Language of document : ECLI:EU:T:2014:1016

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 2ας Δεκεμβρίου 2014 (*)

«ΕΓΤΠΕ — Τμήμα Εγγυήσεων — ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση — Γαλακτοκομικά προϊόντα — Έσοδα για ειδικό προορισμό — Βασικοί έλεγχοι — Εκπρόθεσμο — Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση — Νομική βάση — Άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ) 1605/2002 — Υποτροπή»

Στην υπόθεση T‑661/11,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους G. Aiello και P. Grasso, avvocati dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. Rossi και D. Nardi,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2011/689/ΕΕ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 270, σ. 33), καθόσον επιβάλλει στην Ιταλική Δημοκρατία κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 70 912 382 ευρώ, λόγω πλημμελών ελέγχων των ποσοστώσεων γάλακτος, στις ιταλικές περιφέρειες Abruzzo, Lazio, Marche, Puglia, Sardegna, Calabria, Friuli Venezia Giulia και Valle d’Aosta, κατά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Γενικό νομικό πλαίσιο

 Α      Σχετικές διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1        Το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), το οποίο ήταν σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τροποποίηση του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 390, σ. 1), μέχρι την 1η Μαΐου 2007, ορίζει:

«1. Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό:

α)      με κεντρική διαχείριση·

β)      με επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση·

γ)      ή με από κοινού διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς.

[…]

3.      Όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με επιμερισμένη διαχείριση, καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού μεταβιβάζονται σε κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις των τίτλων I και II του μέρους II.

[…]

5.      Στις περιπτώσεις επιμερισμένης ή αποκεντρωμένης διαχείρισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρήση των πόρων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες ρυθμίσεις, η Επιτροπή δημιουργεί διαδικασίες εκκαθάρισης των λογαριασμών ή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 274 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 179 της Συνθήκης Ευρατόμ.

6.      Όταν ο προϋπολογισμός εκτελείται κατά τους τρόπους που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη και οι τρίτες χώρες εξακριβώνουν τακτικά ότι οι ενέργειες που πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό εκτελέσθηκαν ορθά.

Τα κράτη μέλη και οι τρίτες χώρες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη των παρατυπιών και της απάτης και κινούν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, διαδικασίες δίωξης προκειμένου να ανακτήσουν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα κονδύλια.

[…]»

2        Το άρθρο 53 του κανονισμού 1605/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1995/2006, το οποίο ισχύει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1995/2006, από την 1η Μαΐου 2007, ορίζει:

«Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53α έως 53δ, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)      σε συγκεντρωτική βάση,

β)      με επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση, ή

γ)      με διαχείριση από κοινού με διεθνείς οργανισμούς.»

3        Το άρθρο 53β του κανονισμού 1605/2002, όπως αυτό εισήχθη με τον κανονισμό 1995/2006, ορίζει:

«1.      Όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχείρισης, τα εκτελεστικά καθήκοντα μεταβιβάζονται στα κράτη μέλη. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ιδίως για τις ενέργειες στις οποίες αναφέρονται οι τίτλοι Ι και ΙΙ του μέρους ΙΙ.

2.      Με την επιφύλαξη των συμπληρωματικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στις οικείες τομεακές ρυθμίσεις και για να εξασφαλίζεται η χρησιμοποίηση των πόρων σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες και αρχές, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Προς το σκοπό αυτό ιδίως:

α)      βεβαιώνονται ότι οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό εκτελούνται πράγματι και κατά τον ορθό τρόπο,

β)      προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν τις παρατυπίες και τις απάτες,

γ)      ανακτούν τους πόρους που καταβάλλονται κατά λάθος ή χρησιμοποιούνται εσφαλμένα ή εξαφανίζονται λόγω παρατυπιών ή σφαλμάτων,

δ)      εξασφαλίζουν, μέσω σχετικών τομεακών ρυθμίσεων και σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 3, επαρκή εκ των υστέρων γνωστοποίηση των δικαιούχων πόρων προερχόμενων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Προς τούτο, τα κράτη μέλη διεξάγουν ελέγχους και θέτουν σε λειτουργία αποτελεσματικό και αποδοτικό σύστημα εσωτερικών ελέγχων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28α. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο και ενδεδειγμένο, κινούν νομικές διαδικασίες.

3.      Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετήσια σύνοψη, στο κατάλληλο εθνικό επίπεδο, όλων των διαθέσιμων λογιστικών ελέγχων και δηλώσεων.

4.      Για να βεβαιώνεται ότι οι πόροι χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες, η Επιτροπή εφαρμόζει διαδικασίες εκκαθάρισης λογαριασμών ή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της επιτρέπουν να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.»

 Β      Η γενική κανονιστική ρύθμιση περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής

4        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), θέσπισε γενικούς κανόνες για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (στο εξής: ΚΓΠ). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της ΚΓΠ (ΕΕ L 160, σ. 103), ο οποίος διέπει τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη, από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2006, στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως της ΚΓΠ.

5        Όπως αποσαφηνίζεται, ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 1258/1999, «η ευθύνη για τον έλεγχο των δαπανών του [ΕΓΤΠΕ], τμήμα [Εγγυήσεων], εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών […]· […] η Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια για την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού, οφείλει να επαληθεύει τις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί οι πληρωμές και οι έλεγχοι». Δυνάμει της αιτιολογικής σκέψεως 11 του ίδιου κανονισμού, «πρέπει να ληφθούν μέτρα για την πρόληψη και δίωξη κάθε παρατυπίας και για την ανάκτηση των απολεσθέντων ποσών από τέτοιες παρατυπίες ή αμέλειες [και] πρέπει να καθορισθεί η οικονομική ευθύνη αυτών των παρατυπιών ή αμελειών.»

6        Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999, που συνάδουν, αντιστοίχως, προς αυτές του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, χρηματοδοτεί, στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών, τις παρεμβάσεις που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και οι οποίες αναλαμβάνονται σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1258/1999, του οποίου οι διατάξεις συνάδουν, κατ’ ουσίαν, προς αυτές του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70, ορίζει:

«Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ανά τακτά διαστήματα στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες, όσον αφορά τους εγκεκριμένους οργανισμούς πληρωμών και τους οργανισμούς συντονισμού, σχετικά με τις πράξεις που χρηματοδοτούνται από το τμήμα Εγγυήσεων του Ταμείου:

[…]

β)      ετήσιους λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκκαθάρισή τους καθώς και βεβαίωση για την πληρότητα, την ακρίβεια και την ειλικρίνεια των λογαριασμών που διαβιβάζονται.»

8        Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, του οποίου οι διατάξεις συνάδουν, κατ’ ουσίαν, προς αυτές του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδότησης δαπανών βάσει των άρθρων 2 και 3.

Πριν από οποιαδήποτε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του κράτους μέλους κοινοποιούνται εκατέρωθεν γραπτώς, κατόπιν τούτου δε τα δύο μέρη επιχειρούν να έλθουν σε συμφωνία για τη συνέχεια που θα δοθεί.

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας για συμβιβασμό των αντίστοιχων θέσεων· τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει την απόρριψη της χρηματοδότησης.

Η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας έλλειψης συμμόρφωσης. Η Επιτροπή εκτιμά εν προκειμένω το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.

Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

α)      δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 και είναι προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων·

[…]».

9        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1258/1999 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α)      να βεβαιώνονται για την πραγματικότητα και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο πράξεων·

β)      να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες·

γ)      να ανακτούν τα απολεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά.

[…]»

10      Ο κανονισμός (EK) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ (ΕΕ L 209, σ. 1), καταργεί τον κανονισμό 1258/1999 και εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2007 (άρθρο 49 του κανονισμού 1290/2005). Εντούτοις, προβλέπει, αφενός, ότι ο κανονισμός 1258/1999 εξακολουθεί να ισχύει έως τις 15 Οκτωβρίου 2006 για τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από τα κράτη μέλη (άρθρο 47 του κανονισμού 1290/2005) και, αφετέρου, ότι ιδίως το άρθρο 31 αυτού, σχετικά με την «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», έχει εφαρμογή από τις 16 Οκτωβρίου 2006 για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την τελευταία αυτή ημερομηνία (άρθρο 49 του κανονισμού 1290/2005).

11      Όπως αποσαφηνίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1290/2005, «[ο]ι δαπάνες της [ΚΓΠ] χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό μέσω [του ΕΓΤΕ] είτε κεντρικά είτε στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού [1605/2002]».

12      Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1290/2005, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) συνιστάται, κατά το άρθρο 49 του εν λόγω κανονισμού, από την 1η Ιανουαρίου 2007.

13      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii, του κανονισμού 1290/2005, του οποίου οι διατάξεις συνάδουν, κατ’ ουσίαν, προς τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1258/1999, προβλέπει τα εξής:

«Επιπλέον των διατάξεων που προβλέπονται στους τομεακούς κανονισμούς, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία, δηλώσεις και έγγραφα:

[…]

γ)      όσον αφορά τις δράσεις οι οποίες συνδέονται με τις πράξεις που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ […]:

[…]

iii)      τους ετήσιους λογαριασμούς των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών, που συμπληρώνονται από δήλωση αξιοπιστίας υπογεγραμμένη από τον υπεύθυνο του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών, συνοδευόμενους από τα απαραίτητα για την εκκαθάρισή τους στοιχεία καθώς και από έκθεση πιστοποίησης την οποία καταρτίζει ο οργανισμός πιστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 7.»

14      Το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005, το οποίο τιτλοφορείται «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες διατάξεις με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999.

15      Ο κανονισμός (EK) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 729/70 όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε ιδίως με τον κανονισμό (EK) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5), προβλέπει, στο άρθρο 6, τα εξής:

«Τα παραστατικά έγγραφα που αφορούν τη χρηματοδοτούμενη δαπάνη και τα προς είσπραξη ποσά από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, πρέπει να είναι στη διάθεση της Επιτροπής για τρία τουλάχιστον έτη μετά το έτος εκκαθάρισης κατά το οποίο η Επιτροπή προβαίνει στην εκκαθάριση των λογαριασμών του υπό εξέταση οικονομικού έτους και σε περίπτωση που η απόφαση εκκαθάρισης λογαριασμών αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ένα έτος μετά το πέρας της διαδικασίας.»

16      Το άρθρο 8 του κανονισμού 1663/95, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2245/1999, ορίζει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση που, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των ελέγχων της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων.

Στην ανακοίνωση γίνεται μνεία του παρόντος κανονισμού. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε [δικαιολογημένες] περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προαναφερθείσα προθεσμία.

Μετά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγείται για την απάντηση, η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος σε διάλογο και τα δύο μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της χρηματοοικονομικής ζημίας που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μετά τη διεξαγωγή διαλόγου και τη λήξη κάθε προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το κράτος μέλος, μετά τον διάλογο για την κοινοποίηση πρόσθετων πληροφοριών ή, αν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται την πρόσκληση εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή κοινοποιεί επίσημα τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος κάνοντας μνεία της απόφασης 94/442/ΕΚ της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του τέταρτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, στην κοινοποίηση αυτή θα περιλαμβάνεται εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή προτίθεται να εξαιρέσει βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70.

Το κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή, σε εύθετο χρονικό διάστημα, για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινοτικών κανόνων καθώς και για την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους. Η Επιτροπή εκδίδει, ανάλογα με την περίπτωση, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70 για την εξαίρεση των δαπανών που δεν είναι σύμφωνες με τους κοινοτικούς κανόνες μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διορθωτικών μέτρων.

2.      Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70 λαμβάνονται μετά την εξέταση οποιασδήποτε έκθεσης του οργάνου συμβιβασμού σύμφωνα με την απόφαση 94/442/ΕΚ.

[…]»

17      Το σημείο 11 του μόνου παραρτήματος του κανονισμού 1663/95, που τιτλοφορείται «Προσανατολισμοί για τα κριτήρια έγκρισης ενός οργανισμού πληρωμής», έχει ως εξής:

«Όλα τα ανωτέρω σημεία εφαρμόζονται αναλόγως στα “[έσοδα για ειδικό προορισμό]” (εισφορές, καταπεσούσες εγγυήσεις, επιστραφείσες πληρωμές, κ.λπ.), τις οποίες ο οργανισμός απαιτείται να εισπράττει για λογαριασμό του ΕΓΤΠΕ, τμήμα [Εγγυήσεων]. Ειδικότερα, ο οργανισμός καθιερώνει σύστημα για την αναγνώριση όλων των ποσών που οφείλονται στο ΕΓΤΠΕ και για την καταγραφή σε βιβλίο οφειλετών όλων αυτών των οφειλών πριν από την είσπραξή τους. […]»

18      Ο κανονισμός (EK) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1290/2005 σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90), εφαρμόζεται, όσον αφορά το βασικό μέρος των διατάξεών του, από τις 16 Οκτωβρίου 2006, το δε άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 3, αυτού προβλέπει, κατ’ ουσίαν, την ίδια διαδικασία με εκείνη την οποία προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 1663/95.

19      Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006:

«Η Επιτροπή, [αφού] εξετάσει τις εκθέσεις που συντάσσει το όργανο συμβιβασμού σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του παρόντος κανονισμού, [εκδίδει], εφόσον κριθεί σκόπιμο, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού […] 1290/2005, προκειμένου να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες που χαρακτηρίζονται από μη συμμόρφωση με τους κοινοτικούς κανόνες, έως ότου το κράτος μέλος εφαρμόσει αποτελεσματικά τα διορθωτικά μέτρα.»

20      Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 885/2006 έχει ως εξής:

«Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στα έσοδα για ειδικό προορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 34 του κανονισμού […] 1290/2005.»

 Γ      Η κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

21      Ο τομέας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων αποτελεί αντικείμενο κοινής οργανώσεως αγοράς που εμπίπτει στην ΚΓΠ. Το 1984, προκειμένου να ελεγχθεί η αύξηση της παραγωγής γάλακτος στην αγορά και να αποκατασταθεί η ισορροπία της, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε, μεταξύ άλλων, ένα καθεστώς συμπληρωματικής εισφοράς (στο εξής: συμπληρωματική εισφορά ή εισφορά). Ο κανονισμός (ΕΚ) 1788/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 270, σ. 123), διέπει, από την 1η Απριλίου 2004 και επί ένδεκα συναπτές δωδεκάμηνες περιόδους, τη συμπληρωματική εισφορά που βαρύνει τους παραγωγούς γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του κανονισμού 1788/2003, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 405, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, καταργείται από την 1η Απριλίου 2004.

