Language of document : ECLI:EU:T:2015:675

Υπόθεση T‑245/11

ClientEarth

και

The International Chemical Secretariat

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του ECHA — Έγγραφα προερχόμενα από τρίτους — Προθεσμία απαντήσεως σε αίτηση προσβάσεως — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτου — Εξαίρεση σχετική με την προστασία των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον — Περιβαλλοντικές πληροφορίες — Εκπομπές στο περιβάλλον»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 23ης Σεπτεμβρίου 2015

1.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Ιδιόχειρη υπογραφή δικηγόρου — Κατάθεση δικογράφου στο όνομα δύο προσφευγόντων — Υπογραφή της οποίας προηγείται μνεία του ενός μόνον από τους προσφεύγοντες — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρα 43 § 1, εδ. 1, και 44 § 1]

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Προσφυγή ασκούμενη από πολλούς προσφεύγοντες κατά της ίδιας αποφάσεως — Ενεργητική νομιμοποίηση ενός από τους προσφεύγοντες — Παραδεκτό της προσφυγής στο σύνολό της

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Εκτίμηση των εν λόγω αποτελεσμάτων με γνώμονα την ουσία της πράξεως

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο λόγω του ότι αυτό δεν υφίσταται ή δεν βρίσκεται στην κατοχή του οικείου θεσμικού οργάνου — Στοιχείο που δεν είναι ικανό να έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή του κανονισμού

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 8 §§ 1 και 3)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Απόφαση περί αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα θεσμικού οργάνου κατόπιν υποβολής επιβεβαιωτικής αιτήσεως — Εμπίπτει — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)

6.      Προσφυγή ακυρώσεως — Έννομο συμφέρον — Έννοια — Προσφυγή δυνάμενη να προσπορίσει όφελος στον προσφεύγοντα — Συμφέρον που πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή κατά αποφάσεως οργανισμού της Ένωσης περί αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα — Δημοσίευση κατά τη διάρκεια της δίκης ζητηθέντων πληροφοριακών στοιχείων στον ιστότοπο του οργανισμού — Εξέλιπε το έννομο συμφέρον

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)

8.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Προθεσμία απαντήσεως σε αίτηση προσβάσεως — Υπέρβαση — Σιωπηρή απορριπτική απόφαση — Το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο εξακολουθεί να είναι αρμόδιο προς παροχή εκπρόθεσμης απαντήσεως στην αίτηση προσβάσεως— Απόφαση περί παρατάσεως — Συνέπειες της υπερβάσεως της προθεσμίας

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 και 2)

9.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή

(Άρθρο 15 § 3 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 4 και 11 και άρθρα 1 και 4)

10.    Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Ανάρτηση στο διαδίκτυο ορισμένων πληροφοριών σχετικών με καταχωρισμένες ουσίες — Ονόματα και στοιχεία επικοινωνίας αιτούντων καταχώριση φορέων — Δυνατότητα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) να μην ανακοινώσει πληροφορίες ελλείψει υποβολής αιτήματος εμπιστευτικότητας από τους ενδιαφερόμενους — Δεν υφίσταται

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση, και 1907/2006, άρθρα 10, στοιχεία a΄, σημείο xi, 118 § 2, στοιχείο δ΄, και 119 § 2, στοιχείο δ΄)

11.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων — Προϋποθέσεις — Συγκεκριμένος, ουσιαστικός και σοβαρός επηρεασμός της εν λόγω διαδικασίας — Περιεχόμενο

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 3, εδ. 1, και 1907/2006, άρθρο 119 § 2)

12.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων — Περιεχόμενο — Μέγεθος του φόρτου εργασίας την οποία απαιτεί η αίτηση προσβάσεως — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3)

13.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Δυνατότητα επικλήσεως γενικών τεκμηρίων τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων — Όρια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

14.    Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Πρόσβαση στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) — Τεκμήριο υπέρ της μη γνωστοποιήσεως πληροφοριών σχετικά με την ακριβή ποσότητα ουσίας που έχει παραχθεί ή διατεθεί στην αγορά — Υποχρέωση του ECHA να αποδείξει την ύπαρξη προσβολής των εμπορικών συμφερόντων των ενδιαφερόμενων προσώπων σε περίπτωση γνωστοποιήσεως — Δεν υφίσταται

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4, και 1907/2006, άρθρο 118 § 2, στοιχείο γ΄)

