκέψεις 35, 125 και 260 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

12      Όσον αφορά τον αποκλειστικό χαρακτήρα των εξουσιών και το εδαφικό πεδίο ισχύος τους, κατά πρώτο λόγο, το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του υποδείγματος συμβάσεως προέβλεπε, έως τον Μάιο του 1996, ότι η μία ΕΣΔ παραχωρούσε αμοιβαία στην άλλη το αποκλειστικό δικαίωμα χορηγήσεως των αναγκαίων αδειών για όλες τις δημόσιες εκτελέσεις (στο εξής: ρήτρα περί αποκλειστικότητας). Κατά δεύτερο λόγο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του υποδείγματος συμβάσεως καλεί τις ΕΣΔ να καθορίσουν την εδαφική περιφέρεια δραστηριοποιήσεώς τους, χωρίς να παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις. Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου ορίζει ότι κάθε ΕΣΔ απέχει από οποιαδήποτε παρέμβαση εντός της εδαφικής περιφέρειας της άλλης εταιρίας όσον αφορά την άσκηση από εκείνη των δικαιωμάτων που της έχουν ανατεθεί (στο εξής: ρήτρα μη παρεμβάσεως) (αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 25 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

13      Οι ΕΣΔ έχουν εφαρμόσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του υποδείγματος συμβάσεως κατά τρόπο που εισάγει εδαφικούς περιορισμούς βάσει των οποίων το γεωγραφικό πεδίο των αδειών εκμεταλλεύσεως που χορηγούνται από ορισμένη εταιρία περιορίζεται, με ασήμαντες εξαιρέσεις, μόνο στην επικράτεια του κράτους του ΕΟΧ στο οποίο εδρεύει (στο εξής: εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί) (αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

14      Τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τις ΕΣΔ κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν επέτρεψαν στην Επιτροπή να συναγάγει με βεβαιότητα, αφενός, εάν 17 από αυτές έχουν όντως απαλείψει πλήρως τη ρήτρα περί αποκλειστικότητας από τις ΣΑΕ τους και, αφετέρου, εάν όλες οι ΕΣΔ έχουν όντως απαλείψει πλήρως τη ρήτρα περί μη παρεμβάσεως από τις εν λόγω συμφωνίες (αιτιολογικές σκέψεις 37 και 40 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Γ – Σχετικές αγορές

15      Η συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων του δημιουργού την οποία αφορά το υπόδειγμα συμβάσεως καλύπτει τις τρεις αγορές των ακόλουθων προϊόντων: πρώτον, την παροχή στους δικαιούχους υπηρεσιών διαχειρίσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, δεύτερον, την παροχή υπηρεσιών διαχειρίσεως δικαιωμάτων του δημιουργού σε άλλες ΕΣΔ και, τρίτον, τη χορήγηση σε χρήστες αδειών εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων δημοσίας εκτελέσεως μέσω διαδικτύου, δορυφόρου και καλωδιακής αναμεταδόσεως (αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

16      Από γεωγραφική σκοπιά, το εύρος της πρώτης αγοράς είναι εθνικό αλλά, σε περίπτωση ελλείψεως περιορισμών ως προς την αποδοχή μελών, μπορεί να είναι πιο εκτεταμένο (αιτιολογικές σκέψεις 58 και 59 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

17      Η δεύτερη αγορά παρουσιάζει εθνικά χαρακτηριστικά έχοντας όμως ευρύτερα διασυνοριακά στοιχεία. Δεδομένου ότι οι δραστηριότητες διαδικτυακής μεταδόσεως δεν περιορίζονται σε ένα μόνο κράτος του ΕΟΧ, οι επιχειρήσεις αυτών των κλάδων ζητούν πολυεδαφικές άδειες τις οποίες οι ΕΣΔ θα μπορούσαν να χορηγήσουν, αν δεν υπήρχαν οι προβλεπόμενοι στις ΣΑΕ περιορισμοί. Ομοίως, όσον αφορά τη μετάδοση μέσω δορυφόρου και την καλωδιακή αναμετάδοση, κάθε ΕΣΔ εγκατεστημένη εντός της ζώνης που καλύπτει ο δορυφόρος θα μπορούσε να παραχωρεί άδειες εκμεταλλεύσεως για το σύνολο της ανωτέρω ζώνης (αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 62 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

18      Τέλος, όσον αφορά την τρίτη αγορά, μολονότι παραδοσιακά ορίζεται ως εθνική αγορά λόγω της ανάγκης για τοπική παρακολούθηση, εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο για την εκμετάλλευση μέσω διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως, αφού η εξ αποστάσεως παρακολούθηση είναι δυνατή στους τομείς αυτούς (αιτιολογικές σκέψεις 63 και 64 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Δ – Εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΧ

1.     Οι ρήτρες περί αποδοχής μέλους, αποκλειστικότητας και μη παρεμβάσεως

19      Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, καταρχάς, η ρήτρα περί αποδοχής μέλους συνιστά παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 123 έως 137 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

20      Κατά δεύτερο λόγο, μετά από εξέταση των ρητρών περί αποκλειστικότητας και μη παρεμβάσεως, η ρήτρα περί αποκλειστικότητας έχει ως αποτέλεσμα να στεγανοποιεί την εθνική αγορά των ΕΣΔ που απολαύουν της αποκλειστικότητας, στο μέτρο που καμία ΕΣΔ δεν μπορεί να χορηγήσει άδεια εκμεταλλεύσεως για την εδαφική περιφέρεια άλλης ΕΣΔ. Κατά την Επιτροπή, αποκλείεται ακόμη και το ενδεχόμενο να χορηγηθεί απευθείας σε χρήστη από ΕΣΔ άδεια για εκμετάλλευση έργων δικού της ρεπερτορίου εντός της εδαφικής περιφέρειας άλλης ΕΣΔ (στο εξής: απευθείας άδεια εκμεταλλεύσεως).

21      Όσον αφορά τη ρήτρα μη παρεμβάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, είχε, κατά βάση, εκτιμήσει ότι η εν λόγω ρήτρα ενίσχυε τη ρήτρα περί αποκλειστικότητας. Κατόπιν των παρατηρήσεων ορισμένων ΕΣΔ, σύμφωνα με τις οποίες η ρήτρα μη παρεμβάσεως δεν εμποδίζει τη χορήγηση απευθείας αδειών εκμεταλλεύσεως, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες ΣΑΕ τροποποιήθηκαν με σκοπό να απαλειφθεί η εν λόγω ρήτρα, η Επιτροπή αποφάσισε να μην παρέμβει σε ό,τι αφορά τον όρο αυτόν του υποδείγματος συμβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 138 έως 152 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

2.     Εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς

22      Κατά την Επιτροπή, οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί προκύπτουν από εναρμονισμένη πρακτική που περιορίζει τον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 154 και 155 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

23      Συγκεκριμένα, οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί δεν μπορούν να εξηγηθούν απλώς ως αυτοτελής συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα των δυνάμεων της αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο, οι ΕΣΔ έχουν υποκαταστήσει τους κινδύνους του ανταγωνισμού με τη μεταξύ τους συνεργασία προκειμένου να εξασφαλίζουν, σε ορισμένο βαθμό, ότι οι εν λόγω περιορισμοί δεν θα γίνονταν απλώς αποδεκτοί υπό όρο αμοιβαιότητας από τις άλλες ΕΣΔ, αλλά επίσης ότι θα εφαρμόζονταν σε όλες τις ΣΑΕ (αιτιολογικές σκέψεις 156 και 157 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

24      Η βεβαιότητα αυτή προκύπτει από την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των ΕΣΔ, ιδίως σε ό,τι αφορά τον τομέα των «off-line» εφαρμογών, για τις οποίες είναι απαραίτητο τοπικό δίκτυο παρακολούθησης. Για τη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως και την είσπραξη αμοιβών στο εξωτερικό, κάθε ΕΣΔ εξαρτάται από τις άλλες και έτσι εκτίθεται σε αντίποινα στην περίπτωση που δεν επιθυμεί τη διατήρηση της κατεστημένης κατατμήσεως της αγοράς στον τομέα των δικαιωμάτων «on-line» (με σύνδεση) (αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

25      Κατά την Επιτροπή, η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία.

26      Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ΕΣΔ συζήτησαν την τυποποίηση των υποδειγμάτων συμβάσεών τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της CISAC (αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

27      Δεύτερον, από τη συμφωνία του Σαντιάγκο (Χιλή), η οποία είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή από τις ΕΣΔ προκειμένου να χορηγηθεί εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, προκύπτει ότι το ζήτημα του εδαφικού πεδίου ισχύος των εξουσιοδοτήσεων τις οποίες αφορούν οι ΣΑΕ, και ιδίως εκείνων που καλύπτουν τους νέους τρόπους εκμεταλλεύσεως, έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολυμερών συζητήσεων μεταξύ των ΕΣΔ. Η συμφωνία αυτή, με την οποία οι ΕΣΔ δεσμεύτηκαν για τη χορήγηση παγκόσμιας ισχύος αδειών εκμεταλλεύσεως, αποκλειστικώς όμως σε χρήστες εγκατεστημένους στην εγχώρια εδαφική τους περιφέρεια, δεν ανανεώθηκε κατά τη λήξη της, στο τέλος του 2004, κατόπιν της ανακοινώσεως αιτιάσεων που είχε αποστείλει η Επιτροπή στις ΕΣΔ στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως της προαναφερθείσας εξαιρέσεως (στο εξής: ανακοίνωση αιτιάσεων Σαντιάγκο), πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτιμά ότι η εγκατάλειψη της συμφωνίας του Σαντιάγκο αποτελεί ένδειξη ότι οι ΕΣΔ συντονίζουν τις συμπεριφορές τους σε ό,τι αφορά το πεδίο ισχύος των αδειών εκμεταλλεύσεως μέσω του διαδικτύου (αιτιολογικές σκέψεις 158 και 169 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

28      Τρίτον, οι παράλληλες συμπεριφορές σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς θα πρέπει να εκτιμηθούν υπό το φως της προηγούμενης καταστάσεως, όταν στις ΣΑΕ περιλαμβανόταν η ρήτρα περί αποκλειστικότητας. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία αλλαγή συμπεριφοράς σε ό,τι αφορά τους εν λόγω περιορισμούς μετά από την απάλειψη της ρήτρας περί αποκλειστικότητας αποτελεί ένδειξη εναρμονισμένης πρακτικής. Εντούτοις, με την προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζεται ότι αυτό δεν ισχύει όταν υπάρχουν άλλοι λόγοι που υποδηλώνουν ότι ο κατακερματισμός της αγοράς είναι αποτέλεσμα μεμονωμένης συμπεριφοράς (αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

29       Όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιων λόγων εν προκειμένω, πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει, δεχόμενη ταυτοχρόνως ότι το δικαίωμα του δημιουργού και η έκταση της προστασίας του ρυθμίζονται από τις εθνικές νομοθεσίες, ότι το γεγονός αυτό δεν έχει ως συνέπεια οι σχετικές με συγκεκριμένη χώρα άδειες εκμεταλλεύσεως να πρέπει να χορηγούνται από την τοπική ΕΣΔ. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή στηρίζει την άποψή της στη συμφωνία του Σαντιάγκο (αιτιολογικές σκέψεις 159 και 160 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

30      Δεύτερον, η Επιτροπή αρνείται ότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, ιδίως η οδηγία 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248, σ. 15), δικαιολογεί τη συμπεριφορά των ΕΣΔ σε ό,τι αφορά τη δορυφορική μετάδοση. Συγκεκριμένα, η εν λόγω οδηγία περιορίζεται να καθορίσει ως εφαρμοστέο στην εκμετάλλευση προστατευόμενων έργων μέσω δορυφόρου το δίκαιο εκείνου του κράτους του ΕΟΧ στο οποίο τα σήματα-φορείς προγραμμάτων εισάγονται σε μία αδιάκοπη αλληλουχία μετάδοσης προς τον δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος.

31      Εντούτοις, η οδηγία 93/83 δεν ορίζει ότι μόνον η ΕΣΔ που εδρεύει σε αυτό το κράτος του ΕΟΧ μπορεί να χορηγεί τις αναγκαίες άδειες για αυτόν τον τρόπο εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού. Εξάλλου, εφόσον η οδηγία αυτή προβλέπει ότι η πράξη παρουσιάσεως πρέπει να θεωρείται ότι τελείται μόνο στο ως άνω κράτος του ΕΟΧ, οι χρήστες έχουν ανάγκη άδειας εκμεταλλεύσεως μόνο για αυτό το κράτος. Ως εκ τούτου, η οδηγία 93/83 κατέστησε άνευ αντικειμένου τη συμφωνία του Σίδνεϊ (Αυστραλία), με την οποία, το 1987, οι ΕΣΔ είχαν εισαγάγει στο υπόδειγμα συμβάσεως όρο σύμφωνα με τον οποίο η ΕΣΔ που εδρεύει στη χώρα όπου τα σήματα-φορείς των προγραμμάτων ανέρχονται προς τον δορυφόρο είχε την εξουσία να χορηγεί άδειες εκμεταλλεύσεως για ολόκληρη τη ζώνη καλύψεως του δορυφόρου, ενδεχομένως κατόπιν διαβουλεύσεως ή συναινέσεως των λοιπών ενδιαφερομένων ΕΣΔ (αιτιολογικές σκέψεις 163 έως 165 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

32      Τρίτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ΕΣΔ έχουν μεγάλες διαφορές όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, τα διοικητικά έξοδα και τα ρεπερτόριά τους. Συνεπώς, μπορεί να συμφέρει κάποια από αυτές να αναθέσει σε ΕΣΔ με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα τη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως που καλύπτουν πολύ μεγαλύτερη περιφέρεια από εκείνη στην οποία αυτή εδρεύει, ή να εξουσιοδοτήσει περισσότερες από μία ΕΣΔ, με σκοπό να διευρύνει τη διάδοση του ρεπερτορίου της και, επίσης, τις αμοιβές των δημιουργών μελών της (αιτιολογικές σκέψεις 167 και 168 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

33      Τέταρτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνο τη νόμιμη εκμετάλλευση των προστατευόμενων από δικαίωμα του δημιουργού έργων (αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), η ανάγκη τοπικής παρακολουθήσεως δεν δικαιολογεί τους εθνικούς νομοθετικούς περιορισμούς. Πράγματι, για την εκμετάλλευση μέσω διαδικτύου, δορυφόρου και καλωδιακής αναμεταδόσεως, υπάρχουν τεχνικές λύσεις οι οποίες επιτρέπουν την παρακολούθηση του λήπτη της αδείας ακόμα και όταν γίνεται χρήση της άδειας εκτός της εγχώριας εδαφικής περιφέρειας της ΕΣΔ ή ο λήπτης είναι εγκατεστημένος εκτός της περιφέρειας αυτής. Οι ΕΣΔ εφαρμόζουν ήδη πρακτικές χορηγήσεως αδειών εκμεταλλεύσεως, όπως υποδηλώνει ιδίως η χορήγηση απευθείας αδειών εκμεταλλεύσεως, οι οποίες φανερώνουν τη δυνατότητά τους να παρακολουθούν τη χρήση και τους χρήστες εκτός της εγχώριας εδαφικής τους περιφέρειας. Εξάλλου, το σημερινό σύστημα δεν βασίζεται στην αρχή της εγγύτητας με τον λήπτη της άδειας, στο μέτρο που ο εδαφικός περιορισμός της αναθέσεως σημαίνει ότι κάθε ΕΣΔ χορηγεί άδειες για την εκμετάλλευση δικαιωμάτων στην περιφέρεια δραστηριοποιήσεώς της, ανεξαρτήτως της κατοικίας του λήπτη (αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 174 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