22      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1788/2003 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη οφείλουν την καταβολή στην Κοινότητα της εισφοράς που προκύπτει από την υπέρβαση της εθνικής ποσότητας αναφοράς που καθορίζεται στο παράρτημα I. Η εισφορά καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο και ξεχωριστά για τις παραδόσεις και για τις απευθείας πωλήσεις και καταβάλλεται από τα κράτη μέλη, μέχρι ποσοστού 99 % του οφειλόμενου ποσού κατ’ ανώτατο όριο, στο [ΕΓΤΠΕ], πριν από την 1η Οκτωβρίου που ακολουθεί την οικεία δωδεκάμηνη περίοδο. […]»

23      Το άρθρο 4 του κανονισμού 1788/2003 ορίζει:

«Η εισφορά κατανέμεται καθ’ ολοκληρίαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12, μεταξύ των παραγωγών που έχουν συμβάλει για κάθε μία από τις υπερβάσεις των εθνικών ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, παράγραφος 3, και του άρθρου 12, παράγραφος 1, οι παραγωγοί οφείλουν προς το κράτος μέλος την καταβολή του μεριδίου τους για την οφειλόμενη εισφορά, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, ως εκ μόνου του γεγονότος της υπέρβασης της διαθέσιμης ή των διαθέσιμων απ’ αυτούς ποσοτήτων αναφοράς.»

24      Το άρθρο 22 του κανονισμού 1788/2003 ορίζει:

«Η εισφορά θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονται για τη [σταθεροποίηση] των γεωργικών αγορών και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα.»

25      Ο κανονισμός (ΕΚ) 595/2004 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1788/2003 (ΕΕ L 94, σ. 22), ισχύει από την 1η Απριλίου 2004. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του εν λόγω κανονισμού, ο κανονισμός (ΕΚ) 1392/2001 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 3950/92 (ΕΕ L 187, σ. 19), καταργείται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

26      Το τμήμα 1 του κεφαλαίου IV του κανονισμού 595/2004 καθορίζει τους κανόνες όσον αφορά τους διενεργούμενους από τα κράτη μάλη ελέγχους και όσον αφορά τις υποχρεώσεις των αγοραστών και των παραγωγών. Συναφώς, το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Σχέδιο ελέγχου», ορίζει:

1.      Τα κράτη μέλη καταρτίζουν ένα γενικό σχέδιο ελέγχου για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο βάσει ανάλυσης κινδύνου. Το εν λόγω σχέδιο ελέγχου περιλαμβάνει τουλάχιστον:

[…]

γ)      τους επιτόπιους ελέγχους που πρέπει να διενεργηθούν κατά την δωδεκάμηνη περίοδο·

[…]

2.      Οι έλεγχοι διενεργούνται εν μέρει κατά τη δωδεκάμηνη σχετική περίοδο και εν μέρει μετά την περίοδο αυτή βάσει των ετήσιων δηλώσεων.

3. Θεωρείται ότι οι έλεγχοι έχουν περατωθεί όταν είναι διαθέσιμες οι εκθέσεις ελέγχου.

Όλες οι εκθέσεις ελέγχου πρέπει να ολοκληρώνονται το αργότερο 18 μήνες μετά το τέλος της σχετικής δωδεκάμηνης περιόδου.

[…]»

27      Το άρθρο 22 του κανονισμού 595/2004, που φέρει τον τίτλο «Ένταση των ελέγχων», ορίζει:

1.      Οι έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, καλύπτουν τουλάχιστον:

α)      1 % των παραγωγών για την δωδεκάμηνη περίοδο 2004/05, 2 % των παραγωγών για τις επόμενες δωδεκάμηνες περιόδους·

β)      40 % της ποσότητας του γάλακτος που έχει δηλωθεί πριν από τη διόρθωση για τη σχετική περίοδο·

γ)      αντιπροσωπευτικό δείγμα μεταφοράς του γάλακτος μεταξύ των παραγωγών και των αγοραστών που έχουν επιλεγεί.

Οι έλεγχοι της μεταφοράς που αναφέρονται στο στοιχείο γ) διενεργούνται ιδίως κατά την εκφόρτωση στα γαλακτοκομεία.

2.      Οι έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2[,] καλύπτουν τουλάχιστον 5 % των παραγωγών.

3.      Κάθε αγοραστής πρέπει να ελέγχεται τουλάχιστον μία φορά ανά πέντε έτη.»

28      Το άρθρο 24 του κανονισμού 595/2004 προβλέπει υποχρέωση διατηρήσεως, εκ μέρους των αγοραστών και των παραγωγών, ορισμένων εγγράφων για περίοδο τριών τουλάχιστον ετών, η οποία υπολογίζεται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η σύνταξη των εγγράφων αυτών.

 Δ      Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής

29      Οι κατευθυντήριες οδηγίες στον τομέα των κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων καθορίστηκαν με το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τον τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ — [τμήμα] Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97). Κατά τις διατάξεις που παρατίθενται υπό τον τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων» του παραρτήματος ΙΙ του εγγράφου VI/5330/97, όταν τα παρεχόμενα κατόπιν της έρευνας πληροφοριακά στοιχεία δεν δίδουν τη δυνατότητα να αποτιμηθούν οι ζημίες που υπέστη η Κοινότητα μέσω υπολογισμού, καθ’ υπόθεση, των ζημιών αυτών με στατιστικά μέσα ή διά παραπομπής σε άλλα στοιχεία δυνάμενα να εξακριβωθούν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως. Υπό τον ίδιο τίτλο, αποσαφηνίζονται τα εξής:

«Το ουσιώδες στοιχείο για να προσδιοριστεί το αν επιβάλλεται δημοσιονομική διόρθωση και, σε καταφατική περίπτωση, σε ποιο ποσοστό, έγκειται καταρχήν στην εκτίμηση του βαθμού κινδύνου επελεύσεως ζημιών για τα κοινοτικά ταμεία λόγω ανεπάρκειας του ελέγχου. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ειδικότερα τα εξής στοιχεία:

1.       Το κατά πόσον η ανεπάρκεια αφορά την αποτελεσματικότητα του εν γένει συστήματος ελέγχου, την αποτελεσματικότητα ενός συγκεκριμένου στοιχείου του συστήματος ή τη διεξαγωγή ενός ή περισσοτέρων ελέγχων βάσει του συστήματος.

2.      Η σπουδαιότητα της ανεπάρκειας για το σύνολο των προβλεπομένων διοικητικών, επιτοπίων ή άλλων ελέγχων.

3.      Το κατά πόσον τα μέτρα είναι ευάλωτα έναντι της διάπραξης απάτης, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των οικονομικών κινήτρων.

Βάσει των αρχών αυτών, οι έλεγχοι μπορούν να καταταγούν σε δύο κατηγορίες:

Βασικοί έλεγχοι είναι οι επιτόπιοι και οι διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως του υποστατού του αντικειμένου της αιτήσεως, της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τηρήσεως των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων υποχρεωτικής κατοχής, κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως τα κτηματολόγια·

Επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές ενέργειες που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων, όπως η επαλήθευση της τηρήσεως των προθεσμιών υποβολής τους, ο εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο αντικείμενο, η ανάλυση κινδύνου, η επιβολή κυρώσεων και η κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.»

30      Επίσης υπό τον τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων» του παραρτήματος ΙΙ του εγγράφου VI/5330/97, προβλέπονται τα εξής διάφορα ποσοστά της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως:

«Όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα, ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας μιας αιτήσεως ή για την πρόληψη παρατυπιών, δικαιολογείται ποσοστό διορθώσεως 10 %, καθώς εύλογα συμπεραίνεται ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων ζημιών για το ΕΓΤΠΕ.

Όταν εφαρμόζονται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, στη συχνότητα ή με την αυστηρότητα που απαιτείται από τους κανονισμούς, τότε δικαιολογείται ποσοστό διορθώσεως 5 %, καθώς εύλογα συμπεραίνεται ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν τα προβλεπόμενα εχέγγυα όσον αφορά το νομότυπο των αιτήσεων και ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ.

Όταν ένα κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει επαρκώς τους βασικούς ελέγχους, αλλά απέτυχε πλήρως να εφαρμόσει έναν ή περισσότερους από τους επικουρικούς ελέγχους, τότε δικαιολογείται ποσοστό διορθώσεως 2 % λόγω του περιορισμένου κινδύνου ζημιών για το ΕΓΤΠΕ και λόγω της περιορισμένης σοβαρότητας της παραβάσεως.

[…]»

31      Τέλος, δυνάμει του εγγράφου VI/5330/97, «[ό]ταν υπάρχουν λόγοι να υποθέσουμε ότι οι ελλείψεις είναι περιορισμένες σε ένα διαμέρισμα ή μία περιφέρεια στην οποία δεν εφαρμόζεται το σύστημα ελέγχου που έχει υιοθετηθεί από το κράτος μέλος, τότε η διόρθωση πρέπει να περιορίζεται στη δαπάνη που αφορά το διαμέρισμα ή την περιφέρεια».

32      Οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόσει την περιλαμβανόμενη στο έγγραφο VI/5330/97 αρχή κατά την οποία η αδυναμία ενός κράτους μέλους να τελειοποιήσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις, αποσαφηνίζονται στο έγγραφο AGRI/60637/2006 που φέρει τον τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής — Σχετικά με την αντιμετώπιση από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών [ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων], περιπτώσεων [καθ’ υποτροπή πλημμελειών όσον αφορά τα] συστήματα ελέγχου» (στο εξής: έγγραφο AGRI/60637/2006). Από την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, του εγγράφου AGRI/60637/2006 προκύπτει ότι οι προβλεπόμενοι από το εν λόγω έγγραφο λεπτομερείς κανόνες στηρίζονται στη μνημονευθείσα στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 αρχή ότι η Επιτροπή εκτιμά το είδος και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

33      Η παράγραφος 2 του εγγράφου AGRI/60637/2006 προβλέπει τα εξής:

«Σε περίπτωση που η απουσία ή η ανεπάρκεια ενός συστήματος ελέγχου ή ενός στοιχείου αυτού του συστήματος αποτέλεσε αντικείμενο μιας ή περισσοτέρων αποφάσεων δημοσιονομικής διορθώσεως στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών [ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Εγγυήσεων]

και

διαπιστώνεται για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου για την οποία έχει επιβληθεί διόρθωση, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιες αδυναμίες,

η Επιτροπή θεωρεί […] ότι δικαιολογείται κανονικά να εφαρμόσει προσαύξηση του [ποσοστού] της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόσθηκε κατά την προηγούμενη διόρθωση, λόγω αυξημένου κινδύνου οικονομικής ζημίας για το ΕΓΤΠΕ.»

34      Δυνάμει της παραγράφου 3 του εγγράφου AGRI/60637/2006:

«Η προσαύξηση καθορίζεται με βάση τον κίνδυνο οικονομικής ζημίας.

Δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αυτόματο, αλλά με δέουσα συνεκτίμηση της σοβαρότητας της ελλείψεως και των ενδεχόμενων παραγόντων περιορισμού του κινδύνου.

Προκειμένου να διασφαλισθεί ο κατ’ αποκοπήν χαρακτήρας των διορθώσεων, ο οποίος προβλέπεται στο έγγραφο VI/5330/97 όταν το πραγματικό επίπεδο των παράτυπων δαπανών, και συνεπώς το ύψος της οικονομικής ζημίας που υπέστη η Κοινότητα, δεν μπορεί να καθοριστεί, χρησιμεύουν για προσανατολισμό τα ακόλουθα ποσοστά:

στην περίπτωση προηγούμενης διορθώσεως ύψους 2 %: [ποσοστό] τουλάχιστον 3 % για τη νέα επίμαχη περίοδο, το δε [ποσοστό] αυτό μπορεί να φθάσει το 5 % αν ευλόγως συνάγεται ότι το γεγονός ότι παραμένουν αδυναμίες ως προς τους επικουρικούς ελέγχους συνεπάγεται μείωση της αποτελεσματικότητας των βασικών ελέγχων·

στην περίπτωση προηγούμενης διορθώσεως ύψους 5 %: [ποσοστό] 10 % για τη νέα επίμαχη περίοδο·

[…]».

 Ιστορικό της διαφοράς

35      Από τις 18 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2006 και από τις 3 έως τις 7 Μαρτίου 2008, η Επιτροπή προέβη σε δύο έρευνες στην Ιταλία, οι οποίες έφεραν, αντιστοίχως, τα στοιχεία αναφοράς LA/2006/08/IT και LA/2008/001/IT και οι οποίες αφορούσαν τις περιόδους εμπορίας 2003/2004, 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007 σε διάφορες ιταλικές περιφέρειες.

36      Από τα πρακτικά της διμερούς συνεδριάσεως της 15ης Ιανουαρίου 2009 προκύπτει ότι η Επιτροπή προσήψε, ιδίως, στην Ιταλική Δημοκρατία ότι δεν προέβη στους ελέγχους όσον αφορά τους αγοραστές εντός των προβλεπομένων από τη νομοθεσία της Ένωσης προθεσμιών. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, για να θεωρούνται ολοκληρωμένοι οι έλεγχοι, ήταν αναγκαίο να έχουν οριστικοποιηθεί οι σχετικές με αυτούς εκθέσεις επιθεωρήσεως.