15.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες — Εφαρμογή του κανονισμού 1367/2006 ως lex specialis σε σχέση με τον κανονισμό 1049/2001— Συνέπειες — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Περιεχόμενο — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρα 4 §§ 1, 2, πρώτη έως και τρίτη περίπτωση, 3 και 5, και 1367/2006, άρθρο 6 § 1)

16.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες — Κανονισμός 1367/2006 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση εγγράφων — Έννοια

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, και 1367/2006, άρθρο 6 § 1)

17.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες — Κανονισμός 1367/2006 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση εγγράφων — Επίκληση της αρχής της διαφάνειας — Απαίτηση να προβάλλονται ειδικές εκτιμήσεις συνδεόμενες με τη συγκεκριμένη υπόθεση

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, και 1367/2006, άρθρο 6 § 1)

18.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες — Κανονισμός 1367/2006 — Πληροφορίες σχετικά με εκπομπές στο περιβάλλον — Έννοια — Πληροφορία σχετικά με την παρασκευαζόμενη ή διατιθέμενη στην αγορά ποσότητα χημικών ουσιών — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1367/2006, άρθρο 2 § 1, στοιχείο δ΄, σημείο ii, και 1907/2006, άρθρο 3 § 15)

19.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Έγγραφα προερχόμενα από τρίτους — Υποχρέωση προηγούμενης διαβουλεύσεως με τους ενδιαφερόμενους τρίτους — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1, 2 και 4)

20.    Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Περιεχόμενο — Μη εφαρμογή της υποχρεώσεως — Πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ποσότητα παρασκευαζόμενης ή διατιθέμενης στην αγορά χημικής ουσίας δυνάμει του κανονισμού 1907/2006 — Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 §§ 2, πρώτη περίπτωση, και 6, και 1907/2006, άρθρο 118 § 2, στοιχείο γ΄)

21.    Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών ή λόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Ανάπτυξη αρχικού ισχυρισμού ή λόγου — Παραδεκτό — Λύση αντίστοιχη με αυτή που δίδεται για τις αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως — Αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας η οποία προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως σχετικού με την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001— Παραδεκτό

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄, και 48 § 2· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 6]

22.    Προσέγγιση των νομοθεσιών — Καταχώριση και αξιολόγηση των χημικών προϊόντων και χορήγηση αδειών για αυτά — Κανονισμός REACH — Ανάρτηση στο διαδίκτυο ορισμένων πληροφοριών σχετικών με καταχωρισμένες ουσίες — Συνολικές ποσοτικές κατηγορίες των ουσιών — Δυνατότητα τρίτου να υποχρεώσει, μέσω αιτήσεως προσβάσεως δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA) να ανακοινώσει συνολικές ποσοτικές κατηγορίες που δεν έχουν ακόμη καθοριστεί — Δεν υφίσταται

(Σύμβαση του Ώρχους, άρθρο 4 § 3, στοιχείο a΄· κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρα 2 § 1 και 4 § 4, 1367/2006, άρθρο 3, εδ. 1, και 1907/2006, άρθρα 118 § 1 και 119 § 2, στοιχείο β΄)

23.    Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών ή λόγων — Αόριστη διατύπωση — Απαράδεκτο

[Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄]

1.      Δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να έχει υπογραφεί από τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο των διαδίκων. Όσον αφορά προσφυγή που έχει συνταχθεί και κατατεθεί από δικηγόρο στο όνομα δύο προσφευγουσών, το γεγονός ότι η τελευταία σελίδα του δικογράφου περιλαμβάνει τις φράσεις «κατατιθέμενο αντιστοίχως εκ μέρους» και «για λογαριασμό», αναφέροντας μόνο τη μία από τις προσφεύγουσες, δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι το δικόγραφο αυτό είναι σύμφωνο τόσο προς την ανωτέρω διάταξη όσο και προς το άρθρο 44, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού. Πράγματι, αφενός, από καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν προκύπτει ότι οι φράσεις αυτές είναι υποχρεωτικές και ότι ο δικηγόρος οφείλει να προσδιορίζει στην τελευταία σελίδα του δικογράφου, μετά την υπογραφή του, τους οικείους προσφεύγοντες. Αφετέρου, δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι καθεμία από τις προσφεύγουσες παρέσχε κατά τον προσήκοντα τρόπο πληρεξούσιο στον δικηγόρο που υπέγραψε το δικόγραφο, ότι η μνεία της μίας μόνο από τις προσφεύγουσες, πριν και μετά την υπογραφή του δικηγόρου, έχει την έννοια ότι αυτός έχει εξουσία να εκπροσωπήσει ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης μόνο την προσφεύγουσα αυτή.

