Language of document : ECLI:EU:F:2010:119

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση F-20/06

Patrizia De Luca

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Υπάλληλοι εντασσόμενοι σε ανώτερη ομάδα καθηκόντων μέσω γενικού διαγωνισμού — Υποψήφιος περιληφθείς σε πίνακα επιτυχόντων πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου ΚΥΚ — Μεταβατικοί κανόνες κατατάξεως σε βαθμό κατά την πρόσληψη — Κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογή των λιγότερο ευνοϊκών νέων κανόνων — Άρθρο 5, παράγραφος 2, και άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η P. De Luca, επιτυχούσα σε διαγωνισμό πριν από την 1η Μαΐου 2004, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, με την οποία διορίζεται σε θέση διοικητικού υπαλλήλου, καθόσον με την απόφαση αυτή κατατάσσεται στον βαθμό Α*9, κλιμάκιο 2.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Προθεσμίες — Έναρξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, 26, 90 και 91)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή — Αίτημα ακυρώσεως βλαπτικής ατομικής πράξεως — Αναρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή να διαπιστώνει τον παράνομο χαρακτήρα μιας διατάξεως γενικής ισχύος στο διατακτικό των αποφάσεών του

(Άρθρο 230 EK)

3.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 1 § 2 και 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 3· παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

5.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Διορισμός στον βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού — Καθιέρωση νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29 § 1 και 31 § 1· παράρτημα XIII, άρθρα 2 § 1 και 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

6.      Υπάλληλος — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

7.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Διορισμός στον βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού — Καθιέρωση νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

1.      Η προθεσμία για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως που τάσσει το άρθρο 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) μπορεί να αρχίσει από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της βλαπτικής για αυτόν πράξεως. Η διαδικαστικού χαρακτήρα αυτή διάταξη, η οποία έχει ως σκοπό να καλύψει μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών κανόνων του ΚΥΚ που ρυθμίζουν την ενημέρωση των υπαλλήλων για τα ουσιώδη στοιχεία της εργασιακής τους σχέσεως και, ειδικότερα, τον τύπο τον οποίο πρέπει αυτή να περιβάλλεται. Από το σύστημα των κανόνων του ΚΥΚ, και, ειδικότερα, από τα άρθρα 25 και 26 αυτού, προκύπτει όμως ότι οι αποφάσεις περί κατατάξεως, όπως άλλωστε και οι αποφάσεις περί διορισμού, πρέπει να κοινοποιούνται προσηκόντως στον ενδιαφερόμενο και ότι η διοίκηση δεν πρέπει να περιορίζεται στην ενημέρωσή αυτού μέσω ενός εγγράφου που επισύρει απλώς τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών, ούτε να μην μεριμνά ώστε να περιέρχονται οι αποφάσεις αυτές πράγματι στον αποδέκτη τους. Συγκεκριμένα, η τυχόν επιβολή στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο της υποχρεώσεως να υποβάλει διοικητική ένσταση το αργότερο τρεις μήνες από την παραλαβή προσφοράς θέσεως εργασίας και όχι από την κοινοποίηση της αποφάσεως περί διορισμού θα καθιστούσε κενό περιεχομένου το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 26, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, τα οποία έχουν ακριβώς ως σκοπό να παρέχουν στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να λαμβάνουν πράγματι γνώση των αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διοικητική τους κατάσταση και να ασκούν τα δικαιώματα που τους διασφαλίζει ο ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 38 έως 40)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψεις 49, 52 και 56

2.      Μολονότι, στο πλαίσιο αιτήματος ακυρώσεως βλαπτικής ατομικής πράξεως, ο κοινοτικός δικαστής είναι όντως αρμόδιος να διαπιστώνει παρεμπιπτόντως τον παράνομο χαρακτήρα μιας διατάξεως γενικής ισχύος επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη πράξη, δεν είναι, αντιθέτως, αρμόδιος να περιλαμβάνει τέτοιου είδους διαπιστώσεις στο διατακτικό των αποφάσεών του.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 4 Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑149 και II‑A‑1‑841, σκέψη 38, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑325/09 P· 29 Σεπτεμβρίου 2009, F‑20/08, F‑34/08 και F‑75/08, Aparicio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑375 και II‑A‑1‑2013, σκέψη 28