37      Στις 24 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία επίσημη κοινοποίηση, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, η οποία έφερε τα στοιχεία αναφοράς DG AGRI ARES(2010)155172. Με την ως άνω επίσημη κοινοποίηση, η Επιτροπή ενέμεινε στη θέση της όσον αφορά την έλλειψη συμμορφώσεως της εφαρμογής του καθεστώτος των ποσοστώσεων γάλακτος στην Ιταλία εν σχέσει προς τις περιόδους εμπορίας 2003/2004, 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007 και πρότεινε δημοσιονομική διόρθωση συνολικού ύψους 85 625 455 ευρώ. Από την εν λόγω επίσημη κοινοποίηση προκύπτει ότι, προς υπολογισμό της δημοσιονομικής διορθώσεως λόγω των παρατυπιών που σημειώθηκαν, η Επιτροπή ενήργησε κατά τα τρία ακόλουθα στάδια:

–        κατά το πρώτο στάδιο, η Επιτροπή, λόγω του ότι δεν διέθετε αξιόπιστα στοιχεία όσον αφορά τις ποσότητες γάλακτος που παρήχθη στις περιφέρειες όπου σημειώθηκαν οι παρατυπίες, προέβη σε διόρθωση λαμβάνουσα υπόψη το ενδεχόμενο υποβολής δηλώσεως μικρότερου τμήματος των εν λόγω ποσοτήτων, εφαρμόζοντας τα ποσοστά της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως που έχουν γίνει δεκτά, προσαυξημένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εγγράφου AGRI/60637/20, σε περίπτωση υπάρξεως υποτροπής σε ορισμένες από τις εν λόγω περιφέρειες, επί των ποσοτήτων γάλακτος που δηλώθηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προσδιόρισε διορθωτικά ποσά των ποσοτήτων που δηλώθηκαν, προκειμένου να αντισταθμιστεί η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων όσον αφορά τις ποσότητες γάλακτος που παρήχθησαν στις εν λόγω περιφέρειες·

–        κατά το δεύτερο στάδιο, η Επιτροπή προσέθεσε στο σύνολο των ποσοτήτων γάλακτος, που δηλώθηκαν στην Ιταλία, τα ποσά των διορθώσεων που υπολογίσθηκαν κατά το πρώτο στάδιο. Δεδομένου ότι το συνολικό ποσό που προέκυψε κατ’ αυτόν τον τρόπο αντανακλά την ποσότητα γάλακτος που είναι πιθανό ότι έχει όντως παραχθεί σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή προέβη, εν συνεχεία, σε έλεγχο προκειμένου να διαπιστώσει αν το εν λόγω ποσό ήταν υψηλότερο από την εθνική ποσόστωση που είχε διατεθεί στην Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο εκάστης σχετικής περιόδου εμπορίας·

–        κατά το τρίτο στάδιο, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε υπέρβαση της εθνικής ποσοστώσεως που είχε διατεθεί για ορισμένες περιόδους εμπορίας, εφάρμοσε τον συντελεστή υπολογισμού της συμπληρωματικής εισφοράς, ο οποίος προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, επί των ποσών των διορθώσεων που υπολογίσθηκαν κατά το πρώτο στάδιο, στις περιφέρειες στις οποίες σημειώθηκαν οι παρατυπίες.

38      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, έλαβε χώρα συνεδρίαση του οργάνου συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε την τελική έκθεσή του στις 11 Οκτωβρίου 2010 (στο εξής: τελική έκθεση). Στα συμπεράσματα της εν λόγω εκθέσεως, τα οποία αφορούν μόνον το τμήμα της διορθώσεως που σχετίζεται με την περιφέρεια Lazio, το όργανο συμβιβασμού κάλεσε την Επιτροπή να επανεξετάσει την πρότασή της σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση υπό το πρίσμα των παρατηρήσεών του που διατυπώθηκαν στα σημεία 6.3 και 6.4 της εν λόγω εκθέσεως. Στο πρώτο από τα σημεία αυτά, το όργανο συμβιβασμού προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν δικαιολόγησε την επιλογή της να ορίσει τη διόρθωση σε ποσοστό 5 %. Στο δεύτερο από τα σημεία αυτά, το όργανο συμβιβασμού επισήμανε ότι η πρόταση διορθώσεως ύψους 10 % για τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006 ενείχε τον κίνδυνο να μη συνάδει προς τις κατευθυντήριες οδηγίες που εμφαίνονται στο έγγραφο AGRI/60637/2006 και ότι, εάν η πρόταση επρόκειτο να διατηρηθεί, θα έπρεπε να συμπληρωθεί η αιτιολογία της.

39      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2010, το οποίο έφερε τα στοιχεία αναφοράς ARES αριθ. 979992, η Επιτροπή διαβίβασε στην Ιταλική Δημοκρατία την τελική θέση της κατόπιν της εκδόσεως της τελικής εκθέσεως. Η εν λόγω θέση αντικαταστάθηκε από μια νέα θέση, η οποία διαβιβάσθηκε με έγγραφο της 24ης Μαΐου 2011, το οποίο έφερε τα στοιχεία αναφοράς ARES αριθ. 560020 και με το οποίο η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψη που είχε διατυπώσει με το από 24 Μαρτίου 2010 έγγραφό της, μειώνοντας ταυτοχρόνως το συνολικό ποσό της αρχικής προτάσεώς της σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση. Η μείωση αυτή προέκυπτε από την κατάργηση της διορθώσεως όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, καθόσον η τελευταία αυτή διόρθωση ήταν προγενέστερη του ορίου των 24 μηνών, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 7 του κανονισμού 1258/1999, για την εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων.

40      Με τη συνοπτική έκθεση της Γενικής Διευθύνσεώς της «Γεωργία και Αγροτική Ανάπτυξη» της 24ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 (στο εξής: συνοπτική έκθεση), η Επιτροπή συνόψισε, υπό το κεφάλαιο 5.1 της εν λόγω εκθέσεως, τους λόγους της δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόστηκε όσον αφορά τον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ιταλική Δημοκρατία.

41      Πρώτον, η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της όσον αφορά τα συμπεράσματά της που συνήχθησαν κατόπιν των δύο ερευνών περί των οποίων έγινε αναφορά στη σκέψη 35 ανωτέρω, ήτοι στο ότι οι έλεγχοι είχαν διενεργηθεί, εκ μέρους των ιταλικών αρχών, εκπροθέσμως, πράγμα το οποίο αποτελούσε παρατυπία λόγω της οποίας το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, ή το ΕΓΤΕ βαρύνονταν με οικονομικό κίνδυνο. Δεύτερον, η Επιτροπή αποσαφήνισε ότι, στο μέτρο που η συμπληρωματική εισφορά, η οποία ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω, αποτελούσε έσοδο για ειδικό προορισμό, οι διαπιστωθείσες παρατυπίες, οι οποίες αφορούσαν ελλείψεις ως προς τους ελέγχους, είχαν προκαλέσει απώλεια εσόδων για τα εν λόγω ταμεία. Επομένως, προς υπολογισμό του ύψους της εφαρμοστέας δημοσιονομικής διορθώσεως, εφόσον η Επιτροπή, λόγω του ότι δεν διέθετε αξιόπιστα στοιχεία όσον αφορά τις ποσότητες γάλακτος που παρήχθη, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με αντικειμενικό τρόπο το ύψος των οικονομικών ζημιών που υπέστη το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, ή το ΕΓΤΕ, εφάρμοσε ποσοστά κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, στηριζόμενη στο έγγραφο VI/5330/97. Τρίτον, η Επιτροπή δικαιολόγησε το ύψος των ορισθέντων ποσοστών κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες αφορούσαν βασικούς ελέγχους. Ωστόσο, τέταρτον, δεδομένου ότι η συμπληρωματική εισφορά αποτελούσε έσοδο για ειδικό προορισμό, η Επιτροπή προσδιόρισε το επίπεδο των κινδύνων βάσει μεθόδου κατ’ ουσίαν, όμοιας με την περιγραφόμενη στο από 24 Μαρτίου 2010 έγγραφό της. Πέμπτον, αφενός, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες που περιέχονται στο έγγραφο VI/5330/97, η δημοσιονομική διόρθωση έπρεπε να εφαρμοστεί επί περιφερειακής βάσεως. Αφετέρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εγγράφου AGRI/60637/2006, στο μέτρο που μια δημοσιονομική διόρθωση είχε ήδη εφαρμοσθεί για πανομοιότυπους λόγους υπάρξεως παρατυπίας ως προς τους ελέγχους όσον αφορά τις περιφέρειες Puglia και Abruzzo κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας 2002/2003, η Επιτροπή προέβη, στην επίμαχη εν προκειμένω διαδικασία και υπό το πρίσμα των διαπιστωθεισών καθ’ υποτροπή παρατυπιών, σε προσαύξηση του ποσοστού της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, το οποίο εφαρμόζεται όσον αφορά τις ως άνω περιφέρειες. Έκτον, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν ενστερνίσθηκε τις παρατηρήσεις τις οποίες διατύπωσε το όργανο συμβιβασμού στα σημεία 6.3 και 6.4 της τελικής εκθέσεως.

42      Βάσει των ως άνω αιτιολογιών, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2011/689/ΕΕ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 270, σ. 33, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, όσον αφορά την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή εφάρμοσε, ως προς τα οικονομικά έτη 2005, 2006 και 2007, δημοσιονομική διόρθωση συνολικού ύψους 70 912 382 ευρώ, προκειμένου να συναγάγει τις δέουσες συνέπειες από την ύπαρξη αδυναμιών ως προς τους ελέγχους των ποσοστώσεων γάλακτος, οι οποίες σχετίζονται με την εκπρόθεσμη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων και οι οποίες διαπιστώθηκαν στις περιφέρειες Abruzzo, Lazio, Marche, Puglia, Sardegna, Calabria, Friuli Venezia Giulia και Valle d’Aosta.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2011, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

44      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

45      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που αυτή προβαίνει σε κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις σχετικά με το καθεστώς των ποσοστώσεων γάλακτος όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007, για συνολικό ποσό ύψους 70 912 382 ευρώ.

46      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

47      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους, εκ των οποίων ορισμένες μεν έχρηζαν γραπτών απαντήσεων, ορισμένες δε έχρηζαν προφορικών απαντήσεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς τα ως άνω μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

48      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και στις προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Απριλίου 2014.

 Σκεπτικό

49      Προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επισήμως τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, αφενός, από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών και, αφετέρου, από κατάχρηση εξουσίας, που προκύπτουν, όπως υποστηρίζεται, εκ της εφαρμογής μιας δημοσιονομικής διορθώσεως, δεύτερον, από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 και του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 595/2004, τρίτον, αφενός, από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και, αφετέρου, από κατάχρηση εξουσίας, που προκύπτουν, όπως υποστηρίζει, εκ της εφαρμογής κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, και, τέταρτον, αφενός, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ή από ανεπαρκή αιτιολογία και, αφετέρου, από παράβαση των διατάξεων του εγγράφου AGRI/60637/2006.

 Α      Επί του παραδεκτού αιτιάσεως η οποία αφορά, στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας

50      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών, των οποίων γίνεται επίκληση. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, ανεξάρτητα από κάθε ζήτημα ορολογίας, η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να καθίσταται δυνατό στον καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί άλλες πληροφορίες. Πράγματι, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή επιβάλλεται τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου, τούτο δε προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 208 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντοτε κατά πάγια νομολογία, κάθε ισχυρισμός ή λόγος που δεν διατυπώνεται επαρκώς με το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να θεωρείται απαράδεκτος. Ανάλογες προϋποθέσεις απαιτούνται όταν μια αιτίαση προβάλλεται προς στήριξη ισχυρισμού ή λόγου. Όσον αφορά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, το απαράδεκτο μπορεί, εν ανάγκη, να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψεις 54 και 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως ότι η αιτίαση που αφορά, στο πλαίσιο των προβαλλομένων με το δικόγραφο της προσφυγής πρώτου και τρίτου λόγων ακυρώσεως, την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας δεν τεκμηριώνεται συνοπτικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

52      Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία, εμμένοντας στην αιτίαση η οποία αφορά, στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας, αναγνώρισε ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιείχε ειδική επιχειρηματολογία προς στήριξη της εν λόγω αιτιάσεως. Η Ιταλική Δημοκρατία αποσαφήνισε ότι, αφενός, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είχαν κυρίως ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί από το Γενικό Δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε λόγω παραβιάσεως κανόνων δικαίου και, αφετέρου, ότι η αφορώσα την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας αιτίαση προβλήθηκε προς στήριξη του κυρίου αντικειμένου εκάστου εκ των δύο αυτών λόγων ακυρώσεως.

53      Υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 50 ανωτέρω, των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 51 ανωτέρω και των απαντήσεων της Ιταλικής Δημοκρατίας στην ερώτηση που της τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όπως αυτές παρατέθηκαν στη σκέψη 52 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο η αιτίαση η οποία αφορά, στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας.

 Β      Επί της ουσίας

54      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 49 ανωτέρω, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής. Υπό το πρίσμα του συμπεράσματος που συνήχθη στη σκέψη 53 ανωτέρω, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως θα εξετασθούν μόνον καθόσον αφορούν, αντιστοίχως, παραβίαση κανόνων δικαίου, και μάλιστα παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών, η οποία προκύπτει, όπως υποστηρίζεται, από την εφαρμογή μιας δημοσιονομικής διορθώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατ’ ουσίαν, οι διενεργηθέντες έλεγχοι, καίτοι ορισμένοι εξ αυτών εκπρόθεσμοι, δεν υπολείπονταν, παρά ταύτα, από απόψεως αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας, κατά τρόπον ώστε το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, ή το ΕΓΤΕ ουδόλως εκτέθηκαν σε κίνδυνο. Επομένως, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας δημοσιονομική διόρθωση, κατά μείζονα δε λόγο κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες.

56      Ακριβέστερα, κατά την προσφεύγουσα, πρώτον, παρά τον κατά τι εκπρόθεσμο χαρακτήρα μέρους των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τις εθνικές αρχές, οι εν λόγω έλεγχοι παρείχαν τη δυνατότητα να προσδιορισθούν κατά οριστικό και αξιόπιστο τρόπο οι ποσότητες γάλακτος που όντως παραδόθηκαν ή πωλήθηκαν απευθείας. Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, από το παράρτημα II του εγγράφου VI/5330/97 προκύπτει ότι η επιβολή κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως είναι δυνατή μόνον όταν η παρέλευση του χρόνου καθιστά αναπόφευκτα δυσχερή τον εκ των υστέρων υπολογισμό του όγκου ορισμένων δραστηριοτήτων. Πάντως, τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω, καθόσον οι διενεργηθέντες από τις εθνικές αρχές έλεγχοι αφορούσαν, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 1392/2001, εμπορικά και άλλα έγγραφα, τα οποία δικαιολογούν τη χρησιμοποίηση του γάλακτος και του ισοδυνάμου του γάλακτος που συνελέγησαν, και τα οποία θα πρέπει, δυνάμει του άρθρου 14 του ίδιου κανονισμού, να διατηρούνται, εκ μέρους του αγοραστή, για περίοδο τριών τουλάχιστον ετών, η οποία υπολογίζεται από το τέλος του έτους σύνταξης των εγγράφων αυτών.

