Language of document : ECLI:EU:T:2010:68

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 4ης Μαρτίου 2010 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ – Εταιρία που ασκεί τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Ιδιαίτερη μεταχείριση – Δειγματοληψία – Δικαιώματα άμυνας – Ίση μεταχείριση – Ζημία – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑407/06 και T‑408/06,

Zhejiang Aokang Shoes Co., Ltd, με έδρα το Yongjia (Κίνα),

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑407/06,

Wenzhou Taima Shoes Co., Ltd, με έδρα το Wenzhou (Κίνα),

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑408/06,

εκπροσωπούμενες από τους I. MacVay, solicitor, R. Thompson, QC, και K. Beal, barrister,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet και T. Scharf,

την Confédération européenne de l’industrie de la chaussure (CEC), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους P. Vlaemminck, G. Zonnekeyn και S. Verhulst, στη συνέχεια από τους Ρ. Vlaemminck και A. Hubert, δικηγόρους,

και

την BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. Sas, με έδρα το Monte Urano (Ιταλία), και δεκαέξι άλλες παρεμβαίνουσες, των οποίων οι επωνυμίες απαριθμούνται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενες από τους G. Celona, P. Tabellini και C. Cavaliere, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αιτήματα περί μερικής ακυρώσεως, ως προς τις προσφεύγουσες, του κανονισμού (ΕΚ) 1472/2006 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Φεβρουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96, του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) ορίζει:

«1.      Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

2.      Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.»

2        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, «[η] κανονική αξία βασίζεται κατ’ αρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής».

3        Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε να αναγνωριστεί ότι μια επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητές της υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από […] τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας […], η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα […], ότι υπόκεινται σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο α΄.»

4        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού:

«Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί κατά το άρθρο 17, αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τις επιχειρήσεις που επελέγησαν για τη δειγματοληψία […]. Μεμονωμένοι δασμοί επιβάλλονται για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17.»

5        Όσον αφορά την τεχνική που βασίζεται στη δειγματοληψία, το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1.      Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

[…]

3.      Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.»

6        Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας, το άρθρο 3, παράγραφοι 1, 2 και 6, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

«1.      Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.      Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας, όσο και β) των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για την κοινοτική βιομηχανία.

[…]

6.      Πρέπει να αποδεικνύεται, με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σε σχέση με την παράγραφο 2, ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.»

7        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 4, τελευταία περίοδος, του βασικού κανονισμού, το «ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία.»

8        Κατά το άρθρο 18, παράγραφοι 3 και 4, του βασικού κανονισμού:

«3.      Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4.      Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής· επίσης πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται στα δημοσιευόμενα πορίσματα.»

9        Το άρθρο 20, παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, του βασικού κανονισμού ορίζει:

«1.      Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.

2.      Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

[…]

4.      Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.      Τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος.»

10      Κατά το σημείο 6.9, της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: κώδικας αντιντάµπινγκ του 1994), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3):

«Πριν από τον τελικό καθορισμό, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη, τα οποία αποτελούν τη βάση της αποφάσεως για το αν θα ληφθούν ή όχι οριστικά μέτρα. Η αποκάλυψη αυτή θα πρέπει να γίνεται αρκούντως ενωρίς ώστε τα μέρη να μπορούν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους.»

 Το ιστορικό της διαφοράς και ο προσβαλλόμενος κανονισμός

11      Οι προσφεύγουσες Zhejiang Aokang Shoes Co., Ltd και Wenzhou Taima Shoes Co., Ltd είναι κινεζικές εταιρίες παραγωγής και εξαγωγής υποδημάτων.

12      Για τις εισαγωγές υποδημάτων καταγωγής Κίνας που εμπίπτουν σε ορισμένες κλάσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας ίσχυε έως την 1η Ιανουαρίου 2005 σύστημα ποσοτικών ποσοστώσεων.

13      Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 30 Μαΐου 2005 από την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας Υποδημάτων (CEC), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με δερμάτινο επάνω μέρος, καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ. Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 166, σ. 14, στο εξής: ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ).

14      Λόγω του μεγάλου αριθμού των εμπλεκομένων, προκρίθηκε, σύμφωνα με το σημείο 5.1, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η τεχνική της δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

15      Οι προσφεύγουσες απευθύνθηκαν στην Επιτροπή, υποβάλλοντας, στις 25 Ιουλίου 2005, τα στοιχεία που απαιτούνταν, σύμφωνα με το σημείο 5.1, στοιχείο ε΄, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι πρόκειται για εταιρίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ) ή, τουλάχιστον, να τύχουν ιδιαίτερης μεταχειρίσεως (στο εξής: ΙΜ). Με ηλεκτρονική επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 2006, ο νομικός σύμβουλος των προσφευγουσών υπέβαλε στην Επιτροπή ερώτημα σχετικά με τις προθέσεις της όσον αφορά τη διαδικασία που επρόκειτο να ακολουθήσει όσον αφορά τα προαναφερθέντα αιτήματα, τα οποία είχαν υποβληθεί από εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα και δεν επρόκειτο να εξεταστούν ατομικά. Με ηλεκτρονική επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή αρνήθηκε να απαντήσει συναφώς, με το αιτιολογικό ότι η έρευνα είναι σε εξέλιξη.

16      Στις 23 Μαρτίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 553/2006 της Επιτροπής, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 98, σ. 3, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

17      Κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε το χρονικό διάστημα από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (στο εξής: ερευνηθέν διάστημα). Η εξέταση των σχετικών με τη ζημία στοιχείων κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2001 έως τις 31 Μαρτίου 2005 (στο εξής: εξετασθέν διάστημα).

18      Επειδή ήταν αναγκαίο να καθοριστεί η κανονική αξία όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Κίνας και του Βιετνάμ στους οποίους ήταν ενδεχόμενο να μην αναγνωρισθεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έλεγχος για τον καθορισμό της κανονικής αξίας με βάση στοιχεία προερχόμενα από χώρα όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες και, συγκεκριμένα, από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, στις εγκαταστάσεις των τριών εταιριών (αιτιολογική σκέψη 8 του προσωρινού κανονισμού).

19      Ο προσωρινός κανονισμός αφορά, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 11, 40 και 41 αυτού, σανδάλια, μπότες και υποδήματα πόλης, των οποίων το επάνω μέρος είναι κατασκευασμένο από φυσικό ή ανασχηματισμένο δέρμα. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 31 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στα επίμαχα προϊόντα τα αθλητικά υποδήματα ειδικής τεχνολογίας (Special Technology Athletic Footwear, στο εξής: STAF) και ότι συμπεριέλαβε τα παιδικά υποδήματα.

20      Για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δειγματοληψίας. Κατά την αιτιολογική σκέψη 55 του προσωρινού κανονισμού, εξαγωγές προς την Κοινότητα πραγματοποίησαν, κατά το ερευνηθέν διάστημα, 154 από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που ζήτησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, οι εταιρίες αυτές θεωρήθηκαν αρχικά ως συνεργασθείσες και ελήφθησαν υπόψη στην επιλογή του δείγματος.

21      Από την αιτιολογική σκέψη 57 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι το δείγμα που κατάρτισε η Επιτροπή περιλάμβανε δεκατρείς Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι αντιπροσώπευαν άνω του 20 % των εξαγωγών προς την Κοινότητα. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 59 του ίδιου κανονισμού, τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για την κατάρτιση του δείγματος ήταν, πρώτον, το μέγεθος του παραγωγού-εξαγωγέα με βάση τις εξαγωγικές πωλήσεις στην Κοινότητα και, δεύτερον, το μέγεθος του παραγωγού-εξαγωγέα με βάση τις εγχώριες πωλήσεις. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 60 του προσωρινού κανονισμού, ότι τα σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις δεδομένα ελήφθησαν υπόψη προκειμένου το δείγμα να καταστεί αντιπροσωπευτικότερο, καθώς από τα δεδομένα αυτά προκύπτουν στοιχεία σχετικά με τις τιμές και το κόστος όσον αφορά την παραγωγή και την πώληση του επίμαχου προϊόντος στις εγχώριες αγορές. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 61 του προσωρινού κανονισμού, οι επιλεγείσες κινεζικές εταιρίες αντιπροσωπεύουν το 25 % των εξαγωγών προς την Κοινότητα και το 42 % των εγχωρίων πωλήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από τους παραγωγούς που συνεργάστηκαν στην έρευνα. Σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη, το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα σχετικά με τα STAF στοιχεία δεν επηρέασε σημαντικά την αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων.

22      Κατά την αιτιολογική σκέψη 62 του προσωρινού κανονισμού, ο ι συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα ενημερώθηκαν ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ επί των εξαγωγών τους θα υπολογιζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά τα αιτήματα των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων για υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 6, και το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 64 του προσωρινού κανονισμού, ότι η ατομική εξέτασή τους θα συνεπαγόταν υπερβολικό φόρτο εργασίας και θα παρεμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το περιθώριο ντάμπινγκ των παραγωγών αυτών καθορίστηκε με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των περιθωρίων ντάμπινγκ των εταιριών του δείγματος (αιτιολογικές σκέψεις 135 και 143 του προσωρινού κανονισμού).

23      Με έγγραφο της 7ης Απριλίου, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14, παράγραφος 2, και 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αντιστοίχως, αντίγραφο του προσωρινού κανονισμού και έγγραφο με λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επιβλήθηκαν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ (στο εξής: έγγραφο ενδιάμεσης ενημέρωσης). Η Επιτροπή κάλεσε τις προσφεύγουσες να της υποβάλουν τυχόν σχόλιά τους επί των εγγράφων αυτών έως τις 8 Μαΐου 2006.

24      Με τηλεομοιοτυπία της 7ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφοι 2 έως 4, του βασικού κανονισμού, έγγραφο τελικής ενημέρωσης σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η πρόταση επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ.