3.      Από τον συνδυασμό του άρθρου 1, παράγραφος 2, και του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προκύπτει ότι ο περιλαμβανόμενος στην τελευταία αυτή διάταξη όρος «προσλαμβάνονται» έχει συγκεκριμένη έννοια και πρέπει να γίνει κατανοητός ως αφορών τους υπαλλήλους που ανέλαβαν υπηρεσία μεταξύ 1ης Μαΐου 2004, ημερομηνίας που τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, και 30ής Απριλίου 2006, σε θέση που κατέστη προσβάσιμη κατόπιν της εγγραφής τους, πριν την 1η Μαΐου 2006, σε πίνακα επιτυχόντων με τον οποίο περατώνεται διαγωνισμός δημοσιευθείς υπό το καθεστώς του παλαιού ΚΥΚ, είτε οι υπάλληλοι αυτοί είχαν ήδη την ιδιότητα αυτή είτε όχι κατά την εκ μέρους τους ανάληψη υπηρεσίας.

(βλ. σκέψη 56)

4.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται όταν δύο κατηγορίες προσώπων, των οποίων οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις δεν παρουσιάζουν ουσιώδη διαφορά, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως κατά την πρόσληψή τους, τέτοια δε διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά.

Επιπλέον, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν δύναται να παρεμβάλλει εμπόδια στην ελευθερία του νομοθέτη να επιφέρει ανά πάσα στιγμή στις διατάξεις του ΚΥΚ τις τροποποιήσεις που κρίνει σύμφωνες προς το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και εάν οι νέες διατάξεις είναι δυσμενέστερες για τους υπαλλήλους από τις προϊσχύσασες, άλλως παρακωλύεται κάθε νομοθετική εξέλιξη

Εξάλλου, από το άρθρο 3 του ΚΥΚ προκύπτει ότι διορισμός ενός υπαλλήλου επέρχεται υποχρεωτικώς με μονομερή πράξη της διοικήσεως και ότι ο επιτυχών υποψήφιος διαγωνισμού μπορεί να διεκδικήσει την ιδιότητα του υπαλλήλου και, συνεπώς, να απαιτήσει την εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων του ΚΥΚ, μόνον αφού εκδοθεί γι’ αυτόν τέτοια απόφαση.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η κατάταξη σε βαθμό των υπαλλήλων που διορίστηκαν από την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, δεν μπορούσε να γίνει νομίμως παρά μόνον κατ’ εφαρμογήν των νέων κριτηρίων που ίσχυαν την ημερομηνία αυτή. Κατά την μεταβατική περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, τα κριτήρια αυτά ορίζονταν στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα όσα προβάλλονται σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ. Καταρχάς, μολονότι δεν αποκλείεται ότι η ημερομηνία έναρξης ισχύος μιας νέας ρυθμίσεως μπορεί να αποβεί δυσμενής, αυτή της 1ης Μαΐου 2004 ήταν, εν προκειμένω, αντικειμενικά δικαιολογημένη. Η μεταρρύθμιση του ΚΥΚ υπαγορεύθηκε από τις γενικές αλλαγές της κοινωνίας και τον αντίκτυπό τους στο κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση «για να καλύπτονται οι μεταβαλλόμενες ανάγκες των οργάνων και του προσωπικού τους», κατά το ίδιο το γράμμα της πρώτης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 723/2004. Είναι επομένως ευνόητο ότι η έναρξη ισχύος του συνέπεσε με την ένταξη δέκα νέων κρατών μελών. Επίσης, η ημερομηνία προσλήψεως, την οποία αποφασίζει η διοίκηση, συνιστά στοιχείο αντικειμενικό και ανεξάρτητο της βουλήσεως του κοινοτικού νομοθέτη.