57      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι, με την ειδική έκθεσή του αριθ. 7/2010, το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέκρινε εντόνως την εκ μέρους της Επιτροπής χρήση, σε υπερβολικό βαθμό, της μεθόδου των κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων. Πάντως, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, δυνάμει του εγγράφου VI/5330/97, η εν λόγω μέθοδος θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνον συμπληρωματικώς, οσάκις δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος ενός ή περισσοτέρων σφαλμάτων που αποκαλύφθηκαν είτε στο πλαίσιο μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων περιπτώσεων εσφαλμένων πράξεων, είτε κατόπιν της εξετάσεως ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος πράξεων.

58      Η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τα επιχειρήματα που εξέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

59      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο αιτιάσεις, οι οποίες αντλούνται από το γεγονός ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας δημοσιονομική διόρθωση, κατά μείζονα δε λόγο κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση, παρέβη, αφενός, τις διατάξεις του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και, αφετέρου, τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες.

60      Εκ προοιμίου, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 50 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 δεν τεκμηριώνεται συνοπτικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, κατά το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής, η Ιταλική Δημοκρατία δεν παραθέτει κανένα επιχείρημα ικανό να στοιχειοθετήσει την εν λόγω αιτίαση. Επιπλέον, κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, η εν λόγω αιτίαση ουδόλως τεκμηριώνεται περαιτέρω. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

61      Εν πάση περιπτώσει, πρώτον, έστω και αν υποτεθεί ότι η αιτίαση που αντλείται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 μπορεί να εξετασθεί από κοινού με την αιτίαση που αντλείται από παράβαση των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριων οδηγιών, και υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που εκτέθηκαν προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006 εφαρμόζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, μόνον από τις 16 Οκτωβρίου 2006.

62      Συνεπώς, κατ’ αρχήν, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να εξετασθεί μόνον όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007 και όχι όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, για τις οποίες επίσης επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον πίνακα αντιστοιχιών που επισυνάφθηκε στο παράρτημα V του κανονισμού 885/2006, οι διατάξεις του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού αντιστοιχούν προς αυτές του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95. Εξάλλου, από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή αναφέρεται στην ύπαρξη της εν λόγω αντιστοιχίας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007, παράβαση, αφενός, των διατάξεων του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95 καθώς και του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και, αφετέρου, των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών.

63      Δεύτερον, από τα επιχειρήματα που εξέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, αυτή προβάλλει ότι, παρά τον αδιαμφισβητήτως εκπρόθεσμο χαρακτήρα ορισμένων από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν από τις ιταλικές αρχές, υπό το πρίσμα, ιδίως, της δηλωθείσας ως ελεγχθείσας ποσότητας γάλακτος, οι εν λόγω έλεγχοι δεν υπολείπονταν, παρά ταύτα, από απόψεως αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας, εφόσον κατέστησαν δυνατό τον κατά οριστικό τρόπο προσδιορισμό των ποσοτήτων γάλακτος που όντως παραδόθηκαν ή πωλήθηκαν απευθείας. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενος, κατ’ ουσίαν, στο ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να προβεί σε αποτίμηση των ζημιών που υπέστη το εκάστοτε επίμαχο ευρωπαϊκό ταμείο (στο εξής: Ταμείο), ήτοι το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, το 2005 και το 2006, και το ΕΓΤΕ, το 2007, κατά τρόπον ώστε, δεδομένου ότι το εν λόγω ταμείο ουδόλως εκτέθηκε σε κίνδυνο που να δικαιολογεί την εφαρμογή δημοσιονομικής διορθώσεως, η Επιτροπή αβασίμως εφάρμοσε κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση.

64      Κατά κύριο λόγο και πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 595/2004 προβλέπει ότι, για καθεμία από τις δωδεκάμηνες περιόδους κατά τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να καταρτίζουν γενικό σχέδιο ελέγχου βάσει ανάλυσης κινδύνου, οι έλεγχοι θεωρούνται ότι έχουν περατωθεί όταν είναι διαθέσιμη η έκθεση ελέγχου, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία αυτή έκθεση ελέγχου πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο δεκαοκτώ μήνες μετά το τέλος της σχετικής δωδεκάμηνης περιόδου. Οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν την υποχρέωση περατώσεως των ελέγχων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, χωρίς να προβλέπουν εξαιρέσεις. Έτσι, από το ίδιο το γράμμα των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η προθεσμία για τη διεξαγωγή των ελέγχων είναι επιτακτική προθεσμία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 2012, T‑426/08, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 74).

65      Δεύτερον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η επιβολή συγκεκριμένης προθεσμίας για την περάτωση των ελέγχων συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού του περιορισμού του κινδύνου μη εισπράξεως των οφειλομένων ποσών. Συγκεκριμένα, η εν λόγω προθεσμία αποσαφηνίζει τις λεπτομέρειες ασκήσεως των ελέγχων και συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην αποτροπή της εκ μέρους τόσο των αγοραστών όσο και των παραγωγών, οι οποίοι προβαίνουν σε απευθείας πωλήσεις, δηλώσεως μικρότερων ποσοτήτων παραδόσεως ή απευθείας πωλήσεων γάλακτος ώστε να μην υποχρεωθούν να καταβάλουν συμπληρωματική εισφορά. Επιπλέον, μια τέτοια προθεσμία περιορίζει το ενδεχόμενο να μην είναι, πλέον, διαθέσιμα, εν τοις πράγμασι, τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή των ελέγχων αυτών, τούτο δε παρά την επιβαλλόμενη στους επιχειρηματίες υποχρέωση να φυλάσσουν ορισμένα έγγραφα για περίοδο τριών ετών (άρθρο 24 του κανονισμού 595/2004). Η ως άνω προθεσμία παρεμποδίζει, επίσης, την επ’ αόριστον αναβολή των ελέγχων, που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την ανυπαρξία ελέγχου και, ως εκ τούτου, τον κίνδυνο μη εισπράξεως των οφειλομένων εισφορών. Τέλος, η εν λόγω προθεσμία πρέπει να καθιστά δυνατό τον προγραμματισμό της διεξαγωγής των μελλοντικών ελέγχων βάσει αναλύσεως κινδύνου, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 595/2004. Επομένως, ο επιτακτικός χαρακτήρας της προθεσμίας, την οποία τάσσει το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 595/2004, απορρέει επίσης από την οικονομία της διατάξεως αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω, σκέψη 75).

66      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που ορισμένοι εκ των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τις ιταλικές αρχές ήσαν εκπρόθεσμοι, γεγονός το οποίο, κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται από την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, αφενός, ορθώς εκτίμησε ότι είχε κλονιστεί η αξιοπιστία των στοιχείων που συνελέγησαν με την ευκαιρία αυτή, τούτο δε στο μέτρο που ο κίνδυνος υποβολής δηλώσεως μικρότερου τμήματος των ποσοτήτων του παραχθέντος γάλακτος παρίστατο, ως εκ τούτου, αυξημένος, και, αφετέρου, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παρατυπίες αυτές εξέθεταν το Ταμείο σε πραγματικό οικονομικό κίνδυνο.

67      Δεύτερον, υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως εφάρμοσε δημοσιονομική διόρθωση. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, εξάλλου, ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν ήταν, πλέον, σε θέση να προσδιορίσει ποσοτικά, κατά αντικειμενικό τρόπο, τις ποσότητες γάλακτος που παρήχθη και, ως εκ τούτου, να αποτιμήσει επακριβώς τις ζημίες που υπέστη το Ταμείο, το ως άνω θεσμικό όργανο βασίμως έκανε χρήση, σύμφωνα με τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες, μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Απριλίου 2008, C‑418/06 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑3047, σκέψη 136, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιανουαρίου 2013, T‑46/09, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 49).

68      Τρίτον, όσον αφορά τα συμπεράσματα τα οποία συνήγαγε το Ελεγκτικό Συνέδριο με την ειδική έκθεσή του αριθ. 7/2010 και κατά τα οποία η Επιτροπή προέβη σε υπερβολικά πολλές κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω συμπεράσματα, επί των οποίων στηρίζεται η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, έχουν διατυπωθεί κατά γενικό τρόπο και, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της προκειμένης υποθέσεως, όπως συνήχθη στη σκέψη 67 ανωτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως συνιστούσε παραβίαση των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Επομένως, τα εν λόγω συμπεράσματα δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, καθόσον είναι αλυσιτελή.

69      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

2.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 21 και του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 595/2004

 Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 21 και του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 595/2004, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει τα τρία ακόλουθα επιχειρήματα.

71      Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει ότι, στο μέτρο που οι διενεργηθέντες από τις ιταλικές αρχές έλεγχοι αφορούσαν δηλωθείσες ποσότητες γάλακτος, οι οποίες προσέγγιζαν το ποσοστό του 40 % που προβλέπεται από το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 595/2004, ή ακόμα υπερέβαιναν το εν λόγω ποσοστό, το εφαρμοσθέν σύστημα ελέγχου δεν δημιουργούσε οικονομικό κίνδυνο για το Ταμείο.

72      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, αποφασίζοντας ότι, στις μεν περιφέρειες όπου η αναλογία όψιμων ελέγχων είναι χαμηλότερη του 30 %, δεν πρόκειται να εφαρμοστεί διόρθωση, στις δε περιφέρειες όπου η εν λόγω αναλογία κυμαίνεται μεταξύ 30 % και 50 %, πρόκειται να εφαρμοστεί διόρθωση της τάξεως του 2 % και, στις περιφέρειες όπου η εν λόγω αναλογία είναι υψηλότερη του 50 %, πρόκειται να εφαρμοστεί διόρθωση της τάξεως του 5 %, δεν τήρησε τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες. Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν έλαβε, ως εκ τούτου, υπόψη της την αντικειμενική ποσότητα του παραχθέντος γάλακτος, η οποία όντως αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου, ενώ, σύμφωνα με τον κανονισμό 595/2004, πρόκειται περί θεμελιώδους στοιχείου για τους ελέγχους όσον αφορά τους αγοραστές. Η προσέγγιση αυτή δεν παρέχει, όπως υποστηρίζεται, τη δυνατότητα να αξιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο ο κίνδυνος τον οποίο διατρέχει το Ταμείο.

73      Τρίτον, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η Επιτροπή, προκρίνοντας κριτήριο στηριζόμενο στο ποσοστό των ελέγχων που διενεργήθηκαν με καθυστέρηση, προσέδωσε την ίδια σπουδαιότητα, όσον αφορά μια και την αυτή περιφέρεια, στους ελέγχους που διενεργήθηκαν ως προς τους αγοραστές ποσότητας γάλακτος αντιπροσωπεύουσας αμελητέο μερίδιο, με αυτήν που προσέδωσε στους ελέγχους που διενεργήθηκαν ως προς αγοραστές σαφώς μεγαλύτερης ποσότητας του εν λόγω προϊόντος. Επομένως, η προσέγγιση, την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή, καταλήγει, όπως υποστηρίζεται, στην επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων οι οποίες είναι δυσανάλογες με γνώμονα τον κίνδυνο τον οποίο διατρέχει αντικειμενικώς το Ταμείο και οι οποίες παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

74      Η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τα επιχειρήματα που εξέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

75      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένοι εκ των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων διεξήχθησαν χωρίς να τηρηθούν οι επιτακτικές προθεσμίες που τάσσει η ισχύουσα νομοθεσία και, αφετέρου, η παρατυπία αυτή, με την οποία βαρύνονται οι εν λόγω έλεγχοι, εξέθεσε το Ταμείο σε οικονομικό κίνδυνο και, ως εκ τούτου, δικαίως η Επιτροπή προχώρησε στην επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως. Έτσι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στη διαπίστωση του εκπρόθεσμου χαρακτήρα των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τις εθνικές αρχές, και επ’ ουδενί στηρίζεται στην πυκνότητα των εν λόγω ελέγχων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 22 του κανονισμού 595/2004, το πρώτο επιχείρημα είναι απορριπτέο καθόσον δεν ασκεί επιρροή υπό το πρίσμα των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν όσον αφορά τη διαπίστωση του εκπρόθεσμου χαρακτήρα των εν λόγω ελέγχων.

76      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρατυπία, την οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και με την οποία βαρύνονται οι διενεργηθέντες έλεγχοι, αφορά τη μη τήρηση των ταχθεισών για τη διενέργειά τους προθεσμιών. Πάντως, αφενός, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 65 και 67 ανωτέρω, υπό το πρίσμα της φύσεως της εν λόγω παρατυπίας, αυτή έχει, ιδίως, ως άμεση συνέπεια να καθίσταται δυσχερής ο ακριβής προσδιορισμός της ποσότητας γάλακτος που όντως παρήχθη και, ως εκ τούτου, ο ακριβής προσδιορισμός του ενδεχόμενου πλεονάσματος της παραγωγής που δικαιολογεί την είσπραξη της συμπληρωματικής εισφοράς. Αφετέρου, υπό το πρίσμα των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών, ελλείψει αρκούντως αξιοπίστων στοιχείων για τον προσδιορισμό, κατά αντικειμενικό τρόπο, της σχετικής ποσότητας του παραχθέντος γάλακτος, η Επιτροπή βασίμως εφάρμοσε κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση, με την οποία σκοπείται η αποτίμηση της ζημίας που ενδεχομένως υπέστη το Ταμείο λόγω της επισημανθείσας ανεπάρκειας του ελέγχου.

77      Από τις προηγηθείσες εκτιμήσεις προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία εσφαλμένως προσάπτει στην Επιτροπή ότι το τελευταίο αυτό θεσμικό όργανο, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, δεν έλαβε υπόψη του την αντικειμενική ποσότητα του παραχθέντος γάλακτος, η οποία όντως αποτέλεσε αντικείμενο ελέγχου, και παρέβη τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες.

78      Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 του κανονισμού 595/2004, η ένταση των διενεργουμένων από τα κράτη μέλη ελέγχων σχετικά με τις παραδόσεις και τις απευθείας πωλήσεις, όπως αυτοί που προβλέπονται από το άρθρο 21 του ίδιου κανονισμού, καθορίζεται, μεταξύ άλλων, σε ελάχιστο επίπεδο της τάξεως του 40 % της ποσότητας του γάλακτος που έχει δηλωθεί πριν από τη διόρθωση για τη σχετική περίοδο, εντούτοις, αποσαφηνίζεται, στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, ότι κάθε αγοραστής πρέπει να ελέγχεται τουλάχιστον μια φορά ανά πέντε έτη.