(βλ. σκέψεις 84, 88-92)

2.      Όταν πρόκειται για μία και την αυτή προσφυγή, εφόσον ένας από τους προσφεύγοντες νομιμοποιείται ενεργητικώς να την ασκήσει, δεν απαιτείται να εξετάζεται η νομιμοποίηση των λοιπών προσφευγόντων, εκτός αν κάτι τέτοιο επιβάλλεται από λόγους αναγόμενους στην οικονομία της διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 97)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 101-104)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 105, 106)

5.      Όπως προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η απόρριψη επιβεβαιωτικής αιτήσεως δύναται καταρχήν να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι κάθε απάντηση σε γενική αίτηση παροχής πληροφοριών δεν συνιστά κατ’ ανάγκην απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, εντούτοις τούτο δεν ισχύει όταν πρόκειται για αίτηση παροχής σαφώς προσδιορισμένων πληροφοριών σε σχέση με την οποία ο οικείος οργανισμός της Ένωσης δίδει απάντηση που δεν περιορίζεται απλώς στην παροχή γενικών πληροφοριών, αλλά συνιστά απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεως παροχής πληροφοριών. Ανεξαρτήτως του αν ο οργανισμός αυτός έχει ή όχι την υποχρέωση να επιτρέψει την πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες, δυνάμει ιδίως του κανονισμού 1049/2001, γεγονός πάντως είναι ότι πρόκειται περί αρνητικής αποφάσεως που προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και, επομένως, είναι δεκτική προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 107, 109, 110)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 114, 115)

7.      Όσον αφορά προσφυγή κατά της αρνήσεως οργανισμού της Ένωσης να γνωστοποιήσει πληροφορίες στις οποίες έχει ζητηθεί πρόσβαση δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εφόσον, μετά την άσκηση της προσφυγής, οι πληροφορίες γνωστοποιηθούν μέσω του ιστοτόπου του εν λόγω οργανισμού, η διαφορά καθίσταται άνευ αντικειμένου και η προσφεύγουσα παύει να έχει έννομο συμφέρον, με συνέπεια να παρέλκει συναφώς η έκδοση αποφάσεως. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αίτηση της προσφεύγουσας μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιηθείσα κατά το μέρος που αφορά τις ανωτέρω πληροφορίες. Ως εκ τούτου, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες, δεν θα παρείχε κανένα όφελος στην προσφεύγουσα.

(βλ. σκέψεις 119, 120)

8.      Η εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν στερεί από το θεσμικό όργανο την εξουσία να εκδώσει ρητή απόφαση. Ο νομοθέτης προέβλεψε συναφώς τις συνέπειες της υπερβάσεως της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, ορίζοντας, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, αυτού, ότι η μη τήρησή της από το θεσμικό όργανο θεμελιώνει δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής. Εντούτοις, η υπέρβαση της προθεσμίας απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση δεν καθιστά την απόφαση επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως παράνομη κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται η ακύρωσή της. Το ίδιο ισχύει όταν αμφισβητείται η νομιμότητα ή το κύρος αποφάσεως περί παρατάσεως. Πράγματι, ακόμη και τυχόν ακυρότητα της αποφάσεως περί παρατάσεως θα καθιστούσε, εν τέλει, δυνατή μόνο τη διαπίστωση ότι η προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση δεν παρατάθηκε και, κατά συνέπεια, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε εκπροθέσμως, στοιχείο το οποίο δεν επηρεάζει πάντως τη νομιμότητά της.

(βλ. σκέψεις 130-132, 136)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 145, 146, 202)

10.    Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως σε ονόματα ή επωνυμίες και στοιχεία επικοινωνίας παρασκευαστών και εισαγωγέων χημικών ουσιών καταχωρισμένων στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA), ο οργανισμός αυτός δεν μπορεί να στηρίξει απόφαση περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σε συνδυασμό με το άρθρο 118, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, δεδομένου ότι τα εν λόγω ονόματα ή επωνυμίες και τα στοιχεία επικοινωνίας αποτελούν πληροφορίες που εμπίπτουν στο άρθρο 119, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1907/2006. Πάντως, το εν λόγω άρθρο 119, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, προβλέπει τη διάδοση όλων των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας, εκτός αν έχει υποβληθεί αίτημα εμπιστευτικότητας δυνάμει του άρθρου 10, στοιχείο α΄, σημείο xi, του κανονισμού 1907/2006.