34      Η Επιτροπή παρέχει επιπλέον διευκρινίσεις για κάθε έναν από τους τρόπους εκμεταλλεύσεως στους οποίους αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση με τις αιτιολογικές σκέψεις 186 έως 199. Σε σχέση με το διαδίκτυο, η Επιτροπή αναφέρεται ειδικώς στη συμφωνία Simulcast, η οποία έχει τύχει εξαιρέσεως δυνάμει της αποφάσεως 2003/300/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2138.014 – ΙΡΡΙ «Ταυτόχρονη μετάδοση») (ΕΕ 2003, L 107, σ. 58). Αυτή η συμφωνία επιτρέπει στους φορείς μεταδόσεως, των οποίων το σήμα εκπέμπεται από κράτος μέλος του ΕΟΧ, να απευθύνονται σε οποιαδήποτε ΕΣΔ που μετέχει στην ως άνω συμφωνία για να τους χορηγηθεί πολυεδαφική άδεια εκμεταλλεύσεως πολλαπλών ρεπερτορίων για μετάδοση τύπου Simulcast (ταυτόχρονη μετάδοση από ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, μέσω διαδικτύου, φωνογραφημάτων τα οποία περιλαμβάνονται στα ηχητικά και/ή τηλεοπτικά τους σήματα). Το ίδιο συμβαίνει και για άλλη μία συμφωνία, τη συμφωνία Webcasting (αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλόμενης αποφάσεως)

35      Η Επιτροπή αναφέρεται, επίσης, στο «σκανδιναβικό και βαλτικό» μοντέλο συνεργασίας (στο εξής: μοντέλο ΣΒΣ), το οποίο επιτρέπει τη χορήγηση σε χρήστη μιας πολυεδαφικής άδειας για εκμετάλλευση «on-line» η οποία καλύπτει τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής και δημοσίας εκτελέσεως και ισχύει για τη Δανία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Ισλανδία και τη Νορβηγία (αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

36      Εξάλλου, η Επιτροπή αναφέρει το γεγονός ότι, τον Ιανουάριο του 2006, οι ΕΣΔ της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η Gesellschaft für musikalische Aufführungs - und mechanische Verνielfaltigungsrechte (GEMA) και η Performing Right Society Ltd, συνέστησαν την κοινή επιχείρηση Celas, η οποία λειτουργεί ως φορέας ενιαίας εξυπηρετήσεως σε πανευρωπαϊκή κλίμακα για τη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως του αγγλοαμερικανικού ρεπερτορίου μίας δισκογραφικής εταιρίας σε εφαρμογές «on-line» ή κινητά μέσα επικοινωνίας (αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

37      Η ύπαρξη αυτών των συμφωνιών καταδεικνύει ότι η επιτόπια παρουσία δεν είναι αναγκαία (αιτιολογική σκέψη 190 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Η Επιτροπή παρατηρεί, συναφώς, ότι εάν ο έλεγχος που γίνεται χωρίς επιτόπια παρουσία εντοπίσει παραβάσεις για τις οποίες είναι αναγκαίο να κινηθούν διαδικασίες προβλεπόμενες από τον νόμο ή εάν πρέπει να πραγματοποιηθεί επιτόπου λογιστικός έλεγχος, η ΕΣΔ που έχει εκδώσει άδεια εκμεταλλεύσεως καλύπτουσα εδαφική περιφέρεια διαφορετική από εκείνη του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη έχει τη δυνατότητα να αναθέσει αυτά τα καθήκοντα σε άλλο πρόσωπο, όπως η τοπική ΕΣΔ, η οποία έχει την απαραίτητη επιτόπια παρουσία και γνώση της εννόμου τάξεως του συγκεκριμένου κράτους (αιτιολογικές σκέψεις 177 και 178 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

38      Μετά από την παράθεση αυτών των στοιχείων προκειμένου να αποδείξει ότι οι περιλαμβανόμενοι στις ΣΑΕ εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί μπορούσαν να εξηγηθούν μόνον από την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, υπό ειδικές περιστάσεις, η απόφαση να μη δοθεί δικαίωμα χορηγήσεως αδειών εκμεταλλεύσεως εκτός της εδαφικής περιφέρειας στην οποία είναι εγκατεστημένη η ΕΣΔ μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η άλλη ΕΣΔ δεν διαθέτει τεχνικές δυνατότητες που να της επιτρέπουν να εξασφαλίσει αποτελεσματική παρακολούθηση και έλεγχο ή από το γεγονός ότι η έννομη τάξη του κράτους του ΕΟΧ παρουσιάζει χαρακτηριστικά τέτοια που ευνοούν την εγχώρια εταιρία κατά τη στιγμή της επιλογής του αντιπροσώπου, για παράδειγμα λόγω του ενδεχόμενου ειδικού καθεστώτος σε περίπτωση αντιδικίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Εδαφικός περιορισμός που προκύπτει από την εκτίμηση αυτών των παραγόντων δεν αποτελεί κανονικά εναρμονισμένη πρακτική περιοριστική του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, η συστηματική χρήση εθνικών εδαφικών περιορισμών σε όλες τις ΣΑΕ δεν μπορεί να εξηγηθεί από αυτούς τους παράγοντες (αιτιολογικές σκέψεις 182 και 183 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

39      Μετά από τη διαπίστωση ότι η συμπεριφορά των ΕΣΔ συνιστά εναρμονισμένη πρακτική, η Επιτροπή εξετάζει εάν η πρακτική αυτή περιορίζει τον ανταγωνισμό. Κρίνει ότι αυτό συμβαίνει, αφού η πρακτική αυτή εγγυάται σε κάθε ΕΣΔ ότι μόνη αυτή θα έχει εξουσία χορηγήσεως στους χρήστες αδειών εκμεταλλεύσεως πολλαπλού ρεπερτορίου για το κράτος του ΕΟΧ στο οποίο είναι εγκατεστημένη (αιτιολογικές σκέψεις 207 έως 209 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

40      Τα ανωτέρω έχουν ως αποτέλεσμα να μπορεί κάθε ΕΣΔ να χρεώνει διοικητικά έξοδα για τη διαχείριση των δικαιωμάτων και τη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως χωρίς να υφίσταται την πίεση του ανταγωνισμού άλλων εταιριών ως προς τα έξοδα αυτά. Αυτή η έλλειψη ανταγωνισμού μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες ακόμα και στο επίπεδο των δημιουργών, των οποίων τα εισοδήματα διαφέρουν ανάλογα με την εταιρία που διαχειρίζεται τα δικαιώματά τους (αιτιολογικές σκέψεις 134 και 210 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

41      Απαντώντας στο επιχείρημα, που προβλήθηκε από ορισμένες ΕΣΔ στις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων, σύμφωνα με το οποίο ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΕΣΔ θα είχε ως αποτέλεσμα την εξίσωση προς τα κάτω των αμοιβών που λαμβάνουν οι δικαιούχοι, η Επιτροπή τονίζει, αναφερόμενη στην απόφαση 2003/300, ότι το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ επιτρέπει τη δημιουργία ενός μηχανισμού τιμών ικανού να περιορίσει τον ανταγωνισμό ως προς το κόστος των αδειών εκμεταλλεύσεως στα διοικητικά έξοδα χωρίς επίπτωση στις αμοιβές των δικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση, η εξουσιοδοτούσα ΕΣΔ θα μπορούσε να καθορίσει ένα επίπεδο εισπράξεων για το ρεπερτόριό της έναντι των άλλων ΕΣΔ που χορηγούν άδειες εκμεταλλεύσεως στο εξωτερικό. Με αυτόν τον τρόπο θα ελάμβανε εγγυημένο «χονδρικό» αντίτιμο για το ρεπερτόριό της επιτρέποντας στις ΕΣΔ που χορηγούν άδειες εκμεταλλεύσεως αυτού του ρεπερτορίου να ανταγωνίζονται επί του περιθωρίου που θα προσέθεταν στην χονδρική αυτή τιμή (αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 219 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

42      Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ορισμένες τροποποιήσεις του συστήματος τιμολογήσεως θα παρείχαν στις ΕΣΔ κίνητρο για μεταξύ τους ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, μία πρόσφατη τάση στην αγορά επιβεβαιώνει ότι μπορεί να είναι ωφέλιμο για τους δικαιούχους και, κατά συνέπεια, επίσης για τις ΕΣΔ να παραχωρούν τα δικαιώματά τους σε περισσότερες ανταγωνιζόμενες ΕΣΔ. Για παράδειγμα, συγκεκριμένος δισκογραφικός όμιλος έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να παραχωρήσει σε περισσότερες ΕΣΔ την εξουσία χορηγήσεως στους χρήστες πανευρωπαϊκών αδειών για την εκμετάλλευση των αγγλοαμερικανικών δικαιωμάτων μηχανικής αναπαραγωγής του ρεπερτορίου του για χρήση «on-line» (αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

43      Επιπλέον, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται επίσης η απόφαση C(2006) 4350 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.681 – Παράταση της συμφωνίας των Καννών) (ΕΕ 2007, L 296, σ. 27), που αφορά τις άδειες εκμεταλλεύσεως σχετικά με τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής, η οποία επέβαλε δεσμευτικές υποχρεώσεις που καθορίζουν μηχανισμό ο οποίος προβλέπει τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών εκμεταλλεύσεως και εγγυάται ότι δεν θα μειωθούν τα εισοδήματα των δικαιούχων, μέσω καθορισμού ενιαίου συντελεστή κατόπιν συμφωνίας όλων των ΕΣΔ, επιτρέποντας όμως ένα βαθμό ανταγωνισμού με την πρόβλεψη της δυνατότητας των ΕΣΔ να προτείνουν μέγιστη έκπτωση στις δισκογραφικές εταιρίες, η οποία περιορίζεται στα διοικητικά έξοδα (αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Ε – Διατακτικό

44      Με βάση, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις αυτές, και κατόπιν της διαπιστώσεως ότι το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών επηρεάζεται από τις διμερείς συμβάσεις και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 3, της συμφωνίας ΕΟΧ, η Επιτροπή, χωρίς να επιβάλει πρόστιμο, αποφάσισε τα ακόλουθα:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες [24] επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ] και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ χρησιμοποιώντας, στις συμφωνίες αμοιβαίας εκπροσώπησής τους, τους περιορισμούς μέλους που περιέχονται στο άρθρο 11 [, παράγραφος 2,] του υποδείγματος συμβάσεως [... ] ή με την de facto εφαρμογή περιορισμών ως προς την αποδοχή μελών:

ΑΕΠΙ

[…]

Άρθρο 2

Οι ακόλουθες [17] επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ] και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ χορηγώντας, στις συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησής τους, αποκλειστικά δικαιώματα όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 [, παράγραφοι 1 και 2,] του υποδείγματος συμβάσεως [...]:

[δεν αφορά την ΑΕΠΙ]

Άρθρο 3

Οι ακόλουθες [24] επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81 [ΕΚ] και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ συντονίζοντας τις εδαφικές οριοθετήσεις κατά τρόπο που να περιορίζεται μια άδεια στην εγχώρια επικράτεια [της οικείας] ΕΣΔ:

ΑΕΠΙ

[…]

Άρθρο 4

1.      Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 παύουν αμέσως τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει, και κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα μέτρα που έχουν λάβει για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.      Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, εντός 120 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, παύουν την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο αυτό και, εντός της διορίας αυτής, κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα μέτρα που έχουν λάβει για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 επανεξετάζουν διμερώς με κάθε άλλη επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 την εδαφική οριοθέτηση των εντολών τους για δορυφορική και καλωδιακή αναμετάδοση και διαδικτυακή χρήση σε κάθε μία από τις συμφωνίες αμοιβαίας εκπροσώπησής τους και παρέχουν στην Επιτροπή αντίγραφα των αναθεωρημένων συμφωνιών.

3.      Οι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως αποφεύγουν την επανάληψη οποιασδήποτε πράξης ή συμπεριφοράς που περιγράφεται στα άρθρα 1, 2 και 3, καθώς και οποιασδήποτε πράξης ή συμπεριφοράς που έχει τον ίδιο ή παρεμφερή στόχο ή αποτέλεσμα.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

46      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Με τη διάταξη της 19ης Νοεμβρίου 2008, Τ-392/08 Ρ, ΑΕΠΙ κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε την αίτηση αυτή και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

47      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά.

48      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Οκτωβρίου 2011.

49      Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή να μετάσχει στη σύνθεση, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, όρισε άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του έκτου τμήματος.

50      Με διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), με τη νέα του σύνθεση, διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι θα έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις απόψεις τους κατά τη διάρκεια νέας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

51      Οι διάδικοι αγόρευσαν εκ νέου και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2012.

52      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

53      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι ζητεί την ακύρωση μόνον των άρθρων της αποφάσεως με την οποία της καταλογίζεται ευθύνη για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, εξαιρουμένου επομένως του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής, το οποίο αφορά παράβαση μη προσαπτόμενη στην προσφεύγουσα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση των άρθρων 1, 3 και 4 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο μέτρο που τα άρθρα αυτά την αφορούν.

54      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

55      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τυπικώς δεκαπέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι θα ήταν προσφορότερο να εξεταστούν διακρινόμενοι στις ακόλουθες ομάδες αιτιάσεων:

–        πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους,

–        έλλειψη αποδείξεως της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς,

–        μη συνδρομή περιορισμού του ανταγωνισμού,

–        προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας,

–        προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας,

–        παράβαση του άρθρου 151 ΕΚ,

–        παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας,

–        παραβίαση της οδηγίας 93/83,

–        παραβίαση πράξεων διεθνούς δικαίου σχετικών με την πνευματική ιδιοκτησία.

