Language of document : ECLI:EU:T:2015:512

Υπόθεση T‑422/10

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Trafilerie Meridionali SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Ενιαία, σύνθετη και διαρκής παράβαση — Αναλογικότητα — Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως — Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή — Δέσμη ενδείξεων — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο — Απόφαση λόγω της οποίας ο δικαστής εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες — Τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

2.      Συμπράξεις — Απαγόρευση — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παραβάσεως παρά τον περιορισμένο ρόλο της — Επιτρέπεται — Συνεκτίμηση κατά την εξέταση της σοβαρότητας της παραβάσεως και κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

3.      Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συναντήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Περίσταση η οποία επιτρέπει, ελλείψει αποστασιοποιήσεως σε σχέση με τις ληφθείσες αποφάσεις, να συναχθεί η συμμετοχή στη συναφή σύμπραξη — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της συμμετοχής σε συναντήσεις — Δεν αποδεικνύεται η συμμετοχή επιχειρήσεως στις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια ορισμένης μόνον περιόδου από τη συνολική διάρκεια ενιαίας παραβάσεως — Συνέπειες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Καθορισμός του βασικού ποσού — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Σοβαρότητα της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως — Διάκριση — Σύμπραξη η οποία έχει πολλές πτυχές

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα ενιαία παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της συμμετοχής επιχειρήσεως — Ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Ενδεικτικός χαρακτήρας των περιστάσεων που απαριθμούνται στις κατευθυντήριες γραμμές

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μέθοδος υπολογισμού προσδιοριζόμενη στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που διατύπωσε η Επιτροπή — Εξατομίκευση της ποινής σε διάφορα στάδια καθορισμού του ποσού — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως όλων των σχετικών περιστάσεων — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

8.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Παράβαση εξ αμελείας — Ανεπαρκή στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της αμέλειας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

9.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Προσαρμογή του βασικού ποσού — Ικανότητα καταβολής του προστίμου — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως της ελλειμματικής οικονομικής καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως — Δεν υφίσταται — Πραγματική ικανότητα καταβολής της επιχειρήσεως εντός ορισμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου — Συνεκτίμηση — Προϋποθέσεις — Συνεκτίμηση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 35)

10.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της ικανότητας καταβολής των επιχειρήσεων στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

11.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε αντιθέτως προς την αρχή της αναλογικότητας — Συνεκτίμηση της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 3 και 31)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 88-90)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 91-96)

3.      Για να αποδειχθεί επαρκώς η συμμετοχή επιχειρήσεως σε αντίθετη προς τους κανόνες τους ανταγωνισμού σύμπραξη, αρκεί η Επιτροπή να αποδείξει ότι η οικεία επιχείρηση έλαβε μέρος σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές. Εφόσον αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι δεν μετείχε στις εν λόγω συναντήσεις με πνεύμα αντίθετο στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι αυτοί.

Συναφώς, προϋπόθεση για την εφαρμογή των κανόνων περί αποστασιοποιήσεως σε περίπτωση συμμετοχής σε συνάντηση είναι ότι η Επιτροπή αποδεικνύει τη συμμετοχή της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως σε συναντήσεις, κατά τις οποίες συνήφθησαν αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες χωρίς η εν λόγω επιχείρηση να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προκειμένου να αποδειχθεί επαρκώς η συμμετοχή της στη σύμπραξη.

Συνεπώς, στην περίπτωση συμμετοχής επιχειρήσεως σε σύμπραξη για πολλά έτη, εάν δεν αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι η επιχείρηση αυτή μετείχε, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, στις συναντήσεις για περίοδο εννέα περίπου μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας τα άλλα μέλη της συμπράξεως δεν γνώριζαν επακριβώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, η Επιτροπή δεν μπορεί να κρίνει ότι η εν λόγω επιχείρηση μετείχε κατά την ανωτέρω περίοδο σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές.

(βλ. σκέψεις 97, 295-297)

4.      Όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού περί συμπράξεων, αφού αποδείξει την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως και εντοπίσει τους εμπλεκομένους σ’ αυτήν, η Επιτροπή υποχρεούται, προκειμένου να επιβάλει πρόστιμα, να εξετάσει τη σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστου εξ αυτών στην εν λόγω παράβαση. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, οι οποίες προβλέπουν διαφοροποιημένη μεταχείριση όσον αφορά το αρχικό ποσό (συγκεκριμένο αρχικό ποσό), καθώς και τη συνεκτίμηση επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων που επιτρέπουν την προσαρμογή του ποσού του προστίμου, ιδίως σε σχέση με τον ενεργό ή παθητικό ρόλο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την τέλεση της παραβάσεως.

Εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε μπορεί να επιβληθεί σε επιχείρηση πρόστιμο του οποίου το ποσό υπολογίζεται με γνώμονα τη συμμετοχή της σε σύμπραξη για την οποία δεν έχει κριθεί υπεύθυνη. Ομοίως, μια επιχείρηση μπορεί να υφίσταται κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς.

Οι κυρώσεις πρέπει, συνεπώς, να είναι εξατομικευμένες υπό την έννοια ότι πρέπει να αφορούν τις ιδιάζουσες συμπεριφορές και χαρακτηριστικά των οικείων επιχειρήσεων. Η εν λόγω εξατομίκευση της κυρώσεως είναι περισσότερο επιβεβλημένη όταν πρόκειται για σύνθετη παράβαση συνιστάμενη σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ επιχειρήσεων των οποίων τα εμπορικά συμφέροντα είναι αντικρουόμενα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και η συμμετοχή μιας εκ των εν λόγω επιχειρήσεων στη σύμπραξη παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη συμμετοχή των βασικών εμπλεκομένων στη σύμπραξη. Συναφώς, επιχείρηση της οποίας η ευθύνη έχει αποδειχθεί όσον αφορά πλείονα μέρη μιας συμπράξεως συντελεί περισσότερο στην αποτελεσματικότητα και στη σοβαρότητα της συμπράξεως αυτής από επιχείρηση εμπλεκόμενη αποκλειστικώς και μόνο σ’ ένα μέρος της εν λόγω συμπράξεως. Ως εκ τούτου, η πρώτη επιχείρηση διαπράττει σοβαρότερη παράβαση από τη δεύτερη. Συνεπώς, η συμμετοχή επιχειρήσεως μόνο στην εσωτερική πτυχή μιας συμπράξεως είναι εγγενώς λιγότερο σοβαρή από τη συμμετοχή επιχειρήσεως η οποία έλαβε μέρος όχι μόνον στην εσωτερική αλλά και στην εξωτερική πτυχή της.

(βλ. σκέψεις 99-103, 148, 314)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 115, 132, 133, 135, 144, 175, 194)

6.      Ο κατάλογος των ελαφρυντικών περιστάσεων του σημείου 29 των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν είναι εξαντλητικός, όπως τούτο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι η εν λόγω απαρίθμηση αρχίζει με τη λέξη «όπως».

(βλ. σκέψη 313)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 315-329)

8.      Όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού περί συμπράξεων, κατά το σημείο 29, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει, βάσει των ελαφρυντικών περιστάσεων, το βασικό ποσό του προστίμου όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια.

Συναφώς, η συμμετοχή επιχειρήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί προϊόν αμέλειας αλλά είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης ενέργειας εκ μέρους της, όταν από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τα άλλα μέλη της συμπράξεως προκύπτει ότι η εν λόγω επιχείρηση επιθυμούσε να επανενταχθεί στη σύμπραξη. Ομοίως, το γεγονός ότι πρόκειται για μικρή οικογενειακή επιχείρηση, η οποία πωλεί τα προϊόντα της μόνο στην εγχώρια αγορά και δεν τα εξάγει, έχει ασήμαντο μερίδιο αγοράς, δεν διαθέτει δική της νομική υπηρεσία ή αγνοούσε τις αρχές που διέπουν το δίκαιο του ανταγωνισμού, ή ακόμη και οι ιδιαιτερότητες της συμμετοχής της στη σύμπραξη, δεν αποτελούν περιστάσεις ικανές να αποδείξουν ότι η συμμετοχή της, στη συνέχεια η αποχώρηση, και αργότερα η επανένταξή της σε σύμπραξη δεν ήταν εκ προθέσεως.

(βλ. σκέψεις 335-337)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 356-365, 373-376, 383, 392)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 366-371)

11.    Στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει στον δικαστή της Ένωσης το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, του επιτρέπει, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του.

Συναφώς, εκ φύσεως, ο καθορισμός προστίμου από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της, όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά πρέπει να διενεργεί δική του εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Συνεπώς, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί ως κύρωση για τη συμμετοχή σε ενιαία παράβαση, από το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως και η διάρκειά της ενώ από την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών προκύπτει ότι η κύρωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη στάση κάθε μετέχοντος στην παράβαση. Τούτο πρέπει να ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση σύνθετης παραβάσεως μεγάλης διάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ετερογένεια των συμμετεχόντων.

(βλ. σκέψεις 394, 398, 399)