Πράγματι, έστω και αν υποτεθεί, αφενός, ότι το καθεστώς αναρτήσεως στο διαδίκτυο, που προβλέπει το άρθρο 119 του κανονισμού 1907/2006, ρυθμίζει όλες τις περιπτώσεις, το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 118, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1907/2006, δεν θα εφαρμοζόταν επί των πληροφοριών που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 119 και, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στις πληροφορίες σχετικά με τις επωνυμίες και τα στοιχεία επικοινωνίας των φορέων που προέβησαν σε καταχώριση. Αφετέρου, έστω και αν υποτεθεί ότι το καθεστώς που προβλέπεται με το προαναφερθέν άρθρο 119 καταρχήν δεν αποκλείει πλήρως το καθεστώς προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 118 του κανονισμού 1907/2006 και ο κανονισμός 1049/2001, εντούτοις το άρθρο 119, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι πληροφορίες, όπως τα ονόματα ή επωνυμίες και στοιχεία επικοινωνίας των αιτούντων καταχώριση φορέων, πρέπει να γνωστοποιούνται μέσω του διαδικτύου, εκτός αν ο ECHA δεχθεί αίτημα εμπιστευτικότητας. Κατά συνέπεια, ελλείψει τέτοιου αιτήματος, ο ECHA δεν μπορεί να αιτιολογήσει την άρνηση οποιασδήποτε γνωστοποιήσεως των ζητούμενων πληροφοριών με βάση το νόμιμο τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 118, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1907/2006, εκτιμώντας ότι η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων του ενδιαφερόμενου προσώπου. Πράγματι, το νόμιμο τεκμήριο που καθιερώνει το άρθρο 118 του κανονισμού 1907/2006 δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει τον καταρχήν αποκλεισμό της γνωστοποιήσεως ορισμένης πληροφορίας, την οποία πάντως επιτάσσει μια ειδικότερη διάταξη, και συγκεκριμένα το άρθρο 119, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1907/2006.

(βλ. σκέψεις 151-153)

11.    Η εφαρμογή της σχετικής με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προϋποθέτει να αποδεικνύεται ότι η επίμαχη πρόσβαση είναι ικανή να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το συμφέρον που προστατεύεται από την αντίστοιχη εξαίρεση και ότι ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού είναι ευλόγως πιθανός και όχι καθαρά υποθετικός. Επιπροσθέτως, για να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η διαδικασία λήψεως αποφάσεων πρέπει να θίγεται σοβαρά. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όταν η γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Η εκτίμηση όμως της σοβαρότητας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, μεταξύ άλλων από τα αρνητικά αποτελέσματα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, τα οποία επικαλείται το θεσμικό όργανο όσον αφορά τη γνωστοποίηση των σχετικών εγγράφων.

Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως σε ονόματα ή επωνυμίες και στοιχεία επικοινωνίας παρασκευαστών και εισαγωγέων χημικών ουσιών καταχωρισμένων στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA), οι επωνυμίες των φορέων που προβαίνουν σε καταχώριση δεν αποτελούν πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του ECHA, αλλ’ αντιθέτως συνιστούν πληροφορίες τις οποίες αφορά η απόφαση που προκύπτει από την ως άνω διαδικασία. Επομένως, η πρόσβαση στις ζητηθείσες πληροφορίες δεν είναι ικανή να εμποδίσει τον ECHA να αποφασίσει ποια μέτρα θα λάβει για την τήρηση των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως των πληροφοριών μέσω διαδικτύου, οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 119, παράγραφος 2, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων. Ομοίως, ο προβαλλόμενος κίνδυνος παρακάμψεως των διαδικασιών που προβλέπει ο κανονισμός 1907/2006 δεν αφορά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, αλλ’ αντιθέτως τις συνέπειες ενδεχόμενης γνωστοποιήσεως των πληροφοριών που έχουν ζητηθεί. Πάντως, ο λόγος αρνήσεως τον οποίο προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 αφορά μόνο τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

(βλ. σκέψεις 156, 157, 160, 162)

12.    Η σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αποσκοπεί μόνο στην προστασία των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων και όχι στην αποτροπή σωρεύσεως υπερβολικά μεγάλου όγκου εργασίας εντός των εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων.