56      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τόσο από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας όσο και από την απάντησή της σε ερώτηση που της τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2012 προκύπτει ότι μόνον η πρώτη από τις ανωτέρω προσδιοριζόμενες ομάδες αιτιάσεων μπορεί να στηρίξει τα αιτήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

 Α – Επί της πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους

57      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον είχε απαλείψει τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους από όλες τις ΣΑΕ της ήδη πριν από τη λήψη της ανακοινώσεως αιτιάσεων την 3η Φεβρουαρίου 2006, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη της σχετικής με αυτή τη ρήτρα παραβάσεως την οποία της προσάπτει η Επιτροπή. Ομοίως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε ότι η ρήτρα περί αποδοχής μέλους είχε ως άμεσο και αποκλειστικό σκοπό τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλ’ ούτε και την ύπαρξη πταίσματος εκ μέρους της προσφεύγουσας. Η εν λόγω έλλειψη αποδείξεως συνεπάγεται επιπροσθέτως έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι δεν έχει την πρόθεση να επαναφέρει στις ΣΑΕ της τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους ή οποιαδήποτε άλλη ισοδύναμη διάταξη. Τούτο αποτελεί λογική συνέπεια του ότι η απάλειψη της επίμαχης ρήτρας οφείλεται σε αυθόρμητη πρωτοβουλία της προσφεύγουσας και όχι σε παρέμβαση της Επιτροπής. Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παντελώς αόριστη για τον λόγο ότι δεν προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους.

58      Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η ρήτρα περί αποδοχής μέλους έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, στο μέτρο που στοχεύει να καταστήσει εφικτή στις ΕΣΔ την μεταξύ τους κατανομή των δημιουργών ανά εθνικότητα ή, τουλάχιστον, να δυσχεράνει ενδεχόμενη προσχώρηση των δημιουργών σε διαφορετική ΕΣΔ από εκείνη που είναι εγκατεστημένη στη χώρα ιθαγένειάς τους. Μέσω της ρήτρας αυτής, οι ΕΣΔ μοιράζονται την εσωτερική αγορά κατακερματίζοντάς την. Κατά πάγια όμως νομολογία, τέτοιου είδους συμπράξεις περιλαμβάνονται μεταξύ των παραδειγμάτων των συμπράξεων που χαρακτηρίζονται ρητώς ως ασύμβατες προς την κοινή αγορά στο άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, ΕΚ και πρέπει να χαρακτηριστούν ως κατάφωροι περιορισμοί του ανταγωνισμού. Τέτοιες παραβάσεις, στο μέτρο που συνεπάγονται την υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών να εξυπηρετούν χωριστές αγορές οι οποίες συχνά οριοθετούνται από τα εθνικά σύνορα, προκαλούν απομόνωση των εν λόγω αγορών, υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτό την επίτευξη του κύριου σκοπού των Συνθηκών, ήτοι τη δημιουργία ενιαίας εσωτερικής αγοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουλίου 2005, T‑241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2917, σκέψη 85, και της 27ης Ιουλίου 2005, T‑49/02 έως T‑51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3033, σκέψεις 173 και 174).

59      Συναφώς, όσον αφορά την οριοθέτηση μεταξύ των συμπράξεων που έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό και εκείνων που έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα, υπενθυμίζεται ότι το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα συνιστούν μη σωρευτικές αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις προκειμένου να εκτιμηθεί αν συγκεκριμένη πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, η οποία εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμπράξεως, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται. Αν πάντως από την ανάλυση του περιεχομένου της οικείας συμπράξεως δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά της, για την επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε, είτε περιορίστηκε, είτε νοθεύτηκε αισθητά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T-Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια σύμπραξη απαγορεύεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η σύμπραξη αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων λόγω του αντικειμένου» και «παραβάσεων λόγω των αποτελεσμάτων» εξηγείται από το ότι ορισμένες μορφές συμπράξεως μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Εξάλλου, η απόδειξη της προθέσεως περιορισμού του ανταγωνισμού δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μια συμφωνία αποσκοπεί σε τέτοιο περιορισμό (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2009, T‑450/05, Peugeot και Peugeot Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑2533, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση T-Mobile Netherlands κ.λπ., σκέψη 27). Επομένως, με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει περισσότερες διευκρινίσεις ως προς το ζήτημα αυτό.

62      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα είχε παύσει την παράβαση σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους πριν από τη λήψη της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, επισημαίνεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα απέδειξε το γεγονός αυτό, πράγμα που αμφισβητεί η Επιτροπή, εντούτοις, τούτο δεν εμπόδιζε την τελευταία να διαπιστώσει ότι είχε διαπραχθεί παράβαση κατά το παρελθόν. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1/2003 επιβεβαιώνει ότι, όπως παρατηρεί και η Επιτροπή, εφόσον έχει σχετικό έννομο συμφέρον, το θεσμικό αυτό όργανο μπορεί επίσης να διαπιστώνει ότι η παράβαση έχει διαπραχθεί στο παρελθόν. Η προσφεύγουσα όμως δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο το οποίο να αμφισβητεί την ύπαρξη, εν προκειμένω, έννομου συμφέροντος της Επιτροπής να διαπιστωθεί η επίμαχη παράβαση. Εξάλλου, κατά τη νομολογία, τέτοιο συμφέρον υφίσταται όταν η Επιτροπή είναι σε θέση να εκτιμήσει ότι συντρέχει πραγματικός κίνδυνος επιστροφής στην πρακτική την οποία έπαυσε η οικεία επιχείρηση και ότι, ως εκ τούτου, επιβάλλεται η αποσαφήνιση της έννομης καταστάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 1983, 7/82, GVL κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 483, σκέψη 27).

63      Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παντελώς αόριστη για τον λόγο ότι δεν προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η επίμαχη παράβαση, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επιβάλλει στην Επιτροπή να προσδιορίζει τη διάρκεια της παραβάσεως στο πλαίσιο επιβολής προστίμου. Δεδομένου όμως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιβάλλει πρόστιμο, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

64      Εν συνεχεία, μολονότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιάς της, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κυρίως, η Επιτροπή (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 51, και Peugeot και Peugeot Nederland κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 220), εντούτοις, οι εκτιμήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο υποθέσεων στις οποίες η διάρκεια αποτελούσε αναγκαίο στοιχείο ώστε να αποδειχθεί αν όντως επρόκειτο για ενιαία παράβαση ή να προσδιοριστεί η σοβαρότητα μιας παραβάσεως, ειδικότερα δε προς τον σκοπό καθορισμού του ποσού των προστίμων. Επιπλέον, το στοιχείο της διάρκειας ενδέχεται να συνιστά αποφασιστικό παράγοντα ώστε να προσδιοριστεί η αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά την οποία προσάπτει η Επιτροπή σε επιχείρηση και να καταστεί δυνατόν στην επιχείρηση αυτή να κατανοήσει με ποιον τρόπο μπορεί να παύσει τη συμπεριφορά αυτή.

65      Ωστόσο, εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται δυνατόν να συναχθεί ότι επρόκειτο για ενιαία παράβαση που διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η προσφεύγουσα απάντησε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό αυτό σημείο, η ρήτρα περί αποδοχής μέλους εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται σε ορισμένες από τις ΣΑΕ της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν έχει εφαρμόσει τη ρήτρα αυτή τουλάχιστον από το 1982, εντούτοις παραδέχτηκε, με τα έγγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η εν λόγω ρήτρα απαλείφθηκε από την πλειονότητα των ΣΑΕ της μόλις κατά το έτος 2005 και ότι σε μία τουλάχιστον περίπτωση η απάλειψη αυτή πραγματοποιήθηκε αφού είχε παραληφθεί η ανακοίνωση των αιτιάσεων. Ομοίως, ανεξαρτήτως της σοβαρότητας της επίμαχης παραβάσεως, η Επιτροπή προσδιόρισε με σαφήνεια το αντικείμενο της ρήτρας περί αποδοχής μέλους και τους λόγους για τους οποίους η συμπερίληψη της εν λόγω ρήτρας στις ΣΑΕ της προσφεύγουσας ήταν αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ. Επιπλέον, μετά τη διαπίστωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι είχε διαπραχθεί η παράβαση σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους, η προσφεύγουσα όφειλε απλώς να απαλείψει την οικεία ρήτρα από το σύνολο των ΣΑΕ της, αν δεν το είχε ήδη πράξει, και να παραλείψει τη χρήση ανάλογης ρήτρας στο μέλλον. Πάντως, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως δεν ασκεί επιρροή στα ζητήματα αυτά.

66      Δεδομένου ότι δεν κρίνεται βάσιμη καμία από τις αιτιάσεις οι οποίες προβλήθηκαν κατά του τμήματος της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα της προσφεύγουσας στο μέτρο που αφορούν τόσο το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως όσο και τις διατάξεις του άρθρου της 4 που παραπέμπουν στο εν λόγω άρθρο 1.

 Β – Επί της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

67      Για την εκτίμηση των αιτιάσεων της προσφεύγουσας που αφορούν την εναρμονισμένη πρακτική, πρέπει να υπομνησθούν, προκαταρκτικώς, ορισμένες πτυχές του πλαισίου της υπό κρίση υποθέσεως. Καταρχάς, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικά και μόνον τις εκμεταλλεύσεις δικαιωμάτων του δημιουργού μέσω διαδικτύου, δορυφόρου ή καλωδιακής αναμεταδόσεως, και όχι τις παραδοσιακές εκμεταλλεύσεις, τις αποκαλούμενες «off-line», ενώ το υπόδειγμα συμβάσεως και οι ΣΑΕ καλύπτουν όλες τις μορφές εκμεταλλεύσεως.

68      Για τις μορφές εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ΕΣΔ και η CISAC δεν καθιέρωσαν εκ του μηδενός ένα νέο σύστημα διαχειρίσεως, διακριτό από το προβλεπόμενο για τις παραδοσιακές μορφές εκμεταλλεύσεως. Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις επέβαλαν την ανάγκη προσαρμογής του υποδείγματος συμβάσεως, το οποίο συντάχθηκε το 1936 για τις παραδοσιακές εκμεταλλεύσεις, πράγμα που συνέβη, μεταξύ άλλων, μέσω των συμφωνιών του Σίδνεϊ και του Σαντιάγκο.

69      Η Επιτροπή δεν επικρίνει την ύπαρξη του υποδείγματος συμβάσεως αυτή καθαυτήν ούτε αμφισβητεί την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των ΕΣΔ, υπό τον όρο ότι η συνεργασία αυτή δεν παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού.

70      Όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς που περιέχουν οι ΣΑΕ, οι εν λόγω περιορισμοί δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από την Επιτροπή πριν την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και επομένως συνιστούσαν το πλαίσιο της συλλογικής διαχειρίσεως το οποίο εφάρμοζαν οι ΕΣΔ όταν άρχισαν σταδιακά να αναπτύσσονται οι νέες τεχνολογίες. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι εν λόγω περιορισμοί κατέστησαν αντίθετοι προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

71      Επιπλέον, ακόμα και σε σχέση με τις εκμεταλλεύσεις που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς αυτούς καθαυτούς, αλλά μόνον το γεγονός ότι οι περιορισμοί αυτοί περιέχονται σε όλες τις ΣΑΕ, πράγμα που προκύπτει κατ’ ανάγκην από εναρμονισμένη πρακτική.

72      Οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας που αφορούν την έλλειψη αποδείξεως της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εδαφικούς περιορισμούς αυτούς καθαυτούς πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα, ιδίως, των στοιχείων αυτών.

2.     Επί της αποδείξεως της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εδαφικούς περιορισμούς

73      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής ως προς τον καθορισμό του εδαφικού πεδίου των περιλαμβανομένων στις ΣΑΕ εξουσιοδοτήσεων σύμφωνα με εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς. Η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τα αποδεικτικά στοιχεία πλην εκείνων που συνίστανται στην παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί βασίμως ούτε στο υπόδειγμα συμβάσεως, ούτε στη συμφωνία του Σαντιάγκο, ούτε στη συμφωνία του Σίδνεϊ.

74      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, για τη διαπίστωση της επίμαχης εναρμονισμένης πρακτικής, δεν στηρίχθηκε μόνο στην παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ, αλλά και σε άλλα στοιχεία, όπως:

–        τις συζητήσεις σχετικά με τη γεωγραφική έκταση των εντολών που περιλαμβάνονταν στις ΣΑΕ τις οποίες διεξήγαγαν οι ΕΣΔ στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων·

–        τη συμφωνία του Σαντιάγκο·

–        τη συμφωνία του Σίδνεϊ·

–        τον ιστορικό σύνδεσμο μεταξύ της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και των εθνικών εδαφικών περιορισμών.

75      Τα στοιχεία που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, πρώτη, δεύτερη και τέταρτη περίπτωση, περιλαμβάνονται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως εκτιμήσεις που τεκμηριώνουν την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή παρέπεμψε και στη συμφωνία του Σίδνεϊ για να αποδείξει ότι είχαν προηγηθεί πολυμερείς συζητήσεις μεταξύ των ΕΣΔ όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση των εντολών.

76      Κατά την Επιτροπή, τα στοιχεία που παρατίθενται στη σκέψη 88 ανωτέρω συνιστούν «έγγραφα» κατά την έννοια της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη «PVC II» (Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 727), που παρέχουν στο θεσμικό αυτό όργανο τη δυνατότητα να μην εξετάσει το ζήτημα αν οι παράλληλες συμπεριφορές των ΕΣΔ μπορούν να εξηγηθούν από άλλους λόγους πλην της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής.

77      Από το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003 καθώς και από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, σε περίπτωση διαφοράς σχετικής με την ύπαρξη παραβάσεως, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν, επαρκώς κατά νόμον, τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψη 86· απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T‑348/08, Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 90).

78      Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να κρίνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-44/02 OP, T-54/02 OP, T-56/02 OP, T-60/02 OP και T-61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-3567, σκέψη 60, και του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑11/06, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 129).

79      Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το τεκμήριο αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, το οποίο αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επίδικων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 129· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4287, σκέψεις 149 και 150, και Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4539, σκέψεις 175 και 176).

80      Η νομολογία αυτή, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο υποθέσεων στις οποίες η Επιτροπή είχε επιβάλει πρόστιμο, μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση, όπως εν προκειμένω, που η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση δεν συνοδεύεται τελικώς από την επιβολή προστίμου. Στην υπό κρίση υπόθεση εξάλλου, η ανακοίνωση των αιτιάσεων προέβλεπε το ενδεχόμενο η σχετική διαπίστωση να συνοδεύεται από την επιβολή προστίμου.

81      Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διαπίστωση ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενεπλάκη σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού θίγει σοβαρά τη φήμη του (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 18ης Απριλίου 2012, E‑15/10, Posten Norge κατά ΕΟΔ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο EFTA Court Report, σκέψη 90).

82      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δεν επέβαλε πρόστιμο, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η διαπίστωση εναρμονισμένης πρακτικής και η διαταγή παύσεώς της που περιέχονται στην εν λόγω απόφαση εκθέτουν την προσφεύγουσα στον κίνδυνο να υποστεί σημαντικές συνέπειες, όπως είναι το ενδεχόμενο να της επιβληθεί χρηματική ποινή δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003.

83      Επομένως, είναι αναγκαίο η Επιτροπή να προσκομίζει ακριβή και συγκλίνοντα στοιχεία που αποδεικνύουν την παράβαση (προπαρατεθείσα απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62) και θεμελιώνουν αταλάντευτα την πεποίθηση ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Ιανουαρίου 1999, T‑185/96, T‑189/96 και T‑190/96, Riviera Auto Service κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑93, σκέψη 47, και προπαρατεθείσα απόφαση Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 129).