25      Υπό τον τίτλο H του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή εκθέτει τις εκτιμήσεις της σχετικά με τα οριστικά μέτρα αντιντάµπινγκ που σκοπεύει να προτείνει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Όσον αφορά το είδος των μέτρων, η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ότι η δέσμευση ορισμένων παραγωγών να διαμορφώσουν τις τιμές πωλήσεως σε επίπεδο που να μην προκαλείται σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία δεν αποτελεί κατάλληλο μέτρο και, δεύτερον, ότι πρέπει να εφαρμοστεί σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών (σημεία 278 έως 291 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

26      Όσον αφορά το σύστημα της εκ των υστέρων επιβολής δασμών, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εισαγωγές προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων την 1η Ιανουαρίου 2005 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2005, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο ερευνηθέν διάστημα (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), η κοινοτική βιομηχανία γνώρισε τη σημαντικότερη αναλογικά ύφεση κατά τη διάρκεια του εξετασθέντος διαστήματος, με βάση πολλές οικονομικές παραμέτρους, όπως η κερδοφορία, οι τιμές πωλήσεως, τα μερίδια αγοράς, οι πωλήσεις, η απασχόληση και η παραγωγή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ποσοτικό στοιχείο της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας. Στο πλαίσιο αυτό, έκρινε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα ήταν ζημιογόνες και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη η επιβολή δασμών ad valorem για την αποκατάσταση των συνθηκών θεμιτού ανταγωνισμού. Επομένως, δασμοί αντιντάµπινγκ έπρεπε να επιβληθούν μόνον επί των προϊόντων που εισάγονταν καθ’ υπέρβαση συγκεκριμένης ποσότητας κατ’ έτος. Εν προκειμένω, ένα τέτοιο σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών θα ήταν κατάλληλο για την εξάλειψη της ζημίας, στον βαθμό που θα λαμβάνονταν υπόψη οι συνέπειες των ποσοστώσεων και θα εξισορροπούνταν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Επομένως, οι προτεινόμενοι δασμοί έπρεπε να εφαρμοστούν στις εισαγόμενες ποσότητες πέραν του ορίου των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων καταγωγής Κίνας κατ’ έτος. Η ποσότητα αυτή αποτελεί απόρροια της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας το 2005, λαμβανομένων υπόψη των εισαγωγών του 2004 (σημεία 285 έως 287 και 291 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

27      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάµπινγκ, ίσου προς το περιθώριο εξαλείψεως της ζημίας, επί των εισαγωγών πέραν του ορίου των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων καταγωγής Κίνας κατ’ έτος. Το περιθώριο προσδιορίστηκε στο ύψος της αποκλίσεως από την τιμή αναφοράς, ήτοι 23 % (σημείο 293 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης).

28      Η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να υποβάλουν τα σχόλιά τους επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης έως τις 17 Ιουλίου 2006.

29      Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε στις προσφεύγουσες συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Σύμφωνα με τα δύο πρώτα εδάφιά του, σκοπός του εγγράφου αυτού ήταν να ενημερωθούν οι ενδιαφερόμενοι σχετικά με μία τροποποίηση όσον αφορά τη διαμόρφωση των προτεινόμενων οριστικών δασμών αντιντάµπινγκ. Η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Εμπόριο» της Επιτροπής εξέτασε τις υποβληθείσες από ορισμένους ενδιαφερόμενους παρατηρήσεις σχετικά με το αρχικώς σχεδιαζόμενο σύστημα της εκ των υστέρων επιβολής δασμών (βλ. σκέψεις 25 έως 27 ανωτέρω). Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή εγκατέλειψε την ιδέα εφαρμογής του συστήματος αυτού. Στο πλαίσιο της νέας εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή τόνισε ότι η πραγματικά ζημιογόνος αύξηση των εισαγωγών πραγματοποιήθηκε το 2004, και έως το τέλος του εξετασθέντος διαστήματος, και ότι το 2005 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο οι εισαγωγές υποδημάτων καταγωγής Κίνας δεν υπέκειντο πλέον σε ποσοστώσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε, βάσει των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ του 2003, ότι η εισαγωγή έως 109 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων δεν είναι ζημιογόνα. Σύμφωνα με τη νέα αυτή εκτίμηση, η οικονομική επίπτωση της εν λόγω ποσότητας έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ορίου εξαλείψεως της ζημίας. Επομένως, αφενός, το όριο εξαλείψεως της ζημίας μειώθηκε, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ποσότητα εισαγωγών που δεν προκαλεί ζημία, και, αφετέρου, οι οριστικοί δασμοί επιβλήθηκαν από το πρώτο εισαχθέν ζεύγος. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, η οποία περιλαμβάνει τέσσερα στάδια που περιγράφονται στο προαναφερθέν έγγραφο, η Επιτροπή κατέληξε, βάσει του «κανόνα του μικρότερου δασμού», στην επιβολή στις εισαγωγές καταγωγής Κίνας οριστικού δασμού αντιντάµπινγκ στο απαιτούμενο για την εξάλειψη της ζημίας ύψος, ήτοι, εν προκειμένω, 16,5 %.

30      Από τυπικής απόψεως, η νέα αυτή πρόταση στηρίζεται στα σημεία που επισύναψε η Επιτροπή στο έγγραφο της 28ης Ιουλίου 2006, υπό τον νέο τίτλο H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, προς αντικατάσταση των σημείων του αντίστοιχου τίτλου του εγγράφου αυτού (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω). Στα σημεία 278 και 279 του νέου τίτλου H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα πριν την κατάργηση των ποσοστώσεων μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημία, οπότε, στο πλαίσιο του καθορισμού του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας βάσει των αποτελεσμάτων του εξετασθέντος διαστήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εισαχθείσες ποσότητες δεν προκάλεσαν ζημία. Επομένως, οι ποσότητες που δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας. Στο σημείο 280 του ίδιου εγγράφου, η Επιτροπή εξηγεί τη μέθοδο που εφάρμοσε.

31      Η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να υποβάλουν τα σχόλιά τους επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης έως τις 2 Αυγούστου 2006. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους εμπρόθεσμα.

32      Στις 5 Οκτωβρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1472/2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ L 275, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Δυνάμει του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάµπινγκ στις εισαγωγές υποδημάτων που έχουν το επάνω μέρος από φυσικό ή ανασχηματισμένο δέρμα, εξαιρουμένων των αθλητικών υποδημάτων, των STAF, παντοφλών και άλλων υποδημάτων δωματίου, των υποδημάτων με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων καταγωγής Κίνας, τα οποία υπάγονται σε διάφορες κλάσεις της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται επί της καθαρής τιμής «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας» καθορίστηκε, ως προς τα παραγόμενα από τις προσφεύγουσες υποδήματα, σε 16,5 %. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός παραμένει σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, επί δύο έτη.

33      Στο αίτημα πολλών εταιριών να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, επί του οποίου η Επιτροπή δεν έλαβε θέση, το Δικαστήριο απάντησε με τις αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

34      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απάντησε χωριστά σε κάθε σχετικό αίτημα που της υποβλήθηκε δεν συνιστά παράβαση του βασικού κανονισμού. Αντιθέτως, η Επιτροπή ενήργησε σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού αυτού. Η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό μέθοδος της δειγματοληψίας εφαρμόζεται και στην περίπτωση που πολλές εταιρίες ζητούν να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ή ζητούν ΙΜ. Εν προκειμένω, λόγω του εξαιρετικά μεγάλου αριθμού των αιτήσεων που υποβλήθηκαν από τις ενδιαφερόμενες εταιρίες, η διοίκηση δεν είχε άλλη επιλογή από το να εξετάσει μόνον τα αιτήματα των εταιριών του δείγματος, προκειμένου να εξισορροπήσει την απαίτηση για την όσο το δυνατόν εξατομικευμένη ανάλυση με την τήρηση των δεσμευτικών προθεσμιών. Τούτο συνεπάγεται την εφαρμογή του σταθμισμένου μέσου περιθωρίου που υπολογίστηκε για τις εταιρίες του δείγματος σε όλες τις εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα. Επομένως, είναι επίσης απορριπτέες οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι ο υπολογισμός του ντάμπινγκ δεν είναι αντιπροσωπευτικός.

35      Οι επισημάνσεις αυτές ισχύουν και για τις αιτήσεις ΙΜ.

36      Όσον αφορά το αναγκαίο ύψος των δασμών, προκειμένου να εξαλειφθεί η προκληθείσα από τις εισαγωγές από την Κίνα ζημία, στις αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι οποίες έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο με τα σημεία 275 έως 280 του νέου τίτλου H του εγγράφου τελικής ενημέρωσης και είναι συνημμένα ως παράρτημα στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), το Συμβούλιο αναφέρει ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης διαδικασίας και, ιδίως, η ύπαρξη συστήματος ποσοστώσεων έως την 1η Ιανουαρίου 2005. Δεδομένου ότι, υπό το σύστημα των ποσοστώσεων, η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέστη σημαντική ζημία, ενώ η αύξηση των εισαγωγών μετά την κατάργηση του συστήματος αυτού είχε ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένο όριο πριν την κατάργηση των ποσοστώσεων μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημία. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του ορίου της ζημίας, βάσει των αποτελεσμάτων του εξετασθέντος διαστήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες εισαγωγές δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία. Απόρροια της εκτιμήσεως αυτής, η οποία στηρίχθηκε στην αξία των εισαγωγών του 2003, ήταν ο καθορισμός του ορίου της ζημίας, για τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας, στο 16,5 % αντί του 23 %, το οποίο θα εφαρμοζόταν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 295 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αν το Συμβούλιο δεν λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

37      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου], στις 21 Δεκεμβρίου 2006, οι προσφεύγουσες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

38      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Απριλίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με έγγραφο της 4ης Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από το δικαίωμα καταθέσεως υπομνήματος παρεμβάσεως, αλλά θα μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

39      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Απριλίου 2007, η CEC ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου.

40      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Απριλίου 2007, η Provincia di Ascoli Piceno (Ιταλία), η Comune di Monte Urano (Ιταλία), η BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. Sas και δεκαέξι άλλες ιταλικές εταιρίες παραγωγής υποδημάτων, των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα της παρούσας ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

41      Με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2007, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Επιτροπής και της CEC, καθώς και της BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. και των δεκαέξι άλλων ιταλικών εταιριών παραγωγής υποδημάτων (στο εξής: Ιταλοί παραγωγοί). Αντιθέτως, απορρίφθηκαν τα αιτήματα της Provincia di Ascoli Piceno και της Comune di Monte Urano.

42      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκαν οι υπό κρίση υποθέσεις.