(βλ. σκέψη 161)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 168-172, 231)

14.    Το άρθρο 118, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, καθιερώνει γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η πληροφορία σχετικά με την ακριβή ποσότητα παρασκευαζόμενων ή διατιθέμενων στην αγορά ουσιών θίγει καταρχήν την προστασία των εμπορικών συμφερόντων του ενδιαφερόμενου προσώπου. Όταν εφαρμόζεται το νόμιμο τεκμήριο του προαναφερθέντος άρθρου, η εμπλεκόμενη αρχή μπορεί να δέχεται ότι τυχόν γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων του ενδιαφερόμενου προσώπου, χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του περιεχομένου καθενός από τα έγγραφα των οποίων έχει ζητηθεί η γνωστοποίηση. Λόγω του ως άνω νόμιμου τεκμηρίου και ελλείψει ακριβών στοιχείων που θα μπορούσαν να το ανατρέψουν, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει από ποια άποψη η γνωστοποίηση της ακριβούς ποσότητας θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων προσώπων.

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία της αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει, καταρχήν, να έχει συγκεκριμένο και εξατομικευμένο χαρακτήρα. Ειδικότερα, η αρχή αυτή υπόκειται σε εξαιρέσεις, μεταξύ άλλων, όταν υφίσταται γενικό τεκμήριο κατά το οποίο η γνωστοποίηση του επίμαχου εγγράφου θα έθιγε κάποιο από τα συμφέροντα που προστατεύονται από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν ένα τέτοιο τεκμήριο προβλέπεται ρητώς με νομοθετική διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 118, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006.

(βλ. σκέψεις 174, 176, 177)

15.    Η πρώτη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, καθιερώνει κανόνα αναφορικά με τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η δεύτερη περίοδος της εν λόγω παραγράφου 1 δεν κάνει απλώς λόγο για τις λοιπές εξαιρέσεις, αλλά για τις λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη εννοεί τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, και παράγραφοι 3 και 5. Δεδομένου ότι η προστασία των εμπορικών συμφερόντων εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, στο οποίο αναφέρεται η πρώτη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, η προστασία αυτή δεν περιλαμβάνεται στην έννοια των «λοιπών εξαιρέσεων» κατά τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 6, παράγραφος 1.

(βλ. σκέψη 187)

16.    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, αναφέρεται απλώς σε δημόσιο συμφέρον στη γνωστοποίηση και όχι σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Επομένως, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 δεν προκύπτει ότι η γνωστοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών ανταποκρίνεται πάντοτε σε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

(βλ. σκέψη 189)

17.    Μολονότι αληθεύει ότι το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δύναται να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση εγγράφου δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διακρίνεται από τις αρχές που διέπουν τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εντούτοις, η προβολή γενικών και μόνον εκτιμήσεων δεν μπορεί να στηρίξει την άποψη ότι η αρχή της διαφάνειας έχει τόσο επιτακτικό χαρακτήρα ώστε να δύναται να κατισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση γνωστοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων και ότι απόκειται στον αιτούντα την πρόσβαση να επικαλεσθεί κατά τρόπο συγκεκριμένο στοιχεία που θεμελιώνουν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των οικείων εγγράφων.

Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι οι ζητούμενες πληροφορίες συνιστούν περιβαλλοντικές πληροφορίες δεν θεμελιώνει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για γνωστοποίηση. Ειδικότερα, όσον αφορά αίτηση παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών σχετικά με την ακριβή ποσότητα ορισμένων επικίνδυνων ουσιών που έχουν παραχθεί ή διατεθεί στην αγορά, ο αιτών δεν μπορεί να επικαλείται, όλως γενικώς, αρχές στις οποίες στηρίζεται ο κανονισμός 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σε συνδυασμό με τον κανονισμό  1049/2001, χωρίς να προβάλει οποιοδήποτε επιχείρημα από το οποίο να προκύπτει, όσον αφορά την ακριβή ποσότητα των ουσιών, ότι η επίκληση της αρχής της διαφάνειας —αρχής που καθιστά δυνατή τη συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων— έχει, δεδομένων των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση περιπτώσεως, ιδιαιτέρως επιτακτικό χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 193, 194, 196)

