Language of document : ECLI:EU:C:2017:562

Υπόθεση C566/15

Konrad Erzberger

κατά

TUI AG

(αίτηση του Kammergericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Εκλογή των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο εταιρίας – Εθνική κανονιστική ρύθμιση που αναγνωρίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι μόνο στους εργαζομένους των εγκαταστάσεων οι οποίες βρίσκονται εντός της εθνικής επικράτειας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Ιουλίου 2017

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση – Εργαζόμενοι που απασχολούνται σε θυγατρική ομίλου η οποία βρίσκεται στο έδαφος κράτος μέλους – Δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας του ανωτέρω ομίλου, η οποία είναι εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και το δικαίωμα των εργαζομένων να ασκήσουν ή να εξακολουθούν να ασκούν καθήκοντα εκπροσώπου στο συμβούλιο αυτό – Εθνική κανονιστική ρύθμιση που στερεί από τους εν λόγω εργαζομένους τα ανωτέρω δικαιώματα κατά την πρόσληψή τους από θυγατρική του ίδιου ομίλου εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος – Επιτρεπτό

(Άρθρο 45 ΣΛΕΕ)

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε εγκαταστάσεις ομίλου ευρισκόμενες εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους χάνουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο της μητρικής εταιρίας του ομίλου –η οποία είναι εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος– καθώς και τυχόν δικαίωμα να ασκήσουν ή να εξακολουθήσουν να ασκούν καθήκοντα εκπροσώπου στο εποπτικό συμβούλιο, εφόσον εγκαταλείψουν τη θέση τους σε μια τέτοια εγκατάσταση και απασχοληθούν σε θυγατρική του ίδιου ομίλου εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποσκοπεί στη διευκόλυνση της εκ μέρους των υπηκόων της Ένωσης ασκήσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων οποιασδήποτε φύσεως στο έδαφος της Ένωσης και αποκλείει μέτρα που θα μπορούσαν να είναι δυσμενή για τους εν λόγω υπηκόους οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πλην του κράτους μέλους καταγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν, ιδίως, το δικαίωμα, το οποίο αρύονται απευθείας από τη Συνθήκη, να εγκαταλείπουν το κράτος μέλος καταγωγής τους και να μεταβαίνουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προκειμένου να διαμείνουν σ’ αυτό και να ασκήσουν εκεί δραστηριότητα. Συνεπώς, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο δύναται να θίξει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους της Ένωσης, της θεμελιώδους ελευθερίας που κατοχυρώνεται από το άρθρο αυτό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, Gouvernement de la Communauté française και gouvernement wallon, C‑212/06, EU:C:2008:178, σκέψεις 44 και 45, καθώς και της 10ης Μαρτίου 2011, Casteels, C‑379/09, EU:C:2011:131, σκέψεις 21 και 22).

Το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν εγγυάται, όμως, σε εργαζόμενο ότι η μετακίνηση σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του θα είναι ουδέτερη από πλευράς εργασιακών ζητημάτων, δεδομένου ότι μια τέτοια μετακίνηση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των συστημάτων και των νομοθεσιών των κρατών μελών, είναι δυνατόν, αναλόγως της περιπτώσεως, να είναι περισσότερο ή λιγότερο συμφέρουσα για το οικείο πρόσωπο ως προς τέτοια ζητήματα (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2007, Αλεβίζος, C‑392/05, EU:C:2007:251, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 13ης Ιουλίου 2016, Pöpperl, C‑187/15, EU:C:2016:550, σκέψη 24).

Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται, επίσης, ότι, ελλείψει μέτρων εναρμονίσεως ή συντονισμού στον οικείο τομέα σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερα να ορίσουν τα κριτήρια σύνδεσης με το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα κριτήρια αυτά είναι αντικειμενικά και δεν εισάγουν διακρίσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, στον τομέα της εκπροσωπήσεως και της συλλογικής υπερασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων στα όργανα διοικήσεως ή εποπτείας εταιρίας που διέπεται από το εθνικό δίκαιο, τομέας ο οποίος έως σήμερα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ούτε εναρμονίσεως ούτε συντονισμού σε επίπεδο Ένωσης, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει κράτος μέλος να προβλέπει ότι οι κανόνες που αυτό έχει θεσπίσει εφαρμόζονται μόνο για τους εργαζομένους που απασχολούνται σε εγκαταστάσεις εντός της εθνικής επικράτειας, όπως άλλωστε επιτρέπεται σε άλλο κράτος μέλος να χρησιμοποιεί διαφορετικό κριτήριο συνδέσεως για την εφαρμογή των δικών του εθνικών κανόνων.

(βλ. σκέψεις 33, 34, 36, 37, 41 και διατακτ.)