43      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 2007, η Provincia di Ascoli Piceno και η Comune di Monte Urano άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 57, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αναίρεση, ζητώντας την αναίρεση της διατάξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 2007, κατά το μέρος που το Πρωτοδικείο απέρριψε της αιτήσεις τους παρεμβάσεως. Με δύο διατάξεις της 25ης Ιανουαρίου 2008, C‑463/07 P(I) και C‑462/07 P(I), Provincia di Ascoli Piceno και Comune di Monte Urano κατά Συμβουλίου (δεν έχουν δημοσιευθεί στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως.

44      Η CEC και οι Ιταλοί παραγωγοί κατέθεσαν υπομνήματα παρεμβάσεως στις 15 και 18 Οκτωβρίου 2007 αντιστοίχως.

45      Με διάταξη της 8ης Ιανουαρίου 2009, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑407/06 και T‑408/06, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

46      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

47      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Φεβρουαρίου 2009.

48      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον τις αφορά,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα,

–        να καταδικάσει τις παρεμβαίνουσες στα δικαστικά έξοδά τους.

49      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές ως απαράδεκτες ή ως αβάσιμες,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

50      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει τις προσφυγές.

51      Η CEC και οι Ιταλοί παραγωγοί ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

52      Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους ακυρώσεως, σχετικά με:

–        παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως,

–        παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού,

–        παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης,

–        προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας,

–        εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ,

–        παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία,

–        νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

53      Με τους τρεις πρώτους λόγους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε πολλαπλώς σε νομική πλάνη, διότι δεν δέχθηκε τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, χωρίς να τις εξετάσει.

54      Οι λόγοι αυτοί συνεξετάζονται στη συνέχεια.

 Επί των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως, καθώς και επί του πέμπτου λόγου, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, και του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ των προσφευγουσών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν είναι δυνατόν, κατ’ επίκληση του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, να στερηθούν το δικαίωμά τους να υποβάλουν αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ και να εξεταστεί η αίτηση αυτή από την Επιτροπή, δικαίωμα το οποίο αντλούν από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού.

56      Η άποψη αυτή στηρίζεται, καταρχάς, στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, η αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ υποβάλλεται από κάθε εξαγωγέα και εξετάζεται ως προς κάθε εξαγωγέα χωριστά, τα δε κοινοτικά όργανα οφείλουν, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχει προσκομίσει ο αιτών, να απαντούν αν ο αιτών πληροί τα σχετικά κριτήρια, χωρίς το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού να εισάγει οποιαδήποτε εξαίρεση συναφώς. Επομένως, το Συμβούλιο δεν δύναται να καθορίσει το περιθώριο ντάμπινγκ ή να εξετάσει τα σχετικά με τη ζημία ζητήματα χωρίς προηγουμένως να αποφανθεί επί της αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

57      Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις σχετικά με το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού, καθώς και από τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην εξατομικευμένη εξέταση της συμπεριφοράς και των συνθηκών δραστηριοποιήσεως των διαφόρων επιχειρήσεων υπό το πρίσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην Κίνα. Από το «έντυπο αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ» επιβεβαιώνεται η υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει τέτοιες αιτήσεις χωρίς καμία εξαίρεση.

58      Επιπλέον, η θέση του Συμβουλίου είναι αντίθετη στη νομολογία, κατά την οποία, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, πρώτον, η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ αναγνωρίζεται μόνο στους εξαγωγείς που έχουν υποβάλει αίτηση και πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις και, δεύτερον, το αποτέλεσμα της αναλύσεως της αιτήσεως αυτής δεν μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή. Από τη νομολογία προκύπτει, εξάλλου, ότι η διαδικασία αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ είναι διαφορετική από τη διαδικασία επιβολής οριστικών δασμών αντιντάµπινγκ και ότι τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να εξετάζουν χωριστά κάθε σχετική αίτηση. Εν προκειμένω, όμως, οι προσφεύγουσες δεν είχαν καν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων σχετικά με το αν πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

59      Υπέρ της απόψεως των προσφευγουσών συνηγορεί η διοικητική πρακτική των κοινοτικών οργάνων, σύμφωνα με την οποία αυτά εξετάζουν πάντοτε τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, ακόμη και όταν ο αριθμός των ενδιαφερομένων είναι μεγάλος και χρησιμοποιείται η μέθοδος της δειγματοληψίας.

60      Ομοίως, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει στα κοινοτικά όργανα να εξετάζουν όλες τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ και όχι μόνον τις αιτήσεις των εταιριών που περιλαμβάνονται στο δείγμα. Δεδομένου, όμως, ότι η εν λόγω «δυσμενής διάκριση» δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά τρόπον ώστε να επιτραπεί η διαφορετική μεταχείριση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Αντιθέτως, κατά τη νομολογία, αποκλείεται η εξέταση των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ με τη μέθοδο της δειγματοληψίας. Περαιτέρω, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται το Συμβούλιο, η κατάρτιση του δείγματος χωρίς να είναι γνωστό το ποσοστό των κινεζικών επιχειρήσεων στις οποίες πρέπει να αναγνωριστεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ θέτει εν αμφιβόλω την αντιπροσωπευτικότητά του.

61      Επομένως, εφόσον χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της δειγματοληψίας, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να εφαρμόσουν, για τις εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, αλλά των οποίων έγινε δεκτή η αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τις εταιρίες του δείγματος των οποίων η αντίστοιχη αίτηση έγινε δεκτή. Η διαδικασία αυτή δεν θα συνεπαγόταν τον υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα που δεν περιλήφθηκε στο δείγμα, αλλά του αναγνωρίστηκε η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, και, συνεπώς, δεν θα συνεπαγόταν δυσβάστακτο φόρτο εργασίας για το Συμβούλιο.

62      Αντιθέτως, η μέθοδος που εφαρμόστηκε από τα κοινοτικά όργανα είχε ως συνέπεια οι επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως, χωρίς να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν πρέπει ή όχι να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

63      Τα ανωτέρω επιχειρήματα και συμπεράσματα ισχύουν επίσης όσον αφορά τις αιτήσεις ΙΜ που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτηση ΙΜ επικουρικώς, σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ. Η διάταξη αυτή ορίζει τα συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση των αιτήσεων αυτών από την Επιτροπή. Πάντως, η Επιτροπή εξέτασε μόνον τις αιτήσεις ΙΜ των εξαγωγέων που περιλαμβάνονταν στο δείγμα, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει σχετικά τις προσφεύγουσες.

64      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι υπέρ των απόψεών τους συνηγορούν η γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η προηγούμενη διοικητική πρακτική.

65      Σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα κοινοτικά όργανα, παραλείποντας να εξετάσουν τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, παραβίασαν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, με την ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ζητήθηκε από τις προσφεύγουσες, καθώς και από όλους τους ενδιαφερόμενους εξαγωγείς, να υποβάλουν αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και επισημάνθηκε ότι, όσον αφορά τους παραγωγούς των οποίων η αίτηση έγινε δεκτή, ο καθορισμός της κανονικής αξίας γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τροποποιήσει αναδρομικά την άποψή της και να μην εξετάσει τις νομοτύπως υποβληθείσες αιτήσεις. Εξάλλου, με την ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή εξέτασε το ενδεχόμενο εφαρμογής διατάξεων και διαδικασιών για κάθε περίπτωση χωριστά, όσον αφορά την κατάρτιση του δείγματος και την εξέταση των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ. Από το «έντυπο αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ» προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι επρόκειτο να εξεταστούν όλες οι αιτήσεις.

66      Κατά τις προσφεύγουσες, απόκειται στα κοινοτικά όργανα να ενημερώσουν τους ενδιαφερόμενους εξαγωγείς σχετικά με τη μεταβολή των από μακρού εφαρμοζομένων διαδικασιών. Εφόσον δεν ενημερώθηκαν, οι προσφεύγουσες δικαιολογημένα προσδοκούσαν ότι η Επιτροπή θα εξετάσει τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ και ότι το Συμβούλιο θα ενεργήσει κατά τον περιγραφόμενο στη σκέψη 61 ανωτέρω τρόπο. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες στερήθηκαν τη δυνατότητα να εκθέσουν κατά τη διοικητική διαδικασία την άποψή τους σχετικά με το βάσιμο της αιτήσεώς τους, καθώς επίσης και τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη συναφή εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Η εκτίμηση αυτή των προσφευγουσών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την επίκληση λόγων διοικητικής διευκολύνσεως.

67      Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Συμβούλιο, εφαρμόζοντας το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, αντί του άρθρου 2, παράγραφος 7, και του άρθρου 9, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, εγκατέλειψε την προηγούμενη πρακτική του και υπολόγισε εσφαλμένως το περιθώριο ντάμπινγκ. Σύμφωνα με την πρακτική αυτή, το σταθμισμένο μέσο περιθώριο των επιχειρήσεων του δείγματος, των οποίων έχουν γίνει δεκτές οι αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, εφαρμοζόταν στις επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, αλλά των οποίων έχουν γίνει δεκτές οι αντίστοιχες αιτήσεις. Βάσει της μεθόδου αυτής, στις προσφεύγουσες θα έπρεπε να εφαρμοστεί το περιθώριο ντάμπινγκ της Foshan City Nanhai Golden Step Industrial Co., Ltd (στο εξής: Golden Step), η οποία περιλαμβάνεται στο δείγμα και έχει αναγνωριστεί ως επιχείρηση δραστηριοποιούμενη υπό ΚΟΑ. Αντιθέτως, εν προκειμένω, στις προσφεύγουσες εφαρμόστηκε περιθώριο ντάμπινγκ 28,9 %, που αντιστοιχεί στο σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο δείγμα, αλλά των οποίων απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, ήτοι χωρίς να ληφθεί υπόψη το υπολογισθέν για την Golden Step περιθώριο 9,7 %. Επομένως, το Συμβούλιο, ακόμη και αν ορθώς θέλησε να εφαρμόσει στις μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις το σταθμισμένο μέσο περιθώριο των εταιριών του δείγματος, δεν έπρεπε να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο εν προκειμένω.

68      Το Συμβούλιο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι ο έλεγχος εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή των εκτιμήσεων των κοινοτικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, στην ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητούμενης επιλογής, στην έλλειψη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας.