84      Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (προπαρατεθείσες αποφάσεις Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63, και Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, σκέψη 130).

85      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συσκέψεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, C‑407/08 P, Knauf Gips κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑6375, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Με την προπαρατεθείσα όμως απόφαση PVC II, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο κατέληξε σε διαφορετική λύση κατόπιν σταθμίσεως των αρχών αυτών. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, το Πρωτοδικείο επανέλαβε ότι, κατά τη νομολογία, όταν ο συλλογισμός της Επιτροπής στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνο σε συνάρτηση με εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των επιχειρήσεων, αρκεί οι προσφεύγουσες να αποδείξουν τη συνδρομή περιστάσεων που διαφωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, καθιστώντας έτσι εφικτό να γίνει δεκτή μια άλλη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών και όχι εκείνη της Επιτροπής. Παρά ταύτα, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν η απόδειξη της εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ επιχειρήσεων δεν απορρέει από την απλή διαπίστωση παράλληλων συμπεριφορών στην αγορά, αλλά από έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι οι πρακτικές ήταν το αποτέλεσμα συνεννοήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες οφείλουν όχι απλώς να εκθέσουν μια εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε η Επιτροπή, αλλά να αμφισβητήσουν το υποστατό των περιστατικών αυτών που αποδεικνύονται από τα έγγραφα που προσκομίζει η Επιτροπή (προπαρατεθείσα απόφαση PVC II, σκέψεις 725 έως 728· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 16, και απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψεις 71 και 126).

87      Πριν εκτιμηθεί το ζήτημα αν υπάρχουν εξηγήσεις, πλην της συνεννοήσεως, για την παράλληλη συμπεριφορά, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η Επιτροπή απέδειξε, όπως η ίδια υποστηρίζει, την ύπαρξη παραβάσεως σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, με την υποβολή στοιχείων που δεν συνιστούν απλώς και μόνο διαπίστωση παράλληλης συμπεριφοράς, πράγμα που αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η εξέταση του ζητήματος αυτού προηγείται της εξετάσεως του αν υπάρχουν άλλες βάσιμες εξηγήσεις πλην της συνεννοήσεως, δεδομένου ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο καταλήξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, οι εν λόγω εξηγήσεις, έστω και αν κριθούν πειστικές, δεν είναι ικανές να αναιρέσουν τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρουσιάζει την ίδια, σε δύο στάδια, διάρθρωση με αυτήν που επισήμανε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η Επιτροπή, κατά την οποία, αφενός, η εναρμονισμένη πρακτική είχε αποδειχθεί με την προσκόμιση εγγράφων κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως PVC II και, αφετέρου, δεδομένων των εγγράφων αυτών και της φερόμενης αποδεικτικής τους ισχύος, οι λοιπές εξηγήσεις της παράλληλης συμπεριφοράς δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για την απόδειξη της εν λόγω πρακτικής.

88      Επομένως, σε πρώτο στάδιο, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής με άλλα στοιχεία πλην των παράλληλων συμπεριφορών των ΕΣΔ τα οποία δύνανται να εξομοιωθούν με «έγγραφα» κατά την έννοια της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση PVC II την οποία επικαλείται η Επιτροπή. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να προσδιοριστεί η προέλευση της συμπράξεως περί της οποίας επρόκειτο στην απόφαση εκείνη, η Επιτροπή είχε στηριχθεί στο γράμμα των εγγράφων σχεδιασμού, στις πληροφορίες που είχε παράσχει μια εκ των προσφευγουσών ως προς τα έγγραφα αυτά προς απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών που της είχε απευθυνθεί και στη στενή διασύνδεση μεταξύ των σχεδιαζόμενων πρακτικών που περιγράφονταν στα έγγραφα αυτά, αφενός, και των πρακτικών που είχαν διαπιστωθεί στην αγορά, αφετέρου (προπαρατεθείσα απόφαση PVC II, σκέψη 582).

89      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι τα στοιχεία που είναι ικανά να θεμελιώσουν την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των ΕΣΔ είναι αυτά τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 74 ανωτέρω, ήτοι οι συζητήσεις σχετικά με τη γεωγραφική έκταση των εντολών που περιλαμβάνονταν στις ΣΑΕ τις οποίες διεξήγαγαν οι ΕΣΔ στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων, η συμφωνία του Σαντιάγκο, η συμφωνία του Σίδνεϊ και ο σύνδεσμος μεταξύ της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και των εθνικών εδαφικών περιορισμών.

90      Συναφώς, παρατηρείται ότι η έλλειψη έγγραφων αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση ειδικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς προκαλεί κατά μείζονα λόγο εντύπωση στο μέτρο που η Επιτροπή παραδέχεται ότι ορισμένες ΕΣΔ επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς. Αυτές όμως οι ΕΣΔ είχαν συμφέρον να συνεργαστούν με την Επιτροπή, προσκομίζοντάς της έγγραφα στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, είχε εκφράσει την πρόθεσή της να επιβάλει πρόστιμο σε όλους τους αποδέκτες της ανακοινώσεως αυτής, οι ενδιαφερόμενες ΕΣΔ θα μπορούσαν να έχουν συνεργαστεί με το θεσμικό αυτό όργανο προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος να τους επιβληθεί πρόστιμο ή, τουλάχιστον, να μειωθεί το ποσό αυτού. Επιπλέον, οι εν λόγω ΕΣΔ θα μπορούσαν να έχουν καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι οι λοιπές ΕΣΔ ασκούσαν πίεση ώστε να τις πείσουν να διατηρήσουν κατά εναρμονισμένο τρόπο τους συμφωνηθέντες εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, πράγμα το οποίο αυτές δεν έπραξαν.

91      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξετασθεί η αποδεικτική ισχύς των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η Επιτροπή.

 Επί της αποδεικτικής ισχύος των στοιχείων που η Επιτροπή επικαλείται προς απόδειξη της εναρμονισμένης πρακτικής χωρίς να στηρίζεται στις παράλληλες συμπεριφορές των ΕΣΔ

 Επί των συζητήσεων σχετικά με τη γεωγραφική έκταση των εντολών που περιλαμβάνονταν στις ΣΑΕ τις οποίες διεξήγαγαν οι ΕΣΔ στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων

92      Όσον αφορά τις συζητήσεις που διεξήγαγαν οι ΕΣΔ στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων (σκέψη 74 ανωτέρω, πρώτη περίπτωση), υπενθυμίζεται ότι η ίδια η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απαγόρευε ούτε το σύστημα αμοιβαίας εκπροσωπήσεως μεταξύ των ΕΣΔ αλλά ούτε και τους κάθε μορφής εδαφικούς περιορισμούς των εντολών που οι εταιρίες αυτές ανέθεταν η μία στην άλλη (αιτιολογικές σκέψεις 95 και 259 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Ομοίως, η Επιτροπή δεν προσάπτει στις ΕΣΔ ότι προέβησαν σε ορισμένου είδους συνεργασία στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων. Εκείνο το οποίο μέμφεται η Επιτροπή είναι η συντονισμένη προσέγγιση που υιοθετούσε το σύνολο των ΕΣΔ όσον αφορά τους εδαφικούς περιορισμούς.

93      Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι οι ΕΣΔ πραγματοποιούσαν συσκέψεις στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων και ότι υπήρχαν διάφορες μορφές συνεργασίας μεταξύ τους δεν συνιστά αφ’ εαυτού ένδειξη απαγορευμένης εναρμονισμένης πρακτικής. Συγκεκριμένα, όταν το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγονται οι συσκέψεις μεταξύ επιχειρήσεων που κατηγορούνται ότι παραβίασαν το δίκαιο του ανταγωνισμού καταδεικνύει ότι οι εν λόγω συσκέψεις ήταν αναγκαίες για τη συλλογική αντιμετώπιση ζητημάτων που δεν αφορούν παραβιάσεις του εν λόγω δικαίου, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρεί κατά τεκμήριο ότι οι επίμαχες συσκέψεις είχαν ως αντικείμενο την εφαρμογή εναρμονισμένων πρακτικών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 105 και 145). Συναφώς, παρατηρείται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι οι συσκέψεις που διοργάνωνε η CISAC και στις οποίες είχε μετάσχει και η προσφεύγουσα αφορούσαν τον περιορισμό του ανταγωνισμού σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

94      Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα τις συζητήσεις σχετικά με το υπόδειγμα συμβάσεως, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω υπόδειγμα δεν προβλέπει ρητώς εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, αλλά καλεί απλώς τις ΕΣΔ να καθορίσουν τη γεωγραφική έκταση των εντολών που αναθέτουν η μία στην άλλη με τις ΣΑΕ.

 Επί της συμφωνίας του Σαντιάγκο

95      Όσον αφορά τη συμφωνία του Σαντιάγκο (σκέψη 74 ανωτέρω, δεύτερη περίπτωση), υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω συμφωνία όριζε ότι, σε σχέση με τις εκμεταλλεύσεις δικαιωμάτων του δημιουργού μέσω διαδικτύου, κάθε ΕΣΔ που αποτελούσε συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία μπορούσε να χορηγήσει άδειες ως προς το σύνολο των εδαφών και το σύνολο των ρεπερτορίων (πρώτη πτυχή), αλλά μόνο σε χρήστες με οικονομική έδρα στη χώρα του ΕΟΧ όπου η χορηγούσα ΕΣΔ ήταν εγκατεστημένη (δεύτερη πτυχή). Υπό το κράτος του συστήματος που προέβλεπε ο κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), η συμφωνία αυτή κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από ορισμένες ΕΣΔ, προκειμένου να τους χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Η Επιτροπή αμφισβήτησε τη ρήτρα που εμπόδιζε κάθε ΕΣΔ να χορηγεί άδειες σε χρήστες μη εγκατεστημένους στη χώρα εγκαταστάσεως της οικείας εταιρίας και απέστειλε την ανακοίνωση αιτιάσεων Σαντιάγκο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, καμία από τις ΕΣΔ δεν ζήτησε την ανανέωση της συμφωνίας του Σαντιάγκο μετά τη λήξη ισχύος της, η οποία είχε εξαρχής οριστεί για το τέλος του 2004. Επομένως, μόλις έπαυσε να ισχύει η συμφωνία αυτή, οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί που περιέχονταν στις ΣΑΕ και οι οποίοι είχαν διατηρηθεί σε ισχύ για άλλες χρήσεις πλην των πραγματοποιούμενων μέσω διαδικτύου ακόμα και κατά τη διάρκεια της περιόδου που κάλυπτε η εν λόγω συμφωνία, άρχισαν εκ νέου να εφαρμόζονται από όλες τις ΕΣΔ και για τις εκμεταλλεύσεις δικαιωμάτων του δημιουργού μέσω διαδικτύου, καθόσον η ρήτρα παρέκκλισης, που είχε προστεθεί στις ΣΑΕ κατόπιν της συμφωνίας του Σαντιάγκο ως προς την εκμετάλλευση μέσω διαδικτύου, είχε παύσει να ισχύει.

96      Η άποψη της Επιτροπής κατά την οποία η αναβίωση των εθνικών εδαφικών περιορισμών εκ μέρους όλων των ΕΣΔ συνιστά προδήλως απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ελλείψει αποδείξεων περί του ότι οι ΕΣΔ προέβησαν σε συνεννόηση για τον σκοπό αυτό, η αναβίωση των εθνικών εδαφικών περιορισμών δεν αποδεικνύει την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, αλλά μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως αυτόματη συνέπεια της μη ανανεώσεως της συμφωνίας του Σαντιάγκο, η οποία δεν παρουσίαζε πλέον ενδιαφέρον καθόσον η δεύτερη πτυχή της δεν είχε γίνει δεκτή από την Επιτροπή. Το γεγονός και μόνον ότι οι ΕΣΔ επανήλθαν στην προτέρα κατάσταση δεν αποδεικνύει ότι συνεννοήθηκαν με σκοπό την επαναφορά αυτή.

97      Επισημαίνεται ότι η επάνοδος στην προτέρα κατάσταση μπορεί να εξηγηθεί από το απλό γεγονός ότι οι ΕΣΔ δεν ήταν σε θέση να αναστείλουν κάθε μορφή συνεργασίας μεταξύ τους ως προς τις σχετικές με τις νέες τεχνολογίες μορφές εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, εν αναμονή εξευρέσεως, σε διμερή ή ακόμα και πολυμερή βάση, αλλά πάντως σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού, διαφορετικών λύσεων από την περιλαμβανόμενη στη συμφωνία του Σαντιάγκο.

98      Επιπλέον, παρατηρείται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υποστήριξε ότι η παράβαση που εκτίθεται στο άρθρο 3 αυτής είχε αρχίσει μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας του Σαντιάγκο, αλλά, χωρίς να διευκρινίζει την ημερομηνία ενάρξεως, φαίνεται να εκτιμά ότι η παράβαση αυτή προηγούνταν της εν λόγω συμφωνίας.

99      Συναφώς, είτε η συμφωνία του Σαντιάγκο είναι μεταγενέστερη του χρονικού σημείου, το οποίο δεν προσδιορίζεται επακριβώς με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το οποίο λογίζεται ότι άρχισε η σχετική με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς παράβαση, πράγμα που εμποδίζει τη χρήση της εν λόγω συμφωνίας ως αποδεικτικού στοιχείου της αρχικής συνεννοήσεως, ως προς την οποία συνιστά απλώς μια διακοπή, είτε η συμφωνία αυτή είναι προγενέστερη της ενάρξεως της σχετικής με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς παραβάσεως, αλλά, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι ικανή να αποδείξει την εν λόγω παράβαση, καθόσον δεν αφορά τον ίδιο περιορισμό του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η περιεχόμενη στη συμφωνία του Σαντιάγκο ρήτρα περί κατοικίας οδηγούσε σε διαφορετική κατάσταση από την προκύπτουσα από τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς. Στην πρώτη περίπτωση, μια ΕΣΔ μπορεί να χορηγήσει άδειες πολλαπλών ρεπερτορίων χωρίς εδαφικούς περιορισμούς, αλλά μόνο στους χρήστες που είναι εγκατεστημένοι στην ίδια με αυτή εδαφική περιφέρεια, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η οικεία ΕΣΔ δύναται να χορηγεί άδειες σε οποιονδήποτε χρήστη, αρκεί οι σχετικές εκμεταλλεύσεις δικαιωμάτων του δημιουργού να πραγματοποιούνται στο έδαφος εγκαταστάσεως της εν λόγω ΕΣΔ.