18.    Μολονότι ο κανονισμός 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, δεν περιλαμβάνει ρητό ορισμό της έννοιας «εκπομπές στο περιβάλλον», εντούτοις είναι δυνατό να συναχθεί ότι μπορούν να συνιστούν εκπομπές μόνον εκείνες οι απορρίψεις στο περιβάλλον που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος. Επομένως, μόνη η παρασκευή ή διάθεση στην αγορά ορισμένης ουσίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απόρριψη της ουσίας αυτής στο περιβάλλον, οπότε η πληροφορία σχετικά με την παρασκευαζόμενη ή διατιθέμενη στην αγορά ποσότητα δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να χαρακτηρισθεί ως πληροφορία που αφορά εκπομπή στο περιβάλλον.

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα ότι η ουσία που διατίθεται στην αγορά τελεί κατ’ ανάγκην σε διάδραση με το περιβάλλον και τους ανθρώπους, με συνέπεια η διάθεση στην αγορά να αποτελεί αφεαυτής εκπομπή στο περιβάλλον. Καταρχάς, η διάδραση με την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια δεν επαρκεί προκειμένου να γίνει δεκτή η ύπαρξη εκπομπής στο περιβάλλον που επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει τα στοιχεία του περιβάλλοντος. Συναφώς, μολονότι ο αφηρημένος κίνδυνος της εκπομπής ορισμένης ουσίας υφίσταται από το στάδιο της παραγωγής της ουσίας αυτής και δεν αποκλείεται ο κίνδυνος αυτός να αυξάνεται με τη διάθεση της ουσίας στην αγορά, εντούτοις απλώς και μόνον ο κίνδυνος εκπομπής ορισμένης ουσίας στο περιβάλλον δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ποσότητας της παρασκευαζόμενης ή διατιθέμενης στην αγορά ουσίας ως πληροφορίας που αφορά εκπομπές στο περιβάλλον.

Περαιτέρω, σημειώνεται ότι υφίστανται ουσίες, και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, τα ενδιάμεσα προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 15, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, οι οποίες, αν χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον προορισμό τους, δεν συνεπάγονται εκπομπές στο περιβάλλον. Μολονότι όλες οι ουσίες, πλην των ενδιάμεσων προϊόντων, είναι δυνατό να απορρίπτονται στο περιβάλλον σε ορισμένο χρονικό σημείο του κύκλου ζωής τους, εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι, σε σχέση με τις ουσίες αυτές, η παρασκευαζόμενη ή διατιθέμενη στην αγορά ποσότητα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πληροφορία που αφορά απορρίψεις στο περιβάλλον που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος.

(βλ. σκέψεις 205, 206, 208-213)

19.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 222, 223)

20.    Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής προκύπτει ότι, αν μία ή περισσότερες εξαιρέσεις καλύπτουν μέρος μόνο του ζητουμένου εγγράφου, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου αυτού δίδονται στη δημοσιότητα. Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει όπως οι τυχόν παρεκκλίσεις δεν υπερβαίνουν τα όρια του μέτρου που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 6, του προαναφερθέντος κανονισμού συνεπάγεται τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου κάθε εγγράφου. Συγκεκριμένα, μόνο βάσει τέτοιας εξετάσεως μπορεί το θεσμικό όργανο να εκτιμήσει τη δυνατότητα να επιτρέψει μερικώς την πρόσβαση στον αιτούντα. Εκτίμηση εγγράφων πραγματοποιούμενη ανά κατηγορία αντί σε σχέση με τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία που αυτά περιέχουν κρίνεται ανεπαρκής, διότι η εκ μέρους του θεσμικού οργάνου απαιτούμενη εξέταση πρέπει να του επιτρέπει να αξιολογεί συγκεκριμένα αν η προβαλλόμενη εξαίρεση εφαρμόζεται πράγματι στο σύνολο των πληροφοριών που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα.