69      Εν συνεχεία, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ή η ιδιαίτερη μεταχείριση δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά στάδιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της δειγματοληψίας όχι για να αποφασίσουν επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, αλλά για να καθορίσουν το περιθώριο ντάμπινγκ των εξαγωγέων, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού. Επομένως, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι ο βασικός κανονισμός δεν επιτρέπει τη διαφορετική μεταχείριση των εξαγωγέων που περιλαμβάνονται στο δείγμα σε σχέση με αυτούς που δεν περιλαμβάνονται.

70      Όσον αφορά τη διαδικασία που εφαρμόστηκε, το Συμβούλιο εκθέτει ότι τα κοινοτικά όργανα, οσάκις χρησιμοποιούν τη μέθοδο της δειγματοληψίας των εξαγωγέων των χωρών όπου δεν υφίσταται οικονομία της αγοράς, ερευνούν χωριστά την περίπτωση κάθε εξαγωγέα που περιλαμβάνεται στο δείγμα και εξετάζουν, ενδεχομένως, την αίτησή του. Για τους εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα τα κοινοτικά όργανα εφαρμόζουν το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τους εξαγωγείς του δείγματος (εν προκειμένω 28,9 %). Οι εξαγωγείς αυτοί δύνανται, πάντως, να προσκομίσουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να υπολογιστεί ως προς αυτούς ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Η διάταξη, όμως, αυτή παρέχει στα κοινοτικά όργανα ευρεία διακριτική ευχέρεια, καθώς τα κοινοτικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να εξετάσουν τις αιτήσεις αυτές εφόσον ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε η ατομική εξέταση συνεπάγεται υπερβολικό φόρτο εργασίας και παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Επομένως, η αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ σε εξαγωγέα που δεν περιλαμβάνεται στο δείγμα είναι άνευ σημασίας, εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει να μην υπολογίσει ως προς αυτόν ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

71      Εν προκειμένω, αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ υπέβαλαν 141 εξαγωγείς από την Κίνα και 73 εξαγωγείς από το Βιετνάμ, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα ορθώς αποφάσισαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, να μην εξετάσουν τις αιτήσεις αυτές, δεδομένου ότι μια τέτοια ανάλυση, ακόμη και υπό τη μορφή της εξετάσεως εγγράφων, θα καθιστούσε αντικειμενικά αδύνατη την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο εφάρμοσε ως προς τους εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε για τους εξαγωγείς του δείγματος.

72      Κατά το Συμβούλιο, η νομολογία την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν αφορά τον τρόπο καταρτίσεως του δείγματος για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ από τα κοινοτικά όργανα, στην περίπτωση των εξαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, ούτε την εξέταση των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, οι οποίες έχουν υποβληθεί από εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα. Επομένως, η νομολογία αυτή είναι αλυσιτελής όσον αφορά την άποψη των προσφευγουσών.

73      Εξάλλου, το γεγονός ότι, σε παλαιότερες έρευνες όπου οι εμπλεκόμενες εταιρίες ήταν λιγότερες, τα κοινοτικά όργανα εξέτασαν τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, οι οποίες υποβλήθηκαν από μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις, δεν ασκεί επιρροή, διότι, αφενός, η εν προκειμένω εφαρμοζόμενη διαδικασία είναι σύμφωνη με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού και, αφετέρου, σκοπός της διακριτικής ευχέρειας είναι να έχουν τα κοινοτικά όργανα τη δυνατότητα να μπορούν να προσαρμόζουν την πρακτική τους κατά περίπτωση. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα δεν παραβίασαν την «αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων». Επιπλέον, η διαφορετική μεταχείριση των εταιριών που περιλαμβάνονται στο δείγμα σε σχέση με τις μη περιλαμβανόμενες σε αυτό δικαιολογείται αντικειμενικά από τον εξαιρετικά υψηλό αριθμό των αιτήσεων, των οποίων η χωριστή εξέταση θα είχε ως συνέπεια τη μη εμπρόθεσμη ολοκλήρωση της έρευνας.

74      Εξάλλου, η εφαρμογή, ως προς τις εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, αλλά των οποίων η αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ έγινε δεκτή, του σταθμισμένου μέσου περιθωρίου ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τις εταιρίες του δείγματος των οποίων έχουν γίνει δεκτές οι αντίστοιχες αιτήσεις αποτελεί μία από τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους τα κοινοτικά όργανα. Πάντως, ο βασικός κανονισμός δεν τα υποχρεώνει να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Άλλωστε, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι, εν προκειμένω, το αποτέλεσμα της εφαρμογής του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού ήταν προδήλως μη εύλογο.

75      Το Συμβούλιο φρονεί ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος για τους ίδιους λόγους, δεδομένου ότι το διαδικαστικό πλαίσιο της εξετάσεως των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ισχύει και για τις αιτήσεις ΙΜ.

76      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η λυσιτελής επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει, πρώτον, ότι η διοίκηση έχει δώσει στον προσωπικά ενδιαφερόμενο ρητές και συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις και, δεύτερον, ότι οι διαβεβαιώσεις αυτές του δημιούργησαν βάσιμες προσδοκίες. Εν προκειμένω, όμως, δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις αυτές.

77      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες καμία συγκεκριμένη και ρητή διαβεβαίωση ότι θα εξετάσει τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ ακόμη στην περίπτωση που οι προσφεύγουσες δεν περιληφθούν στο δείγμα. Με την ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ διευκρινίστηκε συναφώς, στο σημείο 5.1, στοιχείο β΄, ότι, αν χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της δειγματοληψίας για τους παραγωγούς-εξαγωγείς, η Επιτροπή ενδέχεται να μην υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ για εκείνους που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, εφόσον ο αριθμός τους είναι ιδιαίτερα μεγάλος και η ατομική εξέτασή τους συνεπάγεται υπερβολικό φόρτο εργασίας και παρεμποδίζει την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

78      Επομένως, ο επιμελής επιχειρηματίας θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στο δείγμα ή ο αριθμός των παραγωγών-εξαγωγέων είναι μικρότερος του αναμενόμενου, η Επιτροπή δεν θα προβεί στον καθορισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ, δεν θα υπολογίσει την κανονική αξία βάσει στοιχείων που προκύπτουν από τα λογιστικά βιβλία και, συνεπώς, δεν θα αποφανθεί επί της αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ. Τούτο ισχύει και ως προς το «έντυπο αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ», διότι, όταν το έντυπο αυτό εστάλη στους παραγωγούς, η Επιτροπή δεν γνώριζε τον αριθμό των αιτήσεων που επρόκειτο να υποβληθούν ούτε τον αριθμό ή την ταυτότητα των εταιριών που επρόκειτο να περιληφθούν στο δείγμα. Επομένως, το έντυπο αυτό δεν μπορούσε να εκληφθεί ως ρητή διαβεβαίωση ότι θα εξεταστούν όλες οι αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ.

79      Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι υπέστησαν ζημία λόγω της διαψεύσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους. Τέλος, ο τρόπος με τον οποίον ενήργησαν τα κοινοτικά όργανα δεν αφίσταται από την προγενέστερη πρακτική ούτε συνιστά υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειάς τους.

80      Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο φρονεί ότι τα προβληθέντα στο πλαίσιο του λόγου αυτού επιχειρήματα στηρίζονται στην εσφαλμένη εικασία ότι τα κοινοτικά όργανα χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της δειγματοληψίας προκειμένου να αποφανθούν επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ. Εξάλλου, το Συμβούλιο εφάρμοσε ως προς τις προσφεύγουσες το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ όλων των εταιριών που περιλαμβάνονται στο δείγμα (περιλαμβανομένης της Golden Step).

81      Η CEC συντάσσεται με τα επιχειρήματα του Συμβουλίου, τονίζοντας ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δειγματοληψίας για να καθορίσει το περιθώριο ντάμπινγκ και όχι για να αποφασίσει επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ. Λόγω του αριθμού των εξαγωγέων που υπέβαλαν αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, είναι πρόδηλο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της τεχνικής αυτής. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, να αποφασίσουν επί των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, οι οποίες υποβλήθηκαν από τους εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονταν στον δείγμα, διότι η εξέταση αυτή θα παρακώλυε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Εξάλλου, μια τέτοια υποχρέωση δεν συμβαδίζει με τον σκοπό της διατάξεως αυτής.

82      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η CEC προβάλλει, επιπλέον, ότι οι επιχειρηματίες δεν είναι δυνατόν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση μιας καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας των κοινοτικών οργάνων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

83      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού, η μέθοδος της δειγματοληψίας, ως τεχνική που καθιστά δυνατή την εξέταση υποθέσεων με μεγάλο αριθμό καταγγελλόντων, εξαγωγέων, εισαγωγέων, προϊόντων ή συναλλαγών, συνεπάγεται περιορισμό του αντικειμένου της έρευνας. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο οι εκτός του δείγματος παραγωγοί δεν περιλαμβάνονται στην έρευνα.

84      Ο βασικός κανονισμός προβλέπει, πάντως, ότι, οσάκις περιορίζεται το αντικείμενο της έρευνας, τα κοινοτικά όργανα υπέχουν δύο υποχρεώσεις. Καταρχάς, το καταρτιζόμενο δείγμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού. Εν συνεχεία, το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίζεται για τους εκτός του δείγματος παραγωγούς δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τους περιλαμβανόμενους στο δείγμα.

85      Δεύτερον, η τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, στο οποίο αυτή παραπέμπει, παρέχει σε κάθε παραγωγό που δεν έχει περιληφθεί στο δείγμα, τη δυνατότητα να ζητήσει τον υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι θα προσκομίσει εμπρόθεσμα όλα τα απαραίτητα προς τούτο στοιχεία και ότι η διαδικασία αυτή δεν επιβαρύνει το έργο της Επιτροπής ούτε παρεμποδίζει την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

86      Τρίτον, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς υποβαλλόμενους από έναν ή περισσότερους παραγωγούς που περιλαμβάνονται στην έρευνα, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του στοιχείου γ΄ της παραγράφου αυτής.