100    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ούτε η ύπαρξη της συμφωνίας του Σαντιάγκο ούτε οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έπαυσε να ισχύει μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

 Επί της συμφωνίας του Σίδνεϊ

101    Με τη συμφωνία του Σίδνεϊ (σκέψη 74 ανωτέρω, τρίτη περίπτωση), οι ΕΣΔ, το 1987, εισήγαγαν στο υπόδειγμα συμβάσεως τον όρο ότι η ΕΣΔ που είναι εγκατεστημένη στη χώρα από την οποία τα σήματα-φορείς των προγραμμάτων εκπέμπονται προς τον δορυφόρο επιτρέπεται να χορηγεί άδειες πολλαπλών ρεπερτορίων, για ολόκληρη τη ζώνη καλύψεως του δορυφόρου, ενδεχομένως κατόπιν διαβουλεύσεως ή συναινέσεως των λοιπών ενδιαφερομένων ΕΣΔ.

102    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέπεμψε στη συμφωνία του Σίδνεϊ με σκοπό να αποδείξει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν συνιστούσε κατάλληλη απάντηση στις αιτιάσεις που αυτή είχε προβάλει ως προς την εναρμονισμένη πρακτική σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς (αιτιολογική σκέψη 165 και τμήμα 7.6.1.2, στοιχείο β΄, της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Με την αιτιολογική σκέψη 158 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αφορά συγκεκριμένα τα προς στοιχειοθέτηση της εναρμονισμένης πρακτικής προσκομιζόμενα στοιχεία, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε ρητώς στη συμφωνία αυτή. Εν συνεχεία, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι από την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/83 προκύπτει ότι η ενέργεια της παρουσιάσεως μουσικών έργων μέσω δορυφόρου πραγματοποιείται μόνο στη χώρα όπου τα πρώτο σήμα εισάγεται σε μία αδιάκοπη αλληλουχία μετάδοσης προς τον δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος, οι χρήστες των έργων αυτών χρειάζονται, για να μπορούν να δραστηριοποιηθούν σε ολόκληρη τη ζώνη καλύψεως του δορυφόρου, μόνο μία άδεια, σχετική με την εν λόγω χώρα. Κατά συνέπεια, κατά παραδοχή της ίδιας της Επιτροπής, η συμφωνία του Σϊδνεϊ είναι πλέον παρωχημένη όσον αφορά την πολλαπλή εδαφική ισχύ των αδειών που αφορούν τις εκμεταλλεύσεις μέσω δορυφόρου (αιτιολογικές σκέψεις 162, 163 και 165 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η συμφωνία του Σίδνεϊ δεν αποτέλεσε αντικείμενο εκτιμήσεως στο πλαίσιο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να την εξετάσει υπό το πρίσμα των κανόνων του ανταγωνισμού (υποσημείωση 131 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

103    Αφενός, παρατηρείται ότι, δεδομένου ότι η συμφωνία του Σίδνεϊ επέτρεπε τη χορήγηση αδειών πολλαπλών ρεπερτορίων ως προς το σύνολο των εδαφών που εξυπηρετούσε ο ίδιος δορυφόρος, η συμφωνία αυτή δεν παρήγαγε αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα των εθνικών εδαφικών περιορισμών, οι οποίοι, ακριβώς, λειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ΕΣΔ να μπορεί να χορηγεί άδειες πολλαπλών ρεπερτορίων ως προς μία μόνον εδαφική περιφέρεια.

104    Αφετέρου, το γεγονός ότι η συμφωνία του Σίδνεϊ είναι πλέον παρωχημένη από της λήξεως της προθεσμίας που προβλεπόταν για τη μεταφορά της οδηγίας 93/83, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 1995 (βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής), σημαίνει ότι η ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού που περιλάμβανε η συμφωνία αυτή είχε παύσει να συντρέχει κατά την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, ο σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως που αναφέρεται στο άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως και εκείνης που προκύπτει ενδεχομένως από τη συμφωνία του Σίδνεϊ δεν είναι προφανής, ακόμη και για απλούς λόγους χρονικής ακολουθίας.

105    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμα και αν η συμφωνία του Σίδνεϊ ήταν αποτέλεσμα απαγορευμένης εναρμονισμένης πρακτικής, εντούτοις δεν αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως PVC II, το οποίο επιτρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

 Επί του φερόμενου ιστορικού συνδέσμου μεταξύ της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και των εθνικών εδαφικών περιορισμών

106    Όσον αφορά τον φερόμενο ιστορικό σύνδεσμο μεταξύ της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και των εθνικών εδαφικών περιορισμών (σκέψη 74 ανωτέρω, τέταρτη περίπτωση), η Επιτροπή, με τη γραπτή απάντηση σε μία από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, υπογράμμισε ότι, δεδομένου ότι η γεωγραφική έκταση της εντολής ασκούσε καθοριστική επιρροή στο ζήτημα αν ορισμένη εδαφική περιφέρεια επρόκειτο να ανατεθεί μόνο σε μία εντολοδόχο ΕΣΔ, η ρήτρα περί αποκλειστικότητας και οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί συνδέονταν άρρηκτα. Κατά την Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη ότι το υπόδειγμα συμβάσεως υιοθετούσε την πρακτική ανάθεσης αποκλειστικών εντολών, η εδαφική περιφέρεια μιας εντολοδόχου ΕΣΔ δεν μπορούσε να αλληλεπικαλύπτεται με άλλη περιφέρεια ανατεθειμένη σε άλλη εντολοδόχο ΕΣΔ. Επομένως, η συστηματική εισαγωγή εθνικών εδαφικών περιορισμών σε όλες τις ΣΑΕ αποτελούσε το απαραίτητο αντάλλαγμα για τη θέση σε εφαρμογή της αποκλειστικότητας που προτεινόταν με το υπόδειγμα συμβάσεως. Ως εκ τούτου, οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί είχαν ως προέλευση και σημείο εκκίνησης τις συζητήσεις που διεξάγονταν στο εσωτερικό της CISAC.

107    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαπίστωσε ότι οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί αποτελούσαν τμήμα της ίδιας παραβάσεως με αυτήν που συνίστατο στην εισαγωγή της ρήτρας περί αποκλειστικότητας στις ΣΑΕ. Για την Επιτροπή, η αποκλειστικότητα απορρέει από το γεγονός της ανάθεσης, μέσω των ΣΑΕ, αποκλειστικών δικαιωμάτων, όπως τούτο προβλέπεται από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του υποδείγματος συμβάσεως, ενώ οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί εφαρμόστηκαν κατόπιν συντονισμού στο πλαίσιο εναρμονισμένης πρακτικής. Αυτό το οποίο επισημαίνει η Επιτροπή με τη σκέψη 158 της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ότι η κατάργηση της ρητής αποκλειστικότητας δεν επέφερε σημαντική μεταβολή της συμπεριφοράς των ΕΣΔ. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή με την ίδια αιτιολογική σκέψη, το ερώτημα που τίθεται είναι αν, μετά την απάλειψη της ρήτρας περί αποκλειστικότητας, υπήρχαν άλλοι λόγοι, πλην της εναρμονισμένης πρακτικής, που μπορούσαν να δικαιολογήσουν τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

108    Κατά συνέπεια, ακόμα και αν υπάρχει σύνδεσμος μεταξύ της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και των εθνικών εδαφικών περιορισμών, πρέπει, στην παρούσα υπόθεση, να εξεταστεί η συμπεριφορά των ΕΣΔ μετά την απάλειψη της εν λόγω ρήτρας, πράγμα που σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν συντρέχουν πειστικοί λόγοι, πλην της εναρμονισμένης πρακτικής, που μπορούν να εξηγήσουν τη διατήρηση των εθνικών εδαφικών περιορισμών (βλ. σκέψεις 120 έως 166 κατωτέρω).

109    Τέλος, στο μέτρο που η Επιτροπή προβάλλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί δεν συνιστούν παρά συνέχεια της αποκλειστικότητας, μετά την απάλειψη της τελευταίας από τις ΣΑΕ, επισημαίνεται, πράγματι, ότι κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 81 ΕΚ έχει εφαρμογή όταν μια παράλληλη συμπεριφορά παρατείνεται και μετά τη λήξη παλαιάς συμφωνίας, χωρίς να έχει μεσολαβήσει η σύναψη νέας, καθόσον, στην περίπτωση συμπράξεων που έχουν παύσει να ισχύουν, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 81 ΕΚ, αρκεί οι συμπράξεις αυτές να εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους πέραν από την τυπική τους περάτωση (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1985, 243/83, Binon, Συλλογή 1985, σ. 2015, σκέψη 17· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T-59/99, Ventouris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-5257, σκέψη 182).

110    Εντούτοις, εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαπιστώνει παράβαση απλώς επειδή προβλέπεται ρήτρα περί αποκλειστικότητας στις ΣΑΕ, και όχι επειδή περισσότερες ΕΣΔ συντονίστηκαν προκειμένου η ρήτρα αυτή να περιληφθεί σε όλες τις ΣΑΕ. Αντιθέτως, όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνωρίζει μεν ότι οι εν λόγω περιορισμοί δεν περιορίζουν από τη φύση τους τον ανταγωνισμό, φρονεί όμως ότι υπάρχει παρά ταύτα παράβαση, για τον λόγο ότι οι ΕΣΔ συνεννοήθηκαν προκειμένου να περιληφθούν σε όλες τις ΣΑΕ οι ίδιοι περιορισμοί. Επομένως, η φύση αντιστοίχως των δύο αυτών παραβάσεων, όπως περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι διαφορετική.

111    Επιπλέον, η εγκατάλειψη της ρήτρας περί αποκλειστικότητας κατέστησε εφικτή την εξέλιξη της αγοράς σε ορισμένο βαθμό, δηλαδή τη χορήγηση των πρώτων απευθείας αδειών, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες για την υπέρβαση των εθνικών εδαφικών περιορισμών.

112    Συγκεκριμένα, μια ΕΣΔ που διερευνά τη δυνατότητα χορηγήσεως, εντός εδαφικής περιφέρειας διαφορετικής από εκείνη στην οποία είναι εγκατεστημένη, αδειών που αφορούν το ρεπερτόριό της από άλλες ΕΣΔ πλην της τοπικής ΕΣΔ, θα διερωτηθεί καταρχάς αν η ίδια μπορεί να χορηγήσει απευθείας άδειες εντός του εν λόγω εδάφους. Ομοίως, μια ΕΣΔ που επιθυμεί να λάβει από τις λοιπές ΕΣΔ εντολές οι οποίες καλύπτουν ευρύτερη εδαφική περιφέρεια από αυτή στην οποία είναι εγκατεστημένη θα πρέπει να διαθέτει τέτοια διάρθρωση ώστε να έχει τη δυνατότητα να χορηγεί απευθείας άδειες εντός άλλων χωρών. Για όσο χρονικό διάστημα βρισκόταν σε ισχύ η ρήτρα περί αποκλειστικότητας, τέτοιες άδειες θα παραβίαζαν την αποκλειστική εντολή που είχε ανατεθεί στην τοπική ΕΣΔ. Τούτο όμως παύει να συμβαίνει μόλις καταργηθεί η ρήτρα περί αποκλειστικότητας, ακόμα και αν οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί διατηρούνται σε ισχύ. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για την εξακολούθηση του ίδιου περιορισμού με άλλα μέσα.

113    Ασφαλώς, όπως παραδέχτηκε και η Επιτροπή με τη γραπτή απάντησή της σε μια από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η αγορά των απευθείας αδειών, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο. Για τη διάδοση των απευθείας αδειών χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, να δημιουργηθεί σχετική ζήτηση εκ μέρους των μεγάλων χρηστών, οι οποίοι, αντί να απευθυνθούν στις ΕΣΔ όλων των χωρών όπου δραστηριοποιούνται, προτιμούν να αποκτούν απευθείας άδειες, με παγκόσμια ισχύ, για τα ρεπερτόρια που τους ενδιαφέρουν.

114    Επομένως, το γεγονός ότι οι εξελίξεις αυτές δεν επήλθαν πάραυτα και ότι δεν επηρέασαν αμέσως τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι οι εν λόγω περιορισμοί συνιστούσαν διατήρηση, μέσω εναρμονισμένης πρακτικής, της συμπράξεως σχετικά με τη ρήτρα περί αποκλειστικότητας.

115    Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δομές για τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων του δημιουργού για τους τρόπους εκμεταλλεύσεως που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση προέρχονται από τις δομές που χρησιμοποιούνταν για τις παραδοσιακές μορφές εκμεταλλεύσεως, ως προς τις οποίες η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί συνιστούν παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

116    Η εμφάνιση όμως νέων τεχνολογιών πληροφοριών που παρέχουν τη δυνατότητα εκμεταλλεύσεως έργων «on-line» δεν σημαίνει ότι οι ως άνω δομές κατέστησαν ξαφνικά απαρχαιωμένες ή ότι οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς έπρεπε να εκδηλώσουν αμέσως ανταγωνιστική διάθεση. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι, μετά την απάλειψη της ρήτρας περί αποκλειστικότητας, οι ΕΣΔ δεν τροποποίησαν το συντομότερο τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς ενδέχεται να αποδεικνύει ότι οι εν λόγω περιορισμοί δικαιολογούνται από άλλους λόγους, πλην της συνεχίσεως, υπό διαφορετική μορφή, της αποκλειστικότητας.

117    Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη συμπράξεως αναφορικά με τη ρήτρα περί αποκλειστικότητας δεν σημαίνει ότι αποδείχθηκε και σύμπραξη αναφορικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

 Συμπεράσματα ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή

118    Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι από τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον η ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των ΕΣΔ για τη θέσπιση των εθνικών εδαφικών περιορισμών.

119    Επομένως, πρέπει εν συνεχεία να εξετασθεί αν η Επιτροπή παρέσχε επαρκή στοιχεία προς αμφισβήτηση του ευλογοφανούς χαρακτήρα των εξηγήσεων, πλην της υπάρξεως συνεννοήσεως, που πρότεινε η προσφεύγουσα για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ.

 Επί του ευλογοφανούς χαρακτήρα των εξηγήσεων, πλην της υπάρξεως συνεννοήσεως, για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

120    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί δεν είναι αποτέλεσμα συνεννοήσεως, αλλά της κοινής λογικής που διέπει την ατομική συμπεριφορά στην αγορά και αποβλέπει στην επίτευξη αποδοτικότητας, ταχύτητας και οικονομίας στην χορήγηση αδειών για την εκμετάλλευση δικαιωμάτων εκτελέσεως. Η ύπαρξη εναλλακτικών εξηγήσεων, πλην της συνεννοήσεως, για την παράλληλη συμπεριφορά των εταιριών συλλογικής διαχειρίσεως όσον αφορά τους εν λόγω περιορισμούς δεν επιτρέπει να θεωρηθεί η επίμαχη συμπεριφορά ως απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής.

121    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 395/87, Tournier (Συλλογή 1989, σ. 2521), και 110/88, 241/88 και 242/88, Lucazeau κ.λπ. (Συλλογή 1989, σ. 2811), απάντησε επί προδικαστικών ερωτημάτων που του υπέβαλαν γαλλικά δικαστήρια ως προς τη συμβατότητα με τους κανόνες του ανταγωνισμού της καταστάσεως στην οποία, όσον αφορά τις παραδοσιακές μορφές («off-line») εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού, η ΕΣΔ B αρνούνταν να χορηγήσει άδεια για το ρεπερτόριο B στο έδαφος A, υποχρεώνοντας με τον τρόπο αυτό τους εγκατεστημένους στη χώρα A χρήστες να απευθυνθούν στην ΕΣΔ A, η οποία πρότεινε υψηλότερες τιμές.