79      Κατά συνέπεια, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δείγμα αγοραστών, που αποτελεί αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους των κρατών μελών, συγκροτείται, ιδίως, επί τη βάσει εκ περιτροπής δείγματος των εν λόγω αγοραστών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η δηλωθείσα ποσότητα γάλακτος την οποία, αντιστοίχως, αυτοί έχουν αγοράσει. Αφετέρου, είναι, βεβαίως, πιθανό ότι, όταν ο έλεγχος διενεργείται όσον αφορά αγοραστή μικρής ποσότητας γάλακτος, καθίσταται ενδεχομένως αναγκαίο, προς ικανοποίηση του κριτηρίου ελέγχου του 40 % της δηλωθείσας ποσότητας γάλακτος, να επιλέγεται άλλος αγοραστής ο οποίος έχει αγοράσει μεγάλη ποσότητα γάλακτος. Ωστόσο, μια τέτοια αντιστάθμιση, που λαμβάνει χώρα προς τον σκοπό αριθμητικού υπολογισμού, δεν μπορεί να επηρεάσει τα συμπεράσματα που απόκειται στην Επιτροπή να συναγάγει όταν αυτή επισημαίνει την ύπαρξη παρατυπιών όσον αφορά τους όρους εφαρμογής των βασικών ελέγχων εκ μέρους των κρατών μελών. Επομένως, όποια και αν είναι η δηλωθείσα ποσότητα γάλακτος την οποία έχει αποκτήσει ένας αγοραστής, εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι έλεγχοι, στους οποίους υποβλήθηκε ο εν λόγω αγοραστής, είναι εκπρόθεσμοι, αυτή οφείλει να συναγάγει τις προβλεπόμενες από τον νόμο συνέπειες όσον αφορά την εν λόγω παρατυπία.

80      Κατά κύριο λόγο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, καίτοι η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη να ελέγχει αν οι χρηματοδοτηθείσες από το τμήμα Εγγυήσεων πράξεις έχουν τελεσθεί, από τα κράτη μέλη, συμφώνως προς τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου της Ένωσης, εντούτοις τα κράτη μέλη είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξουν και να επαληθεύσουν τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ στοιχεία και σε αυτά εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσουν τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων της Επιτροπής και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των υπολογισμών της (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Νοεμβρίου 1993, C‑48/91, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑5611, σκέψη 17). Πάντως, υπό το πρίσμα της επισημανθείσας από την Επιτροπή παρατυπίας, ήτοι του εκπρόθεσμου χαρακτήρα των ελέγχων που διενήργησε η Ιταλική Δημοκρατία, ούτε η τελευταία ούτε η Επιτροπή ήταν σε θέση να προσδιορίσουν κατά αντικειμενικό τρόπο την ποσότητα του παραχθέντος γάλακτος, ιδίως όσον αφορά τους επιχειρηματίες που έχουν αποτελέσει αντικείμενο πλημμελούς ελέγχου. Κατά συνέπεια, το τρίτο επιχείρημα, το οποίο αντλείται από το ότι η Επιτροπή προσέδωσε την ίδια σπουδαιότητα στους ελέγχους που διενεργήθηκαν όσον αφορά αγοραστές ποσότητας γάλακτος, που αντιπροσωπεύει αμελητέο μερίδιο εντός μιας περιφέρειας, με αυτήν που προσέδωσε στους ελέγχους που διενεργήθηκαν όσον αφορά αγοραστές σαφώς μεγαλύτερης ποσότητας του εν λόγω προϊόντος, είναι απορριπτέο.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, με γνώμονα τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 76 ανωτέρω, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει κατά αντικειμενικό τρόπο την ποσότητα του παραχθέντος γάλακτος στην οικεία περιφέρεια, αυτή ορθώς επέβαλε, προς αποτίμηση της ζημίας που ενδεχομένως υπέστη το Ταμείο, κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση, οπότε δεν είναι δυνατό να της προσαφθεί ότι δεν έλαβε υπόψη τις ποσότητες γάλακτος τις οποίες αφορούν οι πλημμελείς έλεγχοι. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, η έλλειψη αξιοπίστων στοιχείων σχετικά με τις ποσότητες του παραχθέντος γάλακτος, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου, θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα να εκτιμηθεί ο φερόμενος ως δυσανάλογος χαρακτήρας της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως που είναι εφαρμοστέα σε σχέση με τις ποσότητες γάλακτος που επηρεάζονται από την επισημανθείσα εκ μέρους της Επιτροπής παρατυπία.

82      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως και, επομένως, παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

83      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη της ανυπαρξίας νομικής βάσεως για να προβεί η Επιτροπή στην εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως σε περίπτωση παρατυπίας σχετικά με την εφαρμογή ενός καθεστώτος εσόδων για ειδικό προορισμό, ότι ενήργησε κατά αυθαίρετο τρόπο και ότι, αφενός, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών και, αφετέρου, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Προς υποστήριξη των τριών αυτών αιτιάσεων που συναπαρτίζουν τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στα δύο ακόλουθα επιχειρήματα.

84      Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι σε καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να στηριχθεί η εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό. Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, οι πράξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι το έγγραφο VI/5330/97, δικαιολογούν τη χρήση μιας τέτοιας διορθώσεως μόνον όταν η έλλειψη ή η ανεπάρκεια των βασικών ελέγχων σχετίζεται με δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν και όχι με έσοδα για ειδικό προορισμό. Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, καμία πράξη του δικαίου της Ένωσης δεν αποσαφηνίζει, όπως υποστηρίζεται, τις λεπτομέρειες εφαρμογής και τον βαθμό σπουδαιότητας των ελέγχων που αφορούν τέτοια έσοδα.

85      Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, όσον αφορά τους κινδύνους επελεύσεως ζημίας για το Ταμείο που προκύπτουν από έλλειψη εισπράξεως εσόδου για ειδικό προορισμό, δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη, ως παράμετρος, το επίπεδο της παραγωγής γάλακτος. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, μόνον αφού προσδιορίσει το ποσό μιας ενδεχόμενης υπερβάσεως, θα μπορούσε, προς αποτίμηση της εν λόγω ζημίας, να εφαρμόσει επί της θεωρητικώς οφειλομένης εισφοράς, λόγω της υπερβάσεως αυτής, τα ποσοστά της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως που προβλέπονται από το έγγραφο VI/5330/97. Πάντως, εν προκειμένω, κατά την άποψη της Ιταλικής Δημοκρατίας, «[η] αντικανονικότητα [απορρέει] από το γεγονός ότι τα εν λόγω ποσοστά της διορθώσεως [έτυχαν] εφαρμογής επί του θεωρητικού ποσού της εισφοράς, [το οποίο θα προέκυπτε] εάν υπέκειτο σε εισφορά η συνολική ποσότητα γάλακτος που παρήχθη κατά τις σχετικές περιόδους εμπορίας». Η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι είναι αυθαίρετος ο τρόπος κατά τον οποίο «η Επιτροπή […] χρησιμοποίησε τα ποσοστά της δημοσιονομικής διορθώσεως για να αποτιμήσει την πιθανή υπέρβαση της ποσοστώσεως και την επακόλουθη εισφορά, προσθέτοντάς την στην υπέρβαση της εθνικής ποσοστώσεως της παραγωγής και διαχωρίζοντάς τη ώστε να την ανακατανείμει στις επιμέρους περιφέρειες που υπάγονται σε ελέγχους για το κλείσιμο των λογαριασμών».

86      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία, αναφερόμενη στην κατ’ αυτήν εσφαλμένη κατανόηση, εκ μέρους της Επιτροπής, του περιεχομένου του τρίτου λόγου ακυρώσεως, όπως αυτός εκτέθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής, προβάλλει ότι, στο πλαίσιο του ως άνω λόγου ακυρώσεως, έθεσε, ιδίως, υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι η δημοσιονομική διόρθωση εφαρμόστηκε λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της, σε περιφερειακό επίπεδο, παραγωγής γάλακτος των περιφερειών όπου είχαν διαπιστωθεί παρατυπίες, αντί να ληφθεί υπόψη μόνον η παραγωγή γάλακτος η οποία σχετίζεται με τους αγοραστές ή τους παραγωγούς που αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου με καθυστέρηση.

87      Η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τα επιχειρήματα που εξέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

88      Εκ προοιμίου, πρώτον, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 50 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως ότι η τρίτη αιτίαση, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δεν τεκμηριώνεται συνοπτικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, τόσο κατά το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής όσο και κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν παραθέτει κανένα επιχείρημα ικανό να στοιχειοθετήσει την εν λόγω αιτίαση. Επομένως, η τελευταία αυτή αιτίαση πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

89      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, η αιτίαση που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ευθέως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτή (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψεις 198 και 199).

90      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα που εξέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία με το υπόμνημα απαντήσεως, όπως το εν λόγω επιχείρημα μνημονεύθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω επιχείρημα, στο μέτρο που κατατείνει στο να υποστηριχθεί ότι ο υπολογισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων έπρεπε να στηρίζεται μόνο στην παραγωγή γάλακτος η οποία σχετίζεται με τους αγοραστές ή τους παραγωγούς που αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου με καθυστέρηση, ουδόλως προβλήθηκε κατά το στάδιο του δικογράφου της προσφυγής.

91      Συγκεκριμένα, με το τελευταίο αυτό δικόγραφο της προσφυγής, αφενός, η Ιταλική Δημοκρατία προέβαλε ότι, στην περίπτωση των εσόδων για ειδικό προορισμό, το επίπεδο της παραγωγής γάλακτος δεν μπορεί επ’ ουδενί να λαμβάνεται υπόψη. Αφετέρου, η Ιταλική Δημοκρατία προσήψε στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε κατά αυθαίρετο τρόπο «τα ποσοστά της δημοσιονομικής διορθώσεως για να αποτιμήσει την πιθανή υπέρβαση της ποσοστώσεως και την επακόλουθη εισφορά, προσθέτοντάς την στην υπέρβαση της εθνικής ποσοστώσεως της παραγωγής και διαχωρίζοντάς τη ώστε να την ανακατανείμει στις επιμέρους περιφέρειες που υπάγονται σε ελέγχους για το κλείσιμο των λογαριασμών». Πάντως, από τα δύο αυτά επιχειρήματα ουδόλως προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία υποστήριζε, ήδη κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας, έστω και μόνο κατ’ ουσίαν, ότι ο υπολογισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων έπρεπε να στηρίζεται μόνο στην παραγωγή γάλακτος η οποία σχετίζεται με τους αγοραστές ή τους παραγωγούς που αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου με καθυστέρηση.

92      Επομένως, το επιχείρημα αυτό, το οποίο δεν αποτελεί ανάπτυξη του λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του οποίου αυτό προβλήθηκε και το οποίο δεν στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

93      Κατά κύριο λόγο, όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη αιτίαση επί των οποίων στηρίζεται ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, πρέπει να εξετασθεί έκαστο εκ των δύο επιχειρημάτων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 84 και 85 ανωτέρω.

 Επί του πρώτου επιχειρήματος, που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό

94      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, που αντλείται από το ότι, κατ’ ουσίαν, η εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό στερείται νομικής βάσεως και, ως εκ τούτου, είναι αυθαίρετη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καίτοι η Ιταλική Δημοκρατία αναφέρεται ρητώς μόνο στις διατάξεις του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 (που είναι εφαρμοστέος όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007), το εν λόγω πρώτο επιχείρημα πρέπει να εξετασθεί με γνώμονα την κανονιστική ρύθμιση που ήταν εφαρμοστέα όσον αφορά τις διάφορες οικείες περιόδους εμπορίας, και ιδίως με γνώμονα τις διατάξεις του κανονισμού 1663/95, ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 885/2006. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, ιδίως, να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα αντιστοιχιών που εμφαίνεται στο παράρτημα V του κανονισμού 885/2006, οι διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95 αντιστοιχούν προς αυτές του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006.

–       Ως προς τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006

95      Όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, ο κανονισμός 1605/2002, όπως αυτός ίσχυε έως την 1η Μαΐου 2007, και οι κανονισμοί 1258/1999, 1663/95, 1788/2003 και 595/2004 έχουν εφαρμογή. Πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή διέθετε νομική βάση προκειμένου αυτή να εφαρμόσει, αφενός, δημοσιονομικές διορθώσεις σε περίπτωση παρατυπιών που αφορούν την εφαρμογή ενός καθεστώτος εσόδων για ειδικό προορισμό και, αφετέρου, εφόσον υφίσταντο τέτοιες παρατυπίες, μια κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση.

96      Πρώτον, όσον αφορά την αναγνωρισθείσα στην Επιτροπή αρμοδιότητα να εφαρμόζει δημοσιονομικές διορθώσεις σε περίπτωση παρατυπιών που αφορούν την εφαρμογή ενός καθεστώτος εσόδων για ειδικό προορισμό, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατ’ αρχάς, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 274 ΕΚ, η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών που εκδίδονται σε εκτέλεση του άρθρου 279 ΕΚ, με δική της ευθύνη και εντός των ορίων των πιστώσεων που εγκρίθηκαν, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1605/2002, ο οποίος εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του άρθρου 279 ΕΚ, οι διάφοροι τρόποι εκτέλεσης πρέπει να κατοχυρώνουν την τήρηση των διαδικασιών που προστατεύουν τα κοινοτικά κονδύλια, όποια και αν είναι η οντότητα που έχει αναλάβει εν όλω ή εν μέρει αυτή την εκτέλεση, επιβεβαιώνοντας παράλληλα ότι η τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού βαρύνει την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 274 ΕΚ. Τέλος, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53, παράγραφος 1, του κανονισμού 1605/2002, οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 1 ανωτέρω και οι οποίες ήσαν εφαρμοστέες μέχρι την 1η Μαΐου 2007, η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με τρεις τρόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο τρόπος της επιμερισμένης διαχείρισης. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53, παράγραφος 5, του κανονισμού 1605/2002, οι οποίες μνημονεύθηκαν ανωτέρω στην ίδια σκέψη, στο πλαίσιο του τρόπου της επιμερισμένης διαχείρισης, η Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή διαδικασίες εκκαθάρισης των λογαριασμών ή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της δίνουν τη δυνατότητα να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

97      Δεύτερον, όσον αφορά τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ, και ιδίως του ΕΓΤΠΕ, το οποίο, όπως υπομνήσθηκε στην αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1258/1999, αποτελεί μέρος του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί τις παρεμβάσεις που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών. Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η χρηματοδότηση των εν λόγω παρεμβάσεων προϋποθέτει ότι αυτές επιχειρούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών. Τέλος, δυνάμει των διατάξεων, αφενός, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ανακτούν τα απολεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά και, αφετέρου, της παραγράφου 2, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, τα ανακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στους εγκεκριμένους οργανισμούς πληρωμών οι οποίοι τα αφαιρούν από τις χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο δαπάνες.