87      Επομένως, όπως προβάλλει το Συμβούλιο, οι παραγωγοί που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα μπορούν να ζητήσουν τον υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει δεκτή η αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, οσάκις πρόκειται για τις αναφερόμενες στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού χώρες, μόνο βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, η διάταξη αυτή παρέχει στην Επιτροπή την ευχέρεια να εκτιμήσει αν, λόγω του αριθμού των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, η εξέτασή τους συνεπάγεται υπερβολικό φόρτο εργασίας και παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

88      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, καταρχάς, ότι, σε περίπτωση χρήσεως της μεθόδου της δειγματοληψίας, ο βασικός κανονισμός δεν παρέχει στις επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα απόλυτο δικαίωμα για υπολογισμό ατομικού περιθωρίου ντάμπινγκ. Η αποδοχή του σχετικού αιτήματος εξαρτάται από την απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

89      Περαιτέρω, δεδομένου ότι η αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ή η ΙΜ έχει σημασία, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, μόνο για τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού της κανονικής αξίας για τον υπολογισμό ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάζει τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που υποβάλλονται από επιχειρήσεις μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα, εφόσον κρίνει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ότι ο υπολογισμός των εν λόγω περιθωρίων συνεπάγεται υπερβολικό φόρτο εργασίας και παρεμποδίζει την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

90      Τέλος, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο υπολογισμός ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ για όλες τις μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις που υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις θα συνεπαγόταν υπερβολικό φόρτο εργασίας για τα κοινοτικά όργανα και θα παρεμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

91      Επομένως, είναι απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού υποχρεώνει την Επιτροπή να εξετάζει τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που υποβάλλονται από μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις, ακόμη και στην περίπτωση που δεν πρόκειται να εφαρμοστεί ως προς αυτούς ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ. Συναφώς, επισημαίνεται, επιπλέον, ότι η νομολογία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή αποφαίνεται επί της αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ μετά από εξέταση όλων των σχετικών αιτήσεων, δεν έχει την έννοια ότι το εν λόγω κοινοτικό όργανο πρέπει να εξετάζει κάθε αίτηση ακόμη και όταν δεν σκοπεύει να υπολογίσει ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

92      Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ περιλαμβανόμενων και μη περιλαμβανόμενων στο δείγμα εταιριών (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, οι εταιρίες αυτές βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση, καθώς, για τις πρώτες, η Επιτροπή πρέπει οπωσδήποτε να υπολογίσει ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ, πράγμα που προϋποθέσει εξέταση και αποδοχή της αιτήσεως αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, ενώ, για τις δεύτερες, δεν υποχρεούται να καθορίσει ατομικό περιθώριο. Επομένως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει, αφενός, τη διαφορετική μεταχείριση ομοίων καταστάσεων και, αφετέρου, την ίδια μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων, εκτός αν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν τη μεταχείριση αυτή, δεν επιβάλλει την ίδια μεταχείριση των εταιριών αυτών.

93      Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των εταιριών που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, δεν μπορεί εν προκειμένω να γίνει δεκτό, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η αρχή αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να εξετάσει όλες τις υποβληθείσες σε αυτήν αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, ούτως ώστε στους παραγωγούς ή στους εξαγωγείς που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, αλλά των οποίων έγιναν δεκτές οι αιτήσεις αυτές να εφαρμοστεί το μέσο περιθώριο ντάμπινγκ των εταιριών του δείγματος των οποίων οι εν λόγω αιτήσεις έγιναν δεκτές.

94      Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 87 έως 91 ανωτέρω, αν ο αριθμός των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ είναι τόσο μεγάλος ώστε η εξέτασή τους δεν επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να ολοκληρώσουν εγκαίρως την έρευνα, τα κοινοτικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, να εξετάσουν όλες αυτές τις αιτήσεις και μάλιστα προκειμένου απλώς και μόνο να διακρίνουν τις εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα ανάλογα με το αν μπορεί να γίνει δεκτή η αίτησή τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, ώστε να εφαρμοστεί ως προς αυτές το μέσο περιθώριο ντάμπινγκ των εταιριών του δείγματος των οποίων έγιναν δεκτές οι αιτήσεις αυτές, χωρίς, όμως, να υπολογιστεί ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ.

95      Εν προκειμένω, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή 141 αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ από Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, οπότε, ακόμη και αν ήταν δυνατόν αυτές να εξεταστούν μόνο βάσει εγγράφων, χωρίς να απαιτείται η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς ή εξαγωγείς για την εξέταση των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι ο αριθμός των αιτήσεων ήταν προδήλως πολύ μεγάλος και η ότι εξέτασή τους θα παρεμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

96      Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, εν προκειμένω, η προβαλλόμενη από τις προσφεύγουσες διαφορετική μεταχείριση, η οποία είναι εγγενές χαρακτηριστικό της προβλεπόμενης από το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού τεχνικής της δειγματοληψίας, είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή.

97      Επομένως, η Επιτροπή, αν και μπορούσε να ενεργήσει κατά τον τρόπο που αναφέρουν οι προσφεύγουσες και περιγράφεται στη σκέψη 63 ανωτέρω, εντούτοις δεν ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει έτσι σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό ή την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

98      Για τους ίδιους λόγους είναι απορριπτέος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, καθώς τα προεκτεθέντα ισχύουν και για την εξέταση των αιτήσεων ΙΜ που υποβλήθηκαν από τις μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα εταιρίες.

99      Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποτελεί πάγια νομολογία ότι δικαίωμα επικλήσεως της αρχής αυτής έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147).

100    Πάντως, από το σημείο 5.1, στοιχείο α΄, i, τέταρτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, ιδίως, από την υποσημείωση 1 στο σημείο αυτό, προκύπτει ότι η Επιτροπή ενημέρωσε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για το ενδεχόμενο χρησιμοποιήσεως της μεθόδου της δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού και για τη δυνατότητα των μη περιλαμβανόμενων στο δείγμα εταιριών να ζητήσουν, στην περίπτωση αυτή, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, τον υπολογισμό ατομικών περιθωρίων. Η πληροφορία αυτή περιλαμβάνεται και στο σημείο 5.1, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Επομένως, το γεγονός ότι ζητήθηκε από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να υποβάλουν αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ δεν ισοδυναμεί με συγκεκριμένη, ρητή και κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι η αίτηση αυτή θα εξεταστεί.

101    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι η έλλειψη αντιδράσεως εκ μέρους της Επιτροπής επί ορισμένο χρονικό διάστημα δεν είναι δυνατόν να δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Συγκεκριμένα, η εν λόγω έλλειψη αντιδράσεως δεν διαφοροποιεί τη σημασία των όσων με σαφήνεια αναφέρονται στην ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

102    Όσον αφορά την αιτίαση περί εγκαταλείψεως της πρακτικής που τα κοινοτικά όργανα ακολουθούσαν στο πλαίσιο παλαιότερων ερευνών, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, κρίνοντας ότι η εξέταση όλων των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, οι οποίες έχουν υποβληθεί από Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς μη περιλαμβανόμενους στο δείγμα, θα παρεμπόδιζε την ολοκλήρωση της έρευνας εντός των προθεσμιών που ορίζει ο βασικός κανονισμός. Πάντως, αποτελεί πάγια νομολογία ότι, όταν τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή των μέσων υλοποιήσεως της πολιτικής τους, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι επιχειρήσεις έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη διατήρηση του αρχικώς επιλεγέντος μέσου, το οποίο δύναται να τροποποιηθεί από τα εν λόγω όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1923, σκέψη 34, και της 10ης Μαρτίου 1992, C‑171/87, Canon κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑1237, σκέψη 41).

103    Τέλος, όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, τονίζεται ότι, εφόσον η παράλειψη των κοινοτικών οργάνων να εξετάσουν τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, οι οποίες υποβλήθηκαν από μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις, και η εφαρμογή, ως προς αυτές, του μέσου περιθωρίου ντάμπινγκ των εταιριών του δείγματος δεν συνιστά νομική πλάνη, ο εκ μέρους τους υπολογισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ των προσφευγουσών δεν είναι εσφαλμένος. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι, όπως διευκρινίζει το Συμβούλιο, το περιθώριο ντάμπινγκ της Golden Step ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του σταθμισμένου μέσου περιθωρίου ντάμπινγκ του δείγματος.

104    Επομένως, οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως, καθώς και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέοι.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα κοινοτικά όργανα τις ενημέρωσαν μόλις τον Ιούλιο του 2006 ότι δεν σκοπεύουν να αξιολογήσουν τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ και, ως εκ τούτου, προσέβαλαν τα δικαιώματά τους άμυνας, παρέβησαν το άρθρο 18, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και παραβίασαν την υποχρέωσή τους αιτιολογήσεως της αποφάσεώς τους. Βεβαίως, οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν, με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης, ότι δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα και, συνεπώς, δεν πρόκειται να εξεταστούν οι αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ, πλην όμως κατά το στάδιο αυτό, δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να προσβάλουν τη σχετική με την κατάρτιση του δείγματος απόφαση. Στον προσωρινό κανονισμό δεν αναφέρεται ότι δεν θα εξεταστούν οι αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που έχουν υποβληθεί από παραγωγούς εκτός του δείγματος ούτε ότι το δείγμα καταρτίστηκε βάσει του ποσοστού των κινεζικών επιχειρήσεων που έχουν την ιδιότητα της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Συμβούλιο να προσκομίσει το έγγραφο με το οποίο η Κινεζική Κυβέρνηση αμφισβητεί την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος.

106    Εφόσον η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε τη μέθοδο καταρτίσεως του δείγματος κατά τους έντεκα πρώτους μήνες της έρευνας, οι προσφεύγουσες στερήθηκαν τη δυνατότητα να της ζητήσουν να καταρτίσει το δείγμα αυτό βάσει των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες υπό ΚΟΑ. Το γεγονός αυτό επίσης συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 9, του κώδικα αντιντάµπινγκ του 1994 (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω). Επιπλέον, δεν αποκλείεται οι κινεζικές αρχές να προέβαλαν αντιρρήσεις στην κατάρτιση του δείγματος αν γνώριζαν ότι τα κοινοτικά όργανα δεν σκόπευαν να εξετάσουν τις αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που έχουν υποβληθεί από εταιρίες μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, προσβάλλεται εκ νέου το δικαίωμα των προσφευγουσών για αποτελεσματική δικαστική προστασία, διότι αυτές στερούνται τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεών τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ.

