Language of document : ECLI:EU:T:2010:94

Υπόθεση T-63/07

Mäurer + Wirtz GmbH & Co. KG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Aίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος tosca de FEDEOLIVA – Προγενέστερα κοινοτικά και εθνικά λεκτικά σήματα TOSCA – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Παράλειψη συνεκτιμήσεως επιχειρήματος – Άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή – Νομιμότητα της αποφάσεως τμήματος προσφυγών επί διαδικασίας ανακοπής – Αμφισβήτηση με επίκληση νέων νομικών ή πραγματικών στοιχείων – Απαράδεκτο

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 63 και 74 § 1)

2.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Διαδικασία ανακοπής – Εξέταση περιοριζόμενη στους προβαλλόμενους λόγους – Προσβολή του διακριτικού χαρακτήρα ή της φήμης του προγενέστερου σήματος

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74)

3.      Κοινοτικό σήμα – Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που χαίρει φήμης – Προστασία φημισμένου προγενέστερου σήματος επεκτεινόμενη και σε προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν είναι όμοια

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 5)

1.      Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, στις διαδικασίες που αφορούν σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, ο έλεγχος περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι και στα αιτήματά τους. Επομένως, εφόσον πρόκειται για σχετικό λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως, νομικά στοιχεία και πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει επίκλησή τους ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν μπορούν να θίξουν τη νομιμότητα μιας αποφάσεως του εν λόγω τμήματος προσφυγών.

2.      Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών, με τον οποίο είναι επιφορτισμένο το Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 63 του ως άνω κανονισμού, τα νομικά και πραγματικά στοιχεία, των οποίων γίνεται επίκληση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει επίκλησή τους ενώπιον των οργάνων του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δεν μπορούν να εξετάζονται προς εκτίμηση της νομιμότητας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών και πρέπει, ως εκ τούτου, να κρίνονται απαράδεκτα.

(βλ. σκέψεις 22-23)

3.      Σημειώνοντας Χ στην περίπτωση 95 της ανακοπής, ο ανακόπτων κατέστησε γνωστό ότι η ανακοπή του στηριζόταν στο γεγονός ότι το σήμα, η καταχώριση του οποίου ζητείται, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή ότι θα τα έβλαπτε.

Με επιχείρημα που διατυπώθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, κατά το οποίο η χρησιμοποίηση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση θα έπληττε τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, καθόσον το κοινό θα έπαυε να συσχετίζει τα προϊόντα του ανακόπτοντος με τα σήματά του, διατυπώνεται απλώς και μόνο ένα στοιχείο το οποίο είχε προβληθεί κατά τον χρόνο ασκήσεως της ανακοπής. Κατά τον τρόπο αυτό, τέτοιου είδους επιχείρημα αποσαφηνίζει περισσότερο το είδος της ζημίας που προκλήθηκε στα προγενέστερα σήματα, ήτοι αυτό που η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει ως διάβρωση της φήμης τους, και το οποίο δικαιολογεί συνοπτικώς, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι το κοινό θα έπαυε να συσχετίζει τα προϊόντα της με τα σήματά της.

Συναφώς, τα κριτήρια για την εφαρμογή σχετικού λόγου απαραδέκτου ή οποιασδήποτε διάταξης στην οποία οι διάδικοι στηρίζουν τα αιτήματά τους ανήκουν φυσικά στα νομικά στοιχεία που υπόκεινται στον έλεγχο του ΓΕΕΑ (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα). Το εν λόγω επιχείρημα της προσφεύγουσας επιβεβαιώνει απλώς ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 πληρούνται εν προκειμένω και εκθέτει συνοπτικώς τον λόγο, ότι δηλαδή το κοινό θα έπαυε να συσχετίζει τα προγενέστερα σήματα με τα προϊόντα που αυτά προσδιορίζουν.

Λαμβανομένων υπόψη των λόγων ανακοπής που προέβαλε ο ανακόπτων ενώπιον του τμήματος ανακοπών, το επιχείρημα αυτό διευκρινίζει απλώς τη φύση του προβαλλόμενου κινδύνου ζημίας και τον αιτιολογεί, χωρίς να προσθέτει κάποιο νέο πραγματικό στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

Συνιστά, συνεπώς, πλάνη περί το δίκαιο ο χαρακτηρισμός του ως άνω επιχειρήματος, που αποσαφηνίζει τη φύση και τη γενεσιουργό αιτία της ζημίας, στην πρόληψη της οποίας αποσκοπεί η ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του αιτούμενου σήματος δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, ως νέου πραγματικού στοιχείου, κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, και η απόρριψη του επιχειρήματος αυτού ως απαράδεκτου. Το τμήμα προσφυγών πρέπει να λάβει υπόψη το επιχείρημα, σύμφωνα με το άρθρο 74, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 31-36)

4.      Ο βαθμός κατά τον οποίο ο ανακόπτων που επιθυμεί να προβάλει τον σχετικό λόγο απαραδέκτου του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, για το κοινοτικό σήμα, υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει μέλλοντα και μη υποθετικό κίνδυνο προκλήσεως βλάβης ή αντλήσεως αθεμίτου οφέλους του αιτουμένου σήματος διαφέρει αναλόγως του αν το αιτούμενο σήμα δύναται ή όχι, εκ πρώτης όψεως, να προκαλέσει έναν από τους απαριθμούμενους στη διάταξη αυτή κινδύνους.

Είναι δυνατόν, ιδίως στην περίπτωση ανακοπής που στηρίζεται σε σήμα το οποίο χαίρει εξαιρετικά μεγάλης φήμης, να είναι τόσο πρόδηλη η πιθανότητα μέλλοντος και μη υποθετικού κινδύνου προκλήσεως βλάβης ή αντλήσεως αθεμίτου οφέλους του αιτουμένου σήματος από το προβαλλόμενο κατ’ ανακοπή, ώστε ο ανακόπτων δεν απαιτείται να επικαλεστεί και να αποδείξει κανένα άλλο πραγματικό περιστατικό προς τούτο. Εντούτοις, είναι επίσης δυνατόν το αιτούμενο σήμα να μη φαίνεται εκ πρώτης όψεως ικανό να δημιουργήσει ένα από τα τρία είδη κινδύνου στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 για το προγενέστερο, φημισμένο σήμα, παρά την ταύτιση ή την ομοιότητά του με αυτό, περίπτωση κατά την οποία η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί τέτοιος μέλλον και μη υποθετικός κίνδυνος ζημίας ή αθεμίτου οφέλους με άλλα στοιχεία που ο ανακόπτων οφείλει να προβάλει και να αποδείξει.

(βλ. σκέψεις 39-40)