98      Τρίτον, όσον αφορά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του Ταμείου, αφενός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, η απόφαση για έγκριση ενός οργανισμού πληρωμής λαμβάνεται επί τη βάσει εξέτασης των διοικητικών και λογιστικών όρων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεσπίστηκαν για την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα προς είσπραξη ποσά. Αφετέρου, δυνάμει του σημείου 11 του μόνου παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, που τιτλοφορείται «Προσανατολισμοί για τα κριτήρια έγκρισης ενός οργανισμού πληρωμής», οι διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος, στο σύνολό τους, «εφαρμόζονται αναλόγως στα “[έσοδα για ειδικό προορισμό]” (εισφορές, καταπεσούσες εγγυήσεις, επιστραφείσες πληρωμές, κ.λπ.), τις οποίες ο οργανισμός [πληρωμής] απαιτείται να εισπράττει για λογαριασμό του ΕΓΤΠΕ, τμήμα [Ε]γγυήσεων […]»

99      Τέταρτον, όσον αφορά τη συμπληρωματική εισφορά, κατ’ αρχάς, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1788/2003, τα κράτη μέλη οφείλουν την καταβολή στην Ένωση της εισφοράς που προκύπτει από την υπέρβαση της εθνικής ποσότητας αναφοράς και καταβάλλουν την εν λόγω εισφορά στο Ταμείο. Εν συνεχεία, δυνάμει του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού, ο αγοραστής είναι υπεύθυνος για τη συγκέντρωση των οφειλόμενων από τους παραγωγούς μεριδίων στα πλαίσια της εισφοράς και καταβάλλει στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους το ποσό των μεριδίων αυτών εισφοράς. Εξάλλου, το άρθρο 22 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι η συμπληρωματική εισφορά θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα. Τέλος, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 595/2004, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι η συμπληρωματική εισφορά χρεώνεται ορθά και ότι επιβαρύνει τους παραγωγούς που συνετέλεσαν στην υπέρβαση αυτή.

100    Η εξέταση της νομοθεσίας, που υπομνήσθηκε ιδίως στις σκέψεις 96 έως 99 ανωτέρω, προκειμένου για τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, παρέχει τη δυνατότητα να συναχθούν οι τρεις ακόλουθες διαπιστώσεις.

101    Πρώτον, η εφαρμογή των παρεμβάσεων οι οποίες εμπίπτουν στο τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ και οι οποίες προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών επιτάσσει να υλοποιούνται οι εν λόγω παρεμβάσεις σύμφωνα με τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999). Πάντως, αφενός, ο τομέας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων αποτελεί αντικείμενο κοινής οργανώσεως αγοράς που εμπίπτει στην ΚΓΠ (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) και, αφετέρου, η συμπληρωματική εισφορά θεωρείται ότι αποτελεί μέρος μιας τέτοιας παρεμβάσεως και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα (άρθρο 22 του κανονισμού 1788/2003). Επομένως, ο σύννομος χαρακτήρας των τρόπων εισπράξεως της εν λόγω εισφοράς αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να γίνονται σεβαστές στο πλαίσιο της εφαρμογής των παρεμβάσεων του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

102    Δεύτερον, εναπόκειται στα κράτη μέλη, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, να μεριμνούν ώστε η συμπληρωματική εισφορά, μεταξύ άλλων, να εισπράττεται κατά ορθό τρόπο εκ μέρους των αρμοδίων οργανισμών πληρωμών (άρθρο 17 του κανονισμού 595/2004), τούτο δε για λογαριασμό του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ (σημείο 11 του μόνου παραρτήματος του κανονισμού 1663/95).

103    Τρίτον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του κανονισμού 1605/2002, η Επιτροπή θέτει, μεταξύ άλλων, σε εφαρμογή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της δίνουν τη δυνατότητα να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τούτο δε δυνάμει της αρχής ότι οι διάφοροι τρόποι εκτέλεσης του προϋπολογισμού πρέπει να κατοχυρώνουν την τήρηση των διαδικασιών που προστατεύουν τα κοινοτικά κονδύλια. Ακριβώς κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή είναι, ιδίως, αρμόδια να αποφασίζει σχετικά με τις δαπάνες που πρέπει να αποκλεισθούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όταν διαπιστώνει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες (άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999). Δεν θα ήταν δυνατό να ισχύει κάποιος διαφορετικός κανόνας όσον αφορά τα έσοδα για ειδικό προορισμό. Συγκεκριμένα, από τη φύση της συμπληρωματικής εισφοράς απορρέει ότι η εν λόγω εισφορά αποτελεί έσοδο που διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα (άρθρο 22 του κανονισμού 1788/2003). Πάντως, όπως προκύπτει από την υπενθύμιση της νομοθεσίας στις σκέψεις 96 έως 99 ανωτέρω, τα κράτη μέλη φέρουν το βάρος να εισπράττουν το εν λόγω έσοδο για λογαριασμό του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ, υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, πράγμα το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια να συνάγει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από παρατυπίες από τις οποίες πάσχει η είσπραξη, με την οποία είναι επιφορτισμένα τα κράτη μέλη, της συμπληρωματικής εισφοράς.

104    Από τις τρεις διαπιστώσεις, οι οποίες συνήχθησαν στις σκέψεις 101 έως 103 ανωτέρω, απορρέει ότι, όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, η Επιτροπή διέθετε, δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης οι οποίες υπομνήστηκαν στη σκέψη 96 ανωτέρω και του άρθρου 53, παράγραφος 5, του κανονισμού 1605/2002, που ήσαν εφαρμοστέες έως την 1η Μαΐου 2007, νομική βάση προκειμένου αυτή να προβεί σε έλεγχο των τρόπων εισπράξεως της συμπληρωματικής εισφοράς και να εφαρμόσει δημοσιονομικές διορθώσεις σε περίπτωση παρατυπιών, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω.

105    Δεύτερον, όσον αφορά την αναγνωρισθείσα στην Επιτροπή αρμοδιότητα να εφαρμόζει κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνεται στο σημείο 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του εγγράφου VI/5330/97, που τιτλοφορείται «Οικονομικές συνέπειες ερευνών που αναλήφθηκαν εκτός του προγράμματος εκκαθάρισης λογαριασμών», ο σκοπός του ελέγχου των συστημάτων είναι να εξασφαλιστούν εύλογες εγγυήσεις ότι τόσο οι διενεργηθείσες δαπάνες, όσο και τα εισπραχθέντα έσοδα, διενεργήθηκαν και εισπράχθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, όπως αποσαφηνίζεται στο ίδιο σημείο, πρέπει να διασφαλίζεται ότι, όσον αφορά τα έσοδα, η δήλωση σχετικά με το ποσό τους δεν θα πρέπει να είναι δήλωση αισθητά μικρότερου ποσού.

106    Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία εσφαλμένως υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει όσον αφορά τις δαπάνες, καμία πράξη του δικαίου της Ένωσης δεν αποσαφηνίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής και τον βαθμό σπουδαιότητας των ελέγχων που αφορούν τα έσοδα. Συγκεκριμένα, από το παράρτημα ΙΙ του εγγράφου VI/5330/97, το οποίο τιτλοφορείται «Οικονομικές συνέπειες στο πλαίσιο της εκκαθάρισης λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ — τομέας [Εγγυήσεων] σχετικά με ελλείψεις στους ελέγχους που διεξάγονται από τα κράτη μέλη» και του οποίου ορισμένες διατάξεις παρατίθενται στις σκέψεις 29 και 30 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέθεσε, στο εν λόγω παράρτημα, κατά λεπτομερή τρόπο, αφενός, τα κυριότερα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό της αξιολογήσεως του βαθμού κινδύνου επελεύσεως ζημιών για τα ταμεία της Ένωσης προκειμένου να προσδιοριστεί αν είναι επιβεβλημένη μια δημοσιονομική διόρθωση και, αφετέρου, τα ποσοστά της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως τα οποία είναι εφαρμοστέα σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παρατυπιών, τούτο δε προβαίνοντας, ιδίως, σε διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών ελέγχων, ήτοι μεταξύ των βασικών ελέγχων και των επικουρικών ελέγχων. Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον σκοπό της αξιολογήσεως του βαθμού κινδύνου επελεύσεως ζημιών ούτε ο ορισμός, ο οποίος έγινε δεκτός στο εν λόγω παράρτημα και ο οποίος αφορά καθεμία από τις δύο κατηγορίες ελέγχων, παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής μόνον προκειμένου περί παρατυπιών οι οποίες αφορούν πραγματοποιηθείσες δαπάνες και όχι έσοδα για ειδικό προορισμό. Έτσι, αναφέρεται ότι βασικοί έλεγχοι «είναι οι επιτόπιοι και οι διοικητικοί έλεγχοι για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως […] της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τηρήσεως των προθεσμιών» και ότι «[ο]ι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία».

107    Πάντως, εν προκειμένω, αρκεί να υπομνησθεί ότι οι επισημανθείσες από την Επιτροπή παρατυπίες αφορούν τη διεξαγωγή, εκ μέρους των εθνικών αρχών, εκτός των ταχθεισών προθεσμιών, των επιτοπίων και διοικητικών ελέγχων για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ήτοι των ποσοτήτων του παραχθέντος γάλακτος, προκειμένου να προσδιοριστεί αν έπρεπε να τύχει εφαρμογής η κατ’ αποκοπήν εισφορά.

108    Επομένως, αφενός, δεδομένου ότι οι επίμαχες παρατυπίες αφορούσαν τη διεξαγωγή των επιτοπίων ελέγχων εκτός των ταχθεισών προθεσμιών, οι παρατυπίες αυτές επηρέαζαν βασικούς ελέγχους, όπως αυτοί ορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97. Αφετέρου, υπό το πρίσμα της επηρεασθείσας κατηγορίας των ελέγχων, η Επιτροπή, σύμφωνα με τις περιλαμβανόμενες στο εν λόγω έγγραφο κατευθυντήριες οδηγίες που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 30 ανωτέρω, βασίμως εφάρμοσε ποσοστό κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως της τάξεως του 5 % ή του 10 %. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς αναφέρθηκε στις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες προκειμένου να προσδιορισθεί μια κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση υπό το πρίσμα παρατυπιών όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, οι οποίες αφορούν την είσπραξη της συμπληρωματικής εισφοράς, ήτοι ένα έσοδο για ειδικό προορισμό.

109    Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν ανωτέρω, ως προς τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, η Ιταλική Δημοκρατία εσφαλμένως, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, ελλείψει νομικής βάσεως, να εφαρμόσει κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω.

–       Ως προς την περίοδο εμπορίας 2006/2007

110    Όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, ο κανονισμός 1605/2002, όπως αυτός ίσχυε έως την 1η Μαΐου 2007, στη συνέχεια δε, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει από την 1η Μαΐου 2007, και οι κανονισμοί 1290/2005, 885/2006, 1788/2003 και 595/2004 έχουν εφαρμογή. Πρέπει, εκ νέου, να εξετασθεί αν η Επιτροπή διέθετε νομική βάση προκειμένου αυτή να εφαρμόσει, αφενός, δημοσιονομικές διορθώσεις σε περίπτωση παρατυπιών που αφορούν την εφαρμογή ενός καθεστώτος εσόδων για ειδικό προορισμό και, αφετέρου, εφόσον υφίσταντο τέτοιες παρατυπίες, μια κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση.

111    Κατά πρώτον, όσον αφορά την αναγνωρισθείσα στην Επιτροπή αρμοδιότητα να εφαρμόζει δημοσιονομικές διορθώσεις σε περίπτωση παρατυπιών που αφορούν την εφαρμογή ενός καθεστώτος εσόδων για ειδικό προορισμό, πρώτον, πρέπει να γίνει παραπομπή στην αιτιολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 96 ανωτέρω, τόσο ως προς τις διατάξεις του άρθρου 274 ΕΚ όσο και ως προς εκείνες του άρθρου 53 του κανονισμού 1605/2002, όπως αυτός ίσχυε έως την 1η Μαΐου 2007. Όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 53 του τελευταίου αυτού κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει από την 1η Μαΐου 2007, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 2 ανωτέρω, αυτές προβλέπουν, εκ νέου, ότι η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53α έως 53δ, με τρεις τρόπους διαχείρισης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο τρόπος της επιμερισμένης διαχείρισης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53β, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 1605/2002 όπως τροποποιήθηκε, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 3 ανωτέρω, όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχείρισης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η χρησιμοποίηση των πόρων σύμφωνα με την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, προς τον σκοπό αυτό, οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ανακτούν τους απολεσθέντες πόρους λόγω παρατυπιών ή σφαλμάτων. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου προστίθεται ότι, για να βεβαιώνεται ότι οι πόροι χρησιμοποιούνται [σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες], η Επιτροπή εφαρμόζει διαδικασίες εκκαθάρισης λογαριασμών ή μηχανισμούς δημοσιονομικών διορθώσεων που της επιτρέπουν να αναλαμβάνει την τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

112    Δεύτερον, όσον αφορά τη χρηματοδότηση της ΚΓΠ, και ιδίως του ΕΓΤΕ, ευθύς εξ αρχής, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1290/2005, οι δαπάνες της ΚΓΠ χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης μέσω, μεταξύ άλλων, του ως άνω ταμείου. Επιπλέον, πάντοτε δυνάμει των διατάξεων της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, η χρηματοδότηση αυτή των δαπανών της ΚΓΠ λαμβάνει χώρα είτε στο πλαίσιο της κεντρικής διαχείρισης είτε στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας, κατά το άρθρο 53 του κανονισμού 1605/2002.