107    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, τη CEC και τους Ιταλούς παραγωγούς αμφισβητεί το βάσιμο των ισχυρισμών των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

108    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται στις επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας που προηγείται της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς, κατά τη διοικητική διαδικασία, την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη βαρύτητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και με τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εντεύθεν προκληθείσα ζημία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1991, C‑49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I‑3187, σκέψη 17, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 99· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Νοεμβρίου 1998, T‑147/97, Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙI‑4137, σκέψη 55, και της 21ης Νοεμβρίου 2002, T‑88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑4897, σκέψη 132).

109    Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 62, 64, 135 και 143 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο δασμός αντιντάµπινγκ για τους μη περιλαμβανόμενους στο δείγμα παραγωγούς υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού και ότι το περιθώριο ντάμπινγκ των παραγωγών αυτών καθορίστηκε με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των περιθωρίων ντάμπινγκ των εταιριών του δείγματος.

110    Επομένως, η Επιτροπή παραθέτει στον προσωρινό κανονισμό την άποψή της σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ των παραγωγών που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, μέθοδο η οποία συνίσταται στην εφαρμογή του μέσου περιθωρίου ντάμπινγκ των εταιριών του δείγματος. Λόγω της εφαρμογής της μεθόδου αυτής δεν εξετάστηκαν οι αιτήσεις αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που υποβλήθηκαν από τις εν λόγω επιχειρήσεις, διότι η εξέταση αυτή είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

111    Επομένως, οι προσφεύγουσες είχαν, από της κοινοποιήσεως του προσωρινού κανονισμού και του εγγράφου ενδιάμεσης ενημέρωσης (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω), τη δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους σχετικά με τη μέθοδο με την οποία η Επιτροπή υπολόγισε το περιθώριο ντάμπινγκ ως προς αυτές. Για τους ίδιους λόγους, η αιτίαση σχετικά με παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 9, του κώδικα αντιντάµπινγκ του 1994 είναι απορριπτέα, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή υποχρεώνει απλώς τις αρχές που διεξάγουν την έρευνα να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επιβλήθηκαν οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ.

112    Όσον αφορά την αιτίαση ότι η Επιτροπή έπρεπε να ενημερώσει τις προσφεύγουσες ότι δεν σκοπεύει να εξετάσεις τις αιτήσεις τους αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ εγκαίρως ώστε οι προσφεύγουσες να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν λυσιτελώς την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος, επισημαίνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 100 ανωτέρω, με την ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για το ενδεχόμενο χρησιμοποιήσεως της μεθόδου της δειγματοληψίας σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού και για τη δυνατότητα των μη περιλαμβανόμενων στο δείγμα εταιριών να ζητήσουν, στην περίπτωση αυτή, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, τον υπολογισμό ατομικών περιθωρίων.

113    Δεδομένου ότι η μη εξέταση των αιτήσεων αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ/ΙΜ που υποβλήθηκαν από μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις είναι σύμφωνη με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, και το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 88 έως 91 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες γνώριζαν, από την έναρξη της διαδικασίας, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάσει τις αιτήσεις αυτές εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει οριστικώς θέση επί του ζητήματος αυτού κατά την έναρξη της διαδικασίας, διότι δεν διέθετε τότε στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να εκτιμήσει αν είναι δυνατός ο υπολογισμός ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ για τις μη περιλαμβανόμενες στο δείγμα επιχειρήσεις. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

114    Οι αιτιάσεις που παρατίθενται στη σκέψη 106 ανωτέρω στηρίζονται στο δεδομένο ότι τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών και, συνεπώς, είναι επίσης απορριπτέες.

115    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

116    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα κοινοτικά όργανα δεν τους γνωστοποίησαν προσηκόντως τη νέα ανάλυση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία ούτε τους παρέσχον τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της νέας αυτής εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των οριστικών δασμών (βλ. σκέψεις 24 έως 30 ανωτέρω). Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους διαφοροποίησε την ανάλυσή της και έλαβε υπόψη της διαφορετικά στοιχεία σε σχέση με την πρώτη πρότασή της.

117    Με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης της 7ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή διατύπωνε την εκτίμηση ότι η εισαγωγή 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος δεν ζημιώνει την κοινοτική βιομηχανία, αλλά με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης της 28ης Ιουλίου 2006, μείωσε κατά πολύ τον αριθμό αυτόν, στα 41,5 εκατομμύρια ζεύγη, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους αυτής της μεταβολής, με συνέπεια να αντιστραφεί, κατά «στρεβλό τρόπο», κατόπιν χειρισμού όσον αφορά τα έτη αναφοράς, η αξία των επιβληθέντων δασμών μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ. Όσον αφορά την οικονομική ratio τους, οι επιβληθείσες με το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών ποσοστώσεις αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση των πιέσεων από εισαγωγές οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνταν απόρροια αθέμιτης πρακτικής, ενώ τα μέτρα αντιντάµπινγκ αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αθέμιτης πρακτικής ντάμπινγκ. Οι διαφορές μεταξύ των δύο συστημάτων είναι σημαντικές και στο επίπεδο του διεθνούς εμπορίου, διότι το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών συνεπάγεται ότι σημαντικό τμήμα των εξαγωγών απαλλάσσεται από τον δασμό, ενώ με το τελικώς επιλεγέν σύστημα πλήττεται το σύνολο των εισαγωγών. Υπό το πρίσμα αυτών των διαφορών, η πενθήμερη προθεσμία που έταξε η Επιτροπή στις προσφεύγουσες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της νέας προτάσεως δεν ήταν επαρκής, πράγμα για το οποίο οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία.

118    Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, του οποίου η αιτιολογική σκέψη 301 είναι σύμφωνη με την τελευταία πρόταση της Επιτροπής, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένος όσον αφορά τη διαφοροποίηση αυτή και δεν περιλαμβάνει τους λόγους εφαρμογής της νέας μεθόδου. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού απλώς επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο του σημείου 280 του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, από το οποίο δεν προκύπτουν περισσότερα στοιχεία. Εξάλλου, το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν περιέχει κανένα αριθμητικό στοιχείο ή υπολογισμό, προς στήριξη της μεθόδου που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού, και δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν υπόψη διαφορετικά έτη, αξίες και ποσότητες σε σχέση με αυτά που ελήφθησαν υπόψη στην αρχική πρόταση. Επιπλέον, τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιτάσσει τη γνωστοποίηση αναλυτικών στοιχείων για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό στα οποία στηρίζεται η πρόταση της Επιτροπής για τη λήψη οριστικών μέτρων. Συγκεκριμένα, δεν εξηγήθηκε ούτε αιτιολογήθηκε η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η νέα προσέγγιση της Επιτροπής.

119    Επιπροσθέτως, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, διότι δεν τους επέτρεψε να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους επί ορισμένων σημαντικών ζητημάτων, όπως ο εύλογος χαρακτήρας της νέας προτάσεως, η ακρίβεια και η συνάφεια των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, οι υπολογισμοί και τα στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τα συμπεράσματά της σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, τα δύο συστήματα χαρακτηρίζονται από θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά την ανάλυση των πραγματικών περιστατικών στην οποία στηρίζονται. Οι διαφορές αυτές έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες συνέπειες για τους παραγωγούς της Κίνας και του Βιετνάμ, χωρίς ωστόσο η Επιτροπή να εξηγεί πώς κατέληξε στο αποτέλεσμα αυτό ή να δίνει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας τους.

120    Η προσπάθεια του Συμβουλίου να υποβαθμίσει τις διαφορές μεταξύ των δύο προτάσεων, με το επιχείρημα ότι το επιλεγέν σύστημα λαμβάνει υπόψη ότι μόνον οι εισαγωγές πάνω από ορισμένο όριο είναι ζημιογόνες, θα είχε ως συνέπεια την επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ επί εισαγωγών που δεν προκαλούν ζημία, κατά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες υπέβαλαν ορισμένες παρατηρήσεις επί του συστήματος αυτού, εντός προθεσμίας μικρότερης από την κατώτατη προθεσμία των δέκα ημερών που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, δεν είναι αντιτάξιμο έναντι των προσφευγουσών ούτε καλύπτει την ανεπάρκεια των στοιχείων που γνωστοποίησε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το αν η προθεσμία που έταξε η Επιτροπή ήταν επαρκής, στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, εκτιμάται με βάση το εύρος της τροποποιήσεως της μεθόδου από την Επιτροπή, καθώς και με βάση την έλλειψη στοιχείων ή διευκρινίσεων σχετικά με τη νέα εκτίμηση των νομικών και πραγματικών παραμέτρων. Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, αν τα κοινοτικά όργανα δεν παρέχουν προσήκουσες διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που έλαβαν υπόψη τους, το γεγονός ότι τους δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν ορισμένες παρατηρήσεις έχει περιορισμένη σημασία και δεν σημαίνει ότι τηρήθηκαν οι επιταγές του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου ή η νομοθεσία του ΠΟΕ. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα που κατάρτισε η Επιτροπή ήταν εξαιρετικά περιοριστικό, με συνέπεια να είναι αδύνατη η παράταση της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Εξάλλου, οι συζητήσεις διάρκεσαν πολλούς μήνες και αφορούσαν το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών και όχι το εν τέλει επιλεγέν σύστημα.

121    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, λόγω των ελλείψεων του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης και της ανεπάρκειας της ταχθείσας προθεσμίας, δεν είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους η προσέγγισή της δεν είναι προσήκουσα και εύλογη, ούτε να εκθέσουν την άποψή τους σχετικά με τη μέθοδο ή τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η περιλαμβανόμενη στο έγγραφο αυτό πρόταση. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα, παραλείποντας να γνωστοποιήσουν στις προσφεύγουσες τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και εκτιμήσεις στα οποία στηρίζεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός, παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού.

122    Τέλος, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, επιπροσθέτως, ότι, αν τους είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν προσηκόντως παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, θα επισήμαιναν, πρώτον, ότι το προταθέν σύστημα παραβιάζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, στον βαθμό που καταλήγει στην επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ σε μη ζημιογόνες εισαγωγές, δεύτερον, ότι έπρεπε να υπολογιστεί ατομικό περιθώριο ζημίας για κάθε μία εξ αυτών και, τρίτον, ότι η τελευταία πρόταση της Επιτροπής ήταν άτοπη και δυσανάλογη, διότι η αναθεωρημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν διευκρινίστηκε ούτε αιτιολογήθηκε, είχε «στρεβλό αποτέλεσμα», ήτοι την αντιστροφή των δασμών αντιντάµπινγκ μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ.