(βλ. σκέψεις 68 έως 71 και 73)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑443/07 P, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10945, σκέψεις 76 και 81

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3885, σκέψη 100· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 105· 11 Ιουλίου 2007, T‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2523, σκέψεις 54, 55, 77, 86 και 113

ΔΔΔΕΕ: 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑165 και II‑A‑1‑911, σκέψη 81

5.      Όσον αφορά τον διορισμό των υπαλλήλων σε βαθμό, κατόπιν της καθιέρωσης της νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών από τον κανονισμό 723/2004 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ο καθορισμός του επιπέδου των προς πλήρωση θέσεων, στον οποίο προέβη η διοίκηση στο πλαίσιο των διατάξεων του παλαιού ΚΥΚ καταρτίζοντας μια προκήρυξη διαγωνισμού, δεν παρέτεινε τα αποτελέσματά του πέραν της 1ης Μαΐου 2004, ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 723/2004.

Ως εκ τούτου, το δικαίωμα που έλκουν από το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ οι επιτυχόντες σε διαγωνισμό υποψήφιοι να τους δοθεί ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη διαγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, δεδομένου ότι η νομιμότητα μιας αποφάσεως εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της, η δε διάταξη αυτή δεν μπορεί, επομένως, να υποχρεώσει τη διοίκηση να λάβει απόφαση μη συνάδουσα προς τον ΚΥΚ, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον κοινοτικό νομοθέτη, και συνεπώς παράνομη.

Στο πλαίσιο αυτό, το οποίο χαρακτηρίζεται από την κατάργηση στο νέο σύστημα σταδιοδρομιών, από 1ης Μαΐου 2004, των βαθμών που αναφέρονται στις προκηρύξεις διαγωνισμού που είχαν δημοσιευθεί πριν την ημερομηνία αυτή, ο νομοθέτης θέσπισε το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προκειμένου να εξαλείψει τις εγγενείς δυσκολίες που παρουσιάζει η κατάσταση αυτή και να καθορίσει τη βαθμολογική κατάταξη των επιτυχόντων σε διαγωνισμούς υποψηφίων οι οποίοι περιελήφθησαν σε πίνακες επιτυχόντων που είχαν δημοσιευθεί πριν την 1η Μαΐου 2004, προσελήφθησαν όμως ως δόκιμοι υπάλληλοι βάσει των διαγωνισμών αυτών μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Είναι αληθές ότι οι κατατάξεις σε βαθμό που καθορίζει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν αντιστοιχούν στους βαθμούς που αναφέρονται στις προγενέστερες της 1ης Μαΐου 2004 προκηρύξεις διαγωνισμού και ότι η διάταξη αυτή αντιβαίνει στον κανόνα του άρθρου 31 του ΚΥΚ που επαναλαμβάνεται στο άρθρο 31 του παλαιού ΚΥΚ. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ συνιστά μεταβατική διάταξη ειδικού χαρακτήρα η οποία, ως τέτοια, μπορεί να αποκλίνει, για συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων, από τον γενικό κανόνα του άρθρου 31 του ΚΥΚ.

Συγκεκριμένα, τα προβλήματα που απορρέουν από τη μεταβολή του ρυθμιστικού πλαισίου, όσον αφορά τη σταδιοδρομία των υπαλλήλων, ενδέχεται να υποχρεώσουν τη διοίκηση να παρεκκλίνει, προσωρινώς και εντός ορισμένων ορίων, από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων και των πάγιων αρχών που εφαρμόζονται συνήθως στις επίμαχες καταστάσεις.

Επιπλέον, όσον αφορά την τήρηση του άρθρου 29 του ΚΥΚ, από το οποίο απορρέει ότι η ανακοίνωση κενής θέσης αποτελεί νομικό πλαίσιο που επιβάλλεται στη διοίκηση, το άρθρο αυτό δεν έχει δεσμευτική ισχύ ανώτερη εκείνης του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, και δεν μπορεί να υπερισχύσει της τελευταίας ειδικής και μεταβατικής διατάξεως.

Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, που καθιερώνει μια πιο πλεονεκτική σχέση από εκείνη του άρθρου 12, παράγραφος 3, του ίδιου παραρτήματος μεταξύ των παλαιών βαθμών και εκείνων που ίσχυαν κατά τη μεταβατική περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, είχε ως μοναδικό σκοπό να μετατρέψει, την 1η Μαΐου 2004, τους βαθμούς που κατείχαν όσοι είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου στις 30 Απριλίου 2004 προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή σε αυτούς η νέα διάρθρωση σταδιοδρομιών που επρόκειτο να τεθεί πλήρως σε ισχύ την 1η Μαΐου 2006. Ερμηνευόμενο αυστηρώς, όπως κάθε μεταβατική διάταξη, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στερείται ισχύος που επεκτείνεται πέραν της δημιουργίας της ενδιάμεσης αυτής σχέσεως.

(βλ. σκέψεις 84 έως 86, 91 και 92)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 100 και 101

ΓΔΕΕ: 11 Φεβρουαρίου 2003, T‑30/02, Leonhardt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑41 και II‑265, σκέψη 51· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 213· Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 110 και 112 έως 115

6.      Ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αντιταχθεί στη νομιμότητα νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως σε τομέα στον οποίο ο νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Επιπλέον, το δικαίωμα στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θα είχε λάβει μια παράνομη —ως αντιβαίνουσα στον ΚΥΚ— απόφαση, εάν είχε κατατάξει έναν υπάλληλο που διορίσθηκε μετά την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 723/2004 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, σύμφωνα με τις σχετικές με τους βαθμούς και τις σταδιοδρομίες διατάξεις του παλαιού ΚΥΚ, οι οποίες δεν ίσχυαν πλέον.

(βλ. σκέψεις 99 έως 101)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 91 και 100

ΓΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2002, T‑381/00, Wasmeier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑125 και II‑677, σκέψη 106· 4 Μαΐου 2005, T‑398/03, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑109 και II‑507, σκέψη 34· 23 Φεβρουαρίου 2006, T‑282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑319, σκέψη 77· Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 95· 4 Φεβρουαρίου 2009, T‑145/06, Omya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑145, σκέψη 117

7.      Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ΚΥΚ που εισήγαγε ο κανονισμός 723/2004 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, η οποία τροποποίησε τη δομή των βαθμών των υπαλλήλων, η αρχή της προσδοκίας κάθε υπαλλήλου για υπηρεσιακή εξέλιξη εντός του θεσμικού του οργάνου δε μπορεί, αυτή καθαυτή, να δικαιολογήσει την εφαρμογή παλαιών διατάξεων σε υπάλληλο και να εκμηδενίσει, συνεπώς, τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης Αποτελεί, πράγματι, αρχή ότι, σε περίπτωση τροποποιήσεως διατάξεων γενικής εφαρμογής και, ειδικότερα, διατάξεων του ΚΥΚ, ο νέος κανόνας εφαρμόζεται άμεσα στα μελλοντικά αποτελέσματα νομικών καταστάσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν χωρίς ωστόσο να έχουν συσταθεί πλήρως, υπό το καθεστώς του προηγούμενου κανόνα. Ο ΚΥΚ ουδέν όμως δικαίωμα απονέμει για την πρόσβαση σε ανώτερο βαθμό μέσω γενικού διαγωνισμού, ακόμα και για τους υπαλλήλους που πληρούν όλες τις προυποθέσεις ώστε να διορισθούν, διότι η εγγραφή των επιτυχόντων υποψηφίων σε πίνακες επιτυχόντων που καταρτίστηκαν κατά το πέρας των εργασιών επιλογής δεν δημιουργεί υπέρ των ενδιαφερομένων παρά απλή μόνον προσδοκία να διοριστούν σε μία από τις θέσεις στις οποίες παρέχει πρόσβαση ο διαγωνισμός και διότι η προσδοκία αυτή αποκλείει κατ’ ανάγκη κάθε κεκτημένο δικαίωμα.

(βλ. σκέψεις 125 και 126)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 51 έως 53