113    Εν συνεχεία, κατά την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1290/2005:

«Για να είναι δυνατή η επαναχρησιμοποίηση [του κονδυλίου] στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ […], θα πρέπει να καθοριστεί η διάθεση των ποσών που ανακτώνται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και των διαδικασιών που κινούνται μετά τη διαπίστωση παρατυπιών ή αμέλειας, καθώς και των συμπληρωματικών εισφορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.»

114    Τέλος, στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 34, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1290/2005 ορίζει:

«1.      Θεωρούνται ως έσοδα που διατίθενται, υπό την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 1605/2002:

[…]

β)      τα ποσά που εισπράττονται ή ανακτώνται κατ’ εφαρμογή του κανονισμού […] 1788/2003 […]».

115    Τρίτον, όσον αφορά την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ, όπως διατείνεται η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 885/2006, το άρθρο αυτό, το οποίο καθορίζει τους εφαρμοστέους κανόνες σχετικά με την εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση και αναγνωρίζει στην Επιτροπή, με την παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, αυτού, αρμοδιότητα εκδόσεως αποφάσεως, βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στα έσοδα για ειδικό προορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 34 του ίδιου κανονισμού.

116    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο σημείο E, που τιτλοφορείται «Διαδικασίες οφειλών», του παραρτήματος I του κανονισμού 885/2006, το οποίο τιτλοφορείται «Κριτήρια διαπίστευσης [ενός οργανισμού πληρωμών]», προβλέπονται τα εξής:

«Όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στα σημεία Α έως Δ εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στις εισφορές, […], που ο οργανισμός πληρωμών οφείλει να εισπράττει για λογαριασμό του ΕΓΤΕ […]».

117    Τέταρτον, όσον αφορά τη συμπληρωματική εισφορά, δεδομένου ότι οι διατάξεις των κανονισμών 1788/2003 και 595/2004 εφαρμόζονται όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, πρέπει να γίνει παραπομπή στην αιτιολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω.

118    Υπό το πρίσμα της νομοθεσίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 111 έως 117 ανωτέρω, καθώς και, κατ’ αναλογίαν, των τριών διαπιστώσεων που συνήχθησαν στις σκέψεις 101 έως 103 ανωτέρω, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή διέθετε, δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης που υπομνήστηκαν στη σκέψη 96 ανωτέρω, του άρθρου 53β, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 1605/2002, οι οποίες είναι εφαρμοστέες από την 1η Μαΐου 2007, και του άρθρου 34 του κανονισμού 1290/2005, νομική βάση προκειμένου αυτή να προβεί σε έλεγχο και να εφαρμόσει μια δημοσιονομική διόρθωση σε περίπτωση παρατυπιών, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, οι οποίες αφορούν τους ελέγχους σχετικά με την είσπραξη της συμπληρωματικής εισφοράς, ήτοι ένα έσοδο για ειδικό προορισμό.

119    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αναγνωρισθείσα στην Επιτροπή αρμοδιότητα να εφαρμόζει κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις, όπως προκύπτει από την αιτιολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 105 έως 108 ανωτέρω, η Επιτροπή βασίμως στηρίχθηκε στις κατευθυντήριες οδηγίες που περιέχονται στο έγγραφο VI/5330/97, το οποίο έχει εφαρμογή όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, προκειμένου να προβεί στον προσδιορισμό μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως υπό το πρίσμα παρατυπιών όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, οι οποίες αφορούν την είσπραξη της συμπληρωματικής εισφοράς.

120    Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν ανωτέρω, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2006/2007, η Ιταλική Δημοκρατία εσφαλμένως υποστηρίζει, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, ελλείψει νομικής βάσεως, να εφαρμόσει κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω.

121    Πριν από το τελικό συμπέρασμα που επιβάλλεται να συναχθεί όσον αφορά τη βασιμότητα του πρώτου επιχειρήματος που εκτέθηκε προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι τα συμπεράσματα που συνήχθησαν στις σκέψεις 109 και 120 ανωτέρω επιρρωννύονται, κατά το πέρας μιας κατ’ αναλογίαν συλλογιστικής, από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

122    Συγκεκριμένα, με την απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της εφαρμογής των διατάξεων του κανονισμού 729/70 σε μια διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ σχετικά με έσοδα που έπρεπε να εισπραχθούν εντός των κρατών μελών, ήτοι σχετικά με την εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών (ΕΕ ειδ. έκδ 03/13, σ. 158), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1579/86 του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 1986 (ΕΕ L 139, σ. 29).

123    Συναφώς, πρώτον, το Δικαστήριο, με την απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω (σκέψη 22), υπενθύμισε ότι η εισφορά συνυπευθυνότητας στον τομέα των σιτηρών αποτελούσε μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονταν για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και χρησιμοποιείτο για τη χρηματοδότηση των δαπανών του τομέα των σιτηρών. Εξάλλου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70 προέκυπτε ότι οι παρεμβάσεις που προορίζονταν για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του.

124    Δεύτερον, το Δικαστήριο, με την απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω (σκέψη 23), επισήμανε ότι ούτε από τις αιτιολογικές σκέψεις ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού 729/70 προέκυπτε διαφοροποίηση στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ανάλογα με το αν επρόκειτο για δαπάνες χρηματοδοτούμενες από το ΕΓΤΠΕ ή για έσοδα εισπραττόμενα από το εν λόγω ταμείο. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, αντιθέτως, το άρθρο 5, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 εδείκνυε σαφώς ότι το τελευταίο αυτό άρθρο εφαρμοζόταν σε όλες τις χρηματοδοτούμενες από το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβάσεων που προορίζονταν για τη σταθεροποίηση των αγορών των οποίων η εισφορά συνυπευθυνότητας αποτελούσε μέρος.

125    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί, ευθύς εξ αρχής, ότι το άρθρο 22 του κανονισμού 1788/2003, που διέπει τη συμπληρωματική εισφορά με την οποία βαρύνονται οι παραγωγοί γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων, περιέχει διατάξεις παρόμοιες με αυτές του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2727/75. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι η εισφορά θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των παρεμβάσεων που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και διατίθεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του γαλακτοκομικού τομέα.

126    Εν συνεχεία, όπως προκύπτει από τους πίνακες αντιστοιχιών που επισυνάπτονται σε παράρτημα των κανονισμών 1258/1999 και 1290/2005, οι διατάξεις, αφενός, του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999 και, αφετέρου, του άρθρου 3 του κανονισμού 1290/2005 συνάδουν, τουλάχιστον κατ’ ουσίαν, προς αυτές του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70.

127    Τέλος, όπως προκύπτει επίσης από τις σκέψεις 7 και 13 ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σημείο iii, του κανονισμού 1290/2005 συνάδουν, τουλάχιστον κατ’ ουσίαν, προς αυτές του άρθρου 5, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 729/70.

128    Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 125 έως 127 ανωτέρω, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι αιτιολογία παρόμοια με αυτήν που εκτέθηκε στην απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 80 ανωτέρω (σκέψεις 22 και 23), ισχύει και εν προκειμένω. Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1258/1999 και του κανονισμού 1290/2005, οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ ή των λογαριασμών του ΕΓΤΕ, εφαρμόζονται τόσο επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν όσο και επί των εσόδων για ειδικό προορισμό.

129    Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, και ιδίως των συμπερασμάτων που συνήχθησαν στις σκέψεις 109 και 120 ανωτέρω, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου επιχειρήματος, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν υπολόγισε το ποσό μιας ενδεχόμενης υπερβάσεως προτού εφαρμόσει επί του εν λόγω ποσού ένα ποσοστό κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως

130    Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, δυνάμει του οποίου η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή, όσον αφορά τους κινδύνους επελεύσεως ζημίας για το Ταμείο, που προκύπτουν από έλλειψη εισπράξεως εσόδου για ειδικό προορισμό, ότι δεν προσδιόρισε, αρχικώς, το ποσό μιας ενδεχόμενης υπερβάσεως προκειμένου, στη συνέχεια, προς αποτίμηση της εν λόγω ζημίας, να εφαρμόσει επί της θεωρητικώς οφειλομένης εισφοράς, λόγω της υπερβάσεως αυτής, τα ποσοστά της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως που προβλέπονται από το έγγραφο VI/5330/97, πρέπει να επισημανθούν τα εξής.

131    Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία εσφαλμένως υποστηρίζει, προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι «[η] αντικανονικότητα απορρέει από το γεγονός ότι τα εν λόγω ποσοστά της διορθώσεως έτυχαν εφαρμογής επί του θεωρητικού ποσού της εισφοράς, το οποίο θα προέκυπτε εάν υπέκειτο σε εισφορά η συνολική ποσότητα γάλακτος που παρήχθη κατά τις σχετικές περιόδους εμπορίας» και, αφετέρου, ότι είναι αυθαίρετος ο τρόπος κατά τον οποίο η «Επιτροπή […] χρησιμοποίησε τα ποσοστά της δημοσιονομικής διορθώσεως για να αποτιμήσει την πιθανή υπέρβαση της ποσοστώσεως και την επακόλουθη εισφορά, προσθέτοντάς την στην υπέρβαση της εθνικής ποσοστώσεως της παραγωγής και διαχωρίζοντάς τη ώστε να την ανακατανείμει στις επιμέρους περιφέρειες που υπάγονται σε ελέγχους για το κλείσιμο των λογαριασμών».

132    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς, αφενός, από τα στοιχεία που περιέχονται στο από 24 Μαρτίου 2010 έγγραφο της Επιτροπής, σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες υπολογισμού της δημοσιονομικής διορθώσεως, οι οποίοι διαρθρώνονται στα τρία στάδια που περιγράφηκαν στη σκέψη 37 ανωτέρω, και, αφετέρου, από το περιεχόμενο της συνοπτικής εκθέσεως, όπως αυτό παρατίθεται στις σκέψεις 40 και 41 ανωτέρω, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τα ποσοστά της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως ούτε επί του θεωρητικού ποσού της εισφοράς ούτε, ταυτοχρόνως, προς καθορισμό της ενδεχόμενης υπερβάσεως και προς υπολογισμό της επακόλουθης εισφοράς. Τα εν λόγω ποσοστά εφαρμόστηκαν μόνον προς τον σκοπό του υπολογισμού, ελλείψει αξιοπίστων στοιχείων λόγω των επισημανθεισών παρατυπιών ως προς τον έλεγχο, της θεωρητικής ποσότητας του παραχθέντος γάλακτος σε καθεμία από τις περιφέρειες στις οποίες σημειώθηκαν οι παρατυπίες κατά τις οικείες περιόδους εμπορίας.

133    Δεύτερον, όπως υπενθυμίζει η Ιταλική Δημοκρατία, από τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει ότι «είναι δυνατό να εφαρμοστούν κατ’ αποκοπήν διορθώσεις επί του ποσού της δαπάνης που ενείχε κίνδυνο». Κατά συνέπεια, τα προβλεπόμενα από το εν λόγω έγγραφο ποσοστά διορθώσεως εφαρμόζονται επί του περιστατικού που έδωσε ευθέως λαβή για τη δημιουργία του κινδύνου επελεύσεως ζημιών, τον οποίο διέτρεξε το Ταμείο.

134    Όσον αφορά τις δαπάνες, δεδομένου ότι ο κίνδυνος επελεύσεως ζημιών, τον οποίο διέτρεξε το Ταμείο, έγκειται σε πιθανή υπερτίμηση του ποσού τους, το προβλεπόμενο από το έγγραφο VI/5330/97 ποσοστό διορθώσεως τυγχάνει εφαρμογής επί του τελευταίου αυτού ποσού.

135    Αντιθέτως, όσον αφορά ένα έσοδο για ειδικό προορισμό, όπως το επίμαχο εν προκειμένω, από την υπομνησθείσα στη σκέψη 65 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι ο κίνδυνος επελεύσεως ζημιών, τον οποίο διέτρεξε το Ταμείο, έγκειται σε πιθανή υποβολή δηλώσεως, εκ μέρους των αγοραστών ή των παραγωγών, μικρότερου τμήματος των ποσοτήτων του παραχθέντος γάλακτος, προκειμένου αυτοί να μη καταβάλουν συμπληρωματική εισφορά. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω, ελλείψει αξιοπίστων στοιχείων όσον αφορά τις ποσότητες του παραχθέντος γάλακτος, ούτε το κράτος μέλος, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την είσπραξη της συμπληρωματικής εισφοράς, ούτε η Επιτροπή, η οποία είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, μπορούν να προσδιορίσουν κατά αντικειμενικό τρόπο την εν λόγω ποσότητα. Κατά συνέπεια, εφόσον το ως άνω κράτος μέλος και η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να ελέγξουν αν η παρασχεθείσα εθνική ποσόστωση έχει υπερκερασθεί, δεν είναι, επίσης, σε θέση να εκτιμήσουν αν η συμπληρωματική εισφορά πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εισπράξεως και, σε καταφατική περίπτωση, να υπολογίσουν την εν λόγω εισφορά. Από τις προηγηθείσες εκτιμήσεις προκύπτει ότι, ακριβώς λόγω του κινδύνου υποβολής δηλώσεως μικρότερου τμήματος των ποσοτήτων του παραχθέντος γάλακτος, το Ταμείο εκτίθεται, τότε, σε κίνδυνο απώλειας εσόδων.

136    Εν προκειμένω, αφενός, σύμφωνα με τις περιλαμβανόμενες στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντήριες οδηγίες, εφόσον η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποσοτικά τη ζημία που υπέστη το Ταμείο, μπορούσε να εφαρμόσει ένα ποσοστό κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως και, αφετέρου, όπως ήδη κρίθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 66 ανωτέρω), οι διαπιστωθείσες εν προκειμένω παρατυπίες επηρέασαν κατ’ ανάγκη την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που αποσκοπούν ακριβώς στο να προσδιορισθεί η ποσότητα του παραχθέντος γάλακτος και, επομένως, στο να εξακριβωθεί αν η παρασχεθείσα στην Ιταλική Δημοκρατία εθνική ποσόστωση είχε υπερκερασθεί. Τέτοιου είδους παρατυπίες εξέθεταν το Ταμείο σε πραγματικό κίνδυνο επελεύσεως ζημιών.