Όσον αφορά αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με την ακριβή ποσότητα ορισμένων παρασκευαζόμενων ή διατιθέμενων στην αγορά ουσιών, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) δεν υποχρεούται να προβεί σε κατά περίπτωση εξέταση, στον βαθμό που το νόμιμο τεκμήριο του άρθρου 118, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, κατά το οποίο η γνωστοποίηση της ακριβούς ποσότητας θίγει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των ενδιαφερόμενων προσώπων, καλύπτει όλες τις επίμαχες ουσίες. Εξάλλου, ο αιτών δεν προέβαλε, ούτε για το σύνολο των επίμαχων ουσιών ούτε για επιμέρους ουσίες, στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το ως άνω νόμιμο τεκμήριο, ούτε απέδειξε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει, τουλάχιστον για μέρος των ουσιών, τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που ζητήθηκαν. Επομένως, ο ECHA μπορεί να κρίνει ότι οι πληροφορίες σχετικά με την ακριβή ποσότητα του συνόλου των επίμαχων ουσιών καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, το προαναφερθέν άρθρο 118, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, δεν υπερβαίνει τα όρια του μέτρου που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

(βλ. σκέψεις 229, 230, 232, 239)

21.    Κατά τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών ή λόγων, και ότι η προβολή νέων ισχυρισμών ή λόγων κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ισχυρισμός ή λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και εμφανίζει στενό δεσμό με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Ανάλογη λύση επιβάλλεται για αιτίαση προβληθείσα προς στήριξη ισχυρισμού ή λόγου ακυρώσεως.

Επομένως, αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας που διατυπώνεται στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε έγγραφα προβάλλεται παραδεκτώς προς στήριξη λόγου ακυρώσεως που αφορά την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Πράγματι, η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να συμβάλει στην τήρηση της προαναφερθείσας αρχής, επιτρέποντας τη μερική γνωστοποίηση, όταν μία από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως καλύπτει μέρος μόνο του ζητούμενου εγγράφου, προκειμένου να αποτρέπεται η υπέρβαση των ορίων του μέτρου που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά που κάνει η προσφεύγουσα στην αρχή της αναλογικότητας δεν αποτελεί νέο λόγο ακυρώσεως, αλλά αιτίαση που εξειδικεύει τον λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

(βλ. σκέψεις 235-237)

22.    Όσον αφορά την υποχρέωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA), δυνάμει του άρθρου 119, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1907/2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων, να δημοσιεύει τη συνολική ποσοτική κατηγορία εντός της οποίας έχει καταχωρισθεί ορισμένη ουσία, ο κανονισμός αυτός δεν συνδέει την εν λόγω υποχρέωση με το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα το οποίο προβλέπει το άρθρο 118, παράγραφος 1, αυτού, συνδυαζόμενο με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Επομένως, η υποβολή αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα δεν είναι δυνατό να αποτελεί μέσο για να επιβληθεί η τήρηση της υποχρεώσεως αναρτήσεως στο διαδίκτυο. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η υποβολή αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την υποχρέωση του ECHA να δημιουργήσει ορισμένα δεδομένα τα οποία δεν υφίστανται, έστω και αν η διάδοση των δεδομένων αυτών προβλέπεται από το άρθρο 119 του κανονισμού 1907/2006. Ως εκ τούτου, ο ECHA μπορεί κατά νόμο να απορρίψει αίτηση γνωστοποιήσεως της συνολικής ποσοτικής κατηγορίας ορισμένων ουσιών, με την αιτιολογία ότι δεν έχει στην κατοχή του τις ζητούμενες πληροφορίες. Δεδομένου ότι δεν έχει υποχρέωση να διαβουλευθεί με τρίτους όσον αφορά πληροφορίες που δεν βρίσκονται στην κατοχή του, ο ECHA δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβαίνει το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001.

Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως του Ώρχους ορίζει ρητώς ότι η αίτηση παροχής περιβαλλοντικών πληροφοριών μπορεί να απορρίπτεται αν η δημόσια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί η αίτηση δεν έχει στην κατοχή της τις ζητούμενες πληροφορίες. Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, ο κανονισμός 1049/2001 ισχύει για οιαδήποτε αίτηση προσβάσεως σε περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες έχουν στην κατοχή τους όργανα και οργανισμοί της Κοινότητας, διάταξη από την οποία προκύπτει ότι η σχετική αναφορά έχει σχέση μόνο με έγγραφα τα οποία υφίστανται και βρίσκονται στην κατοχή του οικείου θεσμικού οργάνου. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι συνολικές ποσοτικές κατηγορίες συνιστούν περιβαλλοντικές πληροφορίες, η νομιμότητα της απορρίψεως αιτήσεως παροχής των εν λόγω πληροφοριών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σε αυτή τη βάση.

(βλ. σκέψεις 252, 253, 259)

23.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 256)