123    Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι τόσο το σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών όσο και η μέθοδος που εν τέλει χρησιμοποιήθηκε στηρίζονται στην ιδέα ότι, εν προκειμένω, μόνον οι εισαγωγές που υπερέβαιναν ορισμένη ποσότητα προκάλεσαν σημαντική ζημία και το γεγονός αυτό έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της μεθόδου που επιλέχθηκε για τον καθορισμό των συντελεστών των οριστικών δασμών. Η μόνη διαφορά της μεθόδου υπολογισμού των οριστικών δασμών που εν τέλει χρησιμοποιήθηκε έγκειται στον τρόπο με τον οποίο ελήφθη υπόψη η παράμετρος αυτή.

124    Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε, στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τη «μη ζημιογόνο αξία», η οποία, κατά τις προσφεύγουσες, δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί βάσει των στοιχείων που τους γνωστοποιήθηκαν. Αντιθέτως, το ουσιώδες στοιχείο της νέας μεθόδου ήταν το ποσοτικό στοιχείο του ντάμπινγκ, δηλαδή η ποσότητα των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, ενώ οποιαδήποτε αναφορά στην αξία των εισαγωγών συγκεκριμένου έτους μπορούσε να υπολογιστεί βάσει των στοιχείων των σημείων 157 και 159 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

125    Εξάλλου, με βάση την περιγραφή της μεθόδου με την οποία ελήφθησαν υπόψη, για τον καθορισμό του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας, οι οικονομικές συνέπειες των μη ζημιογόνων εισαγωγών (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να υποβάλουν συναφώς λεπτομερείς παρατηρήσεις με την ηλεκτρονικής επιστολή τους της 2ας Αυγούστου 2006. Αν οι προσφεύγουσες χρειάζονταν συμπληρωματικές πληροφορίες για την άσκηση των δικαιωμάτων τους, όφειλαν να υποβάλουν συγκεκριμένο σχετικό αίτημα.

126    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη CEC, απορρίπτει επίσης τα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας λόγω του ότι οι προσφεύγουσες διέθεταν μόνον πέντε ημέρες για να προβάλουν την άποψή τους επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης. Δεδομένου ότι, πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης ούτε ζήτησαν παράταση της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας, δεύτερον, ότι η διαδικασία βρισκόταν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο και, τρίτον, ότι η συνεκτίμηση του ποσοτικού στοιχείου του ντάμπινγκ αποτέλεσε επί πολλούς μήνες αντικείμενο συζήτησης, η εν λόγω προθεσμία πρέπει να θεωρηθεί επαρκής. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους λόγω της προθεσμίας αυτής, δεδομένου ότι υπέβαλαν συναφώς λεπτομερείς παρατηρήσεις, χωρίς το δικόγραφο της προσφυγής τους να περιέχει άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να έχουν προβληθεί. Το Συμβούλιο φρονεί ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι απαραίτητο να σχολιάσει τα επιχειρήματα που θα προέβαλαν οι προσφεύγουσες αν τους είχε ταχθεί μεγαλύτερη προθεσμία.

127    Όσον αφορά, τέλος, τα επιχειρήματα σχετικά με τη νομιμότητα του εν τέλει επιλεγέντος συστήματος έναντι του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο προβάλλει ότι αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, διότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως αφορά μόνον την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

128    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, διότι η Επιτροπή, αφενός, δεν γνωστοποίησε τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι υπολογισμοί που περιλαμβάνονται στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης και, αφετέρου, δεν τους έταξε προθεσμία επαρκή και σύμφωνη με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, ώστε να υποβάλουν πλήρεις παρατηρήσεις επί της νέας προτάσεως της Επιτροπής.

129    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα κοινοτικά όργανα δεν εξέθεσαν, ούτε με το αρχικό και το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης ούτε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τους λόγους για τους οποίους προκρίθηκε η εφαρμοσθείσα μέθοδος συνυπολογισμού των μη ζημιογόνων εισαγωγών, η οποία συνίσταται στη μείωση του περιθωρίου ζημίας, αντί της μη επιβολής δασμών αντιντάµπινγκ επί των μη ζημιογόνων εισαγωγών. Οι περιστάσεις αυτές στοιχειοθετούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, καθώς και ελλιπή αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

130    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού ρυθμίζει τα της ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως των ενδιαφερομένων μερών, όπως είναι οι εξαγωγείς, το οποίο καταλέγεται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο και περιλαμβάνει το δικαίωμα πληροφόρησης περί των κύριων πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, σκέψη 15, και Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 55).

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας, όπως αυτά κατοχυρώνονται από την κοινοτική έννομη τάξη, περιλαμβανομένης της διατάξεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 131).

132    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 108 ανωτέρω νομολογία, οι επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο έρευνας ενόψει της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς, κατά τη διοικητική διαδικασία, την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη βαρύτητα των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και με τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της σχετικά με την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εντεύθεν προκληθείσα ζημία.

133    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ακόμη ότι ο ελλιπής χαρακτήρας της τελικής γνωστοποιήσεως των στοιχείων καθιστά παράνομο τον κανονισμό με τον οποίον επιβάλλονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ μόνο στην περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν σε θέση, λόγω της παραλείψεως αυτής, να υπερασπισθούν λυσιτελώς τα συμφέροντά τους. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά και εκτιμήσεις διαφορετικές από εκείνες βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα και στις οποίες πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την τελική ενημέρωση, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Για τους ίδιους λόγους, τούτο συμβαίνει επίσης στην περίπτωση που η παράλειψη αφορά περιστατικά ή εκτιμήσεις διαφορετικές σε σχέση με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση που εκδόθηκε από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο μετά την κοινοποίηση του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

134    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 25 έως 27 ανωτέρω, η Επιτροπή εισηγήθηκε, καταρχάς, με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης, σύστημα εκ των υστέρων επιβολής δασμών, εκτιμώντας ότι μόνον οι εισαγωγές πέραν των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος ήταν ζημιογόνες κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στην ύπαρξη του συστήματος ποσοτικών ποσοστώσεων έως την 1η Ιανουαρίου 2005, λόγω της οποίας απετράπη η ζημία, καθώς και σε υπολογισμό της ποσότητας των εισαγωγών από την Κίνα το 2005. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, έπρεπε να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάµπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα πέραν των 140 εκατομμυρίων ζευγών υποδημάτων κατ’ έτος. Ο δασμός αυτός ήταν ίσος προς την απόκλιση από την τιμή αναφοράς, εν προκειμένω 23 %.

135    Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, η Επιτροπή τροποποίησε, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, την πρότασή της σχετικά με τη μορφή των απαιτούμενων για την εξάλειψη της ζημίας δασμών. Η νέα πρόταση της Επιτροπής στηριζόταν επίσης στην ύπαρξη μη ζημιογόνων εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού. Πάντως, σύμφωνα με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τόσο η μέθοδος υπολογισμού της ποσότητας των μη ζημιογόνων εισαγωγών, όσο και οι συνέπειες της ποσότητας αυτής στη μορφή των προταθέντων οριστικών δασμών διέφεραν από τα αντίστοιχα του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

136    Ειδικότερα, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η απόκλιση από τις τιμές αναφοράς για τις εισαγωγές από την Κίνα ανερχόταν σε 23 %. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές από τη χώρα αυτή κατά το εξετασθέν διάστημα ανέρχονταν στο 38 % των συνολικών εισαγωγών από την Κίνα και το Βιετνάμ. Το ποσοστό αυτό, εφαρμοζόμενο στο σύνολο των εισαγωγών από τις δύο αυτές χώρες το 2003 (109 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων), αντιστοιχούσε σε περίπου 41,5 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων, ποσότητα που κρίθηκε μη ζημιογόνος για την κοινοτική βιομηχανία. Τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 28,26 % των εισαγωγών από την Κίνα το 2005. Τέλος, τέταρτον, μείωσε το αρχικώς προσδιορισθέν περιθώριο ζημίας (23 %) κατά 28,26 %, καταλήγοντας στο «σταθμισμένο» περιθώριο ζημίας 16,5 %.

137    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διαφορές μεταξύ της περιγραφόμενης στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης μεθόδου και της περιγραφόμενης στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, αντί να προσδιορίσει την ετήσια μη ζημιογόνα ποσότητα που εισήχθη από την Κίνα το 2005, η Επιτροπή προσδιόρισε την εν λόγω ετήσια ποσότητα πολλαπλασιάζοντας τα 109 εκατομμύρια ζευγών υποδημάτων που εισήχθησαν το 2003 με 38 %. Πρόκειται για το ποσοστό των εισαγωγών από τη χώρα αυτή επί του συνόλου των εισαγωγών από την Κίνα και το Βιετνάμ κατά το εξετασθέν διάστημα. Δεύτερον, αντί να εξαιρέσει την εν λόγω ετήσια ποσότητα, η οποία χαρακτηρίστηκε μη ζημιογόνος με τα σημεία 278 έως 280 του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, από τους δασμούς αντιντάµπινγκ, η Επιτροπή επέλεξε να συνεκτιμήσει την ποσότητα αυτή, μειώνοντας το επίπεδο εξαλείψεως της ζημίας και επιβάλλοντας δασμούς αντιντάµπινγκ από το πρώτο εισαγόμενο ζεύγος.

138    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής τροποποίηση της αναλύσεώς της, κατόπιν των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων επί του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν συνιστά από μόνη της προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, το έγγραφο τελικής ενημέρωσης δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου. Η διάταξη αυτή απλώς υποχρεώνει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει, το συντομότερο δυνατόν, τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις που διαφέρουν από εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η περιγραφόμενη στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης αρχική πρότασή της. Η περιγραφή αυτή όντως παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να κατανοήσουν το σκεπτικό με το οποίο τα κοινοτικά όργανα μετέβαλαν την άποψή τους.

139    Κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή σεβάστηκε τα δικαιώματα που αντλούν οι ενδιαφερόμενοι από το άρθρο 20, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί αν η Επιτροπή τους γνωστοποίησε τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η νέα ανάλυσή της σχετικά με τη ζημία και τη μορφή των μέτρων που απαιτούνται για την εξάλειψή της, στον βαθμό που αυτά διαφέρουν από τα ληφθέντα υπόψη με το έγγραφο τελικής ενημέρωσης (βλ. σκέψη 133 ανωτέρω).