137    Υπό το πρίσμα των προηγηθεισών εκτιμήσεων, αφενός, δεδομένου ότι ήταν αδύνατο στην Επιτροπή να προσδιορίσει κατά αντικειμενικό τρόπο την ποσότητα του παραχθέντος γάλακτος και, επομένως, να καταδείξει με βεβαιότητα την ύπαρξη, ή όχι, υπερβάσεως της παρασχεθείσας στην Ιταλική Δημοκρατία εθνικής ποσοστώσεως, μόνον η χρήση μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως παρείχε τη δυνατότητα να αποτιμηθεί η ζημία την οποία ενδεχομένως υπέστη το Ταμείο. Αφετέρου, η Επιτροπή ορθώς, προκειμένου να προβεί σε αξιολόγηση του κινδύνου αυτού, εφάρμοσε, αρχικώς, προκειμένου να μετριασθεί ο κίνδυνος υποβολής δηλώσεως μικρότερου τμήματος των ποσοτήτων του παραχθέντος γάλακτος, τα επιλεγέντα ποσοστά κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως επί του ύψους των δηλωθεισών ποσοτήτων γάλακτος.

138    Συνεπώς, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

139    Εν κατακλείδι, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

4.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά, αφενός, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ή ανεπαρκή αιτιολογία και, αφετέρου, παράβαση των διατάξεων του εγγράφου AGRI/60637/2006

 Επιχειρήματα των διαδίκων

140    Πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται, στηριζόμενη, ιδίως, στα περιλαμβανόμενα στην τελική έκθεση συμπεράσματα του οργάνου συμβιβασμού, τα οποία αφορούν την περιφέρεια Lazio, ότι η αιτιολογία σχετικά με τα εφαρμοσθέντα ποσοστά των διορθώσεων, σε περίπτωση καθ’ υποτροπή εμφανίσεως των διαπιστωθεισών παρατυπιών, είναι ανεπαρκής.

141    Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι η εφαρμοσθείσα από την Επιτροπή διόρθωση δεν συνάδει προς τις διατάξεις του εγγράφου AGRI/60637/2006. Συγκεκριμένα, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, εφόσον ουδείς ορισμός των εννοιών των βασικών ελέγχων και των επικουρικών ελέγχων έχει υιοθετηθεί στον τομέα των ποσοστώσεων του γάλακτος, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρεί ότι οι επισημανθείσες εν προκειμένω παρατυπίες αφορούσαν βασικούς ελέγχους.

142    Τέλος, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, στο μέτρο που η περίοδος εμπορίας 2003/2004 δεν έδωσε λαβή για την εφαρμογή δημοσιονομικής διορθώσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει τον αφορώντα την υποτροπή κανόνα στο πλαίσιο των δημοσιονομικών διορθώσεων που αναφέρονται στις περιόδους εμπορίας 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007. Επομένως, κατά την άποψη της Ιταλικής Δημοκρατίας, το εφαρμοζόμενο στο πλαίσιο της περιόδου εμπορίας 2004/2005 ποσοστό της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, στην περιφέρεια Lazio, έπρεπε να ανέρχεται σε 3 %.

143    Η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τα επιχειρήματα που εξέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

144    Με την πρώτη αιτίαση, η Ιταλική Δημοκρατία, παραπέμποντας, ιδίως, στα συμπεράσματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα οποία περιέχονται στην ειδική έκθεσή του αριθ. 7/2010, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε κατά επαρκή τρόπο την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που εφάρμοσε μια προσαύξηση, βάσει του εγγράφου AGRI/60637/2006, λόγω της καθ’ υποτροπή εμφανίσεως των επισημανθεισών με την προσβαλλόμενη απόφαση παρατυπιών.

145    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2005, C‑26/00, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑6527, σκέψη 113, και του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2009, T‑48/04, Qualcomm κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑2029, σκέψη 174 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

146    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, στο ειδικό πλαίσιο της καταρτίσεως των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος-αποδέκτης ετηρείτο πλήρως ενήμερο για τη διαδικασία καταρτίσεως της αποφάσεως αυτής και είχε γνώση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6063, σκέψη 98, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑7699, σκέψη 67· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑55/07, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 125). Η νομολογία αυτή πρέπει να τύχει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής επί αποφάσεων της Επιτροπής περί θεσπίσεως δημοσιονομικών διορθώσεων υπό το πρίσμα παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που σχετίζονται με έσοδα για ειδικό προορισμό.

147    Εν προκειμένω, πρώτον, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέθεσε, στην εν λόγω έκθεση, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τους λόγους για τους οποίους είχε κρίνει ότι, υπό το πρίσμα της καθ’ υποτροπήν εμφανίσεως των παρατυπιών που επισημάνθηκαν όσον αφορά τους διενεργηθέντες κατά τις οικείες περιόδους εμπορίας ελέγχους εν σχέσει προς εκείνες που επισημάνθηκαν με την απόφασή της 2008/582/ΕΚ, της 8ης Ιουλίου 2008, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, και στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ (ΕΕ L 186, σ. 39), σχετικά με την περίοδο εμπορίας 2002/2003 στην Ιταλία, ήταν επιβεβλημένο, βάσει του εγγράφου AGRI/60637/2006, να προσαυξηθεί η κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση που εφαρμόζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο των οικονομικών ετών 2005, 2006 και 2007. Ακριβέστερα, η Επιτροπή υπενθύμισε, στην ως άνω έκθεση, ότι, κατόπιν έρευνας η οποία διεξήχθη στην Ιταλία το 2004 και η οποία έφερε τα στοιχεία αναφοράς LA/2004/01/IT, αυτή είχε ήδη διαπιστώσει παρατυπίες, ήτοι τη μη τήρηση των προθεσμιών, ως προς τους ελέγχους που διενεργήθηκαν από τις εθνικές αρχές σχετικά με την περίοδο εμπορίας 2002/2003 στις περιφέρειες Puglia, Trentino Alto Adige, Abruzzo και Lazio. Δεδομένου ότι τέτοιες παρατυπίες επισημάνθηκαν, εκ νέου, σε ορισμένες από τις εν λόγω περιφέρειες, κατά τη διάρκεια των ερευνών που φέρουν τα στοιχεία αναφοράς LA/2006/08/IT και LA/2008/001/IT, η Επιτροπή αποφάσισε, ως εκ τούτου, όσον αφορά τις περιφέρειες αυτές, να εφαρμόσει τον αφορώντα την υποτροπή κανόνα.

148    Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που σχετίζεται με την υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή επέσυρε επανειλημμένως την προσοχή της Ιταλικής Δημοκρατίας επί του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα των επισημανθεισών παρατυπιών, ιδίως υπό το πρίσμα των συμπερασμάτων που συνήχθησαν κατόπιν των ερευνών που φέρουν τα στοιχεία αναφοράς LA/2004/01/IT και LA/2006/08/IT και, κατά συνέπεια, ως προς την πιθανότητα να προσαυξηθεί η εφαρμοζόμενη κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εγγράφου AGRI/60637/2006. Τούτο προκύπτει, ιδίως, από το έγγραφο αριθ. 20272 της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2008, το σχετιζόμενο με την έρευνα που φέρει τα στοιχεία αναφοράς LA/2008/001/IT και απευθυνθέν στην Ιταλική Δημοκρατία, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/06. Τούτο ισχύει, επίσης, όσον αφορά το σημείο 1.4, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, των πρακτικών της διμερούς συνεδριάσεως της 15ης Ιανουαρίου 2009. Ομοίως, με το από 24 Μαρτίου 2010 έγγραφό της, η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, στην Ιταλική Δημοκρατία τις οικονομικές συνέπειες που έπρεπε κατά τη γνώμη της να συναχθούν από τις διαπιστωθείσες παρατυπίες. Στα σημεία 1.2, προτελευταίο εδάφιο, και στο σημείο 2.3, του εν λόγω εγγράφου, η Επιτροπή αναφέρθηκε στον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα των επισημανθεισών παρατυπιών και, κατά συνέπεια, προέβη σε προσαύξηση της εφαρμοζόμενης κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του εγγράφου AGRI/60637/2006.

149    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ετηρείτο πλήρως ενήμερη για τη διαδικασία καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας στη σκέψη 146 νομολογίας, το ως άνω κράτος μέλος είχε γνώση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή εφάρμοσε προσαύξηση βάσει του εγγράφου AGRI/60637/2006. Επομένως, η πρώτη αιτίαση, η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπάρκεια αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

150    Ωστόσο, από τη δεύτερη και από την τρίτη αιτίαση, οι οποίες εκτέθηκαν προς στήριξη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία θέτει, επίσης, υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα της προβληθείσας αιτιολογίας.

151    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, εφόσον στο έγγραφο AGRI/60637/2006 δεν παρατίθεται ορισμός της έννοιας των βασικών ελέγχων, η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί σε προσαύξηση της δημοσιονομικής διορθώσεως υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω εγγράφου.

152    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το έγγραφο VI/5330/97, το οποίο, όπως κρίθηκε στη σκέψη 119 ανωτέρω, έχει εφαρμογή τόσο ως προς τις παρατυπίες που αφορούν πραγματοποιηθείσες δαπάνες όσο και ως προς εκείνες που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό, προβλέπει τα εξής:

«Βασικοί έλεγχοι είναι οι επιτόπιοι και οι διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως του υποστατού του αντικειμένου της αιτήσεως, της ποσότητας και των ποιοτικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της τηρήσεως των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων υποχρεωτικής κατοχής, κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως τα κτηματολόγια.»

153    Πάντως, το έγγραφο AGRI/60637/2006 έχει ρητώς ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, πρέπει να χωρεί προσαύξηση της εφαρμοζόμενης κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως, βάσει του εγγράφου VI/5330/97, σε περιπτώσεις καθ’ υποτροπή πλημμελειών όσον αφορά τα συστήματα ελέγχου. Επομένως, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι ακριβώς υπό το πρίσμα του περιλαμβανόμενου στο εν λόγω έγγραφο ορισμού της έννοιας των βασικών ελέγχων πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του εγγράφου AGRI/60637/2006. Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση, η οποία εκτέθηκε προς στήριξη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

154    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η περίοδος εμπορίας 2003/2004 δεν είχε δώσει λαβή για την εφαρμογή δημοσιονομικής διορθώσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε, υπό το πρίσμα παρατυπιών οι οποίες επισημάνθηκαν κατά τις επόμενες περιόδους εμπορίας, να εφαρμόσει τον αφορώντα την υποτροπή κανόνα και, ως εκ τούτου, να προβεί σε προσαύξηση της δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόζεται στο πλαίσιο των τελευταίων αυτών περιόδων εμπορίας.

155    Συναφώς, ευθύς εξαρχής, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι παρατυπίες που επισημάνθηκαν από την Επιτροπή, αφενός, με την απόφαση 2008/582, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2002/2003, και, αφετέρου, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις περιόδους εμπορίας 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007, είναι παρεμφερείς, αφορούν τον ίδιο τομέα (ήτοι αυτόν του γάλακτος), είναι καταλογιστέες στο ίδιο κράτος μέλος, όσον αφορά την ίδια περιφέρεια, ήτοι αυτήν του Lazio, και θεωρήθηκαν κρίσιμες για την εφαρμογή του ποσοστού της διορθώσεως που αποτελεί αντικείμενο της προσαυξήσεως.

156    Αντιθέτως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, εφόσον η περίοδος εμπορίας 2003/2004 δεν έδωσε λαβή για την εφαρμογή δημοσιονομικής διορθώσεως, υπό το πρίσμα του κανόνα των 24 μηνών, ο οποίος προβλέπεται από το άρθρο 7 του κανονισμού 1258/1999 και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει τον αφορώντα την υποτροπή κανόνα στο πλαίσιο των δημοσιονομικών διορθώσεων που σχετίζονται με τις περιόδους εμπορίας 2004/2005, 2005/2006 και 2006/2007.

157    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του εγγράφου AGRI/60637/2006, που παρετέθηκαν στη σκέψη 33 ανωτέρω, ο αφορών την υποτροπή κανόνας εφαρμόζεται όταν οι διαπιστωθείσες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας παρατυπίες επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια «[μιας] περιόδ[ου] μεταγενέστερη[ς] της περιόδου για την οποία έχει επιβληθεί διόρθωση». Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η χρήση, τόσο στην ιταλική γλώσσα (γλώσσα διαδικασίας της υπό κρίση υποθέσεως) όσο και στη γαλλική γλώσσα, αορίστου άρθρου αντί οριστικού άρθρου πριν από τη φράση, η οποία έχει ως εξής: «περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου για την οποία έχει επιβληθεί διόρθωση», παρέχει τη δυνατότητα να ερμηνευθούν οι εν λόγω διατάξεις υπό την έννοια ότι η συνέχιση των παρατυπιών δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια του έτους που έπεται αμέσως εκείνου κατά το οποίο εφαρμόστηκε η πρώτη δημοσιονομική διόρθωση. Κατά τα λοιπά, αν γινόταν δεκτή μια ερμηνεία εξίσου περιοριστική με την προτεινόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία ερμηνεία, τούτο θα υποχρέωνε την Επιτροπή να προβαίνει σε ετήσιους ελέγχους προκειμένου να εφαρμόζει, ενδεχομένως, προσαύξηση της δημοσιονομικής διορθώσεως βάσει του εγγράφου AGRI/60637/2006.

158    Εν κατακλείδι, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

159    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Δεκεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Γενικό νομικό πλαίσιο

Α —   Σχετικές διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Β —   Η γενική κανονιστική ρύθμιση περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής

Γ —   Η κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

Δ —   Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α —   Επί του παραδεκτού αιτιάσεως η οποία αφορά, στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας

Β —   Επί της ουσίας

1.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών, η οποία προκύπτει, όπως υποστηρίζεται, από την εφαρμογή μιας δημοσιονομικής διορθώσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 21 και του άρθρου 22, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 595/2004

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως και, επομένως, παράβαση του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006 και των περιλαμβανομένων στο έγγραφο VI/5330/97 κατευθυντηρίων οδηγιών και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πρώτου επιχειρήματος, που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από έλλειψη νομικής βάσεως για την εφαρμογή μιας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τους ελέγχους που αφορούν έσοδα για ειδικό προορισμό

–  Ως προς τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006

–  Ως προς την περίοδο εμπορίας 2006/2007

Επί του δευτέρου επιχειρήματος, που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν υπολόγισε το ποσό μιας ενδεχόμενης υπερβάσεως προτού εφαρμόσει επί του εν λόγω ποσού ένα ποσοστό κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως

4.  Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά, αφενός, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ή ανεπαρκή αιτιολογία και, αφετέρου, παράβαση των διατάξεων του εγγράφου AGRI/60637/2006

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.