122    Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ΣΑΕ μπορούσαν να θεωρηθούν ως συμφωνίες περιορίζουσες τον ανταγωνισμό, σε περίπτωση που προέβλεπαν αποκλειστικότητα υπό την έννοια ότι οι ΕΣΔ δεσμεύονταν να μη χορηγήσουν απευθείας άδειες στους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή χρήστες. Πάντως, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ρήτρες προς επίτευξη του σκοπού αυτού, οι οποίες είχαν στο παρελθόν περιληφθεί στις ΣΑΕ, είχαν καταργηθεί κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξέτασε αν από το γεγονός ότι η κατάργηση των εν λόγω ρητρών δεν είχε ως αποτέλεσμα μεταβολή της συμπεριφοράς των ΕΣΔ μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εταιρίες είχαν διατηρήσει με εναρμονισμένη πρακτική την αποκλειστικότητα που διέθεταν. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι παράλληλες απλώς συμπεριφορές μπορούν, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποτελέσουν σοβαρή ένδειξη ότι υπάρχει εναρμονισμένη πρακτική όταν καταλήγουν στη διαμόρφωση όρων ανταγωνισμού οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στους συνήθεις όρους του ανταγωνισμού. Εντούτοις, επισήμανε ότι μια τέτοια συνεννόηση δεν μπορεί να προεξοφλείται όταν το παράλληλο της συμπεριφοράς μπορεί να εξηγηθεί από άλλους λόγους εκτός από την ύπαρξη συνεννοήσεως και ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει σε περίπτωση που οι ΕΣΔ, προκειμένου να χορηγήσουν άμεσες άδειες, είναι υποχρεωμένες να οργανώσουν στην αλλοδαπή το δικό τους σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου. Το ζήτημα αν πράγματι είχε λάβει χώρα συνεννόηση απαγορευόμενη από τους κανόνες του ανταγωνισμού αφέθηκε στην εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων που είχαν υποβάλει τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις Tournier, σκέψεις 20 έως 25, και Lucazeau κ.λπ., σκέψεις 14 έως 19).

123    Εν προκειμένω, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η ύπαρξη εθνικών εδαφικών περιορισμών σε όλες τις ΣΑΕ δεν ανταποκρινόταν στους συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, έστω και αν το κατά νόμο βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η πρώτη πλευρά ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των ΣΑΕ, η γεωγραφική έκταση των αμοιβαίων εντολών περιορίζεται στο εθνικό έδαφος δεν μπορεί να εμπίπτει στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Κατά την Επιτροπή, η διαπίστωση ότι όλες οι ΣΑΕ περιείχαν έναν τέτοιο περιορισμό δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνον από την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Συναφώς παρατηρείται, εξάλλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει οικονομικά στοιχεία ή οικονομική ανάλυση όσον αφορά τα οικονομικά κίνητρα τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις ΕΣΔ να εγκαταλείψουν τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς ως προς τους τρόπους εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού στους οποίους αναφέρεται η εν λόγω απόφαση, ενώ δεν αμφισβητείται ότι οι περιορισμοί αυτοί ήταν εύλογοι ως προς τους παραδοσιακούς τρόπους εκμεταλλεύσεως.

 Επί της ανάγκης τοπικής παρουσίας προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτροπή της εκμεταλλεύσεως μουσικών έργων χωρίς άδεια

125    Μεταξύ των διαφόρων εξηγήσεων, πλην της συνεννοήσεως, που παρέθεσε η προσφεύγουσα για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς εκείνη σύμφωνα με την οποία οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής της εκμεταλλεύσεως έργων χωρίς άδεια.

126    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί εξηγούνται από το γεγονός ότι η ΕΣΔ η οποία χορηγεί άδεια για τους τρόπους εκμεταλλεύσεως δικαιωμάτων του δημιουργού που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να προβεί σε επιτόπου ενέργειες σχετικά με τους χρήστες και να παρακολουθεί την αγορά, όπως ακριβώς ισχύει για τους παραδοσιακούς τρόπους εκμεταλλεύσεως. Επιπλέον, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους οι τεχνικές και οικονομικές δυσχέρειες που δικαιολογούν τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς στην περίπτωση των παραδοσιακών τρόπων εκμεταλλεύσεως δεν αφορούν τους τρεις επίμαχους τρόπους εκμεταλλεύσεως.

127    Επιβάλλεται να εξεταστεί αν τα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η εξήγηση αυτή δεν είναι βάσιμη.

128    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι με την αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η εξέταση στην οποία προέβη αφορούσε αποκλειστικώς τη νόμιμη εκμετάλλευση προστατευόμενων από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας έργων. Περαιτέρω, με την αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε αποκλειστικώς τις βάσει αδείας χρήσεις των έργων και ότι, επομένως, οι πράξεις πειρατείας ή η χρήση χωρίς άδεια εκμεταλλεύσεως δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη, οι παρατηρήσεις και τα στοιχεία εκτιμήσεως που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ισχύουν μόνον εντός των ορίων των συνήθων και κανονικών σχέσεων μεταξύ των ΕΣΔ και των χρηστών.

129    Πάντως, με την αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι ΕΣΔ παρακολουθούσαν τη χρήση των δικαιωμάτων του δημιουργού, έλεγχαν τους λογαριασμούς των χρηστών και διασφάλιζαν τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών σε περίπτωση προσβολής τους. Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, όπως διευκρινίστηκε, μεταξύ άλλων, στο σημείο 7.6.1.4 της ίδιας αποφάσεως, η εν λόγω απόφαση δεν απαγόρευε στις ΕΣΔ να παρακολουθούν την αγορά προκειμένου να εντοπίζουν οποιαδήποτε χρήση των προστατευόμενων έργων χωρίς άδεια και να επιβάλλουν κυρώσεις κατά της συμπεριφοράς αυτής.

130    Λαμβανομένης υπόψη της αμφισημίας των διαπιστώσεων αυτών της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που, στο πλαίσιο των εν λόγω διαπιστώσεων, το οικείο όργανο έλαβε υπόψη αποκλειστικώς τις βάσει αδείας χρήσεις, η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό, στο μέτρο που δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε να διαχωριστεί η δραστηριότητα του ελέγχου των βάσει αδείας χρήσεων από τη δραστηριότητα του εντοπισμού και της διώξεως των χρήσεων χωρίς άδεια. Ασφαλώς, κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η καταπολέμηση της πειρατείας αποτελεί έργο το οποίο ανατίθεται ουσιαστικά στην International Federation of the Phonographic Industry (IFPI), τη διεθνή οργάνωση που εκπροσωπεί τις δισκογραφικές εταιρίες, η οποία δραστηριοποιείται από τα γραφεία της στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο). Εντούτοις, αν με το επιχείρημα αυτό, το οποίο εξάλλου δεν τεκμηριώνεται, πρόθεση της Επιτροπής είναι να υποστηρίξει ότι οι ΕΣΔ ουδόλως εμπλέκονται στους ελέγχους που καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό των χρήσεων χωρίς άδεια, διαπιστώνεται πάντως ότι η άποψη αυτή δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, δεν μπορεί να λάβει υπόψη περιστατικό το οποίο η Επιτροπή προέβαλε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δίκης, δεδομένου ότι η έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό δεν δύναται να καλυφθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Εντούτοις, παρά τα προπαρατεθέντα επιχειρήματα της Επιτροπής, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή εξέτασε, εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αν οι παράλληλες συμπεριφορές των ΕΣΔ όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς ήταν απόρροια της βουλήσεως των ΕΣΔ να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά τις χρήσεις χωρίς άδεια. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή φαίνεται να παραδέχεται ότι η εν λόγω εξήγηση δεν μπορεί να αποκλεισθεί με μόνο το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε αποκλειστικώς τη νόμιμη εκμετάλλευση των δικαιωμάτων του δημιουργού. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν τα σχετικά με το ζήτημα αυτό χωρία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αρκούν για την αμφισβήτηση του ευλογοφανούς χαρακτήρα της συνοπτικώς εκτιθέμενης στη σκέψη 126 ανωτέρω απόψεως της προσφεύγουσας.

132    Πρώτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το σύστημα το οποίο αυτή καταδικάζει με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην αρχή της εγγύτητας μεταξύ της ΕΣΔ που χορηγεί άδεια και του χρήστη που λαμβάνει αυτή, αλλά στην αρχή κατά την οποία η άδεια χορηγείται από την ΕΣΔ που είναι εγκατεστημένη στη χώρα εντός της οποίας πραγματοποιείται η εκμετάλλευση, ανεξαρτήτως της χώρας διαμονής του λήπτη της αδείας (αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 173 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

133    Συναφώς, είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του συστήματος που η Επιτροπή καταδικάζει, ενδέχεται η ΕΣΔ B, η οποία χορήγησε άδεια σε εγκατεστημένο στη χώρα A χρήστη για εκτελέσεις πραγματοποιούμενες στη χώρα B, να πρέπει να κινήσει διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες κατά του χρήστη αυτού στη χώρα A, ήτοι εξ αποστάσεως.

134    Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, όταν η ΕΣΔ B χορηγεί άδεια σε εγκατεστημένο στη χώρα A χρήστη, ο οποίος όμως δραστηριοποιείται στη χώρα B, σε περίπτωση που αποκαλυφθεί παράβαση της χορηγηθείσας άδειας, μπορεί, εν ανάγκη, να στηριχθεί στην ΕΣΔ A. Συγκεκριμένα, η τελευταία δεν θα θεωρούσε την ΕΣΔ B ως ανταγωνίστρια, δεδομένου ότι η ΕΣΔ A δεν θα μπορούσε να χορηγήσει η ίδια άδειες για τις εκμεταλλεύσεις που πραγματοποιούνται στη χώρα B. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ΕΣΔ A ανέθεσε, όσον αφορά τις εκμεταλλεύσεις που πραγματοποιούνται στη χώρα B, το ρεπερτόριό της στην ΕΣΔ B, έχει συμφέρον για την αποτελεσματική δίωξη των παραβάσεων των αδειών που έχουν χορηγηθεί από την ΕΣΔ B.

135    Η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, υποστήριξε ότι για την άσκηση των δραστηριοτήτων παρακολουθήσεως και «enforcement» των δικαιωμάτων του δημιουργού για τα οποία είναι αναγκαία η τοπική παρουσία, η ΕΣΔ η οποία είχε χορηγήσει άδεια σε εγκατεστημένο σε άλλη χώρα χρήστη μπορούσε να απευθυνθεί σε τοπικούς παρόχους και, ειδικότερα, στην τοπική ΕΣΔ. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια τέτοια συνεργασία αφής στιγμής θα είχε αναπτυχθεί ανταγωνισμός μεταξύ των ΕΣΔ. Ειδικότερα, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ανέλυσε τα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα τα οποία θα παρακινούσαν την τοπική ΕΣΔ να συνεργαστεί με μια άλλη ΕΣΔ η οποία θα την ανταγωνιζόταν στο έδαφός της.

136    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, αφενός, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ποιος θα αναλάμβανε τη γενική παρακολούθηση της αγοράς, κατά τρόπον ώστε να υποχρεώνει τους χρήστες να ζητούν άδειες, και όχι μόνον την παρακολούθηση των ήδη παραχωρηθεισών αδειών, σε περίπτωση που οι ΕΣΔ δεν θα εμπλέκονταν στην άσκηση της αρμοδιότητας αυτής. Χωρίς να αντικρούεται από την Επιτροπή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αποστολή των ΕΣΔ συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο να υποχρεώνουν τους χρήστες οι οποίοι εκμεταλλεύονται μουσικά έργα χωρίς άδεια να ζητούν την αναγκαία άδεια. Η πλέον αρμόδια για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής ΕΣΔ είναι, ως προς κάθε εδαφική περιφέρεια, η τοπική ΕΣΔ, η οποία έχει την πληρέστερη δυνατή γνώση της αγοράς της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη. Αν όμως δεν διασφαλιζόταν ότι η εν λόγω ΕΣΔ θα εισέπραττε, με την καταβολή ανταλλάγματος για την έκδοση της αδείας, το ποσό των εξόδων σχετικά με την άσκηση παρακολουθήσεως, η δραστηριότητα αυτή απλώς δεν θα ήταν βιώσιμη. Τούτο δεν θα διασφαλιζόταν σε περίπτωση που περισσότερες ΕΣΔ μπορούσαν να χορηγούν, για την ίδια εδαφική περιφέρεια, άδειες σχετικές με τα ίδια ρεπερτόρια. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στοιχεία ικανά να αποδυναμώσουν το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας.

137    Αφετέρου, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να εξηγήσει με ποιο τρόπο οι ευρισκόμενες σε ανταγωνισμό ΕΣΔ ως προς τη χορήγηση αδειών οι οποίες αφορούν ρεπερτόρια σε μεγάλο βαθμό επικαλυπτόμενα και οι οποίες καλύπτουν τις ίδιες εδαφικές περιφέρειες θα μπορούσαν να συνεργαστούν. Μολονότι είναι αληθές ότι η αντίληψη που εμπεριέχεται στις σχετικές με τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης είναι ότι κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην εσωτερική αγορά, εντούτοις είναι επίσης γεγονός ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδέχεται ότι είναι αναγκαία κάποια συνεργασία μεταξύ των ΕΣΔ προκειμένου κάθε ΕΣΔ να μπορεί να προτείνει άδειες πολλαπλών ρεπερτορίων (βλ., για παράδειγμα, αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Ειδικότερα, για τη χορήγηση άδειας που να αφορά το παγκόσμιο ρεπερτόριο, μια ΕΣΔ πρέπει να συνεργαστεί με όλες τις άλλες ΕΣΔ. Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί μεταξύ των ευρισκομένων σε σχέση ανταγωνισμού μεταξύ τους, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ΕΣΔ η συνεργασία την οποία η Επιτροπή θεωρεί αναγκαία, όσον αφορά ιδίως ορισμένες δραστηριότητες παρακολουθήσεως και δικαστικής διώξεως των παραβάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 77 και 178 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

138    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η τοπική ΕΣΔ δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον εποπτικό ρόλο της, στο μέτρο που υπείχε, έναντι των δικαιούχων, υποχρέωση εμπιστευτικής διαχειρίσεως έστω και αν ανταγωνιζόταν άλλες ΕΣΔ. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εν λόγω υποχρέωση εμπιστευτικής διαχειρίσεως υφίσταται μόνο στο πλαίσιο της σχέσεως μεταξύ ορισμένης ΕΣΔ και των δικαιούχων που έχουν την ιδιότητα του μέλους αυτής. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι η υποχρέωση αυτή επιβάλλει στην τοπική ΕΣΔ να συνεχίσει τις δραστηριότητές της υπέρ των δικαιούχων οι οποίοι εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ομολόγων της, οσάκις δεν είναι πλέον η μοναδική ΕΣΔ που δύναται να χορηγεί άδειες στην εδαφική περιφέρεια στην οποία είναι εγκατεστημένη. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η ΕΣΔ A ουδεμία υποχρέωση υπείχε έναντι της ΕΣΔ B, σε περίπτωση που η ΕΣΔ B είχε παραχωρήσει τη διαχείριση του ρεπερτορίου B εντός του εδάφους A στην ΕΣΔ Γ, η οποία δεν είναι εγκατεστημένη στο έδαφος Α.