140    Συναφώς, καταρχάς, η Επιτροπή εξέθεσε, με το συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης, ότι, με τη νέα πρότασή της, δεν είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εισαγωγέων.

141    Όσον αφορά, περαιτέρω, τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή προσάρμοσε το περιθώριο ζημίας από 23 % σε 16,5 %, κακώς παραπονούνται οι προσφεύγουσες ότι δεν γνώριζαν τα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, η περιγραφόμενη στη σκέψη 136 ανωτέρω μέθοδος προσαρμογής του περιθωρίου ζημίας, στο πλαίσιο της οποίας συνεκτιμώνται οι μη ζημιογόνες εισαγωγές, εκτίθεται στο συμπληρωματικό έγγραφο τελικής ενημέρωσης. Είναι αληθές ότι το έγγραφο αυτό δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ποσότητα των εισαγωγών από την Κίνα το 2005, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν το ποσοστό 28,26 % είναι ακριβές. Ωστόσο, δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, τα 41,5 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων αντιστοιχούν στο 28,26 % του συνόλου των εισαγωγών από την Κίνα το 2005, συνάγεται ότι οι εισαγωγές αυτές ανέρχονται σε 146,85 εκατομμύρια ζεύγη υποδημάτων. Ο υπολογισμός αυτός περιλαμβάνεται, εξάλλου, στην ηλεκτρονική επιστολή που απέστειλαν οι προσφεύγουσες στις 2 Αυγούστου 2006 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

142    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τον συλλογισμό που ακολούθησε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μη ζημιογόνες εισαγωγές. Γνωστοποίησε επίσης όλα τα αριθμητικά στοιχεία που έκρινε συναφώς λυσιτελή, οπότε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών δεν έχουν προσβληθεί από την άποψη αυτή.

143    Σημειωτέον, ακόμη, ότι, όπως επισήμανε το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 127 ανωτέρω), ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, όπως αναπτύσσεται με τα δικόγραφά τους, αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών και όχι παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το ζήτημα της συμβατότητας του συστήματος που επιλέχθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, όσον αφορά την επιβολή δασμών αντιντάµπινγκ επί ποσότητας εισαγωγών μικρότερης από αυτή που θεωρήθηκε ζημιογόνος, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Πρωτοδικείου.

144    Όσον αφορά την ταχθείσα προθεσμία, οι διάδικοι συμφωνούν ότι αυτή έληξε στις 2 Αυγούστου 2006.

145    Η Επιτροπή, τάσσοντας στις προσφεύγουσες προθεσμία μικρότερη των δέκα ημερών για να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (απόφαση Champion Stationery κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 80). Πάντως, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται, άνευ ετέρου, την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί ότι η χορήγηση προθεσμίας μικρότερης της νόμιμης προσέβαλε με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 331).

146    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την ηλεκτρονική επιστολή τους της 2ας Αυγούστου 2006, οι προσφεύγουσες υπενθύμισαν τους υπολογισμούς της Επιτροπής και πρότειναν διαφορετικό υπολογισμό, ο οποίος κατέληγε σε διαφορετικό και, κατ’ αυτές, δίκαιο αποτέλεσμα. Επομένως, οι προσφεύγουσες κατανόησαν τη συλλογιστική της Επιτροπής και είχαν τη δυνατότητα να προτείνουν άλλη μέθοδο. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν εξήγησαν τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν σε θέση να παραπονεθούν για παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους.

147    Επομένως, δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

148    Για τους ίδιους λόγους, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός των προσφευγουσών περί ελλιπούς αιτιολογήσεως της μεθόδου υπολογισμού του επιπέδου εξαλείψεως της ζημίας. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των στοιχείων που διαβιβάστηκαν στις προσφεύγουσες και των παρατηρήσεων που αυτές υπέβαλαν κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑33/98 και T‑34/98, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3837, σκέψη 107).

149    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 296 έως 301 του προσβαλλόμενου κανονισμού περιλαμβάνουν τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο τελικώς επιλεγέν σύστημα. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τη συλλογιστική που ακολούθησε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, λαμβάνοντας υπόψη τις μη ζημιογόνες εισαγωγές, καθώς και όλα τα αριθμητικά στοιχεία που έκρινε λυσιτελή προς τούτο (βλ. σκέψεις 140 έως 142 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι επαρκώς αιτιολογημένος κατά νόμο.

150    Συνεπώς, ο έκτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

151    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το χρονικό διάστημα κανονικών εισαγωγών, στο οποίο στηρίχθηκε η σχετική με τη ζημία απόφαση, δεν ήταν αρκετά μεγάλο και, επομένως, η απόφαση αυτή δεν στηρίζεται σε αξιόπιστα και αντικειμενικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το εξετασθέν διάστημα εκτείνεται από την 1η Απριλίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι η αύξηση των εισαγωγών μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων είχε ιδιαίτερα ζημιογόνο αποτέλεσμα για την κοινοτική βιομηχανία, καθώς έλαβε υπόψη της μόνον το πρώτο τρίμηνο του 2005. Από τις ενδείξεις περί υπάρξεως σημαντικής ζημίας το 2004, για τις οποίες κάνει λόγο η Επιτροπή στο σημείο 277 του νέου τίτλου H του συμπληρωματικού εγγράφου τελικής ενημέρωσης, δεν προκύπτει ότι το 2004 όντως προκλήθηκε σημαντική ζημία. Το ότι δεν υπήρξε σημαντική ζημία το 2004 επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η αύξηση των εισαγωγών κατά το έτος αυτό ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2003, καθώς και από το σημείο 285 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης.

152    Πάντως, οι τρεις πρώτοι μήνες του 2005 αποτελούν το αρχικό διάστημα ανοίγματος μιας αγοράς ως προς την οποία ίσχυε επί δώδεκα και πλέον έτη αυστηρό σύστημα ποσοτικών ποσοστώσεων. Όπως αναφέρει η Επιτροπή στο έγγραφο τελικής ενημέρωσης, τα στοιχεία σχετικά με το χρονικό διάστημα μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων δεν είναι αξιόπιστα, λόγω των προσδοκιών που προκάλεσε το γεγονός αυτό. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία αφορούν σύντομο χρονικό διάστημα και, λόγω της καταργήσεως των ποσοστώσεων, δεν είναι αξιόπιστα. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή εξέτασε τις σχετικές με τη ζημία παραμέτρους για όλο το εξετασθέν διάστημα.

153    Τέλος, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το σύστημα των ποσοστώσεων δεν αποσκοπούσε στην εξάλειψη των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

154    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, τη CEC και τους Ιταλούς παραγωγούς αμφισβητεί το βάσιμο των ισχυρισμών των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

155    Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ δεν συνιστά κύρωση για παλαιότερη συμπεριφορά, αλλά μέτρο άμυνας και προστασίας κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει από την πρακτική του ντάμπινγκ. Επομένως, για να είναι δυνατόν να καθορισθούν οι κατάλληλοι δασμοί αντιντάμπινγκ προς προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας από την πρακτική του ντάμπινγκ, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί η έρευνα με βάση τις πλέον πρόσφατες, κατά το δυνατόν, πληροφορίες (απόφαση Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψεις 91 και 92, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑4347, σκέψη 60).

156    Επομένως, τα κοινοτικά όργανα, εφόσον διαπιστώσουν ότι οι εισαγωγές προϊόντος υποκείμενου έως τότε σε ποσοτικούς περιορισμούς αυξάνονται μετά την κατάργηση των περιορισμών αυτών, μπορούν να λάβουν υπόψη τους την αύξηση αυτή για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

157    Δεύτερον, η εκτίμηση που διατυπώνει η Επιτροπή στο σημείο 283 του εγγράφου τελικής ενημέρωσης, ότι η ποσότητα των εισαγόμενων προϊόντων αυξήθηκε μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων, δεν αποδεικνύει ότι τα κοινοτικά όργανα στηρίχθηκαν μόνο σε αυτό το ποσοτικό στοιχείο για να διαπιστώσουν την ύπαρξη ζημίας.

158    Τέλος, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 162, 168 έως 170, 187 έως 206 και 216 έως 240 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα συνεκτίμησαν πολλές παραμέτρους σχετικά με τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, οι οποίες αφορούσαν όχι μόνον το τελευταίο τρίμηνο του ερευνηθέντος διαστήματος, αλλά και το εξετασθέν διάστημα.

159    Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

160    Βάσει των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

161    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει αυτές να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου.

162    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή η CEC και οι Ιταλοί παραγωγοί φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Η Zhejiang Aokang Shoes Co., Ltd και η Wenzhou Taima Shoes Co., Ltd φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Confédération européenne de l’industrie de la chaussure (CEC), η BA.LA. di Lanciotti Vittorio & C. Sas και οι λοιπές δεκαέξι παρεμβαίνουσες που απαριθμούνται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Μαρτίου 2010.

(υπογραφές)

Παράρτημα

Calzaturificio Elisabet Srl, με έδρα το Monte Urano (Ιταλία),

Calzaturificio Iacovelli di Iacovelli Giuseppe & C. Snc, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Leopamy Srl, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Lunella Srl, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Mia Shoe Snc di Gattafoni Carlo & C., με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio Primitempi di Monaldi Geri, με έδρα το Monte Urano,

Calzaturificio R.G. di Rossi & Galiè Srl, με έδρα το Monte Urano,

Calz. S.G. di Seghetta Giampiero e Sergio Snc, με έδρα το Monte Urano,

Carim Srl, με έδρα το Monte Urano,

Florens Shoes SpA, με έδρα το Monte Urano,

Gattafoni Shoe Snc di Gattafoni Giampaolo & C., με έδρα το Monte Urano,

Grif Srl, με έδρα το Monte Urano,

Missouri Srl, με έδρα το Monte Urano,

New Swing Srl, με έδρα το Monte Urano,

Viviane Sas, με έδρα το Monte Urano.

Περιεχόμενα

Το νομικό πλαίσιο

Το ιστορικό της διαφοράς και ο προσβαλλόμενος κανονισμός

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως, καθώς και επί του πέμπτου λόγου, σχετικά με παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, και του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ των προσφευγουσών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ελλιπή αιτιολογία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με νομική πλάνη και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.