139    Όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο επίσης προβάλλει η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η τοπική ΕΣΔ είχε συμφέρον να διατηρήσει την καλή της φήμη στα μέλη της όσον αφορά την αποτελεσματικότητα στο πλαίσιο των ελέγχων, προκειμένου αυτά να μην επιλέξουν να απευθυνθούν σε άλλες ΕΣΔ, αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, αν οι χρήστες οι οποίοι προβαίνουν στις εντοπισθείσες από την τοπική ΕΣΔ εκμεταλλεύσεις μουσικών έργων χωρίς άδεια μπορούσαν να λάβουν τις αναγκαίες άδειες για τη νόμιμη εκμετάλλευση των εν λόγω έργων από άλλες ΕΣΔ, η τοπική ΕΣΔ δεν θα μπορούσε να μετακυλίσει στους χρήστες, με την είσπραξη του αντιτίμου για τις άδειες αυτές, τα έξοδα διαχειρίσεως που απορρέουν από την εκ μέρους της ασκούμενη δραστηριότητα παρακολουθήσεως της αγοράς. Το γεγονός αυτό θα έβλαπτε τη φήμη της οικείας ΕΣΔ στα μέλη της, διότι τα τελευταία θα έβλεπαν να μειώνονται οι προς αυτά αμοιβές λόγω των σχετικών με την παρακολούθηση της αγοράς εξόδων διαχειρίσεως τα οποία δεν ανακτώνται διά της χορηγήσεως αδειών από την ίδια ΕΣΔ. Μια ΕΣΔ δεν έχει κανένα συμφέρον για την άσκηση δραστηριοτήτων παρακολουθήσεως που συνεπάγονται έξοδα διαχειρίσεως τα οποία μειώνουν τις αμοιβές τις οποίες αυτή είναι σε θέση να προσφέρει στα μέλη της, εάν δεν έχει τη βεβαιότητα, αφ’ ης στιγμής θα εντοπίσει χρήσεις χωρίς άδεια, ότι θα ανακτήσει τα εν λόγω έξοδα διά της χορηγήσεως αδειών, πολλώ δε μάλλον που οι δημιουργοί είναι ελεύθεροι να γίνουν μέλη της ΕΣΔ της αρεσκείας τους.

140    Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η συνεργασία μεταξύ της τοπικής ΕΣΔ και αυτής που χορηγεί την άδεια σε κάποιο χρήστη, πάντως η συνεργασία αυτή σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρεις ΕΣΔ, ήτοι η τοπική ΕΣΔ Γ, η εντολέας ΕΣΔ A, δικαιούχος του ρεπερτορίου A, και η εντολοδόχος ΕΣΔ B, η οποία, δυνάμει της εντολής την οποία της παρέσχε η ΕΣΔ A, μπορεί να χορηγεί άδειες σχετικά με το ρεπερτόριο A επί του εδάφους Γ. Μολονότι, πάντως, η παρέμβαση της ΕΣΔ Γ ενδέχεται να συνεπάγεται δαπάνες, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ποιο θα ήταν το όφελος που θα απέρρεε για την ΕΣΔ A από την ανάθεση της διαχειρίσεως του ρεπερτορίου A επί του εδάφους Γ όχι στην ΕΣΔ Γ αλλά στην ΕΣΔ B, εφόσον θα συνεπαγόταν πρόσθετες δαπάνες.

141    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι σε σχέση με τους τρόπους εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων του δημιουργού τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση υπάρχουν τεχνικές λύσεις οι οποίες επιτρέπουν την εξ αποστάσεως παρακολούθηση του λήπτη της αδείας. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ΕΣΔ εφαρμόζουν ήδη πρακτικές χορηγήσεως αδειών εκμεταλλεύσεως οι οποίες καταδεικνύουν τη δυνατότητά τους να παρακολουθούν τη χρήση και τους χρήστες εκτός της εδαφικής περιφέρειας στην οποία αυτές είναι αντιστοίχως εγκατεστημένες (αιτιολογική σκέψη 174 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

142    Η Επιτροπή, όμως, δεν μπορεί να ανατρέψει την εξήγηση που προέβαλε η προσφεύγουσα για τις παράλληλες συμπεριφορές των ΕΣΔ και η οποία αναφέρεται στην αναγκαιότητα αποτροπής των παράνομων χρήσεων, με το επιχείρημα απλώς ότι υπάρχουν τεχνικές λύσεις οι οποίες επιτρέπουν την εξ αποστάσεως παρακολούθηση σε σχέση με τους τρόπους εκμεταλλεύσεως τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

143    Ασφαλώς είναι αληθές ότι, με την αιτιολογική σκέψη 189 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, κατά την ακρόαση, είχε αποδειχθεί, ιδίως από την European Digital Media Association (Ευρωπαϊκή ένωση ψηφιακών μέσων – EDIMA), ένωση εκπροσωπούσα εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παροχή ηχητικού και οπτικοακουστικού περιεχομένου «on-line», ότι, στην πράξη, ήταν δυνατή η εξ αποστάσεως παρακολούθηση της παροχής μουσικής «on-line». Συγκεκριμένα, κάθε μουσικό έργο έχει μια ηλεκτρονική ταυτότητα και κάθε προσωπικός υπολογιστής εξατομικεύεται με μια διεύθυνση IP. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, η ΕΣΔ μπορεί, όταν χορηγεί κάποια άδεια, να λαμβάνει μέριμνα ώστε ο χρήστης να είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς ποιο μουσικό έργο χρησιμοποιείται, από ποιον υπολογιστή και για ποιο είδος χρήσεως. Ο χρήστης στον οποίο χορηγήθηκε η άδεια μπορεί, επομένως, να αποστείλει τις πληροφορίες αυτές στις ΕΣΔ, οι οποίες θα τις αξιοποιήσουν προκειμένου ακριβώς να προβούν σε κατανομή της αμοιβής μεταξύ των δικαιούχων.

144    Εντούτοις, η εξήγηση αυτή περιορίζεται στην παρακολούθηση των χορηγηθεισών αδειών, αλλά δεν απαντά στο ερώτημα με ποιο τρόπο και από ποιον εντοπίζονται και διώκονται οι χρήσεις χωρίς άδεια. Η εξήγηση αυτή δυσχεραίνει περαιτέρω την κατανόηση των οικονομικών κινήτρων των ΕΣΔ για τον εξ αποστάσεως έλεγχο μιας δεδομένης αγοράς, τη στιγμή που οι ενεργοί χρήστες στην οικεία αγορά θα μπορούσαν, χωρίς να διαθέτουν την αναγκαία άδεια, να ζητήσουν τέτοια άδεια σε άλλη ΕΣΔ από αυτή η οποία ασκεί την εποπτεία.

145    Ελλείψει διευκρινίσεων ως προς το κατά πόσον οι τεχνικές λύσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 189 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική αποτροπή των χρήσεων χωρίς άδεια, πρέπει να εξεταστεί αν τα παραδείγματα που επικαλείται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως απάντηση στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αίρουν το ευλογοφανές της εξηγήσεως που η προσφεύγουσα προέβαλε και κατά την οποία οι εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί σκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής αποτροπής των χρήσεων μουσικών έργων χωρίς άδεια.

146    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όταν η Επιτροπή χρησιμοποιεί ορισμένα παραδείγματα προς αμφισβήτηση του ευλογοφανούς της απόψεως της προσφεύγουσας, οφείλει να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους τα παραδείγματα αυτά είναι λυσιτελή. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει στην προσφεύγουσα ότι δεν παρέσχε περισσότερες διευκρινίσεις σε σχέση με την έτερη εξήγηση που αυτή έδωσε, στο μέτρο που η Επιτροπή είναι αυτή που οφείλει να αποδείξει την παράβαση. Επομένως, αν η Επιτροπή, κατά το διοικητικό στάδιο, θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επαρκώς την εξήγηση που έδωσε, οφείλει να προβεί σε περαιτέρω εξέταση του φακέλου ή να διαπιστώσει ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία. Εν προκειμένω, όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η ανεπαρκής ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή ήταν απόρροια του γεγονότος ότι δεν κατέστη δυνατό να λάβει από τη CISAC και τις ΕΣΔ τα στοιχεία που απαιτούνταν προκειμένου να εξετάσει αν υπήρχαν βάσιμες εξηγήσεις για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ.

 – Επί του μοντέλου ΣΒΣ

147    Η Επιτροπή αναφέρθηκε καταρχάς στο μοντέλο ΣΒΣ (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω), σε σχέση με το οποίο, στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επισήμανε ότι επέτρεπε τη χορήγηση μίας και μόνης άδειας καλύπτουσας τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής και τα δικαιώματα εκτελέσεως, τούτο δε για το σύνολο των χωρών στις οποίες είναι εγκατεστημένες οι ΕΣΔ που μετέχουν στο εν λόγω μοντέλο. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι οι «σκανδιναβικές και βαλτικές» ΕΣΔ υποστήριξαν ότι από το μοντέλο ΣΒΣ είχε μεταξύ άλλων αποδειχθεί ότι, στο πλαίσιο οποιουδήποτε συστήματος χορηγήσεως αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος, η ύπαρξη ενός δικτύου εθνικών εταιριών οι οποίες συνεργάζονται για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων και του συμφέροντος των δικαιούχων ήταν ουσιώδης, δεδομένου ότι η τοπική παρουσία ήταν αναγκαία για τον εντοπισμό των καταχρήσεων και την παρακολούθηση της χρήσεως των δικαιωμάτων.

148    Αντιθέτως, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, με τη γραπτή απάντησή της σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, υποστήριξε ότι το μοντέλο ΣΒΣ, τουλάχιστον κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν αφορούσε τα δικαιώματα εκτελέσεως, αλλά μόνον τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι το γεγονός αυτό δεν την εμπόδιζε να στηριχθεί στο εν λόγω μοντέλο για να υποστηρίξει ότι η χορήγηση αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος, όσον αφορά τα δικαιώματα εκτελέσεως, δεν δημιουργούσε δυσκολίες, δεδομένου ότι τα προβλήματα που συνδέονται με την παρακολούθηση της χρήσεως των δικαιωμάτων μηχανικής αναπαραγωγής μέσω διαδικτύου ταυτίζονταν με τα προβλήματα που αφορούν τα δικαιώματα εκτελέσεως. Κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το μοντέλο ΣΒΣ δεν είχε οδηγήσει σε τροποποίηση των ΣΑΕ μεταξύ των εμπλεκόμενων ΕΣΔ και ότι η χορήγηση αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος, στο πλαίσιο του μοντέλου αυτού, συνιστούσε, όσον αφορά τα δικαιώματα εκτελέσεως, ένα είδος «δέσμης» αδειών μίας μόνο εδαφικής περιοχής τις οποίες, στην πραγματικότητα, χορηγούσε κάθε ΕΣΔ για την αντίστοιχη εδαφική περιφέρειά της και «συγκέντρωνε» η ΕΣΔ στην οποία απευθυνόταν ο χρήστης.

149    Συναφώς, παρατηρείται ότι οι ενδοιασμοί, πολλώ δε μάλλον οι αντιφάσεις, της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό του μοντέλου ΣΒΣ, αποδεικνύουν ότι αυτό δεν αποτέλεσε το αντικείμενο διεξοδικής αναλύσεως στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

150    Εν πάση περιπτώσει, αφενός, σε περίπτωση που το μοντέλο ΣΒΣ αφορά αποκλειστικώς τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι δυσκολίες που συνεπάγεται η παρακολούθηση της χρήσεως των δικαιωμάτων εκτελέσεως ήταν κατ’ ουσίαν οι ίδιες με αυτές που δημιουργούσε η παρακολούθηση των δικαιωμάτων μηχανικής αναπαραγωγής. Αφετέρου, σε περίπτωση που το μοντέλο ΣΒΣ αφορά επίσης τα δικαιώματα εκτελέσεως, πλην όμως περιορίζεται στο να καταστήσει δυνατή τη χορήγηση «δέσμης» αδειών μίας μόνο εδαφικής περιοχής, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε με ποιο τρόπο τα προβλήματα παρακολουθήσεως που συνδέονται ειδικώς με τη μορφή αυτή χορηγήσεως αδειών ήταν συγκρίσιμα με εκείνα που συνδέονται με τις άδειες πολυεδαφικής ισχύος.

151    Εξαιτίας της ανεπαρκούς αναλύσεως του μοντέλου αυτού στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα αναφορικά με το βάσιμο του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι η ανάγκη αποτροπής των παράνομων χρήσεων των προστατευόμενων από δικαίωμα του δημιουργού έργων δεν δικαιολογούσε την επιλογή της προσφεύγουσας να διατηρήσει στις ΣΑΕ τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

 – Επί των συμφωνιών Simulcast και Webcasting

152    Με την αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλόμενης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρθηκε στις συμφωνίες Simulcast και Webcasting (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω), που αποδεικνύουν ότι δεν είναι τεχνικώς αναγκαίο οι ΕΣΔ να έχουν φυσική παρουσία σε δεδομένη εδαφική περιφέρεια προκειμένου να είναι σε θέση να χορηγούν πολυεδαφικές άδειες εκμεταλλεύσεως πολλαπλών ρεπερτορίων όσον αφορά τη μετάδοση μέσω διαδικτύου και να παρακολουθούν σωστά τη χρήση τους.

153    Δεν αμφισβητείται ότι οι συμφωνίες Simulcast και Webcasting δεν αφορούν τα δικαιώματα εκτελέσεως, αλλά άλλου είδους δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως τα λεγόμενα «συγγενικά» δικαιώματα. Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι λύσεις που έγιναν δεκτές για τα τελευταία αυτά δικαιώματα μπορούν να μεταφερθούν στα δικαιώματα τα οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προβαίνει σε καμία σύγκριση όσον αφορά τα χαρακτηριστικά ή την οικονομική αξία των επίμαχων διαφόρων ειδών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ούτε εξάλλου των δεδομένων που αφορούν την πρακτική εφαρμογή των συμφωνιών Simulcast και Webcasting.

154    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παραπομπή στις εν λόγω συμφωνίες είναι ικανή να αποκλείσει την εξήγηση κατά την οποία η διατήρηση των εθνικών εδαφικών περιορισμών στις ΣΑΕ οφείλεται στη βούληση να διασφαλιστεί η αποτροπή των χρήσεων χωρίς άδεια.

 – Επί της συμφωνίας του Σαντιάγκο

155    Η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στηρίχθηκε στη συμφωνία του Σαντιάγκο (βλ. σκέψεις 27, 29 και 95 έως 100 ανωτέρω), που αποδεικνύει ότι είναι δυνατή η χορήγηση αδειών πολυεδαφικής ισχύος.

156    Εντούτοις, η παραπομπή στην εν λόγω συμφωνία δεν είναι λυσιτελής, στο μέτρο που η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη μόνον την πρώτη πτυχή αυτής, ήτοι τη δυνατότητα χορηγήσεως αδειών μη περιορισμένων εδαφικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη δεύτερη πτυχή της, ήτοι τον περιορισμό της δυνατότητας χορηγήσεως τέτοιων αδειών στους χρήστες που είναι εγκατεστημένοι στην ίδια εδαφική περιφέρεια με την ΕΣΔ που χορηγεί την άδεια. Η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους το σύστημα που προβλέπεται από τη συμφωνία του Σαντιάγκο εγγυάται την αποτελεσματική αποτροπή των παράνομων χρήσεων, ακόμη και σε περίπτωση ελλείψεως της δεύτερης πτυχής του.

157    Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, να αποφανθεί ως προς το βάσιμο των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων Σαντιάγκο, έκρινε ότι η επίμαχη συμφωνία ήταν αντίθετη προς το άρθρο 81 ΕΚ, ακριβώς επειδή παρείχε σε μία και μόνον ΕΣΔ τη δυνατότητα χορηγήσεως αδειών στους εγκατεστημένους σε συγκεκριμένη εδαφική περιφέρεια χρήστες, εντούτοις δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι το σύστημα το οποίο προβλέπει η συμφωνία του Σαντιάγκο, καθιερώνοντας ένα σύστημα διαφορετικό από εκείνο το οποίο απορρέει από τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, πλην όμως στηριζόμενο σε κάποιας μορφής αποκλειστικότητα υπέρ της τοπικής ΕΣΔ, δεν επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητα της αποτροπής των χρήσεων χωρίς άδεια σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι ΕΣΔ βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

158    Για τους ίδιους λόγους η Επιτροπή δεν μπορεί ομοίως να στηριχθεί στην απάντηση που η Ochranný svaz autorský pro práva k dílům hudebním (OSA), η τσεχική ΕΣΔ, έδωσε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 180 και 181 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η OSA περιορίστηκε να διευκρινίσει ότι είχε χορηγήσει άδειες στηριζόμενες, κατ’ ουσίαν, στη συμφωνία του Σαντιάγκο, ήτοι άδειες, ασφαλώς, πολυεδαφικής ισχύος, πλην όμως αποκλειστικώς υπέρ των εγκατεστημένων στην Τσεχική Δημοκρατία χρηστών.

 – Επί της κοινής επιχειρήσεως Celas, της χορηγήσεως απευθείας αδειών και της πρωτοβουλίας μιας δισκογραφικής εταιρίας

159    Η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω), αναφέρθηκε στο γεγονός ότι, τον Ιανουάριο του 2006, η γερμανική ΕΣΔ και η ΕΣΔ του Ηνωμένου Βασιλείου ίδρυσαν κοινή επιχείρηση, την Celas, η οποία θα λειτουργούσε ως ενιαία θυρίδα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα για τη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως του αγγλοαμερικανικού ρεπερτορίου μίας δισκογραφικής εταιρίας σε εφαρμογές «on-line» ή κινητά μέσα επικοινωνίας. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η Celas παραχωρεί πανευρωπαϊκής ισχύος άδειες στους εμπορικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι σε οποιαδήποτε χώρα του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, το νέο αυτό μοντέλο καταδεικνύει ότι οι ΕΣΔ έχουν την τεχνική δυνατότητα να προτείνουν μια άδεια πολυεδαφικής ισχύος και ότι τα επιχειρήματα που συνδέονται με τις δραστηριότητες των εταιριών αυτών στον τομέα της εξακριβώσεως των λογαριασμών, της παρακολουθήσεως και του ελέγχου του σεβασμού των δικαιωμάτων καθώς και με την αναγκαία γεωγραφική εγγύτητα μεταξύ του παρέχοντος την άδεια και του λήπτη δεν δικαιολογούν τις παράλληλες συμπεριφορές οι οποίες παρατηρούνται επί του παρόντος όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς.

160    Διαπιστώνεται ότι, όπως αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή, η Celas χορηγεί άδειες όσον αφορά τα δικαιώματα μηχανικής αναπαραγωγής και όχι τα δικαιώματα εκτελέσεως. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο η παρακολούθηση και η χρήση της πρώτης κατηγορίας δικαιωμάτων δημιουργούσε δυσκολίες συγκρίσιμες με εκείνες που συνδέονται με την παρακολούθηση και τη χρήση της δεύτερης κατηγορίας, το παράδειγμα της Celas δεν επιτρέπει την απόρριψη των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από την γραπτή απάντηση της Επιτροπής σε μία από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οι άδειες της Celas συμπληρώνονται από άδειες οι οποίες αφορούν τα αντίστοιχα δικαιώματα εκτελέσεως, εκδιδόμενες από την Performing Right Society και την GEMA. Εντούτοις, οι τελευταίες αυτές άδειες συνιστούν απλώς μια μορφή απευθείας άδειας, στο μέτρο που οι δύο αυτές ΕΣΔ απλώς παραχωρούν άδειες οι οποίες έχουν ασφαλώς ισχύ σε πλείονες εδαφικές περιφέρειες, πλην όμως περιορίζονται στο ρεπερτόριο που τους ανατέθηκε απευθείας από τους δικαιούχους, και όχι μέσω των ΣΑΕ.

161    Υπό τις περιστάσεις αυτές τίθεται το ερώτημα αν το φαινόμενο των απευθείας αδειών επιτρέπει να συναχθούν συμπεράσματα όσον αφορά την απόδειξη της εναρμονισμένης πρακτικής περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη των αδειών αυτών δεν αναιρεί τις παράλληλες συμπεριφορές των ΕΣΔ, στο μέτρο που οι περιεχόμενοι στις ΣΑΕ εθνικοί εδαφικοί περιορισμοί δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι η εντολέας ΕΣΔ χορηγεί η ίδια άδειες επί του ρεπερτορίου της, ισχύουσες επίσης στο έδαφος της εντολοδόχου ΕΣΔ. Εντούτοις, η χορήγηση απευθείας αδειών δεν οδηγεί σε ανταγωνισμό δύο ΕΣΔ για τη χορήγηση αδειών στους ίδιους χρήστες. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη γραπτή απάντηση της Επιτροπής σε μία από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οι ΕΣΔ, τουλάχιστον αυτές οι οποίες διαθέτουν την αναγκαία δομή, χορηγούν απευθείας άδειες μόνο στους μεγάλους χρήστες, δεδομένου ότι μόνο σε σχέση με αυτούς τα απορρέοντα από την παρακολούθηση της χρήσεως των αδειών έξοδα αντισταθμίζονται από τον μεγάλο αριθμό εκμεταλλεύσεων που πραγματοποιούν οι χρήστες αυτοί. Επομένως, σε περίπτωση που η ΕΣΔ A χορηγεί απευθείας άδειες στους μεγάλους χρήστες που δραστηριοποιούνται στη χώρα B, η ΕΣΔ B εξακολουθεί πάντως να είναι η μόνη που μπορεί να χορηγεί άδειες σχετικές, συγκεκριμένα, με το ρεπερτόριο A στους λοιπούς χρήστες οι οποίοι δραστηριοποιούνται στη χώρα B.

162    Επομένως, το φαινόμενο της χορηγήσεως απευθείας αδειών, του οποίου έκφραση αποτελεί η δραστηριότητα της Celas και εκείνη των ΕΣΔ που προέβησαν στην ίδρυσή της και οι οποίες χορηγούν πρόσθετες προς εκείνες της Celas άδειες, δεν δημιουργεί δυσκολίες παρακολουθήσεως ανάλογες με εκείνες που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα. Επομένως, ελλείψει πρόσθετων διευκρινίσεων, τα στοιχεία αυτά που επικαλείται η Επιτροπή δεν αναιρούν την ορθότητα της απόψεως της προσφεύγουσας.

163    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την πρωτοβουλία κάποιας δισκογραφικής εταιρίας (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω), στην οποία η Επιτροπή αναφέρθηκε με την αιτιολογική σκέψη 220 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Μολονότι τούτο δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δέχθηκε ότι η πρωτοβουλία αυτή αφορούσε μόνον τα δικαιώματα τεχνικής αναπαραγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή ουδέποτε διευκρίνισε, πολύ δε λιγότερο με την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί οι συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία, η οποία διαθέτει ένα ρεπερτόριο εμπορικά ελκυστικό παγκοσμίως, είναι συγκρίσιμες με εκείνες υπό τις οποίες λειτουργούν οι ΕΣΔ.

 – Επί του εγγράφου με τίτλο «Cross border collective management of online rights in Europe»

164    Η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παρατήρησε ότι η έλλειψη τεχνικών και οικονομικών δυσκολιών που απορρέει από την εγκατάλειψη των εθνικών εδαφικών περιορισμών αποδείχθηκε από το γεγονός ότι ορισμένες ΕΣΔ είχαν υπογράψει έγγραφο με τίτλο «Cross border collective management of online rights in Europe» (συλλογική διασυνοριακή διαχείριση των δικαιωμάτων «on-line» στην Ευρώπη), τασσόμενες υπέρ ενός συστήματος χορηγήσεως αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος και πολλαπλών ρεπερτορίων.

165    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ΕΣΔ που υπέγραψαν το εν λόγω έγγραφο άσκησαν, εντούτοις, προσφυγές κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να αποδυναμώσει την αποδεικτική ισχύ του εγγράφου αυτού ως προς το ότι δεν υφίστανται τεχνικές δυσκολίες για την παραχώρηση αδειών πολλαπλής εδαφικής ισχύος και πολλαπλών ρεπερτορίων. Εν πάση περιπτώσει, η αποδεικτική ισχύς του εγγράφου αυτού είναι εξαιρετικώς περιορισμένη, στο μέτρο που από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι οικείες ΕΣΔ κατέβαλαν την παραμικρή προσπάθεια προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η περιεχόμενη σε αυτό πρόταση.

166    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή δεν αρκούν για να άρουν το ευλογοφανές της εξηγήσεως, πλην της υπάρξεως συνεννοήσεως, που η προσφεύγουσα προέβαλε για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ και η οποία στηρίζεται στην ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικής αποτροπής των χρήσεων μουσικών έργων άνευ αδείας.

 Συμπεράσματα σχετικά με τα στοιχεία που προσκομίζονται προς απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς

167    Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, καθόσον δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα και οι λοιπές ΕΣΔ είχαν συνεννοηθεί σχετικά, ούτε παρέσχε στοιχεία τα οποία να αίρουν το ευλογοφανές κάποιας από τις εξηγήσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ. Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η εξέταση των λοιπών εξηγήσεων που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Συμπεράσματα ως προς την έκβαση της προσφυγής

168    Λαμβανομένου υπόψη ότι οι αιτιάσεις σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους κρίθηκαν αβάσιμες, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα της προσφεύγουσας, στο μέτρο που αφορούν το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθώς και τις διατάξεις του άρθρου της 4 που παραπέμπουν στο εν λόγω άρθρο 1.

169    Επιπλέον, δεδομένου ότι είναι βάσιμες οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας περί ελλείψεως αποδείξεως της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς, πρέπει να ακυρωθεί, στο μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα, το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθώς και, κατά συνέπεια, το άρθρο 4 αυτής, στο μέτρο που παραπέμπει στο εν λόγω άρθρο 3, τούτο δε χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

170    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

171    Δεδομένου ότι η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή και κατ’ ορθή εκτίμηση των επιδίκων περιστατικών, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας και, επομένως, η προσφεύγουσα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το άρθρο 3 της αποφάσεως C(2008) 3435 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/C2/38.698 – CISAC), ακυρώνεται στο μέτρο που αφορά την AEΠI Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE.

2)      Το άρθρο 4 της αποφάσεως C(2008) 3435 τελικό ακυρώνεται, στο μέτρο που παραπέμπει στο άρθρο 3 της αποφάσεως αυτής, και καθόσον αφορά την ΑΕΠΙ.

3)      Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ΑΕΠΙ.

5)      Η ΑΕΠΙ φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της.

6)      Οι διάδικοι φέρουν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Kanninen

Soldevila Fragoso

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Απριλίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς και προσβαλλόμενη απόφαση

Α – Διοικητική διαδικασία

Β – Οι επίμαχες ρήτρες του υποδείγματος συμβάσεως

Γ – Σχετικές αγορές

Δ – Εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΧ

1.  Οι ρήτρες περί αποδοχής μέλους, αποκλειστικότητας και μη παρεμβάσεως

2.  Εναρμονισμένη πρακτική όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς

Ε – Διατακτικό

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α – Επί της πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και περί το δίκαιο όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τη ρήτρα περί αποδοχής μέλους

Β – Επί της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2.  Επί της αποδείξεως της εναρμονισμένης πρακτικής σχετικά με τους εδαφικούς περιορισμούς

α) Επί της αποδεικτικής ισχύος των στοιχείων που η Επιτροπή επικαλείται προς απόδειξη της εναρμονισμένης πρακτικής χωρίς να στηρίζεται στις παράλληλες συμπεριφορές των ΕΣΔ

Επί των συζητήσεων σχετικά με τη γεωγραφική έκταση των εντολών που περιλαμβάνονταν στις ΣΑΕ τις οποίες διεξήγαγαν οι ΕΣΔ στο πλαίσιο των υπό τη διαχείριση της CISAC δραστηριοτήτων

Επί της συμφωνίας του Σαντιάγκο

Επί της συμφωνίας του Σίδνεϊ

Επί του φερόμενου ιστορικού συνδέσμου μεταξύ της ρήτρας περί αποκλειστικότητας και των εθνικών εδαφικών περιορισμών

Συμπεράσματα ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή

β) Επί του ευλογοφανούς χαρακτήρα των εξηγήσεων, πλην της υπάρξεως συνεννοήσεως, για την παράλληλη συμπεριφορά των ΕΣΔ

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί της ανάγκης τοπικής παρουσίας προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική αποτροπή της εκμεταλλεύσεως μουσικών έργων χωρίς άδεια

– Επί του μοντέλου ΣΒΣ

– Επί των συμφωνιών Simulcast και Webcasting

– Επί της συμφωνίας του Σαντιάγκο

– Επί της κοινής επιχειρήσεως Celas, της χορηγήσεως απευθείας αδειών και της πρωτοβουλίας μιας δισκογραφικής εταιρίας

– Επί του εγγράφου με τίτλο «Cross border collective management of online rights in Europe»

γ) Συμπεράσματα σχετικά με τα στοιχεία που προσκομίζονται προς απόδειξη εναρμονισμένης πρακτικής όσον αφορά τους εθνικούς εδαφικούς περιορισμούς

Γ – Συμπεράσματα ως προς την έκβαση της προσφυγής

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.